Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012


ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ
 Ο Θωμάς με κοίταξε με ανακούφιση.
-Επιτέλους, επανεκκίνηση τώρα. Επιτέλους θα ξαναδούμε τα άρθρα σου με τα ανεπίτρεπτα και τα αναπότρεπτα αυτού του κόσμου κι αυτού του τόπου. Πολύς κόσμος με ρωτά γιατί σταμάτησες (…μα έγραφε ωραία, είχε ένα δικό του στυλ λογοτεχνικό…) 
 Να λοιπόν που επιτέλους επανέρχεσαι! Σήμερα θα το γιορτάσομε! Θέλω να κεράσω καφέ!
 Ο Θωμάς με ξεκουράζει και με ενθαρρύνει γιατί πιστεύει στον  άνθρωπο και στις πραγματικές αξίες της ζωής. Ο ατόφιος, ντόμπρος χαρακτήρας του με κάνει να λησμονώ όσους ανθρώπους με εκμεταλεύτηκαν και με ξεζούμισαν με κάθε ευκαιρία. Τέτοια είναι –συλλογίζομαι - δυστυχώς η ανθρώπινη φύση. 
 Ο φίλος μου ετοίμασε προσεκτικά κι έβαλε στο τραπέζι τα δύο φλυτζάνια αχνιστού ελληνικού καφέ. Τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά αναστενάζοντας με απόλαυση. Καθώς έμενα αμίλητος αισθάνθηκε την ανάγκη να συνεχίσει εκείνος:
-Κάποια πράγματα αδυνατώ να τα καταλάβω, μονολόγησε.  Βλέπομε σήμερα μπροστά στα μάτια μας το απίστευτο, αυτό που δεν περιμέναμε ποτέ να δούμε: Οι πολίτες δεν μπορούν πια να πάρουν τα φάρμακά τους με το ταμείο τους.
Αυτό αν συνεχιστεί σημαίνει θανάτους ανθρώπων. Αυτό για τους δυνάστες της χώρας μπορεί να μην είναι σημαντικό, μπορεί να το ονομάσουν «παράπλευρες απώλειες» για μας όμως είναι πρωταρχικό μια που γνωρίζομε καλά ότι η αξία του ανθρώπου είναι πάνω από τα οικονομικά μεγέθη.
Σταμάτησε για λίγο για να παρατηρήσει αφηρημένα τους περαστικούς που περνούσαν κάτω από το παράθυρο και συνέχισε:
 -Αμέσως κατόπιν έρχεται το πρόβλημα των αυτοκτονιών για οικονομικούς λόγους και η διάλυση της κοινωνικής συνοχής μέσα σε κλίμα κατάθλιψης, και ντροπής σε φόντο ζόφου και πείνας.
-Τι να τις κάνω τις πολιτιστικές σας εκδηλώσεις αφού ο κόσμος πεινά; Κάποτε φωνάζαμε το σύνθημα «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία». Τίποτα από τα τρία δεν υπάρχει σήμερα, τουλάχιστον με τη μορφή που εμείς ονειρευόμαστε. Σήμερα υπάρχει μόνο ο εφιάλτης μιας ξένης κατοχής πάω απ’ την Ελλάδα.
Ο Θωμάς τράβηξε και την τελευταία γουλιά απ’ το φλυτζάνι του και συνέχισε:
- Αρνούμαι πως η χώρα αυτή - που ο  πλούτος της γεμίζει τα μουσεία του κόσμου - είναι καταδικασμένη στη φτώχεια. Αυτή η χώρα οφείλει να ζει με ιδανικά και όχι με δανεικά…
 Μιλούσε συνεπαρμένος με φωνή σταθερή, μια – μία να βγαίνουν οι λέξεις: 
-Η εικόνα της Ελλάδας που ζει μέσα μου δεν έχει καμιά σχέση με την ταπεινωμένη Ελλάδα που μου παρουσιάζουν. Αρνούμαι να δεχτώ πως η πατρίδα μου είναι αυτή τη χώρα με το σκυμένο κεφάλι. Αυτοί που μας παρέδωσαν σαν πειραματόζωα στο διεθνές τραπεζικό κεφάλαιο  (ανεξάρτητα από το αν τελικά θα τιμωρηθούν γι αυτό), δεν έχουν σχέση με  την πραγματική Ελλάδα, διότι απλά δεν γνωρίζουν τι είναι η πραγματική Ελλάδα.
Η Ελλάδα η δική μου δεν έχει σχέση με όλα αυτά. Η Ελλάδα μου είναι μια πανάρχαια πλατφόρμα πολιτισμού που περιβάλλεται από ένα κέλυφος φωτεινό, κα ι περιτριγυρίζεται από λέξεις ελληνικές, ρωμαλέες κι ατίθασες, λέξεις που έπλασαν οι ποιητές της. Η Ελλάδα η δική μου αρνείται να υποταχθεί στην Ευρώπη των δανειστών, αυτή την βάρβαρη, την τερατώδη Ευρώπη. Δεν είναι αυτή η Ευρώπη που ο Δίας έφερε στην Κρήτη πάνω στα σύννεφα και την αγάπησε με πάθος. Δεν είναι αυτή η Ευρώπη που ονειρευτήκαμε εμείς που πιστέψαμε στην Ευρώπη των λαών.
-Η χώρα μου σήμερα έχει βουτήξει σε μια γκρίζα απογοήτευση. Ο πεσιμισμός και η κατάθλιψη έχουν ξεφύγει από το παραδοσιακό στερεότυπο του «ας τα λέμε καλά» και μετριέται πλέον με αυτοκτονίες. Οι άνθρωποι δεν παίρνουν τα φάρμακα που έδωσε ο γιατρός μη έχοντας χρήματα να τ’ αγοράσουν. Από την άλλη το κρύβουν διότι νοιώθουν ντροπή για το κατάντημά τους. Σαν φυσική συνέπεια, θερίζουν τα εμφράγματα και τα εγκεφαλικά.  Αυξάνουν βλέπεις σε συχνότητα αυτές οι αρρώστειες με την κατάθλιψη.
Τα νοσοκομεία υπολειτουργούν. Στην Ελλάδα μας εξελίσσεται αυτή τη στιγμή μια πρωτοφανής ανθρωπιστική κρίση. Οι ηλικιωμένοι νοιώθουν με τρόμο να ανοίγει μπροστά τους ένας σύγχρονος Καιάδας.
Αυτά όμως δεν ενδιαφέρουν τον κ. Σόιμπλε. Το βλέπεις στο βλέμμα του, βλέπεις και μια μοχθηρία ανεξήγητη. Εξισώνει και μετρά -χωρίς να κοκκινίζει – με χρήμα την ανθρώπινη ζωή.
Ο Θωμάς άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στους ανθρώπους που περνούσαν κάτω απ’ το παράθυρο. Παρά το άγχος και τα προβλήματα είχε μια διάθεση ποιητική σήμερα.
-Είδα σήμερα ένα σύνθημα που με γέμισε γαλήνη. «Ανοίγομε δρόμο στην ελπίδα», έγραφε η αφίσα.
 Μεγάλο πράμμα φίλε μου η ελπίδα. Θαρρείς πως μια λέξη από μόνη της γεμίζει την ψυχή και το στομάχι συγχρόνως.
-Αυτό είναι, φώναξε με έξαψη ο Θωμάς: Θα ψηφίσω «ελπίδα»! Νοιώθω πως πρέπει να ψηφίσω αυτούς που ανοίγουν δρόμο στην ελπίδα!
Δεν μιλούσα, μόνο τον κοίταζα. Δεν χρειαζόταν να μιλήσω. Τα είχε ήδη πει όλα ο Θωμάς. Τα είχε όλα αναλύσει και προβλέψει. Έπινα τον καφέ μου αμίλητος, ενώ ένα φρέσκο αεράκι απ’ το παράθυρο έμπαινε μέσα στα ανοιχτά μας  πουκάμισα γεμίζοντας τα πνευμόνια και το στήθος μας με ένα αίσθημα γαλήνης πρωτογονικό.