Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ

   Όπως ακριβώς μια νεαρή πιανίστρια καθισμένη στο πιάνο της μπορεί με τ’ ακροδάχτυλά της ν’ αναπαράγει και να ζωντανέψει  τα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση του μουσουργού, έτσι ώστε ο μουσουργός μέσα από τα δάχτυλα της πιανίστριας να περνά κατ’ ευθείαν στην Αθανασία, έτσι κι ένας ευαίσθητος νέος ή νέα που περνοδιαβαίνουν στα σοκάκια μιας όμορφης παλιάς πολιτείας, μπορούν με τη φαντασία και την ενόρασή τους να ζωντανέψουν την περασμένη ζωή αυτής της πολιτείας, τους αρχιτέκτονες που τη χτίσανε, τις καντάδες, τα γλέντια, τις αγωνίες και τις συμφορές που τη σημαδέψανε, παραδίδοντας έτσι την πολιτεία αυτή στην ιστορία.
  Ας μη μας παραξενεύει λοιπόν που κάποιοι νέοι ευαίσθητοι, συνηθίζουν να βγαίνουν στους υγρούς δρόμους της πόλης κάποιες αφέγγαρες χειμωνιάτικες νύχτες τυλιγμένοι στα επανωφόρια τους, και – όταν πια όλοι οι κάτοικοι θα έχουν κοιμηθεί – εκείνοι τραγουδούν ή σφυρίζουν παλιά κρητικά τραγούδια: «Σαν είχες άλλη στην καρδιά, τι μ’ ήθελες εμένα…». Ορίζω δε ως ευαίσθητους νέους εκείνους που σήμερα, έτος 2005, είναι ικανοί ν’ ακούσουν τη φωνή του μουεζίνη ν’ αντηχεί απ’ τον μιναρέ Νερατζέ, ή ακόμη ν’ ακούσουν το σφύριγμα του «Αγγέλικα» καθώς αναχωρεί απ’ το λιμάνι ή ακόμη να διακρίνουν μέσα από το σφύριγμα τ’ ανέμου … λόγια του Φραγκίσκου Barozzi καθώς εκφωνεί τον εναρκτήριο λόγο του στην ακαδημία των Vivi, μέσα στη Loggia στις 4 Ιανουαρίου 1562: «E questa e lorigine della presente nostra Academia…»
  Ρέθυμνο, η όμορφη παλιά πόλη. Όχι μόνο η πολιτεία της ανοχής, αλλά και η πολιτεία της φυγής. Η πατρίδα κάθε μοναχικής ψυχής. Η πατρίδα της Μοναξιάς. Ίσως δεν είναι τυχαίο πως ένα μήνα πριν να γράψει το «Χρονικό μιας Πολιτείας» ο Παντελής Πρεβελάκης (τον Απρίλη του 1937), τελείωνε το δράμα του «Μοναξιά» (το Μάρτη του 1937).
  Έχομε λοιπόν να κάνομε με μια πολιτεία για ρομαντικούς και φευγάτους. Σ’ όλους αυτούς αρέσει να βυθίζονται στην αγκαλιά της πολιτείας τους όχι μόνο τις μέρες του καλοκαιριού, αλλά και το χειμώνα. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως μόνο στα βάθη του χειμώνα μπορείς να αισθανθείς το καλοκαίρι που υπάρχει μέσα σου. Σ’ όλους αυτούς τους ρομαντικούς λοιπόν αρέσει να περιδιαβαίνουν στα στενά σοκάκια της, (στα φυλλοκάρδια της), και να μαντεύουν την ιστορία τους. Τους εξάπτει τη φαντασία η ψευδαίσθηση πως μπορεί να αισθανθούν το βλέμμα και την αύρα του Χορτάτση ή του Μπεργαδή, ή ακόμη του Μπουνιαλή του Τζάννε. Κατευθύνονται προς τη συνοικία της Κυρίας των Αγγέλων εκεί που κάποτε κατοικούσαν οι περισσότεροι Βενετοί ευγενείς. Προς τη συνοικία Σκιέρο, κάπου στη Σωχώρα. Προς την συνοικία της Κουερίνας, του Σκορδίλη, προς το Σολέρο. Στην οδό Τσάρου, προσπαθούν να μαντέψουν πιο ήταν το μαγαζί του Κυρ Ιωάννη του Κόνσολα με το κεντημένο σταυρογέλεκο, και την πραμάτεια με τη μαστίχα, τη ζαφορά, τα μυρόλαδα και τα ροδοστάματα.
-         Να μπορούσα λέει με κάποιο τρόπο να ξανάβρισκα την πέννα του Χορτάτση… Να έγραφα με την πέννα Του, μονάχα λίγες λέξεις … «Οϊμένα  Ερωφίλη μου…». Να την κρατούσα φυλαχτό για όλη τη ζωή μου, μονολογεί ο πιο ονειροπαρμένος της παρέας.
  Τότε ακριβώς ακούγονται σαν αχός, σαν αντίλαλος ή σαν σφύριγμα του ανέμου οι στίχοι του Πρεβελάκη:
-         Καλό η ψυχή των άγουρων να θρέφεται απ’ το μύθο,
Αντρειά να παίρνουν κι ορμηνιά, να δροσερεύει ο νους τους
Σαν το κορμί που χαίρεται νερό απ’ το χαλκοστάμνι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου