Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

             Πάντοτε μ’ άρεσε να περπατώ στα δρομάκια της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου και να ρεμβάζω, καθώς το περπάτημα και ο ρεμβασμός είναι από τα λίγα εναπομένοντα hobby που δεν ενοχλούν, δεν προκαλούν και δεν φορολογούνται. Είναι περισσότερο από βέβαιο πως οι προκάτοχοί μας, πολίτες αυτής της πόλης, οι σκεπτόμενοι τουλάχιστον, έκαναν το ίδιο: Περπατούσαν στους δρόμους και ρέμβαζαν. Όχι μόνο ο Μπαρότσης και ο Χορτάτσης, αλλά επίσης ο Φραγκίσκος Πόρτος, ο Μπουνιαλής ο Μπεργαδής, ο Φουρλάνος, ο Βεργίτσης, ο Πρεβελάκης.

  Αυτά τα σοκάκια τα δήθεν άψυχα, με την αύρα που αποπνέουν και με την ιστορία που κουβαλούν, οδηγούν τον περιπατητή σε στοχασμούς, σε αλληλουχίες και  συνειρμούς, στην αδιατάρακτη εσωτερική αρμονία της πολιτείας.
 Δε γίνεται αλλιώς, μονολογώ. Όλη αυτή η σωρευμένη διανόηση μέσα σ’ αυτά τα δρομάκια ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους πολιτισμούς κάτι θα δώσει, κάτι θα γεννήσει και κάθε τόσο μυστικά θα γεννά. Αποδέκτης όλης αυτής της σωρευμένης διανοητικής ενέργειας θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε δεκτικός, ευαίσθητος, στοχαστικός συμπολίτης αρκεί να περιδιαβαίνει σ’ αυτούς τους δρόμους με τα λαμπρά ονόματα: Οδός Κορνάρου, Μπουνιαλή, Σήφη Βλαστού, Τσουδερών, Αρκαδίου.
  Την ίδια γνώμη έχει ο ποιητής: «…βλέπομεν να ολοκληρούται και εις την πόλιν ταύτην, η ιδική της αρμονία. Μια αρμονία, μη υπακούουσα, μη υποτασσομένη εις καμμίαν ξένην προς τους βαθυτέρους της ρυθμούς νομοτέλειαν ή επιταγήν. Εναπόκειται εις ημάς, ή εις τους ευαισθήτους εξ ημών, να την κατανοήσωμεν και να την απολαύσομεν»( Εμπειρίκος).
  Συνεχίζω την περιπλάνησή μου με πάθος, προσπαθώντας να διεισδύσω και να αντιληφθώ αυτή τη βαθύτερη μυστική αρμονία που η πόλη κρύβει στα σπλάγχνα της. Έχει νυχτώσει. Η υγρασία και το ψιλόβροχο συντελούν ώστε η κίνηση στους δρόμους να είναι αραιή, πράγμα που επιτείνει τη μυστηριακή, υποβλητική ατμόσφαιρα. Τα επιβλητικά σιωπηλά κτίρια με τα περίτεχνα κιόσκια λες και είναι έτοιμα να διηγηθούν ιστορίες για τους νοικοκυραίους και τις κυράδες για έρωτες και δάκρυα. Οι μιναρέδες δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως ο μουεζίνης σε λίγο θα βγει για να καλέσει τους πιστούς. Μια ομάδα βενετοκρητικών ευγενών, μελών της ακαδημίας των VIVI νομίζεις πως ετοιμάζεται να βγει από την εξώθυρα της loggia μιας και η προγραμματισμένη συγκέντρωσή των έχει γι απόψε τελειώσει.
   Μα να, ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Ένα μηχανάκι με εκκωφαντικό θόρυβο περνά ξυστά δίπλα μου διαλύοντας τους ρεμβασμούς και αναγκάζοντάς με να τραβηχτώ στο πλάι. Είναι ένας από τους συμπαθείς διανομείς φαγητού εστιατορίου, από εκείνους που ελίσσονται με άφθαστη τέχνη μέσα στους δρόμους για να προφθάσουν τη διανομή στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Μετά απ’ τον πρώτο να και ο δεύτερος, και ο τρίτος. Τα μηχανάκια στριγκλίζουν και οι συνειρμοί πάνε περίπατο.  
  -Αλίμονο λοιπόν, αλίμονο! Οι καθημερινές βιοτικές ανάγκες  εξανεμίζουν την εσωτερική αρμονία. Η καθημερινότητα της ζωής εξουδετερώνει και εκμηδενίζει την ενόραση, το μυστήριο, τους συνειρμούς, τις υψηλές πτήσεις του ανθρώπινου μυαλού. Τι κρίμα, Θωμά, τι κρίμα!
  Τα μηχανάκια στριγκλίζουν. Τα μηχανάκια ελίσσονται. Τα θαύματα τελειώνουν. Ο Θωμάς δεν απαντά. Η ζωή τραβάει την ανηφόρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου