ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ
Πιστεύω πως είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά νοιώθω μέσα μου να συμβαίνει κάτι παράξενο: Έχω πολλούς πατέρες, πολλές μητέρες, πολλές αδερφές και πολλούς αδερφούς. Οι αδελφοί μου είναι μαύροι κι οι μητέρες μου κίτρινες, σκούρες. Φασκομηλιά και ματζουράνα, λουίζα και βασιλικό, μαζεύουνε στα όρη οι αδελφές μου. Είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων και ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί, και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη.
Έχω χιλιάδες φίλους απ’ όλη τη γη. Τα βιβλία είναι οι φίλοι μου. Έχω εκατομμύρια γνωστούς και γείτονες, οι γείτονές μου είναι οι λέξεις. Μου λένε καλημέρα το πρωί και με καληνυχτίζουν το βραδάκι. Κατηφορίζομε πρωί στην αμμουδιά, στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μην χορεύεις τόσο γρήγορα. Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα. Η μουσική είναι αυταπάτη. Η σιωπή είναι η αλήθεια η πιο μεγάλη της ζωής. Καλύτερα να μη βιαστείς να φτάσεις. Το Θαύμα είναι το ταξίδι στην Ιθάκη, με τα πολλά μυρωδικά, τα ντέφια, τα τραγούδια.
Ψάχνω καθημερινά. Ψάχνω να βρω την ψυχή μου. Ποιος είμαι; Που πάω; Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί ακόμη και στην κόλαση να βλέπει έναν παράδεισο.
Θυμούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που η οδός Αρκαδίου είχε λίγα αυτοκίνητα, πολλές μητέρες, πολλά παιδιά. Η Αρκαδίου, η Τσουδερών, η Εθνικής Αντιστάσεως, η ψυχικής Αντιστάσεως. Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών. Καθόμουν στο μπαλκόνι και προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, τα μελλούμενα. Ύστερα θυμούμαι πως έτρεχα. Όσο κι αν τρέχεις μη γελιέσαι, τη ζωή δεν μπορείς να την προφτάσεις. Εκεί που νομίζεις πως τα κατάφερες εκείνη πάντα προσπερνά.
Δεν παραιτούμαι όμως, μουρμουρίζω με πείσμα. Τα ωραία πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά, είναι στερημένα. Ακόμη και με τα ευτελέστερα υλικά, εγώ πάντα, με πείσμα θα σκαρώνω ποιήματα!
Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΩΝΟΣ
Ο τίτλος παραπέμπει στο έργο του Γιάννη Σκαρίμπα αλλά εγώ αναφέρομαι απλά το καμπανάκι του κινδύνου. Εκείνο χτυπά. Εκείνο προειδοποιεί. Το ζήτημα είναι ποιος το ακούει.
Φίλες και φίλοι, ο ήχος αυτός σημαίνει πως έχομε κάθε λόγο να ανησυχούμε. Η εξέλιξη των αξιών στη σημερινή κοινωνία είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητική.
Η βουλιμία του μη προνομιούχου, η απληστία του ανερχόμενου, η αλαζονεία του έχοντος, έχουν εδραιωθεί σήμερα σαν βαθιά νοοτροπία, σαν μια επικρατούσα ιδεολογία. Ο οριακά νόμιμος πλουτισμός, η υλιστική μανία, η καταναλωτική ευχέρεια, το σκάφος-σύμβολο, τα ακίνητα-φιλέτα είναι πια στόχος ζωής, διεκδικούν θέση στο νέο σύστημα ηθικών αρχών και στοιχειοθετούν ένα εντελώς νέο δικαίωμα: το δικαίωμα στο πλουτίζειν είτε εντός είτε εκτός των ορίων.
Μπαίνει λοιπόν θέμα καθορισμού και υπεράσπισης αυτών των ορίων. Ο καθορισμός των ορίων δείχνει να είναι απόλυτη και δομική ανάγκη για τη δημοκρατία.
Μπαίνει λοιπόν θέμα καθορισμού και υπεράσπισης αυτών των ορίων. Ο καθορισμός των ορίων δείχνει να είναι απόλυτη και δομική ανάγκη για τη δημοκρατία.
Στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία ο πλούσιος πολίτης υποχρεωνόταν να είναι χορηγός, Στις αρχαίες πόλεις-κράτη οι πλούσιοι πολίτες υποχρεώνονταν να είναι ευεργέτες, να επιστρέφουν μέρος του πλούτου τους στον δημόσιο χώρο, προλαμβάνοντας τη δυσμένεια και την αγανάκτηση του λαού.
Συχνά, και στην νεότερη ιστορία, βλέπουμε ηγέτες να κληροδοτούν την περιουσία τους στο κράτος. Σήμερα βλέπομε μονότονα το αντίθετο: Τον συνεχή πλουτισμό των ανακλητών αρχόντων. Μάλιστα έχομε αρχίσει να συνηθίζομε το φαινόμενο και να το θεωρούμε φυσιολογικό και αυτονόητο, ενταγμένο μέσα στο νέο σύστημα ηθικών αρχών.
Ακούω καθαρά τον ήχο του κώδωνος. Είναι οξύς, ευκρινής, προειδοποιητικός. Εσείς τον ακούτε;
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟIΗΣΗ Ή ΠΑΓΚOΣΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ;
Εσύ τι θα διαλέξεις άραγε απ’ τα δυο αγαπητέ αναγνώστη; Την παγκοσμιοποίηση ή την Παγκόσμια Ποίηση;
Η παγκοσμιοποίηση εκφράζει μια διακριτή φάση του μετασχηματισμού του καπιταλιστικού συστήματος. Οι αλλαγές συντελούνται με μια πρωτόγνωρη ταχύτητα και συχνότητα. Και η διαφθορά όμως κινείται με πρωτόγνωρη ταχύτητα και συχνότητα.
Παρά τα καταιγιστικά δελτία ειδήσεων, ζούμε τη μελαγχολία μιας ζωής χωρίς ειδήσεις. Παρά τους συνεχείς εράνους και μαραθωνίους, ζούμε τη μελαγχολία μιας ζωής χωρίς οίκτο. Μας συντρίβει καταθλιπτικά ο πόνος και ο χρόνος.
Αυτοί που έμαθαν να αρπάζουν δεν χορταίνουν. Καλπάζουν ακόμη και μέσα στην ψυχή του άλλου. Καίνε και ρημάζουν αλύπητα. Όσο τους ταΐζεις, τόσο πεινούν.
Έτσι σιγά – σιγά η μνήμη αδυνατίζει. Η γη γυρίζει. Η ταχύτητα κάνει τη ζωή να στριγγλίζει.
Υπάρχει εναλλακτική λύση; Αναρωτιέται απορημένος ο σύγχρονος άνθρωπος.
- Πέρα και πάνω από την παγκοσμιοποίηση, λέω εγώ, υπάρχει η παγκόσμια (υπερκόσμια;) ποίηση. Υπάρχει η προσήλωση στο ταπεινό, στο μικρό και στο λίγο. Υπάρχουν η σεμνότητα, η πνευματικότητα ο Εθελοντισμός. Υπάρχουν η παγκόσμια ποίηση, η μουσική, η Τέχνη.
Υπάρχει το σημαντικότερο, η σημαία της παγκόσμιας ποίησης . Καμιά φορά η σημαία της παγκόσμιας ποίησης είναι βαριά, σαν το σταυρό. Ποιοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν να τη σηκώσουν ψηλά;
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΘΟΣ
Οι άνθρωποι γενικά, από τη γέννησή τους ως τα γεράματα, διαπράττουν συνεχώς το ίδιο λάθος: Ελπίζουν ότι κάπου, κάποτε, με κάποιον τρόπο, τα όνειρά τους θα εκπληρωθούν. Αυτή η ελπίδα είναι η κυριότερη αιτία της δυστυχίας τους. Γιατί συνήθως τα όνειρα δεν εκπληρώνονται αλλά διαλύονται, θρυμματίζονται κονιορτοποιούνται. Δεν εκπληρώνονται και τότε από πηγή χαράς γίνονται αίτιο δυστυχίας. Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να εκπληρωθούν τόσα πολλά όνειρα, τόσων πολλών ανθρώπων μέσα σ’ αυτόν τον πολύπλοκο σημερινό κόσμο; Πως είναι δυνατόν για παράδειγμα να εκπληρωθεί το όνειρο για μια αξιοπρεπή σύνταξη μέσα στη θύελλα που έρχεται σαν «ασφαλιστικό πρόβλημα»; Ποιος τολμά βάσιμα να ελπίζει;
Προσέξτε να μη διαπράξετε κι εσείς το μεγάλο λάθος, να πιστέψετε πως το όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα! Αν τελικά το καταφέρετε, τότε και μόνο τότε μπορώ να σας υποσχεθώ πως θα ζήσετε μια ονειρεμένη ζωή.
Προς θεού όμως! Εννοείται πως τα απλά και άδολα όνειρα, αυτά που δεν ζητούν να εκπληρωθούν, αυτά επιτρέπονται! Ας μην καταδικάσομε τους ονειροπόλους αλλά ας προσχωρήσομε στις τάξεις τους μαζικά. Όσοι πιστοί προσέλθετε. Όσοι δεκτικοί, όσοι επαναστάτες και ανυπόταχτοι εδώ ελάτε.
Προσωπικά, διαθέτω μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά, ώριμα. Τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα, επίσης εύθραυστα, σε απόλυτη χρονολογική σειρά, σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες. Κάθομαι και τα καμαρώνω, τα ξεσκονίζω, τα αναπλάθω. Τις νύχτες που βρέχει, τα όνειρα (της νεότητας για παράδειγμα), είναι μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο μέσα στο χρόνο, μια συνεχής επιστροφή στην πρώτη νεότητα, μια γεύση από γλυκό του κουταλιού ή από καλιτσούνια της γιαγιάς, μια γεύση από βανίλια και κανέλα!
ΤΟ ΡΗΜΑ «ΑΜΦΙΣΒΗΤΩ»
Το ρήμα «αμφισβητώ» είναι για μένα κορυφαίο. Κυκλοφορεί με το αίμα μου. Εννοώ να αμφισβητώ τα πάντα και να αμφιβάλλω για όλους! Για να υιοθετήσω, μια ιδέα, μια άποψη, πρέπει πρώτα να την περάσω απ’ τα φίλτρα του δικού μου εγκεφάλου και της δικής μου καρδιάς, να την εξετάσω εξονυχιστικά, και αν αυτή συμφωνεί με τις αρχές μου, τότε και μόνο τότε θα την καταχωρήσω στο ιδεολογικό μου κατάστιχο. Αλλιώς θα την εξοβελίσω.
Στην κοινωνία αυτή που ζούμε η αμφισβήτηση είναι το βασικότερο όπλο για την άμυνα του πολίτη. Η αμφισβήτηση είναι η μητέρα της ανανέωσης.
Αμφισβητώ λοιπόν την αυθεντία του κάθε «δασκάλου» και του κάθε ειδικού. Αμφισβητώ τις έτοιμες προκατασκευασμένες απαντήσεις. Αμφισβητώ τα «αυτονόητα». Αμφισβητώ όλα όσα λέει ο πρωθυπουργός, ο νομάρχης, ο δήμαρχος. Όσο πιο πολύ προσπαθούν να με πείσουν, τόσο περισσότερο εγώ αμφιβάλλω. Ψάχνω απλά να βρω τι κρύβεται πίσω από τα λόγια τους. Αμφισβητώ τα κανάλια, τα δελτία ειδήσεων.
Ασφαλώς, δεν είναι απλό πράγμα να αμφισβητείς. Διότι εννοείται ότι πρέπει να αμφισβητείς δημιουργικά, στοχεύοντας στη διόρθωση και όχι στην κατάλυση. Την ώρα που αμφισβητείς, οφείλεις συγχρόνως να δώσεις τη δική σου πρόταση. Αναγνωρίζω πως είναι πολύ κουραστικό να ζει κανείς σε μια διαρκή αμφισβήτηση. Πιστεύω όμως πως είναι ο μόνος τρόπος για να φτάσει κάποιος στη γνώση, στο ήθος και στην πληρότητα.
Η αμφισβήτηση είναι ένα καλό χούι. Οδηγεί εκ του ασφαλούς στην κοινωνία της ελευθερίας. Η αμφισβήτηση θα έλεγα πως είναι μια προϋπόθεση της ελευθερίας, και η ελευθερία πάλι είναι μια προϋπόθεση της ολοκλήρωσης και του αισθήματος πληρότητας για τον πολίτη αυτού του κόσμου.
Φίλος απ’ τα παλιά
Είναι ένας φίλος απ’ τα μαθητικά θρανία, φίλος της καρδιάς, ζεστός. Τον έχω ακριβά φυλαγμένο στο ασημένιο ντουλάπι της ζωής μου και θα τον κρατώ εκεί ίσαμε το τέλος, φυλαχτό απ’ την εικονική πραγματικότητα και τη φτηνή κουλτούρα που θα τύχει στο δρόμο μου.
Του άρεσε να κρατεί ημερολόγιο των εκδρομών. Ουσιαστικά ήταν το ημερολόγιο της ζωής μας. Τότε τρέχαμε και γελούσαμε ξένοιαστα. Είμαστε χαρούμενοι κι ανέμελοι τότε, γιατί είμαστε ακόμη στο ανέβασμα. Ανεβαίναμε το βουνό της ζωής και δεν μπορούσαμε να δούμε την τρύπα που έχασκε στη βάση της άλλης πλευράς!
Σήμερα αναπολεί τα παλιά και ωραία, ο φίλος μου. Σήμερα αναζητά την αλήθεια. Έτσι σαν το νερό περάσανε τα χρόνια αγαπημένε μου φίλε. Έτσι διατηρήσαμε σε κάποιες γωνιές της καρδιάς τη λαχτάρα και τη νοσταλγία φρέσκιες σαν δροσερό αμαριώτικο νερό.
Αυτές τις αμόλυντες γωνιές της καρδιάς μας ακριβοφυλάσσομε ακόμη και σήμερα. Θα βαδίσομε μαζί αγαπημένε μου φίλε, μέσα σ’ αυτό το στυλιζαρισμένο σκηνικό, μέσα στη μποτιλιαρισμένη κοινωνία μας όπου όλοι κορνάρουν και μαρσάρουν βιαστικοί κι εκνευρισμένοι. Θα μοιάζομε με καπετάνιους που ατενίζουν ατάραχοι το φουρτουνιασμένο πέλαγος. Θα μας βρούνε πάντα απέναντι στους εξυπνάκηδες, τους καταφερτζήδες και τους πειρατές της ζωής. Και όποτε χρειασθεί φίλε μου, θα υψώνομε τη φωνή μας κόντρα στον άνεμο. Ευθαρσώς κι επωνύμως.
ΤΟ ΠΙΑΝΟ ΠΟΥ ΗΡΘΕ ΑΠΟ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ
Η όποια ενασχόληση με τη Μουσική είναι για μένα τουλάχιστον μια ιδιαίτερα ευχάριστη δραστηριότητα. Ο Αρθούρος Σοπενχάουερ, ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της απαισιοδοξίας, άκουγε συστηματικά κάθε μέρα δύο ώρες Μουσική, γιατί θεωρούσε ότι μ’ αυτήν μπορούσες να έχεις αυθεντική επαφή με τον πραγματικό κόσμο, αφού η Μουσική τόσο σαν σύνθεση όσο και σαν ακρόαση δεν έχει σχέση με τη νόηση, αλλά απ’ την καρδιά του συνθέτη περνά με μιας, στην καρδιά του ακροατή.
Πέρα από όλα αυτά, υπάρχει το όνειρο. Η μουσική παίρνει τους ανθρώπους και τους πάει από το πραγματικό στο μη πραγματικό, τους ανεβάζει στις γειτονιές του ονείρου, εκεί που δεν υπάρχει βαρύτητα.
Ο Άνθρωπος, με τον εγκέφαλό του, δεν μπορεί να συλλάβει τι λέει η βροχή όταν πέφτει πάνω στα φύλλα των δέντρων. Δεν μπορεί να ξέρει τι λέει η αύρα στα λουλούδια των αγρών. Αλλά η καρδιά του μπορεί να νοιώσει και να συλλάβει το νόημα αυτών των ήχων, όταν περνάει και μεταφράζεται μέσα από τη μουσική. Τότε η Ψυχή και η Φύση συνδιαλέγονται, ενώ ο Άνθρωπος στέκει αμήχανος και άφωνος.
Όλα αυτά τα γράφω σήμερα κοιτάζοντας ένα πιάνο. Το πιάνο είναι το άψυχο εκείνο μέσα στο οποίο συντελείται το θαύμα της μουσικής έκφρασης. Το πιάνο είναι ο βωμός πάνω στον οποίο συντελείται η θυσία. Προς τον Απόλλωνα και προς τις Μούσες. Αλλά αυτό εδώ το σημερινό πιάνο, είναι κάτι που ήρθε απ’ τ’ αστέρια (ας θυμηθούμε και το βιβλίο της κ. Στέλλας Μιχάλα). Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι ένα «πιάνο στα αστέρια» αλλά ένα πιάνο κυριολεκτικά από τ’ αστέρια, που ήρθε και προσγειώθηκε κατ’ ευθείαν μέσα στην αίθουσα του Συνδέσμου Διαδόσεως Καλών Τεχνών και του Ελληνικού Ωδείου Ρεθύμνου.
Σπάνια έχει κανείς την ευκαιρία να θαυμάσει ένα τέτοιο φανταστικό μουσικό όργανο που είναι συγχρόνως και ένα έργο Τέχνης, ένα κομμάτι μουσειακό. Μέσα στην ιστορία αυτού του πιάνου βρίσκει κανείς λέξεις παραμυθένιες όπως Steinway & Sons, New York, Sotheby's. Αποτελείται από 12.000 εξαρτήματα, κατασκευάστηκε σε ένα χρόνο και πήραν μέρος στην κατασκευή του 450 άνθρωποι. Θαυμάζω το περίτεχνο πιάνο που βρίσκεται πλέον μέσα στο Ελληνικό Ωδείο Ρεθύμνου και σκέφτομαι: Αυτό το θαύμα το κατασκεύασαν στην Αμερική. Εμείς τι κάνομε άραγε;
Παρατηρείται και καταγράφεται πανελλήνια μια συνεχής απομάκρυνση και αποξένωση από τη μουσική. Και δεν εννοώ τη μουσική σαν άκουσμα ευκαιριακό και ανώδυνο. Εννοώ τη μουσική σαν μια λειτουργία παντοδύναμη, συγκλονιστική και αφοπλιστική μέσα στην ύπαρξη. Οι μαθητές των Ωδείων λιγοστεύουν συνεχώς καθώς οι νέοι επιδιώκουν τους πρακτικότερους και συντομότερους δρόμους για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Και εμείς οι μεγαλύτεροι αντιμετωπίζομε τη μουσική ολοένα και πιο ελαφρά και ευκαιριακά και καθόλου σαν μια λειτουργία λυτρωτική για την ψυχή και το σώμα. Μα ας τα’ αφήσομε αυτό και ας ξανάρθομε στη μαγεία της μουσικής:
Φαντασθείτε την εικόνα: Μια νεαρή πιανίστρια καθισμένη στο πιάνο της και παίζοντας με τ’ ακροδάχτυλά της ένα έργο, μπορεί ν’ αναπαράγει και να ζωντανεύει τα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση του συνθέτη αυτού του μουσικού έργου, έτσι ώστε εκείνος μέσα από τα δάχτυλα της πιανίστριας ανασταίνεται και περνά κατ’ ευθείαν στην Αθανασία, αφήνοντας στους ακροατές μια γεύση αιωνιότητας. Παρατηρώντας και θαυμάζοντας το καινούργιο πιάνο που ήρθε στο Ωδείο, το εκπληκτικό αυτό επίτευγμα των ανθρώπινων χεριών, αυθυποβάλλομαι και βλέπω τη νεαρή πιανίστρια να κάθεται, να ανοίγει το πιάνο και αρχίζει να παίζει. Τίνος τυχερού συνθέτη άραγε σύνθεση είναι αυτή, που η νεαρή πιανίστρια αυτή τη στιγμή ερμηνεύει, ζωντανεύοντας έτσι την ύπαρξή του με τα λεπτά της δάχτυλα; Μήπως είναι του Liszt; Μήπως του Μπαχ, του Μότσαρτ; Ίσως, δεν είμαι σίγουρος. Σωπάστε ν’ ακούσομε! Μοιάζει σαν να έρχεται η Μουσική κατ’ ευθείαν απ’ τ’ αστέρια! (Άκη Πλαίτη, μ’ ακούς;)
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ο φίλος μου ο Αντώνης διατύπωσε τη σκέψη του με σαφήνεια:
-Καιρός είναι σιγά - σιγά το Ρέθυμνο να παράγει πολιτισμό, (όπως για παράδειγμα το Ηράκλειο με την Συμφωνική και τα πολλαπλά σχήματα) και όχι να κάνει απλά διαχείριση του πολιτισμού!
Να λοιπόν που μπαίνει ένα καίριο ζήτημα! Παραγωγή και όχι απλή διαχείριση και αναμάσημα των ίδιων «βαρετών εκείνων» στα πολιτιστικά. Νέους δρόμους χρειαζόμαστε, νέα ταυτότητα, νέους ορίζοντες.
Και μήπως μας λείπει το δυναμικό για την παραγωγή πολιτισμού; Όχι βέβαια! Μια σειρά ολόκληρη από ταλέντα περιμένει «βουβή» μέχρι να απελευθερωθούν οι αρμόδιοι από τις αναστολές τους και να τα καλέσουν σε δράση. Πλήθος από μουσικά σχήματα ξεφυτρώνουν δειλά, αλλά διψασμένα για το καινούργιο.
Αν βρίσκομαι σε ενεργό δράση στα πολιτιστικά θέματα της πόλης από το μετερίζι ενός απλού συλλόγου, είναι ακριβώς για να επιχειρήσω κάποια παραγωγή πολιτισμού.
Ο Σύνδεσμος Διαδόσεως Καλών Τεχνών, με τον οποίο συνδέθηκα τα τελευταία χρόνια, έχει στο δυναμικό του ανάμεσα στ’ άλλα και ένα μοναδικό σχήμα που αγαπώ και ενθαρρύνω απεριόριστα, ακριβώς διότι παράγει πολιτισμό: Είναι η απίστευτα όμορφη, ζωντανή και καθαρά Ρεθεμνιώτικη χορωδία, «CHORUS 87».
Πρόκειται για τη συνέχεια της Παιδικής Χορωδίας του Συνδέσμου Διαδόσεως Καλών Τεχνών και του Ελληνικού Ωδείου Ρεθύμνου του έτους 1987, της οποίας τα μέλη ξανάσμιξαν με οδηγό τις αναμνήσεις, την αγάπη για το χορωδιακό τραγούδι και τις κοινωνικές του προεκτάσεις. Σαράντα – τόσες – πανέμορφες κοπέλες φορτωμένες με χιλιάδες αναμνήσεις όπως λέει και το τραγούδι. Οι αναμνήσεις της νιότης είναι ακατάλυτες. Ίσως γι αυτό η απόδοσή της χορωδίας CHORUS 87 είναι φανταστική. Διαθέτει έτσι κι αλλιώς φωνές ονειρεμένες, θα έλεγα …ουράνιες. Κάπως έτσι «ξεφύτρωσε» αυτή η χορωδία που ξεχειλίζει από νιάτα και ντόπιο καλλιτεχνικό δυναμικό.
Τη CHORUS 87 διευθύνει (όπως και τον παλιό καιρό) ο κ. Γιάννης Μεντζελόπουλος και έχει δώσει ίσαμε σήμερα κάμποσες συναυλίες. Η επόμενη συναυλία που θα έχουν την ευκαιρία να την απολαύσουν οι Ρεθεμνιώτες είναι στις 24 Απριλίου, και θα είναι αφιερωμένη στο Μάνο Χατζιδάκι.
Γιατί άραγε διάλεξαν τον Μάνο; Διότι ο Χατζιδάκις είναι για μας η κορυφαία μουσική μορφή του 20ού αιώνα και μια έκρηξη στη συντηριτική ελληνική κοινωνία. Οι περισσότεροι νοιώθουν, όταν ακούν τη μουσική του, κάτι που δεν μπορούν να το προσδιορίσουν. Εγώ – ίσως κι εσείς -ακούγοντας Χατζιδάκι νοιώθομε μια ψυχική ανάταση, ένα συναίσθημα που έρχεται αυθόρμητα και δεν εκβιάζεται από τίποτε. Είναι κάτι που βιώνομε κάθε φορά που οι νότες από τη μουσική του διαχέονται στον αέρα. Ταξιδεύω, είναι το ρήμα που ταιριάζει περισσότερο σε αυτό που εκείνη τη στιγμή νιώθομε. Ο Μάνος ήταν ο τελευταίος Δον Ζουάν, της ελληνικής πραγματικότητας. Δεν χαριζόταν πουθενά, πήγαινε κόντρα στο ρεύμα, έκανε μια βιτριολική κριτική, που έσπαζε κόκαλα. Αμέ, το άλλο που το βάζεις; Κατάγεται (από την πλευρά του πατέρα του) από τη δική μας όμορφη Μύρθιο! Ένας λόγος παραπάνω λοιπόν!
Υπάρχουν και διάφορες άλλες μονάδες παραγωγής πολιτισμού στον ιστορικό Σύνδεσμο Διαδόσεως Καλών Τεχνών: Το πιανιστικό ντουέτο BLANC-NOIR. Η παιδική χορωδία με τα 55 μέλη της. Το κουαρτέτο κιθάρας «Φραγγίσκος Λεονταρίτης». Αφήστε τους να δημιουργήσουν. Δώστε τους τα μέσα. Δώστε τους τα φτερά.
Δεν είναι βέβαια ο Σύνδεσμος που στηρίζω το μόνο ζωογόνο κύτταρο της Ρεθεμνιώτικης πολιτιστικής παραγωγής. Πλήθος συλλόγους, φορείς και σχήματα μουσικής, χορού, τέχνης, δημοτικά και ιδιωτικά θα συναντήσει ο μυημένος μπροστά του. Δεν τους κατονομάζω μήπως ξεχάσω κάποια, είναι άλλωστε πάρα πολλά. Επιμένομε όμως πως το Ρέθυμνο πρέπει να καταφέρει να βγει από τη λογική της διαχείρισης και του «δεν μπορώ περισσότερο». Κάποτε πρέπει να σταματήσει απλά να «αναχαράσσει». Πρέπει να ξεφύγει από τη μετριότητα και την ανασφάλεια. Το Ρέθυμνο αξίζει και δικαιούται μια ή πολλές κορυφές.
Ο κυρ-Γιώργης Χορτάτζης, νάτος χαμογελαστός στην παραπέρα γωνία κουνάει το κεφάλι του, επιδοκιμάζοντας στοργικά!
Ο ΜΙΝΑΡΕΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ
Τοπίο μελαγχολικό, τοπίο ομίχλης. Μόλις που διακρίνεται στο βάθος του ορίζοντα το κυρίαρχο, λαμπερό και διάσημο πλέον ανά την υφήλιο ΔΝΤ. . Θα παραδώσουμε την Ελλάδα σε ξένα χέρια; Μάλλον έτσι θα γίνει. «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί…»
Ο Θωμάς μόνο που δεν δακρύζει. Καθισμένος δίπλα μου με τσικουδιά και πατάτα οφτή, προσπαθεί να παρηγορηθεί και να με παρηγορήσει.
Αλλά, που! Οι καημοί μέσα στο αλκοόλ δεν πνίγονται κι ας διδάσκουν οι ποιητάδες κι οι μαντιναδολόγοι το αντίθετο.
Πορευόμαστε στο άγνωστο ως χώρα, ως πολίτες μιας χώρας που έκανε λάθη, λάθη μοιραία κι ανεπανόρθωτα, που οι πολίτες της αν και καυχώνται πως είναι απόγονοι του Πλάτωνα του Αριστοτέλη, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, τίποτα από αυτούς δεν διδάχτηκαν!
Είμαστε πολίτες μιας χώρας που μετά από ατελείωτα και ανεπίτρεπτα λάθη και συμπεριφορές, τώρα ανήμπορη φυλλορροεί. Η χώρα φυλλορροεί ωσάν τον (πάλαι ποτέ) υπερήφανο μιναρέ της Νερατζές (φτιάξτε τον Μιναρέ ορέ παιδιά κι αφήστε τα καμώματα). Ωσάν η μοίρα του Μιναρέ να συμπίπτει με αυτήν τη μοίρα της ακριβής μας Ελλάδας.
«Ας μη μού δώση η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον…»
Τι ωραίοι στίχοι, τι ωραία λόγια! Πόσο ωραία μοιάζουν όλα ντυμένα με οίστρο και λόγο ποιητικό!
…Τρέξατε, δεύτε οι των Ελλήνων παίδες· ήλθ' ο καιρός της δόξης,
τους ευκλεείς προγόνους μας ας μιμηθώμεν!
-Τι ωραία που τα διαβάζεις! Τι ωραία που τα απαγγέλλεις, Θωμά, τα ποιήματα του Ανδρέα Κάλβου! Τι λόγια καλοζυγισμένα! Μοιάζει όμως σαν να κάνεις μνημόσυνο. Διάβασέ μας τουλάχιστον κάτι πιο ρεαλιστικό, κάτι που να έχει γεύση Δ.Ν.Τ, του σύγχρονου δυνάστη των λαών.
« … Ακούω του λυσσώντος ανέμου την ορμήν· κτυπά με βίαν·
ανοίγονται του ναού τα παράθυρα κατασχισμένα».
-Έτσι μπράβο! Έτσι, μάλιστα! Τώρα νοιώθω να συμβαδίζουν οι στίχοι με την δυστυχία των υπερχρεωμένων Ελλήνων!
«Ω παντοδυναμότατε! τι είναι; τι παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου στέκονται η τρίχες! Λείπει η αναπνοή μου!»
-Μα ξέρω πως θέλεις ν’ ακούσεις και μια παρηγοριά, Θωμά. Απέναντι στην κρίση (του κεφαλαίου) θα βρεις την Τέχνη, χαμογελαστή. Θα βρεις για παράδειγμα το τραγούδι. Τα τραγούδια μεταφέρουν μνήμες και η μνήμη είναι εχθρός της καταναλωτικής κοινωνίας, της αγοράς. Εκείνη θέλει μονάχα να θυμόμαστε ονόματα μαγαζιών, προϊόντων, να μη ξεχνάμε να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και τα χρέη μας.
Η μνήμη των τραγουδιών όμως φρενάρει την κατανάλωση, την παντοδυναμία του κεφαλαίου. Βοηθά τα άτομα να καταλάβουν, να ριζώσουν. Η αγορά δε θέλει ρίζες, ούτε φρεναρίσματα, ούτε βαθύτερες κατανοήσεις;. Θέλει άτομα άβουλα, χωρίς μνήμη, αλλοτριωμένα, καθοδηγούμενα.
Πήγαινε λοιπόν Θωμά ν’ ακούσεις τραγούδια! Τα τραγούδια δεν είναι σαν πουλιά. Τα τραγούδια είναι πουλιά. Μπαίνουν μέσα μας από τις διόδους των αυτιών, εγκαθίστανται και φτερουγίζουν τιτιβίζοντας, πάνω στις καλωδιώσεις του μυαλού μας. Τα τραγούδια είναι ζωοδόχοι πηγές όπως τα λουλούδια, τα σύννεφα, ο ήλιος. Θυμίζουν ότι το νόημα δε βρίσκεται εκεί που το ψάχνουμε, αλλά κάπου αλλού.
Ένας ιβίσκος ενδιαφέρεται μοναχά ν’ ανοίξει τα λουλούδια του και ν’ αντικρύσει τον ήλιο. Έτσι και τα τραγούδια, Ζητούν μόνο να παρηγορήσουν, να μαλακώσουν, να γαληνέψουν.
Ένας ιβίσκος ενδιαφέρεται μοναχά ν’ ανοίξει τα λουλούδια του και ν’ αντικρύσει τον ήλιο. Έτσι και τα τραγούδια, Ζητούν μόνο να παρηγορήσουν, να μαλακώσουν, να γαληνέψουν.
Η χώρα μας φυλλορροεί ωσάν τον (πάλαι ποτέ) υπερήφανο μιναρέ της Νερατζές. Ωσάν η μοίρα του Μιναρέ να συμπίπτει με τη δική μας, των Ελλήνων τη μοίρα…
Ο ΜΙΝΑΡΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ
Το τμήμα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου μας, εξέδωσε ψήφισμα ζητώντας τη διάσωση του Μιναρέ Νερατζέ. Ο μιναρές Νερατζέ πρέπει να ζήσει!
Πρώτα ευχαριστώ το Πανεπιστήμιο και ύστερα συλλογίζομαι:
1. H ιστορία σήμερα, είναι η ζωτική ενέργεια των λαών μέσα στην οποία βρίσκουν το νόημα της ταυτότητάς και της αξιοπρέπειάς τους.
2. Τα μνημεία μιας πόλης και γενικότερα η πολιτιστική της ταυτότητα, αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της.
3. Ένα αρχιτεκτονικό μνημείο βοηθά να ριζώσει στην ψυχή και στη συνείδηση των πολιτών η αξία της ιστορίας τους, όποια κι αν είναι αυτή, με τα ύψη της και τα βάθη της.
4. Τα ιστορικά κτίρια έχουν μια δική τους ζωή παράλληλη με τη δική μας. Μας αγαπούν και τα αγαπάμε. Η ιστορία μας είναι γραμμένη απάνω στους τοίχους και στα θυρώματά τους, ανεξίτηλη. Η μοίρα μας είναι μοίρα τους και η ζωή τους ζωή μας.
-Ποια λοιπόν θα είναι τελικά η μοίρα του μνημείου που λέγεται Μιναρές «Νερατζέ» του Ρεθύμνου, που κατασκευάστηκε το 1890 εξ ολοκλήρου από λαξευτή λιθοδομή χάρις στον Ρεθύμνιο τεχνίτη Γεώργιο Δασκαλάκη; Ποιος αρχαιολόγος (ή ποια χαρτορίχτρα) θα μπορούσε να μας πει, ποια θα είναι στ’ αλήθεια η μοίρα του;
-Ο Θωμάς με κοίταζε με τα μεγάλα υγρά μάτια του, υγρά και μισόκλειστα από την απορία και τη λαχτάρα.
Είναι αδύνατο ν’ απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα. Όπως δεν μπορώ να απαντήσω επίσης αν εμείς οι νεοέλληνες στ’ αλήθεια αγαπάμε την πατρίδα μας, την ιστορία μας, τα μνημεία μας, ή μήπως όλα αυτά τα κροκοδείλια που χύνομε είναι παραμυθάκια της Χαλιμάς!
Ο Μιναρές «Νερατζέ» φυλλορροεί όπως ακριβώς φυλλορροεί η Ελλάδα και η οικονομία της, θα έλεγε κάποιος που διέθετε ποιητική φλέβα. Ερείπιο οικονομικό η Ελλάδα, ερείπιο αρχιτεκτονικό ο μιναρές «Νερατζέ».
Η πιθανότητα να αποκολληθεί ολόκληρη η κορυφή του μιναρέ δεν μπορεί – ακούμε - να αποκλειστεί. Ψάχνομε λοιπόν να βρούμε κάπου το Υπουργείο Πολιτισμού. Θα το βρούμε; Είναι δυσδιάκριτο το τοπίο ανάμεσα στα οικονομικά ερείπια. Είναι καλυμμένο με ομίχλη.
Υπάρχει υπουργός; Υπάρχει φιλότιμο; Ας βρισκόταν επιτέλους έστω και ένας αληθινός πατριώτης μέσα στην αρμόδια υπηρεσία (Υπουργείο Πολιτισμού – Τουρισμού) που να νοιώθει την καρδιά του να πλημμυρίζει συναισθήματα για το μνημείο Νερατζέ που καταρρέει και σβήνει, ξεσηκώνοντας τους πάντες και διεκδικώντας - σαν αληθινός πατριώτης - την σωτηρία του μνημείου.
Ο Σύνδεσμος Διαδόσεως Καλών Τεχνών, στην ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται νόμιμα αυτό το μνημείο με πρωτοβουλία μια ελληνικής νόμιμης κυβέρνησης, τι επιτέλους πρέπει να κάνει σήμερα, μετά από τόσα χρόνια αγωνιωδών εκκλήσεων προς το ΥΠΠΟ για την αποκατάσταση του μιναρέ; Πως θα κατεδαφίσει αυτό το τείχος της αδιαφορίας που βρίσκει υψωμένο μπροστά του; Τι θα πρέπει να κάνει, αφού πλέον είναι υπαρκτός και πασίδηλος ο κίνδυνος για την σωματική ακεραιότητα των διερχομένων πολιτών;
Έγιναν – πρέπει αυτό να το πούμε - από το Δήμο Ρεθύμνου κάποιες βασικές κινήσεις για την προστασία των πολιτών από την αποδιοργάνωση της σκαλωσιάς αλλά το βασικό πρόβλημα του κορυφαίου τμήματος του μνημείου παραμένει και περιμένει την ουσιαστική παρέμβαση και αποκατάστασή του από το Υπουργείο Πολιτισμού, ακριβώς όπως έγινε το 1985 η αποκατάσταση της διπλανής αίθουσας με τη βοήθεια της ίδιας της Μελίνας.
Ας είμαστε ρεαλιστές, ας είμαστε και ψύχραιμοι. Ας προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Στη χώρα του παραλόγου μόνο παράλογα μπορούν να συμβαίνουν. Ας μην εκδικούνται ένα σωματείο πολιτισμού που επιμένει να λέει ότι αγαπά το μνημείο και θα κάνει τα πάντα για να το προστατέψει.
-Πλησιάζει η ώρα που θα κάνω κι εγώ τη δική μου επανάσταση, Θωμά! Πως σου φαίνεται;
-Μα τι λες; Ποια επανάσταση; Θα βγούμε στους δρόμους; Με πανό και με συνθήματα; Με αφορισμούς και με κατάρες;
-Επανάσταση σημαίνει να αποφασίσεις και να βγάλεις μέσα σου το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι» που έτσι κι αλλιώς υπάρχει. Περίμενε Θωμά. Περίμενε λίγο και θα δεις!
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ
Το καλοκαίρι διανύει τις τελευταίες ημέρες της – σύντομης άλλωστε – ζωής του. Νοσταλγικά κοιτάζεις τη θάλασσα και την αμμουδιά, δε χορταίνεις να παρατηρείς τα στοιχεία που συνθέτουν το καλοκαιρινό ελληνικό τοπίο.
Τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το τοπίο συμπλεκόμενα και διαπλεκόμενα κατά μυριάδες ατελεύτητους συνδυασμούς, είναι τέσσερα: Tο φως, ο άνεμος, η πέτρα, και η θάλασσα. Το φως πρώτα - πρώτα, που τέμνει τα σπίτια ακουμπώντας νωχελικά στα παράθυρα. Αυτό το φως γέννησε την Ευκλείδιο γεωμετρία, την τραγωδία και το θέατρο.
Όταν ανατέλλει ο ήλιος, όλες οι κοσμοθεωρίες χλομιάζουν. Ο ήλιος είναι ο Μέγας Αρχιτέκτων της σύνθεσης των αντιθέσεων της ζωής. Το φως εκεί σαρώνει τα πάντα. Σμιλεύει βράχους, δημιουργεί καθημερινά το φυσικό ανάγλυφο.
Ο αδυσώπητος άνεμος συμπληρώνει το έργο. Το φως, ο άνεμος, η πέτρα, κι η θάλασσα, τα τέσσερα αυτά στοιχεία διαπλάθουν χαρακτήρες ανθρώπινους, κάνουν τους ανθρώπους αγαθούς. Διάθλαση και διάπλαση. Η απλότητα δεν μεταφράζεται!
Οι μαύροι σκληροί βράχοι κόντρα στον άνεμο συμβολίζουν την αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στις ελληνικές αξίες.
Η Ποίηση παντοτινά θα επενδύει στο ανοιχτό γαλάζιο, στο βαθύ μπλε και στις αμμουδιές του Ομήρου…
Αποχαιρετισμός στο καλοκαίρι. Αποχαιρέτα, ποιητή, αποχαιρέτα!
Ο Κήπος με τις Αυταπάτες
Είναι ακριβώς έτσι. Ζούμε στην πόλη με τις αυταπάτες. Είναι τόσο πολλές οι αυταπάτες που την κάνουν να μοιάζει με ψεύτικο κήπο. Πλαστικά λουλούδια, πλαστική ευτυχία, σειρήνες, εικονική πραγματικότητα. Κάθε πρωί, μπαίνομε σ’ αυτόν τον κήπο, περιφερόμαστε υπνωτισμένοι και άβουλοι για να βγούμε εξουθενωμένοι το βραδάκι.
Ζούμε μέσα σε μια νιρβάνα ονείρων. Διαλέγομε να ζούμε με τις αυταπάτες μας, αρνούμενοι να δούμε κατάματα τα προβλήματα, την απαράδεκτη ποιότητα της ζωής μας. Υπάρχει και το απαραίτητο νανούρισμα. Μας νανουρίζουν με παραμύθια, με ωραία λόγια και υποσχέσεις.
Κάποτε βέβαια ξυπνούμε από αυτό το λήθαργο. Τότε χάνεται ο κήπος με τις δροσάτες αυταπάτες και μένει μόνο μια πόλη υποβαθμισμένη και μια ζωή μίζερη.
Δεν θα ξαναμπώ σ’ αυτό τον κήπο. Η πόλη δεν μπορεί άλλο να βουλιάζει στις αυταπάτες. Στη θέση των πλαστικών πρέπει να φυτέψομε πραγματικά λουλούδια. Πρέπει να ποτίσομε τα ξεραμένα λουλούδια μας. Η πόλη πρέπει να ζήσει την πραγματική της ζωή, αυτή που άλλωστε της αξίζει.
Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
-«Η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα». Θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο ολόκληρο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο. Γιατί; Ποιο είναι το νόημα αυτού του τίτλου;
Ο Θωμάς βρισκόταν σε μεγάλη απορία: Τα τεράστια μάτια του, το συνοφρυωμένο του βλέμμα, ολόκληρο το είναι του, ζητούσαν να μάθουν.
- Ποια είναι άραγε η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα; Υποψιάζομαι βέβαια, μα τι ακριβώς εννοείς;
Με ρωτούσε πιεστικά, κι έπρεπε να του απαντήσω:
-Η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα, Θωμά, είναι πως ενώ εκείνος προσπαθεί (σαν και κάθε ανθρώπινο πλάσμα) να συναντήσει την ευτυχία του, την ίδια στιγμή η Ελλάδα, η πατρίδα του, κάνει ότι μπορεί για να τον εμποδίσει να βρει αυτή την ευτυχία. Είναι έτσι δομημένο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, που τον βυθίζει σε απογοητεύσεις, τη μια μετά την άλλη, σε μιαν ατελείωτη κατωφέρεια. Κάθε σκάνδαλο που αποκαλύπτεται δεν είναι απλά ένα δυσάρεστο νέο. Είναι ένα σκαλί πιο κάτω στην αυτοεκτίμηση, στην αυτοπεποίθηση και στο αίσθημα υπερηφάνειας που φυσιολογικά πρέπει να έχει κάποιος για την πατρίδα του.
Ποιον να πιστέψεις πια, από πού να πιαστείς και σε τι να ελπίζεις; Ποιος θα είναι ο επόμενος στον κατάλογο των σκανδάλων;
Τελευταία στη σειρά ήταν η αποκάλυψη για τον σύζυγο της υφυπουργού Πολιτισμού, τον «ευαίσθητο» καλλιτέχνη του λαϊκού – καψούρικου άσματος και του βαθύτατου (δήθεν) ερωτικού πάθους, ο οποίος φοροδιαφεύγει κατά αρκετά εκατομμύρια ευρώ!
-Ώστε έτσι λοιπόν αξιότιμε κύριε σύζυγε της υφυπουργού!
Πάντως εγώ, στον «ευαίσθητο» - και πάμπλουτο – τραγουδοποιό, ε
«Η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα». Σ’ αυτό τον τίτλο του μελλούμενου να γραφεί βιβλίου μου, επανερχόταν συνεχώς ο Θωμάς. Τον εξέταζε με το μικροσκόπιο.
-Δεν πιστεύω να σε ενόχλησαν και όσα ακούγονται και διαδίδονται για την Υπουργό Παιδείας, αναρωτήθηκε πάλι και σταυροκοπήθηκε. Αν αληθεύουν…
-Κάτι που σίγουρα με απογοητεύει είναι πως η ίδια η υπουργός Παιδείας, δεν εμπιστεύεται λέει το Δημόσιο σχολείο και στέλνει το γιο της σε ιδιωτικό κολλέγιο! Τότε όμως κυρία μου, πως εμείς θα εμπιστευθούμε τις επιλογές σας για τα παιδιά μας; Σε ποιον και σε τι να πιστέψομε για να πορευτούμε προς το μέλλον;
-Αμέ το άλλο τι σου λέει; Ποιος είναι υπεύθυνος γι αυτό; Την ημέρα ακριβώς της γενοκτονίας των Ποντίων είχαμε και τις πανελλήνιες εξετάσεις στο μάθημα της λογοτεχνίας. Ποιο θέμα λες πως βάλανε στα ελληνόπουλα εκείνη την ημέρα;
-«Στου Κεμάλ το σπίτι»!
-Μα ο Κεμάλ δεν ήταν που εξολόθρευσε τους 353.000 Ποντίους; Ο Κεμάλ δεν ήταν που εξολόθρευσε 1.500.000 Αρμενίους; Ο Κεμάλ δεν προκάλεσε τον ...συνωστισμό στην Σμύρνη; Ήταν ανάγκη να περιέχεται στο θέμα των Πανελληνίων αυτό το όνομα, την 19η Μαΐου;
-Ίσως κρίνεται πως πρέπει να ξεχάσομε τα παλιά, τις έχθρες…
-Μα έτσι απότομα και βίαια; Θωμά, πάει, το αποφάσισα: Πρέπει να το γράψω το βιβλίο! Τίτλος του θα είναι ακριβώς αυτός: «Η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα». Το θέμα μοιάζει απλοϊκό, μα δεν είναι. Μια τραγωδία χωρίς τέλος είναι, χωρίς έλεος και χωρίς κάθαρση.
ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΒΕΒΑΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ
Η σκηνή είναι απλή, καθημερινή. Μέσα στην καθημερινότητα άλλωστε, μπορούμε ευκολότερα να βρούμε την αλήθεια.
Η παιδική χαρά αντηχούσε από τις χαρούμενες φωνές και τα γέλια των μικρών παιδιών, που άλλα έτρεχαν και άλλα ανεβοκατέβαιναν μέσα σ' ένα ψηλό, πολύχρωμο, μεταλλικό πλέγμα χωρισμένο σε επί μέρους μικρούς χώρους. Έκαναν τσουλήθρα, σούρνονταν μέσα σε πλαστικούς σωλήνες, κρέμονταν στον αέρα, κυλιόντουσαν στο δάπεδο ανάμεσα σε μπάλες και παιχνίδια.
Το θέαμα αυτό μας γεμίζει συνειρμούς. Το θέαμα αυτό μας κάνει να ξυπνά το παιδί που ο καθένας από μας έχει, μέσα του. Το παιδί αυτό χοροπηδά με την παραμικρή ευκαιρία. Αποζητά την ανεμελιά και το παιχνίδι. Υπάρχει και ζει, μέσα μας ένα παιδί που συνεχώς λαχταρά καινούρια πράγματα, συνεχώς κάνει τρέλες, επιθυμεί, απαιτεί. Είναι απρόβλεπτο και κακομαθημένο. Δεν ενδιαφέρεται για τους τύπους, ούτε για τους καλούς τρόπους. Απεχθάνεται όλα τα τυπικά, όλα τα «πρέπει» και όλα τα «επιβάλλεται».
Δυο κουτιά σπίρτα γίνηκαν ο σταθμός και τα τρένα
που μπορούνε να φτάσουνε ως την άκρη της γης…
που μπορούνε να φτάσουνε ως την άκρη της γης…
Μα αυτά αφορούν το παρελθόν. Σήμερα, υπάρχουν άλλα δεδομένα, άλλα είναι εκείνα που «παίζουν».
Καθώς παρατηρούσα τα χαρούμενα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των παιδιών, μια σκοτεινή και παγωμένη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου:
Ποια άραγε μοίρα τα περιμένει αυτά τα παιδιά; Αυτά τα παιδιά εμείς τα έχομε καταδικάσει να ζήσουν τη ζωή τους διαρκώς χρεωμένα. Το μέλλον τους, το έχομε στην πραγματικότητα υποθηκεύσει. Το μέλλον τους το έχομε εμείς κάμει αβέβαιο.
Είναι ή δεν είναι έτσι; Ανατρίχιασα μπροστά στη φοβερή πραγματικότητα.
Τρέχουν οι περισσότεροι από εμάς να προλάβουν τη …σύνταξη. Ποιοι όμως θα δουλεύουν για να μπορεί να πληρώνεται η σύνταξη; Οι νέοι εργαζόμενοι φυσικά, δηλαδή τα παιδιά μας. Πως θα μπορέσουν όμως να σηκώσουν στην πλάτη τόσες πολλές συντάξεις, μια και ο μέσος όρος ζωής ανεβαίνει και οι ηλικιωμένοι πληθαίνουν διαρκώς;
Στην πλάτη τους καλοπερνούσαμε εμείς όλα τα τελευταία χρόνια. Τα θηριώδη τζιπ και οι πολυτελείς λιμουζίνες που κυκλοφορούν στους δρόμους, το τεράστιο δημόσιο χρέος, τα χαμένα λεφτά των ταμείων, σίγουρα εμείς δεν πρόκειται να τα ξοφλήσουμε. Τελικά από τα παιδιά μας θα πρέπει να πληρωθούν.
Εκτός του ότι τους θα τους παραδώσομε ένα κατεστραμένο περιβάλλον για να ζήσουν, τα χρεώσαμε κιόλας. Ληστέψαμε το μέλλον τους.
Τα παιχνίδια και τα γέλια συνεχιζόταν στην παιδική χαρά. Οι μητέρες, οι γιαγιάδες, οι παππούδες, έμοιαζαν ανέμελοι, στον κόσμο τους.
Μόνο που εγώ δεν άκουγα πια. Δεν ήθελα μήτε να ακούω μήτε να βλέπω. Ήθελα να μείνω μόνος, συντροφιά με τον εφιάλτη μου.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΥΑΛΩΤΕΣ
Ας κάτσω εδώ, σε μια ήσυχη γωνιά, είπα, για να σκεφτώ λιγάκι. Χωρίς κραυγές, χωρίς συνθήματα να σκεφτώ, να φτιάξω κάποια περίληψη τέλος πάντων.
Για την ακρίβεια, έκλεισα την τηλεόραση και άρχισα να σκέφτομαι. Κάποιος είπε πως όταν σταματά η τηλεόραση, τότε αρχίζει η ζωή. Μάλλον έτσι θα είναι. Κλείνω λοιπόν την τηλεόραση, ανάβω το φεγγάρι, κάθομαι κάτω απ’ το φως του και επιχειρώ το πιο απλό αλλά συγχρόνως το πιο δύσκολο: Αρχίζω να σκέφτομαι!
Σκέψεις απόκοσμες, ευάλωτες, σχεδόν νευρωτικές, αποσπασματικές και αποδιοργανωμένες, πασπαλισμένες με άχνη ζάχαρης για να γλυκαίνουν κάπως και να μπορούν να διαβαστούν από σένα, αγαπητέ αναγνώστη, χωρίς να χάσεις την υπομονή σου και χωρίς να …πετάξεις νευριασμένος την εφημερίδα που κρατείς στα χέρια σου!
Άραγε εσύ, Γιώργο Παπανδρέου, είσαι εσύ ικανοποιημένος από το βηματισμό, τις επιλογές και τα αντανακλαστικά της κυβέρνησής σου; Όλοι οι Έλληνες αναστενάζουν – προς το παρόν μόνο αυτό. Είσαι εσύ άραγε από αυτό ικανοποιημένος;
Επόμενη σκέψη: Θα ήθελα πολύ να ξέρω πόσα κόστισε το πανηγυράκι της γιουροβίζιον, πόσα πεταμένα λεφτά πληρώσαμε (από τα δανεικά).
Καλά, μόνο εγώ το βλέπω; Μα όλοι οι άλλοι είναι τυφλοί; Για τέτοια είμαστε; Χώρες με ισχυρή πολιτισμική ταυτότητα, όπως η Ιταλία, έχουν πάψει από χρόνια να συμμετέχουν στο πανηγυράκι αυτό.
Η λαμπερή βιτρίνα της γιουροβίζιον συνδέεται μάλλον με τις αξίες ενός κακόγουστου καταναλωτισμού που αποτελεί μέρος της κρίσης, παρά με οποιαδήποτε δημιουργία, έστω και εμπορική. Τελικά η γιουροβίζιον φαίνεται πως συμβολίζει την έκπτωση του πολιτισμού μας και τίποτε άλλο.
Δεν είναι μόνο η γιουροβίζιον, είναι και ο περίγυρος. Αναμνήσεις από λαμπερά, πομπώδη, ηχηρά (μα δυστυχώς κενά εν τέλει) οράματα, ονόματα, συνθήματα, κούφια χάχανα, κούφια λόγια κι άλλα λόγια. Λόγοι και μηνύματα πολιτικών ανδρών, γεμάτα οίστρο και εξωραϊσμό, γενικολογίες, καυχησιολογίες και φληναφήματα, ξεθωριασμένα τώρα πια, για τα σκουπίδια μόνο κατάλληλα.
Η επόμενη σκέψη μου πορεύεται προς τα τοπικά τα δικά μας. Το Πανεπιστήμιο και τα μάτια μας. Τα μνημεία και τα μάτια μας. Την ανθρωπιά και τα μάτια μας.
Οι άμεσες εργασίες για το Μιναρέ της Νερατζές δημοπρατήθηκαν και οι εργολάβοι που ανέλαβαν, έχουν φθάσει ήδη στο Ρέθυμνο για την προεργασία.
Πριν από λίγες μέρες τα πράγματα με τη Νερατζέ ήταν εντελώς διαφορετικά. Έτυχε να βρεθώ εγώ στο μάτι του κυκλώνα. Το βάρος του μιναρέ ήρθε καιρός βάραινε ασφυκτικό πάνω στο στήθος μου. Λαχανιασμένος έμπαινα σε δάση και λαγκάδια ψάχνοντας μάταια για οξυγόνο. Έβλεπα με τη φαντασία μου τον Μουεζίνη να στέκει στον πιο ψηλό εξώστη και να με δείχνει με το δάχτυλο….
Αυτά συνέβαιναν πριν από λίγες μέρες. Διαψεύσθηκαν όμως οι Κασσάνδρες. Πλήθος μέγα οι Κασσάνδρες κυκλοφορούσαν στην πόλη και διαλαλούσαν προς κάθε κατεύθυνση πως πάει, νάτος, πέφτει ο Μιναρές, γκρεμίζεται, σωριάζεται και καταρρέει μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Και να, βροχή τα δάκρυα για το μνημείο, ωσάν η αγάπη για τα μνημεία να είναι …αποκλειστικότητα των κυκλοθυμικών και των «ζόρικων» της πολιτείας μας.
Να όμως, που ήδη από την πρώτη φάση των επειγουσών εργασιών η εργασία μοιάζει να αποδεικνύει πως είναι οργανωμένη με σοβαρότητα.
Με σεβασμό θα αποδομηθούν και θα αποθηκευτούν οι αρχαίες της Αλφάς πέτρες. Οι μεγάλες ρωγμές στο άρρωστο σώμα του Μιναρέ θα γεμίσουν με «λεπτή κονία» και διάφορα άλλα προληπτικά μέτρα θα ληφθούν για την ασφάλεια του μνημείου μέχρι να βρεθούν λεφτά για την οριστική του αποκατάσταση.
Αυτή η οριστική αποκατάσταση θα είναι το μεγάλο ζητούμενο. Ψυχραιμία, είναι η καταλληλότερη λέξη, η αποτελεσματικότερη τακτική. Ο Μιναρές της Νερατζές, με τη βοήθεια της πένας του Πρεβελάκη και του Καλομενόπουλου και με την αγάπη και την αποφασιστικότητα των Ρεθεμνιωτών, ελπίζω πως τελικά θα σωθεί.
Επόμενη σκέψη – αυτή τη φορά πρόκεται μάλλον για εξομολόγηση. Ο υπογράφων το άρθρο αυτό, καταλαμβάνεται συχνά – κι όχι αναίτια – από μια εξομολογητική προς τους αναγνώστες του διάθεση. Η σημερινή μου εξομολόγηση είναι τούτη: Αν στην ηλικία των 20 ετών ήξερα και ένοιωθα όσα καταλαβαίνω σήμερα, ε, τότε θα έφευγα τρέχοντας από την Ελλάδα και θα πήγαινα κάπου αλλού να ζήσω τη ζωή μου!
Η Μάρω, μια φίλη από το Facebook με κοίταζε με μάτια επίμονα και με φανερή την απορία, καθώς σκεφτόμουν φωναχτά, λησμονώντας σχεδόν την παρουσία της..
-Τα μάτια σου τα επίμονα τρελαίνουν κι επιστήμονα, ήταν το μόνο που μπόρεσα να της πω σαν δικαιολογία ευάλωτη και απόκοσμη, από έναν κόσμο που φεύγει, προς έναν κόσμο που έρχεται.
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ
ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ
Η τιμητική πρόσκληση του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης που με όρισε μέλος της κριτικής επιτροπής του Διαγωνισμού Φαγητών Παραδοσιακής Κρητικής Διατροφής «Ρεθεμνιώτικες – Αμαριώτικες Γεύσεις», μου δίνει την αφορμη για το σημερινό μου σημείωμα.
Δηλώνω από την αρχή πως με μεγάλη χαρά θα συμμετέχω σ’ αυτή την εκδήλωση και θα τη συνδράμω. Όχι μόνο διότι θα μου θυμίζει πως γεννήθηκα και έχω τις ρίζες μου σ’ αυτό το νησί που διαθέτει τέτοιο πολιτισμό γεύσης και διατροφής.
Όχι μόνο διότι τα άνθη της ελιάς απεικονίζονται σε πολλές τοιχογραφίες και ανάγλυφες παραστάσεις στο ανάκτορο της Κνωσού.
Όχι μόνο για την αξία τη μέγιστη που έχει το λάδι για την υγεία.
Όχι μόνο γιατί το κλαδί ελιάς είναι βραβείο αθλητικών επιδόσεων, σύμβολο ειρήνης, γνώσης, σοφίας, ευημερίας και ελπίδας.
Περισσότερο διότι το λάδι και η ελιά έχουν μέσα τους ως επιπλέον συστατικά τη σοφία και την ποίηση. Πλήθος είναι άλλωστε οι ποιητές που καταπιάστηκαν με την ποίηση της ελιάς.
«Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει : με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». (Ελύτης).
« …Κι αν ακόμα δεν υπήρχαν ελαιώνες... θα τους είχα επινοήσει». (Οδυσσέας Ελύτης)
«Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του Άη Νικόλα ονειρεύτηκα μια παμπάλαια ελιά να δακρύζει». (Γιώργος Σεφέρης).
«- Αγαπάς τα δέντρα, Γιωργάκη; Με ρώτησε. Ποιο αγαπάς περισσότερο;
- Την ελιά αγαπώ περισσότερο, αποκρίθηκα.
- Κι εγώ την ελιά … όταν πεθάνω, να φυτέψεις μιαν ελιά καταμεσίς στο μνήμα μου, να με ρουφήξει με τις ρίζες της.
Κι απ’ τον καρπό που θα κάνει κάθε χρόνο, να μου ανάβεις ένα καντηλάκι.
- Έχε ζωή εσύ, κι εγώ ξέρω τι μνημούρι θα σου χτίζω, όταν έρθει η ώρα.
- Μπα; Είπε ξαφνιασμένη. Την ελιά μην ξεχάσεις! Σαν ξέρω από τα κόκαλα μου θ’ ανάψει ένα φωτάκι, δε φοβούμαι το θάνατο». (Παντελής Πρεβελάκης).
- Την ελιά αγαπώ περισσότερο, αποκρίθηκα.
- Κι εγώ την ελιά … όταν πεθάνω, να φυτέψεις μιαν ελιά καταμεσίς στο μνήμα μου, να με ρουφήξει με τις ρίζες της.
Κι απ’ τον καρπό που θα κάνει κάθε χρόνο, να μου ανάβεις ένα καντηλάκι.
- Έχε ζωή εσύ, κι εγώ ξέρω τι μνημούρι θα σου χτίζω, όταν έρθει η ώρα.
- Μπα; Είπε ξαφνιασμένη. Την ελιά μην ξεχάσεις! Σαν ξέρω από τα κόκαλα μου θ’ ανάψει ένα φωτάκι, δε φοβούμαι το θάνατο». (Παντελής Πρεβελάκης).
«Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς, στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας». (Οδυσσέας Ελύτης)
«Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, χειμώνα ελάχιστε, η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου». (Οδυσσέας Ελύτης)
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου». (Οδυσσέας Ελύτης)
Είμαι διπλά χαρούμενος γιατί η όλη εκδήλωση θα γίνει στο Αμάρι. Ελιές και γαλάζιος ουρανός συνθέτουν μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της φύσης του Αμαρίου. Ελιές παντού, ελιές παμπάλαιες, χιλιόχρονες και βάλε, αδιάψευστα μνημεία της παμπάλαιης ιστορίας του.
Οι μορφές των γυναικών που αντικρίζεις να κοιτάζουν με στοργή τα φαγητά που μαγείρεψαν, είναι μια εμπειρία. Οι μορφές αυτές έχουν μέσα τους την ποίηση της αιωνιότητας. Μορφές ζυμωμένες με την ευγένεια, μορφές του μόχθου και της καρτερικότητας, μορφές που μοιάζουν με παραλλαγές των ρημάτων «προσδοκώ», «ελπίζω», «αντιστέκομαι»…
Σίγουρα πρέπει να ευχαριστήσω το Αμάρι και τις γυναίκες αυτές που θα μου χαρίσουν αυτή την ξεχωριστή μέρα!
ΣΑΝ ΤΟ ΔΙΟΓΕΝΗ
Μεγαλώνουνε οι μέρες του Ιουνίου και δόστου να μεγαλώνουνε κι άλλο, έτσι που να δίνουνε στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση πως η ζωή είναι μεγάλη, ατελείωτη σαν κι αυτές. Έλα όμως που δεν είναι!
Μέρες καυτές με τη θερμοκρασία στο σαράντα, μιας κι οι άνθρωποι αδιαφορούν εντελώς για την κλιματική αλλαγή, την έχουν αφήσει σε ελεύθερη πτώση και …αν θα το πληρώσουν τα παιδάκια μας, εμάς δεν δείχνει να μας νοιάζει και τόσο.
-Μπήκαμε και επίσημα πια στο καλοκαίρι, είπε βαριεστημένα ο Θωμάς. Ξεκινά και η προεκλογική εκστρατεία για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όμορφα λόγια, βαρύγδουπες υποσχέσεις ετοιμάζονται για να σερβιριστούν στους δυστυχείς πολίτες αυτής της χώρας που μοιάζει να τα έχουν ακόμη χαμένα.
-Θαρρώ πως αυτές οι εκλογές θα κρύβουν εκπλήξεις Θωμά. Δεν πιστεύω πως ο κόσμος τρώει κουτόχορτο.
Νοιώθω σαν το Διογένη με το φανάρι, μέρα μεσημέρι:
-Άνθρωπο ψάχνω, άνθρωπο τίμιο και σεμνό!
-Ο κόσμος θέλει να δει καινούργια πρόσωπα. Όχι πάλι τους ίδιους. Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται πια τους ίδιους. Δεν πρέπει να εμπιστευθεί τους ίδιους. Μια μόνο θητεία σε κάθε αξίωμα. Είναι ο μόνος τρόπος για να περιορίσομε τη διαφθορά, την έπαρση και την αλαζονεία της εξουσίας.
- Κάθε άνθρωπος που του δώσανε εξουσία, κρύβει μέσα του έναν Ξέρξη, κρύβει την αλαζονεία. Ω, να μπορούσε λέει κι αυτός, σαν τον Ξέρξη να μαστίγωνε τη θάλασσα!
-Η αλαζονεία, φίλε μου, είναι εξουσιαστική συμπεριφορά. Αυτό είναι γνωστό και δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε περισσότερο. Οπότε, θα πρέπει να θεωρηθεί τουλάχιστον πλεονασμός η διατύπωση: «αλαζονεία της εξουσίας». Εκτός κι αν επιχειρείται να καθιερωθεί πως η εξουσία μπορεί και να μην είναι αλαζονική! Μην το πιστέψει κανένας αυτό. Δεν θα είναι αλήθεια!
-Η αλήθεια του αλαζόνα στηρίζεται στη δύναμη κι όχι στην άποψη. Του αρέσει να χρησιμοποιεί την επιβολή δια της ισχύος. Ο αλαζόνας είναι συνήθως και λογάς. Προσπαθεί να εντυπωσιάσει με παχιά λόγια (αλλά κούφια από περιεχόμενο) όσους μπορούν ακόμα να αντιστέκονται στην κενότητα.
Κλεισμένος ο αλαζόνας άρχοντας στον περίγυρο που τον αποδέχεται, (κόλακες, κόλακες, …αμέτρητοι κόλακες που ψάχνουν να αποκομίσουν κάποια οφέλη) ουσιαστικά κόβει τους δεσμούς του από κάθε τι λειτουργικό & δημιουργικό που τον περιβάλλει και που θα τον στήριζε σε δύσκολες περιστάσεις. Όταν θα ανακαλύψει πως μ' όλη αυτή τη συμπεριφορά του, έχτιζε ένα παλάτι στην άμμο, θα είναι πολύ αργά.
-«Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για να αντέξεις την εξουσία», έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκης. Ο Έλληνας ειδικά δεν την αντέχει καθόλου την εξουσία. Από το πρώτο κιόλας λεπτό που θα πάρει αξίωμα, η αλαζονεία στρογγυλοκάθεται στην κεφαλή του και …δεν το κουνάει!
Νοιώθω σαν το Διογένη με το φανάρι μέρα μεσημέρι:
-Άνθρωπο ψάχνω, άνθρωπο τίμιο και σεμνό!
Το πολιτικό σύστημα της χώρας μοιάζει αποτυχημένο και απαξιωμένο. Θέλομε νέους, σεμνούς, γνήσιους, άσπιλους και αμόλυντους ανθρώπους. Αν υπάρχουν, ας μη διστάσουν να βγούνε στο φως!
ΠΑΜΕ ΝΤΟΛΥ!
Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι…. Τουλάχιστον έτσι το νοιώθω. Ο Λούκυ Λουκ, ο ήρωας του γνωστού κι αγαπημένου κόμικ της νιότης μας, ζωντανεύει ξαφνικά και χώνεται μέσα μου (ή απλά εγώ γίνομαι ένα με τη φιγούρα του). Βάνω στην κεφαλή μου ένα παλιό καουμπόικο καπέλο κι ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό και ορίστε, ξεκινά η περιπέτεια! Ξεκινά η περιπλάνηση σ’ έναν κόσμο σκληρό και απάνθρωπο, όπου το περιβάλλον υποκριτικά προστατεύεται και συστηματικά καταστρέφεται. Σ’ έναν κόσμο που τα αρπακτικά της παγκόσμιας κερδοσκοπίας απειλούν το μισθό και τη σύνταξη των ανθρώπων!
Τώρα μόνο, τώρα που τα μαλλιά μου έγιναν γκρίζα, τώρα αρχίζω μόλις να αντιλαμβάνομαι τη μεγαλοφυΐα του συγγραφέα του Λούκυ Λουκ! Οι καιροί μπορεί να αλλάζουν μα ο κόσμος μένει ίδιος και απαράλλαχτος.
Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι! Ο ήρωας αυτός είναι διαχρονικός. Πάντα η αδικία θα υπάρχει και πάντα θα υπάρχουν οι ονειροπόλοι που θα επαναστατούν ενάντια στην αδικία, γι αυτό θα μένουν πάντα φτωχοί και πάντα μόνοι. Πάντα ο κόσμος θα προχωρεί με φωτιά και με μαχαίρι. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι Ντάλτον που θα φροντίζουν γι αυτό.
Μα πάντα θα υπάρχει και ο Λούκυ Λουκ, το ανοιχτό κι ανυπόταχτο πνεύμα, ο εραστής της ελευθερίας της πραγματικής, της πανηγυρικής, της απόλυτης, εκείνης της ελευθερίας που δεν γνωρίζει όρια ή δεσμά.
Μην παραξενευτείς όταν θα νοιώσεις πως είσαι κι εσύ μέσα στο παιχνίδι. Το άλογό σου, η Ντόλυ, περιμένει κι εσένα υπομονετικά στην αυλή, φίλε αναγνώστη. Μπορείς ν’ ακούσεις σχεδόν τα ανυπόμονα χλιμιντρίσματά της. Θα σε περιμένει μέχρι να ρθει η στιγμή που θα τα σιχαθείς όλα, μέχρι τη στιγμή που θα νοιώσεις να σού ρχεται εμετός. Θα ναι αυγή και θα αναδυθεί από μέσα σου – χωρίς κανένα δισταγμό - η λέξη «Επανάσταση».
Θα είναι εκείνη η Καβαφική στιγμή που θα πρέπει να πεις το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι.
Μακάρι να το πεις το Ναι. Η Ντόλυ θα περιμένει στην αυλή χλιμιντρώντας. Η Καλάμιτυ Τζέην, η όμορφη κοπέλα θα σου γνέφει. Εσύ θα έχεις πια βαρεθεί τους αχάριστους φίλους, τα ψεύτικα δάκρυα, τις υποκριτικές φιλοφρονήσεις, τα ατελείωτα …φεστιβάλ.
Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι! Αυτό είναι το ρεφραίν που μ’ αρέσει και μου πάει. Να παίρνω τους δρόμους, των αμαθιώ μου καθώς λένε, με τα ιδανικά μου φορτωμένος. Εσένα, δ
Θα ακολουθώ της δικαιοσύνης τον ήλιο – το νοητό – και όπου δω κατατρεγμένο και φουκαρά δεν θα διστάζω να τον στηρίζω. Θα είμαι αιώνιος αντίπαλος και τιμωρός των Ντάλτον, των αρπακτικών της αγοράς, των κάθε λογής χρηματοοικονομικών συμφερόντων και των γκόλντεν μπόυς που κυκλοφορούν αθάνατοι και ατιμώρητοι ανά τους αιώνες. Θα πασχίζω – αν μπορώ – να βοηθώ τους νεόπτωχους Έλληνες συμπατριώτες μου, τους απολυμένους, τους αδικημένους, τους χρεωμένους που αλύπητα τους πίνουν το αίμα οι τράπεζες. Θα στηρίζω τους γιατρούς που μένουν απλήρωτοι και δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα στην καθημερινότητα των οικογενειών τους. Θα στηρίζω και όλους τους επιχειρηματίες που τους αφήνουν χωρίς περίθαλψη, έρμαια της τύχης ή της ατυχίας τους… Θα τιμωρήσω αυτούς που προσπαθούν να αρπάξουν το πανεπιστήμιο από τους Ρεθεμνιώτες.
Θα χαιρετώ τους περήφανους μιναρέδες, που παλεύουν με τους αιώνες καθώς εγώ θα παλεύω με τους μουεζίνηδες των φανατισμών… Θα ακούω για τη βόμβα που σκότωσε τον υπασπιστή του υπουργού Δημόσιας Τάξης και θα συνοφρυώνομαι, θα σταυροκοπιέμαι, άφωνος κι εγώ μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες για την προσβολή αυτή που έγινε προς την κυβέρνηση και το κράτος μου.
Όμως τελικά εγώ, παρ’ όλα αυτά που συμβαίνουν, εγώ θα ζω μέσα στην απόλυτη Ελευθερία με τα μακριά μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν στον άνεμο. Αυτή είναι η επιλογή μου. Ο άνεμος της ελευθερίας είναι πάντα φρέσκος και μυρωμένος. Έτσι, καβάλα στ’ άλογο, και προς την κατεύθυνση του ανέμου θα σφυρίζω με ανεμελιά και με τη συνείδηση αναπαυμένη, στον ίδιο πάντα σκοπό:
-«Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι. Πάμε Ντόλυ»!
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΑΤΖΕΣ
Να λοιπόν, που διαψεύστηκαν οι Κασάνδρες! Και όμως ο Μιναρές Νερατζέ θα σωθεί! Εγκαταστάθηκε το συνεργείο και έβαλαν μπροστά οι μαστόροι. Απ’ το πρωί στις 6 ίσαμε αργά το απόγευμα δουλεύουν με ζήλο. Δέκα άνθρωποι σκύβουν με επιμέλεια και μεθοδικότητα πάνω απ’ το τραυματισμένο σώμα της Νερατζές.
Οι Κασάνδρες διαψεύστηκαν και ας μας κάνουν τη χάρη να σιωπήσουν. Τώρα βέβαια βγήκαν άλλες Κασσάνδρες που λένε πως ναι με αποφύγαμε τα χειρότερα, αλλά η Νερατζέ δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβρεί την αρχική μορφή της. Όμως, και οι νέες αυτές οι Κασσάνδρες θα διαψευσθούν. Αυτό το στάδιο εργασιών είναι δυσάρεστο αλλά απαραίτητο. Είναι φυσικό πως η αποκατάσταση μπορεί και να καθυστερήσει, αφού τα ταμεία της πατρίδας μας είναι άδεια, αφού ουσιαστικά η πατρίδα μας βρίσκεται στα χέρια ξένων συμφερόντων. Αλλά κάπως, με κάποιον τρόπο, εμείς πιστεύομε πως θα τα καταφέρουμε!
«Στη μοναξιά του θλιβερός έμεινε να θυμίζει
Της Τούρκικης φριχτής σκλαβιάς τη μαύρη εποχή
Και στέκει τώρα έρημος και δίχως να ελπίζει
Βουβός, βαρύς κι αμίλητος χωρίς απαντοχή».
Ο Μουεζίνης έχει από καιρό εξαφανιστεί. Ο Μιναρές Νερατζέ νοιώθει μόνος, κατάμονος χωρίς ελπίδα, χωρίς απαντοχή. Και όμως μια σπίθα υπάρχει: Νοιώθει τα βλέμματα των Ρεθεμνιωτών καρφωμένα επάνω του. Τώρα που όλοι ξέρουν πως θα αφαιρεθεί η κορυφή του μνημείου, οι άνθρωποι νοιώθουν έναν κόμπο στο λαιμό τους. Λες και η Νερατζέ να έχει καταδικαστεί σ’ ένα αργό θάνατο. Λες κι έχει πάρει ένα δρόμο χωρίς γυρισμό.
Ο Μιναρές κοιτάζει μια τον ουρανό και μια την πόλη του Ρεθύμνου με απελπισία. Από κάτω, στο Τέμενος που σήμερα αποκαλείται «Ωδείο», η παιδική χορωδία που ονομάζεται «τα Καρδερινάκια», τραγουδάει λυπητερά τραγούδια. Τα βιολιά και τα πιάνα βγάζουν θλιμμένες συγχορδίες. Ο ουρανός είναι βαρύς. Όλοι το νοιώθουν, πως για τη Νερατζέ θα ξημερώσουν δύσκολες μέρες.
Κι όπως ορθός ο τρούλος του σε άδικο καρτέρι
Μ’ άγρυπνο μάτι – μάταια – τα τρίγυρα ερευνά
Πικρό ξεσπάει το κλάμα του γιατί καλά το ξέρει
Πως ο Μουεζίνης ξέχασε, και δεν ξαναγυρνά.
Ο Γιώργος με κοίταζε αμίλητος. Το ποίημα του Καλομενόπουλου τον φόρτιζε πολύ. Θεωρούσε τη σιωπή, πιο ταιριαστή για την περίσταση. Ο Γώργος ήταν φίλος μου και μπορούσε να συλλάβει τα σπαραχτικά συναισθήματα που αιωρούνταν ανάμεσά μας, ανάμεσα σε μένα, εκείνον και τη Νερατζέ. Στο τέλος δεν άντεξε και μίλησε:
-Ας μην περνούμε απ’ αυτή τη γειτονιά για λίγο καιρό. Το θέαμα της αργής καθημερινής αφαίρεσης των τμημάτων της κορυφής όσο κι αν είναι απαραίτητο, είναι σκληρό, δεν αντέχεται.
Έγνεψα, ναι, με τα μάτια. Δεν έχει βέβαια τόση σημασία τι λέμε εμείς αλλά μας συγκινεί το ότι η περιπέτεια της Νερατζές συγκινεί τους περισσότερους Ρεθεμνιώτες.
-Τουλάχιστον δεν θα έχει λινάτσες και τέτοια. Τουλάχιστον να μπορεί να έχει η Νερατζέ μια οπτική επαφή με την πόλη της… ξανάπε ο Γιώργος.
-Η πολύπαθη Νερατζέ είναι ο τραυματισμένος ουρανοδείκτης μας, είπε η Αθηνά. Την έχομε αγαπήσει. Μικρή πήγαινα σχολείο στη σκιά του. Κάπου εκεί κοντά ήταν και το σπίτι μου... Το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, πάντα εκεί... Θυμάμαι, τον κοίταζα, τον κοίταζα...Ώσπου κατάλαβα, ότι κέρδιζε το βλέμμα μου, γιατί μου υπενθύμιζε καθημερινά, που είναι οι λύσεις. Μου έδειχνε τον ουρανό... Άνω – θρώσκω, λένε. Αυτό, δεν σημαίνει η λέξη άνθρωπος;
-Ανέβαινα στο πιο ψηλό μπαλκόνι του, σε ηλικία που δεν ξεπερνούσε τα 11. Τι να πρωτοθυμηθώ….
Η «χειρουργική» επέμβαση στον μιναρέ μας έχει ήδη αρχίσει. Ήδη έχουν αφαιρεθεί κάμποσα μέτρα από την κορυφή.
Μέσα από το Ωδείο, ένα βιολοντσέλο ακούστηκε να παίζει, σ’ ένα μοτίβο μελαγχολικό. Θαρρείς πως καταπιάστηκε να διηγηθεί τραγουδιστά της Νερατζές τη μοναξιά και την ασάλευτη ιστορία.
Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ
Ο τίτλος μου σήμερα δηλώνει πολυσήμαντος. Θα μπορούσε να σημαίνει την μελαγχολία που νοιώθει ο ώριμος άνθρωπος συνειδητοποιώντας την «διακριτική» είσοδό του στην λεγόμενη «τρίτη ηλικία». Μπορεί όμως και να υπονοεί τη λεπτή μελαγχολία που καταλαμβάνει όλους εμάς μπροστά στo «φάσμα» της ώριμης ηλικίας με τα σωρευμένα προβλήματα που την συνοδεύουν.
Ότι νόημα και να δώσουμε στον τίτλο αυτό, δύσκολες μέρες περιμένουν τους Έλληνες και ακόμη δυσκολότερες μέρες περιμένουν τους ηλικιωμένους.
Είναι αληθινά μελαγχολικό πως όλοι αποφεύγουν να ασχοληθούν σοβαρά με την τρίτη ηλικία.
Δύσκολο ακόμη και να αγγίξεις το θέμα. Είναι μια κατηγορία ανθρώπων, των οποίων υπόκωφα επιχειρείται η περιθωριοποίηση, πράγμα άδικο βέβαια και σχιζοφρενικό, μιας και για όλους η μοίρα είναι κοινή (ας θυμηθούμε και τη λαϊκή ρήση, «εκεί που είσαι ήμουνα κι εκεί που είμαι θάρθεις»)!
Για μια σειρά από λόγους έχω ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για τα προβλήματα της τρίτης ηλικίας. Συμμετείχα για 5 χρόνια σε διοικητικά συμβούλια των ΚΑΠΗ του Ρεθύμνου, ώσπου με εκπαραθύρωσαν από εκεί! Γιατί; Το ψάχνω ακόμη, αλλά που θα πάει; Κάποτε θα το μάθω και θα σας το πω!
Σήμερα, έχω τη χαρά να προσφέρω με τις λιγοστές μου έστω δυνάμεις στους ηλικιωμένους από ένα άλλο πόστο: Από το Κοινωνικό Ίδρυμα (γηροκομείο) του Ρεθύμνου.
Κοντά τους έχω μάθει και μαθαίνω πολλά: Το σπουδαιότερο είναι ότι ο «ηλικιωμένος άνθρωπος» στην πραγματικότητα είναι μια ψυχή ζωντανή, διψασμένη για ζωή, που ζει μέσα σ’ ένα γερασμένο κι ανήμπορο σώμα. Αυτή η συνειδητοποίηση από μόνη της είναι συνταρακτικό συναίσθημα.
Ακόμη έμαθα πως το κύριο πρόβλημα δεν είναι τα γηρατειά, αλλά η λήθη. Έμαθα πως οι άνθρωποι δεν παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, αλλά γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται!
Η παράταση της ανθρώπινης ζωής και η μεγάλη αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων χάρις στις προόδους της Ιατρικής επιστήμης είναι το πραγματικό πρόβλημα, η αληθινή βόμβα του σύγχρονου ασφαλιστικού προβλήματος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια, κι ας μην το ομολογούν, ας μην το λένε καθαρά οι αρμόδιοι.
Αν τώρα πλάι στην αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων βάλεις την υπογεννητικότητα και την ελάττωση του αριθμού των νέων που μπορούν να εργάζονται, έχεις ένα αληθινό εκρηκτικό μίγμα. Πως άραγε, αυτοί οι ελάχιστοι εργαζόμενοι νέοι θα μπορέσουν να παράγουν τόσα ώστε να πληρωθούν τόσο πολλές συντάξεις;
Η επόμενη καυτή πατάτα για την ελληνική κοινωνία θα είναι η μοιραία υποβάθμιση των υπηρεσιών του Εθνικού Συστήματος Υγείας η οποία βέβαια πλήττει κύρια τους ηλικιωμένους. Αυτοί δεν είναι που χρειάζονται περισσότερο την νοσοκομειακή περίθαλψη; Οι ελλείψεις στα νοσοκομεία, ποιους άραγε πλήττουν περισσότερο; Τους ηλικιωμένους βέβαια, αφού αυτοί πιο συχνά χρειάζονται νοσηλεία!
Εύχομαι οι λογαριασμοί μου να είναι λάθος, να πέφτω έξω! Αν όμως είναι σωστοί, τότε δεν απέχουμε πολύ από τη δημιουργία ενός σύγχρονου «καιάδα» για ηλικιωμένους!
Υπάρχει ένα παλιό παραμύθι, που μιλάει για μια χώρα όπου ο βασιλιάς είχε επιβάλλει ένα νόμο βάρβαρο: Να θανατώνουν λέει όλους τους γέροντες σαν έφτανε η ώρα, ρίχνοντάς τους σ’ έναν γκρεμό, σ’ έναν καιάδα.
Βρέθηκε όμως λέει κι ένας γιος πονετικός, που αρνήθηκε να ρίξει στον γκρεμό το γέρο - πατερούλη του. Τον έκρυψε στο σπίτι, παρακούοντας τον απαίσιο νόμο του βασιλιά. Η επιλογή του αυτή όμως, σύντομα δικαιώθηκε γιατί κάποια στιγμή κέρδισε πλούτη και δόξα, χάρις στο μυαλό και τη σοφία του γέροντα πατέρα του που τον συμβούλεψε την κρίσιμη ώρα. Τελικά ο βασιλιάς αναγκάστηκε να καταργήσει τον άδικο αυτό νόμο.
Αυτά λέει το παραμύθι. Όπως και στο παραμύθι, πιστεύω πως και στη σημερινή πραγματικότητα, πάλι τα πράγματα θ’ αλλάξουν.
Υπάρχουν λύσεις. Αλλοίμονο εάν δεν υπήρχαν. Εάν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να οδηγηθούμε προς μια σύγκρουση μεταξύ των γενεών. Οφείλουν οι οικονομικοί εγκέφαλοι να εργασθούν για να προτείνουν λύσεις.
Καθώς ο αριθμός των ηλικιωμένων αυξάνεται – και θα συνεχίσει να αυξάνεται – οι ηλικιωμένοι δεν μπορεί να είναι μια αδύναμη ομάδα. Η μελαγχολία της ωριμότητας θα μπορούσε να δώσει τη θέση της σε μια νέα αυτοπεποίθηση έτσι ώστε η τρίτη ηλικία να εξελιχθεί σε μια κοινωνική δύναμη, η οποία διεκδικώντας τα δικαιώματά της με γνώση και σύνεση, θα μπορέσει να βελτιώσει αισθητά τη ζωή της.
ΟΔΟΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ
Έχω μετακομίσει. Εδώ και κάμποσο καιρό μεταφέρθηκα και κατοικώ στην οδό Αδιαφορίας. Δεν την έχετε προσέξει. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της πόλης. Ίσως πάλι να έχετε επιλέξει κι εσείς αυτό το δρόμο, να είμαστε γείτονες. Όλοι εμείς που τον διαλέξαμε αποφασίσαμε πως προκειμένου να μας τρελάνουν κάποιοι «έξυπνοι» μέσα στο αλαλούμ, καλύτερη είναι η αδιαφορία
Εννοείται ότι είμαστε συνειδητοί Αδιάφοροι. Είμαστε αδιάφοροι κι ανέγγιχτοι από την ενορχηστρωμένη επίθεση των μικρών και άσχετων. Είναι η επιλογή μας. Είμαστε ελεύθεροι πολιορκημένοι. Δεν μας τουμπάρουν ο καθωσπρεπισμός και τα όμοια. Πιάσε λέει το ΠΡΕΠΕΙ από το γιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι, (αυτό δεν είναι δικό μου, κάπου το διάβασα).
Προσοχή όμως. Δεν ατομιστές, απολιτικοί και τέτοια. Αδιάφοροι δηλώνομε μόνο απέναντι στην ασημαντότητα που μας σερβίρουν με τίτλους βαρύγδουπους, με τα φύκια της υποκουλτούρας που μας αμπώθουν για μεταξωτές κορδέλες οι δημοτικοί μας άρχοντες, οι όποιοι άρχοντες, οι όποιοι ημιμαθείς. Αντίθετα, είμαστε έτοιμοι όταν έρθει το πραγματικά σημαντικό, τότε δυναμωμένοι με θεωρία και μελέτη να παρέμβουμε στα του οίκου μας, σε ότι μας αφορά. Κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει αυτό το δικαίωμα.
Εμείς στην οδό Αδιαφορίας έχομε κοινές αρχές και συνήθειες. Για παράδειγμα, κανένας μας δεν παρακολουθεί τα δελτία των ειδήσεων πανικού και ψυχοπλάκωσης της τηλεόρασης. Κανένας δεν παρακολουθεί διαφημίσεις. Αρνούμαστε να είμαστε καταναλωτικά όντα , θύματα του μάρκετιγκ.
Πλήρης αδιαφορία προς το γύρω μας «κιτς». Παγερή αδιαφορία σ’ αυτούς που προσπαθούν να χειραγωγήσουν τη ζωή μας, να θρυμματίσουν την ελευθερία μας, να διαβρώσουν το αισθητήριό μας, να μας απομακρύνουν από το μέτρο και τον κοινό νου.
Η αδιαφορία -υπό όρους- πιστεύομε πως είναι μια τακτική αιχμής (όπως λέμε τεχνολογία αιχμής). Η αδιαφορία ως περιφρόνηση του ασήμαντου είναι ένας προθάλαμος της φιλοσοφίας, της απέραντης και διηνεκούς αναζήτησης του σημαντικού. Αναζητούμε την Ελλάδα την καινούρια, τη μη ορατή. Αναζητούμε τους Έλληνες που αγαπούν εκείνη την Ελλάδα.
Περάστε να μας δείτε, στην οδό Αδιαφορίας, καθώς λιαζόμαστε τα μεσημέρια ή βεγγερίζομε τα βράδια. Κερνάμε καφεδάκι και γλυκό κυδώνι, όπως παλιά, όπως τότε
ΟΙ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ ΑΝΘΙΖΟΥΝ
Ελάτε λοιπόν! Ομολογήστε το! Αδημονείτε για την Άνοιξη! Αδημονείτε για κάποιαν Άνοιξη. Ψάχνετε απεγνωσμένα για αμυγδαλιές ανθισμένες! Μία έστω αμυγδαλιά ας έβλεπα ανθισμένη! Την πρώτη που τόλμησε ν’ ανθίσει αμυγδαλιά!
Σκληρός ο χειμώνας, και ανελέητος! Μέσα στην καρδιά του χειμώνα λιποψυχά ο άνθρωπος κι αδημονεί. Μα πότε επιτέλους θα φτάσει η Άνοιξη; Πότε τελοσπάντων;
Σας βρήκα έναν ωραίο ελληνικό μύθο για την αμυγδαλιά: (Οι αρχαιοελληνικοί μύθοι είναι η αδυναμία μου).
Ήταν λέει μια όμορφη πριγκίπισσα που ονομαζόταν Φυλλίς, θυγατέρα ενός βασιλιά της Θράκης. Αυτή ερωτεύτηκε τον γιο του Θησέα τον Δημοφώντα. Την ερωτεύτηκε πολύ κι εκείνος και έζησαν μαζί αγαπημένοι. Κάποτε ο Δημοφώντας νοστάλγησε την πατρίδα του και θέλησε να πάει στην Αθήνα για λίγο. Η Φυλλίς έμεινε πίσω να τον περιμένει.
Τα χρόνια περνούσαν κι εκείνος δε γυρνούσε. Απελπισμένη η Φυλλίς κρεμάστηκε σε ένα δέντρο και εκείνο κράτησε τη ψυχή της. Από τότε δεν ξανάβγαλε φύλλα, ούτε άνθισε ποτέ ξανά.
Κάποιο Γενάρη με τα χιόνια γύρισε ο Δημοφώντας . Όταν έμαθε για το χαμό της αγαπημένης του, αγκάλιασε το δέντρο συντετριμμένος κι έκλαψε πικρά.. Τότε εκείνο άρχισε να βγάζει λευκά λουλούδια. Η ψυχή της βασιλοπούλας γέμισε χαρά αλλά δεν ξαναπήρε ποτέ ανθρώπινη μορφή. Έμεινε δέντρο και κάθε Γενάρη ή Φλεβάρη στολίζεται ολόλευκο.
Έτσι είναι η ανθρώπινη ψυχή. Χρόνια τη μελετώ και είμαι σίγουρος. Δεν τη βαστά τη μαυρίλα. Κάθε Φλεβάρη ντύνεται ολόλευκα. Εμπρός λοιπόν! Ομολογήστε το! Αδημονείτε για την Άνοιξη! Για κάποιαν Άνοιξη που υποτίθεται πως σας περιμένει!
ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΔΙΚΟ
Η ώρα περνά. Καιρός λοιπόν να κλείσω το παραθύρι μου και να έρθω με τη φαντασία μου να σε βρω, απογευματάκι στον κήπο σου την ώρα που πίνεις τον καφέ σου το βαρύ γλυκό μ’ ένα κριθαρένιο παξιμαδάκι, χωρίς να λες λόγια πολλά, χωρίς να κάνεις παράπονα. Λαχταρώ την ώρα που θα πάμε μαζί να βρούμε τις κοινές αναμνήσεις μας, τα παλιά μας στέκια, τα παλιά μας τραγούδια.
Κάποτε τσακωνόμαστε, ποιος από τους δυο κυβερνά τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο. Το δίκιο, έλεγα εγώ, το άδικο φώναζες εσύ. Τελικά εσύ είχες δίκιο και θέλω απόψε να στο πω. Άργησα να το καταλάβω, μα κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Ώστε λοιπόν, τον κόσμο κυβερνάει το άδικο! Γιατί άραγε στα σκολειά αυτό δεν το διδάσκουν; Γιατί δεν λένε την αλήθεια; Μήπως δεν τολμούν να κοιτάξουν τα παιδιά τους στα μάτια; Όμως πάλι, είναι σωστό ν’ αφήνουν τα καημένα τα παιδιά να περιφέρονται μέσα σ’ ένα κήπο με αυταπάτες;
Έχω γνωρίσει το άδικο και έχω επαναστατήσει γι αυτό. Είμαι σίγουρος πως όλοι το έχετε γνωρίσει αφού αυτή είναι η πραγματικότητα της ζωής. Όπως είμαι σίγουρος πως έχετε νοιώσει μέσα σας να φουντώνει το αφρισμένο και ασυγκράτητο κύμα της αγανάκτησης που σαρώνει το είναι του ανθρώπου όταν νοιώσει την αδικία, το άδικο. Ίσως μάλιστα, αμέσως μετά το κύμα της αγανάκτησης να έχετε νοιώσει και το κύμα της επανάστασης που θέλει να σαρώσει τα πάντα.
Τα χρόνια περνούν, οι δεκαετίες επίσης σαν τον άνεμο που φυσά. Από τότε που γεννήθηκα θυμούμαι πόση εντύπωση μου έκανε ο άνεμος όταν φυσούσε μανιασμένα σηκώνοντας σύννεφα σκόνης, κονιορτό που λέμε, ή κονίσαλο, όπως το έλεγε ο Όμηρος. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως ο άνεμος μπορεί να διαλύσει ακόμη και μια ζωή, να την κάνει σκόνη και κονιορτό.
Άνεμος είναι αυτός, δεν πιάνεται. Του κάθε διαφορετικού δέντρου η φυλλωσιά έχει την δική της διάλεκτο που την προφέρει στο πέρασμα του ανέμου, καθώς διδάσκει ο ποιητής. Ο άνεμος, ναι, αυτός είναι δίκαιος. Οι άνθρωποι, όχι. Ο άνεμος φυσά επί δικαίων και αδίκων. Σαρώνει τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, χωρίς επιλογή, χωρίς οίκτο. Ο άνεμος ναι, οι άνθρωποι όχι. Όσες φορές κι αν με ρωτήσουν πάλι όχι θ’ απαντήσω. Κι ο ήλιος που βγαίνει την αυγή και χάνεται στη δύση, κι αυτός δίκαιος είναι. Μα της δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός, υπάρχει μόνο στα ποιήματα.
Ελάτε μαζί μου και θα σας δείξω την αυτοκρατορία της αδικίας. Πρέπει να γνωρίζετε την αλήθεια, για να έχετε πυξίδα στη ζωή, για να διδάξετε σωστά τα παιδιά σας. Τι πρέπει να διδάξομε τα παιδιά; Πως ενώ στη ζωή σίγουρα επικρατεί το άδικο, αυτά τουλάχιστον πρέπει να αγωνιστούν για το δίκιο.
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Θυμούμαι ολοένα πιο συχνά και ξαναφέρνω στη μνήμη μου έναν άθλο του Ηρακλή. Εκεί που ο Αυγείας, κοτζάμ βασιλιάς της Ήλιδας ζήτησε την βοήθεια του ημίθεου Ηρακλή για να καθαρίσει την μπόχα και την δυσοσμία που κυριαρχούσε στο βασίλειό του σα συνέπεια της κοπριάς που δημιουργούσαν στους στάβλους τα 3000 βόδια του.
Γιατί άραγε με βασανίζει αυτός ο αρχαίος μύθος τόσο που κοντεύει να μου γίνει έμμονη ιδέα;
-Είναι απλό, αντιγύρισε ο φίλος μου Γιώργος, και απορώ πως δεν το νοιώθεις: Είναι γιατί του μύθου ο βαθύς συμβολισμός αφορά και τη σύγχρονη ελληνική δημόσια ζωή. Η κόπρος του μύθου παραπέμπει στη διαφθορά και τη δυσωδία της δημόσιας ζωής, που είναι ουσιαστικά αδύνατο να καθαρίσει. Μόνο με έναν Ηρακλή, έναν ήρωα μπορεί να γίνει δυνατό. Διάβασε τους αρχαίους Έλληνες, ακόμη και τους μύθους τους. Διδάξου απ’ αυτούς!
-«…Έτσι του μύθου η νόηση, χάρη γιατρειάς φυλάσσει…» πετάχτηκε κι ο Θωμάς με νόημα.
-«…Απού την αρρωστειά εις υγειά μπορεί και μεταλάσσει…» συμπλήρωσα κι εγώ για να μην υστερήσω.
Τον γνωρίζουν ασφαλώς τον μύθο οι πολιτικοί μας, πρέπει όμως να τον αναθυμούνται κιόλας, πρέπει να τον έχουν σαν ευαγγέλιο. Αν το έκαναν αυτό δεν θα είχαμε φτάσει στο βαθμό απαξίωσης της πολιτικής σήμερα.
-Να όμως που πάλι οι πολιτικοί ετοιμάζονται να ζητήσουν την ψήφο μας για τις εκλογές που πλησιάζουν. Άραγε εσύ θα ζητήσεις πάλι την ψήφο μας; ρώτησε βλοσυρά ο Γιώργος.
-Εγώ φίλε μου έχω μπει σ’ άλλους παραλλήλους, όπως λέει κι ο ποιητής. Η ψηφοσυλλεκτική δραστηριότητ δεν είναι τόσο συναρπαστική όσο νομίζεις. Η σύντομη επαφή μου μαζί της μου άφησε γεύση στυφή και αρνητικό πρόσημο. Και δεν είναι μόνο αυτό.
Η τράπουλα είναι φίλε μου σημαδεμένη. Οι συμφωνίες γίνονται κάτω απ’ το τραπέζι, τα χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση. Οι διαδρομές είναι υπόγειες. Αυτή είναι η Ελληνική πραγματικότητα αδερφέ. Ώρα καλή στην πρύμνη τους κι αγέρας στα πανιά τους. Στο καλό να πάνε!
Αυτό που ψάχνω – όπως κι ο περισσότερος κόσμος – είναι ο αγέρας ο καθαρός. Χωρίς σωματίδια και προσμίξεις. Ο καθαρός αέρας είναι ένα απόλυτα σπάνιο αγαθό στην ελληνική επικράτεια.
Μα και το ελληνικό λούνα πάρκ έχει τελειώσει οριστικά. Τα τραινάκια έχουν εκτροχιαστεί και τ’ αλογάκια κλωτσάνε. Το φαγοπότι, τέλος. Οι απαξιωμένοι πολιτικοί ψάχνουν νέους τρόπους για να τουμπάρουν τους χαχόλους. Ώρα καλή στην πρύμνη τους!
-Με τα δικά μου τα φτερά, έχω ψηλά πετάξει
Γι αυτό δεν νοιάζομαι ποτέ, αν ο καιρός αλλάξει….
Αυτή τη μαντινάδα έλεγε ο παππούς, κι εγώ μάζευα με τις χούφτες μου τη σοφία που έσταζε.
-Μα, Γιώργο, εσύ ο στενός μου φίλος, αφού τα ξέρεις όλα αυτά, γιατί επιμένεις να ρωτάς;
-Θέλω να δοκιμάζω την αντοχή σου, αφού οι άνθρωποι είμαστε τόσο αδύναμοι, τα πόδια τρέχουνε κι ας είναι τόσο κουρασμένα, στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους!
-Δοκίμασέ με και θα την αντέξω τη δοκιμασία. Στέκω απέναντι στον ουρανό και τον κοιτάζω κατάματα μ’ ένα λουλούδι στο χέρι. Ρομαντικό; Ίσως. Έχω αρχίσει ν’ ανεβαίνω της ποιήσεως την εξαίσια σκάλα. Τα τραγούδια που τραγουδώ δεν τα ακούν παρά μόνο αυτοί που πρέπει.
-Καθαρίστε, ακριβώς σαν τον Ηρακλή την κόπρο που το «σύστημα» έχει σωρεύσει μέσα σας. Φύγετε απ’ τη βρώμα χωρίς ούτε στιγμή να διστάσετε. Ξεκολλήστε απ’ το κορμί σας τις βδέλλες που σας πίνουν το αίμα. Περάστε στην απέναντι όχθη.
-Πάμε Ντόλυ!
ΜΥΡΩΔΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
-Ποιος στις χάρες μας! Μεγαλόπρεπο και πανάκριβο Αναγεννησιακό φεστιβάλ παρουσίασε πάλι ο Δήμος Ρεθύμνου. Μα τι γίγαντες είμαστε εμείς οι Ρεθεμνιώτες βρε παιδί μου! Η κρίση ούτε που μας αγγίζει. Τι κρίση μου λες και κουραφέξαλα!
-Όμως ο Χορτάτσης και πάλι απών! Μήπως κάνω λάθος; Μήπως τον πήρε εσένα το μάτι σου;
-Απών, ταπεινός, καταφρονεμένος και εξοβελισμένος ο μεγάλος ποιητής της Κρητικής Αναγέννησης. Τι κι αν είναι Ρεθεμνιώτης; Δεν τον γουστάρουν! Το όνομά του δεν αναφέρεται καν στα πολύχρωμα προγράμματα και φυλλάδια. Δεν τον γουστάρουν, πώς να το κάνουμε!
-Δεν τους γουστάρω λοιπόν ούτε εγώ. Έχω πια βαρεθεί να λέω και να γράφω τα ίδια. Οι γραφικότητες περί «μάννας γης» δεν με αφορούν.
Ας μιλήσουν – αν θέλουν και αν αισθάνονται πως είναι αναγκαίο - η ΙΛΕΡ, ο Σύνδεσμος Φιλολόγων και οι άλλοι φορείς της πόλης. Ας μιλήσουν όλοι όσοι νομίζουν πως έχουν κάτι να πουν σαν άτομα. Οφείλουν να μιλήσουν. Με κολακείες και υποκλίσεις δεν προχωρεί η πόλη. Θα είμαστε όλοι υπεύθυνοι μπροστά στον ιστορικό του μέλλοντος, τότε που το όνομα «Γεώργιος Χορτάτζης» θα χει πια εντελώς ξεχαστεί από τους Ρεθεμνιώτες. Αυτό είναι το δικό μας πρόβλημα.
-Σιγά μωρέ, μην τα παραλές κι εσύ καημένε! Σιγά μη μας ζητήσει ευθύνες ο ιστορικός του μέλλοντος! Εδώ σου λένε συναινεί και εγκρίνει ο κύριος Κωστάλας! Ποιος είσαι εσύ που διαφωνείς;
Του Γιώργου του άρεσε πάντα, πρώτα να με ερεθίζει και μετά να κάθεται και να απολαμβάνει τις εκρήξεις μου. Αν δεν ήταν παλιός συμμαθητής μου θα τον έλεγα «δάσκαλο». Ήταν αυτός στ’ αλήθεια ο δάσκαλος κι εγώ ήμουν ο μαθητής. Και τι μαθητής! Μπορούσα να τον ακούω να μιλά για ώρες!
-Ας αφήσομε λοιπόν Μανόλη τα του Αναγεννησιακού στον κατ’ εξοχήν αρμόδιο κύριο Κωστάλα και ας συγκεντρωθούμε εμείς στα του οίκου μας. Σε κάποιες εικόνες καλοκαιριού απαράμιλλες, που θα μπορούσαμε να τις ονομάσομε και «μυρωδιά καλοκαιριού».
Εικόνα πρώτη: Ιδού τα μαλλιά μιας νέας κοπέλας μαυρομαλλούσας, που ανεμίζουν στο θαλασσινό αέρα, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζεται να βουτήξει στη θάλασσα. Οι κινήσεις των μαλλιών της, προς στιγμήν συγχρονίζονται με τις αναρριγήσεις του νερού καθώς και αυτό αναρριπίζεται σε συγχρονισμό από τον δροσερό αέρα.
Η κοπέλα βιώνει ετούτη τη στιγμή εντονότατα. Φαίνεται από την έκφραση του προσώπου της. Ελαφρές δονήσεις, αδιόρατες, στους μυς του προσώπου και στα χείλη που τρεμουλιάζουν. Η συνείδησή της είναι ήσυχη. Δεν έχει βλάψει κανέναν. Δεν έχει βγάλει ποτέ χρήματα σε βάρος άλλων. Φροντίζει πάντα να μάχεται το τέρας που μπορεί να κρύβει μέσα του ο σύγχρονος καθωσπρέπει, καλοβαλμένος, ευυπόληπτος ΄Ελληνας. Και τώρα ιδού: Ήρεμη και ευτυχής ετοιμάζεται να παραδοθεί στην αγκάλη του νερού άνευ ορίων, άνευ όρων.
Ένα χρονογράφημα όπως αυτό που διαβάζεις αυτή τη στιγμή αγαπητέ αναγνώστη, οφείλει να απεικονίζει τη ζωή, αφού βγαίνει μέσα απ’ τη ζωή. Έτσι, όπως και στη ζωή, την ποιητική διάθεση μπορεί να διαδέχεται απότομα η θλίψη.
Η εικόνα που μόλις ξετύλιξα ξαφνικά πάγωσε. Μόλις προ ολίγου έμαθα για τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια. Σκέφτομαι το δίχρονο παιδί του, τη σπαραχτική σύζυγο που κρατεί ακόμη μια ζωή στην κοιλιά της. Για τέτοια θέματα δεν χρειάζεται να γράφει κανείς πολλά. Αρκούν και τα λίγα. Περισσότερο πρέπει κανείς να σκέφτεται και να επιτρέπει στον εαυτό του να συγκλονίζεται. Η σιωπή καμιά φορά λέει από μόνη της βαριές κουβέντες.
Μια λεπτή μυρωδιά καλοκαιριού φτάνει από τις ακτές πέρα. Βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης και ταραχής. Ελπίζω και αναγέννησης.
ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ
Εγώ κι ο φίλος μου ο Γιώργος είχαμε ξυπνήσει νωρίς, με τις πρώτες αχτίνες του ήλιου. Το δροσερό βοριαδάκι ανανέωνε τις σκέψεις μας, έτσι που τις νοιώθαμε να αιωρούνται νωχελικά στο κενό ενός γαλανού και τέλεια ανέφελου ουρανού. Ο «μέσα» ουρανός μας όμως, ήταν συννεφιασμένος.
-«Η οικονομία του λίκνου του δυτικού πολιτισμού είναι αντίστοιχη μιας τριτοκοσμικής χώρας», γράφει η ξένη εφημερίδα.
-Να την, χειροπιαστή και συγκεκριμένη, η αιτία της δυστυχίας και της μαυρίλας του σημερινού Έλληνα που γνωρίζει «δέκα γράμματα». Από τη μια είμαστε το «λίκνο του δυτικού πολιτισμού» κι από την άλλη τα έχομε κάνει μούσκεμα!
-Πως γίνεται να συμβαίνουν αυτά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στην ίδια ακριβώς χώρα;
Ο Γιώργος σταυροκοπήθηκε. Απολαμβάναμε μαζί τον πρωινό καφέ, μια από τις λίγες απολαύσεις που θα απομείνουν (ελπίζω) στο σύγχρονο Έλληνα. Μια καινούργια ημέρα άρχιζε μέσα στην άχαρη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Ήχοι της πολιτείας που ξυπνά και χασμουριέται βαρυεστημένα. Κι όμως, η πόλη είναι γεμάτη από τους χυμούς της ζωής – από χαρά και λύπη, από έξαρση και έκσταση, από φανατισμό και απογοήτευση. Το παρελθόν αναμειγνύεται με το παρόν, η ανάγκη για επιβίωση ανάκατη με τη νοσταλγία του παρελθόντος. Αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο, για να ψάξουμε να βρούμε ποιες αληθινές αξίες διέπουν τη ζωή μας.
-Ξύπνιος εσύ, μα το πνευματικό Ρέθυμνο κοιμάται. Σσσσσσσς…. Το πνευματικό Ρέθυμνο κοιμάται βαθιά. Ας μην το ξυπνήσουμε. Ζητάς ν’ ακούσεις την άποψη του πνευματικού Ρεθύμνου για τη διαγραφή του Γεωργίου Χορτάτζη από το Αναγεννησιακό, μα δεν «ακούγεται ήχος».
-Ποιος το περίμενε, πως ανάμεσα στις θεαμαπάτες και στα εικονοδράματα θα γινόμουν εγώ ο υπερασπιστής των αληθινών πνευματικών παραδόσεων αυτής της πόλης! Ξυπνήστε πατριώτες! Φιμώνουν τον Χορτάτζη για να επιπλέουν ευκολότερα οι όποιες σύγχρονες μετριότητες, φώναξα!
-«Τ’ άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
Το φως το κόκκινο έριξε…»
-Βραβείο βέβαια για όλα αυτά δεν πρόκειται να πάρεις! Αντίθετα, κάποιοι δημοσιογράφοι θα πουν πως κάνεις κριτική «κακοπροαίρετη»!
-Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα πούνε. Εμένα μου φτάνει που γνωρίζω την αλήθεια και δεν βρίσκομαι στο σκοτάδι. Δεν με τρομάζει η υποκουλτούρα και οι μέθοδοι του Μακιαβέλλι μου είναι γνωστοί!
Μου διάβαζες κάποτε Σεφέρη, Ελύτη και Καβάφη. Αυτοί οι τρεις, μου ψιθύριζες, αυτοί είναι οι τρεις μεγάλοι της νεότερης Ελλάδας!
- Έλα καημένε! Μέσα σ’ αυτή την παρακμιακή Ελλάδα εσύ μιλάς για ποίηση! Μέσα σ’ αυτή τη ζαλισμένη πόλη εσύ μιλάς για Χορτάτζη! Καλοκαιράκι είναι, το βραδάκι θες σαν άνθρωπος να βγεις έξω με την παρέα σου να πιεις ένα «ποτάκι», να δροσίσεις το φάρυγγά σου, να ξεσκάσεις και στο τέλος να γυρίσεις σπίτι σου χαλαρός και ξένοιαστος.
Και το Νοέμβρη, πάλι χαλαρά, θα πας σαν καλό παιδί και χωρίς πολλές ερωτήσεις να ψηφίσεις. Θα σε καλοπιάσουμε, θα σε σιργουλέψομε και θα μας ψηφίσεις. Όλα θα γίνουν χαλαρά και η δουλειά μας θα γίνει. Όλα θα γίνουν με χαμόγελο και θα μοιάζουν αγγελικά!
-Λες!
Η πόλη ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Οι μητέρες νανουρίζουν τα παιδιά τους. Όμως οι δυο φίλοι, οι αδιόρθωτοι, τα παλιόπαιδα τα ατίθασα, ανοίγουν πάλι τα σκονισμένα κιτάπια τους:
-«Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.»
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.»
ΚΑΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΝΗΣΙ….
-«Δεν γεννηθήκαμε ελεύθεροι. Γεννηθήκαμε για να ελευθερωθούμε». Αυτή η σπουδαία φράση δεν είναι δικιά μου αλλά είναι του Hegel, για να λέμε την αλήθεια. Θα πρέπει να ήταν πολύ δυνατό μυαλό αυτός ο Hegel! Τα κυκλώματα μεταξύ των κυττάρων του εγκεφάλου του θα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα και σε περισσότερους συνδυασμούς από τα κυκλώματα του δικού μας εγκεφάλου, άρα και η ευφυΐα του μεγαλύτερη.
Η Μάρω χαμογέλασε συγκατανεύοντας.
-Μόνο που η πορεία προς την ελευθέρωση είναι μακριά και επίπονη. Ίσως στο βάθος και να μη θέλουμε να ελευθερωθούμε.
Η Μάρω είναι η αδυναμία μου για ένα κυρίως λόγο: Διότι είναι έξυπνη χωρίς να «κάνει» την έξυπνη. Δεν είναι φλύαρη ούτε υπερφίαλη. Δεν διεκδικεί περγαμηνές πέρα από την περγαμηνή που πάντα μας αξίζει εφ’ όσον χρησιμοποιούμε τον κοινό νου. Τα βαθυστόχαστα νοήματα και οι πολιτικές αναλύσεις την κουράζουν. Της αρέσουν μάλλον τα σκέτα και τα σταράτα.
Από τις ατελείωτες συζητήσεις εφ’ όλης της ύλης προτιμούσε να κάθεται στ’ ακρογιάλι με τις δυο πατούσες της βυθισμένες στο νερό ακούγοντας το ρυθμικό φλίσβισμα του νερού, φλουπ, φλουπ στα βραχάκια, κι ο ήχος να σβήνει τελικά στα βότσαλα και στους αστραγάλους της… Κάποτε σιγοτραγουδούσε:
-Κάπου υπάρχει ένα νησί,
-Δεν με προσέχεις, παρατήρησα συνοφρυωμένος. Εγώ προσπαθώ να φτάσω στην ουσία και στο «δια ταύτα» κι εσύ ψάχνεις για νησιά!
Με κοίταξε με λατρεία.
-Μην αρχίζεις πάλι τα ίδια, και βέβαια σε προσέχω και σε λαμβάνω σοβαρά υπόψη. Σε παραδέχομαι και σε υπολογίζω. Όταν σ’ ακούω νοιώθω τις αποθήκες μέσα μου να γεμίζουν. Όχι δε μιλάς στο βρόντο, μιλάς και τ’ ακούω όλα εγώ. Απλά δυσκολεύομαι λίγο να τα …χωνέψω.
-Οι σημερινοί άνθρωποι τρώνε καλά, έχουν πολλά πράγματα, σπίτια, αυτοκίνητα, κινητά, αποχυμωτές, μίξερ, οθόνες LCD κι ένα σωρό άλλα που μπερδεύουν τη ζωή τους, την κάνουν πιο ακριβή, αλλά και ευάλωτη. Από όλα αυτά τα υλικά που έχουν αντλείται το χρήμα. Άμα δεν έχεις τίποτε, κανείς δεν μπορεί να σε αγγίξει.
Σε παλιότερες εποχές, όταν παντρευόταν κάποιος, νοίκιαζε μια καμαρούλα με ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, μια λάμπα πετρελαίου ή ένα λαμπτήρα 60 κηρίων που κρεμόταν από το ταβάνι. Έκανε και παιδιά. Και εντούτοις μπορούσε να τα αναστήσει έτσι, γιατί είχε μηδαμινά έξοδα. Ήταν πλούσιος στη φτώχεια του.
Σε παλιότερες εποχές, όταν παντρευόταν κάποιος, νοίκιαζε μια καμαρούλα με ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, μια λάμπα πετρελαίου ή ένα λαμπτήρα 60 κηρίων που κρεμόταν από το ταβάνι. Έκανε και παιδιά. Και εντούτοις μπορούσε να τα αναστήσει έτσι, γιατί είχε μηδαμινά έξοδα. Ήταν πλούσιος στη φτώχεια του.
Όλοι θα αναρωτιόμαστε, πώς μπορούσαμε και κάναμε τόσα πράγματα αφού δεν υπήρχαν χρήματα. Πόσοι και πόσοι δεν έγιναν ποιητές, ζωγράφοι, επιστήμονες, επιχειρηματίες, ξεκινώντας από ένα απλό φτωχικό σπιτάκι, μια μικρούλα αυλή.
Τώρα όπως έγιναν τα πράγματα, δύσκολα αποφασίζεις ν’ αναπτύξεις δραστηριότητες γιατί φοβάσαι τα προβλήματα της ζωής. Πώς να πληρώσεις το ηλεκτρικό, το νερό, το αυτοκίνητο, τα τέλη και τις εισφορές. Ο σημερινός άνθρωπος είναι σκλάβος στις απαιτήσεις της ίδιας του της ζωής. Η ευτυχία τον πλησιάζει λίγο και χάνεται γρήγορα χωρίς να μπορεί να την αγγίξει, γιατί συνήθως καραδοκεί ο φόβος. Άρα λοιπόν, ευτυχής δεν είναι αυτός που έχει τα περισσότερα χρήματα αλλά αυτός που έχει τις λιγότερες ανάγκες.
Τώρα όπως έγιναν τα πράγματα, δύσκολα αποφασίζεις ν’ αναπτύξεις δραστηριότητες γιατί φοβάσαι τα προβλήματα της ζωής. Πώς να πληρώσεις το ηλεκτρικό, το νερό, το αυτοκίνητο, τα τέλη και τις εισφορές. Ο σημερινός άνθρωπος είναι σκλάβος στις απαιτήσεις της ίδιας του της ζωής. Η ευτυχία τον πλησιάζει λίγο και χάνεται γρήγορα χωρίς να μπορεί να την αγγίξει, γιατί συνήθως καραδοκεί ο φόβος. Άρα λοιπόν, ευτυχής δεν είναι αυτός που έχει τα περισσότερα χρήματα αλλά αυτός που έχει τις λιγότερες ανάγκες.
-Τα κατάλαβα πολύ καλά και είναι απόλυτα κατανοητά όλα αυτά που μου είπες. Σε όλα συμφωνώ, είπε η Μάρω αναμασώντας μια τσίχλα. Θα ήθελα όμως να είχα κανα δυο χιλιάρικα για να κατεβώ στην αγορά.
Με κοίταξε πεταχτά, μετά πήρε ένα μεγάλο βότσαλο και το πέταξε στη θάλασσα. Φλουπ, εκείνο, βυθίστηκε στο νερό με απόλαυση! Οι κύκλοι γύρω του άρχισαν να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν ώσπου χάθηκαν. Η Μαρία τους κοίταζε και σιγοτραγουδούσε:
-«Κάπου υπάρχει ένα νησί, χωρίς κακούς, μην αμφιβάλλεις,
Δε λέω λόγια της στιγμής, κι αυτά που λεν της παραζάλης…».
Το καλοκαίρι εξακολουθούσε να μεσουρανεί ζεστό και αγέρωχο, μέσα στο απόλυτο ουράνιο γαλάζιο.
ΘΕΜΑΤΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
Χτύπησε η πόρτα μου και ήταν η Μάρω. Λεπτοκαμωμένη και επιτηδευμένα ατημέλητη, εισέβαλε με «στυλ» και χαρούμενη διάθεση, αντίβαρο μοναδικό στη δική μου μόνιμη γκρίνια. Η Μάρω ήταν ο άνθρωπος που «ήξερε να ακούει». Ότι χρειαζόταν δηλαδή για μένα τον αδιόρθωτο που επιζητούσα συνεχώς να λέω, να λέω…
-Έλα λοιπόν και κάθισε κοντά μου Μάρω, να σου μιλήσω για την υποβαθμισμένη αισθητική με την οποία επιμένουν να μας βομβαρδίζουν κάποιοι μέσα σ’ αυτή την πόλη. Και όποιοι μεν ανέχονται και ασπάζονται αυτή την αισθητική, είναι δικαίωμά τους. Όμως τους λίγους (έστω) που μπορούν να διακρίνουν και να αντιληφθούν την πραγματικότητα, αυτούς οφείλομε να τους προστατέψουμε. Αυτοί, έχουν δικαίωμα σε κάτι παραπάνω από τη μετριότητα. Πρέπει εμείς να τους ενημερώσουμε πως έχουν δικαίωμα να αξιολογούν τη ζωή και την Τέχνη με κριτήρια αυστηρά.
Ήπια ένα ποτήρι παγωμένο νερό και συνέχισα:
-Ως «πανδαισία» μας περιγράφει η φίλη δημοσιογράφος μια συγκεκριμένη εκδήλωση – δεν έχει σημασία ποια ακριβώς. Διαβάζει ο άλλος και θαυμάζει:
«Πανδαισία. Όνειρο!», γράφει η εφημερίδα. Ολοσέλιδο αφιέρωμα, σου λέει ο άλλος. Όλοι έχουν μείνει εκστατικοί.
-Μα τι λες βρε παιδάκι μου! Κοίτα να δεις μια πανδαισία που χάσαμε!
Εδώ σε θέλω λοιπόν. Ποια ήταν η πραγματικότητα; Δεν επρόκειτο καθόλου για πανδαισία, αφού δεν υπήρχε ίχνος ζωντανής μουσικής στην εκδήλωση, μόνο μουσική - κονσέρβα, διανθισμένη με παιδαριώδη χορευτικά (η μαυροφόρα που τραβάει τα μαλλιά της) και συνδετικά κείμενα απλοϊκά, κάπως σαν τη δασκάλα του δημοτικού που μιλά στους μαθητές της. Μέσα σ’ αυτό το στήσιμο, τι θα μπορούσαν άραγε οι καλοί τραγουδιστές και ο καλός συνθέτης να διασώσουν;
Όταν τώρα όλο αυτό εμφανίζεται σε ολοσέλιδο αφιέρωμα εφημερίδας σαν «πανδαισία», τότε πραγματικά αποπροσανατολίζομε τον κόσμο αγαπητή μου κυρία. Διότι ο κόσμος, όταν δεν έχει μέτρο σύγκρισης χάνει την αίσθηση της πραγματικής ποιότητας, οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους .
-Απομένει λοιπόν σε μας, Μάρω, να βάλομε τις φωνές, να σταματήσουν επιτέλους οι υπερβολές και να προστατέψομε το καλλιτεχνικό αισθητήριο του κόσμου, το οποίο είναι μεν υπαρκτό, αλλά το αφήνουν να κοιμάται και να αδρανεί. Απομένει σε μας να δώσουμε παραδείγματα, να καταγγείλομε το «κιτς» και όλα όσα σερβίρονται ως «μεταξωτές κορδέλες».
Η Μάρω με άκουγε παραδομένη στις σκέψεις της.
-Δεν νομίζω πως κατάλαβες και πολλά πράγματα από όσα μόλις είπα, παρατήρησα απογοητευμένος.
Η Μάρω εξακολουθούσε να μένει σαν υπνωτισμένη. Περισσότερο αισθανόταν παρά σκεφτόταν. Σχεδόν ονειροπολούσε.
Της φαινόταν μάταιο ν’ ασχολείται μ’ αυτά τα παράπλευρα. Το ίδιο πιστεύουν και οι περισσότεροι φίλοι μου. Πως όλα αυτά είναι μάταια, αφού ο κόσμος δεν αλλάζει, τι ψάχνεις τώρα να βρεις…
-Είναι όμως τα θέματα αισθητικής πεζά και εφήμερα; Ποιο είναι τότε αυτό που έχει πραγματική αξία;
Το καλοκαίρι ζεστό και κραταιό μεσουρανούσε εκτινάσσοντας προς τον ορίζοντα πουλιά, ευωδιές και έντομα. Η θάλασσα η αγαπημένη, λίγο πιο πέρα φλυαρούσε με την αμμουδιά, κι όλα έμοιαζαν ειρηνικά και ατελεύτητα.
Γεύση από καλοκαίρι, από θάλασσα κι αλάτι. Τι άλλο καλύτερο να προσδοκούμε άραγε; Τι άλλο από σταγόνες ευτυχίας κι αρμύρας καταμεσίς σε μια θάλασσα από προβλήματα;
Κι ύστερα το βράδυ! Τι βράδυ κι αυτό απόψε, με τη βροχή των αστεριών, με πεφταστέρια, με ή χωρίς ευχές, με ή χωρίς ελπίδες.
Επιτέλους η Μάρω αποφάσισε να μιλήσει:
-Η βροχή από πεφταστέρια, ο χορός των αστεριών μέσα στο σκοτάδι, οι διάττοντες μέσα στον Αυγουστιάτικο ουρανό, προσφέρουν μια παρηγοριά, έτσι δεν είναι δάσκαλε; Φαντάσου: Απόψε βρέχει αστέρια!
Η Μάρω μιλούσε ενώ βρισκόταν μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Από εκεί μακρυά, από τον αστερισμό του Περσέα, απ’ όπου έρχονται τα πεφταστέρια, οι «Περσείδες», άραγε κουβαλούν ελπίδες; Υπάρχει άραγε ελπίδα;
ΕΝΑΣ ΓΡΑΦΙΑΣ ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ
Κάποιοι γνωστοί και φίλοι με ρωτούν, γιατί γράφω. Κάποιοι άλλοι μου λένε πως καλά κάνω και γράφω. Οι υπόλοιποι σιωπώντας ευγενικά μου δίνουν να καταλάβω πως το καλύτερο θα ήταν να …σταματήσω να γράφω!
Γράφω λοιπόν και για να δούμε τι έχομε σήμερα: Μοναξιές και μεσάνυχτα στο σπίτι, μπροστά στον υπολογιστή. Γράφω, σημαίνει: Όσα βολτάρουν στο μυαλό, όσα λέγονται αλλά κι όσα δεν λέγονται, αυτά πρέπει να αξιολογηθούν και να βγουν στα σημειώματά ή να μη γραφούν ποτέ αλλά να φυλαχτούν στην καρδιά μου.
Ένα είναι σίγουρο: Εγώ δεν γράφω για να ζω. Αντίθετα, εγώ ζω για να γράφω. Μια πινελιά και μια γεύση λογοτεχνίας προσθέτω στα γραφόμενά μου, που και που, έτσι για να νοστιμίζει το κείμενο, όπως το φαγητό νοστιμίζει με τ’ αλάτι.
Από κοντά κυνηγώ και την παντοδύναμη ποίηση γιατί μόνο αυτή ξέρει να δίνει κουράγιο στον πολιορκημένο, ζαλισμένο κι ανυπεράσπιστο σημερινό άνθρωπο. Αλήθεια, ανυπεράσπιστος είναι ο σημερινός άνθρωπος. από δύο κυρίως πράγματα: Από την παραπληροφόρηση κι από την κακογουστιά. Και τα δυο κυνηγούν σαν κατάρες την ελληνική κοινωνία.
Αναρωτιέμαι, ένα κείμενο, πόση δύναμη μπορεί να έχει ώστε να επιδρά στον αναγνώστη και να τον επηρεάζει ανάλογα. Ο συγγραφές είναι αυτός που βάζει τη δύναμη στο κείμενο. Προσθέτει λέξεις, αλλάζει λέξεις, βάζει μπαρούτι και σχήματα - πυροτεχνήματα μέσα στις λέξεις. Οι λέξεις παλεύουν μεταξύ τους, μονομαχούν. Οι λέξεις πρέπει να είναι ρωμαλέες και όχι γλυκανάλατες και χαριεντιζόμενες «κυράτσες». Όχι «γλάστρες», παγερές κι αδιάφορες στο μπαλκόνι, μα μυροβόλα γιασεμιά, γαρύφαλα και ρόδα.
Κάποια στιγμή πάλι, λες: Δεν πρόκειται να ξαναγράψω ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ. Το λες διότι το γράψιμο συχνά πονάει, το γράψιμο μαστιγώνει και πληγώνει όχι μόνο τους άλλους αλλά και σένα τον ίδιο.
Μετά πάλι μουρμουρίζεις: Ε, όχι κι έτσι! Δε γίνεται, δεν μπορώ να σταματήσω το γράψιμο. Θα γράφω γιατί αυτό ξέρω να κάνω. Θα γράφω γιατί αυτό μου δίνει δύναμη. Θα γράψω κάποια στιγμή για όσους και όσα μου δίνουν δύναμη, για όσους και όσα μου την στερούν αυτή τη δύναμη. Θα γράψω για να τιμωρήσω αυτούς που με εξαπάτησαν και με πρόδωσαν.
Θα γράψω όσα πιστεύω ότι οι άλλοι περιμένουν από μένα να γράψω, και μετά θα γράψω για όσα περιμένω εγώ από τους άλλους, αλλά εκείνοι δεν τολμούν. Θα γράφω ικετεύοντας το ίδιο το κείμενο, μήπως και μπορέσει να με λυτρώσει.
Ψηλά – ψηλά στην επικεφαλίδα, θα γράψω τη λέξη «Συνείδηση». Αναρωτιέμαι πάντα, γιατί αντί για αίμα κυλάει μόνο συνείδηση εκεί μέσα! Η συνείδηση είναι ένα αβάσταχτο βάρος που άλλο δεν κάνει παρά να σε συντρίβει με την κάθε ευκαιρία.
Ζεστός ο Αύγουστος, ο αέρας ζεστός, πνιγηρός, κορεσμένος. Προσπαθώ να βρω λέξεις να οχυρωθώ. Οι λέξεις φτιάχνουν άλλωστε τα καλύτερα αναχώματα. Οι λέξεις σώζουν. Προσπαθούσα να κρατηθώ από πάνω τους, έμπηγα βαθιά τα νύχια μου μέσα τους. Οι λέξεις είναι σήματα, όπως τα σήματα μορς. Όσοι τα πιάνουν με τις κεραίες τους, έχει καλώς. Οι άλλοι….ας τους, παράτα τους.
Πίστευα στις λέξεις με εκείνη την πίστη που λέει ότι μέσα στην έρημο υπάρχει ένα δροσερό ποτάμι που περιμένει να σε δεχτεί. Πίστευα στους νηφάλιους, στους ψύχραιμους, εκείνους που ξέρουν τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «λέξη».
Ύστερα ξύπνησα, νοιώθοντας πως ξαφνικά είχα γεράσει.
Δεν πιστεύω στις «πανδαισίες» κι αρνιέμαι να γράφω μπούρδες. Όταν σου λένε πως κάτι ήταν πανδαισία να κουμπώνεσαι και να φεύγεις μακριά. Το ενδεχόμενο ν’ αρχίσω κάποτε κι εγώ να γράφω «μπούρδες» χωρίς να το συνειδητοποιώ είναι ο καθημερινός εφιάλτης μου.
-Τι θα ψηφίσομε στις αυτοδιοικητικές εκλογές που φτάνουν σε λίγο; Ρώτησε με την προσποιητή του αφέλεια ο Θωμάς.
-Να ένα μεγάλο θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει. Πρέπει να το σκεφτούμε καλά. Ο κόσμος πεινάει. Ο κόσμος πονάει και το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να χαϊδεύει τις τράπεζες. Φωνάζουν οι πολίτες πως ασφυκτιούν, κι ο Παπανδρέου μας μιλά για κάποιον Τέταρτο Δρόμο. Τα καταστήματα κλείνουν, τα φορολογικά έσοδα υποχωρούν και τα ποσοστά ανεργίας ανεβαίνουν. Ο φόβος, η απελπισία και η οργή είναι τα τρία κυρίαρχα συναισθήματα των Ελλήνων.
Η φιγούρα του Παπανδρέου μου μοιάζει με ένα ψηλόλιγνο ερωτηματικό. Δεν τον κατανοώ. Είμαι λοιπόν πολύ σκεπτικός για την ψήφο μου στις επόμενες εκλογές.
Και θυμηθείτε: Δεν χαϊδεύω αυτιά, δεν πιστεύω στις «πανδαισίες» και δεν γράφω «μπούρδες»! Είμαι ένας απλός γραφιάς που συλλογάται ελεύθερα.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ
Μανία με το φεγγάρι! Τι μανία κι αυτή! Τι «κόλλημα», εσύ και το φεγγάρι, εμείς οι Έλληνες με το φεγγάρι. Λες κι έχομε μια καρμική φεγγαροφαντασιακή σχέση. Η πανσέληνος του Αυγούστου, σου λέει ο άλλος.
-Ε, λοιπόν, και τι έγινε;
-Αστειεύεσαι; Χαλάει ο κόσμος! Χιλιάδες άνθρωποι εφορμούν προς τους αρχαιολογικούς χώρους το βράδυ της πανσελήνου του Αυγούσου. Μα τι συνέβη; Όλοι γίναμε αρχαιολάτρες ξαφνικά;
Αμφίβολο θα έλεγα. Ουδέποτε διαβάσαμε ή πρόκειται να διαβάσομε τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Ας τα διαβάζουν οι …χαζοί οι ευρωπαίοι. Εμείς έχομε άλλα… πολύ πιο σημαντικά ν’ ασχοληθούμε!
Στο βάθος όμως, -κακά τα ψέματα - τους θαυμάζομε τους αρχαίους προγόνους. Ειδικά σήμερα, ειδικά τώρα, καθώς αναλογιζόμαστε το νεοελληνικό μας χάλι. Να γινότανε λέει να ξεπροβάλλει ξαφνικά μέσα απ’ το φεγγαρόφωτο και μέσα απ’ τα ωραία ερείπια ο Περικλής, ο Σωκράτης, ή ο Δημοσθένης, ο Θουκιδίδης ή ακόμη κι αυτός ο σκοτεινός Ηράκλειτος! Τότε εμείς να τρέχαμε κοντά τους αλαφιασμένοι, με αγωνία, σεβασμό κι ελπίδα.
-Βοηθάτε σύντροφοι! Τρέξτε, βοηθείστε πρόγονοι τη σύγχρονη ζαλισμένη Ελλάδα! Εσείς τους Πέρσες τους απωθήσατε. Εμείς δεν φαίνεται να είμαστε άξιοι να απωθήσουμε τους σύγχρονους εισβολείς. Ενώ η Ουγγαρία, παρά τις απειλές και τις πιέσεις αντέδρασε στο ΔΝΤ και φορολόγησε τις τράπεζες, εμείς αντίθετα χαϊδεύομε τις τράπεζες και πιέζομε το λαό.
Βοηθάτε αρχαίοι μας σύντροφοι! Αν και δώσατε τα φώτα του πολιτισμού στο σύγχρονο κόσμο, άλλοι επωφελήθηκαν και διδάχτηκαν από τα φώτα αυτά. Εμείς δεν μπορέσαμε να επωφεληθούμε και να αφομοιώσομε τα δικά σας μηνύματα. Εμείς κάναμε πάντοτε του κεφαλιού μας.
Θαυμάστε τώρα τα χάλια μας, αρχαίοι μας πρόγονοι! Θαυμάστε μας εδώ να, με τους εαυτούληδες, τον ωχαδερφισμό και τη μικροπολιτική μας. Με πανσέληνο ή χωρίς, θαυμάστε την υποταγή μας στους ξένους.
Άφησε πια τις άλλες μας «επιδόσεις». Μόλις φυσήξει αγέρας δυνατός, εμείς οι ίδιοι βάζομε φωτιές στον τόπο μας, για να κάνομε οικόπεδα τα δάση!
Ας αφήσομε όμως τα αστεία γιατί άλλο δεν μας «παίρνει». Τώρα ας θρηνήσομε μαζί. Θρηνώ (και όλοι μαζί ας θρηνήσομε) για το κατεστραμμένο φοινικόδασος του Πρέβελη. Μέσα στη σημερινή πραγματικότητα, η νέα αυτή τρομερή οικολογική καταστροφή γεννά ερωτηματικά και μας παραπέμπει στον αποτρόπαιο συμβολισμό της: Τι άλλο άραγε μας περιμένει; Υπάρχει πια κάτι άλλο για να κάψουμε, κάτι άλλο να ποδοπατήσομε, είτε υλικό είτε ηθικό είτε κάποια άλλη αξία; Ευτυχώς που τη βραδιά της πυρκαιάς δεν είχε …πανσέληνο!
Το φθινόπωρο θα με βρει να θρηνώ: Θρηνώ τις μέρες που έρχονται χωρίς πουλιά και χωρίς δάση. Θρηνώ τις μέρες που έρχονται χωρίς ελπίδα, με τη νέα γενιά χαλαρή, ψυχρή κι αδιάφορη για ότι βλέπει γύρω της (εμπρός λοιπόν, αποδείξτε ότι κάνω λάθος)! Με πολιτικούς που με εξουσιάζουν χωρίς να γνωρίζω αν διαθέτουν πραγματική παιδεία ελληνική, αν εμφορούνται από πραγματική αγάπη για τη χώρα αυτή με τους σπουδαίους προγόνους.
Μέσα μου νοιώθω διχασμένος. Μέσα μου ανασαίνουν πλήθος αντιφάσεις. Θρηνώ απ’ τη μια, φωνάζω απ’ την άλλη. Θρηνώ και φωνάζω. Φωνάζω για να νοιώθω πως είμαι ζωντανός, πως αντιστέκομαι άρα ζω. Οι φωνές μου, μακάρι να φτάσουν στον Ευριπίδη και στο Σοφοκλή, στον Αρστοτέλη και στον Αισχύλο.
Μακάρι να έχει βρεθεί το παλάτι του Οδυσσέα, όπως λέγεται, στην Ιθάκη. Με πανσέληνο ή χωρίς, θα ήθελα πολύ να βρεθώ και να τριγυρίσω στους διαδρόμους του, όπου κάθε τόσο θ’ ακούω ή θα μαντεύω τους υπόκωφους αναστεναγμούς της όμορφης Πηνελόπης και τον ήχο των βημάτων του μεγάλου πολυμήχανου, που αγάπησε τόσο πολύ την πατρίδα του.
Ώστε λοιπόν, να ποιο είναι το μεγάλο μυστικό της σύγχρονης ελληνικής δυστυχίας: Ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν αγαπούν την πατρίδα τους όσο την αγαπούσε ο μυθικός Οδυσσέας. Περισσότερο από την πατρίδα τους, οι σημερινοί Έλληνες αγαπούν τον εαυτούλη τους. Αυτό είναι το δράμα της σύγχρονης Ελλάδας.
Μακάρι να μπορούσε ο καθένας από μας, να μπει στο παλάτι του Οδυσσέα, κι εκεί, ακούγοντας ή μαντεύοντας την ανάσα της Πηνελόπης σαν φεγγαροφαντασία, να μετατραπεί ξαφνικά σ’ ένα νέο Οδυσσέα που λατρεύει και ονειρεύεται μόνο την πατρίδα του. Που δεν μπορεί να τον ξεμυαλίσει καμιά Σειρήνα και καμιά Κίρκη. Την Πηνελόπη λουσμένη στο φως της πανσελήνου, αυτό το θέαμα μακάρι να γινόταν να δω!
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ
Έτσι! Ξαφνικά εντελώς! Εκεί που ο ήλιος θριαμβεύει, εκτυφλωτικά παιγνιδίζοντας με τη θάλασσα και με τις ανθρώπινες αδυναμίες, ενώ προς στιγμήν έχομε λησμονήσει τι λογής πράγμα είναι η συννεφιά, να τον, έφτασε ο Σεπτέμβρης! Εκεί που ο κότσυφας παρακαλεί τη μέρα να κρατηθεί ακόμη λίγο κι ενώ τ’ αηδόνι παρακαλεί τη νύχτα να του χαρίσει ακόμη λίγα όνειρα, να τον, φτάνει ο Σεπτέμβρης και μας αρπάζει από τ’ αυτί.
-Έλα εδώ εσύ. Κάτσε καλά! Κάτσε κάτω και να σου λείπουν οι ψευδαισθήσεις! Τέρμα τα καλοκαίρια και τα σουλάτσα. Τώρα θα δουλέψεις!
-Με τόσο λίγο φαί; Πώς να δουλέψω με άδειο στομάχι;
-Και πολύ σου πέφτει το ψωμοτύρι, έλληνα περήφανε, καλομαθημένε. Κατάλαβέ το, τώρα είσαι φτωχός. Τον πλούτο σου τον άρπαξαν άλλοι. Εκείνοι τους οποίους εμπιστεύθηκες. Ζεις με δανεικά και μάλιστα με κάτι σπρεντ δυσθεώρητα. Και μήπως έχεις βάλει μυαλό; Πολύ αμφιβάλλω!
Η Ισμήνη ήταν ήδη καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή της και χτυπούσε τα πλήκτρα.
-Ανεπαίσθητα βέβαια, αλλά αφύσικα πολύ ίντερνετ έχει μπει στη ζωή μας, Μανόλη. Πρέπει να βρούμε τρόπο να απελευθερωθούμε κάπως απ' αυτές τις καταπιεστικές μηχανές, τους υπολογιστές μας. Έχουν γίνει πια υπερβολικά πολλές, και η ζωή μας δεν νοείται χωρίς αυτές.
-Κοιτάζοντας τα δέντρα δεν πρέπει να χάνεις το δάσος, Ισμήνη! Τι μας ενδιαφέρουν εμάς οι μηχανές; Ο άνθρωπος μας ενδιαφέρει. Και μάλιστα ο άνθρωπος ο καθημερινός, ο παραγκωνισμένος, αυτός που εξακολουθεί να έχει αισθήματα. Αυτός είναι το δάσος και η πραγματικότητα.
Κάτσε λοιπόν και δες την πραγματικότητα. Ελπίζω να φρόντισες, να έχεις ήδη ζήσει αυτό το καλοκαίρι (που μόλις πέρασε) έστω και μια αξέχαστη νύχτα! Αυτή η νύχτα θα σε ζεσταίνει τον χειμώνα κάθε φορά που θα την θυμάσαι. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως ν’ αντέξεις αυτό το χειμώνα της αβεβαιότητας, όπου και το πετρέλαιο θα υπερφορολογείται.
Ένα σκληρό φθινόπωρο κι ένας σκληρός χειμώνας βρίσκονται μπροστά σου. Απ’ τους σκληρότερους που έχεις στη ζωή σου διανοηθεί. Εδώ σας θέλω όλους εσάς τους …ζόρικους Έλληνες, τους γεμάτους αισιοδοξία και ύφος εβδομήντα καρδιναλίων, να σας δω λοιπόν τώρα που θα αναμετρηθείτε με την ανεργία και τη «φτώχεια». Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις λέξεις, όσο κι αν είναι σκληρές. Φτώχεια είναι η σωστή λέξη.
-Φθινόπωρο και να η ευκαιρία να κόψουμε το κάπνισμα. Ας μη σταθούμε στην δυσάρεστη ψυχολογία που αναπόφευκτα δημιουργεί το σκληρό μέτρο της απόλυτης απαγόρευσης. Κόψτε το φίλοι, κόψτε το, προτού γίνουν όλα στη ζωή σας καπνός αναθρώσκων! Κόψτε το προτού προλάβει να σας «κόψει» εκείνο!
-Φθινόπωρο και Αντικαρκινική Εταιρία, παράρτημα Ρεθύμνου. Ρωτήστε, πλησιάστε, βοηθήστε. Μια προσπάθεια που βγαίνει μέσα απ’ την καρδιά λίγων ανθρώπων με συναίσθηση (και συναίσθημα), που αγωνίζονται αθόρυβα για την πρόληψη αλλά και για την ανακούφιση του πάσχοντα συνανθρώπου. Ας τους έχει ο θεός γερούς!
-Φθινόπωρο και οικονομική κρίση. Ας μη γελιόμαστε, η κρίση βαθαίνει, η δυστυχία πλαταίνει.
-Διαβάζω πως ο Παπανδρέου έχει βάλει κάτω χαρτιά και κιτάπια, αναζητώντας τον «τέταρτο δρόμο». Εγώ, όπως και ο απλός λαός δεν έχουμε ιδέα ποιος είναι ο «τέταρτος δρόμος». Αναρωτιέμαι και αν η δυστυχία του λαού και αν η φωνή του λαού μπόρεσαν να φτάσουν στον πρωθυπουργό, εκεί μέσα απ’ τους βαθύσκιωτους κήπους των πεντάστερων ξενοδοχείων όπου πέρασε τις διακοπές του.
-Αν ο κ. Παπανδρέου δεν μπορέσει να βάλει φρένο στις τράπεζες και να προσφέρει πραγματική ανακούφιση στα λαϊκά στρώματα, θα δοκιμάσει δυσάρεστη έκπληξη στις εκλογές που έρχονται. Όσο καλούς υποψηφίους και αν διαλέξει, όσες φορές κι αν πάει στο Καστελόριζο.
-Ισμήνη, μ’ ακούς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου