ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
-Σας το βεβαιώνω!
-Δυστυχώς δεν υπάρχει νόμος που να τιμωρεί την απληστία και την λατρεία της καρέκλας. Έτσι συνεχίζει να πορεύεται το καράβι της Ελλάδας στο έλεος του πατριωτισμού των …επιβαινόντων. Πορεύεται με τις σημαίες της αδιαφορίας και την ατιμωρησίας αναρτημένες στο κατάρτι. Ξυπνάτε Έλληνες, εσείς είστε τελικά οι υπεύθυνοι, αν δεν ακριβοζυγιάζετε την ψήφο σας.
Τα παιδιά μας θα μεγαλώσουν άνεργα και υποδουλωμένα; ρώτησε διστακτικά το Μαράκι. Έτσι άκουσα να λένε.
Δεν μίλησα καθόλου. Το Μαράκι όμως συνέχισε απτόητο:
-Η ψιλικατζού απέναντι, συζητούσε με έναν πελάτη. Ο πελάτης παραπονιότανε για την κατάσταση. Της έλεγε ότι δεν πάει άλλο. «Και που είσαι ακόμη», του απάντησε εκείνη ψύχραιμα, με εκείνο το απλανές βλέμμα που σε κάνει να σουρχεται ο ουρανός σφοντύλι.
-«Και που είσαι ακόμη». Αυτή την ίδια απάντηση θα μπορούσαμε να δώσομε σε οποιαδήποτε ερώτηση θα μας υπέβαλλαν σήμερα!
-Λένε πως δεν θα γίνει αναδιάρθρωση του χρέους. Που το ξέρουν; Μήπως είναι μαθητευόμενοι μάγοι; Κι εμείς γιατί να τους πιστέψουμε; Και στο ΔΝΤ λέγανε ότι δεν θα πάμε και να που πήγαμε!
Ήταν δύσκολα να χωρέσουν όλα αυτά στο κεφαλάκι της Μαρίας. Διάβαζε, είναι αλήθεια, πολύ και σκεφτόταν πολύ. Απέφευγε – πολύ σημαντικό – να ενημερώνεται από τα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης. Αλλά και πάλι, όλα έμοιαζαν τόσο μπερδεμένα, λες και κάποιοι σατανικοί εγκέφαλοι τα είχαν επίτηδες μπερδέψει! Η ουσία είναι να μην ….καταλαβαίνει ο λαός!
Εν τω μεταξύ, μ’ αυτά και μ’ αυτά, κανείς σχεδόν δεν προσέχει τα χρώματα του φθινοπώρου που αρχίζουν να επιβάλλουν την παρουσία τους. Κίτρινο και γκρι. Χρυσοκόκκινο και κτρινοπράσινο. Το συγκλονιστικό θέαμα των ετοιμοθάνατων φύλλων που σε λίγο θα σκεπάσουν εντελώς τα μονοπάτια του πάρκου, μην χάσετε το θέαμα.
-Λες να συμβολίζουν τα φύλλα του φθινοπώρου τα κίτρινα, τα χρόνια της ζωής μας τα περασμένα;
-Μεγάλη κουβέντα είπες Μαράκ, είπε ο Γιώργος, έκπληκτος! Τι λυρισμός, τι φαντασία! Ο επερχόμενος θάνατος, αυτό το αναπόσπαστο και αναπότρεπτο στοιχείο της ζωής, αυτό θα πρέπει να είναι το ανυπόκριτο μήνυμα του φθινοπώρου.
- Όλα κάθονται και περιμένουν κιτρινισμένα την πρώτη βροχή. Τους χαιρετισμούς μου στους ερωτευμένους. Τη συμπάθειά μου στους καταπιεσμένους και κατατρεγμένους! Από κοντά κι ο χειμώνας! Καιρός για δύο, μόνο που τώρα υπάρχει και τρίτος: Η φτώχεια. Έχετε ξεχάσει την όψη της Θα τη θυμηθείτε όμως. Θα την δείτε να τριγυρίζει με συσπασμένο πρόσωπο στους δρόμους το σούρουπο.
Δεν ήρθε όμως ακόμη η ώρα. Προς το παρόν τα ακριβά τζιπ εξακολουθούν να κυκλοφορούν. Εκείνα μεν είναι αγέρωχα, αλλά αυτός που κάθεται στο τιμόνι, είναι μάλλον συννεφιασμένος. Οι περικοπές στο μισθό ήταν πολύ δυσάρεστες. Ελπίζει όμως ακόμη, πως η κρίση είναι κάτι σαν ένα κακό όνειρο. Θα δείξει.
Φθινόπωρο και η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος κυριαρχεί στα σοκάκια της παλιάς πόλη του Ρεθύμνου Χρυσοκόκκινα και ασημογάλαζα φύλλα μας προυπαντούν καθώς στρίβομε προς την Ξανθουδίδου σ’ αυτό το ρομαντικό περίπατο. Ένας κόμπος στο λαιμό. Σ’ ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου αυτό το μουντό απόβραδο. Σ’ ευχαριστώ που με κατάταξες ανάμέσα σ’ εκείνους, που ψάχνουν για ένα φεγγάρι παιδικό μέσα στη φθινοπωρινή νύχτα. Σ’ ευχαριστώ που με κατάταξες ανάμεσα σε κείνους που συνεχίζουν να ψάχνουν τη μοίρα και την ωραία νεότητα, μέσα εκεί που βρίσκονται για πάντα χαμένες: Μέσα στην ποίηση και μέσα στο αδύνατο που γίνεται δυνατό.
Το Μαράκι με κοίταξε με απελπισία:
-Και τώρα τι γίνεται;
-Τώρα σφίξε τις γροθιές σου. Ζεις σε μια από τις δυσκολότερες οικονομικές συγκυρίες που έχει βιώσει η χώρα σου τα τελευταία χρόνια . Η αβεβαιότητα, η αδιαφορία προς τους πολιτικούς θεσμούς, η αγανάκτηση είναι τα κυρίαρχα στοιχεία. Τώρα, το νου σου! Εμπλούτισε τις γνώσεις σου , γίνε σκεπτόμενος άνθρωπος. Βγάλε τα συμπεράσματα σου , κρίνε τους , δίκασε τους. Δυνάμωσε τα πιστεύω και τις αξίες σου, δώσε μάχη γι αυτά.! Σταμάτα να αποχαυνώνεσαι μπροστά από την οθόνη , πάρε πρωτοβουλίες , κυνήγησε τα όνειρα σου. Το μέλλον είναι δικό σου, αρκεί να μην καταφέρουν να σε αποκοιμίσουν ξανά. Φτάνει ως εδώ!
ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΧΤΩΒΡΗ
Μπήκα χθες το πρωί στα γραφεία των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» και αμέσως ένα αίσθημα απουσίας με βρήκε και με διαπέρασε.
-Σαν τα ορφανά μοιάζετε όλοι σας σήμερα όλοι εδώ μέσα, είπα στο προσωπικό που καθόταν στα γραφεία. και φράση βγήκε αυτοματικά χωρίς να την προσχεδιάσω. Αληθινά, αυτό το συναίσθημα της ορφάνιας κυριαρχεί εκεί αφού ο Γιάννης Χαλκιαδάκης, ο πατέρας της εφημερίδας, ένας άνθρωπος ιδιαίτερου ειδικού βάρους, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, δεν είναι πια εκεί.
Είναι αλήθεια ότι μερικοί άνθρωποι έχουν ένα ιδιαίτερο ειδικό βάρος. Η πορεία τους σε τούτη τη γη αφήνει εντονότερα τα σημάδια κι έτσι η αναχώρησή τους γίνεται περισσότερο αισθητή.
Καθώς μπαίνει ο Οχτώβρης, ο ουρανός παίρνει ένα χρώμα παράξενο και μελαγχολικό, προς το γκρίζο. Μήπως εμένα μου φαίνεται έτσι; Μήπως είναι ένα χρώμα της φαντασίας μου αφού όπως λένε, οι μελαγχολικοί τα βλέπουν όλα μαύρα και γκρίζα; Γιατί άραγε η παγκόσμια ημέρα των ηλικιωμένων γιορτάζεται την 1η του Οχτώβρη, μια μέρα φθινοπωρινή, μελαγχολική και γκρίζα; Μήπως για να υπογραμμίσει πως το χρώμα του ηλικιωμένου είναι το γκρίζο; Ελπίζω να μην ισχύει αυτό, να μην είναι έτσι. Όμως την κραυγή των ηλικιωμένων μπορεί εσείς να μην την ακούτε ή να μη θέλετε να την ακούσετε, εγώ όμως την ακούω χωρίς καθόλου να ασφυκτιώ! Θλίβομαι μόνο που φέρονται στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας έτσι, αποκαρδιωτικά και απαξιωτικά. Θυμάμαι – θυμηθείτε και σεις - τα «περήφανα γηρατειά» του Ανδρέα, αλλά και τι που τα θυμόμαστε. Σ’ αυτά, τα «περήφανα γηρατειά», πάντως, τα περήφανα γηρατειά αποτίω φόρο τιμής για την παγκόσμια ημέρα τους.
Πιστεύω πως όλοι οι Έλληνες, ανεξάρτητα από ηλικία, νέοι και γέροι, είναι σήμερα μελαγχολικοί. Τα πράγματα για τους πολίτες αυτής της χώρας κατά τη γνώμη μου χειροτερεύουν. Τα αλληλοσυγκρουόμενα προβλήματα, οι βιαστικές αποφάσεις, ο καθημερινός απελπισμένος αγώνας του πολίτη για τον επιούσιο, μου ξαναφέρνουν στο νου το …απέραντο φρενοκομείο, μια έκφραση που ταιριάζει «γάντι» στην Ελλάδα του σήμερα.
Θα ήθελα να φαντάζομαι τα στελέχη της Κυβέρνησης μαζεμένα σε κάποιο γραφείο με πρόσωπα συννεφιασμένα από την δυστυχία και την στεναχώρια να πίνουν καφέ πικρό με παξιμαδάκι, συντετριμμένοι που οι αγαπημένοι τους πολίτες ταλαιπωρούνται από όλα αυτά τα δεινά. Δυστυχώς στην πραγματικότητα φοβούμαι αυτό δεν συμβαίνει. Το αισθητήριό μου δεν …συναινεί! Δεν νομίζω πως πραγματικά πάσχουν για το λαό!
Επιμένω πως η απόφαση για παράδοση της χώρας στο ΔΝΤ είναι λάθος. Αυτή η μικρή έστω δόση αναρχίας που έχω μέσα μου (όπως και όλοι εσείς που με διαβάζετε φαντάζομαι) κάθε τόσο με κλωτσά και μου φωνάζει: Τι θα γίνει; Θα κάνεις κάτι; Φώναζε τουλάχιστον, πιο δυνατά, πιο δυνατά!
Βλέπομε τους υποψήφιους των εκλογών να προετοιμάζονται για «αγρίαν άγραν ψήφων» ωσάν να μην αντιλαμβάνονται πως αυτή τη φορά έχουν έρθει «τα πάνω κάτω», πως ο κόσμος έχει φθάσει στα όριά του.
-Δεν μας είπες τις απόψεις σου για τον Μαρινάκη, ρώτησε ο Θωμάς, κοιτάζοντας το Γιώργη και απευθυνόμενος σε μένα.
-Οι απόψεις μου για τον Μαρινάκη είναι συγκεκριμένες και αρκετά …«προχώ» (εννοώ προχωρημένες). Δεν θα τις κρατήσω κρυφές άλλωστε. Θα τις πω όταν έρθει η ώρα!
-Οι δυσαρεστημένοι από την προσωπική του συμπεριφορά είναι τόσοι πολλοί που ετοιμάζονται να φτιάξουν σύλλογο, είπε ο Γιώργης κοιτάζοντας το Θωμά.
-Ο πολίτης θα σκεφτεί πολύ αυτή τη φορά, πάρα πολύ, πριν να δώσει την ψήφο του. Αισθάνεται βαθιά προδομένος. Η αποχή θα είναι τεράστια. Σκοτεινές και απρόβλεπτες θα είναι σ’ αυτές τις εκλογές οι βουλές των ψηφοφόρων.
Το χειρότερο είναι ότι ενώ εμείς ασχολούμαστε με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, αν θα εκλεγεί ο Χ ο Ψ ή ο Ω υποψήφιος, άλλοι και αλλού λαμβάνουν τις αποφάσεις για την τύχη μας ως πολιτών νεοελλήνων! Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου εντύπωση.
Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω απ’ τους πολίτες όλης της Ευρώπης αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Χιλιάδες ευρωπαίοι διαδηλώνουν στους δρόμους κατά της λιτότητας. Στο Εκουαδόρ μόλις προχθές, όλοι οι ένστολοι βγήκαν εξαγριωμένοι στους δρόμους και έστειλαν τον πρόεδρο της χώρας στο νοσοκομείο διότι περιέκοψε τους μισθούς τους. Η Ελλάδα, κι εκείνη βρίσκεται σε μια δραματική στιγμή. Η αγορά είναι «στεγνή», το κράτος δυσκολεύεται εμφανώς να πληρώσει τις υποχρεώσεις του. Τι πρόκειται να γίνει;
-Εμείς, φυσικά, δεν έχομε την απάντηση. Έχομε μόνο ίσως μια πρόταση του Δημήτρη Ιατρόπουλου:
«Ελλάδα, συλλαμβάνεσαι,
φυλακίζεσαι στα όνειρά μου,
σε κρύβω από τους νόμους σου,
σε προστατεύω απ’ τους δικαστές σου,
σε καταχωνιάζω από τους αστυνόμους σου,
να μη σε βρουν οι πολιτικάντηδες
και σε μοσχοπουλήσουν, να μη σε ξετρυπώσουν οι Εμπόροι της Φρίκης και σε μαστουριάσουν…»
φυλακίζεσαι στα όνειρά μου,
σε κρύβω από τους νόμους σου,
σε προστατεύω απ’ τους δικαστές σου,
σε καταχωνιάζω από τους αστυνόμους σου,
να μη σε βρουν οι πολιτικάντηδες
και σε μοσχοπουλήσουν, να μη σε ξετρυπώσουν οι Εμπόροι της Φρίκης και σε μαστουριάσουν…»
(οι στίχοι είναι του Δημήτρη Ιατρόπουλου)
ΑΣΠΡΑ ΚΑΡΑΒΙΑ
Οι Έλληνες ανήσυχοι φυλλομετρούν τα βιβλιάρια των καταθέσεών τους και σταυροκοπιούνται:
-Λες;
Οι Ρεθεμνιώτες ωστόσο, κάθε βράδυ ονειρεύονται ένα καράβι λευκό, περήφανο και κατάφωτο με γυαλιστερά καταστρώματα και πολυτελή σαλόνια να μπαινοβγαίνει στο λιμάνι τους. Καλά κάνουν και ονειρεύονται. Πιστεύω πως αυτοί που ονειρεύονται, αυτοί στα σίγουρα θα κερδίσουν τελικά τη βασιλεία των ουρανών. Φυσούσε εκείνη τη μέρα. Το πέλαγος ήτανε βαθύ, σκούρο, αγριεμένο, άφιλο, λες και δεν άκουγε τα εκατομμύρια μαντινάδες που απάγγελλαν οι συντοπίτες μας για χάρη του, για το πέλαγος το Κρητικό, με ομοιοκαταληξίες, παρομοιώσεις, συνηχήσεις και παιχνιδιάρικη διάθεση. Μαράθηκαν τα δελφίνια μου στον ωκεανό, σαν όνειρα μέσα σε άνυδρες ψυχές. Η θάλασσα θα μας πλανέψει. Η θάλασσα μας έχει ήδη πλανέψει.
-Θάλασσα πλατειά, σ’ αγαπώ βαθιά. Πάντα θλίβομαι όταν συνειδητοποιώ ότι στην Ελλάδα αυτοί που ομιλούν δεν γνωρίζουν, και αυτοί που γνωρίζουν δεν ομιλούν. Ο καημός της απ’ ευθείας ακτοπλοϊκής σύνδεσης με τον Πειραιά είναι βαθύτατος
Θαύμασα τη σκέψη της Naomi Klein, όταν σε ομιλία της στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ισχυρίσθηκε ότι ο σεισμός στα χρηματιστήρια και στο χρηματοπιστωτικό κλάδο είναι για το Νεοφιλευθερισμό ό,τι ήταν η πτώση του τοίχους του Βερολίνου για τον Κομουνισμό. Ζούμε λοιπόν ιστορικές μέρες κι ας μην το φανταζόμαστε!
Διατηρείστε την ψυχραιμία σας. Η ζωή μοιάζει να δυσκολεύει ολοένα. Όλοι γνωρίζουν για το «δίκαιο του ισχυροτέρου» αλλά κανένας δεν φαντάστηκε πως υπάρχει και «το δίκαιο του αδυνάτου». Τα πιο μεγάλα όνειρα, τα κάνεις όταν όλα έχουν δυσκολέψει πολύ.
-Λέγκω, Λέγκω, μου σπαράζεις τη καρδιά,
-Λέγκω, Λέγκω, μου πληγώνεις τη χαρά.
-Λέγκω, Λέγκω, μου πληγώνεις τη χαρά.
Σώπασαν στη συνέχεια. Διέσχισαν την απόσταση από το φάρο μέχρι την Εμμανουήλ Βερνάρδου. Σήκωσαν το κεφάλι και κοίταξαν τον περήφανο μιναρέ της Νερατζέ. Θυμήθηκε το στίχο του Καλομενόπουλου:
- Χαρούμενα καμπαναριά, θλιμμένοι μιναρέδες!
Ο Θωμάς ακολουθούσε επιδοκιμάζοντας μελαγχολικά. Έτσι απλά, τα λύνουν οι Έλληνες τα προβλήματα. Με ένα …στίχο! Αυτό ονομάζεται «Ελληνική μελαγχολία». «Άσπρα καράβια τα όνειρά μας…..»
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Πάντοτε μ’ άρεσε να περπατώ στα δρομάκια της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου και να ρεμβάζω, καθώς το περπάτημα και ο ρεμβασμός είναι από τα λίγα εναπομένοντα hobby που δεν ενοχλούν, δεν προκαλούν και δεν φορολογούνται. Είναι περισσότερο από βέβαιο πως οι προκάτοχοί μας, πολίτες αυτής της πόλης, οι σκεπτόμενοι τουλάχιστον, έκαναν το ίδιο: Περπατούσαν στους δρόμους και ρέμβαζαν. Όχι μόνο ο Μπαρότσης και ο Χορτάτσης, αλλά επίσης ο Φραγκίσκος Πόρτος, ο Μπουνιαλής ο Μπεργαδής, ο Φουρλάνος, ο Βεργίτσης, ο Πρεβελάκης.
Αυτά τα σοκάκια τα δήθεν άψυχα, με την αύρα που αποπνέουν και με την ιστορία που κουβαλούν, οδηγούν τον περιπατητή σε στοχασμούς, σε αλληλουχίες και συνειρμούς, στην αδιατάρακτη εσωτερική αρμονία της πολιτείας.
Δε γίνεται αλλιώς, μονολογώ. Όλη αυτή η σωρευμένη διανόηση μέσα σ’ αυτά τα δρομάκια ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους πολιτισμούς κάτι θα δώσει, κάτι θα γεννήσει και κάθε τόσο μυστικά θα γεννά. Αποδέκτης όλης αυτής της σωρευμένης διανοητικής ενέργειας θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε δεκτικός, ευαίσθητος, στοχαστικός συμπολίτης αρκεί να περιδιαβαίνει σ’ αυτούς τους δρόμους με τα λαμπρά ονόματα: Οδός Κορνάρου, Μπουνιαλή, Σήφη Βλαστού, Τσουδερών, Αρκαδίου.
Την ίδια γνώμη έχει ο ποιητής: «…βλέπομεν να ολοκληρούται και εις την πόλιν ταύτην, η ιδική της αρμονία. Μια αρμονία, μη υπακούουσα, μη υποτασσομένη εις καμμίαν ξένην προς τους βαθυτέρους της ρυθμούς νομοτέλειαν ή επιταγήν. Εναπόκειται εις ημάς, ή εις τους ευαισθήτους εξ ημών, να την κατανοήσωμεν και να την απολαύσομεν»( Εμπειρίκος).
Συνεχίζω την περιπλάνησή μου με πάθος, προσπαθώντας να διεισδύσω και να αντιληφθώ αυτή τη βαθύτερη μυστική αρμονία που η πόλη κρύβει στα σπλάγχνα της. Έχει νυχτώσει. Η υγρασία και το ψιλόβροχο συντελούν ώστε η κίνηση στους δρόμους να είναι αραιή, πράγμα που επιτείνει τη μυστηριακή, υποβλητική ατμόσφαιρα. Τα επιβλητικά σιωπηλά κτίρια με τα περίτεχνα κιόσκια λες και είναι έτοιμα να διηγηθούν ιστορίες για τους νοικοκυραίους και τις κυράδες για έρωτες και δάκρυα. Οι μιναρέδες δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως ο μουεζίνης σε λίγο θα βγει για να καλέσει τους πιστούς. Μια ομάδα βενετοκρητικών ευγενών, μελών της ακαδημίας των VIVI νομίζεις πως ετοιμάζεται να βγει από την εξώθυρα της loggia μιας και η προγραμματισμένη συγκέντρωσή των έχει γι απόψε τελειώσει.
Μα να, ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Ένα μηχανάκι με εκκωφαντικό θόρυβο περνά ξυστά δίπλα μου διαλύοντας τους ρεμβασμούς και αναγκάζοντάς με να τραβηχτώ στο πλάι. Είναι ένας από τους συμπαθείς διανομείς φαγητού εστιατορίου, από εκείνους που ελίσσονται με άφθαστη τέχνη μέσα στους δρόμους για να προφθάσουν τη διανομή στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Μετά απ’ τον πρώτο να και ο δεύτερος, και ο τρίτος. Τα μηχανάκια στριγκλίζουν και οι συνειρμοί πάνε περίπατο.
-Αλίμονο λοιπόν, αλίμονο! Οι καθημερινές βιοτικές ανάγκες εξανεμίζουν την εσωτερική αρμονία. Η καθημερινότητα της ζωής εξουδετερώνει και εκμηδενίζει την ενόραση, το μυστήριο, τους συνειρμούς, τις υψηλές πτήσεις του ανθρώπινου μυαλού. Τι κρίμα, Θωμά, τι κρίμα!
Τα μηχανάκια στριγκλίζουν. Τα μηχανάκια ελίσσονται. Τα θαύματα τελειώνουν. Ο Θωμάς δεν απαντά. Η ζωή τραβάει την ανηφόρα.
ΚΑΒΑΦΙΚΑ ΕΠΩΔΥΝΑ
Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στη σύγχρονη Αλεξάνδρεια:
«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, παντού και πάντα θα τολμώ. Θα είμαι πάντα και πεισματικά, ένας μοναχικός καβαλάρης. Ένας μελαγχολικός και μόνος καουμπόη. Ένας γνήσιος Λούκυ Λούκ. Γεννήθηκα αυτόνομος και τέτοιος θέλω να παραμείνω.
Η σκέψη μου, αυτόνομη κι αυτή. Δεν θεωρώ τίποτα εξ αρχής σαν δεδομένο, θα τα εξετάζω όλα πρώτα εξονυχιστικά και ύστερα θα τα υιοθετώ ή θα τ’ απορρίπτω.
Γεννήθηκα πεισματάρης….και βάλε! Δεν παρασύρομαι, δεν υποχωρώ, δεν παρακαλώ, δεν παραχωρώ.
Δεν μ’ αρέσουν οι πανδαισίες. Δεν μ’ αρέσει το αναίτιο χειροκρότημα. Ούτε το επιζητώ ούτε το προσφέρω μ’ ευκολία. Δεν με συγκινούν οι δήθεν «απλοί», οι δήθεν «χαλαροί» και αγέρωχοι έτσι όπως λανσάρονται σήμερα, με το κοστούμι και τη γραβάτα της αυτοπεποίθησης.
Δεν είναι μόνο η οικονομική δυσπραγία της χώρας. Δεν είναι μόνο η διαφθορά. Τα πανεπιστήμια νοσούν, η παιδεία νοσεί, η υγεία νοσεί, η κοινωνία νοσεί.
Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στη σύγχρονη Αλεξάνδρεια:
-Η γλώσσα η ελληνική βάλλεται, αδυνατίζει και ξεχνιέται. Εκατοντάδες λέξεις ξενικές διεισδύουν και ασελγούν πάνω στο σώμα της ελληνικής. Κάποιος που τον λένε κι εκείνον Οδυσσέα, σταυροκοπιέται: «Μονάχη έννοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».
Είπε ο Μυρτίας:
-Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Θα απολαύσω ένα θεαματικό αγώνα ποδοσφαίρου αλλά το πάθος του ποδοσφαίρου δεν θ’ αφήσω να με κυριεύσει παντελώς, αφού άλλωστε γνωρίζω ότι τελικά πρόκειται για μια οικονομική υπόθεση. Θα παρακολουθήσω μια παράσταση, ακόμη κι ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση, αλλά δεν θα εμπιστευθώ στην τηλεόραση τη διαμόρφωσή της προσωπικότητάς μου.
Είπε ο Μυρτίας:
-Καθόλου δεν χάρηκα για το βραβείο που έδωσε ο διοικητής της Γερμανικής Τράπεζας στον δικό μας τον Παπανδρέου. Ο άνθρωπος με το βραβείο εξέφρασε την ευαρέσκειά του προφανώς διότι τα Γερμανικά συμφέροντα εξυπηρετούνται ικανοποιητικά. Φοβού όμως τους Δαναούς και ….βραβεία φέροντας! Έτσι δίδαξαν οι Έλληνες κλασσικοί. Με τα δικά μας συμφέροντα, άραγε τι γίνεται; Ο δρόμος που πήραμε έχει επιστροφή; Κάθε μέρα νέα μέτρα κι άλλα μέτρα, κι άλλα. Μοιάζει οι ζωές όλων μας να βουλιάζουν αργά ώρα με την ώρα, λεπτό προς λεπτό μέσα σε μια κινούμενη άμμο. Πως θα δουλέψει η νέα γενιά χωρίς αισιοδοξία, χωρίς όρεξη, χωρίς σιγουριά για το μέλλον;
Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια ή στο Ρέθυμνο, δεν έχει σημασία ο τόπος:
- Οι ξένοι προσπαθούν να μας πείσουν πως πρέπει να νοιώθουμε σαν λαός αίσθημα ενοχής για κάποιο έγκλημα που τάχα έχομε διαπράξει και πως πρέπει να τιμωρηθούμε γι αυτό. Και συνέχισε:
-Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη απέκτησα τη δύναμη να διαφωνώ. Ας μην αφήσομε να μας μετατρέψουν σε στρατιωτάκια. Ας μην αποτεφρώνομε την πολιτική μας σκέψη. Ας δώσουμε προτεραιότητα στο πρωταρχικό, στο ουσιώδες. Να διδαχτούμε από τα λάθη του παρελθόντος. Όχι ξανά τα ίδια λάθη.
Ο χειμώνας θα είναι βαρύς. Πρέπει να φροντίσομε τουλάχιστον για τα πλέον στοιχειώδη, για την τροφή των παιδιών ας πούμε. Εμείς με τη θεωρία και τη μελέτη θα μπορούσαμε ν’ αντέξομε και με λιγότερο φαί, τα παιδιά όμως όχι.
Να προσέξομε επίσης πολύ τι θα ψηφίσομε στις επερχόμενες εκλογές. Ο χειμώνας θα είναι βαρύς!
Κατάκοπος και απογοητευμένος ο Μυρτίας ένοιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Έπεσε να κοιμηθεί τις πρώτες πρωινές ώρες. «Κάποτε ο Θεός θα μ’ ανταμείψει για τους κόπους μου, αυτός θα με δικαιώσει», μονολόγησε και βυθίστηκε στον ύπνο.
ΕΧΩ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕΝΕ
Ακριβώς όπως το λέει το τραγούδι. Εγώ είμαι ο καφετζής. Έχω έναν καφενέ, στου λιμανιού την άκρη. Το κτίσμα είναι πέτρινο, παμπάλαιο. Καφενείον «Η καλή καρδιά», αυτό είναι το όνομά του. Διότι κύριοι, ανέκαθεν η καλή καρδιά ήταν το βασικό προσόν ενός καφετζή. Ο ίδιος ο καφενές μου, ας είναι παλιός, έχει κι αυτός καρδιά. Έχει πολλή ζεστασιά, πολλά λουλούδια, πολλές αναμνήσεις πολλή νοσταλγία και πολλή μοναξιά.
Εννοώ πως οι πελάτες μου εκτός από πλήξη πάσχουν από νοσταλγία και μοναξιά. Η νοσταλγία, και η μοναξιά είναι αρρώστιες που προχωρούν υποδόρια και ύπουλα, δεν τις παίρνεις χαμπάρι, ώσπου ξαφνικά σε κυριεύουν ολόκληρο, δεν μπορείς να ξεφύγεις.
Ο καφενές μου ακούει όλες τις πικρές αλήθειες και τα παράπονα που υπάρχουν στο ντουνιά. Αυτές που δύσκολα λέγονται και αυτές που δεν λέγονται καθόλου. Ακούει το βαθύτερο αναστεναγμό, το -μέσα από τα σπλάγχνα - πιο αδυσώπητο «Αχ» της ανθρώπινης ύπαρξης! Το ακούω κι εγώ αυτό το «Αχ», κι ακριβώς αυτό με συναρπάζει. Αυτό δικαιώνει την καριέρα μου ολόκληρη ως καφετζή.
Ακόμη κι αν ξαναγεννιόμουν, την ίδια δουλειά θα διάλεγα. Καφετζής. Γιατί ο καφετζής έχει το ύψιστο προσόν να δίνει παρηγοριά στον άνθρωπο. Ο καφενές ακούει και τα πολιτικά. Έλα εδώ να κάνεις τις πιο σίγουρες πολιτικές μετρήσεις. Έλα να δεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα στους πολύ ενθουσιώδεις. Έτσι έκαμε ο θεός τον Έλληνα, ζωντανό, με πάθος. Εγώ βέβαια οφείλω να σβήσω τη φωτιά, όταν ανάψει η κουβέντα και κορώσει, αλλιώς…αλλοίμονο!
Φτιάχνω εξαιρετικό καφεδάκι. Βαρύ γλυκό, μέτριο, γλυκύ βραστό σκέτο, όχι για να το παινευτώ, είναι η αλήθεια. Αλλά τι τα θες, ο καφές είναι το πρόσχημα. Η πρέφα είναι επίσης πρόσχημα. Οι πελάτες έρχονται εδώ στην πραγματικότητα για μιαν ανθρώπινη επαφή. Για μια σταλιά παρηγοριά. Για μια κουβέντα. Τι να τους κάνεις τους ψυχολόγους και την ψυχανάλυση. Εδώ να έρθετε, στον καφενέ, να δείτε αμπελοφιλοσοφία και ψυχοθεραπεία στην πράξη. Οχτακόσες παροιμίες και ρητά μπορώ να αραδιάσω ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με τον νταλκά που κουβαλάει ο άλλος. Άσε πια τις μαντινάδες…. Ποταμός σου λέω!
Ο καφενές είναι μια από τις μικρές απολαύσεις της ζωής. Είναι η απόλαυση του να μην κάνεις τίποτα. Να μην ενεργείς καθόλου, να μένεις απλός παρατηρητής της ροής του κόσμου. Πάνω και πέρα απ’ όλα τα δρώμενα. Έστω για λίγη ώρα. Είναι το δικαίωμα στην τεμπελιά. Η τεμπελιά – μη νομίζετε – κουβαλά πίσω της μια ολάκερη φιλοσοφία. Τεμπελιάζεις και γεμίζουν οι μπαταρίες σου. Αράζεις, να ο βαρύς γλυκός, σκέψη, απολογισμός, καταμέτρηση, τα συν και τα πλην, ίσως στο φινάλε κάποιο συμπέρασμα. Οι φουσκάλες μετουσιώνονται και γίνονται οι ελπίδες που διαψεύσθηκαν. Φλιτζανάκια και ρακοπότηρα ανεβοκατεβαίνουν, πάνε κι έρχονται. Σκέτος υπερρεαλισμός, όπως λέει κι η κόρη μου η φοιτήτρια που διαβάζει τους ποιητάδες. Δεν γουστάρει βέβαια και τόσο η κόρη μου που έχει πατέρα καφετζή. Θα προτιμούσε να ήμουν δικηγόρος ή γιατρός, γραμματισμένος τελοσπάντων. Μα εγώ της θυμίζω κάτι που έλεγε ένας απ’ αυτούς τους πολυδιαβασμένους.
Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία,
είκοσι χρόνια παίζοντας, έχασα τη ζωή….
είκοσι χρόνια παίζοντας, έχασα τη ζωή….
Θαρρώ τον λέγανε Καρυωτάκη. Στο τέλος μάλιστα τά φτυσε όλα κι «έθεσε τέρμα εις τη ζωήν του». Ενώ εμείς εδώ στον καφενέ μου, τι παίζομε παρακαλώ; Mόνο χαρτιά. Μόνο πρέφα!
ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ
Ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα βαθιά γεράματα, διαπράττει συνεχώς το ίδιο λάθος. Ελπίζει ότι κάπου κάποτε, κάποια στιγμή, θα εκπληρωθούν τα όνειρά του! Αυτή άλλωστε είναι και η κυριότερη αιτία της δυστυχίας του.
Σήμερα, πάλι το τραίνο των ονείρων μας περνά, και εννοώ το τραίνο των ονείρων της γενιάς μας. Περνά κι απομακρύνεται ταλαιπωρημένο και θλιβερό, με τα φώτα μισόσβηστα. Εμείς και η γενιά μας μένομε πάλι απ’ έξω.
Σωριάζονται το ένα μετά το άλλο τα όνειρα των Ελλήνων, διαδοχικά και αμετάκλητα. Το ίδιο και της επόμενης γενιάς το τραίνο μοιάζει να περνά, θλιβερό κι αυτό, λιγοστεύοντας λίγο – λίγο την ελπίδα των νέων των 600 ευρώ που – πάλι καλά – δεν βγήκαν ακόμη στους δρόμους σαν τους Γάλλους.
Να τι έχομε καταφέρει στη σύγχρονη Ελλάδα: Να καταστρέφομε τα όνειρα και το μέλλον. Και μη θαρρείτε πως φταίει απλά και μόνο το κακό κουμάντο στα οικονομικά, η διαφθορά, η λοβιτούρα και τα παρόμοια. Αυτά φταίνε σίγουρα. Εξ’ ίσου φταίει η αδιαφορία, οι μειωμένες αντιστάσεις μας σαν λαού, η καθαρά επιδερμική μας σχέση με τη γλώσσα μας και με τους σπουδαίους εκείνους αρχαίους μας προγόνους.
Όσο θα ακούς εκφράσεις όπως «εξτρίμ» διασκεδάσεις, εξτένσιον μαλλί και όλα τα άλλα γραφικά νέο-ελληνο-αγγλικά, μην ελπίζεις, μην περιμένεις κάτι καλύτερο. Όταν βλέπεις την αισθητική να φτάνει στο «Αγάπη είναι τα κομμένα νύχια που πετάς», μην περιμένεις πια τίποτα. Λες και μας έχουνε κάνει ολική νάρκωση. Πρώτα ας διορθώσουμε αυτή τη νοοτροπία και μετά δούμε και τα άλλα:
-Έλα δω ρε φίλε! Ποιος είσαι εσύ που ζητάς την ψήφο μου; Με ρώτησες εμένα αν έχω να φάω;
Ω, άχρωμη και ασθμαίνουσα ελληνική κοινωνία που μέσα σου ζω, έχω πολλές ερωτήσεις να σου κάνω. Είναι περίεργο, αλλά νοιώθω σαν ένα μοσχάρι! Μαζί με άλλα πολλά μοσχαράκια βόσκουμε σε λιβάδια ειδυλλιακά, λιβάδια του ονείρου. Ζούμε με μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, που όμως δεν είναι αληθινή. Νομίζουμε ότι ήμαστε ευτυχείς διότι δεν έχομε σαφή αντίληψη της ευτυχίας! Νομίζουμε ότι ήμαστε ευτυχείς μέσα στη καταθλιπτική πλάνη μας.
Ο Θωμάς κούνησε το κεφάλι προσηλωμένος στο απέναντί του ταπεινό αγριολούλουδο:
- Θέλεις να περνάς ωραία; Θέλεις να σαι πάντα χορτάτος; Τότε φρόντισε να συμφωνείς. Να συμφωνείς με την οικογένεια σου, με τους συναδέλφους σου, με το δήμαρχό σου, με το διευθυντή σου στη δουλειά, ακόμη και με τον τηλεπαρουσιαστή, αλλά προπάντων να ακούς και να κουνάς το κεφάλι καταφατικά και σα τον αρουραίο να κολυμπάς στα ακάθαρτα νερά για να μη πνιγείς στον υπόνομο. Μάλιστα κύριε, θα λες, κι έτσι υπάκουος όπως θα είσαι σύντομα θα γίνεις κομμάτι του όχλου που ακολουθεί τον καλό ποιμένα (όποιος κι αν είναι αυτός-πολιτικός, αστυνόμος, ιερέας, δάσκαλος , εργοδότης) και ίσως πάρεις και προαγωγή για να είσαι η πιο αποτελεσματική μαριονέττα στο χώρο.
Έτσι είναι η ζωή φίλε! Άδικη. Τι να κάνουμε τώρα; Προσαρμόσου. Δέξου το. Αποδέξου το. Ο κόσμος είναι άδικος. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το δίκαιο είναι μια έννοια αιθέρια, ουράνια, αλλά γήινη όχι! Οι ανισότητες αναπαράγονται με χαρακτηριστική ακρίβεια γιατί δε γίνεται αλλιώς. Γιατί ο κόσμος είναι χτισμένος στην ανισότητα. Γιατί αυτό που μας φαίνεται ανισόρροπο και παράταιρο είναι που κάνει τον κόσμο να ισορροπεί. Αυτό είναι «το σύστημα».
Αν αναρωτιέσαι το γιατί, θα σου απαντήσω «γιατί έτσι»! Πρέπει να δεχτείς το «γιατί έτσι». Σαν μια απάντηση φυσική, αναμενόμενη, τόσο αναμενόμενη όσο το ότι ο ήλιος δύει από τη δύση. Γιατί δύει από τη δύση; -Γιατί έτσι. Γιατί αυτή η ανισότητα;
-Γιατί έτσι. Να μάθεις την εικόνα τους. Να την συνηθίσεις. Να περνάς από δίπλα τους χωρίς να μπήγεις τα νύχια στη δεξιά σου παλάμη. Γιατί αυτοί και όχι εγώ;
-Γιατί έτσι! Εμείς κι εκείνοι. Δυο κόσμοι που δεν θα συναντηθούν γιατί έτσι…
Το τραίνο των ονείρων μας περνά κι εμείς το κοιτάζομε αμίλητοι! Εμείς δεν πρόκειται να επιβιβαστούμε. Ποιοι όμως είναι τελικά οι υπεύθυνοι γι αυτό; Είναι κάποιοι από αυτούς που θα έρθουν πάλι να ζητήσουν τώρα την ψήφο σας.
Αρνηθείτε! Όποιοι κι αν είναι, αρνηθείτε! Μην τους λυπηθείτε, αφού ούτε εκείνοι σας λυπήθηκαν. «Φτάνει πια», να τους πείτε.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ
Ο Θωμάς έφερε το καραφάκι με τη ρακή, έφερε ελιές και παξιμάδι, έκοψε και τη ντομάτα σε φέτες και κάθισε δίπλα μου.
-Το παξιμάδι το ζυμώνω μοναχός μου με τρόπο παλιό, παραδοσιακό, μου τον έμαθε ο πατέρας μου! Δοκίμασε!
-Αδύνατο μου μοιάζει να καταλάβω πως φτάσαμε να δεχτούμε και να ανεχτούμε κηδεμόνα στη χώρα μας ένα ξένο οικονομικό οργανισμό, αυτό που λέμε ΔΝΤ.
-Τι είναι στην πραγματικότητα το ΔΝΤ; Και σε τι μας αγγίζει, τι μας ενδιαφέρει εμάς, τους πνευματικούς ανθρώπους, το ΔΝΤ;
-Και όμως μας ενδιαφέρει! Το ΔΝΤ προσπαθεί να εδραιώσει την υπεροχή της αγοράς έναντι της ανθρώπινης ζωής, και ως προς αυτή τη διάσταση, φυσικά μας ενδιαφέρει.
Όταν καταστρέφεται η οικονομική ζωή των ανθρώπων τότε καταστρέφονται οι τέχνες, τα μυαλά και τις ελευθερίες αυτών των ανθρώπων. Πως θα μπορούσαμε να αδιαφορήσουμε; Για παράδειγμα το ΔΝΤ δεν θα δίσταζε να επιβάλλει περικοπές των δαπανών για την παιδεία. Μα αυτό θα ήταν ταφόπλακα για τα νιάτα και για το μέλλον της χώρας!
Κάτι παρόμοιο θα γίνει σε όλους τους τομείς. Τι τη νοιάζει την αγέρωχη και παντοδύναμη κυρία Μέρκελ; Η ίδια μας είπε δια στόματος του υπουργού της των Οικονομικών ότι οι Έλληνες δεν δικαιούμαστε να ομιλούμε! Εμείς δεν δικαιούμαστε, τουλάχιστον δικαιώνεται ο Σολωμός: «Δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κρουταλεί.»!…
Πριν από 37 χρόνια, το σύνθημα «Ψωμί - Παιδεία – Ελευθερία» μας συγκλόνιζε όλους τους Έλληνες. Σήμερα που φθάσαμε; Ούτε το ψωμί ούτε η ελευθερία μας σαν λαού είναι δεδομένα. Μόνο αβεβαιότητα και δόσεις δανείων βλέπομε στον ορίζοντα. Το σύνολο του μεταπολιτευτικού πολιτικού μας συστήματος, με πράξεις και παραλείψεις, έχει οδηγήσει τη χώρα στην απόλυτη χρεοκοπία.
-Όσο για ελευθερία….θα μου επιτρέψεις να αμφιβάλλω για την ποιότητα ελευθερίας που απολαμβάνομε σήμερα. Η παρακολούθηση του πολίτη από το κράτος με πολλούς και διάφορους μηχανισμούς, παρουσιάζεται πλέον σαν μια φυσιολογική και αναπόφευκτη διαδικασία ασφάλειας και ελέγχου. Η νεοφιλελεύθερη λογική της ασφάλειας προωθεί υπερσύγχρονα συστήματα παρακολούθησης, ιδίως συστήματα βίντεο-παρακολούθησης με κάμερες κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης.
Η ελευθερία μας έχει μπει πια σε εισαγωγικά, φαίνεται μάλιστα πως θα ακολουθήσουν χειρότερα με την κάρτα του πολίτη η οποία ετοιμάζεται και προαναγγέλλεται.
Ο Θωμάς ρουφούσε τη ρακή του με επιφωνήματα ευχαρίστησης.
Τον κοίταζα σκεφτικός. Διάφορα γεγονότα των τελευταίων ημερών με έκαναν κάθε τόσο να αφαιρούμαι και να μην προσέχω τις μετρημένες κουβέντες του
-Λυπάμαι φίλε…Ξέρεις, δε γίνεται να χτίζεις μικρούς φράχτες και έτσι να νομίζεις πως θα κρατήσεις τους εφιάλτες απ' έξω. Δε γίνεται να τους κάνεις κουμάντο όλους με μια αγριοφωνάρα σου. Δεν σε φοβάμαι και τη γνώμη μου θα την πω θαρρετά, όπως λένε, σαν άντρας.
Ο Θωμάς ξαναγέμισε τα ποτήρια. Το αλκοόλ έχει δράση μυστηριακή και λυτρωτική συγχρόνως.
Λυπάμαι, επαναλάμβανα συνεχώς. Πάνω από τα μισογκρεμισμένα τείχη έβλεπα την Τροία να καίγεται.
Όμως η πτώσις μας είναι βέβαια. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ο θρήνος.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κι η Εκάβη κλαίνε.
στα τείχη, άρχισεν ο θρήνος.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κι η Εκάβη κλαίνε.
Έφυγα χωρίς τίποτε να πάρω μαζί μου. Ούτε λάφυρα, ούτε χώμα. Σχεδόν ξυπόλητος έφυγα, όπως ήρθα. Μόνο λίγες μουσικές νότες τυλιγμένες σε πακέτο γιορτινό.
Η Τροία εν τω μεταξύ καιγόταν. Οι φωτιές έφταναν μέχρι την άκρη της πόλης. Έβλεπες το βασίλειο να καίγεται. Έβλεπες τη βασίλισσα δούλα. Έβλεπες τα παιδιά να γκρεμίζονται από τα τείχη. Λίγο πιο κει ο Δούρειος Ίππος. Πάντα ένας Δούρειος Ίππος και ύστερα ακολουθεί η πτώση, η άλωση.
Το πιο σπουδαίο πάντα, είναι να μην συμβιβάζεσαι. Να μην μπορεί κανείς να σε βάλει στο τσεπάκι του. Λυπάμαι κύριε Μάνο, μα δεν μπορείς να με βάλεις στο τσεπάκι σου.
Ούτε Αχαιοί, ούτε Ελένες. Μόνοι σας ετοιμάζεστε να βάλετε φωτιά και να κάψετε την Τροία. Εκεί που κάποτε ακούγονταν χαρούμενες φωνές, σε λίγο θα βλέπεις μόνο στάχτες και μια ανυπόφορη μπόχα.
-Λυπάμαι…μα οι καθαρές αξίες θέλουν καθαρά μυαλά και κυρίως καθαρές καρδιές. Δεν θα τις βρεις τόσο συχνά. Αν τις βρεις, ακριβοφύλαξέ τις. Εσένα μιλώ, Θωμά, εσένα το λέω…
ΙΡΛΑΝΔΟΙ ΚΑΙ …ΙΟΥΔΑΙΟΙ
Χρόνια και χρόνια μεσ’ την άμμο, εκεί που ανθίζει η φοινικιά
Δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο, δώρα κρατώντας και προικιά
Ο ένας ήταν Ιρλανδός, ο άλλος ήταν Ιουδαίος…
Θαυμάζω τους Ιρλανδούς. Θαυμάζω τη λογική και οργισμένη αντίδραση αυτού του υπερήφανου λαού εναντίον της πολιτικής του ηγεσίας, η οποία μετά από δικά της λάθη και παραλείψεις παρέδωσε τη χώρα αλυσοδεμένη στο ΔΝΤ.
Για ποιο λόγο είμαι ιδεολογικά αντίθετος με το ΔΝΤ; Διότι αυτό υποστηρίζει την υπεροχή της αγοράς απέναντι στην αξία της ανθρώπινης ζωής! Όταν οι αξίες της υγείας, της παιδείας, της τρίτης ηλικίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας περιθωριοποιούνται και υποτιμούνται προς όφελος των οικονομικών μεγεθών, όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν να αντιστέκονται.
Βρίσκω λοιπόν εγώ το Όχι των Ιρλανδών προς το ΔΝΤ, πιο βροντερό από το Όχι των Ελλήνων. Γι αυτό τους θαυμάζω τους Ιρλανδούς
Δίψα τους έκαιγε τα χείλη, μα πριν φωνάξουν τη βροχή,
είδαν στην έρημο μια πύλη που γραφε «Τέλος» και «Αρχή»
Μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός, πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος
Τον τελευταίο καιρό η λέξη «Ελλάδα», μου φέρνει συνειρμικά στο νου το γνωστό «ένα καράβι παλιό σαπιοκάραβο…». Μη με ρωτήσετε γιατί! Το γιατί το γνωρίζετε. Το καράβι αυτό της Ελλάδας πλέει μέσα σε θάλασσα ταραγμένη. Το ζητούμενο είναι η κατεύθυνση, ο προορισμός. Όποιος τον γνωρίζει ας τον πει και σε μένα.
-Που πάμε πατριωτάκια; Που πάμε;
Εν τω μεταξύ, το δέντρο της Αχαριστίας φυσικά ανθεί παντού, και θα ανθεί παντού και πάντα. Δεν το λέω σαν κάτι καινούργιο, άλλωστε είναι τόσο παλιό. Τώρα το πήρες χαμπάρι, θα με ρωτήσετε; Όχι βέβαια. Απλά, η πραγματικότητα της ζωής καμιά φορά μας φρεσκάρει τη μνήμη, μας προσγειώνει στην πραγματικότητα.
Πολύ κοντά στο δέντρο της Αχαριστίας θα βρεις και το δέντρο της Υποκρισίας. Α, ναι, βέβαια, υπάρχει κι αυτό. Έχει κάτι φύλλα οξυκόρυφα και κάτι αγκάθια αιχμηρά, που πολύ του ταιριάζουν. Άνθη αλλόκοτα, σέπαλα, πέταλα, στήμονες, ύπερος. Οι καρποί είναι – δεν το συζητώ – δηλητηριώδεις. Αν κατά λάθος πεις να δοκιμάσεις ….. αλλοίμονό σου!
-Να φεύγεις. Όσο μακρύτερα μπορείς Θωμά. Καλύτερα στο σπίτι σου. Στο χωριό σου. Με τα κουνέλια και τις κότες σου. Με το λάδι σου και το κρασί σου. Αλλά και με το θάρρος της γνώμης σου.
«Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων….»
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων….»
Οι ξένοι επιτηρητές, η λεγόμενη «τρόικα» είναι ένας πέλεκυς θανατηφόρος πάνω από τις κεφαλές των Ελλήνων. Ένα άρμα δρεπανηφόρο που καλπάζει πλάι τους. Όχι κύριε Πάγκαλε, το μνημόνιο δεν είναι ευτυχία.
Κρίμα, για το «Βήμα». Την Παρασκευή κυκλοφόρησε το τελευταίο φύλλο της ημερήσιας έκδοσης της ιστορικής εφημερίδας «Το Βήμα» που έχει αναθρέψει γενιές. Η διοίκηση θα μειώσει τους μισθούς όλων των εργαζομένων για να μην αναγκαστεί να κάνει απολύσεις.
-Που πάμε πατριωτάκια; Που πάμε; Μήπως οδεύομε προς μια μετατροπή της Ελλάδας και των άλλων κρατών της περιφέρειας της Ευρωζώνης σε μια νέα μορφή αποικίας (γερμανικής), υποταγμένης όχι με όπλα αλλά με μέσα νομισματικού και οικονομικού πολέμου;
Φτάσανε στα μεγάλα τείχη, και κάπου εκεί στην αγορά
Κάποιον ρωτήσανε στην τύχη, που είναι ο γάμος κι η χαρά…
Τον ρώτησε ο Ιρλανδός, τον ρώτησε κι ο Ιουδαίος
Να και κάτι ευχάριστο. Μετά από αρκετά χρόνια, είδα με ικανοποίηση την επανεκλογή του Γιάννη Φίλη ως Πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης. Ο Φίλης είναι ένα παράδειγμα έντιμου ανθρώπου. Εκείνου του ανθρώπου που το αξίζει το ψωμί που τρώει.
Για την κλιματική αλλαγή ο Φίλης φωνάζει εδώ και τουλάχιστον σαράντα χρόνια.
Τελευταία τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής επιταχύνθηκαν και μεγάλωσαν τόσο, ώστε φέτος – κατά παρέκκλιση από τις παλαιότερες προβλέψεις για πιο καθυστερημένη εξέλιξη στα παρόμοια φαινόμενα – να σημειωθούν φαινόμενα κλιματικής αλλαγής, που κανένας μέχρι σήμερα δεν περίμενε. Ο Φίλης με έκανε να γνωρίσω βαθύτερα και να αγαπήσω πραγματικά τη φύση. Τον ευγνωμονώ γι αυτό.
Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια τους έδειξε στο χώμα, εμπρός
Δυο πεθαμένα παριστέρια, που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός
Ας βγει κάποιος κάποτε, για να μας πει υπεύθυνα ποια είναι η αλήθεια για τον ορυκτό πλούτο της χώρας μας. Βοά το πανελλήνιο με τις εκπομπές του Χαρδαβέλλα.
Στο ελληνικό υπέδαφος υπάρχουν λέει τεράστια κοιτάσματα άμεσα εκμεταλλεύσιμα φυσικού αερίου και κοιτάσματα πετρελαίου, που θα απέδιδαν στα κρατικά ταμεία ετησίως 250 -300 δισ. ευρώ. Δηλαδή, αν τα παραπάνω ισχύουν, η Ελλάδα θα έπρεπε να ήταν ο ορυκτός πλούτος της Ευρώπης και όχι ο ζητιάνος της Ευρώπης.
-Ποιοι είμαστε τελικά, πατριωτάκια και προς τα πού πάμε;
Δάκρυσε τότε ο Ιρλανδός, δάκρυσε κι ο Ιουδαίος….
Σημείωση: Οι στίχοι είναι από το «Ιρλανδός και Ιουδαίος» του Ν. Γκάτσου και το «Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών» του Κ. Καβάφη.
ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Δεν την είδαμε ακόμη τη βροχή, κι ας έπιασε Δεκέμβρης. Την αποζητούμε και την ευχόμαστε, για να ποτίσει όχι μόνο την ξερή γη μα και τις ξέρες της ζωής μας, τ’ αποξεραμένα μας αισθήματα. Μα εκείνη δεν έρχεται. Παρ’ όλα αυτά ξέρομε πως πλησιάζει, είναι κοντά. Σχεδόν οσμιζόμαστε το βρεγμένο χώμα της αυλής, του περιβολιού και του πάρκου.
-Ας έρθει επιτέλους η βροχή να πλύνει τις πληγές, να ξεπλύνει τη βρώμα μας, είπε ο Θωμάς με τα χέρια στον ουρανό απλωμένα σαν ικεσία..
Ο αρσενικός ουρανός στέλνει τη βροχή και η θυλικιά γη την υποδέχεται με ανατριχίλα. Θεριεύουνε οι σκέψεις μέσα στη βροχή, γίνονται σπόροι στο χωράφι της ψυχής μας κι εκείνοι καθώς ποτίζονται ανθίζουν και ωριμάζουν.
Ο Γιώργος ανυπομονεί. Τον έχει πιάσει το λογοτεχνικό του, γράφει στίχους εκ του προχείρου σ’ ένα ταλαιπωρημένο τετράδιο.
-Βρέχει και βρέχεσαι, μικρό χειμωνιάτικο πουλί. Δεν κάνεις την παραμικρή προσπάθεια να προφυλαχτείς ή να κρυφτείς όπως κάνει κάθε πλάσμα του θεού όταν βρέχει. Βροχερές θλιβερές. Κυριακές και λαμπερές Δευτέρες θυμάμαι συνέχεια στη ζωή μου και στη χώρα μου.
-«Δεν θα ξαναγράψω πια», είπε ο Τσέζαρε Παβέζε, το ίδιο θάθελα να πω κι εγώ, μα δεν ξέρω αν θα το καταφέρω. Η ζωή μου θέλω να αποτελείται, όχι από μέρες, μήνες και χρόνια, αλλά να αποτελείται από δευτερόλεπτα. Καυτά δευτερόλεπτα, συνταρακτικά και απρόβλεπτα, αντάρτικα κι επικίνδυνα.
Η λέξη «ελευθερία» και η λέξη «δημοκρατία», πάντα μοναχικές και πάντα αμετάφραστες μέσα στους αιώνες. Λέξεις που απλά υπάρχουν και, ή τις αισθάνεσαι ή όχι.
-«Η ελευθερία μου είναι στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω. Μπορώ να σεργιανίσω ό,τι ώρα μου γουστάρει, να ξεφωνίσω...» είπε ο Θωμάς, που τελευταία τον έπιασα να διαβάζει στίχους της Κατεερίνας Γώγου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω. Μπορώ να σεργιανίσω ό,τι ώρα μου γουστάρει, να ξεφωνίσω...» είπε ο Θωμάς, που τελευταία τον έπιασα να διαβάζει στίχους της Κατεερίνας Γώγου.
-Μπορώ να σας πουλώ παραμύθια επί ώρες, τους είπα εγώ, κι εσείς να μην το καταλαβαίνετε. Η ενεργητικότητά μου δεν έχει όρια. Βρέχει κι ακούω τη βροχή να με ποτίζει, να με μαλακώνει, να με γονιμοποιεί. Δεν μπορεί, αναρωτιέμαι. Κάτι θα συμβεί και η πορεία θ’ αλλάξει. Κάτι θα συμβεί με τη βροχή, αυτή την ώρα που βρέχει.
-«Ζωή δεν είναι να περιμένεις να σταματήσει η βροχή. Το αντίθετο: ζωή είναι να μπορείς να χορέψεις μέσα στη βροχή», μου είπες κάποτε, τότε που η ζωή σου χτυπιόταν από καταιγίδα. Εγώ συμφώνησα (φυσικά) και σε κοίταξα με θαυμασμό.
Καθώς η χώρα μου μ’ έπνιγε και με γέμιζε οργή μέσα στη μαύρη κατήφεια που επικρατούσε, συνήθιζα να επαναλαμβάνω στίχους του Ρίτσου: «Άκου τι όμορφα που τραγουδάει η βροχή, τι όμορφα που τραγουδάει η καρδιά μας….» Κι ακόμη, όταν οι εφημερίδες έγραφαν για αγορές και για διεθνείς τοκογλύφους εγώ θυμόμουν τους στίχους κάποιου άλλου ποιητή: «θα ξαναγεννηθούμε σε μιαν άλλη χώρα, θ' ανακαλύψουμε και πάλι τις πρώτες λέξεις και θα προφέρουμε περήφανα κάθε ελάχιστο αυτονόητο. Θα πιστέψομε πάλι στη χώρα μας και στην διαχρονική της αξία…».
Ο Θωμάς με κοίταζε χωρίς να λέει κουβέντα. Το ίδιο και ο Γιώργος.
-Να φεύγεις. Όσο μακρύτερα μπορείς Θωμά. Να φεύγεις Γιώργο. Καλύτερα στο σπίτι σου. Στο χωριό σου. Με τα κουνέλια και τις κότες σου. Με το λάδι σου και το κρασί σου. Αλλά και με την αξιοπρέπειά σου αλώβητη και το θάρρος της γνώμης σου σημαία.
Οι πρώτες σταγόνες βροχής επιτέλους αρχίζουν να πέφτουν. Επιτέλους αρχίζει να βρέχει. Η βροχή θα ξεπλύνει όλα τα δεινά. Ίσως σε λίγο ν’ αρχίσει η κάθαρση.
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ!
«Η Μετεωρολογική υπηρεσία προβλέπει ραγδαία μεταβολή του καιρού. Ακραία φαινόμενα με καταιγίδες σ’ ολόκληρη τη χώρα και μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας. Βόρειοι άνεμοι επικρατούν, θαλασσοταραχή στα πελάγη….»
Ο φίλος μου ο Γιώργος χαμήλωσε την τηλεόραση και ο νους του φτερούγισε με ανακούφιση στις διπλωμένες κουβέρτες μου ήξερε πως περίμεναν υπομονετικά μέσα στην ντουλάπα.
-Μεγάλη εφεύρεση η κουβέρτα σκέφτηκε φωναχτά. Λες κι είναι ευλογία θεού μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Το χνούδι της είναι φάρμακο για τη διαταραγμένη σου απ’ το αστραπόβροντο ψυχική ισορροπία. Τη χαϊδεύεις με την παλάμη και στο νου σου ανακαλούνται εικόνες από παιδικά παραμύθια.
Η χαρούμενη φωνή της θυγατέρας του τον έβγαλε από τις σκέψεις. Σιγοτραγουδούσε ένα ρεφραίν που μιλούσε για μαγικές βραδιές και φεγγαρόλουστες θάλασσες.
-Ξεσηκώθηκαν πάλι οι φοιτητές στην Αγγλία, είπε κάποια στιγμή σταματώντας το τραγούδι η Νατάσσα.
Καμιά απάντηση. Η Νατάσσα ξαναμίλησε:
-Ποιο είναι το μυστικό της ευτυχίας; Η ελευθερία! Αυτό το είπε ο Περικλής! Άραγε η γενιά μας θα ζήσει ελεύθερη;
Αυτά είναι τα νιάτα. Η νέα γενιά. «Τα νιάτα είναι το πουλί που πάντα πεταρίζει κι όπου τα’ αρέσει το κλαδί πηγαίνει και καθίζει…». Αυτά τα νιάτα που σε λίγο δεν θα τολμούμε να την κοιτάξομε στα μάτια. Γιατί θα νοιώθομε ενοχή για όλα όσα η δική μας γενιά έχει διαπράξει. Ναι, ο πλούτος της χώρας που εμείς τόσο ασυλλόγιστα σπαταλήσαμε με τρόπο ακραία διεφθαρμένο, αυτός ο πλούτος ανήκε στους νέους, στα παιδιά μας. Απ’ αυτούς τον αρπάξαμε, απ’ αυτούς τον κλέψαμε. Το μέλλον τους με ελαφριά καρδιά υποθηκεύσαμε. Γιατί αυτοί οι νέοι, τα παιδιά μας, θα κληθούν να πληρώσουν τα δικά μας χρέη. Θα πρέπει να ζήσουν άλλωστε σε μια χώρα υποταγμένη – υλικά και ηθικά - στους δανειστές της.
Το ίδιο συμβαίνει και με το περιβάλλον, τη φύση που ασυλλόγιστα καταστρέφομε. Στους νέους, στα παιδιά μας ανήκει και το περιβάλλον. Από αυτά το έχομε πάρει δανεικό, άρα τους το οφείλομε ανέπαφο. Εν τούτοις εμείς με θράσος το καταστρέφομε.
Ακόμη και τη γλώσσα μας την Ελληνική δεν έχομε καταφέρει να τους παραδώσομε σωστά, καθώς έπρεπε, παρά τους την παραδίδομε γεμάτη βαρβαρισμούς, σολικισμούς, αστεϊσμούς και ….αγγλισμούς μπόλικους. Επικρατεί ανάμεσα στους νέους μια γλώσσα ανάμικτη με ξενικά στοιχεία κάτι που δυστυχώς και σε μας φαίνεται πλέον …φυσικό.
-Η καρδιά μου ανήκει στους νέους. Σ’ αυτούς έχω αφιερώσει τη ζωή μου. Τους αφήνουμε όμως να ζήσουν σ’ ένα κόσμο διαλυμένο και αυτό με πληγώνει! Κάποιοι βουλευτές μίλησαν ήδη για μια χαμένη νέα γενιά. Τι θα έχει να μας πει άραγε για τη Νέα Γενιά και για το φάσμα της ανεργίας που την απειλεί ο Γιώργος Παπανδρέου, που φτάνει την Κυριακή στο Ρέθυμνο;
Ο φίλος μου ο Γιώργος μιλούσε άθελά του μεγαλόφωνα, με το βλέμμα απλανές, προσηλωμένο στη βροχή που χτυπούσε το παράθυρο.
Σχεδόν μηχανικά κάθισε στο γραφείο του, άνοιξε το τετράδιο των σημειώσεων κι άρχισε να γράφει:
«…Όλοι εμείς μαζί συνένοχοι, το μέλλον να μας κοιτάζει απορρημένο μέσα από τα μάτια των παιδιών μας… Εμείς είμαστε η πρώτη γενιά που αφήνει τον κόσμο να γίνει χειρότερος. Εμείς είμαστε η πρώτη γενιά που συμφωνεί να παραδώσει τα παιδιά της σε ένα αύριο χωρίς δικαιώματα ζωής. Το αληθινό διακύβευμα για μας τους Έλληνες σήμερα δεν είναι απλά πως θα σωθεί η οικονομία, αλλά πως θα σωθεί το μέλλον των παιδιών μας….»
Ο Γιώργος συνέχισε να γράφει. Έγραφε και δεν έβγαζε άχνα.
Δεν τολμούσε να πει τις σκέψεις του φωναχτά. Έγραφε γρήγορα, ένοχα, σαν τους ποιητές που γράφουν γιατί δεν τολμούν να μιλήσουν. Το καταφύγιό τους είναι το χαρτί. Εκεί μέσα κρύβονται οι δειλοί, ενώ θα πρεπε να έχουν βγει στο δρόμο και να ουρλιάζουν.
Η κόρη του τον κοίταξε με απορία:
-Τι σου συμβαίνει πατέρα; Να σου φτιάξω καφέ;
Ασφαλώς, και βέβαια! Ο Γιώργος θα έπινε ευχαρίστως έναν καφέ, αληθινά τον είχε ανάγκη τούτη τη στιγμή που έμοιαζε με τη στιγμή της αλήθειας.
Η πρώτη αστραπή ώρμησε από το παράθυρο μέσα στο σπίτι, πίσω της και η κυρά βροντή.
-Έρχεται κακοκαιρία, είπε η Νατάσα σκεφτική. Έρχεται μπόρα.
Η βροχή είχε αρχίσει καταρρακτώδης. Ο άνεμος λυσσομανούσε και το αστραπόβροντο συμπλήρωνε την εικόνα.
Ναι Νατάσα, έρχεται μπόρα. Με μιαν ανατριχίλα μπροστά στην μπόρα και με μιαν απελπισία μπροστά στη Νατάσα που (ήδη) τα έχει αντιληφθεί όλα!
-Κουράγιο πατέρα!
-ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ, έγραψε εκείνος με κεφαλαία κι έκλεισε το τετράδιο.
ΣΚΗΝΙΚΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
«Καρδιά του χειμώνος, Χριστούγεννα, Αι Βασίλης, Φώτα».
Μέσα στο Χριστουγεννιάτικο σκηνικό που ήδη έχει διαμορφωθεί, τα λόγια του Παπαδιαμάντη είναι τα καταλληλότερα για να εκφράσουν αυτά που έχω να σας πω και να περάσω τα μηνύματά μου. Ιδιαίτερα επίκαιρος είναι φέτος ο κοσμοκαλόγερος, αφού σ’ ολόκληρο το έργο του η λιτότητα και η φτώχεια κυριαρχούν και επιβάλλονται μέσα απ’ την καθημερινή δράση των ηρώων του.
«Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δεν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, να ὕμνῳ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, να περιγράφω μετ΄ἔρωτος τὴν φύσιν….».
Ο Θωμάς ήταν «κάθετος».
-Τι κι αν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Έτσι είναι η ζωή! Το δέντρο της Αχαριστίας ευδοκιμεί τόσο εύκολα παντού, ώστε δεν είναι καθόλου απίθανο να το συναντήσεις ξαφνικά μπροστά σου. Αν σου τύχει, μη διστάσεις: Μάζεψε την αξιοπρέπεια και τα μπογαλάκια σου και πάρε «των αμμαθιώ σου».
Αυτό ακριβώς άκανα κι εγώ: Χωρίς πολλές κουβέντες μάζεψα τα μπογαλάκια μου και βγήκα στο δρόμο. Όπως το συνηθίζω περπατούσα φιλοσοφώντας.
-Τι τα θες φίλε μου! Ακριβώς έτσι είναι η ζωή και δεν μπορείς να την αλλάξεις. Αλλοίμονο σ’ όποιον δεν το χει εμπεδώσει. Ποιος είναι άραγε ο ορισμός της αλήθειας στη σημερινή εποχή; Αλήθεια είναι εκείνο που δεν πρέπει να λέγεται! Εκεί έχομε φθάσει σαν λαός και σαν χώρα!
Έκανε κρύο τσουχτερό. Τα δελτία προβλέπανε κατακαίρι αλύπητο, ισχυρούς βόρειους ανέμους, καταιγίδες, χειμώνα βαρύ, κι εγώ με τα μπογαλάκια μου και με τις σκέψεις μου στο δρόμο.
-Πέρασε, κάτσε να ξαποστάσεις και να ζεσταθείς!
Ήταν η Έλσα! Ευγενική, χαμογελαστή και καλότροπη όπως πάντα, μια αξία πραγματική.
Με κέρασε κρασί και τα βρισκούμενα και είπα, «μα αυτό που εγώ λαχταρώ, αυτό που μου λείπει, είναι η μουσική»!
-Έχω και μουσική, γύρισε και μου είπε με μυστηριώδες χαμόγελο.
Μια βραδιά αφιερωμένη στο Μεγάλο Πολωνό ρομαντικό για τα 200 χρόνια από τη γέννησή του ήταν ότι έπρεπε για να παρηγορηθώ. Πήραν μέρος και τα μαθητούδια της, ένα μπουκέτο ομορφιάς και αρμονίας.
Έτσι λοιπόν είναι η ζωή! Εκεί που λες, κρίμα, πως όλα χάνονται τόσο ξαφνικά, που θα βρω ν’ ακούσω τώρα τη μουσική που λαχταρώ, ξαφνικά σου στέλνει ο Θεός μια Έλσα και σου ανοίγει το σπίτι της, σαν μια πόρτα του παραδείσου. Σε βάζει να καθίσεις αναπαυτικά απέναντι στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία της συντελείται το θαύμα: Αστραπές και κεραυνοί σχίζουν τον ορίζοντα της χειμωνιάτικης νύχτας αποκαλύπτοντας τον ίδιο το Θεό που μας ορίζει. Οι νότες του μεγάλου Πολωνού – αντίστοιχα - σχίζουν τα συναισθήματα αποκαλύπτοντας της ψυχής τα μυστικά και τα πάθη. Περιδίνιση πρωτόγνωρη μέσα σε χοάνη ουτοπική, συμπαντική.
«Ἠξεύρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθύ καὶ ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις».
-Αναρωτιέμαι πόσο μεγάλη υπόθεση είναι τελικά η μουσική για τους ανθρώπους.
- Η μουσική θεραπεύει, ενώνει, απαλύνει, γκρεμίζει και ξαναχτίζει, είπε η Έλσα.
-Tα μουσικά πράγματα είναι μεταβαλλόμενα, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Ο καθένας μόνος του πρέπει να καταλάβει τι είναι αυτό που του αρέσει. Υπάρχουν τόσα ενδιαφέροντα και σημαντικά πράγματα που τρέχουν στον ορίζοντα το μουσικό. Τρέξε να τα βρεις μόνος σου...Ανακάλυψέ τα! Η μουσική είναι ελευθερία!
Ο Θωμάς χαμογελούσε με φανερή ικανοποίηση καθώς του διηγούμουν όλα αυτά, την επόμενη μέρα.
-Όχι, δεν θα κάτσουμε στ’ αυγά μας να τρώμε τη μπομπότα και το χυλό μας μπροστά από το δελτίο του Μέγκα και του Σκάι. Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα και αληθινά πράγματα στη ζωή, μόνο που δυσκολεύεσαι να τα παρακολουθήσεις! Δες για παράδειγμα το συγκλονιστικό σύνθημα που ακούγεται και γράφεται τελευταία: «Δώστε μας την πατρίδα μας πίσω»! Εμένα τουλάχιστον με συνταράζει βαθιά.
-Μα πάνω απ’ όλα, πλησιάζουν Χριστούγεννα, κι αυτό με συνεπαίρνει Θωμά! Μην ξεχνούμε τον Παδιαμάντη! Αυτόν τουλάχιστον δεν μπορούν να μας τον πάρουν οι ξένοι… Ο Παπαδιαμάντης υπάρχει, η γλώσσα υπάρχει, η Ελλάδα υπάρχει!
«Καὶ τὶ πταίει ἡ γλαύξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος…»
Με μουσική ή χωρίς μουσική, η νύχτα των Χριστουγέννων επλησίαζε. Οι άνθρωποι προχωρούσαν στις προετοιμασίες τους, αν και ένας παρατηρητικός θα διέκρινε την απογοήτευση σαν μια σύσπαση των μυών στα πρόσωπα των ανθρώπων.
«Η νυξ των Χριστουγέννων αείποτε έσχεν ιδιαιτέραν επιρροήν επί του νευρικού μου συστήματος…. Εάν ήμην παιδίον! Τις εξ υμών δεν θα ήθελε την νύκταν αυτήν να είναι παιδίον… »
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΑ
Μέρες εορταστικές, μέρες και νύχτες Χριστουγεννιάτικες. Κάθομαι και ρεμβάζω μ’ ένα μπουκάλι κρασί. Όχι απαραίτητα ακριβό, όχι απαραίτητα cabernet. Ότι ακριβώς με δίδαξε ο Θωμάς: Οίνος αρχή ονείρου και «οίνος ευφραίνει καρδίαν».
Με το αλκοόλ η σκέψη ολισθαίνει. Η συνείδηση αντιστέκεται αλλά η σκέψη σταθερά και επίμονα ολισθαίνει. Το οινόπνευμα καίει αργά τον οισοφάγο, τα σπλάχνα, ύστερα καταλαμβάνει κάθε κενό χώρο στον εγκέφαλό μου.
Νύχτα Χριστουγέννων, νύχτα θεική. Η σελήνη παρ’ όλη την παγωνιά ίσως να καλύπτει με λειωμένο ασήμι την πόλη, τους δρόμους, αλλά και τους πόνους και τα βάσανα τ’ανθρώπινα, τυλίγοντας τα πάντα σε μια αχλή παραμυθιού, κάνοντας όλα να φαίνονται όμορφα, χωρίς πολέμους, χωρίς οικονομικές κρίσεις, χωρίς το βουβό κλάμα πεινασμένων ανθρώπων. Μέσα σε Χριστουγεννιάτικο σκηνικό αρχίζει το ταξίδι μέσα στο παντοδύναμο κράτος του ονείρου.
Τι σημαίνει «ονειροπόλος»; Έχετε ποτέ αναλογιστεί; Είναι ο άνθρωπος ο οποίος, όπου βρεθεί, χωρίς να χρειάζεται καν να κλείσει τα μάτια, μπορεί να ονειρεύεται. Φτάνει μια στιγμή ν' αγναντέψει τη θάλασσα καθισμένος στο βράχο και αυτόματα έχει ξεκινήσει για τα μακρινότερα ταξίδια στα πιο φανταστικά μέρη της γης.
Κοιτάζοντας μια έναστρη νύχτα τον ουρανό – μια νύχτα Χριστουγέννων ιδίως - περνάει διαδοχικά απ' όλα τ' αστέρια, και χώνεται βαθιά μέσα στα μυστικά τους. Μέσα σ’ ένα ονειρικό διαστημόπλοιο ανακαλύπτει ανεξερεύνητους πολιτισμούς, ταξιδεύει στο παρελθόν για να συναντήσει τους φίλους τους παλιούς, και ύστερα προσγειώνεται απαλά στη γη όπου βέβαια τον περιμένουν της γης τα αγαθά.
Μόνο ένας τέτοιος ονειροπόλος, μπορεί να ζήσει μιαν υπέροχη ζωή, αφού η πραγματικότητα είναι σκληρή πάντα. Ο ονειροπόλος λοιπόν θα κλείσει την εφημερίδα, θα αγνοήσει τα στημένα και φλύαρα δελτία ειδήσεων στα κανάλια και θ’ αρχίσει να ονειροπολεί.
Διαφωνώ λοιπόν με όσους επιμένουν πως η ανάκληση ονειρικών καταστάσεων αποτελεί ευθυνοφοβία και φυγή από την πραγματικότητα. Αντίθετα, είναι δικλείδα ασφαλείας, είναι φίλτρο ανακούφισης από το σφυροκόπημα της δύσβατης ζωής. Προσέξτε όμως! Ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα βαθιά γεράματα, διαπράττει συνεχώς το ίδιο λάθος: Ελπίζει ότι κάπου, κάποτε, με κάποιον τρόπο, τα όνειρά του θα εκπληρωθούν. Αυτό το λάθος γίνεται η κυριότερη αιτία της δυστυχίας του. Γιατί συνήθως τα όνειρα διαλύονται, θρυμματίζονται κονιορτοποιούνται. Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να εκπληρωθούν τόσα πολλά όνειρα, τόσων πολλών ανθρώπων μέσα στον τόσο πολύπλοκο σημερινό κόσμο;
Αν αποφύγετε λοιπόν αυτό το μεγάλο λάθος, μπορώ να σας υποσχεθώ πως αν συνταχθείτε με τις στρατιές των ονειροπόλων πρόκειται να ζήσετε μιαν ονειρώδη ζωή.
Άρα, σας προτρέπω, αντί να καταδικάζετε τους ονειροπόλους να προσχωρήσετε στις τάξεις τους!
Όσοι πιστοί προσέλθετε. Όσοι δεκτικοί, όσοι ανυπόταχτοι, όσοι αδιόρθωτοι, όσοι πείσμονες, όσοι μοναχικοί.
Αν ρωτάτε για την αφεντιά μου, διαθέτω μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά, της ωριμότητας. Τα όνειρά μου τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα, επίσης εύθραυστα, σε απόλυτη χρονική σειρά και σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες.
Μέσα σε διαφανή γυάλινα κουτιά βρίσκονται οι μορφές και τα λόγια των παλιών φίλων. Σε ξεχωριστή θέση οι ουτοπίες και τα οράματα. Ενώ όλα επικαλύπτονται από λεπτό στρώμα σκόνης. Είναι η σκόνη του χρόνου.
Κάθομαι και τα καμαρώνω, τα ξεσκονίζω, τα αναπλάθω και τα ανακαλώ. Τις νύχτες που βρέχει και ειδικά τις νύχτες τις Χριστουγεννιάτικες τις «σπαρμένες θαύματα και μάγια», τα όνειρα είναι για μένα μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο με φτερά αγγέλων. Μια βόλτα στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου, μια περιπλάνηση στην ακριβή πρώτη νεότητα και στο σκοτεινό μέλλον. Είναι μια γεύση και μια αίσθηση συμπαντική, γεμάτη γιασεμιά, τριαντάφυλλα και τραγούδια.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ
Μαστίζομαι από μια πρωτοφανή έλλειψη έμπνευσης. Στομώνω, και δεν μπορώ να συνδυάσω τις σκέψεις για να μπορέσω να γράψω. Συμβαίνει κάποτε να περνώ τη νύχτα άγρυπνος σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να γράψω. Έστω όμως και με νύχτες αγρύπνιας, το θαύμα της επικοινωνίας και πάλι συντελείται!
Χαίρομαι αφάνταστα γιατί έχω αποχτήσει ένα σταθερό αναγνωστικό κοινό, που δεν μένει απαθές αλλά εκδηλώνεται ευθαρσώς με κρίσεις, απόψεις και σχόλια. Οι περισσότεροι θα με ήθελαν λίγο περισσότερο αισιόδοξο και έχουν δίκιο. Ευχές εγκάρδιες για τον καινούργιο χρόνο. Χρόνια πολλά και φωτεινά, φίλοι αναγνώστες. Αν και το ξέρω πια καλά πως δεν είναι ο χρόνος εκείνος που περνά, απλά εμείς περνούμε, τώρα που φτάσαμε στον αποχαιρετισμό του παλιού, δύσκολου χρόνου, επιζητώ την παρέα των φίλων μου των καρδιακών, αφού αυτοί μόνο έχουν τη δύναμη ν’ αλαφρώσουν το άγχος. Μόνο οι φίλοι ο καρδιακοί μπορούν να μετριάσουν την πίεση απ’ το βαρύ χέρι του χρόνου που εισβάλλοντας βίαια μέσα μέσα στα σπλάχνα σφίγγει θανάσιμα την καρδιά, φοβερίζοντας και απειλώντας.
-Θωμά, που είσαι μωρέ; Γυρεύω το Γιώργη μα δεν τονε βρίσκω!
Μα υπάρχει η εξήγηση: Τα μπαλκόνια των σπιτιών φέτος δεν αναβοσβήνουν μαγικά. Λιγοστά τα στολισμένα. Διαπέρασα τους τοίχους με το βλέμμα και σαν να είδα ότι και μέσα, λίγα είναι ολοστόλιστα. Ολοι κρατιούνται, όλοι διστάζουν. Αυτό φταίει για την έλλειψη έμπνευσης που με κατατρέχει: Δεν υπάρχει πια η μαγεία. Δεν πυροδοτείται το όνειρο. Η χρονιά που φεύγει μάς αφήνει πιο αδύναμους, πιο «ζαρωμένους». Πότε θα υπάρξει αφύπνιση; Πότε θα γυρίσει το χαμόγελο στα χείλη; Μη βλέπετε που ο Γιωργάκης ρίχνει και κανένα ζειμπέκικο. Αυτό είναι επικοινωνιακό. Η πραγματικότητα είναι πολύ δυσάρεστη.
-Τι λέτε, να μείνω ή να φύγω; Ο νεαρός συνομιλητής μου με αιφνιδιάζει. Απαντώ αυθορμήτως: Να φύγεις! Εχεις καλή πρόταση για να φύγεις έξω;
-Mια απλή πρόταση επιβίωσης, όχι σπουδαία πράγματα.
-Τότε, καλύτερα μείνε στην Ελλάδα, και αγωνίσου!
Ο Γιώργος αναπτύσσει τη θεωρία του. Αναγκαστικά κάθομαι και τον ακούω να αγορεύει:
-Το μεγαλύτερο ζήτημα είναι πως ο σημερινός άνθρωπος περιφέρεται χωρίς σκοπό. Ο σκοπός έχει χαθεί. Ο άνθρωπος δεν ξέρει – ούτε καν τον απασχολεί να μάθει ΓΙΑΤΙ κάνει ότι κάνει. Έχει απλά προγραμματιστεί να κάνει ότι κάνουν εκατομμύρια άλλοι. Σπαταλά τη ζωή του κυνηγώντας να αποκτήσει τα «μέσα», αλλά όταν τα αποκτήσει δεν ξέρει πώς να τα χρησιμοποιήσει. Δεν υπάρχει ο ΣΚΟΠΟΣ. «Τελικός σκοπός μας είναι η απόκτηση των μέσων» έλεγε κάποιος Octavio Paz.
-Αυτά για μένα είναι «ανώμαλα ρήματα…. Δυσκολεύομαι να τα παρακολουθήσω, τα βρίσκω δυσνόητα, είπε με τη γνωστή του ειλικρίνια ο Θωμάς ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους. Εμένα με νοιάζει πως έρχεται φτώχεια και πείνα, κυριολεχτική και πνευματική μαζί.
-Δώστε μας πίσω τη χώρα μας, είπα εγώ σε δραματικό τόνο. Ο Θωμάς και ο Γώργος έκαναν πως δεν άκουσαν.
-Δώστε μας πίσω τη χώρα μας! Δεν είναι συνταρακτικό;
Τίποτα. Παλιό το κόλπο, δεν πιάνει. Με είχαν ήδη βαρεθεί. Είχαν βαρεθεί τη μιζέρια και την απαισιοδοξία μου. Αδιαφόρησαν εξ ίσου όταν μίλησα για πάταξη της διαφθοράς, για τιμωρία των ενόχων. Ο Γώργος κοιτούσε τον ουρανό κι ο Θωμάς σφύριζε αδιάφορα.
Πολύ αργά για δάκρυα, αυτό υπονοούσαν. Η απαξίωση του λόγου και της πολιτικής στη σύγχρονη Ελλάδα είναι γεγονός. Τι μένει; Τα απολύτως αναγκαία για τη διατήρηση της ζωής: Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει, η κλεψύδρα αδειάζει κι ο άνθρωπος στο βάθος ελπίζει πως με κάποιο θαύμα θα ξαναρχίσει η κλεψύδρα τη ροή της από την αρχή. Ελπίζουν οι πλούσιοι, ελπίζουν οι φτωχοί, ελπίζουν στα ΚΑΠΗ, στους οίκους ευγηρίας, στα ιδρύματα, ελπίζω κι εγώ αν και γνωρίζω πως η ροή της κλεψύδρας είναι …αναπότρεπτη.
Ο επίλογος: Όχι άλλα δάκρυα. Η Ελλάδα καταφέρνει και επιζεί μέσα από συνεχή θαύματα! Κάποιο θαύμα θα γίνει και τώρα. Χειροκροτήστε: Ο νέος χρόνος εισέρχεται θριαμβευτής στο θέατρο της ζωής!
ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΚΛΕΙΣΤΟ!
Η κυρία Ελένη ανακάτεψε τη φασολάδα στο τσικάλι και αναρωτήθηκε αν έφτανε για όλη της την οικογένεια. Οι δυο γιοι της ήταν άνεργοι και με δυσκολία τα έφερναν βόλτα. Όλοι στηριζόταν στη μικρή της σύνταξη.
-Όλα έγιναν δύσκολα, παιδάκια μου. Οι άνθρωποι γύρευαν τα πολλά και θαρρώ πως τώρα χάνουν και τα λίγα. Αγόραζαν μπεμβέ Έτρεχαν στις τράπεζες κι έπαιρναν δάνεια, πάρε κόσμε δάνεια, ολόκληρη η χώρα με ελαφριά καρδιά δανειζόταν και οι πολιτικοί έκλεβαν, διόριζαν. Ορίστε τώρα! Δες τα χάλια μας. Δουλειές δεν υπάρχουν. Η σύνταξή μου δεν φτάνει. Που το πάνε; Θα πεινάσουμε;
Η κυρία - Ελένη ήταν η συμπαθής και πανέξυπνη γειτόνισα του Θωμά. Ήταν το κοφτερό μυαλό που συναντάς καμιά φορά σε καθημερινούς ανθρώπους και μένεις έκπληκτος με την απλή, ευθύβολη, κριτική σκέψη τους που γοητεύει.
Μικρό το σπίτι, μεγάλη η καρδιά της. Μας αγαπούσε πολύ, εμένα και το Θωμά κι εμείς της κάναμε πότε – πότε μια σύντομη επίσκεψη για να θυμηθούμε πως είναι ο απλός, ο τίμιος και ανεπιτήδευτος άνθρωπος, ένα είδος ανθρώπου που δεν βλέπομε πια τόσο συχνά.
Καθιστοί σήμερα στο τραπέζι της κουζίνας της, απολαμβάναμε τη μυρωδάτη ρακή που μας κέρασε.
-Επιτέλους, ούτε να παραιτηθεί κανείς δεν μπορεί με την ησυχία του, είπε ο Θωμάς τονίζοντας μια – μια τις λέξεις κοιτάζοντάς με συγχρόνως στα μάτια για να μαντέψει την αντίδρασή μου….
Ο Θωμάς ήξερε τα καθέκαστα «με το νι και με το σίγμα», αλλά είχε τη δική του άποψη:
-Σε ρωτούν γιατί παραιτήθηκες. Τι τους νοιάζει; Κράτα το στόμα σου κλειστό… Ο νόμος της σιωπής! Δεν ξέρεις πως αυτός είναι ο βασικός νόμος για τους σύγχρονους έλληνες;
«Κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για ΣΕΝΑ το σωστό», που λέει και το τραγούδι. Ο νόμος της σιωπής, αυτός είναι ο παντοδύναμος άρχοντας σ’ αυτή την πόλη, σ’αυτή τη χώρα. Όλα να γίνονται υπόγεια. Κατάπινέ τα όλα. Τι ψάχνει τώρα να βρει ο κύριος Αετουδάκης;
-Νομίζεις λοιπόν πως πρέπει να σιωπούμε για τα δημόσια πράγματα, Θωμά; Να υποταχθούμε όλοι στο νόμο της σιωπής; Έτσι λοιπόν θα προχωρήσομε ως χώρα;
Ο Θωμάς ξαναγέμισε ρακή το ποτήρι του και συνέχισε:
-Η αλήθεια είναι πως λίγοι γνωρίζουν πως παραιτήθηκες από τη θέση του προέδρου του Συνδέσμου Διαδόσεως Καλών Τεχνών. Η παραίτησή σου από το Σύνδεσμο καλύπτεται ακόμη από μυστήριο. Πάνε δυο μήνες και ο κόσμος δεν γνωρίζει γιατί εγκατέλειψες τη θέση σου και παραιτήθηκες από τη μάχη του πολιτισμού! Από σεβασμό στην ιστορία και στη φήμη του Συνδέσμου αποφεύγεις να μιλήσεις, είπε με σοβαρότητα ο Θωμάς.
Κι όμως: Η θητεία σου ήταν υποδειγματική. Κατάφερες να κάνεις (επιτέλους) γνωστή την ύπαρξη του Συνδέσμου στους Ρεθεμνιώτες. Έγινε γνωστό (και αποδεκτό) στην κοινωνία πως ο Σύνδεσμος έχει ως ιδιόκτητη έδρα του το εκπληκτικό μνημειακό συγκρότημα «Νερατζέ». Το Ωδείο έγινε ένας πραγματικός καλλιτεχνικός και πνευματικός φάρος. Άνοιξες διάπλατα την πόρτα του και παραχώρησες τη σκηνή του σε νέους μουσικούς καλλιτέχνες, σε πλήθος νέα μουσικά σχήματα, στην τέχνη του χορού, στα παιδιά και στο παιδικό παραμύθι. Είδαμε να γίνονται διαλέξεις από ομιλητές καταξιωμένους σε πανελλήνιο επίπεδο. Έδωσες τη δική σου πνοή, τη δική σου σφραγίδα. Αγωνίστηκες για τη σωτηρία του μιναρέ που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει.
-Πότε παραιτείται κανείς, πότε εγκαταλείπει μια προσπάθεια Θωμά; Όταν βλέπει παρ’ όλες τις προσπάθειές του, το δέντρο της Αχαριστίας ν’ ανθίζει και να θεριεύει. Την αχαριστία ας την θεωρήσομε αναμενόμενη και ανθρώπινη αδυναμία, έτσι είναι η ζωή λες, ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις σιωπηλά. Είναι η στιγμή που αποφασίζεις αν θα πρέπει να πεις το μεγάλο καβαφικό «Ναι» ή το μεγάλο «Όχι».
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό'χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό'χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Η κυρία Ελένη μας άκουγε αμίλητη. Ανακάτεψε τη φασολάδα της προσεκτικά και σκέπασε το τσικάλι με το καπάκι.
-Εγώ δεν καταλαβαίνω από …Καβάφη και τέτοια, αλλά θαρρώ πως όχι, δεν πρέπει να σωπαίνεις παιδάκι μου. Έχει δίκιο ο Αετουδάκης που ζητά να μάθει την αλήθεια, για πιο λόγο παραιτήθηκες. Πρέπει να μιλήσεις. Ο κόσμος δεν προχωρεί με τη σιωπή αλλά με τη μάχη. Δεν μπορούμε ν’ αφήνουμε το νόμο της σιωπής να κυβερνά την κοινωνία. Όλοι κερδίζουν αν λέγεται η αλήθεια και πρώτα απ’ όλα κερδίζει η πόλη.
Ο Θωμάς ρούφηξε τη ρακή του πλαταγίζοντας τη γλώσσα του με απόλαυση κι άρχισε να σιγοτραγουδεί το παλιό τραγούδι του Χατζηδάκι:
-«Κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για ΣΕΝΑ το σωστό, Μιχάλη μου»…
Εγώ όμως είχα πάρει την απόφασή μου…
ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ….
Υπάρχουν στιγμές που καθώς γράφω γίνομαι πολύ εκδηλωτικός. Σκέφτομαι τους αναγνώστες μου και με κυριεύει μια απροσδιόριστη στοργή γι αυτούς, από πάνω ως κάτω, πατόκορφα! Μόνο και μόνο διότι με διαβάζουν! Δεν είναι και μικρό πράγμα!
-Γράφε, μου κοπανάει ο Θωμάς! Ο κόσμος διψάει να διαβάσει, να μάθει τι σκέφτεσαι, τι πιστεύεις. Δεν θέλει ο κόσμος ν’ ακούει πια τους πολιτικούς. Κάποιους σεν εσένα θέλει ν’ ακούει!
-Για φαντάσου λοιπόν, Θωμά, αυτούς τους ανθρώπους που με διαβάζουν, τι άραγε θα υποθέτουν για μένα! Κάποιοι θα σκέφτονται πως μάλλον είμαι αφελής:
-Νομίζει πως εμένα όλα αυτά μ’ ενδιαφέρουν; Ε, όχι κύριε, δεν μ’ ενδιαφέρουν! Σε διαβάζω απλά από ανία. Διότι δεν έχω να κάνω κάτι καλύτερο.
Κάποιοι άλλοι ίσως να νομίζουν πως παριστάνω το λογοτέχνη:
-Πάει, το καβάλλησε το καλάμι κι αυτός. Κρίμα, και φαινόταν νορμάλ!
-Σας διαβεβαιώνω κυρία μου πως …όχι δεν πετώ στα ουράνια, δεν είμαι αιθεροβάμμων εγώ …σας διαβεβαιώνω! Μόνο μη μου χαμογελάσετε ειρωνικά! Δεν το αντέχω αυτό!
-Έλα μωρέ, δεν το βλέπεις; Νευρωτικός είναι ο φίλος! Γεμάτος φοβίες και τυέτοια! Μην βουλιάξει η Ελλάδα, τη μια μη μας πάρουνε στο κατόπι την άλλη, μη μας αλλοιώσουνε τη γλώσσα μας, άκου πως μιλάνε τα παιδάκια, τι γλώσσα είν’ αυτή θεέ μου και …πάει λέγοντας!
Η κρίση τα ανακατεύει όλα και τα κάνει σαλάτα. Δύσκολες μέρες πέρασα την τελευταία χρονιά, γεμάτες τριγμούς και τραντάγματα. Κάποια πράγματα που έζησα αυτή τη χρονιά, ακόμη δεν μπορώ να τα κατανοήσω λες κι είναι ανώτερα μαθηματικά. Είναι αδύνατον να ψάξω τις ψυχές των ανθρώπων σε βάθος. Κάποτε το επιχειρούσα μα τώρα έχω παραιτηθεί. Άλλωστε δεν ξέρω και αν το θέλω πια πραγματικά…
Άλλοι έχουν πάθει χειρότερΑ από μένα. Εννοούν να μαγειρεύουν! Όλοι μαγειρεύουν! Η μαγειρική τέχνη έχει φτάσει στο απόγειό της. Μαγειρική παράκρουση χτυπά την Ελλάδα ανηλεώς!
-Φιλετάκια με σαλτσούλα. Ντοματάκια Σαντορίνης και ξύδι μπαλσάμικο με λίγο λάδι και πολύ χτύπημα και να! Ω του θαύματος, μια μαγική σως! Σωτάρουμε το κρεμύδι και τον κιμά. Σε μια κατσαρόλα βράζουμε τις πατάτες και τα καρότα ώσπου να τρυπιούνται με το πηρούνι και τα στραγγίζουμε. Ταβερνιάρηδες τρέμετε! Οι Έλληνες στο εξής θα τρώνε μεν τον …περίδρομο αλλά …στο σπίτι. Στο κάτω της γραφής είναι πολύ πιο οικονομικό. Είναι και θέμα μόδας Λενάκι μου, πώς να το κάνουμε!
-Θωμά, απάντησέ μου ειλικρινά. Λέγε ρε. Φοβάσαι;
-Τι να φοβηθώ φίλε, εγώ ο έρημος; Δεν μεβλέπεις; Άντρακλας δυο μέτρα!
-Δεν το βλέπω εγώ που τρέμεις; Φοβάσαι μη σου τη φέρει ξαφνικά η ζωή! Φοβάσαι την κακούργα την τύχη. Φοβάσαι το μέλλον. Φοβάσαι τα γηρατειά. Φοβάσαι πως όταν γεράσεις λίγο ακόμη θα σε πετάξουν και θα πεθάνεις σαν σκυλί! Εσύ θα εκλιπαρείς και θα λες, «λυπηθείτε με, είμαι άνθρωπος κι εγώ με εγκέφαλο με αισθήσεις και με αισθήματα, έλεος». Ξέρεις πως δεν θα σε λυπηθούν, θα σε πετάξουν. Στο τέλος θα βάλεις τα κλάματα και όλη τη νύχτα θα ονειρεύεσαι τη λέξη «αξιοπρέπεια» με τεράστια μαύρα γράμματα.
-Καλά, η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει πως ο κόσμος δεν τρώει… ταραμά;
Μελαγχολία. Κάθομαι μπροστά στο Steinway. Το σκούρο ξύλο αναδίδει μια ιδιαίτερη μυρωδιά και έχει μια υπέροχη στιλπνότητα. Κάπου μέσα του βλέπω το είδωλο μου. Ανοίγω το κάλυμμα και αγγίζω τα πλήκτρα. Το πιάνο είναι η απόλυτη ομορφιά στην τέχνη. Ο ήχος του με εντυπωσιάζει κάθε φορά και περισσότερο. Καθώς ο ερμηνευτής ακουμπά τα πλήκτρα και με τις άκρες των δακτύλων του αναπαράγει τη μουσική του συνθέτη, τα συναισθήματα του συνθέτη , αναπαράγονται κι εκείνα ακαριαία και διαχέονται στο ακροατήριο. Τι άλλο περισσότερο απ’ αυτό είναι η μαγεία;
Όμως, το καλύτερο απ’ όλα, φίλοι αναγνώστες, το είπε ο Ανδρέας Εμπειρίκος:
«Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου". Εγώ ξέρω πως δεν θα μπορέσω ποτέ να γράψω κάτι τόσο μεγάλο. Πάρε το γραφτό μου, και σαν αντάλλαγμα δώσε μου το χέρι σου, Θωμά. Το ίδιο κι εσύ, φίλε αναγνώστη! Χάρις στην εφημερίδα αυτή, επιτέλους μπορούμε να επικοινωνούμε!
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΡΩΝΑ ΚΙ ΕΓΩ
Πάει πολύς καιρός από τότε που για πρώτη φορά βρέθηκα μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας του Μέρωνα. Στάθηκα εκεί και αφέθηκα να βυθίζομαι στην ιστορία της και να συνειδητοποιώ πως πίσω απ’ την σημερινή τουριστική Κρήτη που ξέρομε (και που πολύ συχνά μας πληγώνει), ανασαίνει και ζει μια άλλη Κρήτη, η Κρήτη του αληθινού Πολιτισμού και του θρύλου.
Συνέβη τότε θυμούμαι κάτι παράξενο, κάτι που δεν μπορώ να ξεχάσω: Η ηλικιωμένη υπέργηρη γριούλα που καθόταν ζαρωμένη σε μια γωνιά του προαυλίου της εκκλησίας της Παναγίας, με κοίταζε θυμούμαι με βλέμμα βαθύ, που σχεδόν με είχε υπνωτίσει. Είχα έντονη την αίσθηση πως αυτή η γριούλα ήταν ένα πλάσμα της φαντασίας μου, θα μπορούσε να ήταν η μάννα του Αλέξιου ίσως που ήρθε από τα βάθη του χρόνου για να μου δώσει το μήνυμα «….εδώ ….εδώ είναι η ιστορία σου, εδώ η μεγάλη Τέχνη, εδώ οι αμύθητοι θησαυροί»! Το βλέμμα της μου τρυπούσε τα μάτια. Σε λίγο η οτασία σηκώθηκε κι έφυγε σκυφτή. Χάθηκε μα εμένα το όραμα έμεινε στη μνήμη μου για πάντα.
Κάποια άλλη φορά πάλι, πήρα μαζί μου τον καθηγητή Στυλιανό Αλεξίου και τον έφερα στο Μέρωνα, μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας μια και ήθελε τόσο πολύ να τη δει. Ο καθηγητής μιλούσε με πάθος για το τοπίο και για την ιστορία του Μέρωνα:
- Στο Μέρωνα τομ 13ο αιώνα συνέβαινε μια κοσμογονία, είπε ο καθηγητής. Οι Καλλέργηδες προωθούσαν ένα ιδιαίτερο στυλ ζωγραφικής, υψηλής αισθητικής και από τις δυο πλευρές του Ψηλορείτη, Αμάρι και Μυλοπόταμο. Μετακαλούσαν σημαντικούς ζωγράφους για να διακοσμούν τις εκκλησίες τους χωρίς να λογαριάζουν τα έξοδα…
Προσπαθούσε ο Αλεξίου να ξαναζήσει και να κατανοήσει τα λόγια του Ιταλού περιηγητή Χριστόφορου Buondelmonti που βρέθηκε στο Μέρωνα στα 1415. Μου διάβασε τα λόγια του:
" Ενας δύσβατος δρόμος μας έφερε στο χωριό Μέρωνας. Είναι χτισμένο σε ένα ύψωμα σε μια ευχάριστη θέση. Στην πλαγιά ψηλών βουνών διακρίναμε πολλές καρυδιές και καρποφόρα δέντρα με ένα αρχοντικό σπίτι. Ετοιμαζόμουν να θαυμάσω το τοπίο, όταν ένας καλόγερος άρχισε να μου λέει:
" Όταν ο αγιώτατος αυτοκράτοράς μας, κύριος της οικουμένης και της Κωνσταντινουπόλεως, εγκατέλειψε τη σχισματική και διευθαρμένη εκκλησία σας στις πλάνες της και μας εστερέωσε στην αγία ορθόδοξη πίστη, χάρη στο σεβαστό μας πατριάρχη, μας έστειλε για να μας προστατεύει από τις παγίδες των δικών σας τον καπετάνιο Καλλέργη, ο οποίος μας διοίκησε με τόση αγάπη και αφοσίωση στην πίστη μας, ώστε σήμερα ακόμη οι απόγονοί του δεν θεωρούνται άνθρωποι αλλά θεοί εδώ κάτω. Ολη η Κρήτη ζει με την εμπιστοσύνη που έχει σ αυτούς και ότι και αν υποδείξει ο πιο μικρός απ αυτούς αμέσως το εκτελούμε με όλη μας την ψυχή.
Και για να μη συλληφθούν οι Καλλέργηδες κύριοι από τους Φράγκους σας, δεν κατοικούν ποτέ όλοι μαζί στο ίδιο μέρος. Γίνονται όλο και πιο ισχυροί με την ομόνοια στις κορυφές της Δίκτης και των Λευκών Ορέων. Ο πιο ισχυρός από αυτούς κατοικεί ακριβώς εδώ. Βλέπεις ανάμεσα στην Ιδη και σε εμάς αυτή την πεδιάδα τη στολισμένη με μεγάλα χωριά σκορπισμένα εδώ κι εκεί; Δεν φθάνει κανείς σ αυτά παρά από δρόμους επικίνδυνους και ανώμαλους. Οι εξόριστοι όλων των τάξεων καταφεύγουν εδώ και οδηγούνται στον κύριο Ματθαίο Καλλέργη ο οποίος τους φέρεται πολύ καλά.."
……Αφού είχε πει όλα αυτά στρέφοντας προς το ανατολικό μέρος, ο καλόγερος με οδήγησε στον άρχοντά του, ο οποίος για χάρη της πόλης μας Φλωρεντίας , με δέχθηκε πολύ φιλικά. Κουβεντιάζοντας για πολλά πράγματα , ιταλικά και ελληνικά, ανεβήκαμε με αργό βηματισμό σ ένα βουνό, ενώ ο άρχοντας συνοδευόταν από τους υπαρχηγούς του….»
Πρόσφατα πάλι, βρέθηκα ξανά στον όμορφο Μέρωνα ένα καλοκαιριάτικο δειλινό, προσκαλεσμένος του Πολιτιστικού συλλόγου και του Προέδρου Γιώργη Λιουδάκη αλλά και του δραστήριου παπά – Μανώλη Βαμιεδάκη για μια ομιλία. Η ομιλία είχε σαν θέμα την Παναγία του Μέρωνα και την συναρπαστική ιστορία της. Η ομιλία έγινε στο προαύλιο της Παναγίας του Μέρωνα μπροστά ακριβώς από τα περίτεχνα θυρώματα με τα οικόσημα του 13ου αιώνα.
Πολλοί – μαζί κι ο Θωμάς - απόρησαν τότε για το ενδιαφέρον μου για το Μέρωνα και για την Παναγία του.
-Μα εγώ φίλε μου, τι θαρρείς; Πως θα παραμένω ένας προστάτης περίεργων Ωδείων; Λάθος! Εγώ είμαι ένας οδοιπόρος. Είμαι πρώτα απ’ όλα ένας λάτρης και ιχνηλάτης της τοπικής ιστορίας. Της ιστορίας που διδάσκει (και κάπου – κάπου τιμωρεί). Σήμερα στηρίζω την δίκαιη προσπάθεια του Μέρωνα να στρέψει απάνω του τα φώτα της επικαιρότητας. Η μαγευτική ιστορία της Παναγίας του Μέρωνα και των σπουδαίων κτητόρων της, η απαρράμιλλη ζωγραφική Τέχνη του Άγγελου Ακοτάντου, του πρώτου καλλιτέχνη που τολμά να υπογράψει τα έργα του στη βενετοκρατούμενη Κρήτη του 14ου αιώνα, όλη αυτή η Ιστορία και όλη αυτή η Τέχνη δικαιούνται - να βγουν στο φως.
Η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας φυλάσσεται μέσα στην Παναγία του Μέρωνα και περιμένει. Ο Άγγελος Ακοτάντος, ένας άλλος Ελ Γκρέκο περιμένει κι εκείνος μαζί της. Είναι ο δηµιουργός που έκρυψε «αινίγµατα» στις θρησκευτικές εικόνες. Είναι εκείνος που καθιέρωσε νέα θέµατα και τύπους σε βαθµό που να αναδειχθεί σε «ευαγγέλιο» για τις επόµενες γενιές, προετοιμάζοντας τον Αναγεννησιακό ζωγράφο.
Συνυπογράφω λοιπόν κι εγώ και στηρίζω το αίτημα του Μέρωνα, η σπουδαία αυτή έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο μουσείο Μπενάκη, να οργανωθεί ξανά και να φιλοξενηθεί πλέον κι εδώ στην Κρήτη.
Η Ιστορία μας είναι η μεγάλη – και μοναδική μας – ελπίδα!
ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΓΙΑΤΡΟΥ
Είχε φτάσει σχεδόν στη μέση του κύριου άρθρου του British Medical Journal που διάβαζε όταν η καλοντυμένη ηλικιωμένη γυναίκα με τον άντρα της χτύπησαν διακριτικά την πόρτα του μικρού στενόχωρου ιατρείου του.
Τους καλωσόρισε κλείνοντας το περιοδικό και τους πρότεινε να καθήσουν.
Ο γιατρός Μ.Κ. ήταν από τη φύση του ένας ευγενικός άνθρωπος. Υπηρετούσε εδώ και πολλά χρόνια την Τέχνη του Ιπποκράτη όχι πίσω από μηχανήματα εργαστηρίων αλλά στην πρώτη γραμμή, εκεί που ο άρρωστος δίδει τη μάχη με την αρρώστεια, σ’ αυτό που λένε «μάχιμη ιατρική». Πίστευε βαθιά πως γιατρός δεν γίνεσαι με τα βιβλία αλλά με την πράξη. Πίστευε βαθιά, πως ο γιατρός ώφειλε να θεραπεύει όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή του αρρώστου.
Σεβόταν βαθιά την ανθρώπινη παρουσία, την ανθρώπινη μοναξιά, τον ανθρώπινο πόνο. Είχε πια συνηθίσει να ζει πλάι στον ανθρώπινο πόνο, αυτό το πηχτό κι αδιάλυτο σύννεφο, πού στέκεται ασάλευτο πάνω απ' τους ανθρώπους και κυβερνά τη ζωή τους. Αυτές οι καταστάσεις έκαναν την καρδιά του να χτυπά πιο δυνατά.
-Οι εξετάσεις που μας ζητήσατε είναι έτοιμες γιατρέ. Τις φέραμε και περιμένομε τη γνώμη σας.
Ο γιατρός Μ.Κ. πήρε στα χέρια του και άρχισε να παρατηρεί τις εξετάσεις σκεφτικός. Η ηλικιωμένη γυναίκα με τον άντρα της παρακολουθούσαν την έκφραση του προσώπου του με φανερή αγωνία . Έσκυψε πάνω στις ακτινογραφίες και στα τυπωμένα έγγραφα αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Το μυαλό του ταξίδευε.
Μόλις πριν από δυο μέρες ο Μ.Κ. είχε πάρει ένα τηλεφώνημα. Η φωνή με τυπική ευγένεια τον ρωτούσε αν αποδεχόταν τη συνεργασία με το ΙΚΑ.
Και βέβαια την αποδεχόταν. Πως θα μπορούσε να αρνηθεί; Παρά τις επιφυλάξεις της ιατρικής κοινότητας μια που δεν είχε ακόμη ψηφιστεί ο σχετικός νόμος, εκείνος έπρεπε να αποδεχτεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία να αποδειχτεί συνεπής με τη συνείδησή του και να χαρίσει ανακούφιση σε εκατοντάδες προχωρημένης ηλικίας ταλαιπωρημένους ανθρώπους.
Από την άλλη μεριά, ήταν η ίδια η Τρίτη Ηλικία που κινητοποιούσε τα συναισθήματά του. Για τον γιατρό Μ.Κ. το να είσαι ηλικιωμένος σήμαινε να ζεις περιθωριοποιημένος στον ασφυκτικό κλοιό της μοναξιάς, να είσαι μια ψυχή που λαχταρά να ζήσει σαν όλες τις άλλες αλλά εμποδίζεται από ένα κουρασμένο και άρρωστο σώμα.
-Τρία είναι τα καθήκοντα ενός γιατρού, του είχε πει ένας αρχαιότερος συνάδελφος: Θεραπεύειν ….ενίοτε. Ανακουφίζειν ….πολλάκις. Παραμυθείν ….πάντοτε!
Ο γιατρός Μ.Κ. κάποια στιγμή συνηδητοποίησε πως ονειροπολούσε και μάλιστα τη στιγμή που ο ασθενής με τη γυναί κα του τον περίμεναν με αγωνία.
Συγκεντρώθηκε με άγχος στις εξετάσεις που ήταν απλωμένες μπροστά του. Καθάρισε τα γυαλιά του για να βλέπει πιο καθαρά. Το διαφανοσκόπιο με τις απλωμένες ακτινογραφίες θώρακος τον απασχόλησε για αρκετά λεπτά της ώρας.
Χοντρές σταγόνες ιδρώτα σχηματίστηκαν και άρχισαν να κυλούν στο μέτωπο του γιατρού. Αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος. Μα όχι, δεν έκανε λάθος.
-Τα ευρήματα δεν μας καθησυχάζουν, είπε με χαμηλή φωνή. Το αντίθετο: Πρέπει να ανησυχούμε. Αν συνεκτιμήσομε και τον πόνο που νοιώθετε στον ώμο σας, η σκέψη μας οδηγείται προς στο σύνδρομο Pancoast το οποίο….
Ο γιατρός Μ. Κ. κόμπιασε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα τραβούσαν το δρόμο τους. Η ζωή συνεχίζεται και μας παρασύρει στη δίνη της ανεπαίσθητα στην αρχή, ορμητικά στη συνέχεια, εμάς τους ανυποψίαστους, τους αδύναμους, τους φτωχούς.
Όταν, φεύγοντας από το γραφείο του λίγο αργότερα βρέθηκε στο δρόμο, ο γιατρός Μ.Κ. αναστέναξε με ανακούφιση. Ένοιθε την ανάγκη να περπατήσει. Ο παγωμένος άνεμος του έκανε καλό γιατί είχε την ψευδαίσθηση πως διασκορπίζει της σκέψεις κι αλαφρώνει το κρανίο.
«Θεραπεύειν ….ενίοτε. Ανακουφίζειν ….πολλάκις. Παραμυθείν ….πάντοτε!» Μεγάλες κουβέντες! Μα τα τεράστια μάτια του τελευταίου ηλικιωμένου ζευγαριού που τον επισκέφθηκε δεν μπορούσε να τα διώξει από τη σκέψη του. Πόσοι άραγε μπορούν να συνειδητοποιήσουν τα καθημερινά διλήμματα και τις δοκιμασίες που περνά ένας γιατρός;
-Κανένας, απολύτως κανένας, μουρμούριζε αφηρημένος. Μοναχός στο δρόμο σου και τριγύρω κανένας!
ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
-Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτεινά - και να χεις των αναχωρήσεων τη μανία….
Αυτή η μανία των αναχωρήσεων μ’ έκανε να βάλω το σχέδιο σ’ εφαρμογή. Αυτό το καραβάκι με τα πανιά που νοιώθω να βρίσκομαι πάνω του, μοιάζει σαν ένα πλάσμα της φαντασίας μου, μα το βλέπω και τ’ αγγίζω, άρα είναι αληθινό.
Μια Κυριακή του Μάρτη και μια Σαρακοστή
Εσύ σουν στο κατάρτι κι εγώ στην κουπαστή…
Απ’ την κουπαστή κοιτάζω τα μαλλιά σου που ανεμίζουν ξέπλεκα. Τα μαλλιά σου ανεμίζουν κόντρα στη λογική. Τα μαλλιά σου ανεμίζουν καθώς γυρίζεις και με κοιτάζεις μ’ αυτό το ανήσυχο βλέμμα. Κοιτάζεις τον ορίζοντα, όσο γίνεται μακρυά λες και κάτι από εκεί να περιμένεις.
Γιατί όλοι οι ποιητές ενδιαφέρονται και γράφουν για μαλλιά που ανεμίζουν; Να μια καλή ερώτηση. Γιατί αυτά συμβολίζουν την ελευθερία κι οι ποιητές δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς ελευθερία.
Άλλο ελευθερία, άλλο αδιαφορία. Μισώ τους αδιάφορους, είπε κάποιος. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να είναι αδιάφορος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.
Την έλεγαν Φωτεινή, και τα μαλλιά της ανέμιζαν τρελλά.
-Φωτεινή, τι όμορφο όνομα! Ένα από τα αγαπημένα του Ελύτη, είπα απλά για να πω κάτι.
Το λιγνό αδύναμο κορμί της στηριγμένο στο κατάρτι, νόμιζες πως κόντευε να το πάρει ο άνεμος. Ρουφούσε λαίμαργα αυτόν τον άνεμο που σχεδόν την έπνιγε, προσπαθώντας να πάρει μέσα της όλη τη δύναμη τη θαλασσινή, όλη τη δύναμη των δελφινών και των ψαριών, όλο το ιώδιο και το φώσφορο του Αιγαίου.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ το κορμί σου…
Ο γιατρός το είχε ξεκαθαρίσει: Έπασχε από «τελική ειλείτιδα», τη σπάνια αλλά διάσημη «νόσο του Crohn». Γι αυτό ήταν τόσο αδυνατισμένη, τόσο αδύναμη. Το κορμί της δεν μπορούσε να ρουφήξει όλα τα θρεπτικά συστατικά της τροφής, τους χυμούς του κόσμου. Γαντζωνόταν σχεδόν στη ζωή με τους ελάχιστους χυμούς που μπορούσε να ρουφήξει. Τα ίδια τα δικά της κύτταρα την πολεμούσαν, αυτό περίπου είχε καταλάβει από την επεξήγηση του αυτοάνοσου προβλήματός της. Η Φωτεινή είχε καταλάβει κι άλλα πολλά. Το κυριότερο, πως έπρεπε να παλαίψει για τη ζωή της.
Με τον αγέρα και με τα αγιάζι
πάει μια βρατσέρα για τη Βεγγάζη.
-Βεγγάζη ξύπνα, ήρθε η ώρα που περίμενες. Βεγγάζη, σε λίγο θα είσαι ελεύθερη! Ο δικτάτορας που καίει και σκοτώνει είναι στα τελευταία του.
Τα μαλλιά της Φωτεινής ανεμίζουν ξέπλεκα και τα μάτια της ξεσκίζουν τον ορίζοντα ψάχνοντας για το φως που της έχει απομείνει.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ το κορμί σου…
Θα λάμψει η αλήθεια, συνηθίζομε να λέμε σήμερα. Πολύ ωραιότερα το είπε από παλιά ο Μένανδρος: «Άγει δε προς το φως την αλήθεια χρόνος».
Τα λόγια του Μενάνδρου μας ενδυναμώνουν και με κάνουν καρτερικούς. Τα μαλλιά της Φωτεινής ανεμίζουν κόντρα στη λογική και κόντρα στα «θέλω» των ανθρώπων.
ΜΝΗΜΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ
Αυτή η μανία των αναχωρήσεων μ’ έκανε να βάλω το σχέδιο σ’ εφαρμογή. Αυτό το καραβάκι με τα πανιά που νοιώθω να βρίσκομαι πάνω του, μοιάζει σαν ένα πλάσμα της φαντασίας μου, μα το βλέπω και τ’ αγγίζω, άρα είναι αληθινό.
Μια Κυριακή του Μάρτη και μια Σαρακοστή
Εσύ σουν στο κατάρτι κι εγώ στην κουπαστή…
Απ’ την κουπαστή κοιτάζω τα μαλλιά σου που ανεμίζουν ξέπλεκα. Τα μαλλιά σου ανεμίζουν κόντρα στη λογική. Τα μαλλιά σου ανεμίζουν καθώς γυρίζεις και με κοιτάζεις μ’ αυτό το ανήσυχο βλέμμα. Κοιτάζεις τον ορίζοντα, όσο γίνεται μακρυά λες και κάτι από εκεί να περιμένεις.
Γιατί όλοι οι ποιητές ενδιαφέρονται και γράφουν για μαλλιά που ανεμίζουν; Να μια καλή ερώτηση. Γιατί αυτά συμβολίζουν την ελευθερία κι οι ποιητές δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς ελευθερία.
Άλλο ελευθερία, άλλο αδιαφορία. Μισώ τους αδιάφορους, είπε κάποιος. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να είναι αδιάφορος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.
Την έλεγαν Φωτεινή, και τα μαλλιά της ανέμιζαν τρελλά.
-Φωτεινή, τι όμορφο όνομα! Ένα από τα αγαπημένα του Ελύτη, είπα απλά για να πω κάτι.
Το λιγνό αδύναμο κορμί της στηριγμένο στο κατάρτι, νόμιζες πως κόντευε να το πάρει ο άνεμος. Ρουφούσε λαίμαργα αυτόν τον άνεμο που σχεδόν την έπνιγε, προσπαθώντας να πάρει μέσα της όλη τη δύναμη τη θαλασσινή, όλη τη δύναμη των δελφινών και των ψαριών, όλο το ιώδιο και το φώσφορο του Αιγαίου.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ το κορμί σου…
Ο γιατρός το είχε ξεκαθαρίσει: Έπασχε από «τελική ειλείτιδα», τη σπάνια αλλά διάσημη «νόσο του Crohn». Γι αυτό ήταν τόσο αδυνατισμένη, τόσο αδύναμη. Το κορμί της δεν μπορούσε να ρουφήξει όλα τα θρεπτικά συστατικά της τροφής, τους χυμούς του κόσμου. Γαντζωνόταν σχεδόν στη ζωή με τους ελάχιστους χυμούς που μπορούσε να ρουφήξει. Τα ίδια τα δικά της κύτταρα την πολεμούσαν, αυτό περίπου είχε καταλάβει από την επεξήγηση του αυτοάνοσου προβλήματός της. Η Φωτεινή είχε καταλάβει κι άλλα πολλά. Το κυριότερο, πως έπρεπε να παλαίψει για τη ζωή της.
Με τον αγέρα και με τα αγιάζι
πάει μια βρατσέρα για τη Βεγγάζη.
-Βεγγάζη ξύπνα, ήρθε η ώρα που περίμενες. Βεγγάζη, σε λίγο θα είσαι ελεύθερη! Ο δικτάτορας που καίει και σκοτώνει είναι στα τελευταία του.
Τα μαλλιά της Φωτεινής ανεμίζουν ξέπλεκα και τα μάτια της ξεσκίζουν τον ορίζοντα ψάχνοντας για το φως που της έχει απομείνει.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ το κορμί σου…
Θα λάμψει η αλήθεια, συνηθίζομε να λέμε σήμερα. Πολύ ωραιότερα το είπε από παλιά ο Μένανδρος: «Άγει δε προς το φως την αλήθεια χρόνος».
Τα λόγια του Μενάνδρου μας ενδυναμώνουν και με κάνουν καρτερικούς. Τα μαλλιά της Φωτεινής ανεμίζουν κόντρα στη λογική και κόντρα στα «θέλω» των ανθρώπων.
ΜΝΗΜΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ
Βιώνομε όλοι τον σημερινό κόσμο σαν έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η εικόνα. Τεράστιες εικόνες, έγχρωμες, πανοραμικές και τρισδιάστατες. Αφίσες, πανώ, τηλεόραση, ακόμη και οι πηχιαίοι τίτλοι των εφημερίδων. Η γιγαντοποίηση του ασήμαντου. Καταιγισμός εικόνων, οι οποίες είναι μεν ευχάριστες και εύπεπτες αλλά αφήνουν τη φαντασία μας ατροφική. Η τόση εικόνα μας έχει κουράσει. Η συγκίνηση του μικρού και του καθημερινού έχει ξεχαστεί.
Το ραδιόφωνο είναι κάτι άλλο. Ανοίγεις το ραδιόφωνο και κλείνεις τα μάτια. Έτσι βλέπεις καλύτερα και καθαρότερα. Έτσι το ταξίδι κάθε στιγμή μπορεί να αρχίσει. Η μουσική γίνεται μια συντρόφισσα μυστηριακή και γοητευτική που δίνει νόημα και διάσταση καινούργια. Ήχος-Μουσική-Ραδιόφωνο: Μια τρόικα συναισθημάτων. Μια λίμνη όπου μπορούσες να βυθίζεσαι καθημερινά, ιδίως τη νύχτα. Το Ραδιόφωνο χρησιμοποιώντας τον ήχο δημιουργεί εικόνα. Το ραδιόφωνο δεν βλέπει τίποτα αλλά τα εμφανίζει όλα. Ένα μαγικό παραμύθι της γιαγιάς, ο σοφός της παλιάς εποχής που συμβουλεύει αγγίζοντας την δική μας καρδιά και τον δικό μας ψυχικό κόσμο.
Το έχω διατηρημένο και φυλαγμένο προσεκτικά, έτσι που να το έχω καθημερινά μέσα στο άμεσο οπτικό μου πεδίο. Είναι - με πρώτη ματιά - ένα απλό ξύλινο κουτί, μα περιέχει στο εσωτερικό του χιλιάδες αναμνήσεις, μυριάδες όνειρα και το μισό συναισθηματικό μου κόσμο. Είναι το παλιό ξύλινο ραδιόφωνο του πατέρα μου!
Πάνω σ’ αυτό δοκίμασα κι αισθάνθηκα το δέος του “κουτιού που μιλάει”. Όταν καθόμουν μπροστά του και ακουμπούσα το κουμπί, ένας πολύχρωμος μυστηριακός κόσμος άνοιγε και με έπαιρνε μέσα του. Νότες και μελωδίες αναπότρεπτες πλημμύριζαν το δωμάτιο και εικόνες ανεπίτρεπτες ή αναπότρεπτες εισέβαλλαν στη φαντασία μου.
RCA, έγραφε η μάρκα με καλλιγραφικά εγγλέζικα γράμματα.
-RCA, αμερικάνικο μοιάζει, μουρμούριζα.
Μα στο βάθος εμένα δεν μ΄ ένοιαζε η προέλευση. Το ζητούμενο για μένα ήταν η μαγεία!
Ευγνωμονούσα τον Guglielmo Marconi ο οποίος το 1895 κατόρθωσε να μεταδώσει ηχητικά σήματα μορς διαμέσου ερτζιανών κυμάτων και αργότερα κατάφερε να κατασκευάσει μια συσκευή που έστελνε και δεχόταν σήματα από απόσταση τεσσάρων μιλίων. Συμφωνούσα με τον Νίτσε που είπε πως "χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα."
Ειδικά το βράδυ, η ακρόαση του ραδιοφώνου ήταν για μένα μία εμπειρία ξεχωριστή. Το «Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας». Το Δεύτερο Πρόγραμμα. Η μαγευτική, υγρή, ταξιδιάρικη φωνή της Τόνιας Καράλη μέσα στην υγρή νύχτα.
Ειδικά το βράδυ, η ακρόαση του ραδιοφώνου ήταν για μένα μία εμπειρία ξεχωριστή. Το «Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας». Το Δεύτερο Πρόγραμμα. Η μαγευτική, υγρή, ταξιδιάρικη φωνή της Τόνιας Καράλη μέσα στην υγρή νύχτα.
Δεν είναι ότι έπαιζε πάντα καλή μουσική, είναι ότι οι παραγωγοί προσπαθούσαν -και συνήθως πετύχαιναν - να δημιουργήσουν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Η μαγεία ξεκινούσε ήδη από τους υπέροχους τίτλους των εκπομπών που συχνά ήταν εμπνευσμένοι από βιβλία, ποιήματα, ταινίες κλπ.: «Τρυφερή είναι η νύχτα», «Πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα», «Σιγά – σιγά πάνε τ’ άστρα να πλαγιάσουν», «Μπα, πήγε κιόλας δώδεκα;», «Μουσικές εξαίσιες ενός αόρατου θιάσου».
Από τα ελάχιστα πράγματα που διατηρώ με συγκίνηση είναι το παλιό ξύλινο ραδιόφωνο του πατέρα μου! Εξακολουθεί να μου κάνει παρέα διακριτικά, ακόμη και σήμερα.
ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ …ΤΟΥ ΡΑΣΟΥΛΗ
-Τι είναι εδώ; Το Σούλι;
-Εδώ είναι του Ρασούλη, απάντησε ο Θωμάς με στόμφο, σίγουρος ότι θα επιδοκίμαζα την «ατάκα» του.
Τον αγάπησα από τότε που άκουσα την «Εκδίκηση της Γυφτιάς». Ο Μανώλης Ρασούλης ήταν πραγματικά ένας μεγάλος αντιφατικός του νεοελληνικού πολιτισμού. Ήταν ένας συγκρουσιακός, ιδιόρρυθμος, αντισυμβατικός, ανατρεπτικός τραγουδοποιός. Ένας διαρκώς επαναστατημένος διανοητής, με μια σκέψη που μπορούσε να είναι στιβαρή και καίρια, ή αντίθετα να καλπάζει προς την ουτοπία, φλερτάροντας με το παράλογο. Είχε μέσα του κάτι απροσδιόριστο που σ’ έκανε να λες «Σώπα ν΄ακούσω…»
-Υπάρχει κάτι που νικάει πάντα τη μοναξιά και τον θάνατο και αυτό το κάτι το είχε ο Μανώλης Ρασούλης, αυτό άκουσα να λένε για το Ρασούλη, είπε ο Θωμάς και σταυροκοπήθηκε.
-«Μένω κατάπληχτος Μανώλη, δεν ξέρω αλήθεια τι να πω»… Ο Ρασούλης έδωσε στο στίχο την απλότητα της μεγάλης λαϊκής μαστοριάς.
-Πάει λοιπόν ο Ρασούλης, έφυγε. Έπεσε ο ίδιος αναπάντεχα στη «ρωγμή του χρόνου». Ένα κομμάτι της νιότης μας με κάποιον τρόπο έφυγε μαζί του. Είναι σαν να είχε πάρει μέσα του κάτι απ’ τον καθένα μας, κι αυτό το κάτι το τράβηξε μαζί του για πάντα.
-Είχε καταλάβει ήδη της ζωής του το παιχνίδι. Εμείς που απομείναμε σ’ αυτό τον κόσμο, να δούμε τώρα πως «θα τη βγάλομε».
-Δεν σκεφτόταν με στερεότυπα και με σύμβολα αλλά με σκέψη αφοπλιστικά πρωτογονική που έφτανε στην ουσία των προβλημάτων. Αυτό άλλωστε είναι και το πρόβλημα σήμερα: Να μπορέσουμε να σκεφθούμε ορθολογικά και όχι παρορμητικά. Να πούμε τα σύκα – σύκα. Να δούμε την αλήθεια κατάματα. Να βρούμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Είμαστε ελάχιστα Ευρωπαίοι και υπερβολικά Ανατολίτες.
Μας νίκησε η βαθύτερη Ανατολίτικη νοοτροπία μας. Δεν είδαμε την Ευρώπη σαν μια καινούργια μεγάλη πατρίδα, σαν ένα νέο σύμβολο, σαν μια ευκαιρία αλλά σαν ένα γιγάντιο φαγοπότι. Νίκησε η νοοτροπία του «εαυτούλη», η νοοτροπία ότι «ο εαυτούλης μας είναι το κέντρο του κόσμου». Η νοοτροπία ότι ο τάδε Σύλλογός είναι ιδιοκτησία μας και είναι υπεράνω των νόμων γιατί …έτσι γινόταν πάντα. Αυτή η νοοτροπία είναι η καταστροφή της σύγχρονης Ελλάδας. Να γιατί η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο οικονομική αλλά συγχρόνως και πολιτισμική. Είναι κρίση νοοτροπίας.
Οι λακωνικοί στίχοι του Μανώλη Ρασούλη διεγείρουν τη σκέψη, μας παρακινούν να σκεφτόμαστε. Μακάρι να σκεφτόμαστε περισσότερο εμείς οι νεοέλληνες. Να σκεφτόμαστε τι; Να ένα παράδειγμα: Λένε κάποιοι σαν σχήμα λόγου πως δεν μας έβαλε στην Ευρώπη ο Καραμανλής, αλλά μπήκε εκείνος μόνος του στην Ευρώπη. Εμάς τους νεοέλληνες μας τραβούσε απ’ το μανίκι αλλά δεν μπήκαμε ποτέ πραγματικά. Σαν νοοτροπία μείναμε απ’ έξω.
Ο Μανώλης Ρασούλης μπορεί να μην έφυγε «πλήρης ημερών» αλλά πάντως έφυγε «πλήρης ιδεών» όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει. Από τους πολυάριθμους ξεχωριστούς στίχους του διαλέγω εδώ αυτούς τους παρακάτω, ίσως διότι εκφράζουν κι εμένα:
-Πολλοί ορκίστηκαν πως μ’ αγαπήσανε, γιατί κατάλαβαν ποιος είμαι τάχα
Και σαν τους πίστεψα μ’ εγκαταλείψανε. Ανάγκη μ’ είχανε, αυτό μονάχα!
Καλό σου ταξίδι ποιητή!
ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
«Άγει δε προς φως την αλήθεια χρόνος» (Μένανδρος). Την πολυσήμαντη ρήση του σοφού άνδρα προτάσσω σήμερα. Και γιατί παρακαλώ; Γιατί πιστεύω πως την αλήθεια μας την κρύβουν. Ο χρόνος όμως, έτσι ή αλλιώς, είναι εκείνος που θα φέρει την αλήθεια στο φως. Θα τη μάθομε όμως - που θα πάει - κάποτε την αλήθεια!
Η Βασιλική με κοίταζε.
- Πιστεύεις πως θα τη μάθομε ποτέ την αλήθεια; Περιμένεις ακόμη την Άνοιξη; Πιστεύεις πως θα ξανάρθει κάποτε μια Άνοιξη σ’ αυτή τη χώρα; Υπάρχει ελπίδα;
Η Βασιλική με έβαζε απότομα στα βαθιά. Ήθελε, εκτός από την Άνοιξη να μάθει για τη Λιβύη, τι πραγματικά συμβαίνει εκεί, ήθελε να μάθει και για δέκα άλλα θέματα. Εδώ σε θέλω. Άλλο τι σου σερβίρουνε κι άλλο τι πραγματικά συμβαίνει. Με καταλαβαίνεις;
Άφησα την εφημερίδα να μου πέσει από τα χέρια. Με την κούραση που φέρνουν τα χρόνια, με τους πόνους στη μέση και την αδυναμία στα πόδια, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετάγεται εξοργισμένος από την καρέκλα του κάθε φορά που διαβάζει στην εφημερίδα κάτι αδιανόητο. Μένει στη θέση του λοιπόν και υπομένει στωικά τις αντίθετες απόψεις του αρθρογράφου. Ήμουν ταραγμένος και φαινόταν. Ήμουν θλιμμένος και δεν μπορούσα να το κρύψω. Έβλεπα τον κόσμο μαύρο, ένα μαύρο κενό. Οι εικόνες της Ελλάδας μέσα μου είχαν όλες μπει σ’ ένα εφιαλτικό περίγραμμα. Επαγγελματικές συντεχνίες, παρασιτικό δημόσιο, διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες, κομματοκρατία, συνδικαλιστοκρατία και απλοί άνθρωποι που υποφέρουν και αναρωτιούνται αν τελικά θα μας βοηθήσει ο θεός. Αυτή είναι περιληπτικά η περιγραφή της σημερινής Ελλάδας που όπου κι αν σταθούμε μας πληγώνει.
-Κλείνουν παιδικές βιβλιοθήκες, κλείνουν σχολεία, πανεπιστήμια, κόβονται σχολικά δρομολόγια, κλείνουν νοσοκομεία και απολύονται νέοι, είπε η Βασιλική με τρεμουλιαστή φωνή.
Ένας βαρύς ουρανός συννεφιασμένος καταθλιπτικός συμπλήρωνε τη σκηνή.
Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Θωμάς. Αυτός μας έλειπε τώρα για να συμπληρωθεί το σκηνικό της κατήφειας.
-Επ! Για στάσου, μου λέει. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
-Ό,τι θες Θωμά μου.
-Εσύ που τα ξέρεις αυτά… Δε μου λές… Πώς τα βλέπεις τα πράμματα; Θέλω την αλήθεια!
-Τα πράμματα είναι χάλια Θωμά, του αποκρίνομαι, όμως φαντάζομαι πως θα φτιάξουν. Θα περάσει κι αυτό, υπομονή να έχουμε.
-Πώς θα φτιάξουν ρε φίλε; Ποιος θα τα φτιάξει; Άσε με από κει….
-Και τι να κάνουμε ρε Θωμά; Να κάτσουμε να κλαίμε τη μοίρα μας και να μοιρολογούμε; Ας φτάξουμε έναν κόσμο δικό μας χρωματιστό, αισιόδοξο, φανταστικό. Μια ευτυχισμένη και γεμάτη χαρά ζωή δεν μπορεί να προκληθεί από εξωτερικά πράγματα: ο άνθρωπος αντλεί από μέσα του, σαν από πηγάδι, την ευτυχία και την χαρά. Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για να μπορέσομε να επιβιώσομε!
-Αισιόδοξοι;» μου λέει γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι και κοιτώντας με με …ύφος. Και τι είναι η αισιοδοξία αγάπη μου; Μήπως την πουλάνε να πάμε να αγοράσομε; Θέλω την αλήθεια!
-Χαμογελάω αμήχανα και το βλέμμα μου απλανές βυθίζεται στον ορίζοντα. Ο ύπνος μου τελευταία, είναι γεμάτος εφιαλτικά όνειρα. Σ’ένα από αυτά κρατούσα στα χέρια μου και κουβαλούσα μια βαλίτσα γεμάτη παρανομία. Την κουβαλούσα σε διαδρόμους και σε δωμάτια ώσπου ξαφνικά κατάλαβα τι έκανα. Παρατώ τη βαλίτσα κι αρχίζω να τρέχω αλαφιασμένος. Έτρεχα σαν τρελλός ενώ οι άνθρωποι με κοιτούσαν έκπληκτοι.
-Εσύ που ξέρεις από ψυχολογία, τι άραγε να σημαίνει τ’ όνειρο, τη ρώτησα με αφέλεια.
Η Βασιλική με κοίταξε με κατανόηση.
-Είσαι κουρασμένος… το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγη ξεκούραση, είπε η Βασιλική στοργικά.
Κοιτάζοντας από το μπαλκόνι, είδα απ’ έξω να περνά ο Απρίλης, κρατώντας απ’ το χέρι την Άνοιξη, τη μεγάλη Αλήθεια!
Σε λίγο, η Άνοιξη!
Σάββατο, 09 Απριλίου 2011
Η σκάλα έτριζε κάτω από τα αργά του βήματα. Κατέβηκε στο ισόγειο του σπιτιού με αργές κινήσεις. Φόρεσε το σακάκι και το κασκόλ και βγήκε στο δρόμο.Ήταν βραδάκι, γύρω στις 9. Οδός Εθνικής Αντιστάσεως, πλατεία Μικρασιατών, οδός Σουλίου, λιμάνι. Περπατούσε σε δρόμους, σε πλατείες και σε σοκάκια. Περπατούσε ακατάπαυστα. Δεν περπατείς πάντα με σκοπό να φτάσεις κάπου. Μερικές φορές περπατείς για να σκεφτείς. Εκείνος περπατούσε για να σκεφτεί. Τους φίλους και γνωστούς που συναντούσε, τους χαιρετούσε αφηρημένος με κάποια λόγια τυπικά. Μονολογούσε ψιθυριστά. Μιλούσε (ή παραμιλούσε) μόνος του:
-Πρώτο: Ζούμε στην Ελλάδα του «δήθεν». Παντού θα συναντήσεις δήθεν προοδευτικούς, δήθεν μη κερδοσκοπικούς, δήθεν ανιδιοτελείς και πάει λέγοντας. Πιο πέρα θα βρεις την Ελλάδα του «παρα»! Δίπλα στην οικονομία θα συναντήσεις την παραοικονομία, δίπλα στην παιδεία την παραπαιδεία, βάλε και τους παρατρεχάμενους και το κακό έχει παραγίνει αφού κάθε έννοια και κάθε θεσμός αναιρείται από έναν αντίρροπο που εφευρίσκομε αμέσως. Το δαιμόνιο του Έλληνα ή μήπως ο κακός του δαίμονας;
-Δεύτερο: Το χρέος που καταλογίζουν στην Ελλάδα είναι άραγε νόμιμο; Δεν θα έπρεπε αυτό (το κατά πόσο είναι νόμιμο) να εξεταστεί από μια επιτροπή; Διατυπώνεται η άποψη πως πιθανόν να αποδειχθεί στο μεγαλύτερο μέρος του παράνομο στο βαθμό που αποτελεί προϊόν διαφθοράς.
Τρίτο: Μια σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν μπορεί να πυροβολεί το λαό της. Δε μπορεί να συρρικνώνει τουλάχιστον τα δύο μέγιστα και πρωταρχικά για το μέλλον της, την παιδεία και την υγεία, διότι έτσι σκοτώνει κάθε ελπίδα για το μέλλον της χώρας.
Συζητήσεις επί συζητήσεων. Συζητήσεις γύρω από την αναδιάρθρωση του χρέους, τα νέα σκληρά μέτρα, τις απολύσεις, τις ατελείωτες απεργίες, την Κερατέα, τη φοροδιαφυγή και την Τρόικα. Στην ηγεσία της χώρας διακρίνεις εύκολα την αναποφασιστικότητα. Μήπως οι θυσίες μας έτσι πάνε στο βρόντο;
Αυτά και άλλα παρόμοια στριμώχνονταν στο μυαλό του το βράδυ εκείνο το υγρό του ξανθού Απριλίου.
-Ερωτήματα που δεν πρόκειται να απαντηθούν, θα τον άκουγε κάποιος να μουρμουρίζει. Μα είναι κρίσιμα, πολύ κρίσιμα, η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή…
Γυρίζοντας στο σπίτι βρήκε το Θωμά να τον περιμένει. Ένιωσε ανακούφιση. Είχε ανάγκη να μιλήσει σε…άνθρωπο. Ο Θωμάς επίσης αναζητούσε κουβέντα.
-Σε βλέπω χάλια φίλε μου! Πρέπει επιτέλους να με ακούσεις! Φτάνει λοιπόν η μιζέρια. Ελάτε λοιπόν! Ομολογήστε το όλοι σας! Αδημονείτε για την Άνοιξη! Αδημονείτε για κάποιαν Άνοιξη. Ψάχνετε απεγνωσμένα για αμυγδαλιές ανθισμένες!
Σκληρός ο χειμώνας, και ανελέητος! Μέσα στην καρδιά του χειμώνα λιποψυχά ο άνθρωπος κι αδημονεί. Μα πότε επιτέλους θα φτάσει η Άνοιξη;
Έτσι είναι η ανθρώπινη ψυχή, την έχω καλά μελετήσει. Δεν τη βαστά τη μαυρίλα. Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη η ψυχούλα η αδύνατη ντύνεται στα ολόλευκα. Εμπρός λοιπόν! Ομολογήστε το! Αδημονείτε για την Άνοιξη! Κάποιαν Άνοιξη περιμένετε όλοι ανυπόμονα για ν’ αρχίσει επιτέλους η γιορτή, το πανηγύρι!
ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ ΤΟΥΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ!
Μην πατάτε τους ηλικιωμένους, όπως λέμε «μην πατάτε τη χλόη». Ενδιαφερόμουν πάντα και εξακολουθώ να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για την Τρίτη ηλικία, είναι γνωστό, και το επιβεβαιώνω. Δεν είναι τυχαίο που φρόντισαν με κάθε τρόπο να με απομακρύνουν από τα ΚΑΠΗ, τον σπουδαίο αυτό κοινωνικό θεσμό στον οποίο επεδίωξα να διοχετεύσω κάποιες ιδέες μου, ακριβώς διότι τον πιστεύω.
Αυτή όμως είναι δυστυχώς η ελληνική πραγματικότητα: Μόλις αντιληφθούν πως έχεις στο μυαλό σου κάποια καινοτομία ή αλλαγή και θέλεις να κάνεις κάποια παρέμβαση, να δώσεις μια ώθηση στον τόπο σου, έστω μικρή, κόντρα στα καθιερωμένα, φροντίζουν με κάποιο ταχυδακτυλουργικό τρόπο να σε …φιμώσουν. Το πραγματικό, το άδολο εθελοντικό αίσθημα του ενεργού πολίτη αποθαρρύνεται έντεχνα. Αν δεν είσαι εγγεγραμμένος κομματικός δεν μπορείς να παίρνεις πρωτοβουλίες στη χώρα της κομματοκρατίας. Γι αυτό φτάσαμε εκεί που φτάσαμε ως χώρα. Αλλά, αν δεν πληθιάνει το κακό, δεν «κόβει», έλεγε ο πατέρας μου.
Όλα τα παραπάνω ας είναι μια εισαγωγή σ’ αυτό που πραγματικά θέλω να αναδείξω σήμερα. Σκοπός μου είναι να αναδείξω μια τόσο δα μικρή πτυχή από τεράστιο πρόβλημα που λέγεται «Τρίτη Ηλικία στη σημερινή Ελλάδα».
Αφορμή παίρνω από τη δημοσιοποίηση μιας επιστολής του κ. Δημήτρη Μυταρά (υποθέτω πως πρόκειται για τον γνωστό ζωγράφο) η οποία δίνει ανάγλυφη την σημερινή ελληνική - τροικανή πραγματικότητα σε ότι αφορά συνταξιούχους ηλικιωμένους ανθρώπους. Τι γράφει ο κ. Μυταράς; Διάβασε το να το ακούσομε, σε παρακαλώ, Θωμά!
-«Είναι γνωστό σε όλους ότι οι συνταξιούχοι γενικώς, αποτελούν ένα ΒΟΥΒΟ ΠΛΗΘΟΣ ανθρώπων το οποίο στερείται της δυνατότητας διαμαρτυρίας.
Δεν μπορούν να απεργήσουν, δεν έχουν μοχλό πίεσης στην οποιαδήποτε κυβέρνηση, δεν εισακούγονται, δεν μπορούν να κόψουν το ηλεκτρικό ρεύμα, δεν μπορούν να κλείσουν δρόμους, δεν μπορούν να κλείσουν τα τελωνεία των συνόρων. Εκτός από την έλλειψη φωνής, είναι άτομα με πολλές ιατρικές ανάγκες, φάρμακα και περίθαλψη.
Είναι η εξαθλιωμένη ομάδα ανθρώπων που πολύ συχνά εγκαταλείπεται από συγγενείς και φίλους και που είναι υποχρεωμένη να υφίσταται κάθε είδους ταπεινώσεις. Εργάζονται και πληρώνουν φόρο για 30 χρόνια , στη συνέχεια εισπράττουν μια πενιχρή σύνταξη, η οποία φορολογείται για δεύτερη φορά και, τελικώς παραλαμβάνουν φάρμακα τα οποία προϋποθέτουν και τρίτη φορολογία, η οποία ονομάζεται: «ΕΚΤΑΚΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ». Μέσα από αδιανόητες διαδικασίες από γιατρούς οι οποίοι ποτέ δεν έχουν αρκετό χρόνο και γράφουν φάρμακα, τα οποία σύμφωνα με την τελευταία μεγαλοφυή άποψη ανάλγητων γραφειοκρατών, πρέπει να τα πληρώνουν οι συνταξιούχοι από την τσέπη τους.
Μετά να τα εισπράττουν μέσω γραφείων της ασύλληπτης σε ταλαιπωρία γραφειοκρατικής μηχανής, έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα, εφόσον το κράτος ευδοκήσει να τα πλήρώσει. Η έσχατη αυτή εξαθλίωση την οποία υφίστανται είναι αντάξια υπανάπτυκτου κράτους. Εύχομαι, κάποια στιγμή, όσοι αποφάσισαν ένα τέτοιο κατατρεγμό, να έρθει η ώρα να περιμένουν άρρωστοι και εξαθλιωμένοι 5 ώρες στο δρόμο για να εισπράξουν 15 ευρώ.
Αυτό λοιπόν, είναι, ένα κράτος χωρίς μέλλον, κράτος που δεν σέβεται τίποτε, ένα τριτοκοσμικό κράτος που υφίσταται τις υπερβάσεις ενός θρησκευτικού καπιταλισμού. Μια καλή λύση για το κράτος: «Όλοι οι συνταξιούχοι να πεθαίνουν αμέσως μετά τη σύνταξη». Το κέρδος θα ήταν αρκετά δισεκατομμύρια.
Αν λόγω επιμήκυνσης της βιωσιμότητος όλο και αυξάνονται οι συνταξιούχοι, υπάρχει και άλλη λύση: «Oι θάλαμοι αερίων», μέθοδος αξιόπιστη και δοκιμασμένη». -Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να έχει φτάσει στην έσχατη απογοήτευση, για να γράφει όλα αυτά, συμπέρανε ο Θωμάς και με κοίταξε περιμένοντας τα σχόλιά μου.
-Είναι τραγικό, Θωμά. Το γενικότερο κλίμα της εποχής είναι δομημένο και παγιωμένο έτσι που να στρέφεται κατά της Τρίτης ηλικίας. Είναι μια εποχή που θεοποιεί τη νεότητα και εκμηδενίζει την Τρίτη ηλικία.
Αν επικεντρωθούμε στα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση κάτω από την πίεση του ΔΝΤ, θα δούμε πως τα μισά στρέφονται κύρια κατά των ηλικιωμένων, ακριβώς γιατί δεν έχουν πολλά περιθώρια αντίδρασης. Όταν για παράδειγμα αφαιρούνται φάρμακα από τη λίστα των χορηγούμενων από τα ταμεία, πλήττονται κύρια οι ηλικιωμένοι διότι αυτοί κυρίως χρειάζονται και καταναλώνουν φάρμακα. Όταν αποδυναμώνονται ή κλείνουν νοσοκομεία πλήττονται κύρια οι ηλικιωμένοι διότι αυτοί έχουν ανάγκη από περίθαλψη. Όταν τα ασφαλιστικά ταμεία βρίσκονται υπερχρεωμένα, ποιοι άραγε θα υποφέρουν περισσότερο;
Ο Θωμάς με κοίταζε ξαφνιασμένος. Κρατούσε με τα χέρια του την κεφαλή του και έσφιγγε τα χείλια.
-Μα αυτή η πολιτική είναι καταστροφική για το μέλλον της χώρας, συνέχισα ακάθεκτος εγώ. Διότι οι σημερινοί νέοι, καθώς βλέπουν την Τρίτη ηλικία να υποφέρει αναλογίζονται τι περιμένει κι εκείνους όταν θα γεράσουν. Αφού λοιπόν, έτσι κι αυτοί θα καταντήσουν κάποτε, με ποια όρεξη να δουλέψουν τώρα; Με ποια ελπίδα και προς τι;
Πέρα απ’ αυτό: Οι ηλικιωμένοι είναι η ρίζα του δέντρου της κοινωνίας, και η ρίζα είναι ασφαλώς που κρατά το δέντρο όρθιο. Δεν χρειάζεται να συνεχίσω.
Ο Θωμάς με κοίταζε αμίλητος, ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε περισσότερο.
-Κάποιος πρέπει να το φωνάξει στον Παπανδρέου: «Πρώτα η ζωή και ύστερα το χρέος Πρόεδρε. Πρώτα οι άνθρωποι και ύστερα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα! Πρώτα η ζωή»!
ΣΤΕΛΛΑ
Το βράδυ έπεφτε στην πολιτεία σιωπηλό και παγωμένο. Σχεδόν αισθανόσουν πως κάτι κακό θα συμβεί. Ο θάνατος με τις μαύρες φτερούγες του απλωμένες – καθώς λένε - πλανιόταν πάνω απ’ την πόλη. Ότι κι αν πεις, αδύνατο να περιγράψεις τον ανθρώπινο πόνο στην πιο επώδυνη έκδοχή του. Συγγενείς, φίλοι, συμμαθητές, αγόρια και κορίτσια στην πρώτη νεανική μαραμαρυγή τους, έτρεχαν πάνω κάτω αλαφιασμένοι σαν σε αρχαία τραγωδία, σαν σε κακό όνειρο. Ένα νεαρό κορίτσι θα έφευγε απόψε πρόωρα απ’ τη ζωή.
Συγκλονισμένο και βουβό το Ρέθυμνο αποχαιρέτησε τη Στέλλα. Ασφαλώς, λόγια δεν υπάρχουν!
-Τις ακριβείς αιτίες του κακού θα τις βρουν αυτοί που έχουν καθήκον και είναι αρμόδιοι να το κάνουν. Εμείς αναμετρούμε τη συγκίνηση και την οδύνη. Ολόκληρη η κοινωνία αναμετρά και κλαίει. Τελικά η κοινωνία του Ρεθύμνου ναι, είναι ευαίσθητη! Ε, τι λες κι εσύ Γώργο;
-Ο απροσδόκητος και άδικος θάνατος ενός νέου κοριτσιού (ενός αγγέλου πες καλύτερα) μας ένωσε όλους και μας έστειλε να περπατήσομε σε μελαγχολικά μονοπάτια. Η κοινωνία αυτή της ανοχής, κάθε φορά που θα συμβεί το κακό μοιράζει απλόχερα τη συμπαράσταση και τη συντριβή της. Αυτό είναι παρήγορο.
Ο Γιώργος προσπάθησε να κρύψει το τρεμούλιασμα της φωνής του.
- Για μια ακόμη φορά βρίσκομε την ευκαιρία να αναρωτηθούμε για το μέλλον αυτής της νέας γενιάς, μέσα σε μια χώρα που αυτή τη σιγμή τουλάχιστον εμφανίζεται χωρίς μέλλον.
Ανάμεσα σε όλα τα σχετικά δημοσιεύματα δεν είδα ούτε ένα, που να ψάχνει τα βαθύτερα αίτια: Τα στοιχεία λένε ότι 22 νέοι του Ρεθύμνου οδηγηθήκαν στο νοσοκομείο το τελευταίο εξάμηνο με οξεία μέθη. Ποια λοιπόν είναι τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν τους νέους –όπως τη Στέλλα – στο αλκοόλ;
-Ασφαλώς δεν πρόκειται μόνο για «μόδα». Πρέπει ν’ αναζητήσομε αίτια όχι ευκαιριακά, αλλά προβλήματα δομικά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Έχω μιλήσει με αρκετούς νέους και έχω ακούσει τον τόνο της φωνής τους όταν τους ρωτάς για το αύριο. Ο σημερινός νέος καταθλίβεται, συνθλίβεται και ασφυκτιά μέσα στη ζοφερή σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το φάσμα της ανεργίας και της υπερχρέωσης είναι που τους κάνει να ανοίγουν τα παράθυρα για να πάρουν μια βαθιά ανάσα.
Η Στέλλα – αν ζούσε – θα ήταν ένα από τα νέα παιδιά τα προορισμένα να υποφέρουν από ανεργία ή οτιδήποτε άλλο μέσα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, χωρίς βέβαια αυτά να φταίνε σε τίποτα. Άλλοι έχουν φταίξει.
Νομίζετε πως η Στέλλα δεν γνώριζε για την ανεργία των νέων στην Ελλάδα; Και βέβαια γνώριζε! Γνώριζε και ποιος φταίει. Το να διορθώνεις τα λάθη σου δεν είναι κακό. Το να πληρώνεις όμως λάθη άλλων γενεών είναι η απόλυτη απογήτευση.
Η γενιά του ΄50 και του ΄60, η οποία είχε ζήσει πραγματικά δύσκολες στιγμές, όπως φτώχεια και πείνα, διψούσε για χρήμα και κέρδος, ανεξαρτήτως κόστους.
Έτσι οι αμέσως επόμενες γενιές τα σάρωσαν όλα. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο! Κατασπατάλησαν τον πλούτο της χώρας. Η επενδύσεις στην πλειονότητά τους δεν είχε αναπτυξιακό χαρακτήρα και όλα γίνονταν στα πλαίσια κομματικών σκοπιμοτήτων. Η ποιότητα ζωής όλων των Ελλήνων πολιτών χειροτέρευσε. Η αλόγιστη τσιμεντοποίηση των πάντων επέφερε δραματική μείωση του επιπέδου ζωής. Οι χώροι πρασίνου μειώθηκαν δραστικά και όλες οι γειτονιές γέμισαν με τεράστια τσιμεντένια κουτιά, αυτοκίνητα και κάδους απορριμμάτων. Η ελπίδα που γέννησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες για άμβλυνση πολλών προβλημάτων της καθημερινότητας αποδείχτηκε μάταιη.
-Τι άραγε γίνεται σήμερα; Υπάρχει ελπίδα για πραγματική αλλαγή νοοτροπίας; αναρωτήθηκε ο Γιώργος.
-Σήμερα η ανεργία πρυτανεύει και καλπάζει. Οι πολιτικοί φροντίζουν να μιλούν για την κρίση ζητώντας θυσίες από το λαό. Όταν όμως πρόκειται για την δική τους ψυχαγωγία (ας πούμε την Πασχαλινή) τα ξεχνούν όλα και τρέχουν να «ξεκουραστούν» στα κάθε είδους θέρετρα. Είναι εξοργιστικό και προκλητικό. Οι περισσότεροι πολιτικοί έκαναν πάσχα με …απόδραση σε επώνυμους ακριβούς προορισμούς. Ας τα βλέπομε αυτά λοιπόν εμείς οι «χαχόλοι», τα κορόιδα.
Από αυτή την πλευρά λοιπόν και εξ αιτίας όλων αυτών, εγώ Στέλλα στέκομαι απέναν τι σου σιωπηλός. Δεν έχω να σου πω απολύτως τίποτα!
Στη μέση ο …Μανόλης!
Γύρω – γύρω όλοι, στη μέση ο Μανόλης! Καταιγισμός «ειδήσεων» πληροφοριών, φημών, συνεντεύξεων, δημοσκοπήσεων και στη μέση ο δύστυχος Μανώλης να βάλλεται, να πολιορκείται και να αναρωτιέται. Σκοπός; η κάμψη της αντίστασής του σαν προσωπικότητας και η άλωσή του ως ατόμου ώστε να συμπεριφέρεται όπως κάποιοι θα ήθελαν, όπως κάποιοι σχεδίασαν και – το σπουδαιότερο – για να ψηφίζει όπως κάποιους βολεύει.
-Έτσι επιβιώνει το πολιτικό σύστημα Θωμά. Διότι διαθέτει τα μέσα του, την προπαγάνδα του. Δεν πάει να είναι διεφθαρμένο; Δεν πάει να το καταριόμαστε δέκα φορές την ημέρα; Στο τέλος θα το χειροκροτήσουμε και θα το ξανα ψηφίσουμε σαν καλά παιδιά, μόνο και μόνο διότι μας βομβαρδίζει με την προπαγάνδα του!
Δημοκρατία εννοούσαν οι αρχαίοι το να μαζεύονται οι άνθρωποι στην εκκλησία του δήμου για να ακούσουν πρωτογενώς μια πληροφορία. Τώρα την ακούμε πρωτογενώς; Οχι. Θα κληθούμε να αποφασίσουμε και να ψηφίσουμε βάσει μιας γνώμης που μας δημιούργησαν κάποιοι άλλοι. Υπάρχει μια ολόκληρη φιλοσοφία χειραγώγησης μαζών.
-Ε, όχι, εγώ τουλάχιστον δεν θα ψηφίσω έτσι! Ο Θωμάς είχε «μουλαρώσει» για τα καλά.
-Μα δεν θα αντέξεις! Η πίεση είναι συστηματική και μελετημένη. Ποιος είσαι εσύ; Ένας φτωχούλης καθημερινός άνθρωπος που δίνει τον καθημερινό άνισο αγώνα της επιβίωσης. Δεν έχεις ούτε καν ελεύθερο χρόνο να σκεφθείς. Γύρω – γύρω όλοι, στη μέση ο Μανώλης, ένας Μανώλης μουδιασμένος, ζαλισμένος από τον καταιγισμό άχρηστων ή αλλοιωμένων πληροφοριών.
Ο Θωμάς με κοίταζε με απόγνωση και αηδία.
-Όπως και νάναι το πράγμα δεν θα υποταχθώ στη μοίρα μου. Θα το παλαίψω.
-Μπράβο Θωμά! Έτσι σε θέλω. Γι αυτό σε διάλεξα για φίλο μου. Αυτό θα πρέπει να κάνει ο κάθε ελεύθερος και υπερήφανος άνθρωπος. Πρέπει να αντέχει και να εξετάζει το κάθε τι. Δεν δέχεται τίποτα σαν δεδομένο. Όλα πρέπει πρώτα να τα κρίνει προτού τα αποδεχθεί.
Η Άνοιξη έμοιαζε να εδραιώνει την εξουσία της εκείνες τις ημέρες. Πουλιών κελαιδίσματα επιβεβαίωναν τον ερχομό της και μυρωδιές της γειτονιάς απλώνονταν από τα ανοιχτά παραθύρια. Όμως όσο κι αν είναι όμορφη η Άνοιξη, οι άνθρωποι φέτος νοιώθουν ένα δάγκωμα στην καρδιά.
-Δύσκολα τα πράμματα Γιώργη. Όλα συνεχώς ακριβαίνουν. Ζορίζομαι.
-Ο καθένας μας έχει το δικό του πρόβλημα. Αλλά για να μην υπερβάλλομε και για να μη θεωρηθεί πως θέλομε να δημιουργούμε εντυπώσεις, ας αναφέρομε μόνο αυτά που γνωρίζει ο καθένας καλά, από προσωπική πείρα.
Εγώ λοιπόν γνωρίζω από προσωπική πείρα ότι οι συμβεβλημένοι με το δημόσιο γιατροί είναι πάνω από 12 μήνες απλήρωτοι και δεν έχει ακουστεί καν μια δικαιολογία γι αυτό. Ουσιαστικά έχουν αφεθεί στην τύχη τους, ουδείς ενδιαφέρεται πως οι άνθρωποι αυτοί θα πορευτούν.
Αντίστοιχα, ο κάθε κλάδος εργαζομένων έχει να αναφέρει ένα ή περισσότερα προβλήματα που του δυσκολεύουν τη ζωή. Αφήνω τον καθένα να τα πει μόνος του. Κορυφαίοι στην πυραμίδα οι άνεργοι. Ας με συγχωρέσει η εξοχότητά του ο πρωθυπουργός, ας με συγχωρέσουν και όλοι οι φίλοι μου στο ΠΑΣΟΚ που τον στηρίζουν αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Ας μας δείξουν αυτοί το φως – εάν το βλέπουν – στο βάθος του τούνελ. Εγώ πάντως δεν το βλέπω. Ντρέπομαι τη νέα γενιά για τον κόσμο που της αφήνουμε. Πώς θα ζήσουν, πώς θα ερωτευτούν, πώς θα κάνουν παιδιά;
Αυτή την Κυριακή 8 του Μάη στις 10 το πρωί, θα βρεθώ στο Πέραμα, στον παγκρήτιο εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς στο πίτι του ανθρώπου που πρώτος στην Ελλάδα την γιόρτασε , του μεγάλου προγόνου μου, Σταύρου Καλλέργη. Το άγαλμα του Καλλέργη με φόντο τα Ταλαία όρη θα μοιάζει θλιμένο. Θα με κοιτάζει μελαγχολικά κι εγώ θα δυσκολευτώ να το κοιτάξω στα μάτια. Πολύ περισσότερο νομίζω πως θα δυσκολευτούν να το κοιτάξουν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης.
Ασφαλώς στις προσφωνήσεις θ’ ακουστούν διάφορες απόψεις και σκέψεις όπως όλα τα τελευταία χρόνια., όμως στο τέλος όλοι θα φύγομε μελαγχολικοί και το γιατί θα το γνωρίζομε όλοι.
Το βράδυ, πάλι ξανά, καθισμένοι μπροστά στην τηλεόραση θα υποστούμε τον καθιερωμένο βομβαρδισμό με καταιγισμό «ειδήσεων» πληροφοριών, φημών, συνεντεύξεων, δημοσκοπήσεων. Στη μέση, ο φουκαράς ο Μανόλης, ως συνήθως να …βάλλεται, να πολιορκείται, να αμφιβάλλει, να αναρωτιέται.
Μακαρόνια ογκρατέν
Η ώρα ήταν προχωρημένη κι o Θωμάς πεινούσε. Είχε αποφασίσει να φτιάξει την αγαπημένη του μακαρονάδα, τη μόνη «επίδοση» που τον έκανε να υπερηφανεύεται για τις μαγειρικές του ικανότητες.
-Μακαρόνια ογκρατέν, μου είχε αναγγείλει με καμάρι. Ελπίζω μόνο να μου πετύχει η μπεσαμέλ!
Καθώς είχα πάρει τη σχετική πρόσκληση να τιμήσω αυτή την προσπάθεια, δεν άργησα να φτάσω κι εγώ επί τόπου. Τον βρήκα φυσικά στην κουζίνα σε πλήρη δραστηριότητα. Μόλις μπήκα ο Θωμάς άρχισε να που εξηγεί με…βαθυστόχαστες αναλύσεις.
-Δυστυχώς στην Ελλάδα οι μανάδες δεν δείχνουν στους γιούς τους την τέχνη της μαγειρικής…και αν κατά τύχη ο γιόκας τους δείξει ενδιαφέρον τότε εκείνες ανατριχιάζουν…μήπως και αυτό αποτελεί προμήνυμα…θηλυπρέπειας! Από την άλλη οι μπαμπάδες μέχρι αυτοκίνητο ή μηχανή είναι πρόθυμοι να τους αγοράσουν, για να απομακρυνθούν από τα τηγάνια και τις κατσαρόλες.
Γέλασα με την καρδιά μου ενώ ο Θωμάς ετοίμαζε το τραπέζι και συνέχισε να μιλά:
-Ο χρόνος μαλάκωσε τους άνδρες και έκανε πιο συνειδητοποιημένες τις γυναίκες. Η τηλεόραση, το internet, το πλαστικό χρήμα, ανέτρεψαν τις ισορροπίες…
Εδώ, το πρόσωπό του συννέφιασε.
-Πάντως με εντυπωσίασε η αγριότητα με την οποία χτυπούσαν οι άντρες των ΜΑΤ τον νεαρό, στη διαδήλωση της Τετάρτης. Είδα το βίντεο, ξέρεις, είδα καθαρά τους τέσσερις να τον χτυπούν στο κεφάλι. Πραγματική βαρβαρότητα. Πώς μπορούσαν να το κάνουν αυτό σ’ έναν συμπατριώτη σ’ ένα συνάνθρωπο; Το αποτέλεσμα είναι ο κόσμος να αντιδρά. Να φουντώνει η οργή του κόσμου με όλα αυτά, να αισθάνονται οι πολίτες πως ζουν μια κατάσταση προληπτικής καταστολής την ίδια στιγμή που η ζωή τους γίνεται ολοένα πιο δύσκολη λόγω ανεργίας και φτώχειας. Να εδραιώνεται στο κέντρο της Αθήνας μια κατάσταση εκτός ελέγχου ενώ ο φόβος γίνεται το κυρίαρχο συναίσθημα.
Έλα λοιπόν μη στέκεις βουβός. Πες μου πώς τα βλέπεις καθώς εγώ θα ετοιμάζω το τραπέζι!
-Ωραία, θα σου πω πώς τα βλέπω εγώ. Πρώτο: Ο κόσμος αρχίζει να αισθάνεται έντονα πια, συμπτώματα ασφυξίας. Δεν φαίνεται διέξοδος, δεν φαίνεται φως.
«Δεν είμαστε νούμερα, είμαστε άνθρωποι», είπε η Βάσω Παπανδρέου στους τροϊκανούς. «Πρώτα η ζωή και μετά το χρέος» λέω κι εγώ, και είναι ακριβώς αυτό το πρόβλημα. Αυτό είναι κεντρικό πρόβλημα. Και οι μεν ξένοι υποκρίνονται πως δεν το καταλαβαίνουν διότι έτσι τους συμφέρει. Η Ελληνική κυβέρνηση όμως πρέπει να το καταλάβει.
Δεύτερο: Το χρέος που καταλογίζουν στην Ελλάδα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον είναι νόμιμο. Πιθανόν να αποδειχθεί στο μεγαλύτερο μέρος του παράνομο στο βαθμό που αποτελεί προϊόν διαφθοράς.
Τρίτο: Μια σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν μπορεί να πυροβολεί το λαό της. Δε μπορεί να συρρικνώνει τουλάχιστον τα δύο μέγιστα και πρωταρχικά στοιχεία για το μέλλον της χώρας: Την παιδεία και την υγεία, διότι έτσι σκοτώνει κάθε ελπίδα για το μέλλον.
Ενώ εγώ μιλούσα, ο Θωμάς πηγαινοερχόταν. Επί τέλους, κάποτε τα μακαρόνια ογκρατέν ήταν έτοιμα. Καθίσαμε στο τραπέζι. Η μπεσαμέλ, πετυχημένη. Το ντόπιο κρασί ικανοποιητικό μέσα στα παραδοσιακά κρητικά του αρώματα. Δήλωσα ενθουσιασμένος και τα συγχαρητήριά μου αυθόρμητα.
-Εκτιμώ βαθιά την ιδέα σου γι αυτή τη μακαρονάδα, αλλά και την αψεγάδιαστη εκτέλεσή της, Θωμά. Μια μακαρονάδα, στις μέρες αυτές της επερχόμενης ακραίας λιτότητας αποκτά ακόμη και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Κάθεσαι, τρως και φιλοσοφείς για την αξία της τροφής και για το πρόβλημα του πεινασμένου ανθρώπου. Υπάρχει και μια άλλη οπτική: Ίσως δεν έχεις σκεφθεί πόσο σημαντικό πράγμα είναι η διατροφή. Ίσως δεν έχεις σκεφθεί πως η διατροφή είναι ένας σύνδεσμός μας με τη φύση, ένας σύνδεσμος με τις αναμνήσεις μας. Τρέφομαι δεν σημαίνει μόνο τρώγω, αλλά και μαθαίνω ποιος είμαι. Πρέπει να μάθομε ποιοι αλήθεια είμαστε Θωμά. Μα την αλήθεια, η μακαρονάδα σου μου έδωσε ιδέες και μ’ έβαλε σε σκέψεις!
ΑΣ ΞΑΝΑΓΙΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΠΑΙΔΙΑ…
Βγαίνω από το σπίτι και κατευθύνομαι προς τη θάλασσα. Είμαι τυχερός που έχω κοντά μου τη θάλασσα. Η θάλασσα είναι φάρμακο και βάλσαμο για τους καιρούς ετούτους.
Κατηφορίζω. Παιδιά, δεν βλέπεις πια να παίζουν στους δρόμους. Μόνο ανθρώπους να βαδίζουν άκεφα και να μονολογούν πίσω από κάποιο κινητό. «Δεν επιτρέπεται σ’ αυτή την κυβέρνηση να πυροβολεί το λαό της»! Σεισάχθεια, σεισάχθεια!
Προχωρώ με αυτοπεποίθηση κρύβοντας καλά το άγχος που με έχει καταβάλει. Ξέρω πολύ καλά πως θα σε δώ. Και σε βλέπω και με χαιρετάς και η καρδιά μου πάει να σπάσει. Η ζωή μας περνά μπροστά στα μάτια μου με ταχύτητα κινηματογράφου. Και όμως πρέπει να προχωρήσω. Όσο και να θέλω να γυρίσω πίσω για να ζήσω όσα δεν προλάβαμε, είναι πολύ αργά τώρα...
Σταματώ στο περίπτερο για ν’ αγοράσω τσιγάρα. Λάθος, δεν θα καπνίσω, θα σταματήσω να καπνίζω, σου το υποσχέθηκα. Πρέπει να προσέξω την υγειά μου, ιδίως σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς πρέπει οπωσδήποτε να ζήσω για αρκετά ακόμη, πρέπει να σε στηρίξω, σου το υποσχέθηκα.
…Θα απολυθούν 150.000 άτομα, γράφουν οι εφημερίδες.
Συνεχίζω να περπατώ, σε λίγο φτάνω στην παραλία. Η θάλασσα ήρεμη. Εγώ καθόλου. Υπάρχει κάτι που δεν θα καταφέρω ποτέ να σκοτώσω. Δεν θα καταφέρω ποτέ να σκοτώσω την συνείδησή μου. Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να έχει καρδιά. Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται να παραμερίζει την καρδιά του» (Τ.Λειβαδίτης).
Σε λίγο (ευτυχώς) συναντώ τους φίλους μου. Βολτάρουν κι εκείνοι. Ανακούφιση. Ο Γιώργος διαλογίζεται. Ο Θωμάς σωπαίνει και ο Αντώνης σιγοψυθιρίζει τη «Ρόζα – Ροζαλία».
Α, ναι! Ξέχασα να σας πω το σπουδαιότερο: Ο Αντώνης με την παιδική χορωδία του και το κουιντέτο του των πνευστών, διοργανώνει εκδήλωση με θέμα την Λιλιπούπολη. Με έχει προσκαλέσει να προλογίσω την εκδήλωσή του. Θα το κάνω. Αξίζει ένα μπράβο ο Αντώνης. Αξίζει για τις δεκάδες ώρες που αφιερώνει, αξίζει για την επιλογή ενός θέματος επιπέδου Χατζηδάκι, για το συνολικό στήσιμο της εκδήλωσης με happenings κλπ. Είναι μια εκδήλωση με ειδικό βάρος. Ξέρετε η Λιλιπούπολη στοχεύει σε μια διαφορετική, σε μια ποιητική παιδαγωγική. Εισάγει τα παιδιά στον κόσμο των μεγάλων με σωστό τρόπο, και τους μεγάλους στον κόσμο των παιδιών. Για πρώτη φορά κάποιοι μιλούν στα παιδιά υπεύθυνα με καθαρή ποιητική γλώσσα θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάν τον τόπο, κι όχι σαν εκπαιδευτικοί η γονείς ανόητοι που συμπεριφέρονται στα παιδιά, λες κι αποτείνονται σε υπανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική.
Το πιστεύω Θωμά. Μοναχικοί καβαλάρηδες σαν τον Μαυράκη, αυτοί είναι που δημιουργούν την πολιτιστική παράδοση σε μια πόλη. Ο ιστορικός του μέλλοντος, ξέρεις, δεν θα γράψει ότι …στο Ρέθυμνο έφερναν Ιταλούς και Γάλλους μουσικούς για να παίξουν …αναγεννησιακή μουσική. Αυτό θα το σβήσει η σκόνη του χρόνου. Αυτό που έχει αξία είναι το τι ξέρουν να παίζουν οι ίδιοι Ρεθεμνιώτες, τι παρήγαγαν, τι δημιούργησαν ως νέο , ως αυθεντικό ως πρωτογενές. Τι γέννησε η ψυχή του Ρεθύμνου . Αυτό, μόνο αυτό ενδιαφέρει Θωμά, μόνο αυτό κυρίες και κύριοι.
Άλλωστε είπε κάποιος σοφός ότι «…οι σχέσεις που οφείλουμε να διατηρούμε με τον ίδιο τον εαυτό μας δεν είναι σχέσεις ταυτότητας. Μάλλον πρέπει να είναι σχέσεις διαφοροποίησης, δημιουργίας, επινόησης. Είναι εξαιρετικά βαρετό να παραμένει κανείς πάντοτε ίδιος».
Η ώρα ήταν προχωρημένη. Ο ύπνος βαραίνει τα βλέφαρα. Πρέπει να χωρίσομε. Καληνύχτα.
Θα σε δω στην πλατεία.…
Το σουπερμάρκετ ήταν γεμάτο, ήταν ώρα αιχμής. Μπροστά στο ράφι με τα γαλακτοκομικά προσπαθούσε να συγκρίνει τις τιμές των προϊόντων. Πρόσωπο συννεφιασμένο, συσπασμένο, ρυτίδες, ζόφος. Η σκέψη του έτρεχε αλαφιασμένη, πολύ μακρυά!
-Καλό μέρος για διαλογισμό είναι το σουπερμάρκετ, σκεφτόταν. Μπορεί να έχεις δίπλα σου τόσο κόσμο, αλλά δεν σου μιλάει κανείς, δεν σου δίνουν σημασία. Άνθρωποι βιαστικοί σιωπηλοί, συννεφιασμένοι, συλλογισμένοι, προβληματισμένοι για το αύριο. Στην πραγματικότητα είσαι μόνος μέσα στο πλήθος.
Η σκέψη του διέτρεχε την απόσταση από το παρελθόν στο παρόν κι από κει δειλά- δειλά προς το μέλλον. Δεν τολμούσε να κοιτάξει καν προς το μέλλον.
«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», άκουγε τη φωνή του που ερχόταν από το παρελθόν, απόμακρη και βραχνή. Η πλατεία ήταν γεμάτη…
Καλύτερα να μην το σκέφτεται. Το μέλλον σαν ένα τζάμι θολό που με δυσκολία προσπαθείς να διακρίνεις κάτι. Προσπαθείς πρώτα να διακρίνεις τα παιδιά σου πίσω απ’ το τζάμι μα η εικόνα δεν είναι σαφής. Το περισσότερο που βλέπεις είναι ομίχλη και σύννεφα.
Πιο κάτω με τα ψώνια στα χέρια συνάντησε το Θωμά.
-Θλίβομαι Θωμά. Περισσότερο απ’ όλα διότι όλη αυτή η ενασχόληση με τα ευτελή και κακορίζικα οικονομικά χάλια δηλαδή με την συντελεσθείσα οικονομική καταστροφή της Ελλάδας, μας εμποδίζει να ασχοληθούμε με τα ουσιώδη, με τα σημαντικά.
-Ουσιώδη εννοείς την ουσία της ζωής, αυτά με τα οποία αξίζει να σχολείται ο άνθρωπος.
-Ναι. Κάποτε ο ευθύβολος και φλεγματικός Μάνος Χατζηδάκις είχε πεί: Μακάρι να ερχόταν να μας κυβερνήσουν οι Ευρωπαίοι, για να μπορέσουμε εμείς να ασχοληθούμε με τα ουσιώδη! Να τώρα, οι Ισπανοί που μας ειρωνεύτηκαν: Σσσς… Σιγά μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες!
-Κι όμως, έστω και τώρα ξυπνήσαμε. Αργήσαμε ένα χρόνο αλλά ξυπνήσαμε. Η κοινωνία του φέισμπουκ που μέχρι χθες περιορίζονταν στην εκδήλωση like- μου αρέσει, μοιάζει να είναι έτοιμη να εκφράσει σήμερα ένα μεγάλο unlike-ΔΕΝ μ’ αρέσει, για όσα της συμβαίνουν.
Χιλιάδες λαού, συγκεντρώθηκαν στις πλατείες σ’ ολόκληρη τη χώρα, δηλώνοντας με τον τρόπο τους, την ειρηνική αντίθεσή τους σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Χωρίς χρώματα, χωρις οργανωτες, χωρις επιτροπες. H χώρα έχει φτάσει στο αμήν της ταπείνωσης και ο λαός της έχει εξαντλήσει τι αντοχές του.
Η ελληνική κοινωνία βράζει και αναζητεί τρόπους να εκφράσει την απελπισία και την οργή της, ψάχνοντας να βρει δρόμους διεξόδου και ηγέτες πολιτικούς που θα την οδηγήσουν προς τους δρόμους εκείνους.
Στο δρόμο κι απόψε κι ας βρέχει, σου λένε. Εκεί στο δρόμο και στην πλατεία θα βρεις ελπίδα, ομορφιά, ζωή! Οι αυθόρμητες ειρηνικές διαδηλώσεις χιλιάδων πολιτών σε πολλές πλατείες της χώρας, οι οποίες απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα, θα συνεχιστούν και θα ενταθούν, είναι ένα εντελώς καινούργιο στοιχείο της ελληνικής καθημερινότητας.
-Μόλις οι νέοι βγήκαν στους δρόμους, γέρασαν ξαφνικά όλα τα κόμματα, είπε ο Θωμάς, και όλοι οι άλλοι μείναμε άφωνοι!
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ
-Το καλοκαίρι χτυπά την πόρτα και το παραθύρι μας, παρατήρησε με λυρική διάθεση ο Γιώργος.
-Μόλις το δεις, να το αρπάξεις να το βαφτίσεις και να το ρουφήξεις αχόρταγα, είπα εγώ με λαχτάρα.
Ο Γιώργος είχε μπει ορμητικά. Ήθελε να προλλάβει να «φτιάξει» ατμόσφαιρα πριν…. μαυρίσουν όλα. Έτσι γίνεται τελευταία. Μόλις συναντιλομαστε, σε λίγα λεπτά η διάθεσή μας μαυρίζει. Η μαυρίλα προκύπτει σαν πεπρωμένο. Η Ελλάδα παρατημένη στη μοίρα της καταφεύγει στις πλατείες.
-Μεγάλο πράμμα αυτό που συμβαίνει στις πλατείες, είπε ο Θωμάς. Πρωτόγνωρα συναισθήματα γεννιούνται εκεί. Αυτά που πνίγει η τηλεόραση και ο καναπές, αυτά αναγεννώνται στην πλατεία. Οι άνθρωποι που μαζεύονται στην πλατεία έχουν βλέμμα βαθύ, μελαγχολικό μα και δραματικό. Υπάρχει κάτι από τις ταινίες του Αγγελλόπουλου. Κοιτάζεις τον άλλο βαθιά, μέσα στα μάτια και σε κοιτάζει κι εκείνος και είναι σαν να ακουμπά ο ένας τις παλάμες του άλλου και να γνέφεις …ναι, κατάλαβα!
-Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ζούμε ιστορικές στιγμές. Στιγμές οι οποίες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όσο διογκώνεται το κύμα της αγανακτισμένης κοινωνίας που πλημμυρίζει τις πλατείες.
-Οι πλατείες γεμάτες και το υλικό για συζήτηση άφθονο. Πως ερμηνεύεται το φαινόμενο της γεμάτης πλατείας; Ποια είναι η δύναμη εκείνη που ξεσηκώνει τον κόσμο από τον καναπέ και τον σπρώχνει στη πλατεία, στην επικοινωνία, στη διαμαρτυρία, στη διεκδίκηση; Γιατί συνέβη την συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Tι είναι εκείνο τελικά που εξουδετερώνει την αριστοτεχνικά στημένη κατευθυνόμενη προπαγάνδα των μίντια;
-Το αυθόρμητο είναι το ασυνείδητο σε εμβρυική μορφή. Αυτό είναι το κλειδί. Η ψυχολογία μας δίνει το κλειδί για να ανοίξομε τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και να την κατανοήσομε.
Μιλούσα με ύφος τουλάχιστον καθηγητή πανεπιστημίου. Ήμουν συνεπαρμένος από έναν οίστρο. Οι σκέψεις μου καταιγιστικές. Οι πνευματικές μου δυνάμεις βρισκόταν σε έξαρση και πάσχιζαν να διερευνήσουν το θέμα ως τις βαθύτερες ψυχές του, να κατανοήσω αυτή την ανθρώπινη συμπεριφορά ως τα κατάβαθα.
-Να δεις που τώρα ο Πεταλωτής θα χάσει κάτι από την εκνευριστική ψυχραιμία του!
Ο Γιώργος με την ήρεμη φωνή του με βοήθησε να καταλαγιάσω.
-Aς δούμε και τα δικά μας. Πλησιάζει ο Ιούλιος, ο μήνας του Αναγεννησιακού φεστιβάλ. Άραγε, αυτή τη φορά θα θυμηθούμε ότι υπάρχει και Κρητική Αναγέννηση ή θα αγνοήσουν πάλι Χορτάτζη και Κορνάρο και θα μετακαλέσουν απλώς Ιταλούς και Γερμανούς - ακριβοπληρωμένους άλλωστε - βιρτουόζους;
-Φίλε Γιώργη, το ξέρεις καλά πως η γνώμη μου δεν λαμβάνεται υπ’ όψη, απάντησα. Μην με κεντρίζεις λοιπόν! Ας αφήσομε τους έχοντες την ευθύνη να κάνουν ότι νομίζουν.
Ο Θωμάς που μέχρι τότε καθόταν σιωπηλός, έβγαλε φωνή:
-Έλα όμως που δεν έχεις το δικαίωμα να σωπαίνεις. Εγώ, η φωνή της συνείδησής σου θα σ’ αναγκάσω να μιλήσεις. Όποιος γνωρίζει, δεν έχει δικαίωμα να σωπαίνει.
-Μεγάλη κουβέντα θαρρώ πως είπες, Θωμά. Όποιος γνωρίζει δεν έχει δικαίωμα να σωπαίνει. Πλησίασα στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Παιδιά έπαιζαν στο δρόμο αμέριμνα, με φωνές και χάχανα. Κυρίως για χάρη της νέας γενιάς, δεν έχομε δικαίωμα να σωπαίνομε, σκέφτηκα. Πολύ φοβούμαι πως στο μέλλον αυτά τα παιδιά, τα παιδιά μας, δεν θα γνωρίζουν καν το όνομα του Χορτάτζη, του μεγάλου αυτού Ρεθεμνιώτη ποιητή. Το όνομά του σταδιακά – όχι σκόπιμα αλλά από άγνοια - αφήνεται να περνά στο χώρο της λήθης, έτσι που μετά από μερικά χρόνια, ελάχιστοι θα τον θυμούνται.
-Ε, λοιπόν, όχι! Δεν έχω το δικαίωμα τα σωπαίνω. Φαίνεται πως έπεσε σε μένα ο κλήρος να φυλλάξω τις Θερμοπύλες του πνευματικού Ρεθύμνου, και ας αποφασίσει όποιος Ρεθεμνιώτης θέλει να μοιραστεί μαζί μου αυτή τη δόξα.
Άκουσέ τα λοιπόν. Ο Γεώργιος Χορτάτζης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αιώνα και πέθανε μετά το 1605. Θεωρείται ως ο πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου. Ο Χορτάτζης πήρε το Ρεθεμνιώτικο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και το μετέτρεψε σε ολοκληρωμένη γλώσσα. Ο περίτεχνος στίχος του προκαλεί το γενικό θαυμασμό. «Κι έκαμε την Πανώργιαν του με ζαχαρένια χείλη μαζί με τον Κατζάροπον, την άξιαν Ερωφίλη». Εγώ λοιπόν στα δρώμενα, θα προτιμούσα να χειροκροτήσει ο κόσμος όχι το Δόγη και τους Βενετούς, αλλά το Χορτάτζη!
Ο Χορτάτζης είναι ο σημαντικότερος αλλά όχι ο μόνος εκπρόσωπος της Κρητικής Αναγέννησης. Ιδού και οι άλλοι: Ο Στειακός Βιτσέντζος Κορνάρος, οι Ρεθύμνιοι Μπουνιαλής, Τρωίλος, Αχέλης, Σαχλίκης, Μπεργαδής, Πόρτος, Φουρλάνος, Πικατόρος, Ζαχαρίας Καλλιέργης καθώς και ο μέγας και τρανός Φραγκίσκος Μπαρότσης από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Όλα αυτά τα ονόματα άνθισαν και φούντωσαν με λουλούδια απίστευτα, εκείνα τα χρόνια στην Κρήτη. Ας μη μιλήσω για τον μουσικό, τον μέγας και πολύς Φραγκίσκος Λεονταρίτης (1518 - 1572), κρητικό αναγεννησιακό συνθέτη και βαρύτονο. Γεννήθηκε στο Χάνδακα αλλά αργότερα κατέκτησε τη Βενετιά ολόκληρη, με τη μουσική του.
Όλοι αυτοί αγνοούνται επιδεικτικά από το Αναγεννησιακό φεστιβάλ!
Στ’ αλήθεια όμως, απορώ, γιατί πρέπει εγώ να τα λέω όλα αυτά. Έτσι κι αλλιώς δεν είμαι ο καταλληλότερος. Θα ήθελα να βγουν και να πουν τη γνώμη τους οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου. Δόξα τω θεώ υπάρχουν αρκετοί. Τους ζητώ να παρέμβουν τώρα!
Η ώρα ήταν περασμένη. Τα παιδιά εξακολουθούσαν να παίζουν με φωνές, κάτω απ’ το παράθυρό μου. Τα κοίταζα για πολλή ώρα μέχρι που ο ήλιος βασίλεψε, βάζοντας φωτιά στον ορίζοντα.
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΓΕΥΜΑ
Με σκόνη κοκκινωπή, από την Αφρική σκέπασε αυτές τις ημέρες ο Νότιος άνεμος στην πόλη. Η σκόνη του χρόνου σκεπάζει - μήνες τώρα - ολόκληρη τη χώρα και κάνει τους ανθρώπους κατηφείς και σκυθρωπούς. Τους φίλους μου προτρέπω σε
σκέψη και περισυλλογή.
-Πρέπει να παίρνουμε τη ζωή όπως μας έρχεται και να δείχνουμε πολύ θάρρος. Οι άνθρωποι πρέπει να σκέφτονται και να μην ακούν τις μπούρδες που τους σερβίρουν. Πρέπει το βραδάκι να παραιτούν τον καναπέ και να κατηφορίζουν προς την πλατεία. Εκεί στην πλατεία τρίζει το βασίλειο της ημιμάθειας, του κυνισμού, της τυφλής εμπιστοσύνης στις αγορές «που ξέρουν καλύτερα». Αυτή τη χώρα, κάποιοι εργολαβικά ανέλαβαν να την σώσουν και δεν σταματούν λεπτό να μας το υπενθυμίζουν.
Η Μάριον επέμενε να την ακούσομε: Mας μίλησε για τη δυστυχία που βλέπει να πλανιέται γύρω της:
-Οδύνη και ντροπή νοιώθω για την γύρω μου ανισότητα. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι τρέχουν στα συσσίτια για να συντηρηθούν. Πώς να ζήσει κανείς υποφερτά με την ανεργία και με όλα αυτά που συμβαίνουν; Στα όνειρά μου έχω φτιάξει έναν κήπο γεμάτο τριανταφυλλιές ενώ στο κέντρο του έχω φυτέψει μια κόκκινη μουριά. Κάθε μεσημέρι κάθομαι από κάτω και ξεφλουδίζω μανταρίνια. Στα όνειρά μου ο κήπος μου με όλα του τα πλάσματα είναι δικός μου και κανείς δε μπορεί να μου τον πάρει.
Παρ’ όλα αυτά όμως, το σημαντικότερο γεγονός των ημερών για μένα ήταν η πρόσκληση που πήρα αιφνιδιαστικά από τον Γιώργο. Το τηλεφώνημα με γέμισε χαρά.
-Θέλω να συναντηθούμε μέσα στη φύση, με τις ανάλογες προεκτάσεις και μηνύματα. Θέλω να θυμηθούμε πως μυρίζει ο αγέρας, την ουράνια έγχρωμη διαδικασία που καταλήγει στο δειλινό, την αόρατη ανακούφιση που φέρνει το βράδυ. Η παρέα με τους φίλους καθώς το φεγγάρι παίζει με τα σύννεφα. Θέλω – πέρα από αυτά - να σας βάλω στο κλίμα, πως θα μοιάζει η ζωή σε λίγο στην Ελλάδα αν συνεχίσουν να λαλούν με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα!
Το πε και το κανε. Ήταν το απόβραδο της περασμένης Τετάρτης, όταν ο Αφρικανός άνεμος μας υπογράμμιζε και μας υπενθύμιζε επίμονα την γεωγραφική μας θέση. Ναι μεν, αλλά. Όλοι παρόντες στο προσκλητήριο. Ο Χάρης, ο Νίκος, Η Γιωργία, η Ειρήνη, η Αθηνά και οι άλλοι, γευθήκαμε τα εδέσματα και συγχρόνως αφομιώσαμε τα μηνύματα. Τι τα θες, είναι σπουδαίο να χει ο άνθρωπος φαντασία και να συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών.
-Και τι σημαίνει πως είναι φιλόλογος δηλαδή; Μήπως όλοι φιλολογοι έχουν την φαντασία και το χάρισμα να «πιάνουν» τα μηνύματα των καιρών; Όχι βέβαια!
-Καθησε τώρα και ανάλυσέ το, τι σημαίνει «απλή, ζωή»;
-Είναι μια ολόκληρη φιλοσοφία με βάση το πρόταγμα «το απλό είναι όμορφο». Σημαίνει να τείνεις προς το πρωτογενές, το πρωτογονικό. Χαρακτηρίζεται πρώτα από την ελάχιστη κατανάλωση. Σύμφωνα με τον E. F. Scumacher, τον διάσημο οικονομολόγο, «κάθε έξυπνος βλάκας μπορεί να κάνει τα πράγματα μεγαλύτερα, πιο περίπλοκα, πιο βίαια. Χρειάζεται μια ιδιοφυΐα -και πολύ κουράγιο- για να κινηθεί κανείς στην αντίθετη κατεύθυνση, στην απλότητα». Είναι μια προσωπική απόφαση. Ο καθένας φτιάχνει ο ίδιος τους κανόνες που θέλει να ακολουθήσει. Τα άτομα που επιλέγουν την «απλή ζωή», το κάνουν για διαφορετικούς λόγους.
Ο Γιώργος ήταν σαφής:
-Είναι μια ολοκληρωμένη φιλοσοφία: Αντί να καταναλώνουν, αντί να δουλεύουν παραπάνω από όσο χρειάζεται για να αγοράσουν πράγματα που δε χρειάζονται, οι υποστηρικτές της «απλής ζωής» επαναπροσδιορίζουν τις προτεραιότητές τους. Άλλος επιλέγει να βάλει την οικογένεια και τους φίλους του στο κέντρο της ζωής του, άλλος τα ταξίδια, άλλος τη μάθηση και τη δημιουργία. Πάντως όλοι αφήνουν πίσω το κυνήγι του κέρδους με τον παραδοσιακό τρόπο.
Δεν πρόκειται για ασκητές, αλλά για άτομα που τους αρέσει να διασκεδάζουν και να δημιουργούν και όχι να αφιερώνουν όλο τους το χρόνο δουλεύοντας για κάποιον άλλο. Επιλέγουν να δουλέψουν μόνο όσες ώρες τους χρειάζονται για τα βασικά τους έξοδα. Οι υπόλοιπες ώρες για το κέφι τους…
Δεν πρόκειται για ασκητές, αλλά για άτομα που τους αρέσει να διασκεδάζουν και να δημιουργούν και όχι να αφιερώνουν όλο τους το χρόνο δουλεύοντας για κάποιον άλλο. Επιλέγουν να δουλέψουν μόνο όσες ώρες τους χρειάζονται για τα βασικά τους έξοδα. Οι υπόλοιπες ώρες για το κέφι τους…
-Σε ζηλεύω, ομολόγησα. Απολαμβάνεις μια πρωτόγνωρη απλή ζωή»! Τελικά είσαι πρωτοπίακός, μας «σκίζεις» όλους φίλε Γιώργο!
Ο θερμός νότιος άνεμος εξακολουθούσε να φυσά μέσα στη μεγαλοπρέπεια της υπαίθριας νύχτας κουβαλώντας την κόκκινη αφρικάνικη σκόνη.
-Η σκόνη αυτή δεν είναι τίποτα, μην τη φοβάσαι. Τη σκόνη του χρόνου, αυτή τη σκόνη να τρέμεις, είπα αφηρημένα παρατηρώντας επίμονα το παιχνίδι του φεγγαριού με τα αραιά, ανέμελα σύννεφα