Σάββατο, 04 Δεκεμβρίου 201
Δεν την είδαμε ακόμη τη βροχή, κι ας έπιασε Δεκέμβρης. Την αποζητούμε και την ευχόμαστε, για να ποτίσει όχι μόνο την ξερή γη μα και τις ξέρες της ζωής μας, τ’ αποξεραμένα μας αισθήματα. Μα εκείνη δεν έρχεται. Παρ’ όλα αυτά ξέρομε πως πλησιάζει, είναι κοντά. Σχεδόν οσμιζόμαστε το βρεγμένο χώμα της αυλής, του περιβολιού και του πάρκου.-Ας έρθει επιτέλους η βροχή να πλύνει τις πληγές, να ξεπλύνει τη βρώμα μας, είπε ο Θωμάς με τα χέρια στον ουρανό απλωμένα σαν ικεσία..
Ο αρσενικός ουρανός στέλνει τη βροχή και η θηλυκιά γη την υποδέχεται με ανατριχίλα. Θεριεύουνε οι σκέψεις μέσα στη βροχή, γίνονται σπόροι στο χωράφι της ψυχής μας κι εκείνοι καθώς ποτίζονται ανθίζουν και ωριμάζουν.
Ο Γιώργος ανυπομονεί. Τον έχει πιάσει το λογοτεχνικό του, γράφει στίχους εκ του προχείρου σ’ ένα ταλαιπωρημένο τετράδιο.
-Βρέχει και βρέχεσαι, μικρό χειμωνιάτικο πουλί. Δεν κάνεις την παραμικρή προσπάθεια να προφυλαχτείς ή να κρυφτείς όπως κάνει κάθε πλάσμα του θεού όταν βρέχει. Βροχερές θλιβερές Κυριακές και λαμπερές Δευτέρες θυμάμαι συνέχεια στη ζωή μου και στη χώρα μου.
-«Δεν θα ξαναγράψω πια», είπε ο Τσέζαρε Παβέζε, το ίδιο θα ΄θελα να πω κι εγώ, μα δεν ξέρω αν θα το καταφέρω. Η ζωή μου θέλω να αποτελείται, όχι από μέρες, μήνες και χρόνια, αλλά να αποτελείται από δευτερόλεπτα. Καυτά δευτερόλεπτα, συνταρακτικά και απρόβλεπτα, αντάρτικα κι επικίνδυνα.
Η λέξη «ελευθερία» και η λέξη «δημοκρατία», πάντα μοναχικές και πάντα αμετάφραστες μέσα στους αιώνες. Λέξεις που απλά υπάρχουν και ή τις αισθάνεσαι ή όχι.
-«Η ελευθερία μου είναι στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω. Μπορώ να σεργιανίσω ό,τι ώρα μου γουστάρει, να ξεφωνίσω...» είπε ο Θωμάς, που τελευταία τον έπιασα να διαβάζει στίχους της Κατερίνας Γώγου.
-Μπορώ να σας πουλώ παραμύθια επί ώρες, τους είπα εγώ, κι εσείς να μην το καταλαβαίνετε. Η ενεργητικότητά μου δεν έχει όρια. Βρέχει κι ακούω τη βροχή να με ποτίζει, να με μαλακώνει, να με γονιμοποιεί. Δεν μπορεί, αναρωτιέμαι. Κάτι θα συμβεί και η πορεία θ’ αλλάξει. Κάτι θα συμβεί με τη βροχή, αυτή την ώρα που βρέχει.
-«Ζωή δεν είναι να περιμένεις να σταματήσει η βροχή. Το αντίθετο: ζωή είναι να μπορείς να χορέψεις μέσα στη βροχή», μου είπες κάποτε, τότε που η ζωή σου χτυπιόταν από καταιγίδα. Εγώ συμφώνησα (φυσικά) και σε κοίταξα με θαυμασμό.
Καθώς η χώρα μου μ’ έπνιγε και με γέμιζε οργή μέσα στη μαύρη κατήφεια που επικρατούσε, συνήθιζα να επαναλαμβάνω στίχους του Ρίτσου: «Άκου τι όμορφα που τραγουδάει η βροχή, τι όμορφα που τραγουδάει η καρδιά μας…» Κι ακόμη, όταν οι εφημερίδες έγραφαν για αγορές και για διεθνείς τοκογλύφους εγώ θυμόμουν τους στίχους κάποιου άλλου ποιητή: «θα ξαναγεννηθούμε σε μιαν άλλη χώρα, θ’ ανακαλύψουμε και πάλι τις πρώτες λέξεις και θα προφέρουμε περήφανα κάθε ελάχιστο αυτονόητο. Θα πιστέψομε πάλι στη χώρα μας και στη διαχρονική της αξία…».
Ο Θωμάς με κοίταζε χωρίς να λέει κουβέντα. Το ίδιο και ο Γιώργος.
-Να φεύγεις. Όσο μακρύτερα μπορείς Θωμά. Να φεύγεις Γιώργο. Καλύτερα στο σπίτι σου. Στο χωριό σου. Με τα κουνέλια και τις κότες σου. Με το λάδι σου και το κρασί σου. Αλλά και με την αξιοπρέπειά σου αλώβητη και το θάρρος της γνώμης σου σημαία.
Οι πρώτες σταγόνες βροχής επιτέλους αρχίζουν να πέφτουν. Επιτέλους αρχίζει να βρέχει. Η βροχή θα ξεπλύνει όλα τα δεινά. Ίσως σε λίγο ν’ αρχίσει η κάθαρση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου