Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΚΑΛΛΕΡΓΗ

ΠΟΙΗΣΗ ΑΝΑΤΕΛΛΟΥΣΑ

Κάθε βράδυ
Καθώς ανατέλλει το φεγγάρι
Μαζί ανατέλλει και η Ποίηση.
Καταυγάζει τον ουρανό
Μ’ ένα φως πελιδνό
Συγκλονιστικό
Και να, αμέσως
Όλης της γης οι Μυημένοι
Ξεχνούν όλα τ’ άλλα
Πιάνουν μολύβι και χαρτί
Κι αρχινούν να γράφουν
Να γράφουν


Ελέγειο για μια πόλη
(Απρίλιος 2008)

Πέρασαν, έφυγαν για πάντα
εκείνα τα χρόνια
σαν καραβάκια λευκά στον ορίζοντα
χρόνια υπόκωφα
ανώφελοι, ανώδυνοι μήνες με γλεντοκόπι και χάχανα
στα καφενεία
παρέα με καλοκαιρινά φεγγάρια
στην ακρογιαλιά…
παρέα με παιδιά
που έπαιζαν ανέμελα στα ρηχά νερά
σε άσκοπες ακατάληπτες επαναλήψειςΟύτε μια λέξη
ούτε καν υπαινιγμός
για την πόλη μου
που βαριανάσαινε
αγκομαχούσε, υπέφερε
ξαπλωμένη ανάσκελα
δίπλα στη θάλασσαΚι όμως αυτή η πόλη
είχε κάποτε γνωρίσει τη δόξα
έχουν να λένε για το παρελθόν της
-περασμένα μεγαλεία-
για τους σπουδαγμένους στοχαστικούς ανθρώπους της
ντοτόρους, σπετσιέρηδες, γραφιάδες και παραμυθάδεςΚι όμως η πόλη
είχε κάποτε γνωρίσει τη δόξα
στη Μεγάλη Ρούγα
στη συνοικία της Κουερίνας
στη γειτονιά Σολέρο
στο Ρολόι
στη Φορτέτζα
σήμερα μόνο αναμνήσεις
σήμερα ξαπλωμένη ανάσκελα
αναμνήσεις βενετσιάνικες
θρύλοι ευγενικών παλικαριών
και ντελικάτων κοριτσιών
ευαίσθητων
με αρχοντιά με μουσική και ποίηση αναθρεμμένων
πέρα για πέρα και συνεχώς ερωτευμένων
πλημμυρισμένων από λαχτάρα για γαλανή θάλασσα
και για ηλιοβασίλεμα πίσω απ’ τη Φορτέτζα
ονόματα όπως Φιορέντζα, Φραγκίσκος, Ανεζίνα, Τζώρτζης
αντιλαλούσαν στις γειτονιές
Σήμερα πεσμένη ανάσκελα
δίπλα σε πλαστικές σακούλες
πλάι σε ανθρώπους ακαλαίσθητους
η πόλη πεσμένη ανάσκελα
δίπλα στη θάλασσα – την παρηγοριά της -
φορώντας κάτι γκρίζα παλιομοδίτικα ρούχα
που την κάνουν να φαίνεται
πιο γερασμένη από ποτέ
οι δέλφινες δεν την προστατεύουν πια
η Ροκκαία Άρτεμις δεν τη θυμάται.
Πόλη ταπεινωμένη
απ’ τα ίδια τα παιδιά της
τα γεννημένα από τη σάρκα της
παιδιά που σφυρίζουν αδιάφορα
βαριεστημένα
ο Γιάννης ο Γιώργης ο Κωστής ο Σταύρος
δεν φταίνε αυτοί
τους έχουν αφήσει στο σκοτάδι
κανείς ποτέ δεν θέλησε να τους εξηγήσει
κανείς ποτέ δεν τους είπε την αλήθεια
ή τουλάχιστον όλη την αλήθεια
Ο Γιάννης ο Γιώργης ο Κωστής ο Σταύρος
τους γνωρίζω
τους συγχωρώ
ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.



ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ

Τον αντίκρισα βράδυ, τον παππού το σεβάσμιο
Καθισμένο στου πάρκου του μικρού το παγκάκι
Η Πανώρια η πανέμορφη καθισμένη στο πλάι του
Κι η Ερωφίλη η άξια, δακρυσμένη λιγάκι

Ρεθεμνιώτικες θύμισες κολυμπούσαν στα μάτια του
Με κυράδες και ρήγισσες και βενέτικα μύρα
Του θεάτρου οι μάγισσες αλαλάζανε γύρω του
Με νταούλια και σήμαντρα, με λαγούτο και λύρα

Τη γνωρίζω, την ένοιωσα, την ξεχώρισα άξαφνα
Τη μορφή την απόμακρη του κυρ Γιώργη Χορτάτση
Απλωμένη μια θλίψη στο χλωμό του το πρόσωπο
Μια κι οι νέοι στον τόπο του, πια τον έχουν ξεχάσει! 


Αρμενίζοντας 

(Ο πλους ενός ελληνικού ιστιοφόρου στα νερά του Αιγαίου)

Ο θρίαμβος του ελληνικού καλοκαιριού ετοιμάζεται να ολοκληρωθεί νομοτελειακά μέσα στην κάψα του Ιούλη. Τα τρεχαντήρια, τα μπρίκια, οι σκούνες, οι βρατσέρες, οι φρεγάτες, οι κορβέτες, τα ιστιοφόρα, τα ταχύπλοα πλέουν στις θάλασσες και προσεγγίζουν τα νησιά, σαν τα μωρά που αναζητούν θηλή για να βυζάξουν. Και τα νησιά απλώνουν τις θηλές τους συναινετικά, για να βυζάξουν οι διψασμένοι τους χυμούς της καρπούζας και του σταφυλιού, τις ευωδιές της αυγής, της αχλαδιάς και του ηλιοβασιλέματος τα μύρα.
Με έναν παλιό πορτολάνο στα χέρια, αλίδρομος, ανέβηκα στο καράβι του πεπρωμένου μου. Πορτολάνος είναι το κείμενο που περιέχει οδηγίες προς τους ναυτιλλόμενους για να διευκολύνει τα ταξίδια τους από λιμάνι σε λιμάνι (πόρτο). Αλίδρομος σημαίνει ναυτικός. Έχω μάθει κι άλλα, πολλά ακόμη. Έμαθα τ’ άστρο της Ανατολής, τ’ άστρο της τραμουντάνας, τ’ άστρο του Αλμποράν, το Άλφα του Κενταύρου….
-Όσα είχες δικαίωμα να μάθεις τα έμαθες, είπε ο Φίλης.
Το ιστιοφόρο μου είναι άσπρο. Το χρώμα έχει σημασία. Πρέπει να ταιριάζει με το γαλανό της θάλασσας και να εμπνέει τους επιβάτες. Και τι επιβάτες! Μια παρέα σπινθηροβόλα πολύξερη και πολύχρωμη, με ελαφριά, παιχνιδιάρικη διάθεση, μαλλιά και πουκάμισα που ανεμίζουν στον αιγαιοπελαγίτικο άνεμο. Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα. Κάποιος απαγγέλλει στιχάκια:
Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω
Και πήδηξ’ ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ’ τη Σκύρο.
Στην πλώρη, νάτος πετιέται ο τελευταίος αμαρτωλός. Ο Καββαδίας, όρθιος κρατώντας ένα παλινώριο, καπνίζει. Συνεχώς κάτι μουρμουρίζει:
-Όρτσα τα πανιά! (Αυτό θα πει: στρέψε την πλώρη προς τον άνεμο).
-Όρτσα Νικόλα τα πανιά, τη φυγή κι εγώ γυρεύω.
Καθώς η ταχύτητα του μικρού ιστιοφόρου μεγάλωνε ολοένα, ένταση και ενθουσιασμός είχε κυριεύσει τους επιβάτες.
- Γιε μου που πας (μια κραυγή σπαραχτική έσκισε τον ορίζοντα).
- Μάνα θα πάω στα καράβια.
Ο Καββαδίας αποφάσισε ν’ απαγγείλει:
-Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μεσημέρι ο θρίαμβος του ελληνικού φωτός είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Εκτυφλωτικό και ασυγκράτητο το φως σαρώνει τα καταστρώματα του μικρού ιστιοφόρου, παίζει με τον αφρό των κυμάτων, φτάνει στ ου Αιγαίου τα νησιά, μπαίνει στα σπίτια των ψαράδων των οικοδόμων και των αγροτών κάνει το τραπέζι ν’ αστράφτει, το ψωμί να μοσχοβολά, τους ανθρώπους να ονειρεύονται:
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων ,
και θα πεθάνω μια βραδιά , σαν όλες τις βραδιές ,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων .
-Ο ήλιος είναι ο αντικατοπτρισμός της ύπατης γνώσης, είπε ο Φίλης.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό… Το ιστιοφόρο της φαντασίας μου συνεχίζει το ταξίδι του.
Το ίδιο θα συμβεί και σε σένα, ελεύθερε άνθρωπε, ελεύθερο πνεύμα. Η μοναξιά είναι ίδια παντού. Θα έρθει η ώρα λοιπόν που θα μπεις κι εσύ στο ιστιοφόρο σου. Η πεζή πραγματικότητα πάντα θα σε απωθεί κι η φαντασία πάντα θα σε κερδίζει. Τα καμώματα των μικρών ανθρώπων, των πολιτικάντηδων, των μωροφιλόδοξων, των λαοπλάνων των καιροσκόπων πάντοτε θα σε κάνουν ν’ αποστρέφεις το πρόσωπό σου. Θα επιβιβαστείς λοιπόν τελικά στο ιστιοφόρο της φαντασίας σου και θα σαλπάρεις…
«Να φύγω… Να φύγω…», θα μουρμουρίζεις διατρέχοντας τα καταστρώματα ξεμπετουργιασμένος και ξυπόλυτος. Καμιά φορά θα βλέπεις τον καπετάν Νικόλα να σου γνέφει με την τραγιάσκα. Με το ύφος του τ’ ονειροπόλο θα σε μαγεύει μην τυχόν και μετανιώσεις. Και καμιά φορά το βράδυ, ο ίδιος θα έρχεται στον ύπνο σου και θα σου μουρμουρίζει με τη βραχνή, μακρόσυρτη φωνή του:
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.