Μπορούμε να διατυπώσομε την υπόθεση πως κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει μπροστά της μια πόρτα. Σε μερικές από αυτές τις πόρτες διακρίνεται καθαρά η επιγραφή που λέει «ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΎΘΕΡΗ», δηλαδή η ψυχή είναι ανοιχτή σε όλους. Σε άλλες, αντίθετα πόρτες, διαβάζεις ένα ξερό «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ». Και οι δυο επιγραφές και οι δυο απόψεις πρέπει να ναι σεβαστές. Και αν ξαναρωτιόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι πάλι το ίδιο θα απαντούσαν, το ίδιο ναι, το ίδιο όχι.
Θαυμάζω τους ανθρώπους της πρώτης κατηγορίας, αυτούς που αφήνουν ελεύθερη την πρόσβαση προς τον εσωτερικό τους κόσμο. Αυτούς που είναι ανοιχτοί σε όλους και σε όλα. Αυτούς που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Αυτούς που έχουν διάθεση για προσφορά και δεν ζητούν αντάλλαγμα γι αυτή, αυτούς που σε προσκαλούν μόνο για να σου χαρίσουν. Είναι μεγάλο πράγμα να χαρίζεις κάτι δικό σου, χωρίς αντάλλαγμα. Φαίνεται στην αρχή απλό, αλλά είναι δύσκολο. Δύσκολο να ανοίγεις διάπλατη την πόρτα και το σπίτι σου. Μπορεί να μετανιώσεις γι αυτό. Μπορεί ο μουσαφίρης να ναι αδιάκριτος. Μπορεί να κλέψει τα μυστικά και τα πολύτιμά σου. Μπορεί να τραυματίσει τα αισθήματά σου. Εσύ όμως δεν νοιάζεσαι, είσαι πάνω και πέρα απ όλα αυτά. Έχεις ξεπεράσει τις ανθρώπινες μικρότητες και σφυρίζεις αδιάφορα.
Όποιον κρατά την πόρτα της ψυχής του ανοιχτή, τον νοιώθεις. Σχεδόν βλέπεις γραμμένο στο κούτελό του το «είσοδος ελεύθερη». Το βλέπεις μέσα στα μάτια του, στην οξύτατη όραση, στη λάμψη που εκπέμπουν οι κόρες. Η καλύτερη ώρα για να μπεις από την ανοιχτή πόρτα είναι το βραδάκι. Μια τέτοια ώρα δειλινού εάν κάποιος βρεθεί σε θέση κατάλληλη, μπορεί να παρακολουθήσει τη σελήνη ν’ ανατέλλει αιμάσσουσα στον ορίζοντα αδειάζοντας αφειδώς τα πλούσια χρώματα και τις ανταύγειες πάνω στην ελαφρώς κυματίζουσα θάλασσα, με μια μεγαλοπρέπεια που θυμίζει Σαντορίνη αλλά και τα νησιά των κοραλλιών και τη νότια Αμερική, την πατρίδα του στρατηγού Μπολιβάρ καθώς έγραψε ο ποιητής. Μια τέτοια ακριβώς ώρα που εξουσιάζεται απόλυτα από την παρουσία της σελήνης είναι η πιο κατάλληλη για ν’ ανοίξει κανείς την πόρτα της ανθρώπινης ψυχής και να μπει στα ενδότερα.
Η περιπλάνηση μέσα εκεί πρέπει να γίνεται με προσοχή.
Το πρώτο που θ’ αντικρίσει είναι μικρές παιδικές στιγμές ζωγραφισμένες με κοντύλι πάνω σε μαθητική πλάκα. Κατόπιν θ’ αντικρίσει ένα βουνό από ελπίδες για τον εαυτούλη αλλά και για την ανθρωπότητα. Παραπέρα ένα άλλο βουνό από λαχτάρες και σχέδια, αποφάσεις και αγώνες, και στο σημείο το βαθύτερο θα δει ένα βουνό απογοητεύσεις για όσα έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ.
Θα βρει κι άλλα. Επιθυμίες, μνήμες και πάθη. Ρίγη συγκίνησης αλλά και πίκρες αβάσταχτες. Αναμνήσεις και παλιούς συμμαθητές που ζουν ή που χάθηκαν (αυτούς προπάντων). Λέξεις παρηγοριάς για τον άρρωστο, τον κατατρεγμένο, τον βομβαρδισμένο τον προδομένο, τον πρόσφυγα το μεροκαματιάρη. Οίκτο για τους ημιμαθείς, τους αρχομανείς, τους αδίστακτους. Όσο θα βρίσκει στοιχεία καινούργια τόσο θα πηγαίνει βαθύτερα, θα ψάχνει για περισσότερα. Θα ανακαλύπτει και θα αφομοιώνει. Θα θυμάται και θα χαμογελά. Κι όταν πια ο επισκέπτης κουραστεί, κι ενώ η σελήνη θα μεσουρανεί, ας αποχωρήσει διακριτικά κλείνοντας αθόρυβα πίσω του την πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου