Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ

   Όπως ακριβώς μια νεαρή πιανίστρια καθισμένη στο πιάνο της μπορεί με τ’ ακροδάχτυλά της ν’ αναπαράγει και να ζωντανέψει  τα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση του μουσουργού, έτσι ώστε ο μουσουργός μέσα από τα δάχτυλα της πιανίστριας να περνά κατ’ ευθείαν στην Αθανασία, έτσι κι ένας ευαίσθητος νέος ή νέα που περνοδιαβαίνουν στα σοκάκια μιας όμορφης παλιάς πολιτείας, μπορούν με τη φαντασία και την ενόρασή τους να ζωντανέψουν την περασμένη ζωή αυτής της πολιτείας, τους αρχιτέκτονες που τη χτίσανε, τις καντάδες, τα γλέντια, τις αγωνίες και τις συμφορές που τη σημαδέψανε, παραδίδοντας έτσι την πολιτεία αυτή στην ιστορία.
  Ας μη μας παραξενεύει λοιπόν που κάποιοι νέοι ευαίσθητοι, συνηθίζουν να βγαίνουν στους υγρούς δρόμους της πόλης κάποιες αφέγγαρες χειμωνιάτικες νύχτες τυλιγμένοι στα επανωφόρια τους, και – όταν πια όλοι οι κάτοικοι θα έχουν κοιμηθεί – εκείνοι τραγουδούν ή σφυρίζουν παλιά κρητικά τραγούδια: «Σαν είχες άλλη στην καρδιά, τι μ’ ήθελες εμένα…». Ορίζω δε ως ευαίσθητους νέους εκείνους που σήμερα, έτος 2005, είναι ικανοί ν’ ακούσουν τη φωνή του μουεζίνη ν’ αντηχεί απ’ τον μιναρέ Νερατζέ, ή ακόμη ν’ ακούσουν το σφύριγμα του «Αγγέλικα» καθώς αναχωρεί απ’ το λιμάνι ή ακόμη να διακρίνουν μέσα από το σφύριγμα τ’ ανέμου … λόγια του Φραγκίσκου Barozzi καθώς εκφωνεί τον εναρκτήριο λόγο του στην ακαδημία των Vivi, μέσα στη Loggia στις 4 Ιανουαρίου 1562: «E questa e lorigine della presente nostra Academia…»
  Ρέθυμνο, η όμορφη παλιά πόλη. Όχι μόνο η πολιτεία της ανοχής, αλλά και η πολιτεία της φυγής. Η πατρίδα κάθε μοναχικής ψυχής. Η πατρίδα της Μοναξιάς. Ίσως δεν είναι τυχαίο πως ένα μήνα πριν να γράψει το «Χρονικό μιας Πολιτείας» ο Παντελής Πρεβελάκης (τον Απρίλη του 1937), τελείωνε το δράμα του «Μοναξιά» (το Μάρτη του 1937).
  Έχομε λοιπόν να κάνομε με μια πολιτεία για ρομαντικούς και φευγάτους. Σ’ όλους αυτούς αρέσει να βυθίζονται στην αγκαλιά της πολιτείας τους όχι μόνο τις μέρες του καλοκαιριού, αλλά και το χειμώνα. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως μόνο στα βάθη του χειμώνα μπορείς να αισθανθείς το καλοκαίρι που υπάρχει μέσα σου. Σ’ όλους αυτούς τους ρομαντικούς λοιπόν αρέσει να περιδιαβαίνουν στα στενά σοκάκια της, (στα φυλλοκάρδια της), και να μαντεύουν την ιστορία τους. Τους εξάπτει τη φαντασία η ψευδαίσθηση πως μπορεί να αισθανθούν το βλέμμα και την αύρα του Χορτάτση ή του Μπεργαδή, ή ακόμη του Μπουνιαλή του Τζάννε. Κατευθύνονται προς τη συνοικία της Κυρίας των Αγγέλων εκεί που κάποτε κατοικούσαν οι περισσότεροι Βενετοί ευγενείς. Προς τη συνοικία Σκιέρο, κάπου στη Σωχώρα. Προς την συνοικία της Κουερίνας, του Σκορδίλη, προς το Σολέρο. Στην οδό Τσάρου, προσπαθούν να μαντέψουν πιο ήταν το μαγαζί του Κυρ Ιωάννη του Κόνσολα με το κεντημένο σταυρογέλεκο, και την πραμάτεια με τη μαστίχα, τη ζαφορά, τα μυρόλαδα και τα ροδοστάματα.
-         Να μπορούσα λέει με κάποιο τρόπο να ξανάβρισκα την πέννα του Χορτάτση… Να έγραφα με την πέννα Του, μονάχα λίγες λέξεις … «Οϊμένα  Ερωφίλη μου…». Να την κρατούσα φυλαχτό για όλη τη ζωή μου, μονολογεί ο πιο ονειροπαρμένος της παρέας.
  Τότε ακριβώς ακούγονται σαν αχός, σαν αντίλαλος ή σαν σφύριγμα του ανέμου οι στίχοι του Πρεβελάκη:
-         Καλό η ψυχή των άγουρων να θρέφεται απ’ το μύθο,
Αντρειά να παίρνουν κι ορμηνιά, να δροσερεύει ο νους τους
Σαν το κορμί που χαίρεται νερό απ’ το χαλκοστάμνι…

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

             Πάντοτε μ’ άρεσε να περπατώ στα δρομάκια της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου και να ρεμβάζω, καθώς το περπάτημα και ο ρεμβασμός είναι από τα λίγα εναπομένοντα hobby που δεν ενοχλούν, δεν προκαλούν και δεν φορολογούνται. Είναι περισσότερο από βέβαιο πως οι προκάτοχοί μας, πολίτες αυτής της πόλης, οι σκεπτόμενοι τουλάχιστον, έκαναν το ίδιο: Περπατούσαν στους δρόμους και ρέμβαζαν. Όχι μόνο ο Μπαρότσης και ο Χορτάτσης, αλλά επίσης ο Φραγκίσκος Πόρτος, ο Μπουνιαλής ο Μπεργαδής, ο Φουρλάνος, ο Βεργίτσης, ο Πρεβελάκης.

  Αυτά τα σοκάκια τα δήθεν άψυχα, με την αύρα που αποπνέουν και με την ιστορία που κουβαλούν, οδηγούν τον περιπατητή σε στοχασμούς, σε αλληλουχίες και  συνειρμούς, στην αδιατάρακτη εσωτερική αρμονία της πολιτείας.
 Δε γίνεται αλλιώς, μονολογώ. Όλη αυτή η σωρευμένη διανόηση μέσα σ’ αυτά τα δρομάκια ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους πολιτισμούς κάτι θα δώσει, κάτι θα γεννήσει και κάθε τόσο μυστικά θα γεννά. Αποδέκτης όλης αυτής της σωρευμένης διανοητικής ενέργειας θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε δεκτικός, ευαίσθητος, στοχαστικός συμπολίτης αρκεί να περιδιαβαίνει σ’ αυτούς τους δρόμους με τα λαμπρά ονόματα: Οδός Κορνάρου, Μπουνιαλή, Σήφη Βλαστού, Τσουδερών, Αρκαδίου.
  Την ίδια γνώμη έχει ο ποιητής: «…βλέπομεν να ολοκληρούται και εις την πόλιν ταύτην, η ιδική της αρμονία. Μια αρμονία, μη υπακούουσα, μη υποτασσομένη εις καμμίαν ξένην προς τους βαθυτέρους της ρυθμούς νομοτέλειαν ή επιταγήν. Εναπόκειται εις ημάς, ή εις τους ευαισθήτους εξ ημών, να την κατανοήσωμεν και να την απολαύσομεν»( Εμπειρίκος).
  Συνεχίζω την περιπλάνησή μου με πάθος, προσπαθώντας να διεισδύσω και να αντιληφθώ αυτή τη βαθύτερη μυστική αρμονία που η πόλη κρύβει στα σπλάγχνα της. Έχει νυχτώσει. Η υγρασία και το ψιλόβροχο συντελούν ώστε η κίνηση στους δρόμους να είναι αραιή, πράγμα που επιτείνει τη μυστηριακή, υποβλητική ατμόσφαιρα. Τα επιβλητικά σιωπηλά κτίρια με τα περίτεχνα κιόσκια λες και είναι έτοιμα να διηγηθούν ιστορίες για τους νοικοκυραίους και τις κυράδες για έρωτες και δάκρυα. Οι μιναρέδες δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως ο μουεζίνης σε λίγο θα βγει για να καλέσει τους πιστούς. Μια ομάδα βενετοκρητικών ευγενών, μελών της ακαδημίας των VIVI νομίζεις πως ετοιμάζεται να βγει από την εξώθυρα της loggia μιας και η προγραμματισμένη συγκέντρωσή των έχει γι απόψε τελειώσει.
   Μα να, ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Ένα μηχανάκι με εκκωφαντικό θόρυβο περνά ξυστά δίπλα μου διαλύοντας τους ρεμβασμούς και αναγκάζοντάς με να τραβηχτώ στο πλάι. Είναι ένας από τους συμπαθείς διανομείς φαγητού εστιατορίου, από εκείνους που ελίσσονται με άφθαστη τέχνη μέσα στους δρόμους για να προφθάσουν τη διανομή στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Μετά απ’ τον πρώτο να και ο δεύτερος, και ο τρίτος. Τα μηχανάκια στριγκλίζουν και οι συνειρμοί πάνε περίπατο.  
  -Αλίμονο λοιπόν, αλίμονο! Οι καθημερινές βιοτικές ανάγκες  εξανεμίζουν την εσωτερική αρμονία. Η καθημερινότητα της ζωής εξουδετερώνει και εκμηδενίζει την ενόραση, το μυστήριο, τους συνειρμούς, τις υψηλές πτήσεις του ανθρώπινου μυαλού. Τι κρίμα, Θωμά, τι κρίμα!
  Τα μηχανάκια στριγκλίζουν. Τα μηχανάκια ελίσσονται. Τα θαύματα τελειώνουν. Ο Θωμάς δεν απαντά. Η ζωή τραβάει την ανηφόρα.

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

                            

  Μπορούμε να διατυπώσομε την υπόθεση πως κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει μπροστά της μια  πόρτα.  Σε μερικές από αυτές τις πόρτες διακρίνεται καθαρά η επιγραφή που λέει «ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΎΘΕΡΗ», δηλαδή η ψυχή είναι ανοιχτή σε όλους. Σε άλλες, αντίθετα πόρτες, διαβάζεις ένα ξερό «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ». Και οι δυο επιγραφές και οι δυο απόψεις πρέπει να ναι σεβαστές. Και αν  ξαναρωτιόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι πάλι το ίδιο θα απαντούσαν, το ίδιο ναι, το ίδιο όχι.
  Θαυμάζω τους ανθρώπους της πρώτης κατηγορίας, αυτούς που αφήνουν ελεύθερη την πρόσβαση προς τον εσωτερικό τους κόσμο. Αυτούς που είναι ανοιχτοί σε όλους και σε όλα. Αυτούς που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Αυτούς που έχουν διάθεση για προσφορά και δεν ζητούν αντάλλαγμα γι αυτή, αυτούς που σε προσκαλούν μόνο για να σου χαρίσουν. Είναι μεγάλο πράγμα να χαρίζεις κάτι δικό σου, χωρίς αντάλλαγμα. Φαίνεται στην αρχή απλό, αλλά είναι δύσκολο. Δύσκολο να ανοίγεις διάπλατη την πόρτα και το σπίτι σου. Μπορεί να μετανιώσεις γι αυτό. Μπορεί ο μουσαφίρης να ναι αδιάκριτος. Μπορεί να κλέψει τα μυστικά και τα πολύτιμά σου. Μπορεί να τραυματίσει τα αισθήματά σου. Εσύ όμως δεν νοιάζεσαι, είσαι πάνω και πέρα απ όλα αυτά. Έχεις ξεπεράσει τις ανθρώπινες μικρότητες και σφυρίζεις αδιάφορα.
   Όποιον κρατά την πόρτα της ψυχής του ανοιχτή, τον νοιώθεις. Σχεδόν βλέπεις γραμμένο στο κούτελό του το «είσοδος ελεύθερη». Το βλέπεις μέσα στα μάτια του, στην οξύτατη όραση, στη λάμψη που εκπέμπουν οι κόρες. Η καλύτερη ώρα για να μπεις από την ανοιχτή πόρτα είναι το βραδάκι. Μια τέτοια ώρα δειλινού εάν κάποιος βρεθεί σε θέση κατάλληλη, μπορεί να παρακολουθήσει τη σελήνη ν’ ανατέλλει αιμάσσουσα στον ορίζοντα αδειάζοντας αφειδώς τα πλούσια χρώματα και τις ανταύγειες πάνω στην ελαφρώς κυματίζουσα θάλασσα, με μια μεγαλοπρέπεια που θυμίζει Σαντορίνη αλλά και τα νησιά των κοραλλιών και τη νότια Αμερική, την πατρίδα του στρατηγού Μπολιβάρ καθώς έγραψε ο ποιητής. Μια τέτοια ακριβώς ώρα που εξουσιάζεται απόλυτα από την παρουσία της σελήνης είναι η πιο κατάλληλη για ν’ ανοίξει κανείς την πόρτα της ανθρώπινης ψυχής και να μπει στα ενδότερα.
 Η περιπλάνηση μέσα εκεί πρέπει να γίνεται με προσοχή.
  Το πρώτο που θ’ αντικρίσει είναι μικρές παιδικές στιγμές ζωγραφισμένες με κοντύλι πάνω σε μαθητική πλάκα. Κατόπιν θ’ αντικρίσει ένα βουνό από ελπίδες για τον εαυτούλη αλλά και για την ανθρωπότητα. Παραπέρα ένα άλλο βουνό από λαχτάρες και σχέδια, αποφάσεις και αγώνες, και στο σημείο το βαθύτερο θα δει  ένα βουνό απογοητεύσεις για όσα  έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ.
   Θα βρει κι άλλα. Επιθυμίες, μνήμες και πάθη. Ρίγη συγκίνησης αλλά και πίκρες αβάσταχτες. Αναμνήσεις και παλιούς συμμαθητές που ζουν ή που χάθηκαν (αυτούς προπάντων). Λέξεις παρηγοριάς για τον άρρωστο, τον κατατρεγμένο, τον βομβαρδισμένο τον προδομένο, τον πρόσφυγα το μεροκαματιάρη. Οίκτο για τους ημιμαθείς, τους αρχομανείς, τους αδίστακτους. Όσο θα βρίσκει στοιχεία καινούργια τόσο θα πηγαίνει βαθύτερα, θα ψάχνει για περισσότερα. Θα ανακαλύπτει και θα αφομοιώνει. Θα θυμάται και θα χαμογελά. Κι όταν πια ο επισκέπτης κουραστεί, κι ενώ η σελήνη θα μεσουρανεί, ας αποχωρήσει διακριτικά κλείνοντας αθόρυβα πίσω του την πόρτα.
 


ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (2)

   Μια φορά κι έναν καιρό, έκατσε λέει ο Θεός κι έπλασε μια μικρή, λυγερή, μα αληθινά όμορφη πολιτεία. Αφού την επλούμισε πιτήδεια την απόθεσε στ’ ακροθαλάσσι, με τα πόδια τση μπροστά στο κύμα κι η αμμουδιά στο πλάι μια δαντελένια ατελείωτη λουρίδα.
 Εφώτισενε τσ’ αθρώπους τση, κι αυτοί εφτιάξανε όμορφα σπίτια, εκκλησιές και μνημεία και καμπαναριά και όρισε σε ούλους, και στσι κατακτητές ακόμη, να τη σέβουνται και να τη λογαριάζουνε. Ήρθε η εποχή που ονομάσανε «Αναγέννησης». Δέκα γενιές τση Βενετιάς την ορίζανε τότε, καθώς μαρτυρούνε τα βιβλία. Εγέννησε σπουδαίους καλαμαράδες και ποιητές και μπόλικους αθρώπους πνευματικούς, που εγράψανε για χάρη τση ιστορία λαμπρή, έργα λαμπρά, θεατρικά και ποίηση, έτσι που να τη θαυμάζει ο κόσμος όλος και να την ονομάζουνε από τότε «Πόλη των Γραμμάτων».
 Επεράσανε ύστερα χρόνια πολλά, και σιγά – σιγά οι άνθρωποι να που άρχισαν να ξεχνούνε την ιστορία. Άρχισαν να λησμονούν τα μεγάλα τέκνα, τους πνευματικούς ογκόλιθους της πατρίδας τους,  απέφευγαν ακόμη και να αναφέρουν τ’ όνομά τους, έτσι που οι νέα γενιά σχεδόν παντελώς τους αγνοούσε.  -Ε, που πάτε μωρέ παιδιά, που πάτε συντρόφια χωρίς την κληρονομιά την πνευματική σας;
 «Ω κόσμε, πως ξανάστροφα σε βλέπω γυρισμένο,
   Και κάθε δίκιο και πρεπό βρίσκεται κουκλωμένο!»
 Ως εδώ ήταν παραμύθι. «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τα’ ακούς γλυκότερα», είπε ο Σεφέρης και συμφωνώ μαζί του.  
 Η συζήτηση για τη νέα μορφή που παίρνει το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ έχει έτσι κι αλλιώς ανοίξει. Το βασικό ερώτημα που έβαλα εγώ είναι εάν δικαιούται το  Αναγεννησιακό Φεστιβάλ του Ρεθύμνου να αγνοεί τους Ρεθεμνιώτες ποιητές της Αναγέννησης και γενικότερα την Κρητική Αναγέννηση και το Κρητικό Θέατρο. Κατά τη γνώμη μου δεν δικαιούται. Είναι χρήσιμο και σκόπιμο να υπάρχουν νεωτεριστικές ιδέες σε ένα θεσμό, να υπάρχει ανανέωση του θεσμού αλλά μέχρι ένα όριο.
 Το θέμα είναι μείζον διότι διαπιστώνω – και βεβαιώνω – πως οι νέοι Ρεθεμνιώτες σταδιακά παύουν να ενδιαφέρονται για τους μεγάλους μας αναγεννησιακούς ποιητές και επομένως η πολιτιστική φυσιογνωμία της πόλης αρχίζει να αλλοιώνεται. Η πόλη αυτή ενώ είναι αυτόφωτη οδηγείται για να γίνει ετερόφωτη, ψάχνοντας για ιταλικά γαλλικά και γερμανικά φώτα, παρ’ όλο που διαθέτει άφθονο και έντονο δικό της φως. Τον τίτλο «Πόλη των Γραμμάτων» όλοι ανεξαιρέτως τον θέλομε και τον επιζητούμε. Πως γίνεται όμως να απεμπολούμε τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται  αυτός ο τίτλος;
  Ο Χορτάτζης θεωρείται σαν ο γενάρχης του νεοελληνικού θεάτρου και ο Κορνάρος έγραψε το πιο κοσμαγάπητο ποίημα που γράφτηκε ποτέ στο νησί μας. Εγώ δεν παριστάνω τον πολύξερο και τον παντογνώστη. Ξέρω όμως ποια γνώμη έχουν οι σύγχρονοι δάσκαλοι και οι πνευματικοί άνθρωποι πάνω στο θέμα και θα ευχόμουν να βγουν οι ίδιοι και να εκφράσουν τη γνώμη τους. Αν αυτό δεν γίνει, θα είναι κρίμα, όπως λέει και ο Μπουνιαλής:
«Κι οι Ρεθεμνιώτες πανταχού βρίσκουνται και γυρίζου
Και κάστρη κυβερνούσινε και στρατηγούς ορίζου
Κι ήτονε κρίμα τα λαμπρά άστρα να βασιλέψου
Και να μη στέκου ζωντανά πολλούς να μαθητέψου».




ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ

  Αγαπητοί φίλοι και φίλες, σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές και  συμμαθητές, νεωτεριστές και καινοτόμοι, αμφισβητίες και νομιμόφρονες συγχωρήστε μου την έκφραση: Τα πράματα έχουνε «σφίξει». Εξηγούμαι αμέσως και σας εξομολογούμαι το «δράμα» μου: Εννοώ να αμφισβητώ τα πάντα και να αμφιβάλλω για όλους! Για να υιοθετήσω, μια ιδέα, μια άποψη, πρέπει πρώτα να την περάσω απ’ τα φίλτρα του δικού μου εγκεφάλου και της δικής μου καρδιάς, να την εξετάσω εξονυχιστικά, και αν αυτή συμφωνεί με τις αρχές μου, τότε και μόνο τότε θα την καταχωρήσω στο ιδεολογικό μου κατάστιχο. Αλλιώς θα την εξοβελίσω.  
   Στην κοινωνία αυτή που ζούμε την υπερσυντηρητική και υπερβολική, η αμφισβήτηση είναι το βασικότερο όπλο για την άμυνα του πολίτη. Είναι η μητέρα της ανανέωσης.
  Αμφισβητώ λοιπόν την αυθεντία του κάθε «δασκάλου» και του κάθε ειδικού. Αμφισβητώ τις έτοιμες προκατασκευασμένες απαντήσεις. Οι απαντήσεις αυτές, θραύσματα συνήθως κάποιας κοσμοθεωρίας, εμφανίζουν τα πάντα σαν αυτονόητα, σαν δεδομένα και προ πολλού ερμηνευμένα. Ίσως με τις απαντήσεις αυτές κάποιοι βολεύονται στη ζωή τους. Όχι όμως εγώ.
  Αμφισβητώ όλα όσα λέει ο πρωθυπουργός και οι πρωτοκλασάτοι του. Όσο πιο πολύ προσπαθούν να με πείσουν, τόσο περισσότερο εγώ αμφιβάλλω. Ψάχνω απλά να βρω τι κρύβεται πίσω από τα λόγια τους.  Αμφισβητώ τα ΜΜΕ, τα δελτία ειδήσεων.
  Ασφαλώς, δεν είναι εύκολο πράγμα να αμφισβητείς. Διότι εννοείται ότι πρέπει να αμφισβητείς δημιουργικά, στοχεύοντας στη διόρθωση και όχι στην κατάλυση. Αναγνωρίζω πως είναι πολύ κουραστικό να ζεις σε μια διαρκή αμφισβήτηση - και δεν το περιμένω από όλους. Αλλά πιστεύω πως είναι η μόνη στάση που ταιριάζει στον πραγματικά σκεπτόμενο άνθρωπο, ο μόνος τρόπος για να φτάσομε στη γνώση, στο ήθος και στην πληρότητα. Η αμφισβήτηση  είναι ένα καλό χούι. Οδηγεί εκ του ασφαλούς στην κοινωνία της ελευθερίας.  Η αμφισβήτηση θα έλεγα πως είναι μια προϋπόθεση της ελευθερίας, και η ελευθερία πάλι είναι μια προϋπόθεση της ολοκλήρωσης και της πληρότητας του πολίτη.
  Δυστυχώς - η ψυχολογία το έχει αποδείξει - οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν όχι αυτό που είναι πιο κοντά στην αλήθεια, αλλά αυτό που τους βολεύει συναισθηματικά. Τα κάθε είδους δόγματα - ιδεολογίες, θρησκείες, κοσμοθεωρίες, δεν βασίζονται (όπως η επιστήμη) σε ένα πλέγμα υποθέσεων και πειραμάτων, αλλά στην συναισθηματική αναπλήρωση και στην ψυχολογική παρηγοριά που παρέχουν.
  α φοβάσαι λοιπόν φίλε, αυτόν που σου λέει πως δεν αμφιβάλλει. Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω. Γράψε το εκατό φορές για να το εμπεδώσεις Θωμά.
  -Όμως να ξέρεις πως η τάση σου να αμφισβητείς δεν μπορεί να συνεχίζεται παντοτινά. Ο «πανδαμάτωρ» χρόνος κάποτε θα σε νικήσει. Θάρθει ένας καιρός που η πέννα σου, θα σέρνεται στο χαρτί τρεμάμενη, ανίκανη  να αμφισβητήσει. Το πολύ - πολύ να γράφεις καμιά προσευχή: «Ελέησον με ο θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλλειψον το ανόμημά μου….»
  -Τότε όμως θα έχουν ξεπεταχτεί άλλοι, νεώτεροι από εμένα, πολίτες με  διευρυμένη παιδεία, με πίστη στη δημοκρατία την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, άνθρωποι που θα προσφέρουν την ικμάδα του μυαλού και της ψυχής τους στην αμφισβήτηση, στις νέες ιδέες, στην ανανέωση και στην πρόοδο.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

              Έτσι ξαφνικά, βρεθήκαμε στο Φλεβάρη. Φευγαλέες υποψίες άνοιξης τρεμουλιάζουν στην ατμόσφαιρα. Θροΐζουν μ’ ελπίδα τα δέντρα. Ανυπόμονες μεγαλώνουν οι μέρες.
  Έρχεται μια μέρα που βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια.  Καθώς περνούν  τα χρόνια αισθάνεσαι πως πληθαίνουν οι κριτές πού σε καταδικάζουν.  Τότε, βλέποντας τα σκούρα, θορυβημένος τρέχεις στα περασμένα. Κάποτε ζούσαμε πολύ κοντά στην αθωότητα. Παιδιά με γρατσουνισμένα  γόνατα, νέοι με γρατσουνισμένες ελπίδες,  πορευόμαστε σαν υπνωτισμένοι, αλλά όπως-όπως πορευόμαστε. Στον τότε κόσμο μας, χρήματα δεν υπήρχαν. Το αμύγδαλο του κόσμου παρέμενε αδάγκωτο.  Αν θα διψούσες, για νερό, έστυβες ένα σύννεφο! Ο Νίκος Γκάτσος ερχόταν συχνά κοντά μας για καφέ τα απογεύματα, μαζί μ’ ολόκληρο τον κόσμο του. Ένα ηλιοβασίλεμα στην παραλία του Ρεθύμνου έφτανε για να καταρρεύσουν και να εκμηδενιστούν όλες οι κοσμοθεωρίες που είχαμε διαβάσει.
  Και μια μέρα, έτσι ξαφνικά, ξαφνικά χάθηκε η αθωότητα απ’ την καρδιά μας. Όλα γίνονται πια με κανόνες επιστημονικούς. Ακόμη και η ιδεολογία υπάρχει τρόπος να επηρεάζεται, ν’ αλλάζει. Μέσα στο δάσος των δημοσκοπήσεων δύσκολα βρίσκεις δίοδο διαφυγής Ο δίσκος του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ξαφνικά, έγινε πιο σημαντικός από το δίσκο της Σελήνης.
 -Ερώτημα: Γιατί ολοένα γράφεις;
 -Απάντηση: Γράφεις διότι δεν ξέρεις τι πραγματικά θέλεις να πεις. Γράφεις διότι θέλεις να μοιραστείς και δεν γνωρίζεις τι είναι αυτό που θέλεις να μοιράσεις. Γράφεις διότι δεν μπορείς να δεις, δεν μπορείς να ακούσεις, να ψηλαφίσεις. Γράφεις γιατί διψάς για κάτι που σου είναι παντελώς άγνωστο. Γιατί νιώθεις λειψός, φτωχός, ασθενής και πένης. Γιατί, εν τέλει, αισθάνεσαι βαθύτατα ανεπαρκής να ζήσεις τη ζωή που σου δόθηκε.
 Ό,τι γράφουμε είναι η σκιά της αληθινής ζωής. Η αληθινή ζωή είναι πάντα ωραιότερη από την περιγραφή της. Είναι γεμάτη χρώματα που στο χαρτί γίνονται διαβαθμίσεις του μαύρου μιας σκιάς. Και εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο το γεγονός ότι ασκούμε μια ασπρόμαυρη τέχνη για να μπορέσουμε να καταφέρουμε μια μέρα να ασκήσουμε την πολύχρωμη τέχνη της ζωής.
  Ολοένα ονειρευόμαστε, λες και είμαστε αιώνιοι. Παραμερίζομε τα χρόνια και κάνομε δήθεν τους έκπληκτους.  
 -Πως πέρασαν τα χρόνια… Πως μεγάλωσε, πως ομόρφυνε έτσι η Ελενίτσα… Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας, ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας.
«Ο έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, γένους ανυπεράσπιστου»…..

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ

Χοροπηδά με την παραμικρή ευκαιρία. Αποζητά την ανεμελιά και το παιχνίδι, όπως κάθε παιδί. Υπάρχει και ζει, άλλοτε ζωηρό άλλοτε μελαγχολικό μα σίγουρα είναι μια ξεχωριστή οντότητα μέσα στο είναι σου. Ένα παιδί μέσα σου. 
  Καμιά φορά σε εκνευρίζει γιατί δεν κάθεται ήσυχο, σωστός μπελάς. Συνεχώς λαχταρά καινούρια πράγματα, συνεχώς κάνει τρέλες, επιθυμεί, απαιτεί. Είναι απρόβλεπτο και κακομαθημένο. Δεν ενδιαφέρεται για τους τύπους, ούτε για τους καλούς τρόπους. Απεχθάνεται όλα τα τυπικά, όλα τα «πρέπει» και όλα τα «επιβάλλεται».
  Σε βάζει ν’ αγοράζεις γλυκά και λιχουδιές. Σε υποχρεώνει να χαζεύεις βιτρίνες και ν’ αγοράζεις ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Είναι το παιδί που κρύβεις μέσα σου!
  Αποφεύγεις να το παραδεχτείς μα ξέρεις πως υπάρχει. Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου υπάρχει, τυραννικό, αυτάρεσκο, άμυαλο (εκ πρώτης όψεως). Δεν ξέρει τι θα πει στενοχώρια. Δεν γνωρίζει τη λέξη «άγχος». Δεν το νοιάζει «τι θα πει ο κόσμος». Αυτό το παιδί γνωρίζει μόνο το ρήμα «θέλω».
  Αλίμονό σου αν αντισταθείς. Αμέσως χουφτώνει και σφίγγει το στομάχι ή την κεφαλή, και κάνει το έντερό σου να συσπάται με πόνους. Είναι μια διαφορετική ύπαρξη που ζει μέσα σου και μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή σου.
  Έχεις την ψευδαίσθηση πως είσαι ελεύθερος και κύριος της βούλησής σου αλλά …δυστυχώς, δεν είσαι. Αυτή η ύπαρξη μέσα σου αλωνίζει προσπαθώντας να εξουσιάσει τη ζωή σου. Συνήθως πολεμά ενάντια σ’ όλα τα «πρέπει» και τα «επιβάλλεται». Συχνά διαπιστώνεις έντρομος πως άλλα είχες προγραμματίσει κι άλλα κάνεις τελικά. Άλλα σκόπευες να πεις κι άλλα είπες. 
  Δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν είναι πάντα παιδί.. Σου δίνει την αίσθηση πως είσαι περικυκλωμένος από μία τεράστια πολυτελή ταπετσαρία καμωμένη με ψέματα και σου ζητά να σκίσεις αυτή την ταπετσαρία και να δείξεις τον αληθινό γυμνό εαυτό σου, αδιαφορώντας για όλα τ’ άλλα τα μάταια.
  Με τρόμο ανακαλύπτεις πως αυτό που σου λείπει περισσότερο είναι ότι είχες σαν ήσουν παιδί. Δηλαδή σου λείπουν αυτά που δεν πρόκειται πια να έχεις.
   Όλοι τελικά το αγαπούμε, το παιδί μέσα μας. Όταν θα περάσουν τα χρόνια θα μας τραγουδά για ότι στη ζωή αγαπήσαμε. Θα βγάζει απ’ το ντουλάπι και θα μας δείχνει τις παλιές φωτογραφίες με τους συμμαθητές, και τα παλιά κόκκινα λαμπερά ρούχα της νιότης. Το παιδί που κρύβομε μέσα μας!


ΧΑΙΡΕ ΘΕΡΟΣ (2)

              

  Είμαι οπαδός του καλοκαιριού, και δεν το κρύβω. Θαυμάζω το καλοκαίρι και το υμνώ.  Μακάρι να ήμουν ποιητής, να το βαζα μέσα σε στίχους και να το σήκωνα ψηλά.                                         
  Χαίρε θέρος λοιπόν. Χαίρε σημαία του καλοκαιριού που κυματίζεις ήδη μεσίστια. Χαίρε κι εσύ φθινόπωρο, που περιμένεις καρτερικά στον προθάλαμο.
  Χαίρετε θάλασσες και ακτές του Κρητικού και του Λυβικού πελάγους, γιατί εσείς ξέρετε να χαρίζετε στους θνητούς εραστές σας λίγες (ή πολλές) στιγμές αθανασίας.
 Χαίρε Μεσόγειος, θάλασσα μακρόθυμη, που ανέχτηκες και άντεξες τόσους πολιτισμούς αλλά και τόση ρύπανση. Αντέχεις ακόμη;
  Χαίρε θέρος, εσύ που με την τρομερή ρομφαία σου θα τσακίσεις τον ιό της γρίπης, βάζοντας τέλος στα όνειρα μεγάλων εταιριών για μεγάλα κέρδη. (Αυτό το τελευταίο είναι σχήμα λόγου, μην το θεωρούμε και σίγουρο).
  Χαίρε απλέ λαέ, βασανισμένε, χαίρετε απλοί άνθρωποι του μόχθου μέσα στην περιδίνηση της παγκόσμιας κρίσης όπου σας έταξαν να παλεύετε πάλι.
  Χαίρε μαζί με τους απλούς ανθρώπους και συ, Μανόλη από τις Σείσες, που έγραψες:
                                       Αυτή η εποχή, θυμίζει ιαχή,
                                       ενός απελπισμένου, βαθειά ξεγελασμένου…
 Χαίρε αμπελώνα γυροτραφισμένε -ευλογημένη κληρονομιά του Διονύσου –χαίρετε αμπελοκουρμούλες με τα ξανθά σταφύλια που ωριμάζετε τέτοιες μέρες. Χαίρε πατητήρι που υποδέχεσαι τους ευλογημένους χυμούς που τρεχουλίζουν στο δοχειό. Χαίρε ξανθή μουσταλευριά με το σισάμι, και τα καρύδια. Χαίρε τραπέζι ξύλινο του πατέρα ή του παππού με το μαύρο ψωμί, τις ελιές και τα μποστανοφάσουλα απάνω ακουμπισμένα.   
 Χαίρε κοτσιφάλι, αβιδιανό, λιάτικο, βιλάνα και θραψαθύρι, μέσα στα δρύινα βαρέλια όπου κοιμάστε περιμένοντας υπομονετικά πότε θ’ ακουστεί η  μαντινάδα με τη λύρα.
 Χαίρετε πέρδικες, συκοφάδες, ζυγαρδέλια, κοτσυφοί και τρυγόνια, εσείς όλα τα πουλάκια που χαίρεστε τον καλοκαιριάτικο ουρανό, εσείς που σ’ άλλους δίνετε χαρά με τη ζωή και σ’ άλλους με το θάνατό σας.  
 Χαίρε γενάρχη της νεοελληνικής τέχνης του στίχου και της σκηνής κυρ Γιώργη Χορτάτση, μάστορα του λόγου Ρεθεμνιιώτη που –καθώς φαίνεται μόνος εγώ απέμεινα να σε υμνώ και να σε μνημονεύω. (Που είναι οι άλλοι φίλοι μου, για να μην είμαι μόνος;)
 Χαίρε κυρ Μπεργαδή, Ρεθεμνιωτάκι ξεχασμένο,που έγραψες το βαθύ και υποβλητικό έργο «Απόκοπος» μαζί με άλλα δύο.
 Χαίρε Τρωίλε, που έγραψε την τραγωδία «Ροδολίνος» με την πλούσια γλώσσα και τον περίτεχνο στίχο.
 Χαίρε Μπουνιαλή Μαρίνο Τζάνε – εσύ γραφιά ασύγκριτε του «Κρητικού Πολέμου», Σαχλίκη, Αχέλη, Πικατόρε,  κι εσύ άρχοντα Φραγκίσκο Μπαρότση, που θα σας μνημονεύω ασταμάτητα ώσπου να σας θυμηθούν τουλάχιστον οι παλιοί Ρεθεμνιώτες γραφιάδες και οι άνθρωποι του πνεύματος αυτής της πολιτείας και να σας ξαναφέρουν στην επιφάνεια. Εγώ δεν θ’ αφήσω να σας φάει η λησμονιά.
 Χαίρε απύθμενο θέρος, κι εσύ της ζωής ο έρως, ο υπερπόντιος θεός που πετάς αγέρωχος πάνω απ’ το  Αιγαίο, παρέα με δελφίνια και με γλάρους, παρέα με τον Αρχίλοχο, τη Σαπφώ και το μεγάλο άρχοντα, τον κυρ- Παντελή Πρεβελάκη.