Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΜΙΝΑΡΕΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ


 Τοπίο μελαγχολικό, τοπίο ομίχλης. Μόλις που διακρίνεται στο βάθος του ορίζοντα το κυρίαρχο, λαμπερό και διάσημο πλέον ανά την υφήλιο ΔΝΤ. . Θα παραδώσουμε την Ελλάδα σε ξένα χέρια; Μάλλον έτσι θα γίνει. «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί…»
 Ο Θωμάς μόνο που δεν δακρύζει. Καθισμένος δίπλα μου με τσικουδιά και πατάτα οφτή, προσπαθεί να παρηγορηθεί και να με παρηγορήσει.
 Αλλά, που! Οι καημοί μέσα στο αλκοόλ δεν πνίγονται κι ας διδάσκουν οι ποιητάδες κι οι μαντιναδολόγοι το αντίθετο.
 Πορευόμαστε στο άγνωστο ως χώρα, ως πολίτες μιας χώρας που έκανε λάθη, λάθη μοιραία κι ανεπανόρθωτα, που οι πολίτες της αν και καυχώνται πως είναι απόγονοι του Πλάτωνα του Αριστοτέλη, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, τίποτα από αυτούς δεν διδάχτηκαν!
 Είμαστε πολίτες μιας χώρας που μετά από ατελείωτα και ανεπίτρεπτα λάθη και συμπεριφορές, τώρα ανήμπορη φυλλορροεί. Η χώρα φυλλορροεί ωσάν τον (πάλαι ποτέ) υπερήφανο μιναρέ της Νερατζές (φτιάξτε τον Μιναρέ ορέ παιδιά κι αφήστε τα καμώματα). Ωσάν η μοίρα του Μιναρέ να συμπίπτει με αυτήν τη μοίρα της ακριβής μας Ελλάδας.
     «Ας μη μού δώση η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον…»
Τι ωραίοι στίχοι, τι ωραία λόγια! Πόσο ωραία μοιάζουν όλα ντυμένα με οίστρο και λόγο ποιητικό!
   Τρέξατε, δεύτε οι των Ελλήνων παίδες· ήλθ' ο καιρός της δόξης,
       τους ευκλεείς προγόνους μας ας μιμηθώμεν!
-Τι ωραία που τα διαβάζεις! Τι ωραία που τα απαγγέλλεις, Θωμά, τα ποιήματα του Ανδρέα Κάλβου! Τι λόγια καλοζυγισμένα! Μοιάζει όμως σαν να κάνεις μνημόσυνο. Διάβασέ μας τουλάχιστον κάτι πιο ρεαλιστικό, κάτι που να έχει γεύση Δ.Ν.Τ, του σύγχρονου δυνάστη των λαών.
 « … Ακούω του λυσσώντος ανέμου την ορμήν· κτυπά με βίαν·
  ανοίγονται του ναού τα παράθυρα κατασχισμένα».
 -Έτσι μπράβο! Έτσι, μάλιστα! Τώρα νοιώθω να συμβαδίζουν οι στίχοι με την δυστυχία των υπερχρεωμένων Ελλήνων!
«Ω παντοδυναμότατε! τι είναι; τι παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου στέκονται η τρίχες! Λείπει η αναπνοή μου!»
  -Μα ξέρω πως θέλεις ν’ ακούσεις και μια παρηγοριά, Θωμά. Απέναντι στην κρίση (του  κεφαλαίου) θα βρεις την Τέχνη, χαμογελαστή. Θα βρεις για παράδειγμα το τραγούδι. Τα τραγούδια μεταφέρουν μνήμες και η μνήμη είναι εχθρός της καταναλωτικής κοινωνίας, της αγοράς. Εκείνη θέλει μονάχα να θυμόμαστε ονόματα μαγαζιών, προϊόντων, να μη ξεχνάμε να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και τα χρέη μας.
 Η  μνήμη των τραγουδιών όμως φρενάρει την κατανάλωση, την παντοδυναμία του κεφαλαίου. Βοηθά τα άτομα να καταλάβουν, να ριζώσουν. Η αγορά δε θέλει ρίζες, ούτε φρεναρίσματα, ούτε βαθύτερες κατανοήσεις;. Θέλει άτομα άβουλα, χωρίς μνήμη, αλλοτριωμένα, καθοδηγούμενα.
 Πήγαινε λοιπόν Θωμά ν’ ακούσεις τραγούδια! Τα τραγούδια δεν είναι σαν πουλιά.  Τα τραγούδια είναι πουλιά. Μπαίνουν μέσα μας από τις διόδους των αυτιών, εγκαθίστανται και φτερουγίζουν τιτιβίζοντας, πάνω στις καλωδιώσεις του μυαλού μας.  Τα τραγούδια είναι ζωοδόχοι πηγές όπως τα λουλούδια, τα σύννεφα, ο ήλιος. Θυμίζουν ότι το νόημα δε βρίσκεται εκεί που το ψάχνουμε, αλλά κάπου αλλού.
Ένας ιβίσκος ενδιαφέρεται μοναχά ν’ ανοίξει τα λουλούδια του και ν’ αντικρύσει τον ήλιο. Έτσι και τα τραγούδια,  Ζητούν μόνο να παρηγορήσουν, να μαλακώσουν, να γαληνέψουν.
 Η χώρα μας φυλλορροεί ωσάν τον (πάλαι ποτέ) υπερήφανο μιναρέ της Νερατζές. Ωσάν η μοίρα του Μιναρέ να συμπίπτει με τη δική μας, των Ελλήνων τη μοίρα…

Ο Κήπος με τις Αυταπάτες

            Είναι ακριβώς έτσι. Ζούμε στην πόλη με τις αυταπάτες. Είναι τόσο πολλές οι αυταπάτες που την κάνουν να μοιάζει με ψεύτικο κήπο. Πλαστικά λουλούδια, πλαστική ευτυχία, σειρήνες, εικονική πραγματικότητα.  Κάθε πρωί, μπαίνομε σ’ αυτόν τον κήπο, περιφερόμαστε υπνωτισμένοι και άβουλοι για να βγούμε εξουθενωμένοι το βραδάκι.
  Ζούμε μέσα σε μια νιρβάνα ονείρων. Διαλέγομε να ζούμε με τις αυταπάτες μας, αρνούμενοι να δούμε κατάματα τα προβλήματα, την απαράδεκτη ποιότητα της ζωής μας. Υπάρχει και το απαραίτητο νανούρισμα. Μας νανουρίζουν με παραμύθια, με ωραία λόγια και υποσχέσεις.
  Κάποτε βέβαια ξυπνούμε από αυτό το λήθαργο. Τότε χάνεται ο κήπος με τις δροσάτες αυταπάτες και μένει μόνο μια πόλη υποβαθμισμένη και μια ζωή μίζερη.
  Δεν θα ξαναμπώ σ’ αυτό τον κήπο. Η πόλη δεν μπορεί άλλο να βουλιάζει στις αυταπάτες. Στη θέση των πλαστικών πρέπει να φυτέψομε πραγματικά λουλούδια. Πρέπει να ποτίσομε τα ξεραμένα λουλούδια μας. Η πόλη πρέπει να ζήσει την πραγματική της ζωή, αυτή που άλλωστε της αξίζει.

ΠΑΜΕ ΝΤΟΛΥ!

 Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι…. Τουλάχιστον έτσι το νοιώθω. Ο  Λούκυ Λουκ, ο ήρωας του γνωστού κι αγαπημένου κόμικ της νιότης μας, ζωντανεύει ξαφνικά και χώνεται μέσα μου (ή απλά εγώ γίνομαι ένα με τη φιγούρα του). Βάνω στην κεφαλή μου ένα παλιό καουμπόικο καπέλο κι ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό και ορίστε, ξεκινά η περιπέτεια! Ξεκινά η περιπλάνηση σ’ έναν κόσμο σκληρό και απάνθρωπο, όπου το περιβάλλον υποκριτικά προστατεύεται και συστηματικά καταστρέφεται. Σ’ έναν κόσμο που τα αρπακτικά της παγκόσμιας κερδοσκοπίας απειλούν το μισθό και τη σύνταξη των ανθρώπων!
 Τώρα μόνο, τώρα που τα μαλλιά μου έγιναν γκρίζα, τώρα αρχίζω μόλις να αντιλαμβάνομαι τη μεγαλοφυΐα του συγγραφέα του Λούκυ Λουκ! Οι καιροί μπορεί να αλλάζουν μα ο κόσμος μένει ίδιος και απαράλλαχτος.
 Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι! Ο ήρωας αυτός είναι διαχρονικός. Πάντα η αδικία θα υπάρχει και πάντα θα υπάρχουν οι ονειροπόλοι που θα επαναστατούν ενάντια στην αδικία, γι αυτό θα μένουν πάντα φτωχοί και πάντα μόνοι. Πάντα ο κόσμος θα προχωρεί με φωτιά και με μαχαίρι. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι Ντάλτον που θα φροντίζουν γι αυτό.
 Μα πάντα θα υπάρχει και ο Λούκυ Λουκ, το ανοιχτό κι ανυπόταχτο πνεύμα, ο εραστής της ελευθερίας της πραγματικής, της πανηγυρικής, της απόλυτης, εκείνης της ελευθερίας που δεν γνωρίζει όρια ή δεσμά.
 Μην παραξενευτείς όταν θα νοιώσεις πως είσαι κι εσύ μέσα στο παιχνίδι. Το άλογό σου, η Ντόλυ, περιμένει κι εσένα υπομονετικά στην αυλή, φίλε αναγνώστη. Μπορείς ν’ ακούσεις σχεδόν τα ανυπόμονα χλιμιντρίσματά της. Θα σε περιμένει μέχρι να ρθει η στιγμή που θα τα σιχαθείς όλα, μέχρι τη στιγμή που θα νοιώσεις να σού ρχεται εμετός. Θα ναι αυγή και θα αναδυθεί από μέσα σου – χωρίς κανένα δισταγμό - η λέξη «Επανάσταση».
 Θα είναι εκείνη η Καβαφική στιγμή που θα πρέπει να πεις το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι.
 Μακάρι να το πεις το Ναι. Η Ντόλυ θα περιμένει στην αυλή χλιμιντρώντας. Η Καλάμιτυ Τζέην, η όμορφη κοπέλα  θα σου γνέφει. Εσύ θα έχεις πια βαρεθεί τους αχάριστους φίλους, τα ψεύτικα δάκρυα, τις υποκριτικές φιλοφρονήσεις, τα ατελείωτα …φεστιβάλ.  
 Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι! Αυτό είναι το ρεφραίν που μ’ αρέσει και μου πάει. Να παίρνω τους δρόμους, των αμαθιώ μου καθώς λένε, με τα ιδανικά μου φορτωμένος. Εσένα, δεν σου ζητώ να με πιστεύεις όταν υπάρχουν αποδειχτικά. Θέλω να με πιστεύεις, όταν οι συγκεχυμένες ενδείξεις συνηγορούν εναντίον μου. Τότε θέλω να με πιστεύεις.
 Θα ακολουθώ της δικαιοσύνης τον ήλιο – το νοητό – και όπου δω κατατρεγμένο και φουκαρά δεν θα διστάζω να τον στηρίζω. Θα είμαι αιώνιος αντίπαλος και τιμωρός των Ντάλτον, των αρπακτικών της αγοράς, των κάθε λογής χρηματοοικονομικών συμφερόντων και των γκόλντεν μπόυς που κυκλοφορούν αθάνατοι και ατιμώρητοι ανά τους αιώνες. Θα πασχίζω – αν μπορώ – να βοηθώ τους νεόπτωχους Έλληνες συμπατριώτες μου, τους απολυμένους, τους αδικημένους, τους χρεωμένους που αλύπητα τους πίνουν το αίμα οι τράπεζες. Θα στηρίζω τους γιατρούς που μένουν απλήρωτοι και δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα στην καθημερινότητα των οικογενειών τους. Θα στηρίζω και όλους τους επιχειρηματίες που τους αφήνουν χωρίς περίθαλψη, έρμαια της τύχης ή της ατυχίας τους… Θα τιμωρήσω αυτούς που προσπαθούν να αρπάξουν το πανεπιστήμιο από τους Ρεθεμνιώτες.
 Θα χαιρετώ τους περήφανους μιναρέδες, που παλεύουν με τους αιώνες καθώς εγώ θα παλεύω με τους μουεζίνηδες των φανατισμών…  Θα ακούω για τη βόμβα που σκότωσε τον υπασπιστή του υπουργού Δημόσιας Τάξης και θα συνοφρυώνομαι, θα σταυροκοπιέμαι, άφωνος κι εγώ μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες για την προσβολή αυτή που έγινε προς την κυβέρνηση και το κράτος μου.  
 Όμως τελικά εγώ, παρ’ όλα αυτά που συμβαίνουν, εγώ θα ζω μέσα στην απόλυτη Ελευθερία με τα μακριά μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν στον άνεμο. Αυτή είναι η επιλογή μου. Ο άνεμος της ελευθερίας είναι πάντα φρέσκος και μυρωμένος. Έτσι, καβάλα στ’ άλογο, και προς την κατεύθυνση του ανέμου θα σφυρίζω με ανεμελιά και με τη συνείδηση αναπαυμένη, στον ίδιο πάντα σκοπό:
 -«Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι. Πάμε Ντόλυ»!