Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

                                                      2



                                              ΑΡΜΕΝΙΖΟΝΤΑΣ
              (Ο ΠΛΟΥΣ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΣΤΙΟΦΟΡΟΥ  ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ)

     Ο θρίαμβος του ελληνικού καλοκαιριού ετοιμάζεται να ολοκληρωθεί νομοτελειακά μέσα στην κάψα του Αυγούστου. Τα τρεχαντήρια, τα μπρίκια, οι σκούνες, οι βρατσέρες, οι φρεγάτες, οι κορβέτες, τα ιστιοφόρα, τα ταχύπλοα πλέουν στις θάλασσες και προσεγγίζουν τα νησιά, σαν τα μωρά που αναζητούν θηλή για να βυζάξουν. Και τα νησιά απλώνουν τις θηλές τους συναινετικά, για να βυζάξουν οι διψασμένοι τους χυμούς της καρπούζας και του σταφυλιού, τις ευωδιές της αυγής, της αχλαδιάς και του ηλιοβασιλέματος τα μύρα.
  Με έναν παλιό πορτολάνο στα χέρια, αλίδρομος, ανέβηκα στο καράβι του πεπρωμένου μου. Πορτολάνος είναι το κείμενο που περιέχει οδηγίες προς τους ναυτιλλόμενους  για να διευκολύνει τα ταξίδια τους από λιμάνι σε λιμάνι (πόρτο). Αλίδρομος σημαίνει ναυτικός. Έχω μάθει κι άλλα, πολλά ακόμη. Έμαθα τ’ άστρο της Ανατολής, τ’ άστρο της τραμουντάνας, τ’ άστρο του Αλμποράν, το Άλφα του Κενταύρου….
  -Όσα είχες δικαίωμα να μάθεις τα έμαθες, είπε ο Φίλης.
Το ιστιοφόρο μου είναι άσπρο. Το χρώμα έχει σημασία. Πρέπει να ταιριάζει με το γαλανό της θάλασσας και να εμπνέει τους επιβάτες. Και τι επιβάτες! Μια παρέα σπινθηροβόλα πολύξερη και πολύχρωμη, με ελαφριά, παιχνιδιάρικη διάθεση, μαλλιά και πουκάμισα που ανεμίζουν στον αιγαιοπελαγίτικο άνεμο. Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
  Κάποιος απαγγέλλει στιχάκια:

                          Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
                         -Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω.-
                          Και πήδηξ' ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
                          στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ' τη Σκύρο.

  Στην πλώρη, νάτος πετιέται  ο τελευταίος αμαρτωλός. Ο Καββαδίας, όρθιος κρατώντας ένα παλινώριο, καπνίζει. Συνεχώς κάτι μουρμουρίζει:
  -Όρτσα τα πανιά! (Αυτό θα πει: στρέψε την πλώρη προς τον άνεμο).
  -Όρτσα Νικόλα τα πανιά, τη φυγή κι εγώ γυρεύω.
Καθώς η ταχύτητα του μικρού ιστιοφόρου μεγάλωνε ολοένα, ένταση και ενθουσιασμός είχε κυριεύσει τους επιβάτες.
-         Γιε μου που πας (μια κραυγή σπαραχτική έσκισε τον ορίζοντα).
-         Μάνα θα πάω στα καράβια.

   Ο Καββαδίας αποφάσισε ν’ απαγγείλει:

-Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
    Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
   Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
     για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
 
 
  Το μεσημέρι ο θρίαμβος του ελληνικού φωτός είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Εκτυφλωτικό και ασυγκράτητο το φως σαρώνει τα καταστρώματα του μικρού ιστιοφόρου, παίζει με τον αφρό των κυμάτων, φτάνει στ ου Αιγαίου τα νησιά, μπαίνει στα σπίτια των ψαράδων των οικοδόμων και των αγροτών κάνει το τραπέζι ν’ αστράφτει, το ψωμί να μοσχοβολά, τους ανθρώπους να ονειρεύονται:

                          Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
                          των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων ,
                          και θα πεθάνω μια βραδιά , σαν όλες τις βραδιές ,
                          χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων .

  -Ο ήλιος είναι ο αντικατοπτρισμός της ύπατης γνώσης, είπε ο Φίλης.
  Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό… Το ιστιοφόρο της φαντασίας μου συνεχίζει το  ταξίδι του.
   Το ίδιο θα συμβεί και σε σένα, ελεύθερε άνθρωπε, ελεύθερο πνεύμα. Η μοναξιά είναι ίδια παντού. Θα έρθει η ώρα λοιπόν που θα μπεις κι εσύ στο ιστιοφόρο σου. Η πεζή πραγματικότητα πάντα θα σε απωθεί κι η φαντασία πάντα θα σε κερδίζει. Τα καμώματα των μικρών ανθρώπων, των πολιτικάντηδων, των μωροφιλόδοξων, των λαοπλάνων των καιροσκόπων πάντοτε θα σε κάνουν ν’ αποστρέφεις το πρόσωπό σου. Θα επιβιβαστείς λοιπόν τελικά στο ιστιοφόρο της φαντασίας σου και θα σαλπάρεις…
  «Να φύγω… Να φύγω…», θα μουρμουρίζεις διατρέχοντας τα καταστρώματα ξεμπετουργιασμένος  και ξυπόλυτος. Καμιά φορά θα βλέπεις τον καπετάν Νικόλα να σου γνέφει με την τραγιάσκα. Με το ύφος του τ’ ονειροπόλο θα σε μαγεύει μην τυχόν και μετανιώσεις. Και καμιά φορά το βράδυ, ο ίδιος θα έρχεται στον ύπνο σου και θα σου μουρμουρίζει με τη βραχνή, μακρόσυρτη φωνή του:

                               Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,
                                 σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.




Μια ομιλία στο 9ο Παγκρήτιο Γυναικολογικό Συνέδριο. Ρέθυμνο Απρίλιος 2017.
 Ρέθυμνο, η «πόλη των γραμμάτων»: Η ιστορία και η γοητεία της.

 Φίλες και φίλοι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

 Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση. Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση όχι μόνο τυπικά αλλά και εκ βάθους καρδίας, διότι η πρόσκλησή σας αυτή ενεργοποίησε μέσα μου τους 2 ισχυρούς πόλους που πάντα επηρέαζαν τη ζωή μου, τον Ιπποκρατικό πόλο από τη μια αλλά και την αγάπη μου για τα γράμματα και τις τέχνες από την άλλη, οπότε καταλαβαίνετε ότι η πρόσκλησή σας υπήρξε πολλαπλά γόνιμη.  
  Δεν θα παραλείψω να σας πω ότι το σύγγραμμα Μαιευτικής – Γυναικολογίας του Νικολάου Λούρου δεσπόζει στη βιβλιοθήκη μου. Ας μη μας διαφεύγει επίσης ότι η επικοινωνία με συναδέλφους έχει πάντα μια ισχυρή ψυχοθεραπευτική δύναμη, σίγουρα θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς.  
 Σας καλωσορίζω λοιπόν σ’ αυτή την ιδιόμορφα όμορφη πολιτεία και υπόσχομαι να φωτίσω με συντομία την ιστορία της αλλά και να φορτίσω εσάς συναισθηματικά, αφού γνωρίζω πόσο εύκολο είναι να μπουν σε παλμική κίνηση οι ευαίσθητες χορδές της ψυχής ολόκληρου του ιατρικού κόσμου.
 Ας έρθομε λοιπόν στο θέμα μας, το Ρέθυμνο ή μάλλον το ΡΕΘΕΜΝΟΣ όπως αρέσει σ’ εμάς τους ντόπιους να το αποκαλούμε.
  Στα αρχαία χρόνια η πόλη μας είχε το όνομα ΡΙΘΥΜΝΑ, (θυλικού γένους, Η ΡΙΘΥΜΝΑ). Η 1η εγκατάσταση ανθρώπων έγινε την λεγόμενη Υστερομινωική περίοδο.
  Σαν πόλη, η πόλη Ρίθυμνα έφτασε στην ακμή της τον 4ο και τον 3ο π.χ. αιώνα όπως δείχνουν τα χρυσά και ασημένια νομίσματα αυτής της περιόδου τα οποία φέρουν στη μια πλευρά την εικόνα του Απόλλωνα ή της Αθηνάς και στην άλλη πλευρά θαλασσινά σύμβολα, τρίαινες και δελφίνια. Το να έχει μια πόλη δικά της νομίσματα σημαίνει πως ήταν αυτόνομη.  
 Το πιο εντυπωσιακό μνημείο του Ρεθύμνου είναι το επιβλητικό Βενετσιάνικο κάστρο, η Φορτέτζα η οποία χτίστηκε πάνω στο λόφο του Παλαιοκάστρου. 
  Έχει ιατρικό ενδιαφέρον γι αυτό το αναφέρω, σύμφωνα με τον  Κλαύδιο Αιλιανό του 3ου  μ.Χ. αιώνα, στο χώρο του κάστρου της Φορτέτζας  υπήρχε ναός της Αρτέμιδος της Ροκκαίας. Η Ροκκαία Άρτεμις εθεωρείτο προστάτης των λυσσοδήκτων, έφερναν δηλαδή τους λυσσόδηκτους πάνω στη Φορτέτζα, στις ιέρειες του ναού για να τους θεραπεύσει η θεά. 
 Περπατώντας στους δρόμους της πόλης θα σας κάμουν εντύπωση τα κτίρια και τα μνημεία άλλων εποχών κυρίως της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Ας βάλομε το χρονικό πλαίσιο για να έχετε σαφέστερη εικόνα, η Βενετοκρατία αρχίζει για την Κρήτη το 1204 οπότε ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Ντάντολο ΑΓΟΡΑΣΕ την Κρήτη από τον Βονιφάτιο του Μομφεράτου για ένα σακκουλάκι ασημένια νομίσματα. Η βενετοκρατία τελειώνει το 1669 με την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους των οποίων πάλι η κυριαρχία θα διαρκέσει μέχρι το 1898.
  Βγαίνοντας από αυτή την αίθουσα θα δείτε δεξιά σας να υψώνεται ο αγέρωχος μιναρές της Νερατζές καθώς και το ομώνυμο τέμενος. Το τέμενος αυτό κατά τη Βενετοκρατία δεν ήταν βέβαια τέμενος ούτε υπήρχε μιναρές αλλά ήταν το καθολικό της ανδρικής μονής ενός επαιτικού τάγματος  10 περίπου Αυγουστινιανών μοναχών που ήταν αφιερωμένο στη Σάντα Μαρία, την Παναγία.  Προσέξτε το υπέροχο θύρωμα της βόρειας πλευράς με 2 ζευγάρια κολώνες με αναγεννησιακά κιονόκρανα διότι είναι ένα από τα πιο αξιόλογα αναγεννησιακά μνημεία της πόλης.
 Αμέσως μετά την κατάκτηση του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς η Σάντα Μαρία μετατράπηκε σε τζαμί από τον Γκαζί-Ντελί Χουσείν Πασά  αρχιστράτηγο των Οθωμανικών στρατευμάτων της Κρήτης ο οποίος έχτισε και τον μιναρέ, απαραίτητο εξάρτημα για ένα μουσουλμανικό τέμενος. Ο μιναρές Νερατζέ έχει 2 εξώστες και ύψος 34 μέτρα.
Με έναν απλό περίπατο θα δείτε ένα πλήθος μνημεία άλλα βενετσιάνικα άλλα Οθωμανικά, όπως την κρήνη Ριμόντι  που χτίστηκε στα 1626 από τον Rettore Rimondi, τη Λότζια που χτίστηκε τον 16ο αιώνα και μέσα στην οποία συνεδρίαζε τότε η Ακαδημία των Vivi - θα κάνω λόγο παρακάτω γι αυτήν, η Πύλη Guora, το Βενετσιάνικο λιμάνι, το τζαμί Καρά Μουσά πασά στην Οδό Αρκαδίου, το τζαμί Βελή πασά.  Στο Ρέθυμνο κυρίες και κύριοι συνάδελφοι διατηρούνται πάνω από 700 ιδιωτικές βενετσιάνικες κατοικίες. Θα σας πω που βρίσκονται οι 5 πιο ενδιαφέρουσες : Στην οδό Κλειδή 13 με λατινική επιγραφή στην είσοδο που σημαίνει «όποιος ελπίζει στο θεό θ’ ανακουφιστεί», στην οδό Θεσσαλονίκης 50 που στέγαζε το βενετικό κλήρο του Ρεθύμνου, στην οδό Βερνάρδου 30, στην οδό Αρκαδίου 50, και στην οδό Αρκαδίου 154 η οποία κατασκευάστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα και είναι η μεγαλύτερη παλαιά ιδιωτική κατοικία του Ρεθύμνου με θύρωμα μεγάλου ύψους με δωρικές κολώνες που στηρίζονται σε οκταγωνικές βάσεις και ποικιλία φυτικής διακόσμησης στο υπέρθυρο.
 Υποσχέθηκα όμως να εστιάσω περισσότερο στην πνευματική υπόσταση της πόλης που είναι και η λιγότερο γνωστή αλλά και η περισσότερο σημαντική για μια τέτοια μικρή πόλη και για τους καιρούς που ζούμε. Ας ξεκινήσω με τα λόγια του δικού μας συγγραφέα μας του Π. Πρεβελάκη ο οποίος περιγράφει την πόλη του ως εξής.
Το Ρέθεμνος είναι μια μικρή πολιτεία με μερικές χιλιάδες ψυχές χτισμένη γιαλό– γιαλό στη βορινή στεριά της Κρήτης, απάνω στο μεσοστράτι από Χανιά σε Μεγαλόκαστρο. Λέγεται πως τον παλιό καιρό ακούστηκε στον κόσμο για το εμπόριό της, πως πρόκοψε στη ναυτοσύνη, γέννησε κιόλας δυο-τρεις καλούς ποιητάδες και ζωγράφους, πούναι πάντα χρειαστοί για να βαστιέται τόνομα ενός τόπου ακατάλυτο, όταν βουβαθούν τα παζάρια του, κ’ οι ταρσανάδες του ρημάξουν, και τα καλύτερα παιδιά του κάμουν φύλλα φτερά. Ρωτιέμαι συχνά ποιος έκαμε τη γης που μας σηκώνει και τη θάλασσα που μας πηγαίνει και μας φέρνει και το νυχτοπλουμισμένο ουρανό κι απόκριση δε βρήκα καμιά. Μα όταν ακρίζω το περιγιάλι σου Κρήτη, ο νους μου ο λίγος ψηλώνει, το αίμα μου πυρώνεται από την αγάπη που σούχω κι όλα του απάνω κόσμου μου φαίνουνται καμωμένα από φιλόστοργο χέρι.»
 Ήδη ξεκίνησα να σας παρουσιάζω έναν κορυφαίο λογοτέχνη του Ρεθύμνου, τον Παντελή Πρεβελάκη και σας έδωσα μια γεύση της πέννας του μιας και τα παραπάνω λόγια είναι από το έργο του « Το Χρονικό μιας Πολιτείας» ένα έργο που αγαπούμε ιδιαίτερα εμείς οι Ρεθεμνιώτες. Γεννημένος το 1909 ο Π. Πρεβελάκης υπήρξε καθηγητής της σχολής Καλών Τεχνών και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες.  
Γιατί όμως το Ρέθυμνο φέρει αυτό τον βαρύ τίτλο «Πόλη των γραμμάτων»; Όχι μόνο για χάρη του Πρεβελάκη αλλά διότι έχει  γεννήσει πολύ σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων, της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της ποίησης. Μεγάλοι τεχνίτες του λόγου γεννήθηκαν και έζησαν εδώ και περπάτησαν στα δρομάκια που θα περπατήσετε κι εσείς  με την ευκαιρία του συνεδρίου σας.
 Το σημαντικότερο όνομα, εκείνο που θα ήθελα να κρατήσετε είναι βέβαια ο Γεώργιος Χορτάτσης, ο γενάρχης της νεοελληνικής τέχνης του στίχου και της σκηνής, ο ποιητής της Ερωφίλης, της Πανώριας και του Κατσούρμπου, τριών λαμπρών θεατρικών έργων που και σήμερα παίζονται και μελετώνται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
 Ο Χορτάτσης είναι ένας μορφωμένος ποιητής που αγκάλιασε τη δημοτική γλώσσα και εργάσθηκε για την καλλιέργεια, τον πλουτισμό και τη διαμόρφωσή της σε τέλειο εκφραστικό όργανο. Πήρε ως βάση το κρητικό ιδίωμα, τη γλώσσα των θαυμαστών ριζίτικων τραγουδιών της Κρήτης και πάνω σ’ αυτή έχτισε το οικοδόμημά του. Δέχθηκε στη γλώσσα του πολλά στοιχεία της γραφομένης γλώσσας, απομάκρυνε άλλα, και έδωσε διαύγεια και δύναμη στο στίχο.
Το ιδίωμα της κρητικής λογοτεχνίας, με τον Χορτάτση γίνεται μια «κλασσική» γλώσσα. Ο Χορτάτσης είναι ο μεγαλοφυής Ρεθύμνιος του 16ου αιώνα, ο μεγάλος ανανεωτής της γλώσσας και της λογοτεχνίας της εποχής του, ο θεμελιωτής του Κρητικού Θεάτρου, ο δάσκαλος και οδηγητής του Βιτσέντζου Κορνάρου, και εν τέλει μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές διάνοιες.
 Στο έργο του ο Χορτάτζης κάνει κοινωνική κριτική. Στην Ερωφίλη στιγματίζει με δύναμη τη βία της αυταρχικής εξουσίας, όπως στην καταπληκτική σκηνή των βασανιστηρίων στα χορικά του, τα οποία χορικά  είναι εφάμιλλα ή και ανώτερα των χορικών του Σοφοκλή όπου καταδικάζει την παρανοϊκή δίψα των ισχυρών για δύναμη και πλούτο.
 Πολύ λίγους στίχους να σας διαβάσω όπου ο ποιητής μας μιλά για την ελπίδα:

«Ελπίδα κάνει τσι γιωργούς κι ολημερνίς δουλεύγου
 Καρπούς να σπέρνουσι στη γη, και δέντρη να φυτεύγου
 Ελπίδα βάνει στο γιαλό τσι ναύτες και κοπιούσι
Και κιντυνεύουσι συχνιά με φόβο να πνιγούσι
Κι ελπίδα και το δουλευτή κάνει και παραδέρνει
Κι ελπίδα και το στρατηγό στη μάχη τονε φέρνει
Ελπίδα κάνει και τσι νιούς τσι κόρες ν’ αγαπούσι
Πιστά να τως δουλεύγουσι και να τες προσκυνούσι.
Κι εμέ, ποια ελπίδα με κρατεί, ποιο θάρρος σ’ τέτοια κρίση,
Και δεν αφήνει τη φωτιά του πόθου μου να σβήσει;»

 Πριν το Χορτάτζη ο οποίος έζησε γύρω στα 1600, συναντούμε τον Ρεθύμνιο ποιητή, Μπεργαδή, που το βαθύ και υποβλητικό έργο του «Απόκοπος», θαυμάστηκε από κορυφαίους Έλληνες Ιστορικούς, φιλολόγους και λογοτέχνες όπως ο Παπαρρηγόπουλος, ο Δημήτριος Βερναρδάκης και ο Κωστής Παλαμάς.
 Άλλος Ρεθύμνιος ήταν ο Ιωάννης Πικατόρος, και ένας άλλος - σατυρικός αυτή τη φορά - ποιητής ήταν ο Στέφανος Σαχλίκης.
Ένας ακόμη εξακριβωμένος Ρεθύμνιος ήταν ο ποιητής Αντώνιος Αχέλης, που έζησε τον 16ο αιώνα.
Σε άλλη ρεθεμνιώτικη οικογένεια ανήκει ο Ιωάννης Ανδρέας Τρόϊλος, που έγραψε την τραγωδία «Ροδολίνος» με την πλούσια γλώσσα και τον πυκνό και περίτεχνο στίχο.
-Ιδιαίτερος λόγος αξίζει να γίνει για τον Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή, γιατί είναι παραγνωρισμένος. Ο Γιώργος Σεφέρης τον αποκαλούσε «μια από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες της εποχής εκείνης».
 Οι στίχοι που διαβάζω είναι από την «καύχηση του Ρεθύμνου:
« Τσι Κρήτης τσ’ εκατόπολης καρδιάν εμένα λέσι
Γιατί χτισμένη ευρίσκομαι εις του νησιού τη μέση
Όχι στη μέση στα βουνιά, αμ’ εις το περιγιάλι
Κι όσοι κι αν με κοιτάζασι χαρά χασι μεγάλη»

Στο έμμετρο πολύστιχο αφήγημά του, ο Μπουνιαλής εξιστορεί με συναρπαστικό τρόπο την εκστρατεία των Τούρκων για την κατάληψη της Κρήτης, και τον πόλεμο που κράτησε περισσότερο από είκοσι χρόνια και τελείωσε με την παράδοση του Μεγάλου Κάστρου - του Ηρακλείου, στα 1669. Βήμα προς βήμα παρακολουθούμε την εφιαλτική προέλαση των Πασάδων από τα Χανιά στο Ρέθυμνο και από το Ρέθυμνο στο Μεγάλο Κάστρο.
Το έργο εκφράζει με πάθος την πιο συγκεκριμένη μορφή της φιλοπατρίας, την αγάπη για τη γενέθλια πόλη και το βαθύ πόνο των Κρητικών για τη μεγάλη συμφορά.

«Αρχή βασάνω διήγησις, σκλαβιές πολλές κι φόνους
Που πάθαμε στο Ρέθεμνος τους περασμένους χρόνους
Κι αναστενάζω το θα πω, κλαίω και θα τ’ αφήσω
Μα ο νους κινά το χέρι μου, λέει μου να τ’ αρχίσω…»

Σε ορισμένα σημεία το ύφος θυμίζει καθημερινή συνομιλία, τον ψίθυρο με τον οποίο διαδίδεται μια κακή είδηση σε ανήσυχους καιρούς ή τις πρόχειρες πεζές σημειώσεις ενός πολεμικού ημερολογίου.
Ο στίχος ανεβαίνει σε επικό και λυρικό ύψος με μοναδική εκφραστική ακρίβεια και πληρότητα. Συχνά μας δίδονται αριστουργηματικά ρεαλιστικές εικόνες για στρατόπεδα, μάχες, βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, εκτελέσεις, ναυάγια. Όλα αυτά χωρίς πουθενά να διακρίνεται το παραμικρό κόμπιασμα, η παραμικρή δυσκολία.

«κι επήγασι οι χριστιανοί στα σπήλια να χωστούσι,
Γιατί γροικούσαν τσι φωνές μημπα και σκλαβωθούσι
Κι οι Τούρκοι παν και βρισκουν τζι οπού τονε χωσμένοι
Και λόγιασε πόσο κακό έπαθαν οι καημένοι,
Που πιάσαν τσι γυναίκες των εκεί και τσι φιλήσα
Και τσ’ άντρες απού βρήκασι εδείρασι κι εγδύσα.»

  Οι στίχοι βγαίνουν αβίαστα από την ψυχή του ποιητή, που, όπως πολλοί λαϊκοί άνθρωποι, είχε έμφυτο το μυστικό του καίριου και επιγραμματικού λόγου. Έτσι περιγράφει ακόμη την πείνα, τις αρρώστιες, τις ταλαιπωρίες και τον εκπατρισμό των αμάχων, τη νοσταλγία των προσφύγων για την παλιά χαμένη ειρηνική ζωή.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το μέρος όπου ο Μπουνιαλής περιγράφει με ποιον τρόπο ο πληθυσμός του Ρεθύμνου κατέφυγε στη Φορτέτζα και επίσης το τμήμα όπου το Ρέθυμνο προσωποποιείται και κλαίει για την καταστροφή και την υποδούλωση, επικαλούμενο τον Ψηλορείτη και τον Βρύσινα.
- ΑΛΛΑ ΑΣ ΦΎΓΟΜΕ από τον Μπουνιαλή και ας πάμε στη σημαντική συμβολή του Ρεθύμνου των αναγεννησιακών χρόνων στα αρχαία ελληνικά και λατινικά γράμματα και στις επιστήμες. Γνωστοί είναι ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ, ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ και ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΠΟΡΤΟΣ, εκδότες ελληνικών κειμένων στη Δύση.
 Αλλά τη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί η ιδιότυπη, ανήσυχη και πολύπλευρη προσωπικότητα του ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΜΠΑΡΟΤΣΗ. Πρόκειται για έναν από τους πιο διακεκριμένους μαθηματικούς της Ευρώπης, που αποκατέστησε, εξέδωσε και μετέφρασε στα λατινικά, από τα αρχαία ελληνικά, μαθηματικά κείμενα καθώς και έργα γεωμετρίας και μηχανικής. Ο ίδιος συνέγραψε μια ογκώδη κοσμογραφία και μια περιγραφή της Κρήτης από γεωγραφική, αρχαιολογική και ιστορική άποψη.
Οι ερευνητικές περιέργειες του Ρεθεμνιώτη σοφού, που προσπαθούσε να δημιουργήσει τεχνητή βροχή, να βρει τρόπο να γίνεται αόρατος και να κατασκευάζει ερωτικά φίλτρα, του στοίχισαν μια δίωξη από την Ιερά Εξέταση με την κατηγορία της μαγείας. Καταδικάστηκε σε πρόστιμο και φυλάκιση και αναδείχθηκε έτσι σε μάρτυρα της προεπιστημονικής έρευνας.
ΑΛΛΟΣ διάσημος Ρεθεμνιώτης σοφός του 16ου αιώνα ήταν και ο ιατροφιλόσοφος και φιλόλογος ΔΑΝΙΗΛ ΦΟΥΡΛΑΝΟΣ που ασχολήθηκε με την αποκατάσταση, το σχολιασμό και τη λατινική μετάφραση πολλών έργων του Αριστοτέλη και του ΘΕΟΦΡΆΣΤΟΥ.
Σπουδασμένος και αυτός, όπως και ο Μπαρότσης και πολλοί άλλοι Ρεθύμνιοι στην Πάδοβα, είχε «θαυμαστή ελληνομάθεια και λατινομάθεια». Ο Φουρλάνος χαρακτηρίζεται σε επιστολή του σοφού φίλου του, Μαξίμου Μαργουνίου ως «Κρης ανήρ εις άκρον παιδείας εληλακώς». Ο επίσης φίλος του Ιωάννης Βεργίτσης τον ονομάζει «μεγάλο φως των επιστημών και των ευγενικών τεχνών στην Ανατολή».
Ιδιαίτερη σημασία έχει το ότι παρά τα ιταλικά τους ονόματα οι δυο  σοφοί Ρεθεμνιώτες, ο Μπαρότσης και ο Φουρλάνος, είχαν ζωηρότατη ελληνική συνείδηση και ήσαν αληθινοί κρητολάτρες, όπως δείχνουν οι σωζόμενοι λόγοι, οι επιστολές και τα επιγράμματά τους. Έτσι ο Μπαρότσης γράφει σε ένα του λόγο: «Η Κρήτη είναι το πιο ευγενικό και το πιο πλούσιο τμήμα της Ελλάδος, το πιο ωραίο μέρος του κόσμου και έχει το τελειότερο κλίμα. Βγάζει δυνατές ανθρώπινες φύσεις και πνεύματα οξύτατα. Με όλα αυτά τα πλεονεκτήματα είναι φτιαγμένη για να δεσπόζει στην Ελλάδα και γι’ αυτό εκυριάρχησε ο Μίνως στο Αιγαίο κατά την αρχαιότητα».
Υπήρχε ακόμη στο Ρέθυμνο από το 1562 μια δωδεκαμελής Ακαδημία που είναι το παλαιότερο πνευματικό σωματείο των νεωτέρων χρόνων στην Ελλάδα. Η επωνυμία του σωματείου ήταν οι Vivi, δηλαδή οι Ζωντανοί και που η έδρα που συνεδρίαζαν ήταν η Λότζια, ένα κεντρικό κτίριο που μπορείτε να δείτε όχι μακριά από εδώ. Η Ακαδημία αυτή, στην οποία πρωτοστατούσε ο Μπαρότσης, ήταν ένας φιλολογικός σύλλογος που οργάνωνε συγκεντρώσεις για απαγγελίες ποιημάτων, λόγους ρητορικούς και ίσως και θεατρικές παραστάσεις.
Παραστάσεις ή αναγνώσεις θεατρικών έργων ή και απλός δανεισμός και ανταλλαγή βιβλίων και εκδόσεων δραμάτων θα πρέπει να γινόταν    οπωσδήποτε από τους VIVI .
 -Φίλες και φίλοι, αγαπητοί σύνεδροι, η παλιά παράδοση του Ρεθύμνου ως πόλης των Γραμμάτων συνεχίζεται και σήμερα. Οι  Ρεθεμνιώτες άνθρωποι του πνεύματος είναι και σήμερα πάρα πολλοί, βιβλία εκδίδονται πάμπολλα, είναι εμφανής η αγάπη των Ρεθεμνιωτών για τα γράμματα, η παράδοση σαφώς διατηρείται. Αποφάσισα στα πλαίσια της σημερινής ομιλίας να μην αναφέρω ονόματα των ανθρώπων του πνεύματος σύγχρονων ή λίγο παλιότερων αν και θα έπρεπε για το φόβο ότι σίγουρα θα παραλείψω πολλούς και θα είναι άδικο.
 Φτάνοντας στο τέλος της εισήγησής μου αυτής σας προτρέπω να βγείτε και να περπατήσετε στα δρομάκια της παλιάς πόλης αφήνοντας τη φαντασία και την ενόρασή σας να ταξιδέψει στο παρελθόν. Θα νοιώσετε με έκπληξη να ζωντανεύει γύρω σας η περασμένη ζωή της πολιτείας, οι  αρχιτέκτονες που τη χτίσανε, οι καντάδες, οι  αγωνίες και οι συμφορές που τη σημαδέψανε.
 Το θέμα μου ήταν η «πόλη των γραμμάτων», η ιστορία της και η γοητεία της. Για την ιστορία σας είπα αρκετά, όσο για τη γοητεία της, απλά θα τη νοιώσετε να αναδύεται καθώς θα βαδίζετε στης πολιτείας τα στενά, στις γειτονιές, θα τη νοιώσετε να αναδύεται από τα άψυχα και τα έμψυχα, από τα κτίρια κι απ’ τους ανθρώπους τους τωρινούς κι από τους μεγάλους εκείνους όπως το Μπαρότση ή το Χορτάτση που κάποτε κάπου εδώ περπάτησαν. 
  Πριν από κάποια χρόνια επισκέφθηκε το Ρέθυμνο ο αείμνηστος συνάδελφός μας, ψυχίατρος και ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος μετά την επίσκεψή του έγραψε τις εντυπώσεις του στο γνωστό προσωπικό του ύφος: «…βλέπομεν να ολοκληρούται εις την πόλιν ταύτην, η ιδική της αρμονία. Μια αρμονία, μη υπακούουσα, μη υποτασσομένη εις καμμίαν ξένην προς τους βαθυτέρους της ρυθμούς νομοτέλειαν ή επιταγήν. Εναπόκειται εις ημάς, ή έστω, εις τους ευαισθήτους εξ ημών, να την κατανοήσωμεν και να την απολαύσομεν».
 Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι

Σας εύχομαι προσωπική υγεία και επιτυχία τις εργασίες του συνεδρίου σας. Σας ευχαριστώ πολύ.


  Κριτική

Γιώργου Φρυγανάκη
«Ο Καραγκιόζης ζει»
 Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες δεν λένε να συνέλθουν από τη …χαρά τους για τη νίκη της κυρίας Μέρκελ στις Γερμανικές εκλογές, εγώ είχα τη χαρά να πάρω στα χέρια μου το «πρωτογενές πνευματικό πλεόνασμα» του φίλου φιλολόγου Γιώργου Φρυγανάκη: Το καινούργιο βιβλίο του φίλου και συμμαθητή μου, είναι γεγονός!
 Δεν νομίζω βέβαια ότι στους άγριους καιρούς που ζούμε η έκδοση ενός νέου βιβλίου σημαίνει πολλά  για πολλούς. Για κάποιους σαν κι εμένα όμως, ένα νέο βιβλίο σημαίνει κάτι: Πως δεν χάθηκαν όλα. Πως κάποιοι εννοούν να φυλάγουν κάποιες Θερμοπύλες. Πως η Ελλάδα έχει τους δικούς της «ορκισμένους» οι οποίοι τον «πυρήνα» τους τον ελληνικό, δεν θα δεχτούν να τον παραδώσουν.
 Τίτλος του βιβλίου: «Ο Καραγκιόζης ζει» - 55 επίκαιρες & διακαιρικές παραστάσεις.

  Τελικώς, ο Έλληνας Καραγκιόζης ζει! Διότι ο Τούρκος «Καραγκιόζ» έχει προ πολλού πεθάνει και οι Τούρκοι δείχνουν τον τάφο του στην Προύσα. Υπερηφανεύονται και καλά κάνουν. Ο Έλληνας Καραγκιόζης όμως εξακολουθεί να ζει, μας εξηγεί ο συγγραφέας, διότι είναι ιδεολογία και σαν ιδεολογία δεν γίνεται να πεθάνει. Όχι μόνο ζει αλλά τείνει να γίνεται τόσο περισσότερο δημοφιλής  όσο βαθύτερα μπαίνομε μέσα στην δραματική αυτή για την Ελλάδα οικονομική φάση. Ο λόγος είναι απλός: O Καραγκιόζης είναι ένα θέαμα λαικό, απλό, με ρίζες βαθιές, τα μέγιστα λυτρωτικό για μας τους έλληνες, εκεί που μας έχουν καταντήσει.

 Ας δούμε πως μπορούμε να χαρακτηρίσομε το βιβλίο. Μιλάμε για ένα βιβλίο πρώτιστα συναισθηματικό, αφού ζωντανεύει τις αναμνήσεις του συγγραφέα από τον πρώτο της ζωής του καραγκιοζοπαίχτη, τον πατέρα του. Είναι όμως και ένα βιβλίο επιστημονικό αφού η ίδια η εισαγωγή του βιβλίου είναι ουσιαστικά μια μελέτη πάνω στο αντικείμενο «Καραγκιόζης».
 Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα βιβλίο βαθύτατα πολιτικό. Ο Καραγκιόζης είναι από τη φύση του τύπος λαικός, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, πολύ μακρυά απ’ τα σαλόνια και τον καθωσπρεπισμό, ένας διαχρονικός αδιόρθωτος έλληνας με τα βάσανα, την αβεβαιότητα, τη στωικότητα, τη φιλοσοφική διάθεση, την αθυροστομία, την ελπίδα, τα όνειρα. Στη δική του κυρτωμένη πλάτη και στο κουρασμένο του κορμί έχουν φορτώσει σήμερα οι …εγκέφαλοι, το κύριο βάρος της κρίσης.
 Από την άλλη μεριά ο Φρυγανάκης έναι ένας συγγραφέας που ξέρει να κατακτά τον αναγνώστη με την αμεσότητα και την πληρότητα της γραφής του. Η ευθυβολία του είναι «σκανδαλώδης». Τα λογοπαίγνια, βροχή. Οι παροιμίες και οι λαικές ρήσεις που βάζει στο στόμα των ηρώων του θεάτρου σκιών θα πρέπει να ξεπερνούν τις διακόσιες.
  Αλλά και η χρονική στιγμή που επέλεξε  για την έκδοση του βιβλίου του ο συγγραφέας, κι αυτή δεν είναι τυχαία: Δεν αντέχει άλλο ο Φρυγανάκης! Δεν αντέχει και πρέπει να μιλήσει, πρέπει να «τα πει»! Έτσι λοιπόν επιστράτευσε τον πολύπειρο Καραγκιόζη για να τα πούνε …παρέα.
Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας – ο οποιοσδήποτε συγγραφέας – μέσα στα βιβλία του δεν μπορεί να κρυφτεί: Αποκαλύπτει διάπλατα τον χαρακτήρα του, τα πιστεύω του, τις αρχές του. Το ίδιο συμβαίνει στην περίπτωση του Φρυγανάκη και του «Καραγκιόζη του». Μέσα στο βιβλίο παραθέτει και υπογράφει 55 κείμενα για Καραγκιοζοπαραστάσεις οι οποίες είτε παιχτούν είτε απλά διαβαστούν, ξεδιπλώνουν ανάγλυφη  την ιδεολογία και τα πιστεύω του.
 Συμπέρασμα: Πρώτη φορά νομίζω στα χρονικά, ένας δημιουργός Καραγκιόζη  συμβαίνει να είναι  συγχρόνως και φιλόλογος. Για τούτο, ο δημιουργός αυτός μπορεί (και δικαιούται): Nα ακριβολογεί ή να πελαγοδρομεί, να περιφέρεται ή να παραφέρεται, να μορφάζει ή να μας ξελογιάζει, να πετιέται από το φως στο σκοτάδι, να χάνεται σε δρομάκια στενά ή να χορεύει καταμεσίς του δρόμου!
Εκείνος το δικαιούται. Εσείς, απολαύστε τον.

                                                                      Μανόλης Καλλέργης, γιατρός

Μήνυμα που έλαβα από Γ. ΦΡΥΓΑΝΑΚΗ:
Ότι μια κριτική για τον "Καραγκιόζη μου" θα μου έφερνε δάκρυα στα μάτια
 ο μ ο λ ο γ ώ  ότι δεν το περίμενα!
Αν αυτή η κρτική δεν αναφερόταν στο βιβλίο μου,
ο μ ο λ ο γ ώ  ότι θα ζήλευα!
Η σκέψη ότι χωρίς το βιβλίο θα έχανα αυτή την κριτική,
 ο μ ο λ ο γ ώ  ότι με κάνει να μακαρίζω τη στιγμή που το αποφάσισα.

Φίλε μου, συμμαθητή μου, γιατρέ μου,

Σ' ευχαριστώ 

                    ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

       Κάθε βραδιά, καθώς ανατέλλει αργά στον ορίζοντα –για να παρηγορεί τους ανθρώπους –η σελήνη, και καθώς ο ύπνος βαραίνει απαλά τα βλέφαρα των παιδιών, έρχεται επιτέλους η στιγμή του παραμυθιού, η στιγμή της παραμυθίας. Παππούδες, γιαγιάδες και πλήθος άλλοι παραμυθάδες πιάνουνε δουλειά. Με τη Χιονάτη και τους 7 νάνους, με τους Σαράντα Δράκους, τους βασιλιάδες τις μάγισσες και τις βασιλοπούλες.
“Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις κόρες , τη μια πιο όμορφη από την άλλη. Δεν ήταν μονάχα όμορφες ήταν και προικισμένες με όλα τα καλά του κόσμου. Γιατί είχε πλούτη πολλά ο γερο - Βασιλιάς , και τους σοφότερους δασκάλους τους είχε φωνάξει , και ότι πολύτιμο βρισκόταν στον κόσμο το είχε φέρει για τις μοσχαναθρεμμένες του κόρες”.
  Όταν περάσει και φύγει η παιδική ηλικία, όλοι νοιώθομε προσωρινά μια περιφρόνηση για το παραμύθι. Χρειάζεται να ωριμάσει αρκετά ο άνθρωπος για να μπορέσει ν’ αναγνωρίσει το σπουδαίο ρόλο του παραμυθιού στη διάπλαση του χαραχτήρα, τις ψυχοπραϋντικές του ιδιότητες, ακόμη και τη λογοτεχνική-λαογραφική του αξία.
    “Πλούτη είχε πολλά , καράβια και παλάτια , χρυσάφι και μεταξωτά , διαμάντια και μαργαριτάρια μα τίποτα απ' αυτά δεν ψηφούσε ο γερο - Βασιλιάς. Το καμάρι του ήταν οι κόρες του”. Μέσα από διάφορες περιπέτειες διδακτικές και μη, οι κόρες θα παντρευτούν κι όλα θα πάνε καλά στο τέλος.
  Οι μύθοι των αρχαίων Ελλήνων αλλά και των άλλων λαών, με τους ποικίλους συμβολισμούς και τα πολυσήμαντα μηνύματά τους είναι επίσης ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Ο Θησέας, ο Οδυσσέας, ο Ηρακλής, ο Ιάσονας με τη Μήδεια, ο Ορφέας με την Ευρυδίκη, οι περιπέτειες των θεών του Ολύμπου.
  -Κάθησε Θωμά και πες μου ένα παραμύθι για κάποιον που αγάπησε πολύ. Δεν μ’ ενδιαφέρουν εμένα τα αποτελέσματα των Αμερικανικών εκλογών. Δεν μ’ ενδιαφέρει η γνώμη του Χριστόδουλου για τους ομοφυλόφιλους. Πες μου ένα παραμύθι για κάποιον, που όντας νικητής, γενναία φέρθηκε στους ηττημένους. Πες μου ένα παραμύθι, για το πως τόλμησε η Αρετή να αντιπαλέψει την Κακία. Πες μου ένα παραμύθι, όποιο να 'ναι, αρκεί να ιστορεί για έναν κόσμο, πιο όμορφο και πιο δίκαιο από αυτόν, που κάθε βράδυ μας δείχνουν οι ειδήσεις στην TV….



                           ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

  Σας το λέω και θέλω να με πιστέψετε. Πίσω από τη βιτρίνα του τουρισμού, της καφετέριας, της ταβέρνας, της τρυφηλής ζωής και της τηλεόρασης, υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, ένας άλλος,  πολιτισμός, μια άλλη Κρήτη. Πολλοί δεν την υποψιάζονται, οι τουρίστες περνούν δίπλα της χωρίς να την αγγίζουν καν, όμως υπάρχει.
  Και εξηγούμαι. Πηγαίνετε, ας πούμε κάπου πολύ κοντά, στο χωριό Άγ. Κωνσταντίνος και μπείτε στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, έξω απ’ το χωριό. Θα εκπλαγείτε ευχάριστα από τις εξαιρετικές σωζόμενες βυζαντινές τοιχογραφίες του κατάγραφου ναού, που χρονολογούνται από το 1401, όπως την εικόνα της Ανάληψης του Χριστού με την εκλεπτυσμένη, επιμήκη μορφή της Παναγίας , που φανερώνει ικανότατο καλλιτέχνη.
  Πηγαίνετε στο χωριό Αγιος Δημήτριος του δήμου Ρεθύμνου, και δείτε το ναό του Αγ. Δημητρίου, μια από τις λίγες σταυροειδείς εκκλησίες με τρούλο που υπάρχουν στο νομό, και δείτε μέσα σ’ αυτήν την τοιχογραφία του Αγίου Τρύφωνα. Έχει ζωγραφιστεί γύρω στο 1300 από ικανότατο ζωγράφο με την τεχνοτροπία που επικρατούσε τότε στην Κωνσταντινούπολη και τα άλλα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα του Βυζαντίου.
  Πηγαίνετε στο Ζουρίδι, στο ναό του Σωτήρος Χριστού, ή στην εκκλησία της Παναγίας του Μέρωνα, ή στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο στο Σελλί, ή στο ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλλου στο Μοναστηράκι, ή στο ναό του Σωτήρος στο Σπήλι. Πηγαίνετε και θαυμάσετε την υψηλή τέχνη με την οποία έχουν γίνει οι τοιχογραφίες.
  Προσέξτε τη λαμπρότητα με την οποία ήταν κάποτε στολισμένες οι εκκλησίες, πριν τις φθείρει ανεπανόρθωτα ο χρόνος. Κλαίει η καρδιά σου σήμερα, όταν θα μπεις μέσα  και δεις το κατάντημα των τοιχογραφιών, που κάποτε κάποιοι ευαίσθητοι καλλιτέχνες, με ευλάβεια και τέχνη ζωγράφισαν. Και όμως, και πάλι, η γνήσια, η λαμπρή βυζαντινή τέχνη επιζεί μέσα σ’ αυτές τις εκκλησίες. Σημαντικοί ζωγράφοι που είχαν μετακληθεί από το Βυζάντιο, δημιούργησαν μέσα εκεί έργα που αντικατόπτριζαν την προσωπικότητά τους. Οι ταραγμένες στάσεις και κινήσεις των αγίων, οι χειρονομίες και οι συσπάσεις του προσώπου, το πάθος που συνέχει τις μορφές, μας μεταφέρουν σε διαφορετικούς κόσμους.
  Αλλά και κρητικοί ζωγράφοι μας εντυπωσιάζουν με τα επιτεύγματά τους που σώζονται ακόμη. Απαράμιλλη σε δυναμικότητα είναι η μορφή του Συμεών από την Υπαπαντή στις Μαργαρίτες, η επιβλητικότητα του Παντοκράτορα στον Άγιο Νικόλαο του Μέρωνα και στην Αγία Μαρίνα στη Μουρνέ, μολονότι είναι ζωγραφισμένοι με απλές, λιτές γραμμές, από ντόπιους ζωγράφους.
  Αυτά είναι λοιπόν τα έργα του ευαίσθητου και γενναιόψυχου κρητικού λαού. Σ’ αυτά τα έργα και σ’ αυτό το λαό αξίζει να πιστεύομε. Αυτή είναι η Κρήτη η δική μας, η άδηλη για τους αμύητους, η άχραντη και η ανέγγιχτη. Γιατί αυτή την Κρήτη δεν μπορούν να τη φτάσουν και να τη μολύνουν το κιτς, οι ανίδεοι, οι άμουσοι, οι νεόπλουτοι. Ψηλά στον ουρανό της Κρήτης εκείνης, θα υπερίπτανται πάντοτε ο Θεοτοκόπουλος, ο Κορνάρος, ο Χορτάτζης, ο Θεοφάνης ο Κρής, ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Κωνσταντίνος Παλαιόκαππας, ο Εμμανουήλ Τζάννε Μπουνιαλής και ο Μπουνιαλής ο Μαρίνος Τζάννε. Αυτοί θα την προστατεύουν και θα την ευλογούν. Στους αιώνες των αιώνων.       


                                        ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
  Χοντρές οι σταγόνες της βροχής, κυλούν στην πολιτεία. Καταρρακτώδεις βροχές και καταιγίδες προβλέπεται να επικρατήσουν και τεράστια κύματα να υψώνονται στο πέλαγος. Ο χειμώνας, αιτιολογημένος και γκρίζος, παραδίδει μαθήματα μοναξιάς σε σιωπηλούς, συνοφρυωμένους πολίτες.
 -H γενιά αυτή των Ρεθεμνιωτών θα πρέπει να απολογηθεί στις επόμενες. Όχι τόσο για τα λάθη της, όσο για την αποτρόπαιη σιωπή των  καλοπροαίρετων πολιτών της.  
 -Μεγάλη κουβέντα είπες Θωμά. Όλη νύχτα θα τη σκέφτομαι.
 -Όποιος σιωπά, γίνεται συνυπεύθυνος και συνένοχος. Και θα κληθεί να πληρώσει το μερτικό του όταν έρθει ο λογαριασμός.
  -Πως ερήμωσε αυτή η πόλη Θωμά, πως ξεράθηκαν οι ιδέες! Σιωπή παντού, κι ένας βαρύς, ακραίος χειμώνας. Η Άνοιξη θ’ αργήσει οφέτος.
  Η επόμενη φράση του Θωμά έρχεται, κι αυτή το ίδιο σκληρή στην αλήθεια της:
 -Στην Ελλάδα ομιλούν οι σοφοί, αποφασίζουν όμως οι αμαθείς. Αυτό το είπε ο Πλούταρχος.
  Και πριν προλάβω να συνέλθω ήρθε καινούριος κεραυνός:
 -Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις. Πρέπει όμως να ελπίζεις. Αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο. Αυτά, λόγια του Ηράκλειτου είναι.
 -Τι; Μα τι εννοείς; Μίλα καθαρά! Τι προσπαθεί να μου πεις βρε Θωμά;
 -Το πυρ, το πυρ το αείζωον που κατακλύζει και πυρπολεί τα πάντα, όχι μόνον τον αισθητό κόσμο αλλά και την ανθρώπινη ψυχή. Τι φταίω εγώ αν εσείς δεν διαβάζετε τον Ηράκλειτο; Γι αυτό φθάσατε σε τούτο το χάλι.
  Τα πάντα ρει. Όλα θ’ αλλάξουν. Η πολιτεία μας βιώνει τη βίαιη σύγκρουση του  νέου με το παλιό. Η σύγκρουση έρχεται και θα είναι σφοδρή. Μαντεύω τον κρότο των κρυστάλλων που θρυμματίζονται, τις κραυγές και τον ορυμαγδό. Όλα αλλάζουν ταχύτατα. Ποιος νοιάζεται; Ποιος συλλογάται τις συνέπειες για την πολιτεία;
  -Οραματίσου Θωμά. Ας δούμε την πόλη μας ανθρωποκεντρικά. Να φτιάξομε μια πόλη ανθρώπινη. Να υποτάξομε τα συμφέροντα στην ποιότητα ζωής, να σεβαστούμε την προσωπικότητα, τη διαφορετικότητα, να εκφράσομε έμπρακτα την κοινωνική μας ευαισθησία και αλληλεγγύη, την απέχθεια σε κάθε κοινωνικό αποκλεισμό. Να πείσομε γι αυτές τις προθέσεις μας. Να κάνομε το πιστεύω μας πράξη.
  -Στις ταυρομαχίες είμαι φανατικά με το μέρος του ταύρου. Στη ζωή είμαι με το μέρος του πολίτη που αγωνίζεται χωρίς βοήθεια, χωρίς ελπίδα.
  -Τι; Πως είπες; Δεν ακούω… Ο άνεμος δε μ’ αφήνει να σ’ ακούσω! Η φωνή σου χάνεται στον άνεμο!
 Βόρειοι άνεμοι σαρώνουν τα πελάγη. Πρέπει να περιμένεις τον κατάλληλο χρόνο, την κατάλληλη στιγμή. Να περιμένεις μέχρι να κοπάσει ο άνεμος. Να περιμένεις σαν αθάνατος και να ελπίζεις σαν θνητός. 




                     ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ

  Καθώς ο «θείος» Ιούλιος μήνας προχωρεί ασυγκράτητος, καθώς το ελληνικό καλοκαίρι εισβάλλει και σταδιακά κυριαρχεί μέσα στις καρδιές των Ελλήνων αλλά και των ξένων επισκεπτών, στη δική μου σκέψη μια άλλη λέξη αυτές τις μέρες στριφογυρίζει. Η απαλή, αιθέρια, ρομαντική λέξη «Έσπερος».
 Εκτός από το γνωστό ομώνυμο, τραγουδισμένο από τους ποιητές αστέρι της αυγής, (Αφροδίτη), ο «Έσπερος» είναι  το όνομα του παλιού εκείνου θερινού Ρεθεμνιώτικου σινεμά που μας ξελόγιαζε τα βράδια και μας εκτίνασσε στον ουρανό-όσοι τυχεροί το θυμάστε. Είναι μια μνήμη καρφωμένη στο μυαλό, ανεξίτηλη και φορτωμένη με εικόνες ασπρόμαυρες. Εικόνες καλοκαιρινής νύχτας, κατά προτίμηση φεγγαρόλουστης – εικόνες ανάμικτες με τις εικόνες των νεανικών ονείρων- που όλες μαζί ανακατεμένες προβάλλονταν τότε στη μαγική οθόνη του «Έσπερου», μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Εικόνες ζωντανές, συνειρμικές και ταξιδιάρες. Εκατομμύρια εικόνες. Πόσες άραγε μπορώ να θυμηθώ!
   Η εικόνα του παράδεισου. Εικόνες με κρίνα, γιούλια και καντιφέδες.  Ένα πουκάμισο ανοιχτό. Μια φέτα καρπούζι. Το «Αγγέλικα» έξω απ’ το λιμάνι. Μαλλιά που κυματίζουν ξέπλεκα στην προκυμαία. Φως που μυρίζει λουλούδια, και νοτισμένη χλόη αγρού. Ένα κλωνάρι μυγδαλιάς στα χέρια μιας Ελένης. Το βόμβισμα της μέλισσας. Το παραμύθι των σαράντα δράκων. Ένα παμπάλαιο πιθάρι. Η γλάστρα με τον κατιφέ. Η άλλη γλάστρα με βασιλικό πλατύφυλλο. Το βαθύ μπλε της μεσογειακής θάλασσας. Η αφέλεια του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Τα ξανθά στάχυα κινούμενα στην πρωινή αύρα. Ο ρεμβασμός πάνω από νερό που κυλάει. Ο ιδρωμένος εφημεριδοπώλης στην οδό Αρκαδίου. Τα καταστήματα των νεωτερισμών.  Τα σοκάκια της παλιάς πόλης. Τα σοκάκια της δύσβατης ζωής.  Η σελήνη που ανατέλλει πάνω από την κορυφογραμμή. Το γλυκό περγαμόντο στο καταμεσήμερο. Τα ώριμα σύκα στην πρωινή δροσιά. Το κερί που τρεμοσβήνει μέσα στο ερημοκλήσι. Το παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο. Τα πεύκα και η μοναξιά. Ο Οδυσσέας που κάθεται στην ακροθαλασσιά (κάτι σαν όνειρο). Κόκκινα δειλινά με κομμάτια Κνωσού και αποσπάσματα Ηράκλειτου. Νεανικά όνειρα επενδυμένα με Beatles και Franc Sinatra.. Τα χαρούμενα ρόδια και τ’ αχλάδια. Οι φρέσκες παπαρούνες και τα μύγδαλα. Το μέγα ζαχαροπλαστείο «Εθνικό»….. Τι εικόνες!
   Με το πολυπόθητο εισιτήριο στο χέρι και με ένα πουλόβερ ιχνηλατούσαμε τον παράδεισο. Να η πελώρια κινηματογραφική μηχανή. Πρώτα η ιεροτελεστία της έναρξης. Το παγωμένο αμύγδαλο. Το καμπανάκι της έναρξης, και να που …σβήνουν τα φώτα και βλέπεις την ηρωίδα του έργου με τα καθημερινά της. Ξαφνικά συνενώνονταν η γη κι ο ουρανός. Ο ουρανός και το χάος. Η καθημερινότητα ήταν ήδη πολύ μακριά. Άρχιζε το ταγκό της καρδιάς. Τα γεγονότα ολοένα τρέχουν. Τι κι αν το έργο είναι ασπρόμαυρο! Το άσπρο και το μαύρο ταιριάζουν πολύ στον Έσπερο! Το άλογο τρέχει τόσο πολύ που νομίζεις πως θα βγει απ’ την οθόνη και θα φύγει στο άπειρο. Κάποτε βέβαια το έργο τελειώνει και τα φώτα σβήνουν. Όλα τελειώνουν κάποτε, το θαύμα είναι πάντοτε μονογενές. Εμείς αποχωρούσαμε, εκστασιασμένοι τελάληδες της δόξας της έβδομης τέχνης. Για να βυθιστούμε ξανά στην καθημερινή αταξία των νοημάτων, στις ασυμβατότητες και στα πρωθύστερα.

  Κάπως έτσι ήταν ο κινηματογράφος «Έσπερος». Διότι, ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος. Έχει κι ο νους το δικό του Ψηλορείτη.


                  ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
  Έχω πολλούς πατέρες κι έχω πολλές μητέρες, κι έχω πολλές αδερφές κι έχω πολλούς αδερφούς. Οι αδελφοί μου είναι μαύροι κι οι μητέρες μου κίτρινες, κι οι πατέρες μου είναι κόκκινοι κι οι αδελφές μου ανοιχτόχρωμες. Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων, και τ' όνομά μου είναι Άνθρωπος. Ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί, και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη.
  Έχω χιλιάδες φίλους απ’ όλη τη γη. Τα βιβλία είναι οι φίλοι μου. Έχω εκατομμύρια γνωστούς και γείτονες, οι γείτονές μου είναι οι λέξεις. Μου λένε καλημέρα το πρωί και με καληνυχτίζουν το βραδάκι. Κατηφορίζομε πρωί στην αμμουδιά, στις αμμουδιές του Ομήρου. Δεν πάμε για καφέ, μα πάμε για παιχνίδι με τα κύματα. Τα κύματα της μοίρας των Ελλήνων. Δεν με φοβίζουν οι Έλληνες κι η μοίρα τους, τα χούγια τους με φοβίζουν. Με φοβίζει που εδώ σ’ αυτή τη χώρα μιλούνε οι σοφοί, μα αποφασίζουν οι αμαθείς.
  Μην χορεύεις τόσο γρήγορα. Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα. Η μουσική είναι αυταπάτη. Η σιωπή είναι η αλήθεια η πιο μεγάλη της ζωής. Καλύτερα να μη βιαστείς να φτάσεις. Το Θαύμα είναι το ταξίδι στην Ιθάκη, με τα πολλά μυρωδικά, τα ντέφια, τα τραγούδια.
  Δεν σε καλοθυμούμαι πια, δεν ξέρω, τι μ’ έσπρωξε να ρθω  να σου μιλήσω, να σε κλείσω μέσα στην καρδιά μου, όπως έκλεισα τη φράση  «χαίρε ω χαίρε ελευθεριά».  Φασκομηλιά και ματζουράνα, λουίζα και βασιλικό, μαζεύουνε στα όρη οι αδελφές μου, τα μάτια μου δε λένε να σκολάσουν απ’ τ’ αναφιλητό.    
  Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Περπατήστε αργά, ανάμεσα στα πεύκα, ανάμεσα σε αρχαίες πέτρες και θα δείτε. Μπαίνεις αργά στην ιερότητα, δεν το καταλαβαίνεις. Μπαίνει αργά  στο τραγικό, στο μαγικό, στο μέγα πάθος. Μακάριοι όσοι εργάζονται με μεράκι και φέρνουν στο φως σμαράγδια και ρουμπίνια και διαμάντια.  
  Ψάχνω καθημερινά. Ψάχνω να βρω την ψυχή μου και την ξαδέρφη της την επανάσταση. Ποιος είμαι; Που πάω; Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Χιόνι κρατούσα κι έλειωνε σαν τις ελπίδες των ανθρώπων.
  Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί ακόμη και στην κόλαση να βλέπει έναν παράδεισο.
  Μιλώ με κώδικες, με ρητορείες. Δύσκολα με καταλαβαίνεις πια. Συχώρεσέ με, δεν είμαι αυτός που νομίζεις. Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια.
  Θυμούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που η οδός Αρκαδίου είχε λίγα αυτοκίνητα, πολλές μητέρες, πολλά παιδιά. Η Αρκαδίου, η Τσουδερών, η Εθνικής Αντιστάσεως, η ψυχικής Αντιστάσεως. Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών. Καθόμουν στο μπαλκόνι και προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, τα μελλούμενα, τα μέλλοντα.    Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια. Ξαφνικά βρέθηκα σ’ έναν ανισόπεδο κόμβο. Έτρεχα ώρα πολλή δίπλα σ’ αυτοκίνητα, λαχανιάζοντας ανώφελα. Όσο κι αν τρέχεις μη θαρρείς, τη ζωή δεν μπορείς να την προφτάσεις. Εκεί που νομίζεις πως τα κατάφερες εκείνη πάντα προσπερνά.
  Δεν παραιτούμαι, επαναλαμβάνω με πείσμα. Τα ωραία πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά, είναι στερημένα. Ακόμη και με τα ευτελέστερα υλικά,  εγώ πάντα, με πείσμα θα σκαρώνω ποιήματα!




              ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ
  Από αρχαιοτάτων χρόνων, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει. Μόλις το καλοκαιράκι αντικρύσει το κεφαλάκι του Σεπτέμβρη που αναδύεται νωχελικά ανάμεσα από κύματα και κλήματα, χλομιάζει και σταυροκοπιέται αυτοστιγμεί. Μια χλομάδα διάχυτη, παρόμοια με αυτήν του φεγγαριού κατηφορίζει στα τρίστρατα και σαρώνει ανθρώπους, σπίτια και δέντρα. Τα όνειρα ξεσηκώνονται και ζητούν δικαίωση, οι ιδέες ανασηκώνουν κι αυτές το κεφάλι. Οι παλιοί μας φίλοι, κι αυτοί το Σεπτέμβρη καβαλικεύουν τις αναμνήσεις και κάνουν στάση στη γειτονιά μας διψασμένες και αχόρταγες.
  Σεπτέμβρης και Παλιά Πόλη. Εκεί ο ήλιος εισχωρεί μέσα απ’ τα τρεμουλιαστά φύλλα και παιχνιδίζει αδιάκοπα κάνοντας τους μεγάλους να νοιώθουν σαν παιδιά. Οι σκιές και οι μνήμες ξεδιπλώνονται και φτάνουν ως την οδό Αρκαδίου, τη Σουλίου και την Εθνικής Αντιστάσεως. Οι μιναρέδες κατεβάζουν τις ματιές τους προς το έδαφος με αυταρέσκεια και απάθεια. Οι δρόμοι της Ανατολής, είναι φανερό, έχουν περάσει μέσα απ’ αυτή τη πόλη.
  Σεπτέμβρης και Φορτέτζα. Στη Φορτέτζα και στα τείχη. Κάποτε, εμείς οι Ρεθεμνιώτες το χτίζαμε το κάστρο της Φορτέτζας με τα χέρια μας. Σήμερα, αντίστροφα, γύρω μας κάποιοι έχουνε χτίσει τείχη, πανύψηλα τείχη της άγνοιας και της αδιαφορίας. Εκεί που άλλοτε συνωστίζονταν η κλαγγή των σπαθιών και οι χλιμιντρισμοί των αλόγων, τώρα νότες και μελωδίες αναδύονται στην ατμόσφαιρα και οδεύουν προς το Ρεθεμνιώτικο ουρανό. Εκεί που κάποτε ο ρέκτορας μάζευε τους συμβούλους για να ζητήσει τη γνώμη τους, τώρα ο «Φραγκίσκος Λεονταρίτης» ως κουαρτέτο κιθάρας εκπέμπει την πανδαισία του στους ουρανούς, σαν μια προσευχή ή σαν μια ικεσία για λύτρωση. Όχι διότι ο Γρηγόρης είναι φίλος μου, μα διότι ήταν στ’ αλήθεια μια πανδαισία.
  Σεπτέμβρης και ανατολή του ηλίου. Η προσεκτική παρακολούθηση μιας ανατολής του Σεπτέμβρη κρύβει περισσότερο μυστήριο από όλους τους τύπους του Αϊνστάιν. Η Δύση πάλι, ε, αυτή είναι δουλειά ζωγράφου, ας είναι άσημος, ας μην είναι δα και  ο  μαΐστρος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
  Σεπτέμβρης και νιάτα. Επιστροφή στα θρανία ή όπως λένε αλλιώς, απ’ τ’ αυτί  και στο δάσκαλο.
  Σεπτέμβρης και γκρίζο. Το γκρίζο στα σύννεφα και στις καρδιές, το κίτρινο στα όνειρα και στα φύλλα. Φαίνεται πως η αντίθεση είναι η ουσία της ζωής. Αν όλα ήταν δια μιας και μονίμως πράσινα δεν θα είχε νόημα η άνοιξη. Το μεγάλο υπάρχει επειδή έχει υπάρξει το μικρό, το πολύ επειδή έχει προϋπάρξει το λίγο.
  Σεπτέμβρης και Liszt.   Η δεξιοτεχνία, ο λυρισμός, η ποιητικότητα, ο πλούτος των ηχοχρωμάτων, η ερμηνεία της Ντιάνας διευκολύνουν το Σεπτέμβρη να μπει ομαλά στη ζωή μας.
  Σεπτέμβρης και σταγόνες βροχής. Βρέχει πάνω από στεριές κι από θάλασσες. Πέφτουν ασταμάτητα της βροχής οι σταγόνες. Τι να την κάνεις λοιπόν τη μουσική; Βρέχει αναμνήσεις. Θυμούμαι κάποιον άλλο Σεπτέμβρη μακρινό με τραγούδια και σήμαντρα. Άλλωστε δεν μπορώ, μου είναι αδύνατο να ξεχάσω…      



                ΣΚΟΡΠΙΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΦΥΛΛΑ

  Ο Μανούσος έκλεισε την τηλεόραση απογοητευμένος.
  -Ένας μήνας απ’ τσι Ολυμπιακούς αγώνες και έχουνε γυρίσει τα πάνω κάτω. Ούλα πάνε στραβά.
  -Αν δεν υπήρχε ο τρύγος θάτανε απελπισία ο Σεπτέμβρης… αναστέναξε η κόρη του, το Λενιό σαν να μην είχε ακούσει καν τον πατέρα της, και βγήκε στο μικρό ταρατσάκι σιγοτραγουδώντας Θεοδωράκη: «Στην αγκαλιά μου απόψε σαν άστρο κοιμήσου…» Και δός του να χαζεύει τ’ άστρα  στον ανέφελο ουρανό.
  Μαθήτρια του λυκείου το Λενιό αγαπούσε όλες τις παραδοσιακές αγροτικές εργασίες, μα πιο πολύ τον τρύγο. Μόλις που είχαν τρυγήσει τα’ αμπέλια τους. Τα σταφύλια στα κοφίνια, κι ύστερα το πολύχρωμο εκείνο μίγμα με τις ρόγες να το βυζαίνουν μέχρι να δώσει όλες τις στυφές τανίνες, τους παντοδύναμους χυμούς του Διονύσου. Και να σκεφτεί κανείς πως αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται απαράλλαχτη χιλιάδες χρόνια τώρα, αποδείχνοντας κι αυτή τη συνέχεια των Ελλήνων, καθώς φαίνεται κι από τα λόγια του παππούλη μας του Ομήρου, που τα διδάχτηκαν πρόσφατα στο σχολειό, στην Ιλιάδα:
                   «Κι αμπέλι μέσα σκάλισα σταφύλια φορτωμένο
               χρυσό κι όμορφο, κι ήτανε μαύρα σταφύλια επάνω.
                    Στηρίζονταν τα κλήματα σε φούρκες ασημένιες
                κι αγόρια όλ’ ανοιχτόκαρδα μες σε πλεχτά καλάθια
                    εκουβαλούσαν τον καρπό που είναι γλυκός σαν μέλι».
  Αγαπούσε όχι μόνο τον τρύγο μα και κάθε καλοκαιριάτικη δραστηριότητα το Λενιό. Ήδη απ’ το Σεπτέμβρη, βλέποντας τα φύλλα να κιτρινίζουν η καρδιά της άρχιζε να σφίγγεται. Μέσα στο στήθος της φτεροκοπούσε ένας γλάρος, ένα φτερωτό πες συναίσθημα που την έκανε ν’ απορεί. Όλοι γύρω της φαίνονταν πιο σκυθρωποί, πιο συνοφρυωμένοι το Σεπτέμβρη. Έβρισκε πως το Φθινόπωρο ήταν μια πανδαισία αλλά και μια θλίψη μαζί. Η φυσιολογική εναλλαγή. Το βήμα προς την ισορροπία και την καταλλαγή.
  -Τα πράματα δεν τα βλέπω καλά, είπε ο Μανούσος, μόνιμα απαισιόδοξος, κλείνοντας την εφημερίδα.
  -Κιτρίνισαν τα φύλλα. Σκόρπια κίτρινα φύλλα παντού, είπε το Λενιό με απογοήτευση, συνεπαρμένη μέσα στον κόσμο της. Τελικά έπιασε το τετράδιο και διάβασε μεγαλόφωνα ότι τους είχε υπαγορεύσει η καθηγήτρια εκείνη τη μέρα:
                  Θυμηθείτε τα σύκα, τα’ ολόγλυκο εκείνο σταφύλι,
                Τις βιολέτες που ανθούσαν κοντά στο τρεχάτο νερό.
                  Όλα εκείνα τα δώρα της θεάς, θυμηθείτε τα , φίλοι,
                 Κι ένας ύμνος μεγάλος γι αυτήν ν’ ακουστεί απ’ το χορό.
                                                           (Αριστοφάνης, Ειρήνη).



                       Σκουπίδια και Λούλουδα

  -Μωραίνει κύριος ον βούλεται απωλέσαι.
  Το είπε ο Θωμάς. Χωρίς επεξηγήσεις και σχόλια. Καθισμένος στη μέση της μικρής αυλής με ένα μεγάλο φλιτζάνι ελληνικού καφέ κι ένα κομπολόι στο χέρι, φιλοσοφεί, ρεμβάζει, επισημαίνει, αντιστρέφει, συλλογάται.
  Αφήνει κάποτε το βλέμμα του να ξεκουράζεται στην πράσινη πλαγιά του απέναντι λόφου, και την ακοή του να προσηλώνεται, προσπαθώντας να μαντέψει τους ήχους της φύσης τριγύρω, απ’ το μικρό χωριό του ως τον  ορίζοντα. Τα λόγια του είναι τόσο απόκρημνα που κινδυνεύω να κατρακυλήσω.
  -Ο Θεός να μας φυλάξει από τους πολυμαθείς, τους αμαθείς, τους ημιμαθείς, τους αρχομανείς, τους συμφεροντολόγους και τους άμυαλους. Το είπε από τότε -με διαφορετικά λόγια- ο Πλούταρχος: «Στην Ελλάδα ομιλούν οι σοφοί, αλλά αποφασίζουν οι αμαθείς!» Από τότε ως σήμερα, το ίδιο γίνεται!
  -Αχ μωρέ Θωμά! Είσαι ένας ολοκάθαρος ουρανός. Είσαι η φωνή της συνείδησής μου σ’ αυτό τον κόσμο. Θλίβομαι που δεν μπορώ να φτάσω το πνευματικό και ηθικό σου ανάστημα. Σε ζηλεύω που κατάφερες ν’ απαρνηθείς μερικά απ’ τα ανθρώπινα πάθη κι ένα μεγάλο μέρος του τεχνικού πολιτισμού που σιγά και ύπουλα εκφυλίζει και αποδυναμώνει ότι ευγενικό στην ανθρώπινη ύπαρξη. Είσαι απ’ τους ελάχιστους, που δεν διαθέτουν ούτε αυτοκίνητο ούτε κινητό τηλέφωνο.
  -Σας τα χαρίζω. Χάρισμά σας και τ’ αυτοκίνητα και τα κινητά. Τα χαρίζω σε όλους τους «πολυάσχολους», τους «βιαστικούς», τους «πολυπράγμονες». Ο Θεός να μας φυλάξει από αυτούς που οδηγούν αυτοκίνητο με ένα κινητό στο άλλο χέρι. Θα την πληρώσουν όμως την πολυπραγμοσύνη. Δεν μπορείς ατιμώρητα να αυξάνεις τα όρια των δυνατοτήτων σου, δεν μπορείς να αυξάνεις συνεχώς την ταχύτητα, την  απόλαυση, την άνεση, την απάθεια. Δεν μπορείς να ασφαλίσεις, ούτε να εξασφαλίσεις το μέλλον. Όλα πληρώνονται. Ρώτα έναν καρδιολόγο να σου το επιβεβαιώσει. Μωραίνει κύριος ον βούλεται απωλέσαι.
  -Γεμίσαμε  την πόλη με λαμαρίνες. Ήδη δεν υπάρχει χώρος να χωρέσομε τ’ αυτοκίνητα, τα δήθεν σύμβολα ελευθερίας και κοινωνικής καταξίωσης. Οι πόλεις είναι τέρατα. Δύσκολο πολύ να περπατήσεις. Οι πεζοί τρέχουν κυνηγημένοι για να σωθούν από τις ρόδες που σαρώνουν τις οδούς. Το ίδιο και οι ρομαντικοί. Γι αυτές τις δυο κατηγορίες δεν υπάρχει έλεος σήμερα.
  -Μωραίνει κύριος ον βούλεται απωλέσαι. Η παντοδύναμη φύση και η διαταραγμένη παγκόσμια αρμονία θα εκδικηθούν. Είδες πως σκοτείνιασαν, πως χλόμιασαν όλοι την ώρα της έκλειψης; Η ανθρώπινη ασημαντότητα έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. 
  -Γεμάτος σκουπίδια ο κόσμος. Σκουπίδια κομπίνας, ανευθυνότητας και μικρότητας. Σκουπίδια μαζικά, με κάποιο φανταχτερό περιτύλιγμα.
-Πρόσεξε όμως: Ανάμεσα στα σκουπίδια υπάρχουνε και λούλουδα. Λούλουδα είναι ο απλός άνθρωπος, ο χαμογελαστός, ο καλόκαρδος. Λούλουδα είναι το μεράκι, η αξιοπρέπεια, η σοβαρότητα, το θάρρος να λέει κανείς την αλήθεια. Μια θαρραλέα,  μια  έντιμη και καθαρή φωνή, σήμερα είναι λούλουδα ανάμεσα στα σκουπίδια.



       ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ

                                                
  Αύγουστος και πανσέληνος, είναι ο συνδυασμός που συγκινεί τους πιστούς του Αιγαίου, τους μύστες του Οδυσσέα Ελύτη. Αύγουστο και πανσέληνο όπως συμπίπτει αυτές τις μέρες, διαλέξαμε κι εμείς, κάποιοι αχαλίνωτα  ευφάνταστοι αιθεροβάμονες αναχωρητές για να …επιβιβασθούμε στο φανταστικό διαστημικό μας όχημα με μια …τυπική στολή αστροναύτη, και να αναχωρήσομε περιπλανούμενοι  στο αχανές σύμπαν. Επειδή μάλιστα η φαντασία -όπως όλοι γνωρίζουν -αναπτύσσει ασύλληπτες ταχύτητες, μπορέσαμε να εισχωρήσομε πολύ βαθιά, μέσα από τον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου προς εκείνον της Λύρας και προς το Άλφα του Κενταύρου ενώ ο διάσημος συνταξιδιώτης μας Νίκος Καββαδίας έψαλλε…
           Το Άλφα του Κενταύρου μιά νυχτιά, με το παλινώριο πήρα κάτου.
           Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου: "Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά".
  Αφού θαυμάσαμε τη λεγόμενη κόμη της Βερενίκης με τα εκατομμύρια παιχνιδιάρικα αστεράκια της, διασχίσαμε τον Σείριο και τον αστερισμό της Ανδρομέδας για να προσεγγίσομε τελικά στον τελικό μας προορισμό που ήταν ο αστερισμός της Αυταπάτης. Νομίζετε πως τάχα δεν υπάρχει τέτοιος αστερισμός; Ασφαλώς και υπάρχει! Μόλις φθάσει κανείς και θαυμάσει το μεγαλόπρεπο αστέρι που λέγεται Άλφα του Μεγάλου Κυνός, μπορεί στρίβοντας λοξά δεξιά (!) να προσεγγίσει τον αλλόκοτο και χαίνοντα αστερισμό της Αυταπάτης, που  εσχάτως έλκει και επηρεάζει έντονα έως απελπιστικά την ωραία αλλά …δυσνόητη  χώρα μας. Αχανής και σκοτεινός, σαν την ψυχή τ’ ανθρώπου, ο αστερισμός της Αυταπάτης χάσκει σαν τεράστιο στόμα και μας έλκει ακατανίκητα ως λαό. Επειδή μάλιστα τώρα με τα Olympic Games, τα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας βγάζουν τα πάντα στη φόρα, άρχισαν να αποκαλύπτονται μαζικά οι αυταπάτες. Γίνεται το …έλα να δεις! Αυταπάτη ήταν ως φαίνεται η προσήλωση των ελλήνων ηρώων αθλητών στα αθλητικά ιδεώδη με ανιδιοτέλεια. Υποκρινόμαστε τώρα τους …έκπληκτους για τις τραγελαφικές αποκαλύψεις ντοπαρίσματος των αθλητών – ινδαλμάτων μας. Λες και δεν γνωρίζαμε για τα εκατομμύρια ευρώ, που κρύβονται πίσω από τα σύγχρονα Olympic Games, τους χορηγούς, τις διαφημίσεις, το marketing. Λες και δεν το γνωρίζαμε εμείς οι αιθεροβάμονες αφελείς επιβάτες ρομαντικών οχημάτων, ότι  το έπαθλο στα Olympic games δεν είναι πια ένα απλό στεφάνι ελιάς, αλλά ένας πακτωλός χρημάτων και προνομίων. Ελπίσαμε προς στιγμήν πως το ποδόσφαιρο και τα Olympic Games θα λύσουν όλα μας τα εθνικά προβλήματα. Οικτρή Αυταπάτη.
  Όσο για τους αρχαίους προγόνους μας, ευτυχώς εκείνοι βρίσκονται πολύ μακρυά απ’ όλα αυτά, αλώβητοι και ανέγγιχτοι. Το αρχαίο πνεύμα το αθάνατο, όσο κι αν προσφέρεται τώρα εκλαϊκευμένο και εμβαπτισμένο σε τελειότατη τεχνολογία Laser προς κατανάλωση από τα παγκόσμια ΜΜΕ, παραμένει άτρωτο και κορυφαίο. Το βλέπομε από εδώ πάνω να ακτινοβολεί  μέσα στους αστερισμούς και μέσα στους αιώνες. Είναι απλή και σαφής η εντολή του Πυθαγόρα. «Ποτέ μην κάνεις τίποτα αισχρό. Περισσότερο απ’ όλους να ντρέπεσαι τον εαυτό σου».  
 Το φανταστικό μας διαστημόπλοιο απομακρύνεται με δυσκολία από την επίμονη έλξη του τερατώδους αστερισμού της Αυταπάτης. Ίσως καταφέρουμε να απεγκλωβιστούμε από την ύπουλη, εξουθενωτική του επίδραση. Ίσως με επιμονή και μελέτη μπορέσομε να σταθούμε στα πόδια μας πάνω στην γήινη πραγματικότητα, όπως εκείνοι οι σοφοί αρχαίοι έλληνες, με οδηγούς μας το μέτρο, τη γλώσσα και το ελληνικό φως. Χρόνου φείδου. Γνώθι σ’ αυτόν. Μηδέν άγαν. Εν οίδα….



                    ΣΥΝΝΕΦΑ, ΝΕΦΑΛΑ
  - Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και πιο ποιητικά στοιχεία που διαφοροποιούν το φθινόπωρο από το απερχόμενο καλοκαίρι είναι τα σύννεφα Θωμά, τα νέφαλα όπως προτιμούν να τα ονομάζουν οι ποιητές. Για τους παρατηρητικούς, τα νέφαλα του φθινοπώρου είναι θέαμα εκπληκτικής ομορφιάς. Θύσανοι με μιαν αχνή λευκότητα,  σωρείτες ή θυσανοσωρείτες κάπως σκουρότεροι,  θυσανοστρώματα, ακόμη και μελανίες (τα χαμηλά μαύρα σύννεφα της καταιγίδας), όλα προκαλούν τη φαντασία μας. Όλα προσφέρουν με τα ποικίλα εντυπωσιακά σχήματα και με το αέναο ταξίδι τους, σπουδαίες ευκαιρίες  θαυμασμού ρεμβασμού αναπόλησης και ονειροπόλησης  στους αθεράπευτους ρομαντικούς και αδιόρθωτους εραστές της φύσης. 
 -  Ένας τολμηρός ονειροπόλος, εύκολα θα μπορούσε παρακάμπτοντας τους φυσικούς νόμους να μας πει πως τα νέφη είναι απλά οι αναμνήσεις και τα όνειρα των ανθρώπων που ταξιδεύουν αιώνιο ταξίδι στον ουρανό ή στο σύμπαν, παροδικά  ίσως μη ορατές αλλά χωρίς να μπορούν οριστικά να εγκαταλείψουν τους αφέντες τους.       Όνειρα και σύννεφα λοιπόν, ένα ταιριαστό ζευγάρι, μια ιδανική συνύπαρξη καθαρότητας και όλβου. 
  -Είναι βέβαια αρκετά δύσκολο Θωμά, να κάνεις όνειρα μέσα στο φθινόπωρο, μια εποχή που έχει σαν μοναδικό μέλλον της το χειμώνα, είπα εγώ με ρομαντική διάθεση. Τα σύννεφα πάντως συνεχίζουν να ταξιδεύουν στον ουρανό, σύμφωνα με τη θέληση του Νεφεληγερέτη-Νεφελοσυνάχτη Δία. Το ίδιο κάνουν και τα απραγματοποίητα όνειρα: Ταξιδεύουν άσκοπα προς κατευθύνσεις απροσδιόριστες, αναζητώντας μάταια τη δικαίωση.
  - Νέφαλα, νεφέλες, νεφελώματα, νεφώσεις, νέφη, σύννεφα, αναφώνησε ο Θωμάς.  Ω, γλώσσα μου θαλασσινή, ακατάβλητη, είσαι μια μάνα που γεννάς κι αναθρέφεις στοργικά λέξεις, νοήματα και ποιήματα σε μιαν αέναη αλληλουχία απ’ του Ομήρου τα χρόνια ως σήμερα. Κι όταν εμένα η ψυχή μου θ’ αρμενίζει στα σύννεφα, ω γλώσσα μου, κύματα οι λέξεις σου θα συνεχίσουν να μουρμουρίζουν στις αμμουδιές, να νανουρίζουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας.   Όμηρος, Αρχίλοχος, Βιτσέντζος Κορνάρος. Αυθαίρετη η επιλογή, αλλά έμμονη κι ανυποχώρητη. 
                  Σαν αγριεμένα νέφαλα, που σμίξουν και σφιχτούσι,
                  και στράψουσιν, και τη βροντή πλιά δυνατά κτυπούσι…
  Τα σύννεφα συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους στον ουρανό, και μέσα στο λευκότερο απ’ όλα, ο Θωμάς ορκίζεται πως έχει δει τον Κορνάρο να κάθεται και ν’ αγναντεύει την Κρήτη…



              ΤΑ  ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ
        
 -  Έλα Θωμά και κάτσε δίπλα μου, μ’ ένα γεμάτο ποτήρι λιάτικο κρασί, με τη  στωικότητα του ανθρώπου που έχει δει πολλά κι έχει πονέσει, και κάμε πως αρχινάς το τραγούδι. Η καρδιά μου, μπαϊλντισμένη καθώς είναι, σαλπαρισμένη κι ορθόπλωρη, πεθυμά ν’ ακούσει τη βαθιά στοχαστική φωνή σου που μοιάζει να ρχεται μέσα απ’ τους αιώνες, απ’ του Βυζάντιου τους καιρούς κι ακόμη πιο μακριά.
  Είναι φορές που – αν και προχωρημένη η ώρα - ο ύπνος δε σου βαραίνει τα βλέφαρα, η καρδιά σου– ωσάν του λιονταριού - δεν μπορεί να μερώσει και τα όνειρα δεν καταλαγιάζουνε, μόνο μπουκάρουνε στο κάστρο τση συνείδησης με γιουρούσια απανωτά κι αχόρταγα, γυρεύοντας να κυριέψουν και να υποτάξουν την πραγματικότητα. Τέθοιες στιγμές, αυτό είναι καρατσεκαρισμένο, μηδέ γιατροί μηδέ φάρμακα μπορούνε να σε λυτρώσουνε απ’ τη φλόγα. Μόνο η «περιστέρα Ανατολή» που λέει κι Θοδωρής, η μάγισσα, με τα τραγούδια τση τα γεμάτα μαλαγανιές και τσακίσματα, εκείνη μόνο μπορεί να καταλαγιάσει τα σεκλέτια σου, και τον πόνο τση καρδιάς σου να παγουδιάνει. 
  Ήρθενε λοιπόν ο Θωμάς -ας είναι καλά - κι ως είδενε το χάλι μου έκατσε στην καρέκλα κι άρχιξενε τα Σμυρνέικα. Το τραγούδι ξυπνά οράματα και μνήμες. Η Σμύρνη λιγοθυμισμένη μέσα σ’ τσι καπνούς. Σμύρνη, Αιβαλί, Κορδελιό, Αιδίνι… Άρωμα από γιασεμιά και γεύση από κανέλα και γαρύφαλλο πλημμύρισαν το χώρο. Μυριάδες ανεπαίσθητες δονήσεις μέσα από τη γης, ενεργοποιημένες λες απ’ το τραγούδι, κι από τη βαθιά φωνή του            Θωμά ανεβαίνανε από τα έγκατα και μπαίνανε στο κορμί για να μείνουν εγχάρακτες μέσα στον εγκέφαλο. Μεγάλες στιγμές είναι αυτές για την ύπαρξη. Άλματα πάνω απ’ το στίχο και τη μουσική, με συγκίνηση και ενόραση.
  Η σειρά σου τώρα παντέρμη Κρήτη. Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο αιώνιος, απόψε σε κατάσταση νεογέννητου. Ερωτόκριτος, Αρετούσα, Πεζόστρατος, βασιλιός. Ο έρωτας κι ο θάνατος αντάμα. Πάμε Θωμά!
              «Βιτσέντζος είν’ ο ποιητής, και στη γενιά Κορνάρος
                που να βρεθεί ακριμάτιστος, οντε τον πάρει ο Χάρος…».
              Ο παππούς μας ο Κορνάρος με την καθαρή ματιά και τη μακριά γενειάδα αιώνες τώρα έχει γίνει το βάλσαμο της κρητικής καρδιάς.
            «Στη Στείαν επαντρεύτηκε όπως προστάζει η φύση
              το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο θεός ορίσει………»
  Στο διάλειμμα η συζήτηση στράφηκε στα ζόρικα οικονομικά και στα Ευρωπαϊκά.
  -Δεν πάμενε καλά. Το πετρέλαιο ανεβαίνει. Η οικονομία δεν αντέχει
-Αυτή η χώρα δεν χρειάζεται λογιστές, χρειάζεται όραμα. Το ίδιο κι η Ευρώπη που την εκάμανε και ταρακουνιέται και τρίζει ίσαμε τα θεμέλια τση.
Χαράζει. Ο θείος Ιούλιος μήνας στέκει στην πόρτα χαμογελώντας καλοκάγαθα, ανάμεσα από μυρωδάτα καρπούζια και πεπόνια. Εμείς, τα γνήσια παιδιά του Ιουλίου, προσηλωμένοι στο πελιδνό φεγγάρι που συνεχώς μειδιά και υπόσχεται. Πάμε Θωμά…
          «Συ μ’ έμαθες πως αγαπούν, πως παίζουν πως γελούνε….»



               ΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ
                                     
  Οι χάντρες του κομπολογιού χτυπούσαν τακ-τακ, κι οι χτύποι έμοιαζαν με τους χτύπους της καρδιάς του μπάρμπα - Νικόλα, που χτυπούσε απόψε παράξενα.
  -Παράξενο καλοκαίρι, μουρμούρισε ανάμεσα απ’ τα δόντια του. Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τίποτα…
  Ο μπάρμπα Νικόλας ήταν ένας ήρεμος ανεξίκακος άνθρωπος, ένας απλός έλληνας, μια γνήσια κρητική ψυχή. Αυτός είναι ο τύπος ανθρώπου που θαυμάζω περισσότερο. Δεν υποκρινόταν τον πολύξερο. Δεν είχε μάθει πολλά γράμματα μα είχε δει πολλά και δεν τον γελούσες εύκολα. Μπορούσε εύκολα να καταλάβει τι έκρυβαν τα λόγια των πολιτικών, γιατί ήξερε πως οι πολιτικοί όταν λένε κάτι, πάντα κάτι άλλο προσπαθούν να σου κρύψουν, ή να στο φέρουν μαλακά.   Το μακρύ, στριφτό, γκρίζο μουστάκι του συμβόλιζε τη στωικότητα και την υπομονή του. Δεν τον συγκινούσαν τα λεφτά, ούτε τα αξιώματα. Τον συγκινούσε η ευθύτητα, η ντομπροσύνη, η ειλικρίνεια. Μπορούσε να σου απαγγείλει πολλούς στίχους από τον Ερωτόκριτο «απνευστί», και μαντινάδες πλήθος.
  -Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τίποτα… ξανάπε μονολογώντας. Νάτο, βγήκε το φεγγάρι. Λαχταρούσε τα βράδια να κάθεται στην ταράτσα του σπιτιού του – κάπου στις παρυφές της πόλης - και να παρατηρεί το φεγγάρι. Τον μάγευε το φεγγάρι, το Νικόλα. Τον έκανε να ονειροπολεί, να θυμάται τα μικράτα του. Τα νιάτα, αυτά προπάντων. Η μισή μας ζωή –παράξενο - είναι φωλιασμένη μέσα στις αναμνήσεις και στα όνειρα. Μα μόλις έβγαινε απ’ το ρεμβασμό και την ονειροπόληση καταπιανόταν με την επικαιρότητα, τα καθημερινά που τον έκαναν ν’ απορεί.
  Άνοιξε την εφημερίδα στις μέσα σελίδες. «Απογοητευμένοι είναι οι Έλληνες από το ευρώ, τριάμισι χρόνια μετά την αντικατάσταση της δραχμής». Απογοητευμένος ήταν κι αυτός ο ίδιος. Δύσκολα τα έβγαζε πέρα η φαμελιά του με την ακρίβεια. Χρωστούσαν κιόλας αρκετά. «Υπερχρεωμένα τα ελληνικά νοικοκυριά», επιβεβαίωνε πανηγυρικά η εφημερίδα.
 «Πρέπει να κάνουμε πιο αποτελεσματικό το κοινωνικό κράτος σε μία ανοιχτή, εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία». Τα πολλά «πρέπει» ήταν για το Νικόλα σημάδι πως τα πράματα δεν πάνε καλά.
 -Καταλάβετέ το πώς κιντυνεύουνε οι συντάξεις του κόσμου. Τα ταμεία ζορίζουνται… Τα πράματα δεν τα θωρώ καλά.
Οι εφημερίδες έγραφαν. «Η ανεργία πλήττει τους νέους»… «Η τρομοκρατία, το Ιράκ….το εργασιακό...» Φεγγαράκι μου λαμπρό!
  -Το πετρέλαιο ακριβαίνει… Ίσαμε που θα φτάξει… Να μου τρυπήσεις τη μύτη αν καταλαβαίνω πράμα…
 Ο μπάρμπα Νικόλας έβγαλε το κομπολόι του. Ο γιατρός τον είχε υποχρεώσει να κόψει το τσιγάρο και το πολύ φαΐ, μια και η καρδιά του δεν τα πήγαινε τόσο καλά. Υποτάχτηκε, τι άλλο μπορούσε να κάνει.
 -Όλα μπορεί να τ’ αντέξει ο άνθρωπος, έλεγε και ξανάλεγε.
«Οδηγήθηκα στη λογοτεχνία προκειμένου να αποφύγω το έγκλημα», είχε πει ο Αλμπέρ Καμύ, διάβασε στα «ψιλά» της εφημερίδας.
  -Δεν καταλαβαίνω τίποτα… (Μήπως καταλαβαίνω εγώ;)
  Το ολόγιομο φεγγάρι συνέχιζε το ταξίδι του (κι ο Νικόλας το δικό του) μέσα στη φεγγερή κρητική νύχτα. 



                     ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΑ ΔΩΡΑ

                                               

  Τη συνάντησα σε μιαν ακρογιαλιά την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Ο αιμάτινος δίσκος του ήλιου ήταν έτοιμος να βουτήξει και να χαθεί. Τα μακριά κυματιστά μαλλιά ανεμίζουν στην αύρα του δειλινού. Το πρόσωπο μόλις που μειδιά και υποσημαίνει μια λεπτή θλίψη. Είμαι σίγουρος. Έχω μπροστά μου την Τέχνη. Κάπως έτσι τη φανταζόμουν. Μια γυναίκα εξαϋλωμένη, αέρινη, ένα αερικό, σίγουρα ένα πλάσμα της φαντασίας μου, αλλά μήπως είναι κάτι άλλο η Τέχνη;  Ένας άλλος ξεχωριστός κόσμος είναι, δίπλα στο φυσικό κόσμο.
-Επιτέλους σε είδα, σε γνώρισα, πήρες μορφή μέσα στη φαντασία μου, ξέρω πια πως υπάρχεις, είπα αργά τονίζοντας μια-μια τις λέξεις.
  Δεν πήρα απάντηση. Η οπτασία ήταν βυθισμένη σε βαθιές σκέψεις. Πρέπει να έχω το γνώθι σ’ αυτόν, σκέφτηκα. Ποιος δηλαδή είμ’ εγώ που θέλω να μου δώσει σημασία αυτή η Κυρά;  Το μόνο που μπορώ να καυχηθώ είναι πως είμαι ένας ακροατής και θεατής ανοιχτός, πως είμαι έτοιμος ν’ ακούσω και να δω το καινούριο, το κάθε δημιούργημα τέχνης, έτοιμος να ζήσω το θαύμα. Απολύτως τίποτ’ άλλο. Είμαι ήδη τυχερός που αξιώθηκα να δω την Τέχνη αυθεντική, ζωντανή μπροστά μου, να βεβαιωθώ πως υπάρχει αυτόνομη και παράλληλη με τα φυσικά όντα και με τον κόσμο τον απάνω, πως είναι ένα πολύ δυνατό κομμάτι της ανθρώπινης φύσης.
   Αισθανόμουν πως ζούσα σε μιαν εικονική πραγματικότητα. Συνέχισα να παρακολουθώ εκστατικός, ένας φτωχός ανθρωπάκος μπροστά στην αποκάλυψη που ξεδιπλωνόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Να μιλήσω; Δεν τολμούσα.  Ήδη μάντευα στο χώρο γύρω, μια μουσική υπερκόσμια. Η Τέχνη κουνούσε το κεφάλι ελαφρά και ρυθμικά, σημάδι πως άκουγε κι εκείνη. Ξέρω πως δεν άκουγε μόνο, έβλεπε κιόλας, με τα μεγάλα υπερβατικά της μάτια προσηλωμένα στον ορίζοντα, ποιος ξέρει ποιες εικόνες, ποια οράματα.
  Ξέρω πως σχεδόν δεν με πιστεύεις. Οι πιο πολλοί δεν πιστεύουν στο βάθος πως η Τέχνη υπάρχει και ζει. Πως μπορούμε να τη νοιώθομε δίπλα μας, να μας αγγίζει.  Εγώ όμως λέω πως υπάρχει, πως την είδα, πως ζει, πως κάθε στιγμή αν αναζητηθεί είναι δυνατόν να φανερώνεται.
  Πήρε να σκοτεινιάζει κι η οπτασία έμενε γερμένη στο ακρογιάλι, μακρινή κι απροσπέλαστη, μέσα σε μια συμπαντική  μουσική υπόκρουση. Το φεγγάρι είχε ανατείλει και σκορπούσε στη θάλασσα ασήμι και φώσφορο.  Άθελά μου άρχισαν να έρχονται στη μνήμη μου έργα σπουδαίων καλλιτεχνών που έχω δει σε μουσεία, σε εκθέσεις, αλλά και του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, και έργα από λαϊκούς αγγειοπλάστες, ποιητές, γλύπτες, αρχιτέκτονες….
  Από τη νυχτερινή θάλασα αναδυόταν δελφίνια κι από μέσα μου αναδύθηκε ένα αίσθημα πληρότητας. Μέσα στο ονειρικό τοπίο αισθανόμουν πως η Τέχνη τούτη την κορυφαία στιγμή με αντάμειβε, μου χάριζε τα δώρα της, τα ακριβά ανεξίτηλα και πανανθρώπινα της Τέχνης δώρα.

  -Χαίρε ύψος, αναφώνησα έκθαμβος. Η Τέχνη ανταμείβει τους ανοιχτούς, τους αγαθούς, τους μύστες. Όσοι πιστοί προσέλθετε.



        ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ

  Χοροπηδά με την παραμικρή ευκαιρία. Αποζητά την ανεμελιά και το παιχνίδι, όπως κάθε παιδί. Υπάρχει και ζει, άλλοτε ζωηρό άλλοτε μελαγχολικό μα σίγουρα μια ξεχωριστή οντότητα. Ένα παιδί μέσα σου. 
  Κάποτε σε εκνευρίζει γιατί δεν κάθεται ήσυχο, σωστός μπελάς. Συνεχώς λαχταρά καινούρια πράγματα, συνεχώς κάνει τρέλες, επιθυμεί, απαιτεί. Είναι απρόβλεπτο και κακομαθημένο. Αγενέστατο καμιά φορά. Δεν ενδιαφέρεται για τους τύπους, ούτε για τους καλούς τρόπους. Απεχθάνεται όλα τα τυπικά, όλα τα «πρέπει» και όλα τα «επιβάλλεται».
  Σε βάζει ν’ αγοράζεις γλυκά και παιχνίδια. Σε υποχρεώνει να χαζεύεις βιτρίνες και ν’ αγοράζεις ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Είναι το παιδί που κρύβεις μέσα σου!
  Αποφεύγεις να το παραδεχτείς μα ξέρεις πως υπάρχει. Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου υπάρχει, τυραννικό, αυτάρεσκο, άμυαλο (εκ πρώτης όψεως). Δεν ξέρει τι θα πει στενοχώρια. Δεν γνωρίζει τη λέξη «άγχος». Δεν το νοιάζει «τι θα πει ο κόσμος». Ιδίως τα Κυριακάτικα πρωινά το τι γίνεται δεν περιγράφεται. Αυτό το παιδί γνωρίζει μόνο το ρήμα «θέλω».
  Αλίμονό σου αν αντισταθείς. Αμέσως χουφτώνει και σου σφίγγει το στομάχι ή την κεφαλή, και κάνει το έντερό σου να συσπάται με πόνους. Είναι μια διαφορετική ύπαρξη που ζει μέσα σου και μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή σου.
  Έχεις την ψευδαίσθηση πως είσαι ελεύθερος και κύριος της βούλησής σου. Δυστυχώς, δεν είσαι. Αυτή η ύπαρξη μέσα σου αλωνίζει προσπαθώντας να εξουσιάσει τη ζωή σου. Συνήθως πολεμά ενάντια σ’ όλα τα «πρέπει» και τα «επιβάλλεται». Συχνά διαπιστώνεις έντρομος πως άλλα είχες προγραμματίσει κι άλλα έκανες τελικά. Άλλα σκόπευες να πεις κι άλλα είπες. 
  Δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν είναι πάντα παιδί.. Σου δίνει την αίσθηση πως είσαι περικυκλωμένος από μία τεράστια πολυτελή ταπετσαρία καμωμένη με ψέματα και σου ζητά να σκίσεις αυτή την ταπετσαρία και να δείξεις τον αληθινό γυμνό εαυτό σου, αδιαφορώντας για όλα τ’ άλλα τα μάταια.
  Με τρόμο ανακάλυψα πως αυτό που μου λείπει περισσότερο σήμερα είναι τα παραμύθια που μού λεγε ο παππούς μου όταν ήμουν παιδί. Δηλαδή μου λείπει αυτό που δεν πρόκειται ποτέ πια να έχω.
  Απομένει αυτό το παιδί, το διαβολάκι μέσα μου, που ωστόσο το αγαπώ και από αδυναμία μου το κακομαθαίνω. Όλοι το αγαπούμε το παιδί μέσα μας. Γιατί θα ναι η μοναδική παρηγοριά στα γερατειά μας. Θα τραγουδούμε μαζί του όσα τραγούδια στη ζωή αγαπήσαμε. Θα ξαναβλέπομε μαζί τις παλιές φωτογραφίες με τους συμμαθητές και τους παλιόφιλους, και θ’ ανοίγομε κάπου- κάπου την κασέλα για να δούμε ακόμη μια φορά τα παλιά κόκκινα λαμπερά ρούχα της χαράς, που θα έχει φύγει για πάντα..



                   ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
                          (Αφιέρωμα στην παγκόσμια ημέρα της νεολαίας)
   ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ. Είμαι ακριβώς είκοσι χρονών. Tο λέω και σχεδόν  ντρέπομαι για την τόσο μεγάλη ευτυχία μου. Εγώ δεν βιάζομαι να μεγαλώσω, σαν κάποιους άλλους. Τους άμυαλους! Περιφρονούν τη μεγαλύτερη εύνοια της τύχης.
Έχω καταλάβει τι σημαίνουν τα νιάτα. Γνωρίζω πως είναι δύναμη, κεφάλαιο. Γνωρίζω πως δεν είναι πλούτος το χρήμα. Τα νιάτα είναι ο αληθινός πλούτος. Αλλά είσαι πραγματικά πλούσιος αν έχεις συνείδηση της αξίας της νεότητας  έγκαιρα, ακριβώς όταν τη βιώνεις. Αν το πάρεις χαμπάρι έχει καλώς. Όλη νιάτα πετά η ζωή και σε τόση φωτιά και βοή τρέμουν δάση και όρη.
  Κοντά σε ηλικιωμένους νιώθω ένοχος, δεν μπορώ καν να τους κοιτάξω στα μάτια. Νοιώθω ένοχος! Τους λυπάμαι βαθιά, και σκέφτομαι πως εμένα τόσο εξωφρενικά με ευνόησε η τύχη. Όμως μη νομίσετε πως νοιώθω συνεχώς την επιθυμία να τραγουδώ και να χορεύω. Έχω τα πιστεύω μου και δεν διστάζω να τα πω.
  Πιστεύω ακράδαντα ότι οι νέες και οι νέοι πρέπει να τολμάμε και να μετέχουμε στην πολιτική, να μετέχουμε στα κοινά, να μετέχουμε σε συλλογικές δράσεις για κοινούς σκοπούς. Θα μου πείτε σίγουρα για τη χαμένη αξιοπιστία της πολιτικής. Θα μου πείτε για την αναξιοκρατία και τη φαυλότητα. Για τα παιδιά που τελείωσαν το Πανεπιστήμιο, αλλά δεν βρίσκουν δουλειά. Ίσως ακόμη και για τα παιδιά που αργοπεθαίνουν στο κοινωνικό περιθώριο, αιχμάλωτα στα ναρκωτικά.
  Όμως η πολιτική είναι η μοίρα των ανθρώπων. Και υποχρεούμαστε να πάρουμε θέση. Παρατηρητές σε όσα συμβαίνουν γύρω μας, παρατηρητές σε αυτά που μας αφορούν δεν είναι δυνατόν να μένουμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτόμαστε, να προετοιμαζόμαστε και να κινούμαστε με βάση αυτά που έρχονται και όχι εκείνα που φεύγουν. Να κάνουμε επιλογές με βάση τις ανάγκες του μέλλοντος και όχι τις προκαταλήψεις του χθες. Οφείλομε να επιλέξουμε αυτούς που βρίσκονται σε επαφή με το σήμερα. Που κοιτάνε μπροστά. Που νοιάζονται για το αύριο. Σας αγαπώ όλους.
  ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ. (Μετά από σαράντα χρόνια.) Είμαι κιόλας 60 χρονών. Τα χρόνια περνούν. Υπήρξα κι εγώ κάποτε νέος. Σχεδόν ακόμη νιώθω νέος! Βέβαια τώρα τα  κόκαλα πονούν, η πίεση ανεβαίνει, τα χέρια τρέμουν. Δεν είναι καθόλου το ίδιο όπως τότε. Όμως σίγουρα στη σκέψη και στις ιδέες Όπως και τότε, το ίδιο και τώρα αγαπώ το φεγγάρι. Μελετώ και σκέφτομαι ακόμη περισσότερο από τότε.
  Μελετώ περισσότερο, και λογαριάζω επίσης. Οι αστικές κοινωνίες έχουν μεταβληθεί σε υπερκαταναλωτικές κοινωνίες, όπου οι τεχνητές ανάγκες υπερβαίνουν κατά πολύ τα οικονομικά μέσα των καταναλωτών.
  Αναρωτιέμαι ακόμη αν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαι με οτιδήποτε άλλο εκτός από τα προσωπικά μου. Η αίσθηση ότι ο μεμονωμένος άνθρωπος δεν είναι σε θέση να επηρεάσει την ροή των γεγονότων η εξέλιξη των οποίων είναι προδιαγεγραμμένη από τα σχέδια κάποιων άλλων, δένει τα χέρια μου.  Όμως, έχω καταλήξει πως αυτή η άποψη δεν είναι σωστή και δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Ακόμη και μία μοναδική ιδέα είναι σε θέση από μόνη της να αλλάξει τον κόσμο, αν γίνει αποδεκτή από τους άλλους.
  Σήμερα, 12 του Αυγούστου που είναι η παγκόσμια ημέρα της νεολαίας, ξαναθυμούμαι τα δικά μου νιάτα και αναπολώ όσα έζησα, αλλά και όσα δεν μπόρεσα να ζήσω. Το παραμύθι το έχω μάθει πια καλά, αλλά αναρωτιέμαι πόσα έχω να μάθω ακόμη. Το πέλαγος είναι βαθύ.  




         ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΟΣ
                                                                
       Ποιος τολμά ν’ ασχοληθεί με την περίφημη τρίτη ηλικία και τα ουσιαστικά προβλήματά της; Πολλοί λίγοι φοβούμαι. Η κρίση που περνάει το κράτος πρόνοιας σε ελληνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, με την γήρανση του πληθυσμού, είναι πλέον ορατή και ο κίνδυνος της κατάρρευσης του συστήματος προ των πυλών. Υπάρχει μια αμφιλεγόμενη σχέση μεταξύ της γήρανσης του πληθυσμού και της αυξητικής πορείας των δαπανών υγείας στον αναπτυγμένο κόσμο. Η τρίτη ηλικία έχει μπει στο στόχαστρο της πολιτικής του περιορισμού των δαπανών υγείας. Η μη ελκυστικότητα της τρίτης ηλικίας για τους μηχανισμούς της αγοράς (εξαιτίας των χαμηλών εισοδημάτων και της μικρής πολιτικής τους δύναμης) έχει σαν αποτέλεσμα να εκπονούνται παντού σχέδια νέων μορφών νοσηλείας χαμηλού κόστους για την τρίτη ηλικία.
  Τι γίνεται σε προσωπικό - ψυχολογικό επίπεδο; Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας σε καθημερινή βάση προσπαθούν να δώσουν μια συνέχεια κι ένα νόημα στη θρυμματισμένη ζωή τους. Στα σκουριασμένα μάτια τους ξεχειμωνιάζουν βάσανα και πίκρες. Ζούμε σε μια κοινωνία που θεοποιεί τη νεότητα και κυνηγά την αθανασία. Στη διαδρομή παραγκωνίζει τους ηλικιωμένους. Στην κοινωνία μας "δοξάζουμε το γυμναστήριο, τον θόρυβο, την ταχύτητα, τη βία, την απόδοση. Το κυρίαρχο σήμερα μοντέλο είναι η τρέλα με οτιδήποτε είναι «νέο» και «ωραίο» και η αποστροφή σε καθετί ηλικιωμένο. Σε μια εποχή όπου η νεότητα, από κομμάτι της ανθρώπινης πορείας έχει γίνει το εναγωνίως ζητούμενο, τα γηρατειά μοιάζουν αν όχι ασθένεια τουλάχιστον ντροπή. Ο φασισμός ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε τη λατρεία της νεότητας και τώρα έρχεται να κάνει το ίδιο η κερδοσκοπική κοινωνία μας. Ο διωγμός της τρίτης ηλικίας είναι απερίγραπτος. Η τρίτη ηλικία σε τριτοκοσμική αντιμετώπιση.
 Κι όμως, «εκεί που είσαι ήμουνα, κι εκεί που είμαι θά ρθεις». Νέες ιδέες ανατέλλουν και κυριαρχούν στην Ευρώπη και στον κόσμο. Πρέπει να αποενοχοποιήσομε την τρίτη ηλικία από πολλά. Ο ύστερος βίος της ζωής μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια περίοδο νέων προσαρμογών και δυνατοτήτων με σημαντικές ανταμοιβές. Στην τρίτη ηλικία οι άνθρωποι μπορούν να εξελιχθούν και να αναζητήσουν ένα νόημα και μια πληρότητα στη ζωή τους.
   Όσοι ασχολούνται με τους ηλικιωμένους –οι κοινωνικές λειτουργοί των ΚΑΠΗ ας πούμε- βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ομάδα ανθρώπων με αφάνταστο πλούτο στις ικανότητες τους, στις γνώσεις, στις εμπειρίες και στην κρίση τους. Ο σπουδαίος θεσμός των ΚΑΠΗ δίνει στα μέλη του ρόλους, ερεθίσματα, δραστηριότητες που τους εκφράζουν. Εξάλλου η συντροφικότητα και η ομαδοποίηση είναι το φάρμακο του απομονωτισμού και αυτό είναι το ζητούμενο. Όλα αυτά δεν χρειάζεται να πάτε μακριά για να τα δείτε. Αναζητήστε τα δραστήρια μέλη των ΚΑΠΗ του Ρεθύμνου. Θα βρεθείτε αντιμέτωποι με μια ομάδα ανθρώπων με αφάνταστο πλούτο. Κάτω από τα αραιά άσπρα μαλλιά θα βρείτε κρυμμένα ικανότητες, γνώσεις,  εμπειρία και κρίση. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς: Τις επιδόσεις στη χειροτεχνία τη μουσική, τη γυμναστική; Τις εξαιρετικές εκδηλώσεις τους για τον πολιτισμό; Τις εκδρομές και τις συναντήσεις, που διδάσκουν εμάς τους νεότερους τι σημαίνει αγάπη, αλληλεγγύη και φροντίδα; Με δυο λόγια θα γνωρίσει, το βαθύ μυστηριακό χρώμα του ηλιοβασιλέματος της ζωής. 



                            ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΑ
  Παρά την ταχεία ροή της καθημερινής ζωής η οποία άλλωστε τείνει να επιταχύνεται συνεχώς και περισσότερο, όλοι θεωρούμε αυτονόητο να σπαταλήσομε κάποιο χρόνο για να τραβήξομε φωτογραφίες και να κρατήσομε κάποιες στιγμές δικές μας για πάντα.
  Η φωτογραφία φαίνεται πως είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος της μνήμης. Συλλαμβάνει το χρόνο και τον φυλακίζει σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Παράγει αναμνήσεις ανεξέλεγκτα. «Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας» λέει ο ποιητής.
  Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι οι πιο διεισδυτικές και συνάμα οι πιο ποιητικές. Οι παλιοί πλανόδιοι φωτογράφοι καλούσαν τον κόσμο να φωτογραφηθεί με το επιχείρημα πως ενώ τα κορμιά λειώνουν και χάνονται, οι φωτογραφίες μένουν στον αιώνα τον άπαντα! (Ο φωτογράφος έκυψε υπό το μαύρο πανί της φωτογραφικής συσκευής, και ήρχισε να περιστρέφει τον ρυθμίζοντα την απόσταση κοχλίαν. Έπειτα, προβάλλων κατέρυθρος κάτω από το πανί, ωρθώθη εκ νέου και εζήτησεν απόλυτον ακινησίαν… )
  Στα μάτια των ποιητών καθώς και όλων των ευαίσθητων ανθρώπων, οι φωτογραφίες αποκτούν ζωή που πάλλεται, εκπέμπουν αισθήματα, αισθήσεις, δονήσεις. «Τι να χωρέσεις σε μια φωτογραφία… Εσύ είσαι στη φωτογραφία; Mε ρωτούν. Δεν ξέρω τι να πω…»
  Αν καθήσομε να σκεφτούμε πόσο γιγάντιο άλμα στο μέλλον μπορεί να σημαίνει ένα απλό «κλικ» της φωτογραφικής μηχανής, τίποτ’ άλλο δεν θα κάναμε ολημερίς παρά να τραβάμε φωτογραφίες.
«Όχι, σε κάδρο δε θα βάλω τη φωτογραφία αυτή»(είπε και ο Καβάφης έκθαμβος από τη μαγεία της). Βάλε την όπου θέλεις τη φωτογραφία φίλε μου. Μόνο μην την παραπετάξεις σε τίποτα σκουπίδια… Φύλαξέ την καλά. Είναι ότι έχει απομείνει πια απ’ τους ανθρώπους. Φύλαξε τους ανθρώπους στην καρδιά σου φίλε. Θα τους χρειαστείς σύντομα…
    Γι αυτό κι εγώ, φωτογραφίζω με μανία. Φωτογραφίζω φανατικά στιγμές, με την κρυφή ελπίδα πως αυτές οι καημένες οι φθαρτές, θα γίνουν αιώνιες. Φωτογραφίζω επίμονα τη λύπη, με την ελπίδα πως αυτή θα μετατραπεί σε χαρά. Φωτογραφίζω πρόσωπα, υποστηρίζοντας πως η μορφή είναι «το πιο τίμιο του ανθρώπου» (κι αυτό είναι του Καβάφη).

   Φωτογραφίζω την πόλη μου.  Μια πόλη κουρασμένη, που κοιμάται. Φωτογραφίζω για να θυμούμαι. Κι όταν η πόλη μου η μαραμένη, η σημερνή, θα ξαναγίνει κάποτε αρχόντισσα, όταν θα πάψει να φυλλορροεί, όταν ξανά θ’ ανθίσει, τότε θα σε φωτογραφίσω ακόμη μια φορά με φόντο το πέλαγος, και θα παραδώσω με ανακούφιση τη μηχανή μου ως σκυτάλη και ως ευθύνη στις επερχόμενες γενεές, για να συνεχίσουν την αναπότρεπτη διαδικασία της καταγραφής και της σωτηρίας της συλλογικής μας μνήμης.   



                          ΧΑΙΡΕ ΘΕΡΟΣ

  Χαίρε θέρος. Χαίρε σημαία του καλοκαιριού που κυματίζεις ήδη μεσίστια, έτοιμη για την υποστολή. Χαίρε κι εσύ φθινόπωρο, που ετοιμάζεσαι να νικήσεις το θρασύ, προκλητικό, ξέφρενο καλοκαίρι, και να φέρεις την ισορροπία. στα ζωντανά πλάσματα.
  Χαίρετε θάλασσες και ακτές του Κρητικού και του Λυβικού πελάγους γιατί χαρίζετε στους θνητούς επισκέπτες σας στιγμές αθανασίας. Χαίρε Μεσόγειος, θάλασσα μακρόθυμη που άντεξες τόσους πολιτισμούς αλλά και τόση ρύπανση. Βυθίστηκε λέει πάλι ένα πλοίο με δύο τόνους τοξικό φορτίο…Αντέχεις ακόμη;
  Χαίρετε μέλη του Ορειβατικού που ζητήσατε και πήρατε από τόσο κοντά την ευλογία της Σελήνης, ανεβαίνοντας ακριβώς τη βραδιά της Αυγουστιάτικης πανσελήνου, ίδια στην κορφή του Ψηλορείτη!
  Χαίρε Δημιουργική Ομάδα των Μαργαριτών που μπορείς να συγκεντρώνεις καλοκαιριάτικα τόσες εικόνες και τόσο Μυλοπόταμο μέσα σ’ ένα μικρό θέατρο.
  Χαίρε Φωτεινή Παπαλεωνιδοπούλου για τη συγκίνηση που μας έδωσες καθώς φυσούσες κι έσβηνες την ολυμπιακή φλόγα. Οι συνειρμοί, οι συμβολισμοί και τα μηνύματα είναι εκείνα που σώζουν ακόμη το θεσμό, γιατί αν δούμε την ωμή πραγματικότητα των Olympic Games…. Χαίρε Αυταπάτη! 
  Χαίρε αστερισμέ της Αυταπάτης με την ακατανίκητη έλξη που ασκείς - ιδιαίτερα το θέρος - στη σύγχρονη ολυμπιακή Ελλάδα! Κάποιοι μας τα πήρανε χοντρά κι εμείς παρηγοριόμαστε πως μας ζήτησαν «συγγνώμη»…
    Χαίρε αμπελώνα γυροτραφισμένε -αιώνια κληρονομιά του Διονύσου –αμπελοκουρμούλες με τα σταφύλια που ωριμάζετε μέσα στο μήνα τον τρυγητή. Χαίρε πατητήρι που υποδέχεσαι τους ευλογημένους χυμούς που τρεχουλίζουν στο δοχειό. Χαίρε ξανθή μουσταλευριά με το σισάμι, και τα καρύδια. Χαίρε τραπέζι ξύλινο του πατέρα ή του παππού μας, με το ποτήρι γεμάτο, με το μαύρο ψωμί, τις ελιές και τα μποστανοφάσουλα απάνω ακουμπισμένα.   
  Χαίρε κοτσιφάλι, αβιδιανό, λιάτικο, βιλάνα, θραψαθύρι, μέσα στα δρύινα βαρέλια όπου περιμένετε υπομονετικά ώσπου ν’ ακούσετε του μερακλή τη μαντινάδα και το γέλιο.
  Χαίρετε πέρδικες, συκοφάδες, ζυγαρδέλια, κοτσυφοί και τρυγόνια, εσείς πετεινά που χαίρεστε τον καλοκαιριάτικο ουρανό, εσείς που σ’ άλλους δίνετε χαρά με τη ζωή και σ’ άλλους με το θάνατό σας. 
  Χαίρε θέρος, κι εσύ της ζωής ο έρως, ο υπερπόντιος ζωοποιός θεός που πετάς αγέρωχος πάνω από τις ακτές του Λυβικού και του Αιγαίου, παρέα με δελφίνια και με γλάρους, παρέα με τον Αρχίλοχο, τη Σαπφώ και με τον Οδυσσέα Ελύτη.  



                   Ο ΑΔΥΣΩΠΗΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
                                         
  Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος! Κατέφθασε ανάμεσα σε ιαχές πυροτεχνήματα και φιλιά. Τι σκηνοθεσία! Τρέξαμε να του ανοίξομε την πόρτα. Απρόσκλητος μπήκε –κουστουμαρισμένος και ατσαλάκωτος κατ’ αρχήν –για να καταλάβει τη θέση του μέσα κι έξω από το σπίτι, μέσα κι έξω απ’ τη ζωή μας. Τις πρώτες μέρες υπάρχει ανάμεσά σε κείνο και σ’ εμάς κάποια αμηχανία, η οποία όμως γρήγορα - γρήγορα θα μετατραπεί σε απόλυτη οικειότητα. Τότε, αντί για κοστούμι και γραβάτα θα φορέσει μπλουζάκι και τζάκετ και θα μπαινοβγαίνει χαμογελώντας με ειρωνεία στο αγέλαστο πρόσωπο.
  Θα του αρέσει και πάλι να στέκεται κοντά στον καθρέφτη, παρακινώντας μας να κοιτάξουμε κατά κει. Ε, σου λέει, όλο και κάποια ρυτίδα θ’ ανακαλύψουν… Θα επανέρχεται συνέχεια στο αγαπημένο του θέμα, την ξαδέρφη του την Αθανασία, αυτή που την κυνήγησαν βασιλιάδες και ποιητές μα ούτε ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισε ποτές, υπενθυμίζοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς πως κάθε νέος χρόνος φέρνει εμάς τους θνητούς κοντύτερα στη μοίρα μας. Πολύ κοντά του θα κάθεται σοβαρή, η Μνήμη, αχώριστη συντρόφισσα όσων εννοούν να μένουν παιδιά, και λίγο πιο πέρα η Κατάθλιψη.
  Αλλά πέρα απ’ την εντυπωσιακή σκηνοθεσία και τις τελετές της υποδοχής, ο καινούριος χρόνος θα αποδειχθεί και αυτός …αδυσώπητος. Ας χαρήκαμε (δήθεν) για τη γνωριμία μαζί του. Ας έχομε γιορτάσει τον ερχομό του στο ρεβεγιόν με φαΐ και μπαρμπούτι. Στην ουσία ξέρομε, πως κι αυτό το χρόνο τα πράγματα δεν θ’ αλλάξουν. Η ρητορεία και πάλι θα συνεχίσει να καλύπτει την ουσία. Αντί για στρατηγική που θα στοχεύει σε λύσεις των προβλημάτων, θα υπάρχουν μόνο μεγάλα λόγια. Θα υπάρχουν τα παιδιά που δεν θα βρίσκουν δουλειά ή θα βρίσκουν μόνο δουλειές ευκαιριακές και κακοπληρωμένες. Τα εργοστάσια θα κλείνουν και θα μεταφέρονται σε άλλες χώρες με χαμηλότερα μεροκάματα και εργοδοτική ασυδοσία, αφήνοντας στον δρόμο αρκετές εκατοντάδες εργαζομένους. Τα μικρά μαγαζιά θα πεθαίνουν καταβροχθισμένα από τις μεγάλες αλυσίδες εμπορίου, τα αγροτικά προϊόντα θα εκτοπίζονται από τα φθηνότερα εισαγόμενα.
  Η συγκεκριμένες αιχμές δεν αφορούν μόνο τους σημερινούς κυβερνώντες, αλλά και τη συλλογική μας νοοτροπία ως νεοελλήνων. Και τον καινούριο χρόνο όπως και τον προηγούμενο θα συνεχίσομε να τρέχομε στο βουλευτή ή στο δήμαρχο. Θα ενδιαφερόμαστε πως θα διορίσομε τον εαυτό μας ή τον άνθρωπό μας στο δημόσιο, πως θα βολέψομε όπως-όπως τα μικρά, στενά μας συμφέροντα αδιαφορώντας παντελώς για το γενικότερο συμφέρον της χώρας ή της πόλης. Προς αυτούς τους τομείς εξαντλούμε και την τελευταία ικμάδα του σώματος και της ψυχής μας, όντας κατά βάθος πεπεισμένοι πως αυτή η χώρα δεν σώζεται με τίποτε. Λησμονούμε με επιτηδευμένη αφέλεια πως όταν θα βουλιάξει το καράβι, η μοίρα όλων των επιβατών θα είναι κοινή, απλά θα βουλιάξομε όλοι. Διότι, «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος»….
  Και τον καινούριο χρόνο – όπως και τους προηγούμενους- θα συντηρηθούμε με όμορφες, γλυκές αυταπάτες, ολόγλυκες είναι οι άτιμες, σαν μπακλαβάς με μπόλικο σορόπι. Τους επόμενους μήνες θα δούμε αν οι Έλληνες θα κλείσουν τα μάτια και θα συνεχίσουν να ονειρεύονται βυθισμένοι στη μακάρια αυταπάτη τους, ή αν θα μπορέσουν να βρεθούν σε εγρήγορση, σε επαφή με την πραγματικότητα. Ο καινούριος χρόνος προβλέπεται και αυτός – διατί να το κρύψωμεν άλλωστε- από κάθε πλευρά αδυσώπητος!


                      ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ

 Ο σοφότερος από τους φίλους μου αποφάνθηκε τελεσίδικα:
 -Είναι ένας ψυχαναγκασμός, όταν επιμένεις να μιλάς μόνο με μικρές φράσεις των δύο ή τριών λέξεων.
 -Το μικρό είναι όμορφο επέμεινα εγώ, κι ας με λες ψυχαναγκαστικό. Και η μικρή φράση επίσης, είναι όμορφη. Όμορφη και σαφής. Στη σύνθετη εποχή μας το κάθε τι απλό είναι δυσεύρετο είναι ουσία, είναι επίτευγμα. Σοφόν το σαφές. Το λακωνίζειν επίσης. «Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε», είπε ο ποιητής.
  Καλημέρα θλίψη. Καμιά σχέση με την κατάθλιψη. Εννοώ τη δημιουργική θλίψη. Τη θλίψη των στοχαστών και των ποιητών. Το χαμηλό πέταγμα πάνω από μια ήρεμη θάλασσα. Χωρίς έξαρση, χωρίς έπαρση.
  Καλημέρα ψυχαναγκασμέ. Καλημέρα σκέψη. Λατρεύω τη σκέψη γιατί με οδηγεί στην πράξη. Γαλήνη. «Γαλήνη σαν της Κυριακής, που λείπουνε όλοι». Ήχος εφημερίδας που διαβάζεται. Θέλω να μαθαίνω. Οφείλω να γνωρίζω όσο γίνεται περισσότερα. Η γνώση είναι η δύναμή μου. Με τη γνώση και μ’ ένα μαχαίρι διασχίζεις μια ζούγκλα. 
  Καλημέρα Ελλάδα. Το φως του εκτυφλωτικού ήλιου προσπαθεί να γεμίσει την άδεια σου πραγματικότητα. Όμορφη μα κουρασμένη. Μακριά νυχτωμένη. Κατά βάθος απογοητευμένη. Άλλο πρόσωπο κι άλλο προσωπείο. Καραβάκια, βρατσέρες σκούνες και μπρίκια διασχίζουν το γαλανό Αιγαίο. Σε κάποιο απ’ όλα, καραβάκι ορθόπλωρο μέσα, ταξιδεύει ο Οδυσσέας, που ακόμη προσπαθεί να φτάσει στην Ιθάκη. Σώνει και καλά στην Ιθάκη. Αιώνες τώρα αγωνίζεται να φτάσει στην Ιθάκη. Στην Πηνελόπη. Ψυχαναγκασμός κι αυτός!
   Αγέρας φρέσκος. Κυματάκι αφρισμένο. Πεισματωμένο και απρόβλεπτο. Γλάροι  λικνίζονται από πάνω. Λιμανάκι νωχελικό, ταχύπλοα σκάφη.  Μα μόλις πατήσεις το πόδι στο (οποιοδήποτε) νησί, τα χλωμά ξενυχτισμένα πρόσωπα των νέων σε πληγώνουν. Πρέπει οπωσδήποτε να τα δω. Είναι ψυχαναγκαστικό. Το ξέρω, και με πληγώνει. Όπου και να ταξιδέψεις η Ελλάδα σε πληγώνει. Και η πόλη μου με πληγώνει, (και ο Πρεβελάκης πια, τον πόνο μου δεν τον μερώνει).
  Καλημέρα Ευρώπη. Είσαι μια πολυτελής έπαυλη χωρίς θεμέλια. Κάνε τώρα σημειωτόν, για να μάθεις. Ψυχαναγκαστικό σημειωτόν. Φωνάξτε γρήγορα έναν ψυχολόγο. Η Ευρώπη με πληγώνει. Δεν θέλω μια Ευρώπη των βιομηχανιών. Θέλω μια Ευρώπη των λαών. Αναζητώ μια δημοκρατική Ευρώπη. Αναζητώ «μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία». Οι ηγέτες της Ευρώπης θα πρέπει να μιλούν με μικρές, σαφείς, κατανοητές προτάσεις, που να ανταποκρίνονται στις (ψυχαναγκαστικές;) απαιτήσεις των πολιτών.
  Το τζάμι είχε γεμίσει ηλιοβασίλεμα. Κατάκοπος έπεσα να κοιμηθώ. Το νανούρισμα είχε αναλάβει η Σελήνη. Στα όνειρά μου η βρύση του χωριού μου, κάτι αρχαίες πέτρες της Ελεύθερνας, η Όαξος, ο βασιλιάς Ετέαρχος κι η κόρη του η Φρονίμη….  


                  ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

  «Κλείσε την τηλεόραση να δούμε το φεγγάρι…». Οι στίχοι του τραγουδιού αποδίδουν με σαφήνεια και απλότητα αυτό που θέλω να πω. Λιγότερη τηλεόραση, λιγότερη αλλοτρίωση, λιγότερη ιδιοτέλεια, λιγότερη αποξένωση, περισσότερη ειλικρίνεια, και αξιοπρέπεια, περισσότερη αθωότητα.
  Στην Ελλάδα που μας απέμεινε, αυτό που πρέπει να περισώσομε είναι η αθωότητα. Πρέπει να καθορίσομε σαν βασική αξία της ζωής μιαν αθωότητα θεμελιωμένη πάνω σε επαναστατικές δυνάμεις που θα στοχεύουν στην ανατροπή του απαράδεκτου για τη συνείδησή μας κόσμου.
  Μα …τι έπαθα σήμερα;  Γιατί θέλω να δίνω συμβουλές; Δεν αισθάνομαι ούτε σοφός ούτε γέρων. Μπα, απλά μπούχτισα όπως έχετε μπουχτίσει κι εσείς. Πάνω και πίσω από κάθε εκδήλωση της καθημερινής ζωής διακρίνει κανείς την ιδιοτέλεια, τα συμφέροντα, την παντοδύναμη πλέον ελληνίδα διαφθορά (και διαμάντι στα δυο μπορεί να κόψει το μαχαίρι, φτάνει να είναι φτιαγμένο από συμφέρον).
  Εκτός από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, κάποιοι μας έχουν κλέψει και την αθωότητα, μας έχουν κλέψει την καρδιά του Σωκράτη, του Πλάτωνα, τον Έσπερο της Σαπφούς και τη ροδιά του Αρχίλοχου που άνθιζε στον κήπο μας μέσα. Μας έχουν μείνει, φοβούμαι, μόνο «ωραία ερείπια» και θέλω να ελπίζω πως μας έχει μείνει επίσης ο πυρήνας ο σπερματικός μας, ώστε να ελπίζομε πως με εκείνον «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι». 
  Ας τον αναζητήσομε λοιπόν αυτό τον πυρήνα το σπερματικό, μέσα στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου. Μέσα στις Ωδές του Κάλβου. Μέσα στους στίχους του Αρχίλοχου και στη μαγεία του Παπαδιαμάντη. Στο γιασεμί της πόρτας μας και στα φύλλα της ελιάς μας. Πρέπει να αγαπήσομε πάλι τη χώρα μας. Ο ανάπηρος δήμος, το διεφθαρμένο κράτος, πρέπει να γίνουν παρελθόν. Πρέπει να οραματιστούμε και να πορευτούμε προς μια καινούρια αθωότητα, ελληνική και παγκόσμια.




                                    FRANCESCO BAROZZI 
  Με θαυμασμό υποκλίνεται ο σύγχρονος αναγνώστης – διανοητής, στο γιγάντιο πνεύμα του βενετοκρητικού λογίου Φραγκίσκου Barozzi (1537-1604), τετρακόσια ακριβώς χρόνια μετά το θάνατό του. Τιμή και δόξα στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος που εξέθρεψε και κράτησε στην αγκάλη του αυτή τη μεγάλη αναγεννησιακή προσωπικότητα.
  Ο Φρ. Barozzi γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 9 Αυγούστου 1537 αν και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια οι ρίζες της οποίας φτάνουν στο απώτατο παρελθόν της Βενετίας. Υπήρξε διάσημος μαθηματικός, κοσμογράφος, γεωγράφος, φιλόσοφος και συλλέκτης. Φύση ανήσυχη και εκρηκτική, με σπάνιες ικανότητες και τόλμη, ο Barozzi αναμείχθηκε στα δημόσια πράγματα του γενέθλιου τόπου του εκπροσωπώντας κατ’ επανάληψη την κοινότητα του Ρεθύμνου ενώπιον των ανώτατων διοικητικών αρχών της Κρήτης και της Βενετίας σε κρίσιμες και για σημαντικά θέματα. Εργάστηκε με ζήλο στην προώθηση των συμφερόντων της ιδιαίτερης πατρίδας του, κερδίζοντας την εκτίμηση των κατοίκων αλλά και το φθόνο των πολιτικών του αντιπάλων.
  Είχε σχέσεις με τους σύγχρονούς του κρητικούς λογίους και ποιητές. Στην έπαυλή του στον Άγιο Κωνσταντίνο, μέσα σ’ ένα υποβλητικό περιβάλλον στολισμένο με κάθε λογής καλλιτεχνικούς και αρχαιολογικούς θησαυρούς και αρμονικά ενταγμένο στο φυσικό τοπίο, περνούσε ο Φραγκίσκος Barozzi τις πιο δημιουργικές ώρες του ασχολούμενος με τη συγγραφή, την φυσική φιλοσοφία, τα μαθηματικά ακόμη και τις απόκρυφες επιστήμες. Βρέθηκα πρόσφατα μέσα σε παλαιό, άριστα αναστηλωμένο σπίτι στον Άγιο Κωνσταντίνο, το οποίο εκτιμάται ότι ίσως να αποτελεί τμήμα της έπαυλης του Barozzi.
  Ανάμεσα στα ποικίλα γεγονότα της τρικυμισμένης, μυθιστορηματικής ζωής του περιλαμβάνεται η σύλληψη, η δίκη και καταδίκη του από την ιερά εξέταση (καλοκαίρι του 1587), ως μάγου και αποστάτη της χριστιανικής πίστης. Πλήρωσε γι αυτό χρηματική ποινή και αναγκάστηκε να αποκηρύξει δημόσια στην πλατεία του Αγίου Μάρκου τις ιδέες του, υφιστάμενος μεγάλη σωματική και ψυχική εξουθένωση.
  Ελάχιστοι συμπατριώτες μας γνωρίζουν την ύπαρξη του μεγάλου αυτού Βενετοκρητικού λογίου της Αναγέννησης, και άρα η πρόσφατη κριτική έκδοση του ανέκδοτου έργου του «Περιγραφή της Κρήτης» από τη Βικελαία  Δημοτική βιβλιοθήκη και τον καθηγητή Στέφανο Κακλαμάνη είναι πολύ καλή ευκαιρία. Ο ίδιος ο Στ. Κακλαμάνης σημειώνει: «Η ενασχόλησή μου με τον Φραγκ. Barozzi και το έργο του πηγάζει από την πεποίθηση ότι μορφές σαν κι αυτή συμβάλλουν αποφασιστικά στη βαθύτερη κατανόηση του κρητικού πολιτισμού κατά την περίοδο της Αναγέννησης, γιατί η σχέση τους με τις ιδεολογικές τάσεις και τα ιστορικά και πνευματικά γεγονότα που περιγράφουν στα κείμενά τους είναι στενότατη».
  Πάμε μια βόλτα στο όμορφο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος; Εκεί η ιστορία υπάρχει ζωντανή! Οι κάτοικοι θα μας δείξουν τη θέση «Μπουτσουνάρια» - ενάμισι χιλιόμετρο ανατολικά του χωριού - όπου κάποτε υπήρχε το ξακουστό περιβόλι και η περίφημη κρήνη του Barozzi. Ακόμη θα μας δείξουν την επιγραφή που κάποτε κοσμούσε την κρήνη αυτή. Θα προσπαθήσομε να μαντέψομε που βρισκόταν το σπίτι του μέσα στο χωριό, ενώ στο διπλανό Ζουρίδι ίσως ο Θωμάς να μας δείξει το οικόσημο  του Barozzi που βρίσκεται ακόμη εκεί. Η ιστορία μας περιμένει ζωντανή στον Άγιο Κωνσταντίνο, καθώς και το πνεύμα του μεγάλου Βενετοκρητικού που θα φτερουγίζει πάντα στ’ αγαπημένα σοκάκια του.



                ΟΙΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ


  Θαυμάζω πως, μέσα  στην απερίγραπτη χώρα μας, κάποια καλή μοίρα πάντα φροντίζει και βάζει την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση τον κατάλληλο άνθρωπο που έχει το σθένος να κάνει την υπέρβαση, και τελικά να φτάσομε σ’ ένα καλό αποτέλεσμα. Έτσι και πάλι, μια καλή μοίρα φρόντισε και βρήκε μια Κατερίνα, μέσα σε μια ωραία Αυλή της παλιάς πόλης – Αυλή των Θαυμάτων ας την ονομάσομε προς στιγμήν – και της έβαλε την ιδέα να σηκώσει το βάρος μιας εξαιρετικής διοργάνωσης. Σύμφωνα με το σενάριο, κορυφαίοι μύστες της τέχνης και των μυστικών του οίνου  θα αναλάμβαναν  να συνδέσουν τις έννοιες οίνος και πολιτισμός από την αρχαιότητα ως σήμερα. Η σύνδεση αυτή οδηγεί σε μια διαφορετική έκφανση και αντίληψη της ίδιας της ζωής, και κάνει τον κοινό θνητό με ένα απλό ποτήρι κρασί να αισθάνεται κι εκείνος μύστης. Να τι ακριβώς συμβαίνει.
   Η λέξη "οίνος" μαρτυρείται στην ελληνική γλώσσα ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους (στη γραμμική Β: wo-no, μεταγραφόμενο: Fοίνος). Υπάρχουν 128 λέξεις απλές ή σύνθετες που έχουν ως θέμα τη λέξη οίνος. Περίτεχνοι αμφορείς, κύπελα, κρατήρες, οινοχόοι, κάνθαροι φανερώνουν το ενδιαφέρον των προγόνων μας για το κρασί.
  Ο Διόνυσος ήταν ο εύθυμος θεός του οίνου, καρπός της ένωσης του Δία και της Σεμέλης, ενώ ο γιος του λεγόταν Οινοποίων. Οι αρχαίοι Έλληνες αγάπησαν το Διόνυσο και το κρασί, εκτιμώντας το γεγονός ότι τους βοηθούσε ανάλογα με την περίσταση να ξεχνούν τα βάσανα της ζωής, να έρχονται σε έκσταση ή να δημιουργούν ευχάριστη ατμόσφαιρα και κέφι στην συντροφιά. Το εκτιμούσαν λαός και άρχοντες, καθώς και οι φιλόσοφοι όλων -σχεδόν- των ρευμάτων, από τους Προσωκρατικούς και τους Ιδεαλιστές (Πλάτων, Σωκράτης κ.ο.κ.) μέχρι τους Επικούριους, ενώ και οι ποιητές δεν παρέλειψαν να το υμνήσουν. Η αμπελουργία είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα τέχνης, κυκλοφορούσαν δε και ειδικά βιβλία επί του θέματος. Από αυτό του Θεόφραστου, που σώθηκε ως τις μέρες μας, λαμβάνουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες, λόγου χάριν ότι οι Έλληνες (αντίθετα από τους Ρωμαίους) συνήθως καλλιεργούσαν το αμπέλι απλωμένο στη γη, χωρίς υποστηρίγματα -τεχνική που ακόμη και σήμερα είναι σε χρήση σε κάποιες περιοχές (Σαντορίνη). Οι Ελληνες γνώριζαν την παλαίωση του κρασιού και την άφηναν να γίνει σε θαμμένα πιθάρια, σφραγισμένα με γύψο και ρετσίνι.
  Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους μια μοναδική ποικιλία με μεγάλη ζήτηση και στην Ευρώπη καλλιεργούνταν μόνο στην Κρήτη. "Μαλβαζία" ήταν το μαγικό όνομά του υπέροχου κρασιού. Malvazia di Candia το είπαν οι Βενετοί, μαγεμένοι κι αυτοί, όταν ήρθαν κατακτητές της Κρήτης. Ήρθε ύστερα η Τουρκοκρατία και τα αμπέλια ερήμωσαν, κι η Μαλβαζία εξαφανίστηκε. Σήμερα δεν υπάρχει, σκεφθείτε, ούτε ρόγα.
  «Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του 21!», και πάει λέγοντας. «Τιμόθεε, ολίγον οίνον χρώ (πίνε), δια τον στόμαχόν σου και τας πολλάς σου ασθενείας», έγραφε ο Απ. Παύλος, και αναφερόταν ασφαλώς στις τρυφερές τανίνες του κρασιού. Άρτον και οίνον πρόσφερε ο Χριστός στους μαθητές στο Μυστικό Δείπνο. «Θεοτόκε, συ ει η άμπελος η αληθινή…», ψιθυρίζομε με κατάνυξη.
  Οίνος λυσιμελής και παυσίλυπος έρευσε άφθονος στη Αυλή της Κατερίνας εκείνο το βράδυ. Εικόνες από φρουτώδεις σταγόνες λιασμένου οίνου πήραμε μαζί μας  εμείς οι τυχεροί. Καλό Πάσχα.



               Η ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΜΑΣ
  Δεν είμαι ειδικός, δεν γνωρίζω από οικονομικά και παρόμοια. Διαθέτω μόνο (ελπίζω) τον κοινό νου. Αυτός ο κοινός νους λοιπόν, μου λέει πως ουδέποτε ως τώρα υπήρξε στον κόσμο παρόμοιο εκρηκτικό μείγμα: Μια κρίση οικονομική και οικολογική συγχρόνως. Χρηματοπιστωτική κρίση, ανεργία και ύφεση από τη μια, τεράστιο οικολογικό πρόβλημα από την άλλη.
 Το 29 υπήρχε μόνο το οικονομικό κραχ. Ο πλανήτης δεν βρισκόταν σε κίνδυνο, η κλιματική αλλαγή δεν απειλούσε το ανθρώπινο γένος. Σήμερα υπάρχουν και τα δυο μαζί. Η οικονομική κρίση πλήττει κύρια τους αδύνατους αλλά η οικολογική καταστροφή θα μας παρασύρει, δυνατούς και αδύνατους, όλους μαζί.  
  Η κοινωνία μας, παραπαίουσα ανάμεσα στην πολιτική μετριοκρατία και στις τηλεοπτικές ψευδαισθήσεις, βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στο τέλμα. Η μετριότητα, η μεγαλοστομία, η τυπολατρία και ο συντηρητισμός κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή και στο δημόσιο βίο. Η βαθύτατα συντηρητική ελληνική κοινωνία δείχνει εξαιρετικά δύσκολο να ξεκολλήσει από το μουχλιασμένο μοντέλο της. Ουσιαστική πολιτιστική ανάπλαση στηριζόμενη οικονομικά από το κράτος δεν υπάρχει. Το διαφορετικό δεν αντιμετωπίζεται σαν κοινωνικός πλούτος αλλά σαν δημόσιος κίνδυνος.
 Έλα όμως που εγώ δεν θέλω - μέρες που είναι - να σας κάνω την καρδιά περιβόλι.  Γι αυτό, διακινδυνεύω να σας δώσω μια διέξοδο: Το τρελό καρναβάλι. Τα μπαράκια. Τα φώτα της πόλης. Οι βόλτες στα στενά Ρεθεμνιώτικα σοκάκια  που γιατρεύουν πληγές. Αυτά τα σοκάκια τα δήθεν άψυχα, με την αύρα που αποπνέουν και με την ιστορία που κουβαλούν, οδηγούν τον περιπατητή σε στοχασμούς, σε αλληλουχίες και  συνειρμούς, στην αδιατάρακτη εσωτερική αρμονία της πολιτείας, και τελικά σε ψυχική ευφορία εξαίσια.
 Δε γίνεται αλλιώς, μονολογώ. Όλη αυτή η σωρευμένη διανόηση μέσα σ’ αυτά τα δρομάκια ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους πολιτισμούς κάτι θα δώσει, κάτι θα γεννήσει και κάθε τόσο μυστικά θα γεννά. Αποδέκτης όλης αυτής της σωρευμένης διανοητικής ενέργειας θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε δεκτικός, ευαίσθητος, στοχαστικός συμπολίτης αρκεί να περιδιαβαίνει σ’ αυτούς τους δρόμους με τα λαμπρά ονόματα: Οδός Κορνάρου, Νικηφόρου Φωκά, Μπουνιαλή, Σήφη Βλαστού, Μάρκου Ρενιέρη, Τσουδερών...

  Την ίδια γνώμη έχει ο ποιητής: «…βλέπομεν να ολοκληρούται και εις την πόλιν ταύτην, η ιδική της αρμονία. Μια αρμονία, μη υπακούουσα, μη υποτασσομένη εις καμμίαν ξένην προς τους βαθυτέρους της ρυθμούς νομοτέλειαν ή επιταγήν. Εναπόκειται εις ημάς, ή εις τους ευαισθήτους εξ ημών, να την κατανοήσωμεν και να την απολαύσομεν»(Ανδρέας Εμπειρίκος).