Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

                       Δίκαιος Λόγος

1.                ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ
                                       
   Όπως ακριβώς μια νεαρή πιανίστρια καθισμένη στο πιάνο της μπορεί με τ’ ακροδάχτυλά της ν’ αναπαράγει και να ζωντανέψει  τα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση του μουσουργού, έτσι ώστε ο μουσουργός μέσα από τα δάχτυλα της πιανίστριας να περνά κατ’ ευθείαν στην Αθανασία, έτσι κι ένας ευαίσθητος νέος ή νέα που περνοδιαβαίνουν στα σοκάκια της όμορφης παλιάς πολιτείας μας μπορούν με τη φαντασία και την ενόρασή τους να ζωντανέψουν την περασμένη ζωή αυτής της πολιτείας, τους αρχιτέκτονες που τη χτίσανε, τις καντάδες, τα γλέντια, τις αγωνίες και τις συμφορές που τη σημαδέψανε, παραδίδοντας έτσι την πολιτεία αυτή στην ιστορία.
  Ας μη μας παραξενεύει λοιπόν που κάποιοι νέοι ευαίσθητοι, συνηθίζουν να βγαίνουν στους υγρούς δρόμους της πόλης κάποιες αφέγγαρες χειμωνιάτικες νύχτες τυλιγμένοι στα επανωφόρια τους, και – όταν πια όλοι οι κάτοικοι θα έχουν κοιμηθεί – εκείνοι τραγουδούν ή σφυρίζουν παλιά κρητικά τραγούδια: «Σαν είχες άλλη στην καρδιά, τι μ’ ήθελες εμένα…». Ορίζω δε ως ευαίσθητους νέους εκείνους που σήμερα, έτος 2005, είναι ικανοί ν’ ακούσουν τη φωνή του μουεζίνη ν’ αντηχεί απ’ τον μιναρέ Νερατζέ, ή ακόμη ν’ ακούσουν το σφύριγμα του «Αγγέλικα» καθώς αναχωρεί απ’ το λιμάνι ή ακόμη να διακρίνουν μέσα από το σφύριγμα τ’ ανέμου … λόγια του Φραγκίσκου Barozzi καθώς εκφωνεί τον εναρκτήριο λόγο του στην ακαδημία των Vivi, μέσα στη Loggia στις 4 Ιανουαρίου 1562: «E questa e lorigine della presente nostra Academia…»
  Ρέθυμνο, η όμορφη παλιά πόλη. Όχι μόνο η πολιτεία της ανοχής, αλλά και η πολιτεία της φυγής. Η πατρίδα κάθε μοναχικής ψυχής. Η πατρίδα της Μοναξιάς. Ίσως δεν είναι τυχαίο πως ένα μήνα πριν να γράψει το «Χρονικό μιας Πολιτείας» ο Παντελής Πρεβελάκης (τον Απρίλη του 1937), τελείωνε το δράμα του «Μοναξιά» (το Μάρτη του 1937).
  Έχομε λοιπόν να κάνομε με μια πολιτεία για ρομαντικούς και φευγάτους. Σ’ όλους αυτούς αρέσει να βυθίζονται στην αγκαλιά της πολιτείας τους όχι μόνο τις μέρες του καλοκαιριού, αλλά και το χειμώνα. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως μόνο στα βάθη του χειμώνα μπορείς να αισθανθείς το καλοκαίρι που υπάρχει μέσα σου. Σ’ όλους αυτούς τους ρομαντικούς λοιπόν αρέσει να περιδιαβαίνουν στα στενά σοκάκια της, (στα φυλλοκάρδια της), και να μαντεύουν την ιστορία τους. Τους εξάπτει τη φαντασία η ψευδαίσθηση πως μπορεί να αισθανθούν το βλέμμα και την αύρα του Χορτάτση ή του Μπεργαδή, ή ακόμη του Μπουνιαλή του Τζάννε. Κατευθύνονται προς τη συνοικία της Κυρίας των Αγγέλων εκεί που κάποτε κατοικούσαν οι περισσότεροι Βενετοί ευγενείς. Προς τη συνοικία Σκιέρο, κάπου στη Σωχώρα. Προς την συνοικία της Κουερίνας, του Σκορδίλη, προς το Σολέρο. Στην οδό Τσάρου, προσπαθούν να μαντέψουν πιο ήταν το μαγαζί του Κυρ Ιωάννη του Κόνσολα με το κεντημένο σταυρογέλεκο, και την πραμάτεια με τη μαστίχα, τη ζαφορά, τα μυρόλαδα και τα ροδοστάματα.
-Να μπορούσα λέει με κάποιο τρόπο να ξανάβρισκα την πέννα του Χορτάτση… Να έγραφα με την πέννα Του, μονάχα λίγες λέξεις … «Οϊμένα  Ερωφίλη μου…». Να την κρατούσα φυλαχτό για όλη τη ζωή μου, μονολογεί ο πιο ονειροπαρμένος της παρέας.
  Τότε ακριβώς ακούγονται σαν αχός, σαν αντίλαλος ή σαν σφύριγμα του ανέμου οι στίχοι του Πρεβελάκη:
-Καλό η ψυχή των άγουρων να θρέφεται απ’ το μύθο,
Αντρειά να παίρνουν κι ορμηνιά, να δροσερεύει ο νους τους
Σαν το κορμί που χαίρεται νερό απ’ το χαλκοστάμνι…


                 ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ

                                                      
     Αξίζει ν’ αγαπά κανείς το Γενάρη, έστω για τις λαμπερές, φωτόλουστες, ξάστερες νύχτες του. Ίσως δεν είναι και πολλές οι ξάστερες νύχτες αυτό το μήνα, αλλά όταν τυχαίνουν… Τότε, βγείτε γρήγορα στο μπαλκόνι και θαυμάστε! Η νύχτα γίνεται μέρα. Η Σελήνη η νυκτίδρομος, η φωτοφόρα, η φιλάγρυπνη,  εκπέμπει ένα φως τόσο έντονο όσο σε καμιά άλλη χρονική περίοδο. Ένα φως παθοκτόνο, που λούζει και επικαλύπτει τις επιφάνειες, ταράτσες, δρόμους, πλατείες, κίονες, αγάλματα, αρχαία θέατρα, ναούς.
   Βγείτε και θαυμάστε ένα διαφορετικό φως. Το όνομα της Σελήνης δηλώνει το σέλας, το φως. Όχι το άπλετο φως του πρωινού, αλλά τον ηδύ, διάφανο φωτισμό της νύχτας, της νύχτας του Γενάρη προπάντων.
   «Α, οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού…», έγραψε ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ατενίζοντας τη Σελήνη μέσα απ’ το παράθυρο του στην Αλεξάνδρεια.
  Ας μην ψάχνομε την επιστημονική ερμηνεία του φαινομένου. Άλλωστε αυτό το φως, αντιστέκεται σε κάθε περιγραφή, σε κάθε ερμηνεία. Δεν περιγράφεται, απλά υπάρχει. Αρκεί να δούμε τη Σελήνη την παντεπόπτρια  όπως το είδε η Σαπφώ από μια παραλία της Λέσβου. Η Σαπφώ αποκαλούσε τη Σελήνη «Σελάνα»! Ελάχιστη διαφορά, για τα χιλιάδες χρόνια που έχουν περάσει από τότε. Σχεδόν απαράλλαχτη έφθασε η λέξη σ’ εμάς. Το ίδιο ατόφιος έφθασε ως εμάς και ο αρχαιοελληνικός μύθος του Ενδυμίωνα.
  Ο Ενδυμίων ήταν, λέει, ένας νέος  πολύ όμορφος. Μία σκιά σκοτείνιαζε πάντοτε το ευγενικό του βλέμμα, σαν να είχε γεννηθεί με το σημάδι της Σελήνης το οποίο προμηνούσε το μεγάλο έρωτα που θα καθόριζε τη ζωή  του. Η Σελήνη τον είδε μία νύχτα να ονειροπολεί σε έναν δρυμό της Ηλείας. Θα πρέπει να ήταν Γενάρης. Τον ερωτεύθηκε με όλο το νυχτερινό πάθος της, μα επιθυμώντας να τον κρατήσει παντοτινά δικό της, του χάρισε τον αιώνιο ύπνο και την αιώνια νεότητα. Ο Ενδυμίων κοιμάται έκτοτε μέσα σε ένα σπήλαιο, αλλά κάθε νύκτα η Θεά Σελήνη στέλνει τις αχτίδες της να τον ξυπνήσουν και αμέσως ενώνεται μαζί του με έναν τρόπο που ούτε οι σύγχρονοι ούτε οι ποιητές καιρών αλλοτινών μπόρεσαν ποτέ να περιγράψουν. Ο συμβολισμός του μύθου παραπέμπει στη ρομαντική αγάπη και στους ονειροπόλους ανθρώπους, εκείνους οι οποίοι αρέσκονται να ονειρεύονται και να μελαγχολούν στο σεληνόφως ατενίζοντας τη μακρόπεπλη, ελικόδρομη, την πάντα μυστηριώδη Σελήνη, τη στιγμή ακριβώς που εκείνη περισυλλέγει εντός της όλους τους απολεσθέντες έρωτες και όλους τους ανεκπλήρωτους πόθους αυτού του κόσμου.



                                  ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ
                                           
   Ο νεαρός άντρας μάζεψε τα χαρτιά του, έκλεισε με ανακούφιση τους φακέλους του  και μ’ ένα βαθύ «ουφ» βγήκε απ’ το γραφείο.
 -Καλό Σαββατοκύριακο, του ευχήθηκαν οι συνάδελφοι της υπηρεσίας του καθώς έβγαινε από την πόρτα. Ανταπέδωσε την ευχή και βγήκε στο δρόμο. Ουφ, επιτέλους.   Ο Λεωνίδας αγαπούσε τη δουλειά του, ήταν ευσυνείδητος υπάλληλος, μα ως εδώ. Το Σαββατοκύριακο ήταν το μεγάλο φωτεινό διάλειμμα της ζωής του. Μια αχτίδα φωτεινή, ένα ουράνιο τόξο. Ολόκληρη την εβδομάδα αυτό σκεφτόταν.
  Στο σπίτι τον περίμενε η μικρή του οικογένεια. Η Μαργαρίτα, η γυναίκα του, μια κοπέλα που ήξερε να χαμογελά, κι ο μικρός -δυο χρονών- γιος του.
  Ο Λεωνίδας ήταν ένας «υποψιασμένος» άνθρωπος με αρκετά ενδιαφέροντα. Του άρεσε το ποδόσφαιρο και ο κλασικός αθλητισμός (παλιός αθλητής ο ίδιος). Του άρεσε ο κινηματογράφος, διάβαζε και κανένα βιβλίο. Καθόλου δεν αδιαφορούσε για τα πολιτικά. Η ιδεολογική του τοποθέτηση ήταν κάπου μέσα στην αριστερά. Πίστευε πως η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο είναι πέρα για πέρα άδικη και θα πρέπει να σταματήσει. Πίστευε πως στο σύστημα της ελεύθερης οικονομίας πρέπει να υπάρχουν όρια.
 Είχε μπόλικα όνειρα κι ελπίδες ο Λεωνίδας μα τι να το κάνεις… Δυσκολευόταν να τα φέρει βόλτα με τη μικρή του οικογένεια. Όλα ήταν δύσκολα. Τι να σου κάμει κι ο μισθός.
  Εκείνο το απόγευμα μετά το φαγητό ένοιωθε να νεύρα του τεντωμένα. Η ένταση έκανε τα δάχτυλα να παίζουν και τα χείλη να συσπώνται. Ξαφνικά πήρε την απόφαση:
 -Θα πάω για ψάρεμα!
  Αγαπούσε το ψάρεμα Τον βοηθούσε να χαλαρώσει, να συγκεντρωθεί, να σκεφθεί. Σε πολύ λίγο βρισκόταν κοντά στ’ αγαπημένα του βραχάκια με όλα τα σύνεργα, καλάμι και τα λοιπά. Δεν τον ένοιαζε καθόλου αν θα πιάσει ψάρια. Τον ένοιαζε το απέραντο γαλάζιο δίπλα και γύρω του. Μάντευε την ευτυχία των ψαριών που κολυμπούσαν στο βυθό και συμμετείχε σ’ αυτήν. Η αέναη κίνηση της επιφάνειας του νερού τον φόρτιζε με μιαν ανεξήγητη χαρά. Σ’ αυτή την επιφάνεια ισορροπούσαν τα συναισθήματα και η ζωή του. Εδώ μπορούσε να σκεφθεί. Να βάλλει σε τάξη τις σκέψεις του. Όλα στον έξω κόσμο έτρεχαν τόσο γρήγορα που τον κούραζαν. Ούτε λαπ-τοπ ούτε εσ-εμ-ες ούτε τίποτα. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το νοιώσει ούτε η Μαργαρίτα. Το απέραντο γαλάζιο ήταν η ανεκτίμητη περιουσία και το καταφύγιό του. Ένοιωθε τη φύση γύρω του σα μια μεγάλη μητέρα να του το προσφέρει απλόχερα. Ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε. Ανήκε ολοκληρωτικά στη φύση, στην πλατιά θάλασσα.  Είχε σ’ αυτήν παραδοθεί και ένοιωθε μαζί της πλήρης. Πλήρεις, ευλογημένοι και τυχεροί είναι και όσοι μπορούν να κάνουν το ίδιο με το Λεωνίδα.




      ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ’ ΑΣΤΡΑ

                                                 
  Από την πρώτη στιγμή που ο πρωτόγονος πρόγονος-άνθρωπος σήκωσε το κεφάλι και περπάτησε όρθιος, αμέσως βύθισε τα μάτια του στο απέραντο γαλάζιο και ατένισε τον γεμάτο υποσχέσεις ουρανό. Έτσι ξεκίνησε η ερωτική  σχέση του ανθρώπου με το σύμπαν. Κι από τότε, κάθε φορά που ο άνθρωπος θα νοιώσει τρόμο και απελπισία μέσα στη μοναξιά του, αμέσως θα σηκώσει το βλέμμα ψηλά στον ουρανό ψάχνοντας για παρηγοριά. Τα μάτια του, διψασμένα θα ψάχνουν ολοένα στις ανέφελες νύχτες ν’ αναγνωρίσουν αστέρια, να μετρήσουν, να φανταστούν , να κάνουν τα πιο τρελά όνειρα για άλλους πολιτισμούς, για άλλα νοήμονα όντα.
  -Σκέψου για μια στιγμή Θωμά. Εκατό ως διακόσια δισεκατομμύρια άστρα έχει λέει ο γαλαξίας μας. Εκατό δισεκατομμύρια γαλαξίες περίπου έχει το σύμπαν. Μέσα σ’ αυτή την απεραντοσύνη και το χάος, ο κακόμοιρος ο ανθρώπινος εγκέφαλος προσπαθεί να καταλάβει, να συλλάβει, να προλάβει τα μεγέθη…. Αλλά πως, ο δύστυχος! Εύκολο είναι; 
  -Για μένα, υπάρχει κάτι άλλο ακόμη πιο σημαντικό, απάντησε ο Θωμάς. Σκέψου για μια στιγμή τι είσαι συ, τι είμαι εγώ, τόσο μικροί μέσα σ’ αυτό το ασύλληπτο και αδυσώπητο σύμπαν. Μια κουκίδα ελάχιστη μόνο είμαστε, μαζί με ολόκληρη την περιουσία μας, τις φωνές, τις γκρίνιες, τα πάθη και τα νάζια μας.
  -Φαντάσου τώρα εσύ, του λέω, πως είσαι κάπου στην Ελλάδα του έτους 150 π.Χ. Ένα παιδί κάθεται κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό και  μετράει τ’ άστρα. Το λένε Ίππαρχο, και μέλλει να εξελιχθεί σ’ ένα εκπληκτικό αστρονόμο σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Ίππαρχος ο Νικαεύς λοιπόν θα μετρήσει την απόσταση από τη Γη στη Σελήνη, θα συντάξει έναν πίνακα 1022 αστέρων, ορατών από την Αλεξάνδρεια, θα τα κατατάξει σε 49 αστερισμούς και θα υπολογίσει τη διάρκεια του έτους καθώς και του σεληνιακού μήνα με ακρίβεια εκπληκτική!  
  -Φαντάσου τώρα κι εσύ με τη σειρά σου ένα άλλο παιδί, τον Αρίσταρχο σε μια ακρογιαλιά της Σάμου, να θαυμάζει τον ουρανό, να μετρά κι εκείνο άστρα,είπε με έξαψη ο Θωμάς. Όταν θα μεγαλώσει,  γύρω στα 250 π.Χ. θα γράψει το έργο "Περί των Αποστάσεων και Μεγεθών Ήλιου και Σελήνης". "Αρίσταρχος ο Σάμιος υποτίθεται τα μεν απλανέα των άστρων και τον ήλιον μένειν ακίνητα, τα δε γαν περιφέρεσθαι περί τον ήλιον κατά κύκλου περιφέρειαν".
  -Εσύ Θωμά, συνηθίζεις να παρατηρείς τον ουρανό τα βράδια;
  -Ναι, κι έτσι ταξιδεύω μαζί με τους ελληνικούς μύθους για τον ουρανό και τα αστέρια. Η Σελήνη ας πούμε, η κόρη του Υπερίωνα, που πήγαινε να βρει κάθε βράδυ τον αγαπημένο της Ενδυμίωνα, στις πλαγιές του βουνού Λάτμου, κοντά στη Μίλητο της Μ. Ασίας. Στο τέλος της νύχτας έτρεχε να κρυφτεί στα νερά του Ωκεανού. Άλλοτε πάλι θαρρώ πως βλέπω στην κορυφή του ουρανού την Ουρανία, τη μούσα της Αστρονομίας να ταξιδεύει. Με μαγεύουν τα υπερφυσικά ονόματα των αστερισμών. Ο Περσέας, η Ανδρομέδα, ο Κηφέας, ο Σκορπιός, ο Δράκος. Μέσα σ’ αυτό το τεράστιο θέατρο, νοιώθω ασήμαντος ηθοποιός, διάττων αστέρας, ένα τίποτα, που κάποια νύχτα θα κάνει μια ευχή, θα πει «καληνύχτα» και θα χαθεί.




                            ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ

  Είχε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο μέρος της καρδιάς και δυο αποδημητικά αγριοπούλια  για μάτια, που όλο προσπαθούσαν να πετάξουν κατά το νοτιά κι όλο γυρίζανε πίσω. Ζούσε μια ζωή απλή και μοναχική και τον λέγανε Κοσμά. Νέος ευθυτενής, ίσαμε είκοσι οχτώ ετών ο Κοσμάς, στοχαστικός, λακωνικός και λιγόλογος. Του κόσμου όλου η απλότητα κι η ανθρωπιά είχανε χωρέσει στο βλέμμα και στο χαμόγελό του.
  Δεν είχε μόρφωση καμιά, μόνο αγαπούσε τα πουλιά. Τα πρωινά  κελαιδίσματα ήταν για τον Κοσμά ένας παγκόσμιος ήχος που  μπορούσε περίπου να μεταφραστεί κάπως έτσι : «υπάρχει ακόμη ελπίδα γι αυτή τη γη». Στο σπίτι του είχε μεγαλώσει με αρχές: Εργατικότητα, ανθρωπιά, δημοκρατία.
  Με τη γειτονοπούλα του την Ελπίδα, τα πήγαινε καλά. Της τηλεφωνούσε συχνά:
-Έλα. Θα βάλω ν’ ακούσομε τον καινούριο δίσκο της Σούλας. Θα σου διαβάσω κι ένα ωραίο κομμάτι απ’ τον Καζαντζάκη. Είχανε κι οι δυο αδυναμία στον Καζαντζάκη.
  -Το Σεφέρη δεν τονε πολυκαταλαβαίνω, μα ο Καζαντζάκης κρατεί την καρδιά μου αλυσοδεμένη, έλεγε η Ελπίδα.
  Ο Κοσμάς διάβαζε μεγαλόφωνα για ν’ ακούει κι κείνη: "Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκομαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. Δύσκολο πολύ να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου»". Μεγάλες κουβέντες είναι τούτες του Καζαντζάκη, μονολογούσε, και το βλέμμα του στο κενό.
  Είχε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο μέρος της καρδιάς και μικρές γαλανές ελπίδες στ’ ακροδάχτυλα. Αγαπούσε την πόλη του, αλλά πως;  Με μιαν αγάπη άδολη, χωρίς υπολογισμούς, συμφέροντα ή ανταλλάγματα. Δεν είχε (προς το παρόν) μολυνθεί απ’ το μικρόβιο της αρχομανίας. Δεν ονειρευόταν  να γίνει δήμαρχος, μήτε σύμβουλος μήτε μυστικοσύμβουλος (άδολη καρδιά, ένα κόκκινο γαρύφαλλο). Δεν ονειρευόταν να διορίσει το σόι του σε κάποιες υπηρεσίες. Ήθελε μόνο να βλέπει την πόλη του να προκόβει κι αυτό δεν ήταν πια καθόλου φανερό.
   -Όπου πάω κι ένα λάθος με τυραννά, όλη η ζωή μου ένα λάθος, εκμυστηρεύτηκε μια μέρα στην Ελπίδα. Ζω σε λάθος πόλη, ή σε λάθος εποχή. Βλέπω την πόλη μου, τη χώρα μου, να φθίνουν και να χτικιάζουν χωρίς να μπορώ να προσφέρω βοήθεια.  
  Άλλοτε πάλι, έχοντας ένα κλαδάκι ρίγανη στην άκρα των χειλιών, ο Κοσμάς διάβαζε στην Ελπίδα κάποιους απ’ τους 3205 στίχους  της «Ερωφίλης». Μαζί με την Ελπίδα, την Ελένη, τη Φωτεινή συζητούσαν για τον κόσμο που έρχεται, έχτιζαν το μέλλον με τα όνειρά τους.
  - Το μέλλον έρχεται κι εμείς; Τι κάνουμε εμείς; Πρέπει τα όνειρα να γίνουνε πράξη. Πρέπει να περάσομε από τη βιομηχανική εποχή στην καινούρια εποχή της πληροφορίας και της πρόσβασης. Πρέπει να βοηθήσομε τον άνεργο νέο και τον απόμαχο της ζωής, τον άπορο και τον ανήμπορο πολίτη.

  Είχε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο μέρος της καρδιάς και τη βεβαιότητα της ματαιότητας στην έκφραση του προσώπου του. Μόλις είχε κλείσει την εφημερίδα. «Μάταια, όλα μάταια, αυτή η χώρα βρίσκεται στο κόκκινο. Κι όμως αυτή η χώρα πρέπει να πάει μπροστά, πρέπει να φύγει από την αυταπάτη….» σκέφτηκε φωναχτά και στάθηκε να δει το ηλιοβασίλεμα. Ένα κόκκινο γαρύφαλλο  πυρπολούσε τον ορίζοντα, κάνοντας άλλους να ονειρεύονται  κι άλλους απλά να ατενίζουν έκπληκτοι,  το θαύμα. 



               ΒΡΑΔΙΕΣ  ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
                                                      
   Ήταν μια μεγάλη, χαρούμενη συντροφιά και μιλούσαν Ελληνικά (τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική).
  Ήταν η νύχτα προχωρημένη, έναστρος ο ουρανός και η συντροφιά, αγόρια και κορίτσια, καθόταν κυκλικά στην αμμουδιά, σε μια από τις αμμουδιές μας (…στις αμμουδιές του Ομήρου).
  Ψηλά στον ουρανό, ο μέγας μυστικός συμβουλάτορας όλων των νυχτερινών υπάρξεων, το φεγγαράκι…(χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά).
   Στη μέση μια μεγάλη φωτιά έκαιγε θερμαίνοντας την ψυχή και το σώμα τους (φωτιά, ωραία φωτιά).
  Κάθε τόσο έριχναν κούτσουρα (μη λυπηθείς τα κούτσουρα, μη φτάσεις ως τη στάχτη).  
  Ήταν νέοι, αγόρια με γυμνά μπράτσα και κορίτσια με λυτά μαλλιά (χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο).
 Ο κήπος της καρδιάς τους έφτανε ως τη θάλασσα (ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα).
 Κοιτάζοντας προς τη θάλασσα, ο καθένας έφερνε στο νου την Ιθάκη του (πάντα στο νου σου να χεις την Ιθάκη).
  Η καρδιά τους όμως ήταν ριζωμένη στην πόλη. Όποτε περνούσε ένα πλοίο καθόταν και το χάζευαν (δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό).
  Είχαν μαζί τους μια κιθάρα και κάθε τόσο έπιαναν το τραγούδι (ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγο).
  Όταν το τραγούδι τύχαινε λυπητερό, μπορεί και να κυλούσε κάποιο δάκρυ (άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ).
  Άλλα τραγούδια πάλι τους ξυπνούσαν τα ξεχασμένα τους όνειρα (χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα).
  Κάποιοι έγραφαν λέξεις πάνω στην άμμο. (πάνω στην άμμο την ξανθή γράφαμε τ’ όνομά της).
 Αποχαιρετούσαν για πάντα την ανέμελη ζωή, τα πρώτα χρόνια της νιότης (αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις)
…………………………………………………………………………………………
   Αναμνήσεις από τη Ρεθεμνιώτικη αμμουδιά, βραδιές του Αυγούστου. (χρόνια που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά).
 
 

    
        ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ
                                            
   Είμαι ένας απλός οδηγός λεωφορείου. Είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά μου και δε ζήτησα ποτέ κάτι περισσότερο. Ούτε χρειάστηκε να παρακαλέσω κανέναν  για διορισμό, μονιμοποίηση και τέτοια. Ούτε γουστάρω να παρακαλέσω για «μετεγγραφή» του κανακάρη μας στο πανεπιστήμιο, κι ας λέει η γυναίκα μου.
  Μ’ αρέσει η δουλειά μου, κι ας είναι το λεωφορείο μου παλιό και ντεμοντέ.
Μ’ αρέσει που οι επιβάτες μπαίνουν μέσα, κι εμπιστεύονται τη ζωή τους στα χέρια μου. Εγώ σέβομαι τη ζωή των επιβατών μου. Τα δίνω όλα για την ασφάλειά τους. Σφίγγεται η καρδιά μου καθώς σκέφτομαι τα παιδιά που χάθηκαν σ’ εκείνο το λεωφορείο, στο πέταλο του Μαλιακού. (Νταλικέρηδες όλης της Ελλάδας, έλεος! Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά, με γκάζια και με μαγκιά δεν πάμε στην Ευρώπη). Μαθητές όλης της Ελλάδας, ενωθείτε ενάντια στα συμφέροντα, γιατί περί αυτών πρόκειται. Δεν είμαι εντελώς βέβαιος πως θα νικήσετε, αλλά αξίζει ο αγώνας.
  Έβαλα στο εσωτερικό του λεωφορείου μου την επιγραφή που βάζανε παλιά
                      «ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ».
  Εκτός από τους λόγους ασφαλείας, εγώ θέλω να μ’ αφήνουν απερίσπαστο και  βυθισμένο στον κόσμο μου, στις σκέψεις μου, στους συνειρμούς μου!  Παρατηρώ –καθώς οδηγώ- τους πεζούς στο δρόμο, στις διαβάσεις, στη στάση, αυτούς που μπαίνουν στο λεωφορείο. Οι μητέρες με τα παιδιά, οι νέες και οι νέοι, οι μαθητές, οι ηλικιωμένοι, τα ζευγάρια. Παρατηρώ τις κινήσεις, τη συμπεριφορά, τις αντιδράσεις τους. Σχεδόν μπορώ να μαντέψω που πάνε, από πού έρχονται, τι γεγονότα προηγήθηκαν.   Παρατηρώ τις συζητήσεις των επιβατών. Απ’ τα λεγόμενα μαντεύω τους χαρακτήρες τους, ακόμη και τις πολιτικές πεποιθήσεις τους. Αυτό με συναρπάζει. Αισθάνομαι σαν ένας επαγγελματίας ψυχολόγος ή μάλλον ένας ψυχολόγος-οδηγός. Πρωτότυπο, ε;
  Το λεωφορείο μου είναι …πολλαπλών χρήσεων. Μπορώ μ’ αυτό να ταξιδεύω στο χρόνο και στη φαντασία. Εκτός από τα συνηθισμένα καθημερινά του δρομολόγια, μπορεί άριστα να κάνει διαδρομές στ’ όνειρο και στη φαντασία. Να ζει κανείς και λίγο με τη φαντασία του, να ονειρεύεται, ή να κάνει μια βουτιά στο παρελθόν, στις αναμνήσεις, δεν το θεωρώ περιττό ούτε ανόητο. Η φαντασία συμπληρώνει τη ζωή και είναι κάτι σαν δικλείδα ασφαλιστική. Μας γλιτώνει από την υπερχείλιση ή την έκρηξη, έτσι μου φαίνεται εμένα, παρ’ όλο που, επαναλαμβάνω, είμαι ένας απλός οδηγός λεωφορείου…
 Έτσι λοιπόν, μερικές φορές το λεωφορείο εκτελεί χρέη υπερπόντιου οχήματος και με ταξιδεύει σε φανταστικά μέρη εξωτικά, στο Μαδράς, τη Σιγκαπούρη τ’ Αλγέρι, τη Μπατάβια, στα ίδια εκείνα μέρη που συνήθιζε να ταξιδεύει ο μέγας ποιητής  Νίκος Καββαδίας. Άλλοτε πάλι ταξιδεύω με τη φαντασία μου σε χώρες που υποφέρουν, να σαν το Ιράκ ας πούμε. Αυτό το κάνω σαν φόρο τιμής από ένα απλό άνθρωπο προς ένα  λαό που ζει στη δυστυχία και στην εξαθλίωση.

  «Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά, και να’ χεις των αναχωρήσεων τη μανία…» έγραψε ο ίδιος ποιητής. Βρίσκω πως μου ταιριάζει εμένα αυτό. Γι αυτό μ’ αρέσει η δουλειά μου. Αναχωρήσεις, αφίξεις, δρομολόγια, ταξίδια  συνεχώς, το λεωφορείο γεμάτο με μαθητές, με χαρούμενες φωνές, πάντα με σεβασμό στη ζωή του επιβάτη. Η ζωή είναι ωραία! 



                                
                            ΒΟΤΣΑΛΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ
                                 
   Φίλε παλιέ και συντοπίτη μου, γείτονά μου καινούριε, γειτόνισσα και γειτονοπούλα μου, πολίτες του κόσμου που κατοικείτε σ’ αυτή τη μικρή αλλά παγκόσμια πια πολιτεία, σας χαιρετώ με κοντομάνικο πουκάμισο και κοντό ναυτικό παντελονάκι. Έμαθα πως σας αρέσει το καλοκαίρι το ελληνικό, και αποφάσισα να σας βοηθήσω ν’ αναλύσετε αυτό το καλοκαίρι στα δομικά στοιχεία του: Ο ήλιος, o γιαλός, τα ζεστά μεσημέρια, τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα, τ’ ολόγιομο φεγγάρι, το γιασεμί, τα βότσαλα. Αυτά είναι τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται το ελληνικό καλοκαίρι.
  Προσέξτε τώρα τα μικρά, ασήμαντα, αστραφτερά βότσαλα. Λάτρης του μικρού και τ’ ασήμαντου εγώ, περισσότερο μ’ αρέσει για τα βότσαλα να μιλήσω, γι αυτά τα μικρά κομμάτια της αιωνιότητας που επί εκατομμύρια χρόνια συνεχίζουν να λειαίνονται στα βάθη των θαλασσών, για να πάνε να κουρνιάσουν τελικά σε κάποιο κρυφό ελληνικό περιγιάλι.
  Βότσαλα παράγει ο ντουνιάς απ’ την πρώτη αρχή του, με την συνεχή τριβή των πετρωμάτων μέσα στην αέναη κίνηση του νερού στις κοίτες των ποταμών και στις ακτές της θάλασσας. Τα βότσαλα στην Ελλάδα μαζί με την αλμύρα της θάλασσας, τη μυρωδιά του καλοκαιριού, τον φλοίσβο των κυμάτων σου δημιουργούν μια έντονη διάθεση να περπατήσεις ξυπόλητος πάνω στις αμμουδιές του Ομήρου.
  Κάποτε ήταν ένας άντρας μικρόσωμος, στοχαστικός. Το σπίτι του ήταν κοντά στη θάλασσα. Η αγαπημένη του απασχόληση ήταν να μαζεύει βότσαλα. Βότσαλα λευκά, βιολετιά, καστανοπράσινα, κόκκινα, κίτρινα, γκρίζα, σαν τα βότσαλα της Αργυρούλας. Παίζοντάς τα στα χέρια του κι ακούγοντας τον ήχο των κυμάτων εμπνεόταν κι έγραφε του στίχους του για περήφανα ελληνικά καράβια, για φουρτούνες και περιπέτειες. Τον έλεγαν Όμηρο. Οι λέξεις του ήταν οι ίδιες βότσαλα, μαζεμένα από ελληνικά ακρογιάλια. Τα βότσαλα του Ομήρου.
  Σας βλέπω κι εσάς τα βραδάκια να μαζεύετε βότσαλα απ’ τ’ ακρογιάλια των παιδικών σας χρόνων.  Βότσαλα λευκά, βιολετιά, καστανοπράσινα, κόκκινα, κίτρινα, γκρίζα. Βότσαλα της ζωής και βότσαλα της νιότης, καυτά και γυαλιστερά, από εκείνα που ποτέ δε θαμπώνουν… Είπαμε: Τα βότσαλα είναι κομματάκια αιωνιότητας. Για την ακρίβεια κομματάκια αιωνιότητας κι ασημαντότητας συγχρόνως.
  -Τι με κοιτάζεις ρε Θωμά, μ’ αυτό το ύφος το απορημένο; Και που το ξέρεις εσύ, δηλαδή, πως ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τα βότσαλα του Ομήρου αλλά ασχολείται μόνο με τα «σοβαρά» προβλήματα; Υπάρχει άραγε κάτι πιο σοβαρό κι αληθινό απ’ το βοτσαλάκι της νιότης;




              ΔΙΕΘΝΕΣ  ΟΝΕΙΡΟΔΡΟΜΙΟ

                                            
  Μπορούμε να ορίσομε το «ονειροδρόμιο» σαν μιαν επίπεδη, ομαλή έκταση όπου προσγειώνονται και απογειώνονται τα …όνειρα σαν αεροπλάνα. Θα μου πείτε, «σιγά τώρα, δεν είναι τα όνειρα αεροπλάνα να…πετούν». Και όμως, ναι! Σας βεβαιώνω –με σεμνότητα και ταπεινότητα- ότι πετούν. Και μάλιστα υπάρχει η αρχαιοπρεπής λέξη «αιθεροβάμων» που χαρακτηρίζει τον ονειροπόλο εκείνο που έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα αφού κινείται με τη φαντασία του στους αιθέρες. Ονειρευόταν ακόμη και ο Παπαδιαμάντης. «Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης, το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνώτος πελάγους και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα», (Όνειρο στο Κύμα, έτος 1900).
   Η κίνηση στο  σύγχρονο φαντασιακό μας ονειροδρόμιο τώρα προς το τέλος του καλοκαιριού είναι πυκνή. Τα  ελαφρά αεροσκάφη των ονείρων, σαν πούπουλα απογειώνονται και προσγειώνονται διαρκώς αποβιβάζοντας όνειρα, για να επιβιβασθούν άλλα όνειρα αμέσως και να αναχωρήσουν για διάφορους προορισμούς.  Συχνότερες απ’ όλες είναι οι πτήσεις ονείρων για διακοπές. Εξωτικοί προορισμοί, πολυτελή ξενοδοχεία πλατσούρισμα στα νερά, SPA και χαλάρωση. Ακολουθούν τα όνειρα για ένα υγιή αθλητισμό χωρίς το όνειδος του ντόπινγκ.
  Πολύ δημοφιλής προορισμός στο ονειροδρόμιο είναι τα …ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στην είσοδο αυτού του ονειροσκάφους γίνεται σφαγή. Όλοι θέλουν να ανέλθουν…γενικώς προς ανώτερες οικονομικές τάξεις. 
  Οι πρωινές  πτήσεις περιλαμβάνουν και ένα ξεχωριστό διεθνή ονειρικό προορισμό. Αντιστοιχεί με το όνειρο να βρει ο κόσμος μια καινούρια ιδεολογική πλατφόρμα, ένα κοινωνικό κίνημα που να επικεντρώνεται στον άνθρωπο, μια φιλοσοφία που να δίδει στους ανθρώπους τη δύναμη να λύνουν μόνοι τα προβλήματά τους μέσω της αυτοδιαχείρισης. Κι ακόμη το όνειρο να ξεκαθαρίσει στο μυαλό των ανθρώπων, πως το κεφάλαιο θα κινείται πάντα προς τα εκεί που μυρίζει κέρδος, θα πετάει που και που κάποια κόκαλα προς το μεσαίο χώρο – ο μεσαίος χώρος γαρ κερδίζει τις εκλογές – και τελικά θα γελά με την αφέλειά μας. 
  Το μεσημεράκι απογειώνονται οι πτήσεις για Αφρική, την ήπειρο των Παθών. Απογειώνονται τα όνειρα πως θα βρεθεί τρόπος να πάψουν να πεινούν και να πεθαίνουν τα παιδιά στο Σουδάν. Ο θάνατος φτερουγίζει πάνω απ’ τους ανθρώπους σ’ αυτή τη χώρα, τόσο κοντά γεωγραφικά στο μόλις λήξαν πανηγύρι των Ολυμπιακών αγώνων (γιατί μας το χαλάς τώρα με τέτοια δυσάρεστα). Ο εμφύλιος πόλεμος και οι πλημμύρες ανοίγουν το δρόμο για επιδημίες στο Σουδάν. Ούτε πολίτης ούτε κράτος ούτε διεθνής οργανισμός δικαιούται να μένει αδιάφορος αφού απειλείται η ζωή 300.000 παιδιών.  Ένα μεγάλο όνειρο λοιπόν απογειώνεται– σαν ένα γιγαντιαίο  boeing – όνειρο να σωθούν με κάποιο τρόπο αυτά τα παιδιά. Άλλα ανάλογα όνειρα υπάρχουν για το Ιράκ, την Παλαιστίνη και τα άλλα μέρη που έχομε σχεδόν ξεχάσει…
  -Ο κόσμος είναι απότιστος κι εμείς σταλαγματιά, είπε με ύφος τελεσίδικο ο Θωμάς.
-Αισιοδοξία Θωμά, τον ταρακούνησα από τους ώμους. Πρέπει να υπάρχει ελπίδα. Ονειροπόλοι όλου του κόσμου ενωθείτε. Σε ονειροδρόμια και σε πλατείες. Εσείς προορίζεστε να δώσετε το εναρκτήριο λάκτισμα για  τον κόσμο που θάρθει. Εσείς τελικά θα γεννήσετε τον νέο πολιτικό λόγο και την ελπίδα στον κόσμο!
 Και ο φίλος μου κουνώντας το κεφάλι, γνωμάτευσε.
-Τώρα οι φίλοι σου οι παλιοί, σου λεν κρυφά μια συμβουλή -στα όνειρα που κουβαλάς, βάλε τιμές να τα πουλάς! ( Μήπως και δεις άσπρη μέρα!)



               Του Ηλίου και του Ιουλίου

                                                              
   Μεσούντος του Ιουλίου και του ηλίου μεσουρανούντος, επιβιβάζομαι σήμερα χωρίς δισταγμό κανένα στο κάτασπρο ιστιοφόρο της φυγής μου, στο ιστιοφόρο της μοίρας μου…
   -Βάζω στοίχημα πως μια μέρα, δαγκάνοντας ένα λεμόνι θ’ αποδεσμεύσεις τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του, είπα αφηρημένα. Θα κατηχηθείς από τα πουλιά, κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει (κάπου το χω ακούσει αυτό).
   -Μα τι λες τώρα, ποιήματα απαγγέλλεις Μανόλη; Προσγειώσου και δες πως ο ήλιος είναι απλά ένας  ισχυρός αντιδραστήρας που ακτινοβολεί, ή για να το πω αλλιώς, στέλνει ασύλληπτες ποσότητες φωτονίων, σωματιδίων και κυμάτων με τεράστιες ταχύτητες προς όλες τις κατευθύνσεις, είπε ο καπετάνιος αυστηρά.
Όμως εγώ, ο Μανόλης, διαφωνούσα κάθετα.
  -Όχι δεν συμφωνώ, δεν πρόκειται για ένα απλό φυσικό φαινόμενο, επέμεινα πεισματικά. Δεν ερμηνεύονται όλα με τη φυσική, με τους φυσικούς νόμους και με μαθηματικούς τύπους. Αυτό το γιγάντιο ουράνιο σώμα που ο άνθρωπος αντικρίζει για χιλιετίες συνεχώς από την πρώτη ύπαρξή του στη γη, αυτός ο ήλιος έχει αποχτήσει πια άλλες σημασίες, συμβολικές, υπερβατικές, συνειρμικές και αυτόνομες. Φίλε, εσύ που με κοιτάζεις με δυσπιστία, κάνε ένα πείραμα. Διάλεξε ένα οποιοδήποτε πρωινό του Ιουλίου, ντύσου ελληνικά, (μ’ ένα  κομπολόι στο χέρι και με το μπέτη σου ανοιχτό) και κατέβα στο λιμανάκι. Η ώρα είναι ήδη οχτώ. Μπροστά σου θα φανερωθεί μια πλημμύρα φωτός αμείλικτου, που καταιονίζεται πάνω απ’ τη μικρή πολιτεία με μυστικούς ήχους και ιαχές θριάμβου. Προσήλωσε τελικά όλες τις αισθήσεις σου στα σπιτάκια της παλιάς πόλης, στα καΐκια, στις βάρκες που λικνίζονται νωχελικά και φιλάρεσκα. Προσηλώσου στα αστραφτερά βότσαλα εκεί στην ακροθαλασσιά και αναφώνησε:
  -Α, εσείς ευτυχισμένοι ψαράδες, ηλιοκαμένοι κι ανυποψίαστοι, ταπεινοί και θεόρατοι, εσείς που ζείτε αυτή την άσπιλη ζωή μπροστά στη γαλανή απεραντοσύνη, μπροστά στην αεικίνητη θάλασσα! Δεν ξέρω τίποτα πιο αληθινό στον κόσμο από εσάς, τον ήλιο και τη θάλασσα!
  Ο καπετάνιος με κοίταζε έκπληκτος. Συνειδητοποίησα πως στεκόμουν όρθιος στην πλώρη και κραύγαζα. Βρισκόμουν πάνω στο ιστιοφόρο της φυγής μου, στο ιστιοφόρο του Ιουλίου και της μοίρας μου κι αρμένιζα μεσοπέλαγα…
   Ένας ήλιος από πάνω μου βασανιστικός, συγκεντρωτικός, μεθυστικός μεσουρανούσε. Από το πολύ φως, έβλεπα τον κόσμο μαύρο. Σωστός ελληνικός θεός ο ήλιος, με εξουσία στους τέσσερις ανέμους, στις τρεις χάριτες και στις εννέα μούσες. Το ιστιοφόρο σχίζει τη θάλασσα. Καταμεσής του Κρητικού πελάγους όλα λικνίζονται ανάμεσα στ’ αφρισμένα κύματα, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Ένα  γλαρόνι μας ακολουθεί. Μαλλιά και πουκάμισο ανεμίζουν ελεύθερα. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Είμαι ένας θαλασσοπόρος, είμαι ένας Μαγγελάνος του Αιγαίου που γυρεύει μανιωδώς τη γη των ονείρων του.
  Ανηλεής ο ήλιος συνεχίζει να σαρώνει τα καταστρώματα.
  -Μη φοβηθείς, μη μετανιώνεις, μη γυρίζεις πίσω. Όρτσα τα πανιά! Ακούσθηκε η φωνή του καπετάνιου καθώς κρατούσε σταθερά το τιμόνι.



              ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ


  Μπορούμε να διατυπώσομε την υπόθεση πως κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει μπροστά της μια  πόρτα.  Σε μερικές από αυτές τις πόρτες διακρίνεται καθαρά η επιγραφή που λέει «ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΎΘΕΡΗ», δηλαδή η ψυχή είναι ανοιχτή σε όλους. Σε άλλες, αντίθετα πόρτες, διαβάζεις ένα ξερό «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ». Και οι δυο επιγραφές και οι δυο απόψεις πρέπει να ναι σεβαστές. Και αν  ξαναρωτιόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι πάλι το ίδιο θα απαντούσαν, το ίδιο ναι, το ίδιο όχι.
  Θαυμάζω τους ανθρώπους της πρώτης κατηγορίας, αυτούς που αφήνουν ελεύθερη την πρόσβαση προς τον εσωτερικό τους κόσμο. Αυτούς που είναι ανοιχτοί σε όλους και σε όλα. Αυτούς που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Αυτούς που έχουν διάθεση για προσφορά και δεν ζητούν αντάλλαγμα γι αυτή, αυτούς που σε προσκαλούν μόνο για να σου χαρίσουν. Είναι μεγάλο πράγμα να χαρίζεις κάτι δικό σου, χωρίς αντάλλαγμα. Φαίνεται στην αρχή απλό, αλλά είναι δύσκολο. Δύσκολο να ανοίγεις διάπλατη την πόρτα και το σπίτι σου. Μπορεί να μετανιώσεις γι αυτό. Μπορεί ο μουσαφίρης να ναι αδιάκριτος. Μπορεί να κλέψει τα μυστικά και τα πολύτιμά σου. Μπορεί να τραυματίσει τα αισθήματά σου. Εσύ όμως δεν νοιάζεσαι, είσαι πάνω και πέρα απ όλα αυτά. Έχεις ξεπεράσει τις ανθρώπινες μικρότητες και σφυρίζεις αδιάφορα.
   Όποιον κρατά την πόρτα της ψυχής του ανοιχτή, τον νοιώθεις. Σχεδόν βλέπεις γραμμένο στο κούτελό του το «είσοδος ελεύθερη». Το βλέπεις μέσα στα μάτια του, στην οξύτατη όραση, στη λάμψη που εκπέμπουν οι κόρες. Η καλύτερη ώρα για να μπεις από την ανοιχτή πόρτα είναι το βραδάκι. Μια τέτοια ώρα δειλινού εάν κάποιος βρεθεί σε θέση κατάλληλη, μπορεί να παρακολουθήσει τη σελήνη ν’ ανατέλλει αιμάσσουσα στον ορίζοντα αδειάζοντας αφειδώς τα πλούσια χρώματα και τις ανταύγειες πάνω στην ελαφρώς κυματίζουσα θάλασσα, με μια μεγαλοπρέπεια που θυμίζει Σαντορίνη αλλά και τα νησιά των κοραλλιών και τη νότια Αμερική, την πατρίδα του στρατηγού Μπολιβάρ καθώς έγραψε ο ποιητής. Μια τέτοια ακριβώς ώρα που εξουσιάζεται απόλυτα από την παρουσία της σελήνης είναι η πιο κατάλληλη για ν’ ανοίξει κανείς την πόρτα της ανθρώπινης ψυχής και να μπει στα ενδότερα.
 Η περιπλάνηση μέσα εκεί πρέπει να γίνεται με προσοχή.
  Το πρώτο που θ’ αντικρίσει είναι μικρές παιδικές στιγμές ζωγραφισμένες με κοντύλι πάνω σε μαθητική πλάκα. Κατόπιν θ’ αντικρίσει ένα βουνό από ελπίδες για τον εαυτούλη αλλά και για την ανθρωπότητα. Παραπέρα ένα άλλο βουνό από λαχτάρες και σχέδια, αποφάσεις και αγώνες, και στο σημείο το βαθύτερο θα δει  ένα βουνό απογοητεύσεις για όσα  έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ.

   Θα βρει κι άλλα. Επιθυμίες, μνήμες και πάθη. Ρίγη συγκίνησης αλλά και πίκρες αβάσταχτες. Αναμνήσεις και παλιούς συμμαθητές που ζουν ή που χάθηκαν (αυτούς προπάντων). Λέξεις παρηγοριάς για τον άρρωστο, τον κατατρεγμένο, τον βομβαρδισμένο τον προδομένο, τον πρόσφυγα το μεροκαματιάρη. Οίκτο για τους ημιμαθείς, τους αρχομανείς, τους αδίστακτους. Όσο θα βρίσκει στοιχεία καινούργια τόσο θα πηγαίνει βαθύτερα, θα ψάχνει για περισσότερα. Θα ανακαλύπτει και θα αφομοιώνει. Θα θυμάται και θα χαμογελά. Κι όταν πια ο επισκέπτης κουραστεί, κι ενώ η σελήνη θα μεσουρανεί, ας αποχωρήσει διακριτικά κλείνοντας αθόρυβα πίσω του την πόρτα. 



       ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

                                              
  Μια φορά κι έναν καιρό, έκατσε λέει ο Θεός κι έπλασε μια μικρή, λυγερή, μα αληθινά όμορφη πολιτεία. Αφού την επλούμισε πιτήδεια με πλήθος στολίδια φυσικά, την απόθεσε στ’ ακροθαλάσσι, με τα πόδια τση μπροστά στο κύμα κι η αμμουδιά στο πλάι μια δαντελένια ατελείωτη λουρίδα.
 Εφώτισενε μετά ο θεός τσ’ αθρώπους τση, κι αυτοί εφτιάξανε όμορφα σπίτια, εκκλησιές, μνημεία και καμπαναριά και όρισε σε ούλους, και στσι κατακτητές ακόμη, να τη σέβουνται και να τη λογαριάζουνε για πρώτη αξία.
 Ήρθενε κάποτε κι η εποχή που ονομάσανε «Αναγέννηση». Δέκα γενιές τση Βενετιάς την ορίζανε τότες την πολιτεία αυτή, καθώς μαρτυρούνε τα βιβλία. Εγέννησε σπουδαίους καλαμαράδες, ποιητές και αθρώπους πνευματικούς, που εγράψανε έργα λαμπρά, θεατρικά και ποίηση, και βιβλία έτσι που να τη θαυμάζει ο κόσμος ούλος και να τση δώσουνε το όνομα «η Πόλη των Γραμμάτων».
 Επεράσανε όμως ύστερα κι άλλα χρόνια πολλά, και σιγά – σιγά οι αθρώποι οι δικοί τση αρχίσαν να ξεχνούν την ιστορία. Άρχισαν να λησμονούν τα μεγάλα τέκνα της, τους συγγραφείς και τους ποιητές, μέχρι που απόφευγαν ακόμη και να αναφέρουν τ’ όνομά τους, έτσι που οι νέα γενιά σχεδόν παντελώς τους αγνοούσε.
 -Ε, που πάτε μωρέ παιδιά, που πάτε μωρέ συμπολίτες χωρίς την κληρονομιά την πνευματική σας;
 «Ω κόσμε, πως ξανάστροφα σε βλέπω γυρισμένο,
   Και κάθε δίκιο και πρεπό βρίσκεται κουκλωμένο!»
 Ως εδώ ήταν παραμύθι. «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τα’ ακούς γλυκότερα», είπε ο Σεφέρης και συμφωνώ μαζί του. 
 Η συζήτηση για τη νέα μορφή που παίρνει το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ έχει έτσι κι αλλιώς ανοίξει. Το βασικό ερώτημα που έβαλα εγώ είναι εάν δικαιούται το  Αναγεννησιακό Φεστιβάλ του Ρεθύμνου να αγνοεί τους Ρεθεμνιώτες ποιητές της Αναγέννησης και γενικότερα την Κρητική Αναγέννηση και το Κρητικό Θέατρο. Κατά τη γνώμη μου δεν δικαιούται. Είναι χρήσιμο και σκόπιμο να υπάρχουν νεωτεριστικές ιδέες σε ένα θεσμό, να υπάρχει ανανέωση του θεσμού αλλά μέχρι ένα όριο.
 Το θέμα είναι μείζον διότι διαπιστώνω – και βεβαιώνω – πως οι νέοι Ρεθεμνιώτες σταδιακά παύουν να ενδιαφέρονται για τους μεγάλους μας αναγεννησιακούς ποιητές και επομένως η πολιτιστική φυσιογνωμία της πόλης αρχίζει να αλλοιώνεται. Η πόλη αυτή ενώ είναι αυτόφωτη οδηγείται για να γίνει ετερόφωτη, ψάχνοντας για ιταλικά γαλλικά και γερμανικά φώτα, παρ’ όλο που διαθέτει άφθονο και έντονο δικό της φως. Τον τίτλο «Πόλη των Γραμμάτων» όλοι ανεξαιρέτως τον θέλομε και τον επιζητούμε. Πως γίνεται όμως να απεμπολούμε τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται  αυτός ο τίτλος;
  Ο Χορτάτζης θεωρείται σαν ο γενάρχης του νεοελληνικού θεάτρου και ο Κορνάρος έγραψε το πιο κοσμαγάπητο ποίημα που γράφτηκε ποτέ στο νησί μας. Εγώ δεν παριστάνω τον πολύξερο και τον παντογνώστη. Ξέρω όμως ποια γνώμη έχουν οι σύγχρονοι δάσκαλοι και οι πνευματικοί άνθρωποι πάνω στο θέμα και θα ευχόμουν να βγουν οι ίδιοι και να εκφράσουν τη γνώμη τους. Αν αυτό δεν γίνει, θα είναι κρίμα, όπως λέει και ο Μπουνιαλής:
«Κι οι Ρεθεμνιώτες πανταχού βρίσκουνται και γυρίζου
Και κάστρη κυβερνούσινε και στρατηγούς ορίζου
Κι ήτονε κρίμα τα λαμπρά άστρα να βασιλέψου

Και να μη στέκου ζωντανά πολλούς να μαθητέψου». 



              ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ  ΠΑΛΙΟ                                                                 

   - Έλα και κάτσε κοντά μου αγαπημένε και μπιστεμένε φίλε μου Θωμά, εδώ στο φως του φεγγαριού ή στο φως ενός κεριού και κάνε μου παρέα. Άφησε  ύστερα τη δύναμη του πνεύματός σου να ενωθεί με τη δύναμη του δικού μου πνεύματος κι ας προσπαθήσομε έτσι οι δυο μαζί να φθάσομε σε τέτοιο στάδιο έκστασης και συγκίνησης που να αισθανθούμε μέσα μας το μεγαλείο που κρύβεται μέσα σ’ ένα παμπάλαιο βιβλίο!  
  - Σκέψου, ήταν Ρεθεμνιωτόπουλο ο Ζαχαρίας, κι επήρε των ομαθιών του, έφυγε στη Βενετιά και τη Ρώμη και δεν ξέρω που αλλού, κι έφτιαξε εκεί τυπογραφείο ολάκερο και τύπωνε – λέει - βιβλία! Είχε βρει κι άλλο ένα Ρεθεμνιωτάκι για συνεργάτη εκεί στην ξενηθειά , κι αργότερα κι ένα Λατίνο τραπεζίτη χορηγό. Τύπωνε κάτι βιβλία λένε, πλουμισμένα, κάτι βιβλία….
 Ξαφνικά, μετά από τόσα χρόνια βρέθηκε ένα βιβλίο του από εκείνα του Ζαχαρία, τα παλιά τα ξεχασμένα σ’ ένα παλιατζίδικο!  Και που νομίζεις; Στο Παρίσι! Τι νέο κι αυτό.
  - Που είναι οι Μούσες φίλε μου; Που κατοικούν; Να βρούμε απ’ τις εννέα την ομορφότερη, τη μούσα της ποιήσεως και της βιβλιοφιλίας. Εκείνη είναι η πιο κατάλληλη να ψάλλει τον άντρα αυτόν τον Ρεθεμνιώτη, τον καλλιτέχνη της τυπογραφίας, τον άτλαντα της γνώσης, τον αριστοκράτη του πνεύματος μέσα στην καρδιά τση Βενετιάς.
            «Κρής γαρ ο τορνεύσας, τα δε χαλκία Κρής ο συνείρας…»
  - Στο φως του φεγγαριού του αποψινού ας προσπαθήσομε να φανταστούμε το ευγενικό του πρόσωπο με τα αδρά  κρητικά χαρακτηριστικά, τη μύτη την ελληνική, χείλια σφιγμένα, πεισματάρικα που μαρτυρούν επιμονή και πίστη, μάτια έξυπνα κι αστραφτερά, με τον καημό τση ξενηθειάς  βαθιά τους τυπωμένο.
   - Ετούτες τις σελίδες με πόση λαχτάρα θα τις κοίταζε, θα τις άγγιζε… Καράβι το βιβλίο, που το έστελνε να ταξιδέψει με σημαιάκι ελληνικό σ’ άλλες εποχές γι άλλους ανθρώπους γι άλλα πνεύματα που βέβαια θα συγκινηθούν ακριβώς όπως εκείνος, όταν εκείνος πια θα λείπει…. Και να που αυτό το καραβάκι φτάνει ατόφιο ως τις μέρες μας κουβαλώντας στ’ αμπάρια του ιερά και όσια της φυλής, κομμάτια απ’ την αρχαία ελληνική γραμματεία.
 Έλα και κάτσε κοντά μου αγαπημένε και μπιστεμένε φίλε μου Θωμά, εδώ στο φως του φεγγαριού ή στο φως ενός κεριού και πε μου παραμύθια για την Ελλάδα την Κρήτη, τους έλληνες. Για την αρχαία σοφία, για τη δύναμη του πνεύματος, τις χαμένες πατρίδες, τα ιερά, τα όσια…

 Σημείωση: Από τις εφημερίδες μάθαμε ότι ένα βιβλίο ηλικίας 486 χρόνων τυπωμένο στη Ρώμη από το σπουδαίο Ρεθεμνιώτη τυπογράφο Ζαχαρία Καλλιέργη βρέθηκε και πωλείται σε Παριζιάνικο βιβλιοπωλείο.


           ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

 - Η ζωή πάνω στη Γη, είναι βέβαια ακριβή, αλλά περιλαμβάνει και δωρεάν ταξίδι γύρω από τον ήλιο! Αμόλυσα την ατάκα κοιτάζοντας γύρω μου και περιμένοντας κάποια επιδοκιμασία.
- Πάλι καλά, είπε ο φίλος μου ο Θωμάς κοιτάζοντάς με, με οίκτο. Και η συζήτηση ήρθε φυσιολογικά στο μακρύ θερμό ελληνικό καλοκαίρι που μεσουρανεί στις 21 Ιουνίου.
  Στις 21 Ιουνίου λοιπόν, Θωμά, πρόκειται να ζήσομε τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Μέχρι τότε η μέρες θα μεγαλώνουν και μαζί θα μεγαλώνουν τα όνειρά μας, θα μεγαλώνουν οι ψευδαισθήσεις μας.. Η μέρα θα μεγαλώνει, αλλά δεν μεγαλώνει καθόλου η ζωή. Λες και η μεγάλη, ατελείωτη μέρα είναι η ψευδαίσθηση που μας στέλνει ο ήλιος -και ο θεός - σαν ένα δώρο που θα κάνει τη ζωή μας πιο υποφερτή. Μια ψευδαίσθηση λοιπόν, λυτρωτική, σωτήρια. Γιατί, τι άλλο μας κρατά στη ζωή παρά οι ψευδαισθήσεις…
  Ψευδαίσθηση παραδείγματος χάριν, έχει ο καθένας από μας, πως θα ζει αιώνια. Πως ο χρόνος σταματά που και που να κυλάει, - συνήθως τη μέρα των γενεθλίων μας – γι αυτό πανηγυρίζομε και κόβομε τούρτες …. (Ακόμη κι εσύ πανηγυρίζεις Θωμά, κι ας τ’ αρνιέσαι). Ψευδαίσθηση έχομε πως τα χρήματα λύνουν όλα τα προβλήματα. Πως υπάρχουνε φίλοι που δεν σε προδίδουν ποτέ. Πως τα παιδιά σου δεν πρόκειται να σε πετάξουν στα αζήτητα. Πως όταν αγοράζεις με πιστωτική κάρτα, αγοράζεις τζάμπα. Πως όταν πηγαίνεις διακοπές ξεχνάς ως δια μαγείας όλα σου τα προβλήματα.
  Μέσα σ’ αυτή τη σειρά των καθημερινών ψευδαισθήσεων, μια ακόμη λοιπόν ψευδαίσθηση είναι πως η καλοκαιρινή μέρα που μοιάζει ατελείωτη, είναι σχεδόν ένα πανηγύρι, μια γιορτή που δε λέει να τελειώσει. Και να είστε σίγουροι πως η (ηλιόλουστη ιδίως) ημέρα, βαθιά μέσα μας συμβολίζει τη χαρά και τη ζωή, ενώ η νύχτα στο υποσυνείδητο εκπροσωπεί τη δυστυχία και το θάνατο. Γι αυτό οι αρχαίοι πρόγονοί μας, μέσα σ’ αυτό το φως, αγάπησαν τόσο πολύ τη ζωή και έστησαν στο φως τα μάρμαρα, αφού πρώτα έβαλαν μέσα τους  ζωή, πνεύμα.
   Εν τω μεταξύ, το ρωμαλέο ελληνικό καλοκαίρι παγιώνει την κυριαρχία του επάνω στα νωχελικά μεσημέρια και στα νοσταλγικά βραδάκια. Είναι το ίδιο εκείνο καλοκαίρι που δίδαξε τα μυστικά του φωτός στο Φειδία και τον Πραξιτέλη, στον Ικτίνο και τον Καλλικράτη, το ίδιο εκείνο καλοκαίρι που γέννησε τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου, που ενέπνευσε στους Έλληνες την αγάπη για τη ζωή, την αρμονία, την τέχνη, τη δημοκρατία.
 «ΦΩΣ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΦΩΣ, 21 Ιουνίου 2004». Αυτό μόνο έγραψε στο ημερολόγιό του εκείνο το βράδυ ο Θωμάς. Ύστερα, κουρασμένος από τη μακριά εξουθενωτική μέρα, με τα μάτια του υπερπλήρη  από τον ατόφιο σκληρό, παντοδύναμο ελληνικό ήλιο, έπεσε επιτέλους να κοιμηθεί.


                             ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ
                                        
  Ξαφνικά αισθάνθηκε πως ζούσε μέσα σ’ ένα δάσος από ερωτηματικά… Ατελείωτα ερωτηματικά και ερωτήματα. Έβλεπε ερωτηματικά ζωγραφισμένα στους δρόμους, στους τοίχους, ερωτηματικά κρεμασμένα στα δέντρα στις πλατείες. Αναρωτιόταν μήπως είχε πρόβλημα, μήπως χρειαζόταν ψυχολόγο, ψυχίατρο. Όχι, του έλεγαν οι φίλοι του. Απλά, σ’ αυτή τη χώρα, αντί να λύνομε τα προβλήματα, αντί ν’ απαντούμε στα ερωτήματα, φροντίζομε να δημιουργούμε καινούρια, έτσι τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται, γίνονται βροχή, κι άμα είσαι και λίγο ευαίσθητος… άστα να πάνε!
  Εκατομμύρια ερωτηματικά. Ερωτηματικά που αφορούν τους νέους, τους γέρους, το περιβάλλον, την παιδεία, την οικονομία, την υγεία, τα ΜΜΕ, τη διαφθορά…
  Γιατί άραγε διάλεξαν τόσο δύσκολα τα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων; Γιατί εξαντλούμε ανώφελα τους νέους; Τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά; Μήπως κάποιες αόρατες δυνάμεις προσπαθούν να στρέψουν τους μαθητές προς τα φροντιστήρια; Τι γίνεται με τα αρχαία ελληνικά; Δεν μπορεί να απαιτούν από τους μαθητές και αρχαία και πέντε γλώσσες και κομπιούτερ και περισσότερα ακόμη. Τα παιδιά τρελαίνονται.
  Η περιέργεια και τα ερωτηματικά βρίσκονται μέσα στο ανθρώπινο κύτταρο, μέσα στη φύση του ανθρώπου, σκεφτόταν. Αυτή η περιέργεια έστειλε τον Κολόμβο στην Αμερική, τους αστροναύτες στο φεγγάρι, τους γιατρούς στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου, τους ερευνητές στα βάθη της γνώσης. Δεν πείραζε λοιπόν κατ αρχήν που είχε κι αυτός ερωτηματικά, αλλά στην περίπτωσή του τα ερωτηματικά ήταν σε συνεχή ροή, γινόταν ποταμός ασυγκράτητος.
  -Γιατί καταστρέφομε με μανία το περιβάλλον; Γιατί ρυπαίνομε ασταμάτητα τη θάλασσα, τη στεριά, τον αέρα; Γιατί κάθε τόσο και ένα σκάνδαλο με ακατάλληλα δηλητηριασμένα τρόφιμα; Γιατί τόσο αίμα στην άσφαλτο; Γιατί τόσο πολλοί νέοι καπνίζουν; Γιατί όλοι ονειρεύονται να μπουν στο δημόσιο;
  -Γιατί η αρπαχτή και το βόλεμα κυριαρχούν εδώ κάτω; Γιατί τόσο πολλοί ψάχνουν χρήμα ζεστό, εύκολο, γρήγορο, βρώμικο, αφορολόγητο;
  Η κατάστασή του χειροτέρευε. Τα ερωτηματικά είχαν γίνει βουνό. Τον έπνιγαν. Τη νύχτα πεταγόταν από τον ύπνο του με  εφιάλτες -  ερωτηματικά, που ζητούσαν πιεστικά μιαν απάντηση.
  Ο ψυχίατρος  στο οποίο αναγκάστηκε να καταφύγει ήταν καθησυχαστικός. Έφταιγε η υπερβολική δόση πληροφόρησης, είπε. Το πρόβλημά του ήταν πως είχε γίνει ένας υπέρμετρα ενημερωμένος πολίτης.
-Μην το παρακάνουμε κιόλας, είπε ο γιατρός .Δεν ήταν και τόσο σοβαρό, έπρεπε όμως να πάρει φάρμακα, να μη διαβάζει εφημερίδες για ένα χρόνο, να ακούει και να ασχολείται μόνο με ανέκδοτα! Αποφάσισε να πειθαρχήσει στις οδηγίες του γιατρού:
-Μη μιλάς, μη ρωτάς, κινδυνεύει η Ελλάς. Μην ψάχνεσαι. Άφησε τους άλλους να ψάχνουν. Έτσι θα ηρεμήσεις! Θα γιάνεις!    


                  
                      ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ
                                    
   Πλήθος δημοσιογράφων και εικονοληπτών συνωστίζεται μπροστά στο γραφείο του γνωστού καθηγητή της ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας κ. Κ. Ψ. Οι χθεσινοβραδινές δηλώσεις του στην τηλεόραση έχουν εξάψει το ενδιαφέρον του κόσμου, που ούτως ή άλλως είναι έντονο για τα ιατρικά θέματα μετά τις τελευταίες ανησυχητικές εξελίξεις στο πρόβλημα της γρίπης των πουλερικών.
  Ο καθηγητής, αυστηρός και συνοφρυωμένος βγαίνει από το κατάμεστο αμφιθέατρο όπου μόλις παρέδωσε το μάθημά του στους φοιτητές της ιατρικής σχολής και απάντησε στις πολυπληθείς ερωτήσεις τους. Κατευθύνεται βιαστικά προς το γραφείο του, έξω απ’ το οποίο οι δημοσιογράφοι παραμερίζουν με σεβασμό ενώ οι εικονολήπτες παίρνουνε θέσεις. 
  -Δυο λόγια κύριε καθηγητά, ο κόσμος ανησυχεί…Οι χθεσινές ανακοινώσεις σας για την αύξηση των νοσημάτων της ψυχικής σφαίρας στην Ελλάδα…
  -Πράγματι, η κατάσταση είναι ανησυχητική. Η ποσοστιαία αύξηση των ψυχικών παθήσεων στη χώρα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Η κατάθλιψη προπάντων…
  Στο αυστηρό πρόσωπο του διασήμου καθηγητού της ψυχιατρικής άρχισε να διαγράφεται ένα χαμόγελο. Προχώρησε στο εσωτερικό του γραφείου και κάθισε στη θέση του, ενώ τα συνεργεία της τηλεόρασης ορμούσαν μέσα. 
  -Υπάρχουν ελπίδες κύριε καθηγητά; 
  -Βεβαίως και υπάρχουν ελπίδες. Οι ομάδες ιατρών της κλινικής μας διεκπεραιώνουν τας ερευνητικάς εργασίας των, και σε σύντομο χρόνο αναμένω τα πορίσματά τους. Οι ανακοινώσεις μας στο διεθνές συνέδριο ψυχιατρικής του Ρίο ντε Τζανέιρο προκάλεσαν αίσθηση. Συνεργαζόμεθα με τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια Ευρώπης και Αμερικής σε καθημερινή βάση. Επεξεργαζόμεθα σχετικό πρόγραμμα για το επίπεδο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Μεθαύριο αναχωρώ για την Αμβέρσα όπου…
  Ο διάσημος καθηγητής της Ιατρικής σταμάτησε για να πιει λίγο νερό. Το ύφος του ήταν πάλι αυστηρό. Με ένα νεύμα η επιμελήτρια βοηθός του έτρεξε δίπλα του.
  -Τον καφέ μου παρακαλώ, διέταξε και συνέχισε να ομιλεί:
   -Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως υπάρχει μια περίεργη στάση των νεοελλήνων απέναντι στη ζωή. Για παράδειγμα η υπερβολική αντίδρασή τους σε κάθε είδηση που αφορά την υγεία, όπως π.χ. στην είδηση για εμφάνιση κάποιου καινούριου ιού γρίπης ο κόσμος αντιδρά μέχρι τα όρια του πανικού, εμβολιαζόμενος μαζικά ή οτιδήποτε άλλο. Ωσάν να έρχεται το τέλος του κόσμου!  Πρέπει να είμεθα ψυχραιμότεροι…
  -Ο κόσμος ανησυχεί κ. καθηγητά. Οι απόπειρες αυτοκτονίας παρουσιάζουν αύξηση στατιστικά σημαντική. Τα κρούσματα σχιζοφρένειας και διπολικής διαταραχής αυξάνουν . Γιατί κατά τη γνώμη σας συμβαίνει αυτό;
  -Φαίνεται πως οι άνθρωποι πιέζονται υπερβολικά από το σύστημα. Συγχωρέστε με όμως, δεν μπορώ προς το παρόν να πω περισσότερα!
  Είχε ήδη πει πάρα πολλά, εκείνος, ένας διάσημος καθηγητής της ιατρικής, ένας τόσο λακωνικός και πολυάσχολος άνθρωπος, υποχρεωμένος άλλωστε από τη θέση του να μετρά κάθε κουβέντα. Σηκώνεται από τη θέση του και πλαισιωμένος από την ομάδα των βοηθών του κατευθύνεται προς την κλινική για την καθημερινή επίσκεψη των ασθενών.
  - Ένας ψυχίατρος με τους ασθενείς του είναι σαν ένας πατέρας με τα παιδιά του, δεν νομίζετε προϊσταμένη; Μονολόγησε ο κ. Κ.Ψ.  χαμογελώντας στοργικά.     




                             ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ

  Καθώς ο «θείος» Ιούλιος μήνας προχωρεί ασυγκράτητος, καθώς το ελληνικό καλοκαίρι εισβάλλει και σταδιακά κυριαρχεί μέσα στις καρδιές των Ελλήνων αλλά και των ξένων επισκεπτών, στη δική μου σκέψη μια άλλη λέξη αυτές τις μέρες στριφογυρίζει. Η απαλή, αιθέρια, ρομαντική λέξη «Έσπερος».
 Εκτός από το γνωστό ομώνυμο, τραγουδισμένο από τους ποιητές αστέρι της αυγής, (Αφροδίτη), ο «Έσπερος» είναι  το όνομα του παλιού εκείνου θερινού Ρεθεμνιώτικου σινεμά που μας ξελόγιαζε τα βράδια και μας εκτίνασσε στον ουρανό-όσοι τυχεροί το θυμάστε. Είναι μια μνήμη καρφωμένη στο μυαλό, ανεξίτηλη και φορτωμένη με εικόνες ασπρόμαυρες. Εικόνες καλοκαιρινής νύχτας, κατά προτίμηση φεγγαρόλουστης – εικόνες ανάμικτες με τις εικόνες των νεανικών ονείρων- που όλες μαζί ανακατεμένες προβάλλονταν τότε στη μαγική οθόνη του «Έσπερου», μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Εικόνες ζωντανές, συνειρμικές και ταξιδιάρες. Εκατομμύρια εικόνες. Πόσες άραγε μπορώ να θυμηθώ!
   Η εικόνα του παράδεισου. Εικόνες με κρίνα, γιούλια και καντιφέδες.  Ένα πουκάμισο ανοιχτό. Μια φέτα καρπούζι. Το «Αγγέλικα» έξω απ’ το λιμάνι. Μαλλιά που κυματίζουν ξέπλεκα στην προκυμαία. Φως που μυρίζει λουλούδια, και νοτισμένη χλόη αγρού. Ένα κλωνάρι μυγδαλιάς στα χέρια μιας Ελένης. Το βόμβισμα της μέλισσας. Το παραμύθι των σαράντα δράκων. Ένα παμπάλαιο πιθάρι. Η γλάστρα με τον κατιφέ. Η άλλη γλάστρα με βασιλικό πλατύφυλλο. Το βαθύ μπλε της μεσογειακής θάλασσας. Η αφέλεια του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Τα ξανθά στάχυα κινούμενα στην πρωινή αύρα. Ο ρεμβασμός πάνω από νερό που κυλάει. Ο ιδρωμένος εφημεριδοπώλης στην οδό Αρκαδίου. Τα καταστήματα των νεωτερισμών.  Τα σοκάκια της παλιάς πόλης. Τα σοκάκια της δύσβατης ζωής.  Η σελήνη που ανατέλλει πάνω από την κορυφογραμμή. Το γλυκό περγαμόντο στο καταμεσήμερο. Τα ώριμα σύκα στην πρωινή δροσιά. Το κερί που τρεμοσβήνει μέσα στο ερημοκλήσι. Το παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο. Τα πεύκα και η μοναξιά. Ο Οδυσσέας που κάθεται στην ακροθαλασσιά (κάτι σαν όνειρο). Κόκκινα δειλινά με κομμάτια Κνωσού και αποσπάσματα Ηράκλειτου. Νεανικά όνειρα επενδυμένα με Beatles και Franc Sinatra.. Τα χαρούμενα ρόδια και τ’ αχλάδια. Οι φρέσκες παπαρούνες και τα μύγδαλα. Το μέγα ζαχαροπλαστείο «Εθνικό»….. Τι εικόνες!
   Με το πολυπόθητο εισιτήριο στο χέρι και με ένα πουλόβερ ιχνηλατούσαμε τον παράδεισο. Να η πελώρια κινηματογραφική μηχανή. Πρώτα η ιεροτελεστία της έναρξης. Το παγωμένο αμύγδαλο. Το καμπανάκι της έναρξης, και να που …σβήνουν τα φώτα και βλέπεις την ηρωίδα του έργου με τα καθημερινά της. Ξαφνικά συνενώνονταν η γη κι ο ουρανός. Ο ουρανός και το χάος. Η καθημερινότητα ήταν ήδη πολύ μακριά. Άρχιζε το ταγκό της καρδιάς. Τα γεγονότα ολοένα τρέχουν. Τι κι αν το έργο είναι ασπρόμαυρο! Το άσπρο και το μαύρο ταιριάζουν πολύ στον Έσπερο! Το άλογο τρέχει τόσο πολύ που νομίζεις πως θα βγει απ’ την οθόνη και θα φύγει στο άπειρο. Κάποτε βέβαια το έργο τελειώνει και τα φώτα σβήνουν. Όλα τελειώνουν κάποτε, το θαύμα είναι πάντοτε μονογενές. Εμείς αποχωρούσαμε, εκστασιασμένοι τελάληδες της δόξας της έβδομης τέχνης. Για να βυθιστούμε ξανά στην καθημερινή αταξία των νοημάτων, στις ασυμβατότητες και στα πρωθύστερα.
  Κάπως έτσι ήταν ο κινηματογράφος «Έσπερος». Διότι, ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος. Έχει κι ο νους το δικό του Ψηλορείτη.




               ΟΠΑΔΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

       Η Άνοιξη δεν έχει απλά και μόνο θαυμαστές. Έχει οπαδούς φανατικούς και ορκισμένους, που συνεχώς πυκνώνουν τις τάξεις της. Ήδη καθώς προαναγγέλλεται στον ορίζοντα η εμφάνιση του μυροβόλου άρματος που μεταφέρει τη βασίλισσα, κατάφορτο με λουλούδια αρώματα και πουλιά, μεσήλικες και γέροντες, αυτοί προπάντων, όλες οι γενεές σπεύδουν να δηλώσουν συμμετοχή σ’ αυτή τη γιορτή. Οι ερωτευμένοι, κι αυτοί το ίδιο, μαζικά. Πολίτες δεξιών ή αριστερών φρονημάτων, χωρίς εξαίρεση και σε πλήρη ομοφωνία και σύμπνοια. Άπαντες οι οικολόγοι,  δεν το συζητώ.
  Οι μικροί μαθητές που κραυγάζουν «εκ-δρο-μή» στην πραγματικότητα εννοούν «Ά-νοι-ξη», και γι αυτήν ζητοκραυγάζουν. Πιστεύω πως όλοι εσείς είστε θιασώτες και «φαν», της μεγαλόπρεπης και παντοδύναμης βασίλισσας, που συγκρατεί και συγκλονίζει τη ζωή πάνω στο δύσμοιρο πλανήτη μας.
    Όταν το άρμα θα φτάσει επιτέλους με τη συνοδεία χελιδονιών, με τα χιλιάδες λουλούδια και χρώματα, με κελαϊδισμούς και βελάσματα, και αποβιβασθεί η λαμπερή βασίλισσα της Άνοιξης, οι οπαδοί θα παραληρούν με ιαχές, με το «Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωμένε» και άλλα πανηγυρικά εμβατήρια χαράς, προσμονής και ανυπομονησίας. Θα φορεί στην ξανθή κεφαλή της στεφάνι από αγριολούλουδα.
  Θα έχει μαζί της δώρα απλά για όλους, για όλες τις αισθήσεις. Μύρα των λουλουδιών, χρώματα του ηλιοβασιλέματος, ήχους από το ξύπνημα της φύσης, θωπείες του μπάτη, νυχτερινές εκστάσεις στο σεληνόφως, της αυγής την απόλαυση, όνειρα ατελείωτα, αυτά προπάντων.
  Θα συνεχίσει την περιοδεία της από νησί σε νησί, από χώρα σε χώρα για να ικανοποιήσει όλους τους οπαδούς της, γιατί η επικράτειά της και η χάρη της είναι παγκόσμια, η δύναμή της δε γνωρίζει όρια ούτε όρους. Άνευ ορίων, άνευ όρων, όπως λέει ο ποιητής. Θα θυμηθεί ιδιαίτερα τους αδύνατους και τους καταπιεσμένους αυτής της γης, τους μουσικούς τους ποιητές, τους καλλιτέχνες. Μην ξεχνούμε πως  η άνοιξη δεν είναι μόνο βίωμα της ψυχικής και σωματικής ανανέωσης αλλά και ότι συμβολίζει την κοινωνική αλλαγή και την κοινωνική επανάσταση που βρίσκει την ιδανική της έκφραση μέσα στην θάλλουσα φύση.
  Σπεύσετε, όσοι πιστοί, να εγγραφείτε - δωρεάν. Ώρες εγγραφών, όλες οι ώρες της μέρας και της νύχτας. Μοναδική προϋπόθεση, η πλήρης και άνευ όρων αναγνώριση της παντοδυναμίας εκείνης, της βασίλισσας των ανθέων, στους αιώνες των αιώνων.





                                        ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ      

  Αγαπητοί φίλοι και φίλες, σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές και  συμμαθητές, νεωτεριστές και καινοτόμοι, αμφισβητίες και νομιμόφρονες συγχωρήστε μου την έκφραση: Τα πράματα έχουνε «σφίξει». Εξηγούμαι αμέσως και σας εξομολογούμαι το «δράμα» μου: Εννοώ να αμφισβητώ τα πάντα και να αμφιβάλλω για όλους! Για να υιοθετήσω, μια ιδέα, μια άποψη, πρέπει πρώτα να την περάσω απ’ τα φίλτρα του δικού μου εγκεφάλου και της δικής μου καρδιάς, να την εξετάσω εξονυχιστικά, και αν αυτή συμφωνεί με τις αρχές μου, τότε και μόνο τότε θα την καταχωρήσω στο ιδεολογικό μου κατάστιχο. Αλλιώς θα την εξοβελίσω.  
   Στην κοινωνία αυτή που ζούμε την υπερσυντηρητική και υπερβολική, η αμφισβήτηση είναι το βασικότερο όπλο για την άμυνα του πολίτη. Είναι η μητέρα της ανανέωσης.
  Αμφισβητώ λοιπόν την αυθεντία του κάθε «δασκάλου» και του κάθε ειδικού. Αμφισβητώ τις έτοιμες προκατασκευασμένες απαντήσεις. Οι απαντήσεις αυτές, θραύσματα συνήθως κάποιας κοσμοθεωρίας, εμφανίζουν τα πάντα σαν αυτονόητα, σαν δεδομένα και προ πολλού ερμηνευμένα. Ίσως με τις απαντήσεις αυτές κάποιοι βολεύονται στη ζωή τους. Όχι όμως εγώ.
  Αμφισβητώ όλα όσα λέει ο πρωθυπουργός και οι πρωτοκλασάτοι του. Όσο πιο πολύ προσπαθούν να με πείσουν, τόσο περισσότερο εγώ αμφιβάλλω. Ψάχνω απλά να βρω τι κρύβεται πίσω από τα λόγια τους.  Αμφισβητώ τα ΜΜΕ, τα δελτία ειδήσεων.
  Ασφαλώς, δεν είναι εύκολο πράγμα να αμφισβητείς. Διότι εννοείται ότι πρέπει να αμφισβητείς δημιουργικά, στοχεύοντας στη διόρθωση και όχι στην κατάλυση. Αναγνωρίζω πως είναι πολύ κουραστικό να ζεις σε μια διαρκή αμφισβήτηση - και δεν το περιμένω από όλους. Αλλά πιστεύω πως είναι η μόνη στάση που ταιριάζει στον πραγματικά σκεπτόμενο άνθρωπο, ο μόνος τρόπος για να φτάσομε στη γνώση, στο ήθος και στην πληρότητα. Η αμφισβήτηση  είναι ένα καλό χούι. Οδηγεί εκ του ασφαλούς στην κοινωνία της ελευθερίας.  Η αμφισβήτηση θα έλεγα πως είναι μια προϋπόθεση της ελευθερίας, και η ελευθερία πάλι είναι μια προϋπόθεση της ολοκλήρωσης και της πληρότητας του πολίτη.
  Δυστυχώς - η ψυχολογία το έχει αποδείξει - οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν όχι αυτό που είναι πιο κοντά στην αλήθεια, αλλά αυτό που τους βολεύει συναισθηματικά. Τα κάθε είδους δόγματα - ιδεολογίες, θρησκείες, κοσμοθεωρίες, δεν βασίζονται (όπως η επιστήμη) σε ένα πλέγμα υποθέσεων και πειραμάτων, αλλά στην συναισθηματική αναπλήρωση και στην ψυχολογική παρηγοριά που παρέχουν.
  -Να φοβάσαι λοιπόν φίλε, αυτόν που σου λέει πως δεν αμφιβάλλει. Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω. Γράψε το εκατό φορές για να το εμπεδώσεις Θωμά.
  -Όμως να ξέρεις πως η τάση σου να αμφισβητείς δεν μπορεί να συνεχίζεται παντοτινά. Ο «πανδαμάτωρ» χρόνος κάποτε θα σε νικήσει. Θάρθει ένας καιρός που η πέννα σου, θα σέρνεται στο χαρτί τρεμάμενη, ανίκανη  να αμφισβητήσει. Το πολύ - πολύ να γράφεις καμιά προσευχή: «Ελέησον με ο θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλλειψον το ανόμημά μου….»
  -Τότε όμως θα έχουν ξεπεταχτεί άλλοι, νεώτεροι από εμένα, πολίτες με  διευρυμένη παιδεία, με πίστη στη δημοκρατία την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, άνθρωποι που θα προσφέρουν την ικμάδα του μυαλού και της ψυχής τους στην αμφισβήτηση, στις νέες ιδέες, στην ανανέωση και στην πρόοδο.




                                    ΔΙΨΑ!  

  Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν αρχίσει να ρέουν στο πρόσωπό μου. Η ανάγνωση, παρά την ελαφριά ευχάριστη γλώσσα με τα πλήθος ευτράπελα ενδιάμεσα επεισόδια, ήταν επώδυνη. Στο βάθος πίκρα. Στο τέλος, γκρίζο. Στον πάτο, η πληγή (της αγάπης για την πόλη).
 -Βάλε μου να πιω απ’ το νερό σου Χαρίδημε! Μετά από μια διαδρομή τέτοια, κοπιαστική, ανηφορική, επίπονη στην πολιτεία της ανοχής και στα περίχωρα της μοίρας της, λίγο νερό το χρειάζομαι.
  Παρ’ όλο που μέσα στο βιβλίο κάνεις πότε – πότε μια στάση στις πλατείες και στις κρήνες της πολιτείας και αφήνεις τον αναγνώστη να νοιώσει λίγη δροσιά, εγώ χρειάζομαι πολύ  νερό. Χρειάζομαι να πιω, για να πάνε κάτω τα συσσωρευμένα φαρμάκια που βρήκα κάτω από τα καλαμπούρια σου . Φραγκάρχοντες, Βεζύρηδες, εκβάφια,  μαρέτια, τζαμιά και δεξαμενές, ρουφιάνοι κι αγγαρείες, βρώμα και δίψα. Οι ολίγοι ισχυροί απέναντι στο λαό, τα δικά μας τα παιδιά πρώτα και πάντα και δώσ’ του. Πάντα το ίδιο έργο θα βλέπομε να παίζεται απ’ τη μια γενιά στην άλλη. Σενάριο - σκηνοθεσία ακριβώς τα ίδια. Ακόμα και οι γκριμάτσες, οι χειρονομίες των ηθοποιών είναι ίδιες. Αλλάζουν μόνο τα ονόματα.
  Χαρίδημε, πρέπει να το πω. Πρέπει να σου πω τι έκανες. Σήκωσες τη βαριά κουρτίνα της τοπικής ιστορίας και μας άφησες να κοιτάξομε από την πίσω μπάντα. Το θέαμα είναι σκληρό και σε κάποια σημεία αυστηρώς ακατάλληλο. Έγραψες ένα βιβλίο που υποδαυλίζει τη δίψα, την κάθε είδους δίψα. Δίψα για καθαρό νερό, δίψα για έρευνα, δίψα για την αλήθεια  «Θέλω να μάθω την αλήθεια», πετάγομαι από τον ύπνο μου κάθιδρος.
  Τελικά δίψασα. Ίσως να έφταιγε η Ρεμπιά Γκιουλνούς, ίσως η Χαζνετάρ Ουστά Δευάρ. Ίσως να έφταιγε το νερό το υφάλμυρο που θερίζει το στομάχι. Ίσως να έφταιγαν η πείνα, οι ελιές και το κρεμμύδι. Θέλω να πιω απ’ το νερό που περιγράφεις Χαρίδημε. Δροσερό και κακαριστό, θα προτιμούσα απ’ ευθείας από τη «μάνα».
  Διψώ. Η δίψα μου καίει το στήθος σαν το Βεδουίνο στην έρημο. Θα ήθελα να πιω μέχρι να σκάσω. Νερό απ’ τη μάνα του νερού. Νερό και όχι κόκα – κόλα. Θα ήθελα να τσουγκρίσω το ποτήρι μου με το Μιχαήλ Σαββάκη και με το Μαχμούτ Τζελαλεδίν. Ας μπορούσα  να πιω κι απ’ το νερό το καθαρό του Μπουνιαλή του Τζάννε.
   Ίσως όλα να εξηγούνται από το ίδιο σου το όνομα. Φαίνεται πως έχεις πάρει τη χάρη από το Δήμο, δηλαδή από το λαό, Χαρίδημε. Γι αυτό μπορείς και μιλείς και γράφεις τη γλώσσα του λαού, κι έτσι ο λαός σε καταλαβαίνει. Δύσκολο πολύ να σε καταλαβαίνει ο λαός ο αγαθός, ο ακάτεχος κι ο ευκολόπιστος.
  Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε. Τι ψάχνεις τώρα να βρεις; Φρέσκο, καθαρό νερό για διψασμένους; Σιγά τ’αυγά.  Ψύλλους στ’ άχερα. Παραπέμπεσαι για να μαθητεύσεις στον Οδυσσέα Ελύτη, μήπως και βάλεις μυαλό:
                                «Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό φρέσκο,
                                  καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες».


 


      ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ

   Δεν είμαι ποιητής. Θα ήθελα όμως πολύ να ήμουν. Σε μιαν εποχή στην οποία οι επικρατούσες αξίες είναι η δύναμη και η ταχύτητα και οι επικρατούσες φιλοσοφίες είναι «πιάσε τη ζωή από τα μαλλιά, πιάσε τους εχθρούς σου από τα πέτα, άρπαξε την ευκαιρία στον αέρα, πρόλαβε το τρένο της ανάπτυξης», σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή εγώ θα ήθελα να ήμουν μόνο ποιητής.
  Μέσα στον κατακλυσμό των σκουπιδιών, καθώς το ελληνικό λεξιλόγιο όλο και στενεύει στο νεοελληνικό χώρο, καθώς οι περισσότερες λέξεις της πανάρχαιας  γλώσσας μας βρίσκονται σε ύπνωση, εγώ θα ήθελα να  γράφω ποιήματα!
  Σήμερα που η καθημερινή ζωή κυλάει ερήμην των ποιητών, που η γνώση συνήθως ταυτίζεται με την πληροφόρηση, σήμερα που υποφέρομε από έναν κατακλυσμό καταναλωτικών πληροφοριών τις οποίες ρίχνουν μέσα στα κεφάλια μας τα ΜΜΕ, εγώ θα ήθελα να ζω μέσα στη μέθη των λέξεων.
  -Αν δεν μου 'δινες την ποίηση, Κύριε, δεν θα 'χα τίποτα για να ζήσω.... (Αυτό το είπε ο Νικηφόρος Βρεττάκος).
  Επιτέλους κι εγώ δικαιούμαι να βαρεθώ τις στερεότυπες εκφράσεις, το  ομοιόμορφο πληκτικό λεξιλόγιο που μας βομβαρδίζει και μας ρίχνει σε μιαν απύθμενη λεξιπενία. Το γλωσσικό απόθεμα ενός σημερινού μαθητή είναι, λένε, μόνο 900 λέξεις!
  Θα ήθελα λοιπόν – εξομολογημένη αμαρτία - να είμαι ποιητής για να βυθιστώ στη μέθη που προκαλεί η διέγερση της έμπνευσης, να μιλήσω για την ουσία της ύπαρξης και για το άρρητο της ποίησης,  σ' ένα κοινό που θα με ακούει προσεκτικό, απορημένο αλλά και αμείλικτο.
  Οι ποιητές ζουν σε μια δύσκολη γι' αυτούς εποχή. Τα χαμηλά οράματα των καιρών  αρχίζουν να επηρεάζουν το λεξιλόγιό μας.
  Είπε και ο Κόντογλου τα εξής σπουδαία λόγια: "Μία - μία σβήνουν από τη γλώσσα μας λέξεις μεγάλες, όπως η τιμή, η αξιοπρέπεια, η αγνότητα, η αρετή, η φιλία. Δεν αισθανόμαστε πως το να λείπουνε από το στόμα μας οι τέτοιες λέξεις, σημαίνει πως σβήσανε από μέσα μας οι ευγενέστερες φλέβες του ανθρώπινου μεγαλείου. Η λέξη «τιμή» δεν χρησιμοποιείται ως ηθική, αλλ' ως εμπορική έννοια!"
  - Και λοιπόν; Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε. Τι με νοιάζει κι αν τα είπε ο Κόντογλου;
  - Κι όμως ναι! Μέσα σ’ αυτό το πεζό παρόν, ονειρεύομαι κι εγώ να ήμουν λέει ποιητής! Να σπαθίζω το χρόνο με λέξεις και φθόγγους, με σύμφωνα και φωνήεντα. Να ξιφουλκώ με τους ψεύτες και τους λαοπλάνους με ασπίδα μου την ποίηση, ώσπου αυτοί να τραπούν σε φυγή, μη αντέχοντας πια ούτε οι ίδιοι στη βαρβαρότητα των αισθημάτων τους και στην οσμή των πράξεών τους.
  Θα ήθελα να ήμουν ποιητής, με το όραμα ενός κόσμου γαλήνης, τρυφερότητας και ευγένειας μέσα στο στήθος μου.
  Μέσα στη σύγχρονη πνευματική φτώχια και την κοινωνική ερημοποίηση, εγώ αντί για αγαθά ατελείωτα, ονειρεύομαι μόνο …χαρτί και μολύβι. Δεν σας βλέπω. Δε σας ακούω – αλλά ξέρω πως υπάρχετε. Σύντροφοι, βγείτε στο φως!



          ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ

  Για την ακρίβεια, έκλεισα την τηλεόραση και άρχισα να σκέφτομαι. Κάποιος είπε πως όταν κλείνει η τηλεόραση αρχίζει η ζωή. Μάλλον έτσι είναι. Κλείνω λοιπόν την τηλεόραση, ανάβω το φεγγάρι, κάθομαι κάτω απ’ το φως του και επιχειρώ το πιο απλό αλλά συγχρόνως το πιο δύσκολο: Αρχίζω να σκέφτομαι! Σε μια σοβαρή κοινωνία πολιτών δεν πρέπει να αφήνουμε την τύχη μας και την τύχη της πόλης μας μόνο στους πολιτικούς. Πρέπει να σκεφτόμαστε και να συμμετέχομε. Γιατί όποιος πολίτης δεν συμμετέχει χάνει το δικαίωμα να απαιτεί μια καλύτερη ζωή.
  Παρατηρώ λοιπόν τη ζωή καθώς κυλάει δίπλα μου, σκέφτομαι και διαπιστώνω.
  Διαπίστωση πρώτη: Mε ραγδαίους ρυθμούς  προωθείται μια νέα συντηρητικοποίηση και μια συνεχής εκβαρβάρωση της κοινωνίας. Τρόπος ζωής στυλιζαρισμένος και προσαρμοσμένος στη μόδα και στο συρμό. Υπερβολική τι-βι. Υπερβολική δόση γιουροβίζιον και μάλιστα με τεράστιο οικονομικό κόστος. Καταιγισμός χωρίς προηγούμενο τα φέημ στόρυ. Καφές και εφησυχασμός. Χωρίς «καφέ» στην καφετέρια δεν νοείται μια αξιοπρεπής ζωή. Οι υγιείς δυνάμεις της πόλης κρατιούνται σε καταστολή. Οι άνθρωποι παραμένουν χαλαροί με την έννοια του αδιάφορου. Έτσι τους δίδαξαν, έτσι τους έχουν συνηθίσει, έτσι κάποιους βολεύει για να αποφασίζουν  ότι γουστάρουν κάποιοι άλλοι, επιτήδειοι. Ούτε ιδέες ούτε καινοτομίες ουδέ καν πραγματική διάθεση για δημιουργική εργασία. Κάτι δεν πάει καλά βρε παιδιά!
   Διαπίστωση δεύτερη: Παρ’ όλα τα παραπάνω, υπάρχουν δυνάμεις στην τοπική κοινωνία που επιθυμούν την πρόοδο, την αλλαγή, τη δημιουργική ζωή, που χαίρονται να δουλεύουν, να διασκεδάζουν, να ταξιδεύουν, να συνδυάζουν.
  Διαπίστωση τρίτη: Οι πόλεις είμαστε εμείς. Οι πόλεις αντανακλούν τις αξίες μας, την αισθητική μας, την φαντασία μας ή ακόμη και την  έλλειψή της. Τις πόλεις τις διαμορφώνουμε αλλά και μας διαμορφώνουν. Οι πόλεις στον 21ο αιώνα γίνονται το πλαίσιο όπου συγκεντρώνονται η ανάπτυξη, οι εντάσεις και οι νέες μορφές κοινωνικής ζωής. Μια σειρά από πληθυσμιακές ανακατατάξεις έχουν ουσιαστικά διαμορφώσει τη νέα κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική εικόνα των πόλεων.
  Διαπίστωση τέταρτη: Θέλω να αισθάνομαι πολίτης και όχι ιδιώτης στην πόλη μου. Ας μου αναγνωρισθεί αυτό το δικαίωμα. Έχω αναμφίβολα και ένα άλλο δικαίωμα, το δικαίωμα στο όνειρο!. Δικαιούμαι να ονειρεύομαι μια καλύτερη ζωή μέσα σ’ αυτή την πόλη, μια καλύτερη πόλη για όλους αδερφέ! Μια πόλη που θα διηγείται την ιστορία της, θα ενισχύει τη φήμη και το προφίλ της, θα κεφαλαιοποιεί την κουλτούρα, την παράδοση και την αρχιτεκτονική της, μια πόλη που θα πιστεύει στον εαυτό της και στο μέλλον της. Ονειρεύομαι μια κοινωνία δημοκρατική, όπου γυναίκες και άνδρες, πλούσιοι και μη πλούσιοι, ηλικιωμένοι και παιδιά, κάθε είδους μειονότητες και μετανάστες, θα αντιμετωπίζονται ισότιμα και δίκαια. Όλοι θα συμβάλλουν στη λειτουργία της, και θα έχουν κάποιο λόγο στις αποφάσεις που τους αφορούν.
  Ο Θωμάς με ακούει υπομονετικά να κάνω όλες αυτές τις σκέψεις στα φωναχτά. χωρίς εκείνος να αρθρώνει λέξη. Στο τέλος δεν αντέχει στη μακρά και επίπονη ακολουθία των συλλογισμών και των συνειρμών μου και ανοίγει το στόμα του:
  -Τα μάτια σου τα επίμονα τρελαίνουν κι επιστήμονα! Όμως να ξέρεις αγαπητέ μου, η πολλή σκέψη βλάπτει σοβαρά την …υγεία.





         ΕΝΑΣ  ΗΜΙΜΑΘΗΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ  

  Επιτέλους το εμπέδωσα: Είμαι ένας ημιμαθής επαρχιώτης που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του. Είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος που δυστυχώς κατατρύχεται από μιαν ακατανόητη και δυσεξήγητη τελειομανία και από τη μεγαλομανία του κουλτουριάρη και του δήθεν πολύξερου παντογνώστη. Έτσι, αν και το υψιπετές συστατικό της ψυχής μου προσπαθεί να με τραβήξει προς τα πάνω, ύστερα από τις επίμονες παρεμβάσεις διαφόρων ειδικών τελικά πείσθηκα πως πρέπει να προσγειωθώ.
  Αν και δεν είμαι εντελώς αφελής, με έχουνε (σχεδόν) πείσει πως έχω πολλαπλές ανάγκες και πρέπει να δουλεύω σκληρά 14 ώρες την ημέρα για να μπορώ να αντιμετωπίζω τις υποχρεώσεις μου: Τα σταθερά, τα  κινητά, το πανάκριβο νερό, το ρεύμα, την πιστωτική κάρτα, τα κοινόχρηστα, τα τέλη κυκλοφορίας, τα ασφάλιστρα, τα πολυκαταστήματα και όλα τ’ άλλα.
  Με έχουνε (σχεδόν) πείσει πως είμαι ένας τυχερός που ζει σε μια πανέμορφη μοντέρνα πόλη, πρώην φτωχικό και παντέρμο χωριό. Βέβαια κάθε φορά που το όχημά μου πέφτει σε μια λακκούβα κάποιο πρωτόγονο ένστικτο με κάνει να επαναστατώ και να αμφιβάλλω αν είναι αληθινά ευτυχία να ζεις σ’ ετούτη την πόλη. Λέω όμως, δεν βαριέσαι, αφού σε όλους τους άλλους συμπολίτες αρέσει και  ουδέποτε διαμαρτύρονται, άρα δεν τρέχει τίποτα, εγώ είμαι ο περίεργος, ο ιδιότροπος. Φτάνει που είμαι ημιμαθής, ας μη δυσκολεύω τα πράγματα… 
  Μην πολυσκέφτεσαι, μην το παιδεύεις, μου λένε οι φίλοι μου όσοι έχουνε «πιάσει το νόημα». Το ίδιο επαναλαμβάνω κι εγώ στον εαυτό μου, έτσι που τον έχω (σχεδόν) πείσει. Η πολλή σκέψη φρενάρει τη σχέση μας με τα πράγματα. Κατά συνέπεια, όποιος πολυσκέφτεται δεν ζει. Να προβληματιζόμαστε ναι, αλλά για λίγο! Το μόνο που έχει νόημα είναι το στιγμιαίο, το φαστ.
  Σαν γνήσιος μέσος επαρχιώτης που είμαι δεν ζητώ πολλά από την καθημερινή μου ζωή . Θέλω να μην ταράζουν την ψυχική μου ηρεμία. Θέλω όμορφη μουσική και ωραίες εικόνες. Θέλω να ανοίγει που και που ο ουρανός και να μπαίνει λίγο φως στη ζωή μου. Προσπαθώ να κάνω μόνο αυτό που ξέρω.  Να κάνω μόνο αυτό που μπορώ. Να δηλώνω μόνο ό,τι είμαι. Να είμαι ο εαυτός μου. Να είμαι σοβαρός, όχι σοβαροφανής. Να μη φοβούμαι να δίνω.
  Ζητάω πολλά; Είμαι ένας ημιμαθής επαρχιώτης, αλλά μου συμβαίνει κάτι περίεργο. Ώρες και φορές νοιώθω μια παρόρμηση  να φύγω για πάντα απ’ αυτή την ειδυλλιακή πόλη. Πάντα έτσι λέω αλλά τελικά δεν φεύγω. Γιατί; Διότι οι χειρότερες φυλακές δεν είναι αυτές που δεν μπορείς, αλλά που δεν θέλεις να φύγεις!



                  ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

                                                 
   Ο Θωμάς μπήκε στο γραφείο μου εκείνο το μεσημέρι αναμαλλιασμένος και ορμητικός.  Το βλέμμα του άγριο, δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις.
 -Τι κάνεις εδώ μέσα κλεισμένος τόσον καιρό; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ούρλιαξε.
 -Τη δουλειά μου κάνω….τόλμησα να αρθρώσω νοιώθοντας ήδη κάποια ενοχή.
 -Μια τρύπα στο νερό κάνεις, απλά χάνεις τον καιρό σου, με αποπήρε ο φίλος μου με απελπισία. Η ζωή τρέχει γύρω σου, κι εσύ κάθεσαι σ’ ένα γραφείο και «δουλεύεις». Αλίμονο σου κακομοίρη! Κρίμα στα όσα σ’ έχω διδάξει, κρίμα στα άδηλα και κρύφια που σε έχω μυήσει. Πράμα δεν έχεις καταλάβει.
 -Δηλαδή τι νομίζεις πως πρέπει να κάνω; Απάντησα  πανικόβλητος,
 -Κλείσε το γραφείο και ακολούθα με! Τώρα! Διέταξε ο Θωμάς.
Υπάκουσα αφού διαπίστωσα πως οι αντιρρήσεις μου δεν εισακούονται, πως δεν υπήρχε διέξοδος και πως έπρεπε να παραδοθώ χωρίς όρους. Άλλωστε ο βαθύτερος εαυτός μου, το αόρατο παντοδύναμο ένστικτο που από τα βάθη της ύπαρξης τον καθένα μας κυβερνά μου έγνεφε «Ναι!». Μετά από μια σύντομη διαδρομή με ένα σαράβαλο με πρόσταξε να κατεβώ. Ακολουθούσα τα γρήγορα βήματά του μέσα από τα χωράφια.
  -Χόρτα, βοτάνια, σταφύλια, θυμάρι, μυρωδιές, εδώ είναι η αληθινή ζωή, εδώ είναι ο Θεός και η Κρήτη, όχι μέσα στα γραφεία! Τα πουλιά και τα ζουζούνια στένουνε εδώ πανηγύρι ολημερίς. Το καθημερινό πανηγύρι της φύσης όπου η χαρά εξαργυρώνεται και καταναλώνεται κάθε στιγμούλα, άμεσα. Εδώ το αύριο δεν υπάρχει, μόνο το σήμερα, το τώρα. Αντίθετα με σας- μερικούς πολυπράγμονες - που αγωνίζεστε να «εξασφαλίσετε» το αύριο. Μα εκεί την έχετε πατήσει φίλε μου. Εξασφάλιση οποιουδήποτε είδους απλά δεν υπάρχει στον κόσμο ετούτο! Μην επενδύετε στην Τράπεζα του Μέλλοντος, διότι μπορεί «στην πρώτη κρίση, εξαφνικά τες πληρωμές να σταματήσει» όπως λέει και ο δαιμόνιος Αλεξανδρινός. Έχετε φυλακίσει την ψυχή σας σε ένα γραφείο με τέσσερις τοίχους κι εκείνη η κακομοίρα μάταια γυρεύει παράθυρο για αέρα και φως. Απ’ το γραφείο κατ’ ευθείαν στο σουπερμάρκετ. Σακκούλες γεμάτες ντομάτες κι αυταπάτες. Αφθονία και παχυσαρκία. Παχυσαρκία και δίαιτα. Δίαιτα και νευρώσεις.  Ήθελα και να κάτεχα δεν το θωρείτε το Αδιέξοδο; 
 Ο Θωμάς είναι η φωνή της συνείδησής μου, η απόδραση που δεν τόλμησα, η απέναντι όχθη που ποτέ δεν έφτασα. Όταν μιλεί ο Θωμάς οι αισθήσεις μου διαστέλλονται και τείνουν να απλωθούν στο σύμπαν.
 Είχε σταματήσει λαχανιασμένος κι ακουμπούσε στη βέργα του να ξαποστάσει. Η οργή του δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Μουρμούριζε αποσπάσματα απ’ τον Ηράκλειτο κι απ’ τον «Ερωτόκριτο». Η πορεία συνεχιζόταν.
 Πραγματοποιήσαμε τελικά μια πολύωρη περιπλάνηση μέσα στην παρθένα κρητική φύση. Σε λίγο φθάσαμε στο καφενείο του κοντινού χωριού όπου έπεσα σε μια καρέκλα αποκαμωμένος.
  -Ρακί, διάταξε ο Θωμάς κι άρχιξε να τραγουδεί στίχους απ’ τον Ερωτόκριτο: 
  «Kι ο Kόσμος από την αρχήν εδέτσι εθεμελιώθη,
   και πορπατεί καθένας μας εκεί, που η Tύχη αμπώθει».
  Ξεθαρρεμένος και ξεμπετουργιασμένος κι εγώ παρευθύς απάντησα:
  -"Mοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α' θέλεις κάμε,
    κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά' μαι.  



               ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ

  Όταν σημαίνει μεσάνυχτα, στους παρατηρητικούς και ευαίσθητους ανθρώπους συμβαίνουν πολλά. Ο κόσμος διαστέλλεται κι εμείς γινόμαστε πιο μικροί, πιο αθόρυβοι, πιο ανθρώπινοι. Ούτε μπορείς να αραδιάζεις ψέματα όταν σημαίνει μεσάνυχτα. Απ’ τον καιρό της Σταχτοπούτας, τα μεσάνυχτα έχουν γίνει η ώρα της αλήθειας. Οι αλήθειες αυτήν την ώρα γίνονται χείμαρρος.
  -Μόνο αλήθειες τώρα πια, είπε η Πελαγία κοφτά.
  -Μόνο την ομορφιά, είπε η Γιώτα με πάθος.
  -Μόνο την ποίηση, είπα κι εγώ με πείσμα.
  -Μη λυπηθείς τα κούτσουρα, μη φτάσεις ως τη στάχτη, συμπλήρωσε ο Θωμάς.
  Κάτι μεγάλο είχε αρχίσει να συντελείται. Κάτι ζωντανό κι αληθινό. Η ποίηση θα νικήσει και πάλι. Η ψυχή θα νικήσει το μυαλό. Το πρόσωπό σου είναι καθρέφτης που απάνω του αντανακλάται η ψυχή μου. Είναι η ώρα της αλήθειας.
  Ήταν μεσάνυχτα όταν φτάσαμε στο θέατρο. Ήθελα να καθίσω δίπλα σου. Ήθελα να δούμε μαζί αυτή την παράσταση. Το Θέατρο του Μεσονυκτίου. Το Θέατρο της Ζωής.
  Παίζει ένα έργο τρυφερό, λιγάκι αστείο, λιγάκι παράλογο, περίπου έτσι καθώς είναι και η ζωή. Τα φώτα χαμηλώνουν. Από θεατής ξάφνου γίνεσαι ηθοποιός, μπαίνεις στη σκηνή, γίνεσαι φως. Η φωνή σου,  άλλοτε εξασθενημένη, σβησμένη κι άλλοτε βροντερή, στεντόρεια. Παίζεις ένα ρόλο. Παίζεις μια υποψιασμένη, αδικημένη, αγανακτισμένη Ελληνίδα. Δεν δέχεσαι άλλον εμπαιγμό.
- Όχι άλλα ψέματα, βαρέθηκα πια. Πήγανε λέει κάτι πλούσιες χώρες και κλείσανε από τώρα όλα τα εμβόλια της γρίπης, για πάρτη τους. Κι εμείς οι άλλοι τι θα κάνομε δηλαδή αν έρθει η επιδημία; Αυτοί θα χουνε δικαίωμα στη ζωή κι εμείς δικαίωμα στο θάνατο; (Χειροκρότημα- Αυλαία).
  Σκηνή δεύτερη: Ο φασισμός κι ο ρατσισμός, τα δύο αδελφάκια βγαίνουνε τσάρκα για να κόψουνε κίνηση. Βγαίνουνε μετά και κάτι πολιτικοί με ρητορικές ακροβασίες, σχήματα λόγου και τέτοια.
  -Οι πολιτικοί είναι αξιόπιστοι τόσο, όσο ο κόσμος απαιτεί από αυτούς να είναι.
  -Και λοιπόν φίλε; Που είναι το πρόβλημα; Γιατί σκας; Εδώ ο κόσμος καίγεται…
- Εμείς τους πονάμε, δεν τους φτύνομε τους ανθρώπους φίλε. Οι ραγδαίες κλιματολογικές αλλαγές που προαναγγέλλονται, σε μας δίνουν κι ένα άλλο μήνυμα: Πως όποιοι έχουν λεφτά, αυτοί θα μπορέσουν να φύγουν από τον τόπο της καταστροφής όταν συμβεί. Αυτοί προορίζονται να γλιτώσουν. Αν ανήκεις στο σύστημα μπορεί να σωθείς. Αν όχι…θα πεθάνεις. Είναι αυτό ρε παιδιά δικαιοσύνη; Όταν το αντιληφθεί ο κόσμος αυτό, ξέρετε τι θα γίνει; Της Γαλλίας θα γίνει!
    Σκηνή τρίτη: Μουσική. Ημίφως. Εσύ μόνη στη σκηνή, με τη σκιά του Ποιητή να διαγράφεται στο βάθος, απαγγέλλεις με θλίψη:  «Πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς. Αχ ομορφιά, συ θα με παραδώσεις, καθώς ο Ιούδας. Θα ναι νύχτα και Αύγουστος».
-Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε περάσει!
  Ενώ ένα τεράστιο ολόγιομο φεγγάρι υψώνεται στον ουρανό, εσύ σωριάζεσαι στο πάτωμα με   γδούπο. Η παράσταση τελειώνει. Χειροκρότημα. Αυλαία. Το Θέατρο του Μεσονυκτίου. Το Θέατρο του παραλόγου. Το Θέατρο της Ζωής.




                     ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Καθώς ο ήλιος αργά ανατέλει και το αδυσώπητο ελληνικό φως καλύπτει τα πάντα, βλέπω την Ιουλιέτα με φούστα μακρυά και φαρδύ ψάθινο καπέλο να κατηφορίζει προς το γιαλό για την αγαπημένη της πρωινή εκδρομή, στη θάλασσα. Η Ιουλιέτα είναι –φανταστείτε - είκοσι χρονών. Δεν είναι ποιήτρια ούτε καν γνωρίζει από Τέχνη, αλλά το ελληνικό καλοκαίρι τη συνεπαίρνει ολόκληρη.
  Φτάνοντας στ’ ακροθαλάσσι θα πετάξει τα πάνινα και θ’ αρχίσει να πλατσουρίζει στο νερό. Η Ιουλιέτα κάνει σαν παιδί. Είναι απλά ένα παιδί κάθε πρωί στην ακρογιαλιά, ακόμη και την ώρα που  πετώντας τα ρούχα της πέφτει στην αγκάλη της θάλασσας. Μακάρι να μπορούσε και να χαθεί, έστω για λίγο, στα ερείπια του χρόνου! Ακούστε, τραγουδάει!
   -Μέσα στο κοχύλι κλείνω φλάουτα και βιολιά, την ψυχή μου παραδίνω σ’ άυλη αγκαλιά.          
  Σε λίγο συντελείται το θαύμα: Ο Ιούλιος, ένας νέος ξανθός και πάμφωτος αποκαλύπτεται ξεπηδώντας ανάμεσα από τα βράχια.
  -Ώ σώμα του καλοκαιριού, γυμνό, καμένο, φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι, σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς… Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου. ...
  Η Ιουλιέτα είχε χάσει τη φωνή της. Το όνειρο και η πραγματικότητα ήταν ανακατεμένα. Εκείνος μίλησε πάλι.
   -Εκεί που τα φύκια γίνονται μαλλιά ανεμίζοντας την αγάπη τους, κι οι μυρωδιές της θάλασσας απ' τα παράλια του νησιού μου ανακατεμένες με αγέρι θυμαρίσιο τρυπούν τις μνήμες με ορμή - εκεί στέκεσαι ολόρθη κι αγναντεύεις το πέλαγος. Μες στης οδύνης την κραυγή αφήνεσαι, Κίρκη και Πηνελόπη συνάμα. Απλώνονται τα χέρια σου πάνω από το Αιγαίο, τεντώνονται τα στήθια, υψώνονται τα μάτια σου στην ομορφότερη θάλασσα της υφηλίου. Εγώ πίνω το αλατόνερο και ξεδιψώ. Το Νόστο μου κάνω κουπιά σε καράβια και σε βάρκες σκαλιστές, ξανοίγω τη ματιά μου ν' αγγίξει τη δική σου. Ήρθα να σε βρω!
  Βουτιές δελφινοπλάνταχτες σ’ αυτή τη γαλανή και πράσινη γωνιά του Αιγαίου. Η άμμος λαμπυρίζει, από δισεκατομμύρια τριμένα όστρακα βγαλμένη. Ο Ιούλιος έχει κατεβεί στη γη και με φύκια στα μαλλιά διευθύνει την Καλοκαιρινή Συμφωνία των δελφινιών. Ο ορίζοντας ανέρχεται. Ο ορίζοντας κατέρχεται. Ο ήλιος λάμπει και  γλάροι προσθαλασσώνονται με ιαχές θριάμβου.
  -Ιουλιέτα! Ιούλιε! Ποιος φωνάζει; Ποιος τραγουδεί; Ποιος κλαίει;
  Ο Ιούλιος και η Ιουλιέτα κολυμπούν στα πράσινα νερά. Ο ήλιος καίει απίστευτα και η ώρα απίστευτα γρήγορα περνά στις αμμουδιές του Ομήρου. Η μέρα γέρνει ανάμεσα από γεύσεις καρπουζιών κι αχλαδιών. Μέγας είσαι κύριε! Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.  Ό,τι χάνεται, δεν χάνεται, διασώζεται σου λέω, μέσα μας.
  Η Ιουλιέτα συμβολίζει τη χαρά της ζωής που τον Ιούλιο φτάνει στο κόκκινο. Έρχεται το σούρουπο, νυχτώνει. Δύει ο Κάστωρ κι ο δίδυμος αδερφός του ο Πολυδεύκης. Τ' αστέρια περιστρέφονται για άλλη μια φορά, όπως εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια. Τα ονόματα του Ιουλίου και της Ιουλιέτας διαγράφονται ακόμη στον άνεμο, και στη θάλασσα που αργοσαλεύει μέσα μας. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, χειμώνα ελάχιστε. Οδηγήστε μας, για να πορευτούμε μέσα σ’ αυτό το εξαίσιο ελληνικό παραμύθι. 


                         ΚΥΚΛΑΔΕΣ

   - Εχάσαμέ σε μωρέ Κωστή, μια δεκαρέ μέρες, κι ερωτούσαμενε ίντα γίνηκες!
 Ο Κωστής, κοτζάμ φοιτητής γραμματισμένος, κι όμως ένα απλό λαϊκό παιδί, προσπαθούσε να εξηγήσει:
  -Σκέφτηκα, μια που θαυμάζω τόσο πολύ το μεγάλο μας Οδυσσέα Ελύτη, να δώσω έναν πήδο να πάω να δω αυτά τα Κυκλαδονήσια, να καταλάβω επιτέλους για ποιο λόγο ο ποιητής εκφράζεται με τόσο θαυμασμό για τούτα τα κομματάκια γης καταμεσίς στο Αιγαίο, γιατί άραγε τόσος ενθουσιασμός γι αυτές τις κατάξερες αγέρωχες πέτρες, γιατί τόσα ποιήματα. Η Αμοργός,  η Άνδρος, η Δήλος, η Ίος,  Τζια,  η Κίμωλος, η Μήλος, η Μύκονος.
  - Και ίντα συμπέρασμα έβγαλες μωρέ Κωστάκη γι αυτά τα νησιά;
-Επήγα και φωτίστηκα. Κατάλαβα και μετάλαβα. Πίστεψα και νήστεψα. Ανυψώθηκα και λαβώθηκα, απάντησε ο Κωστής με πάθος. Οι Κυκλάδες είναι κάτι μαργαριτάρια πεταμένα εδώ κι εκεί στη θάλασσα του Αιγαίου. Η ομορφιά τους λαβώνει και σε κάνει ν’ αγαπήσεις περισσότερο τη ζωή. Μόλις πάτησα τα πόδια μου στις Κυκλάδες άρχισα να μουρμουρίζω άθελά μου φράσεις ελληνικής σοφίας: «Παν μέτρον άριστον». «Μηδέν Άγαν». «Ει το φέρον σε φέρει, φέρε και φέρου….». Μέσα σ’ αυτό το φως και εξ αιτίας του γεννήθηκε από τους έλληνες αυτή η σοφία, σκεφτόμουν.
  Ο Κωστής διέθετε ευαίσθητες κεραίες. Η διαίσθησή του τον βοηθούσε να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων. Οι χωριανοί, τον άκουγαν έκπληκτοι.
  -Τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν αυτά τα νησιά - συμπλεκόμενα και διαπλεκόμενα κατά μυριάδες συνδυασμούς - είναι το φως, ο άνεμος, η πέτρα, κι η θάλασσα, είπε. Το φως που τέμνει τα λευκά σπιτάκια ακουμπά νωχελικά στα μπλάβα παράθυρα, διαθλάται στο νερό. Αυτό το φως γέννησε την Ευκλείδιο γεωμετρία. Την τραγωδία και το θέατρο. Ο Κωστής συνέχισε χωρίς ανάσα:
  -Όταν ανατέλλει ο ήλιος στην Ίο, όλες οι κασμοθεωρίες χλωμιάζουν και χάνουν την αίγλη τους. Ο ήλιος είναι ο Μέγας Αρχιτέκτων της σύνθεσης των αντιθέσεων της ζωής. Το φως εκεί σαρώνει τα πάντα. Σμιλεύει βράχους, δημιουργεί καθημερινά το φυσικό ανάγλυφο. Ο αδυσώπητος άνεμος συμπληρώνει το έργο. Το φως, ο άνεμος, η πέτρα, κι η θάλασσα, τα τέσσερα αυτά στοιχεία διαπλάθουν χαρακτήρες ανθρώπινους, κάνουν τους ανθρώπους αγαθούς. Διάθλαση και διάπλαση. Η απλότητα, σας λέω δεν μεταφράζεται.
  Κατέβασε εδώ ένα ποτήρι νερό κακαριστό ο Κωστής και συνέχισε απνευστί: 
  -Οι μαύροι σκληροί βράχοι κόντρα στον άνεμο είναι δάσκαλοι της αδιαπραγμάτευτης προσήλωσης στις αιώνιες ελληνικές αξίες. «Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
  -Ίντα λες μωρέ Κωστάκη! Είχανε όλοι αιφνιδιαστεί..
-Η Ποίηση και η Αρχιτεκτονική επί αιώνες επενδύουν αλάνθαστα στο ανοιχτό γαλάζιο και στο βαθύ μπλε. Οι αμμουδιές του Ομήρου…
Γύρω του πια δεν υπήρχε κανένας. Όλοι οι χωριανοί είχαν ήδη απομακρυνθεί κουνώντας το κεφάλι. Ο Κωστής είχε μείνει μόνος του. Εκστατικός και ωραίος, σαν έλληνας.


          ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΙΚΡΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

   Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Η γη της Ιωνίας ακόμη πιο βαθιά με πλήγωσε. Ήταν το πρώτο μάθημα πικρής ιστορίας που πήρα στην ζωή μου. Οι εικόνες πολλές και πικρές. Αυτή η μαρμαρωμένη Πατρίδα της Ανατολής, πατρίδα πολλών φίλων και συμπολιτών ζει – δεν ξέρω γιατί - πολύ κοντά μου.
-Σμύρνη μου, Σμύρνη μου όμορφη, πολυτραγουδισμένη... Απ’ το μυαλό δεν διαγράφεται τίποτα…
  Το 1922 οι πρόσφυγες απ' την Ανατολή έφεραν μαζί τους τη ζωντάνια, την ενεργητικότητα, την έφεση για πρόοδο και δημιουργία. Με το πλούσιο δυναμικό τους έδωσαν νέα πνοή στην οικονομία της χώρας, στις τέχνες, στα γράμματα, στις επιστήμες. Έφεραν μαζί τους τη λάμψη, την αξιοσύνη, την αξιοπρέπεια, την αξιοπιστία, το ταλέντο, και την προκοπή μιας ζωντανής πολύχρονης ελληνικής παρουσίας. Μέσα στη φτώχεια των πρώτων χρόνων της προσφυγιάς εδώ στην Ελλάδα, αγωνίστηκαν για να ανασυντάξουν τη ζωή και το βιός τους, καρτερικά χωρίς μεμψιμοιρίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ πρόσφυγες δεν έγιναν επαίτες.
  Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους το σπόρο της προκοπής που ξαναφύτρωσε στα χώματα της παλιάς Ελλάδας. Η βιομηχανία και ειδικότερα η κλωστοϋφαντουργία, μετά το 1922 άρχισαν να αναπτύσσονται ορμητικά στην παλιά Ελλάδα, ενώ άνθισαν το εμπόριο, οι τέχνες, οι επιστήμες και τα γράμματα.
  Η Τουρκία το 1922, έχασε από τον ξεριζωμό τους, από το φευγιό τόσων ανθρώπων, γιατί ήταν το πιο δραστήριο κομμάτι της Τουρκίας. Όμως αυτοί που έφυγαν από εκεί έχασαν πολύ περισσότερα. Έχασαν τα πάντα.
«Χτυπήστε Ομήρων ιωνικές οι λύρες, Σμύρνη ξανά, γεννήτρες είν’ οι μοίρες»!
1922. Ώρες ξεριζωμού και οδυνηρής προσφυγιάς. Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι, στοιβάζονται σε πλοία. Αφήνουν πίσω τους προγόνους, ανθρώπους δικούς τους νεκρούς, το βιός τους, τη μισή τους ζωή.
-Σμύρνη μου, Σμύρνη μου όμορφη, πολυτραγουδισμένη...
  Oι Κυδωνίες, η Πέργαμος, τα Μοσχονήσια, η Έφεσος, η Καππαδοκία, ο Πόντος. Τα «παραμύθια» που του έλεγε η Μοσχονησιώτισσα γιαγιά του δεν ήταν καθόλου παραμύθια, ήταν αληθινές ιστορίες. Ήταν γεγονότα από την προσφυγιά. Ήταν στιγμιότυπα από τους διωγμούς που γνώρισε. Συνοδεύονταν με δάκρυα...
  -Πες μου λοιπόν, πες μου για το Αϊβαλί!
  Τώρα πια ότι και να λέμε, τα χιλιάδες θύματα δεν μπορούμε να τα φέρομε πίσω.
Ονόματα όπως η Αττάλεια, η Νικομήδεια, η Πάνορμος, η Ραιδεστός, η Αγχίαλος, η Απολλωνία, η Μοσχόπολη, απλώς ηχούν οικεία στο αφτί μας. Η ταυτότητά τους πνίγεται και χάνεται στην ομίχλη της ολοένα μεγαλύτερης χρονικής απόστασης. Ο χρόνος ανελέητος συνεχίζει ασταμάτητα το βήμα του και οι χαμένες πατρίδες βουλιάζουν στη στάχτη της λήθης.
  -Σμύρνη μου, Σμύρνη μου όμορφη, πολυτραγουδισμένη...

               ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Ο  ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ

   Το όνομά μου είναι Μιχάλης. Οι φίλοι μου με φωνάζουνε Μιχαλάκη, ίσως διότι  είμαι συνεσταλμένος, λιγόλογος, κλεισμένος στον εαυτό μου.                                         
  Γιατί να είμαι έτσι άραγε; Θα σας πω! Διότι, κυρίες και κύριοι, εγώ νοιώθω ανασφάλεια. Είναι μια ανασφάλεια πολυδιάστατη - πολιτική, κοινωνική, οικονομική, οικολογική. Η αβεβαιότητα και ο φόβος κυριαρχούν στη ζωή μου. Έχω την  αίσθηση πως γεννήθηκα σ' ένα κόσμο ραγισμένο, που μπάζει από παντού. Λένε πως το αίσθημα της ανασφάλειας συνήθως έχει καταβολές στην παιδική ηλικία, μα εγώ πιστεύω πως για την ανασφάλειά μου φταίει η πολιτεία, το κράτος, το «σύστημα».
   Μήπως έχω άδικο; Για να δούμε! Το τηλέφωνό μου πιθανώς παρακολουθείται, όπως και το δικό σας τηλέφωνο, όπως και όλων άλλωστε. Ένα αόρατο ηλεκτρονικό δίχτυ μοιάζει να μας αγκαλιάζει όλους και να μας ελέγχει κάθε δευτερόλεπτο. Δεν ωφελεί να κλειδώνω την πόρτα μου. Το αόρατο δίχτυ εισχωρεί στο σπίτι μου, στο δωμάτιό μου, στην προσωπική μου ζωή.   
  Τις νύχτες ξυπνώ και πετάγομαι απ’ τον ύπνο, αλαφιασμένος. Σμήνη από κύκνους και άλλα πτηνά πετούνε κατά πάνω μου απειλητικά.
  -Τρέξε Μιχαλάκη, κράζουν, τρέξε να σωθείς! Δεν θέλω πια ούτε ν’ ακούω για τη  «Λίμνη των Κύκνων».Τι κρίμα για τα καημένα τα περήφανα πουλιά, να γίνονται σήμερα σύμβολα θανάτου!
  Με πιάνει κατάθλιψη για την ποιότητα ζωής που μου παρέχει ο δήμος μου, η άναρχη τσιμεντένια πολιτεία που ζω. Φτιάξτε κανένα πεζοδρόμιο βρε παιδιά για να περπατάμε, κανένα πάρκο να αναπνέομε, κάπως πιο φτηνούτσικο το νεράκι…Έλεος! 
  Φοβούμαι για το μέλλον. Φοβούμαι πως η σύνταξη που πρόκειται να πάρω θα είναι συρρικνωμένη, κουτσουρεμένη. Ανησυχώ για την ιατρική περίθαλψη που θα έχω από την πολιτεία όταν θα προχωρήσει η ηλικία μου. Πώς να μη νοιώθω ανασφάλεια;
  Ανησυχώ για την ανεργία, για το ασφαλιστικό, την ακρίβεια, την κερδοσκοπία. Αγωνιώ γιατί βλέπω το ρατσισμό να απλώνεται ύπουλα μεταξύ των ανθρώπων. Ανησυχώ γιατί οι κοινωνίες δεν αναπτύσσονται ανθρωποκεντρικά αλλά οικονομοκεντρικά. Γιατί το χρήμα τείνει να γίνει το κέντρο και το μέτρο της ανθρώπινης ζωής με ανυπολόγιστες  αρνητικές συνέπειες για το μέσο άνθρωπο.
  Έχω διαβάσει αρκετή θεωρία, βιβλία πολλά και διάφορα. Η ανασφάλεια πηγάζει λέει από την κρίση του διεθνούς συστήματος, από την υπανάπτυξη και τη φτώχεια, από τους εξοπλισμούς, από τις μεγάλες ανισότητες που αναπαράγονται και διευρύνονται εξ αιτίας της παγκοσμιοποίησης. Η ανασφάλεια αυτή, τους χρειάζεται. Είναι λέει το αίσθημα ανασφάλειας του πολίτη απαραίτητο στοιχείο για την αποδοτική λειτουργία του συστήματος. Είναι απαραίτητη η ανασφάλεια στο σύστημα για την όξυνση του ανταγωνισμού, για την υπονόμευση κάθε διεκδίκησης! Για να αναγκάζεσαι να προσκυνάς την εξουσία. Επίτηδες μας κρατούν σε αβεβαιότητα και ανασφάλεια για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους.
  Πάντως εγώ – μη με βλέπετε έτσι - έχω διαβάσει αρκετά. Ας μη με λογαριάζουνε. Ας είμαι η τελευταία ροδέλα στην καλογυαλισμένη μηχανή τους.
 Κι όμως! Δεν έχω σκοπό να παραδώσω τα όπλα! Ο Μιχαλάκης πρέπει να γίνει Μιχάλης. Υπόσχομαι στον εαυτό μου να είμαι προσεκτικός. Να διαβάζω περισσότερο.  Να αγαπήσω την Τέχνη. Να ανεβάσω την ποιότητα της ζωής μου. Να  σκεφθώ πολύ καλά που θα δώσω την ψήφο μου. Δυναμωμένος έτσι με θεωρία και μελέτη και με το πνεύμα μου το ασκητικό, θα καταφέρω να βρω το δρόμο για να ζήσω με αξιοπρέπεια στο ραγισμένο αυτό κόσμο, και στην πολιτεία που αγαπώ.  


                           ΜΟΝΑΞΙΑ

   Οδηγούσε το αυτοκίνητο με τα τζάμια κλειστά, για ν’ αποφύγει το καυσαέριο και το θόρυβο. Η μουσική στη διαπασών.  Επικοινωνούσε με το «κινητό» τηλέφωνο σχεδόν συνεχώς, για να «είναι σε επαφή» όπως ακριβώς επιμένει η διαφήμιση. Είχε βαλθεί να μεταφέρει με το κινητό όσο το δυνατόν περισσότερες (πλην όμως άχρηστες) πληροφορίες σε όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους. Πληκτρολογούσε με απίστευτη ταχύτητα δεκάδες μηνύματα προς αντίστοιχους αποδέκτες, οι οποίοι με τη σειρά τους πάλι απαντούσαν, δίνοντας ενδιαφέρον στη μονότονη καθημερινότητα, στην άχαρη ζωή της. Σκεφτόταν τα λόγια που της είπε ο πολυδιαβασμένος φίλος της:
   -Αχ Νεφέλη, η ζωή έχει δυο ελαττώματα: Πρώτον, είναι ανυπόφορη και δεύτερο, είναι πολύ σύντομη. Η φυσική συνέπεια για τον δύστυχο άνθρωπο είναι ένα αίσθημα ατελείωτης μοναξιάς. Η μοναξιά αυτή είναι η συνιστάμενη των περισσότερων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων  και των μηνυμάτων που πληκτρολογούν οι δυστυχείς συνδρομητές των εταιριών κινητής τηλεφωνίας, μόνο που δεν το συνειδητοποιούν. Έτσι τελικά φλυαρούν για ένα εκατομμύριο ασήμαντα πράγματα, προσπαθώντας να παρηγορηθούν για την αφόρητη μοναξιά και την πλήξη που νοιώθουν!
  Η Νεφέλη μόλις είχε αρχίσει να μπαίνει στο νόημα. Ούτε που άκουγε τους κρότους από το χτίσιμο, καθώς οι εταιρίες της  κινητής και σταθερής τηλεφωνίας μαζί με τις βιομηχανίες αυτοκινήτων, τηλοψίας – ΜΜΕ –σόου μπιζ - έχτιζαν γύρω της πανύψηλους  τείχους. Έτσι, τώρα πια «ανεπαισθήτως την είχαν κλείσει από τον κόσμον έξω», αφού πρώτα είχαν αδρανοποιήσει τη βούληση και την αντίστασή της με διαφημίσεις και την είχαν φορτώσει με προσφορές, κάρτες, εκπτωτικά πακέτα, δάνεια, εξωτικά ταξίδια και άλλα παρόμοια.
  Έτσι σιγά και ανεπαίσθητα είχε μπει στη ζωή της για τα καλά η μοναξιά. Η επιδερμική, επιφανειακή επικοινωνία μέσω πληκτρολογήσεων, ηλεκτρομαγνητικών πεδίων και ριάλιτυ,  είχε εκμηδενίσει κάθε ουσιαστική ανθρώπινη επαφή που φέρνει ανακούφιση στις ανθρώπινες υπάρξεις κατά τη διάρκεια του αέναου ταξιδιού τους στο αχανές σύμπαν.
  Η Νεφέλη ένοιωθε αμηχανία. Ενώ βρισκόταν σε μια συνεχή καθημερινή δραστηριότητα, τόση που σχεδόν δεν της άφηνε ελεύθερο χρόνο, εν τούτοις είχε το φευγαλέο συναίσθημα πως οι μέρες της  κυλούσαν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Της έλειπε η εσωτερική πληρότητα, η ευεξία, το νόημα της ζωής. Βαριόταν αφόρητα.
 Ένας φίλος γιατρός της είπε πως βρισκόταν στο κατώφλι της κατάθλιψης. Η σωστή λέξη ήταν «στο κατώφλι της μοναξιάς». Το ήξερε καλά η Νεφέλη, κι ας φοβόταν τόσο αυτή τη λέξη. Ποιος δεν τη φοβάται άλλωστε.
  Η Νεφέλη έκλεισε το κινητό της τηλέφωνο. Ένοιωθε ένα κόμπο στο λαιμό και βγήκε έξω να πάρει αέρα. Ήθελε να σκεφτεί Περπατώντας μονολογούσε:
  -Δεν αντιτάχθηκα ποτέ στην τεχνολογική πρόοδο. Ο κόσμος προχωρεί. Αλλά μέχρι ένα όριο. Τάσσομαι υπέρ της επαγρύπνησης, υπέρ της λογικής χρήσης της τεχνολογίας.  Όχι στην τεχνολογία που φέρνει τον άνθρωπο πέρα από τα όριά του. Όχι τεχνολογία για την τεχνολογία. Προσοχή στην απότομη τεχνολογική πρόοδο που δεν αφομοιώνεται. Την ανθρώπινη ψυχή δεν θα την κατανοήσει ποτέ κανένα κομπιούτερ. Ούτε τη μοναξιά άλλωστε.
  Η Νεφέλη περπατούσε αργά στον έρημο δρόμο. Ανάσαινε βαθιά το νυχτερινό αέρα. Η μοναξιά ήταν η μόνη απτή πραγματικότητα της ζωής της. Το μόνο συναίσθημα που ψαχούλευε ζωντανό μέσα της.  Ήθελε να φωνάξει «βοήθεια» με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.
  Το κινητό χτύπησε επίμονα. Από την άλλη άκρη της γραμμής η βαριεστημένη φωνή κάποιας φίλης ρωτούσε:
  -Πάμε για …καφέ;

        Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΡΑΓΓΑΣ

  Εύκολα θα συμφωνήσει κανείς πως η θέα μιας κοπελιάς  με μακριά ξέπλεκα μαλλιά που ορθή πάνω στο βράχο ατενίζει το πέλαγο ενώ τα μαλλιά της ανεμίζουν ελεύθερα, είναι δυνατό να δημιουργήσει αλληλουχίες και συνειρμούς τέτοιους, που να παραπέμπει τον κάθε ευαίσθητο θεατή σε τελείως διαφορετικές εικόνες.
  Και να που η θέα ενός τέτοιου κοριτσιού με τα μαλλιά του ξέπλεκα, αλλά και με τη βοήθεια του ανέμου που μαίνεται στις όμορφες ακτές του Λυβικού Πελάγους, έκαναν το θαύμα τους. Τα μακριά ξέπλεκα μαλλιά, ξάφνου μετατρέπονται σε απόκρημνες πλαγιές ενός γιγάντιου φάραγγα. Στις σχεδόν κατακόρυφες και βραχώδεις αυτές πλαγιές αυτού του φάραγγα, ένας άντρας τολμηρός αποκρεμιέται, αγωνίζεται να κρατηθεί, αγωνίζεται να φτάσει. Δεν είναι νέος, δεν είναι τόσο αθλητικός, είναι μάλλον μεσόκοπος. Κάπως αργά αποφάσισε ν’ ανεβεί τις απόκρημνες πλαγιές της ποίησης.
  Χάσκει από κάτω το κενό, η αμφιβολία και ο κίνδυνος της συντριβής. Είναι κι αυτός ο άνεμος του Λιβυκού, που μαίνεται και σφυρίζει απειλητικά ανάμεσα  στους βράχους με το δίκταμο και τα αδύναμα κυκλάμινα.
  Ο σκαρφαλωμένος άντρας, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει συγκεντρώνει τις τελευταίες δυνάμεις του και προχωρεί στην επικίνδυνη αναρρίχηση. Οι απόκρημνες πλαγιές της ποίησης δεν είναι ικανές να τον φοβίσουν. Οι απόκρημνες πλαγιές είναι η μοίρα του και τη μοίρα δεν μπορείς λένε να την αποφύγεις. Ο άνεμος και η ποίηση τον έχουν κυριεύσει εντελώς. Τα χτυπήματα του ανέμου και των βράχων τον βοηθούν να ξεχνά τα χτυπήματα τα άλλα της ζωής, τα μεγαλύτερα, τα καίρια. Δε νοιάζεται αν μάτωσαν τα χέρια. Το αίμα λυτρώνει, αν τρέξει την κατάλληλη στιγμή.
 Από κάτω χάσκει το κενό, απειλητικό, προκλητικό, αδυσώπητο. Ο άντρας επιμένει με πάθος, δεν παραδίδεται. Θα παλέψει, θα αγωνιστεί μέχρι τέλους. Θα προσπαθήσει να φτάσει στην κορφή ή κάπου εκεί κοντά. «Αν πρέπει να σηκώσεις το βαρύ σταυρό κάνε το δίχως κλαυθηρμούς, κάνε το δίχως λόγια, στον εαυτό σου πίστεψε και πες μπορώ, κι όλης της γης θα ξεκινήσουν πάλι τα ρολόγια». 
  Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι μια απόπειρα κριτικής σε μια ποιητική έκδοση. Όμως ένα μικρό σεμνό βιβλίο ποιημάτων δεν έχει ανάγκη απαραίτητα από μια κριτική παρουσίαση. Απλά διαβάζεται, και αυτόματα διδάσκει και αποζημιώνει τον αναγνώστη. Τελικά το βιβλίο θα ζήσει τη δική του ζωή μέσα στο χρόνο. Θα είναι ένα παράθυρο ανοιχτό, για να ψάξομε το συγγραφέα μετά την αναρρίχηση μέσα στο σύμπαν, «αβέβαιο και μοναχό». Αν ξαναζούσε τη ζωή του απ’ την αρχή, πάλι το ίδιο ακριβώς θα επιχειρούσε: Την αναρρίχηση σε μια απόκρημνη πλαγιά. Στο λουλακί τραπεζάκι θα στοχαζόταν απάνω. Το ταπεινό σταμναγκάθι θα υμνούσε. Την Αργυρούλα θα συμβούλευε.
  Δε χρειάζεται να πω το όνομά του, νομίζω πως ούτε εκείνος θα το ήθελε. Η Ανωνυμία είναι για πολλούς μια μεγάλη και ατόφια αγάπη. Μα αν τύχει και  συναντήσετε τον άνθρωπό μας στο δρόμο να βαδίζει μεσημέρι ή  απόβραδο, μόνος είτε συντροφιά με το σκύλο του, θα καταλάβετε αμέσως πως πρόκειται γι αυτόν, είναι εκείνος για τον οποίο μιλούσα!
  Ούτε το ίδιο το βιβλίο θα μπορέσετε να βρείτε. Ο Θωμάς το άνοιξε και διάβασε ένα στίχο μεγαλόφωνα:
  -«Το βοριά δείχνει η πυξίδα, μα η ψυχή τη μοναξιά».  Αμέσως μετά το πέταξε μακριά, μέσα στο σύμπαν, όπου τώρα θα αιωρείται αιώνια ψάχνοντας να βρει εκείνους για τους οποίους αληθινά προορίζεται, τις αδελφές μας, τις γυναίκες μας, τους τρυφερούς του αποδέκτες…




           Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ                                                        

  Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό ένας φουκαράς ανθρωπάκος, που τον λέγανε Ορέστη.  Το σπιτικό του βρισκόταν στην άκρη μιας μικρής πόλης που είχε το παράξενο όνομα Φαντασιούπολη.
  Παράξενος ήτανε και ίδιος ο Ορέστης. Ανάμεσα στα κουσούρια που του χε δώσει ο θεός ήταν και  η κακή συνήθεια …να σκέφτεται! Προσπαθούσε να τα ερμηνεύει όλα με τη λογική, πράγμα όχι και τόσο εύκολο βέβαια. 
  Παρατηρούσε ας πούμε πως όλοι οι άνθρωποι στην πόλη γύρω του ήθελαν συνεχώς να αγοράζουν. Ρούχα, παπούτσια, κινητά, αυτοκίνητα, ατελείωτη κατανάλωση. Προσπαθούσε να  καταλάβει το γιατί. Ώσπου έφτασε σ’ ένα συμπέρασμα: Ο κόσμος παρουσιάζεται σήμερα μπροστά στους ανθρώπους σαν ένας κόσμος εμπορευμάτων. Οφείλουν ν’ αποκτήσουν όσο γίνεται περισσότερα για να γίνουν αποδεκτοί. Αγοράζω άρα υπάρχω. Αυτό είναι. Το βρήκε! Μόλις έλυνε το ένα, έπρεπε να προχωρήσει στο επόμενο πρόβλημα, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
  Του Ορέστη του άρεσε πολύ να περπατεί. Πίστευε πως αυτό του έκανε καλό στην υγεία. Έτσι κάθε μέρα σχεδόν περπατούσε στους δρόμους της Φαντασιούπολης προσέχοντας πάντα ιδιαίτερα στις διαβάσεις. Αυτή η πόλη περιφρονούσε τους πεζούς, αγαπούσε πιο πολύ τα αυτοκίνητα. Εξετάζοντας τα πράγματα, είχε καταλήξει πως η μόνη λύση ήταν να φτιαχτεί μια διαφορετική καινούρια πόλη δίπλα στην παλιά …μόνο για πεζούς! Χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς κεραίες, με πολλά λουλούδια και πράσινο. Έτσι θα μπορούσε κανείς να διαλέξει αν θα ήθελε να ζήσει στην αυτοκινητούπολη ή στην πεζούπολη, και θα ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
  Ο Ορέστης χαμογελούσε με τις ιδέες του αλλά προτιμούσε να τις κρατεί για τον εαυτό του. Ήξερε πως οι περισσότεροι θα γελούσαν μ’ αυτές, θα τις θεωρούσαν τουλάχιστον γραφικές. Αδιαφορούσε γι αυτό. Αλλά και οι κάτοικοι της Φαντασιούπολης άλλο τόσο αδιαφορούσαν γι αυτόν. Ο καθένας κοίταζε το συμφέρον του και ελάχιστοι ασχολούνταν με το συμφέρον της πόλης. Τα πολλά μικρά «Ναι» είχαν φτιάξει ένα μεγάλο, τεράστιο, κάθετο «Όχι», σαν ένα τοίχο απαγορευτικό και καθοριστικό για το μέλλον της.   Ο Ορέστης είχε βαρεθεί να ακούει τα στερεότυπα, τα ίδια πάντοτε λόγια:
-Καταδικάζουμε απερίφραστα ….
-Θα χυθεί άπλετο φως …
-Σημαία μας είναι η διαφάνεια…
-Βρισκόμαστε σε δυναμική τροχιά…
-Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο…
  Η απογοήτευση κυλούσε στο μέτωπο του Ορέστη σαν ιδρώτας. Το καλοκάγαθο διαπεραστικό του βλέμμα πλανιόταν στοργικά πάνω απ’ τους δρόμους και τις πλατείες της Φαντασιούπολης προσπαθώντας να συνθέσει προβλήματα, να φτάσει σε λύσεις. Η πόλη φάνταζε άχρωμη και αθεράπευτα επαρχιακή.
  - «Είναι μικρή η πόλη, με τεράστιες πληγές. Είναι όμορφη η πόλη, με μεγάλες ασχήμιες. Είναι μικρή η πόλη και χωράει στην καρδιά μου». Μονολογούσε επαναλαμβάνοντας τις φράσεις. Έμοιαζε περίπου με ποίημα. Ο Ορέστης ήταν περίπου ένας ποιητής. Άσημος, γραφικός, επαρχιώτης. αλλά πάντως ποιητής!




                                            ΟΝΕΙΡΟΛΟΓΙΟ


  Κάθομαι και ρεμβάζω μ’ ένα μπουκάλι κρασί. Όχι απαραίτητα cabernet. Ότι ακριβώς με δίδαξε ο Θωμάς. Οίνος ευφραίνει καρδίαν. Η σκέψη ολισθαίνει. Το οινόπνευμα μου καίει αργά τα σπλάχνα. Η καλοκαιριάτικη σελήνη καλύπτει με λειωμένο ασήμι την πόλη, τους δρόμους, τους πόνους, τυλίγοντας τα πάντα σε μια αχλή παραμυθιού, κάνοντας όλα να φαίνονται όμορφα, χωρίς πολέμους, χωρίς ουρλιαχτά αθώων ματωμένων παιδιών. Αρχίζει το ταξίδι μέσα στο παντοδύναμο κράτος των ονείρων.
  Τι θα πει ονειροπόλος; Έχουμε ποτέ αναλογιστεί; Είναι ένας άνθρωπος που, όπου βρεθεί, χωρίς να χρειαστεί να κλείσει τα μάτια του, μπορεί και κάνει όνειρα. Φτάνει μια στιγμή ν' αγναντέψει τη θάλασσα από κάποιο βράχο κι έχει κάνει τα μακρινότερα ταξίδια στα πιο φανταστικά μέρη της γης. Κοιτάζοντας μια έναστρη νύχτα τον ουρανό, περνάει διαδοχικά απ' όλα τ' αστέρια, και χώνεται βαθιά μέσα στα μυστικά τους. Μέσα σ’ ένα ονειρικό διαστημόπλοιο ανακαλύπτει ανεξερεύνητους πολιτισμούς, ταξιδεύει στο παρελθόν για να συναντήσει τους παλιόφιλους, και ύστερα προσγειώνεται απαλά στη γη όπου βέβαια τον περιμένει το αστραφτερό και πανάκριβο αυτοκίνητο που πάντα λαχταρούσε. Μόνο ένας τέτοιος ονειροπόλος, μπορεί να ζήσει μιαν υπέροχη ζωή, αφού η πραγματικότητα είναι σκληρή πάντα. Ο ονειροπόλος λοιπόν θα κλείσει την εφημερίδα, θα αγνοήσει προσωρινά τις σκληρές φράσεις του τύπου «μεταξύ των νεκρών αμάχων είναι δεκάδες παιδιά», και θα αρχίσει να ονειροπολεί.
  Διαφωνώ λοιπόν με όσους επιμένουν πως το να ζεις σε ονειρικές καταστάσεις, αποτελεί ευθυνοφοβία και αποφυγή των πραγματικών συνθηκών. Αρνούμαι να μπω στην λογική να ξεχάσω τα όνειρά μου για να μην χάσω το «τρένο» της σύγχρονης εξέλιξης, για να είμαι «προσγειωμένος» και άλλα παρόμοια. Το να σκέφτεσαι πράγματα εκτός των ορίων της πραγματικότητας είναι ίσως η καλύτερη διαφυγή, η καλύτερη εκτόνωση. Αφήνει και ένα μυστήριο, που οι περισσότεροι το αναζητούν και γοητεύονται. Κάποιοι λένε άλλωστε πως η ποίηση είναι η αρχή του ονείρου.
  Προσέξτε μόνο να μη διαπράξετε κι εσείς το λάθος. Ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα βαθιά γεράματα, διαπράττει συνεχώς το ίδιο λάθος: Ελπίζει ότι κάπου, κάποτε, με κάποιον τρόπο, τα όνειρά του θα εκπληρωθούν. Αυτό το λάθος γίνεται η κυριότερη αιτία της δυστυχίας του. Γιατί συνήθως τα όνειρα διαλύονται, θρυμματίζονται κονιορτοποιούνται. Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να εκπληρωθούν τόσα πολλά όνειρα, τόσων πολλών ανθρώπων μέσα στον τόσο πολύπλοκο σημερινό κόσμο;  Αν αποφύγετε λοιπόν αυτό το μέγα λάθος, μπορώ να σας υποσχεθώ μιαν ονειρώδη ζωή.
  Ας μην καταδικάζομε λοιπόν τους ονειροπόλους αλλά ας προσχωρήσομε στις τάξεις τους μαζικά. Όσοι πιστοί προσέλθετε. Όσοι δεκτικοί, όσοι επαναστάτες και ανυπόταχτοι.
  Διαθέτω μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά, ώριμα. Τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα, επίσης εύθραυστα, σε απόλυτη χρονική σειρά, σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες. Κάθομαι και τα καμαρώνω, τα ξεσκονίζω και τα αναπλάθω. Τις νύχτες που βρέχει είναι μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο μέσα στο χρόνο, μια συνεχής επιστροφή στην πρώτη νεότητα, μια γεύση από γλυκό κουταλιού νεράντζι.  



                                 ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ


  Χοντρές οι σταγόνες της βροχής, κυλούν στην πολιτεία. Καταρρακτώδεις βροχές και καταιγίδες προβλέπεται να επικρατήσουν και τεράστια κύματα να υψώνονται στο πέλαγος. Ο χειμώνας, αιτιολογημένος και γκρίζος, παραδίδει μαθήματα μοναξιάς σε σιωπηλούς, συνοφρυωμένους πολίτες.
 -H γενιά αυτή των Ρεθεμνιωτών θα πρέπει να απολογηθεί στις επόμενες. Όχι τόσο για τα λάθη της, όσο για την αποτρόπαιη σιωπή των  καλοπροαίρετων πολιτών της.  
 -Μεγάλη κουβέντα είπες Θωμά. Όλη νύχτα θα τη σκέφτομαι.
 -Όποιος σιωπά, γίνεται συνυπεύθυνος και συνένοχος. Και θα κληθεί να πληρώσει το μερτικό του όταν έρθει ο λογαριασμός.
  -Πως ερήμωσε αυτή η πόλη Θωμά, πως ξεράθηκαν οι ιδέες! Σιωπή παντού, κι ένας βαρύς, ακραίος χειμώνας. Η Άνοιξη θ’ αργήσει οφέτος.
  Η επόμενη φράση του Θωμά έρχεται, κι αυτή το ίδιο σκληρή στην αλήθεια της:
 -Στην Ελλάδα ομιλούν οι σοφοί, αποφασίζουν όμως οι αμαθείς. Αυτό το είπε ο Πλούταρχος.
  Και πριν προλάβω να συνέλθω ήρθε καινούριος κεραυνός:
 -Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις. Πρέπει όμως να ελπίζεις. Αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο. Αυτά, λόγια του Ηράκλειτου είναι.
 -Τι; Μα τι εννοείς; Μίλα καθαρά! Τι προσπαθεί να μου πεις βρε Θωμά;
 -Το πυρ, το πυρ το αείζωον που κατακλύζει και πυρπολεί τα πάντα, όχι μόνον τον αισθητό κόσμο αλλά και την ανθρώπινη ψυχή. Τι φταίω εγώ αν εσείς δεν διαβάζετε τον Ηράκλειτο; Γι αυτό φθάσατε σε τούτο το χάλι.
  Τα πάντα ρει. Όλα θ’ αλλάξουν. Η πολιτεία μας βιώνει τη βίαιη σύγκρουση του  νέου με το παλιό. Η σύγκρουση έρχεται και θα είναι σφοδρή. Μαντεύω τον κρότο των κρυστάλλων που θρυμματίζονται, τις κραυγές και τον ορυμαγδό. Όλα αλλάζουν ταχύτατα. Ποιος νοιάζεται; Ποιος συλλογάται τις συνέπειες για την πολιτεία;
  -Οραματίσου Θωμά. Ας δούμε την πόλη μας ανθρωποκεντρικά. Να φτιάξομε μια πόλη ανθρώπινη. Να υποτάξομε τα συμφέροντα στην ποιότητα ζωής, να σεβαστούμε την προσωπικότητα, τη διαφορετικότητα, να εκφράσομε έμπρακτα την κοινωνική μας ευαισθησία και αλληλεγγύη, την απέχθεια σε κάθε κοινωνικό αποκλεισμό. Να πείσομε γι αυτές τις προθέσεις μας. Να κάνομε το πιστεύω μας πράξη.
  -Στις ταυρομαχίες είμαι φανατικά με το μέρος του ταύρου. Στη ζωή είμαι με το μέρος του πολίτη που αγωνίζεται χωρίς βοήθεια, χωρίς ελπίδα.
  -Τι; Πως είπες; Δεν ακούω… Ο άνεμος δε μ’ αφήνει να σ’ ακούσω! Η φωνή σου χάνεται στον άνεμο!
 Βόρειοι άνεμοι σαρώνουν τα πελάγη. Πρέπει να περιμένεις τον κατάλληλο χρόνο, την κατάλληλη στιγμή. Να περιμένεις μέχρι να κοπάσει ο άνεμος. Να περιμένεις σαν αθάνατος και να ελπίζεις σαν θνητός.

                   

                         ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ


  Έχω πολλούς πατέρες κι έχω πολλές μητέρες, κι έχω πολλές αδερφές κι έχω πολλούς αδερφούς. Οι αδελφοί μου είναι μαύροι κι οι μητέρες μου κίτρινες, κι οι πατέρες μου είναι κόκκινοι κι οι αδελφές μου ανοιχτόχρωμες. Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων, και τ' όνομά μου είναι Άνθρωπος. Ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί, και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη.
  Έχω χιλιάδες φίλους απ’ όλη τη γη. Τα βιβλία είναι οι φίλοι μου. Έχω εκατομμύρια γνωστούς και γείτονες, οι γείτονές μου είναι οι λέξεις. Μου λένε καλημέρα το πρωί και με καληνυχτίζουν το βραδάκι. Κατηφορίζομε πρωί στην αμμουδιά, στις αμμουδιές του Ομήρου. Δεν πάμε για καφέ, μα πάμε για παιχνίδι με τα κύματα. Τα κύματα της μοίρας των Ελλήνων. Δεν με φοβίζουν οι Έλληνες κι η μοίρα τους, τα χούγια τους με φοβίζουν. Με φοβίζει που εδώ σ’ αυτή τη χώρα μιλούνε οι σοφοί, μα αποφασίζουν οι αμαθείς.
  Μην χορεύεις τόσο γρήγορα. Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα. Η μουσική είναι αυταπάτη. Η σιωπή είναι η αλήθεια η πιο μεγάλη της ζωής. Καλύτερα να μη βιαστείς να φτάσεις. Το Θαύμα είναι το ταξίδι στην Ιθάκη, με τα πολλά μυρωδικά, τα ντέφια, τα τραγούδια.
  Δεν σε καλοθυμούμαι πια, δεν ξέρω, τι μ’ έσπρωξε να ρθω  να σου μιλήσω, να σε κλείσω μέσα στην καρδιά μου, όπως έκλεισα τη φράση  «χαίρε ω χαίρε ελευθεριά».  Φασκομηλιά και ματζουράνα, λουίζα και βασιλικό, μαζεύουνε στα όρη οι αδελφές μου, τα μάτια μου δε λένε να σκολάσουν απ’ τ’ αναφιλητό.   
  Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Περπατήστε αργά, ανάμεσα στα πεύκα, ανάμεσα σε αρχαίες πέτρες και θα δείτε. Μπαίνεις αργά στην ιερότητα, δεν το καταλαβαίνεις. Μπαίνει αργά  στο τραγικό, στο μαγικό, στο μέγα πάθος. Μακάριοι όσοι εργάζονται με μεράκι και φέρνουν στο φως σμαράγδια και ρουμπίνια και διαμάντια.  
  Ψάχνω καθημερινά. Ψάχνω να βρω την ψυχή μου και την ξαδέρφη της την επανάσταση. Ποιος είμαι; Που πάω; Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Χιόνι κρατούσα κι έλειωνε σαν τις ελπίδες των ανθρώπων.
  Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί ακόμη και στην κόλαση να βλέπει έναν παράδεισο.
  Μιλώ με κώδικες, με ρητορείες. Δύσκολα με καταλαβαίνεις πια. Συχώρεσέ με, δεν είμαι αυτός που νομίζεις. Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια.
  Θυμούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που η οδός Αρκαδίου είχε λίγα αυτοκίνητα, πολλές μητέρες, πολλά παιδιά. Η Αρκαδίου, η Τσουδερών, η Εθνικής Αντιστάσεως, η ψυχικής Αντιστάσεως. Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών. Καθόμουν στο μπαλκόνι και προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, τα μελλούμενα, τα μέλλοντα.    Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια. Ξαφνικά βρέθηκα σ’ έναν ανισόπεδο κόμβο. Έτρεχα ώρα πολλή δίπλα σ’ αυτοκίνητα, λαχανιάζοντας ανώφελα. Όσο κι αν τρέχεις μη θαρρείς, τη ζωή δεν μπορείς να την προφτάσεις. Εκεί που νομίζεις πως τα κατάφερες εκείνη πάντα προσπερνά.
  Δεν παραιτούμαι, επαναλαμβάνω με πείσμα. Τα ωραία πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά, είναι στερημένα. Ακόμη και με τα ευτελέστερα υλικά,  εγώ πάντα, με πείσμα θα σκαρώνω ποιήματα!




ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ
                                                         

  Από αρχαιοτάτων χρόνων, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει. Μόλις το καλοκαιράκι αντικρύσει το κεφαλάκι του Σεπτέμβρη που αναδύεται νωχελικά ανάμεσα από κύματα και κλήματα, χλομιάζει και σταυροκοπιέται αυτοστιγμεί. Μια χλομάδα διάχυτη, παρόμοια με αυτήν του φεγγαριού κατηφορίζει στα τρίστρατα και σαρώνει ανθρώπους, σπίτια και δέντρα. Τα όνειρα ξεσηκώνονται και ζητούν δικαίωση, οι ιδέες ανασηκώνουν κι αυτές το κεφάλι. Οι παλιοί μας φίλοι, κι αυτοί το Σεπτέμβρη καβαλικεύουν τις αναμνήσεις και κάνουν στάση στη γειτονιά μας διψασμένες και αχόρταγες.
  Σεπτέμβρης και Παλιά Πόλη. Εκεί ο ήλιος εισχωρεί μέσα απ’ τα τρεμουλιαστά φύλλα και παιχνιδίζει αδιάκοπα κάνοντας τους μεγάλους να νοιώθουν σαν παιδιά. Οι σκιές και οι μνήμες ξεδιπλώνονται και φτάνουν ως την οδό Αρκαδίου, τη Σουλίου και την Εθνικής Αντιστάσεως. Οι μιναρέδες κατεβάζουν τις ματιές τους προς το έδαφος με αυταρέσκεια και απάθεια. Οι δρόμοι της Ανατολής, είναι φανερό, έχουν περάσει μέσα απ’ αυτή τη πόλη.
  Σεπτέμβρης και Φορτέτζα. Στη Φορτέτζα και στα τείχη. Κάποτε, εμείς οι Ρεθεμνιώτες το χτίζαμε το κάστρο της Φορτέτζας με τα χέρια μας. Σήμερα, αντίστροφα, γύρω μας κάποιοι έχουνε χτίσει τείχη, πανύψηλα τείχη της άγνοιας και της αδιαφορίας. Εκεί που άλλοτε συνωστίζονταν η κλαγγή των σπαθιών και οι χλιμιντρισμοί των αλόγων, τώρα νότες και μελωδίες αναδύονται στην ατμόσφαιρα και οδεύουν προς το Ρεθεμνιώτικο ουρανό. Εκεί που κάποτε ο ρέκτορας μάζευε τους συμβούλους για να ζητήσει τη γνώμη τους, τώρα ο «Φραγκίσκος Λεονταρίτης» ως κουαρτέτο κιθάρας εκπέμπει την πανδαισία του στους ουρανούς, σαν μια προσευχή ή σαν μια ικεσία για λύτρωση. Όχι διότι ο Γρηγόρης είναι φίλος μου, μα διότι ήταν στ’ αλήθεια μια πανδαισία.
  Σεπτέμβρης και ανατολή του ηλίου. Η προσεκτική παρακολούθηση μιας ανατολής του Σεπτέμβρη κρύβει περισσότερο μυστήριο από όλους τους τύπους του Αϊνστάιν. Η Δύση πάλι, ε, αυτή είναι δουλειά ζωγράφου, ας είναι άσημος, ας μην είναι δα και  ο  μαΐστρος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
  Σεπτέμβρης και νιάτα. Επιστροφή στα θρανία ή όπως λένε αλλιώς, απ’ τ’ αυτί  και στο δάσκαλο.
  Σεπτέμβρης και γκρίζο. Το γκρίζο στα σύννεφα και στις καρδιές, το κίτρινο στα όνειρα και στα φύλλα. Φαίνεται πως η αντίθεση είναι η ουσία της ζωής. Αν όλα ήταν δια μιας και μονίμως πράσινα δεν θα είχε νόημα η άνοιξη. Το μεγάλο υπάρχει επειδή έχει υπάρξει το μικρό, το πολύ επειδή έχει προϋπάρξει το λίγο.
  Σεπτέμβρης και Liszt.   Η δεξιοτεχνία, ο λυρισμός, η ποιητικότητα, ο πλούτος των ηχοχρωμάτων, η ερμηνεία της Ντιάνας διευκολύνουν το Σεπτέμβρη να μπει ομαλά στη ζωή μας.
  Σεπτέμβρης και σταγόνες βροχής. Βρέχει πάνω από στεριές κι από θάλασσες. Πέφτουν ασταμάτητα της βροχής οι σταγόνες. Τι να την κάνεις λοιπόν τη μουσική; Βρέχει αναμνήσεις. Θυμούμαι κάποιον άλλο Σεπτέμβρη μακρινό με τραγούδια και σήμαντρα. Άλλωστε δεν μπορώ, μου είναι αδύνατο να ξεχάσω…     


                    ΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ

                                     
  Οι χάντρες του κομπολογιού χτυπούσαν τακ-τακ, κι οι χτύποι έμοιαζαν με τους χτύπους της καρδιάς του μπάρμπα - Νικόλα, που χτυπούσε απόψε παράξενα.
  -Παράξενο καλοκαίρι, μουρμούρισε ανάμεσα απ’ τα δόντια του. Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τίποτα…
  Ο μπάρμπα Νικόλας ήταν ένας ήρεμος ανεξίκακος άνθρωπος, ένας απλός έλληνας, μια γνήσια κρητική ψυχή. Αυτός είναι ο τύπος ανθρώπου που θαυμάζω περισσότερο. Δεν υποκρινόταν τον πολύξερο. Δεν είχε μάθει πολλά γράμματα μα είχε δει πολλά και δεν τον γελούσες εύκολα. Μπορούσε εύκολα να καταλάβει τι έκρυβαν τα λόγια των πολιτικών, γιατί ήξερε πως οι πολιτικοί όταν λένε κάτι, πάντα κάτι άλλο προσπαθούν να σου κρύψουν, ή να στο φέρουν μαλακά.   Το μακρύ, στριφτό, γκρίζο μουστάκι του συμβόλιζε τη στωικότητα και την υπομονή του. Δεν τον συγκινούσαν τα λεφτά, ούτε τα αξιώματα. Τον συγκινούσε η ευθύτητα, η ντομπροσύνη, η ειλικρίνεια. Μπορούσε να σου απαγγείλει πολλούς στίχους από τον Ερωτόκριτο «απνευστί», και μαντινάδες πλήθος.
  -Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τίποτα… ξανάπε μονολογώντας. Νάτο, βγήκε το φεγγάρι. Λαχταρούσε τα βράδια να κάθεται στην ταράτσα του σπιτιού του – κάπου στις παρυφές της πόλης - και να παρατηρεί το φεγγάρι. Τον μάγευε το φεγγάρι, το Νικόλα. Τον έκανε να ονειροπολεί, να θυμάται τα μικράτα του. Τα νιάτα, αυτά προπάντων. Η μισή μας ζωή –παράξενο - είναι φωλιασμένη μέσα στις αναμνήσεις και στα όνειρα. Μα μόλις έβγαινε απ’ το ρεμβασμό και την ονειροπόληση καταπιανόταν με την επικαιρότητα, τα καθημερινά που τον έκαναν ν’ απορεί.
  Άνοιξε την εφημερίδα στις μέσα σελίδες. «Απογοητευμένοι είναι οι Έλληνες από το ευρώ, τριάμισι χρόνια μετά την αντικατάσταση της δραχμής». Απογοητευμένος ήταν κι αυτός ο ίδιος. Δύσκολα τα έβγαζε πέρα η φαμελιά του με την ακρίβεια. Χρωστούσαν κιόλας αρκετά. «Υπερχρεωμένα τα ελληνικά νοικοκυριά», επιβεβαίωνε πανηγυρικά η εφημερίδα.
 «Πρέπει να κάνουμε πιο αποτελεσματικό το κοινωνικό κράτος σε μία ανοιχτή, εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία». Τα πολλά «πρέπει» ήταν για το Νικόλα σημάδι πως τα πράματα δεν πάνε καλά.
 -Καταλάβετέ το πώς κιντυνεύουνε οι συντάξεις του κόσμου. Τα ταμεία ζορίζουνται… Τα πράματα δεν τα θωρώ καλά.
Οι εφημερίδες έγραφαν. «Η ανεργία πλήττει τους νέους»… «Η τρομοκρατία, το Ιράκ….το εργασιακό...» Φεγγαράκι μου λαμπρό!
  -Το πετρέλαιο ακριβαίνει… Ίσαμε που θα φτάξει… Να μου τρυπήσεις τη μύτη αν καταλαβαίνω πράμα…
 Ο μπάρμπα Νικόλας έβγαλε το κομπολόι του. Ο γιατρός τον είχε υποχρεώσει να κόψει το τσιγάρο και το πολύ φαΐ, μια και η καρδιά του δεν τα πήγαινε τόσο καλά. Υποτάχτηκε, τι άλλο μπορούσε να κάνει.
 -Όλα μπορεί να τ’ αντέξει ο άνθρωπος, έλεγε και ξανάλεγε.
«Οδηγήθηκα στη λογοτεχνία προκειμένου να αποφύγω το έγκλημα», είχε πει ο Αλμπέρ Καμύ, διάβασε στα «ψιλά» της εφημερίδας.
  -Δεν καταλαβαίνω τίποτα… (Μήπως καταλαβαίνω εγώ;)
  Το ολόγιομο φεγγάρι συνέχιζε το ταξίδι του (κι ο Νικόλας το δικό του) μέσα στη φεγγερή κρητική νύχτα.


            ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ
                                         


  Χοροπηδά με την παραμικρή ευκαιρία. Αποζητά την ανεμελιά και το παιχνίδι, όπως κάθε παιδί. Υπάρχει και ζει, άλλοτε ζωηρό άλλοτε μελαγχολικό μα σίγουρα μια ξεχωριστή οντότητα. Ένα παιδί μέσα σου. 
  Κάποτε σε εκνευρίζει γιατί δεν κάθεται ήσυχο, σωστός μπελάς. Συνεχώς λαχταρά καινούρια πράγματα, συνεχώς κάνει τρέλες, επιθυμεί, απαιτεί. Είναι απρόβλεπτο και κακομαθημένο. Αγενέστατο καμιά φορά. Δεν ενδιαφέρεται για τους τύπους, ούτε για τους καλούς τρόπους. Απεχθάνεται όλα τα τυπικά, όλα τα «πρέπει» και όλα τα «επιβάλλεται».
  Σε βάζει ν’ αγοράζεις γλυκά και παιχνίδια. Σε υποχρεώνει να χαζεύεις βιτρίνες και ν’ αγοράζεις ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Είναι το παιδί που κρύβεις μέσα σου!
  Αποφεύγεις να το παραδεχτείς μα ξέρεις πως υπάρχει. Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου υπάρχει, τυραννικό, αυτάρεσκο, άμυαλο (εκ πρώτης όψεως). Δεν ξέρει τι θα πει στενοχώρια. Δεν γνωρίζει τη λέξη «άγχος». Δεν το νοιάζει «τι θα πει ο κόσμος». Ιδίως τα Κυριακάτικα πρωινά το τι γίνεται δεν περιγράφεται. Αυτό το παιδί γνωρίζει μόνο το ρήμα «θέλω».
  Αλίμονό σου αν αντισταθείς. Αμέσως χουφτώνει και σου σφίγγει το στομάχι ή την κεφαλή, και κάνει το έντερό σου να συσπάται με πόνους. Είναι μια διαφορετική ύπαρξη που ζει μέσα σου και μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή σου.
  Έχεις την ψευδαίσθηση πως είσαι ελεύθερος και κύριος της βούλησής σου. Δυστυχώς, δεν είσαι. Αυτή η ύπαρξη μέσα σου αλωνίζει προσπαθώντας να εξουσιάσει τη ζωή σου. Συνήθως πολεμά ενάντια σ’ όλα τα «πρέπει» και τα «επιβάλλεται». Συχνά διαπιστώνεις έντρομος πως άλλα είχες προγραμματίσει κι άλλα έκανες τελικά. Άλλα σκόπευες να πεις κι άλλα είπες. 
  Δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν είναι πάντα παιδί.. Σου δίνει την αίσθηση πως είσαι περικυκλωμένος από μία τεράστια πολυτελή ταπετσαρία καμωμένη με ψέματα και σου ζητά να σκίσεις αυτή την ταπετσαρία και να δείξεις τον αληθινό γυμνό εαυτό σου, αδιαφορώντας για όλα τ’ άλλα τα μάταια.
  Με τρόμο ανακάλυψα πως αυτό που μου λείπει περισσότερο σήμερα είναι τα παραμύθια που μού λεγε ο παππούς μου όταν ήμουν παιδί. Δηλαδή μου λείπει αυτό που δεν πρόκειται ποτέ πια να έχω.
  Απομένει αυτό το παιδί, το διαβολάκι μέσα μου, που ωστόσο το αγαπώ και από αδυναμία μου το κακομαθαίνω. Όλοι το αγαπούμε το παιδί μέσα μας. Γιατί θα ναι η μοναδική παρηγοριά στα γερατειά μας. Θα τραγουδούμε μαζί του όσα τραγούδια στη ζωή αγαπήσαμε. Θα ξαναβλέπομε μαζί τις παλιές φωτογραφίες με τους συμμαθητές και τους παλιόφιλους, και θ’ ανοίγομε κάπου- κάπου την κασέλα για να δούμε ακόμη μια φορά τα παλιά κόκκινα λαμπερά ρούχα της χαράς, που θα έχει φύγει για πάντα..



                         ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ



  «Κλείσε την τηλεόραση να δούμε το φεγγάρι…». Οι στίχοι του τραγουδιού αποδίδουν με σαφήνεια και απλότητα αυτό που θέλω να πω. Λιγότερη τηλεόραση, λιγότερη αλλοτρίωση, λιγότερη ιδιοτέλεια, λιγότερη αποξένωση, περισσότερη ειλικρίνεια, και αξιοπρέπεια, περισσότερη αθωότητα.
  Στην Ελλάδα που μας απέμεινε, αυτό που πρέπει να περισώσομε είναι η αθωότητα. Πρέπει να καθορίσομε σαν βασική αξία της ζωής μιαν αθωότητα θεμελιωμένη πάνω σε επαναστατικές δυνάμεις που θα στοχεύουν στην ανατροπή του απαράδεκτου για τη συνείδησή μας κόσμου.
  Μα …τι έπαθα σήμερα;  Γιατί θέλω να δίνω συμβουλές; Δεν αισθάνομαι ούτε σοφός ούτε γέρων. Μπα, απλά μπούχτισα όπως έχετε μπουχτίσει κι εσείς. Πάνω και πίσω από κάθε εκδήλωση της καθημερινής ζωής διακρίνει κανείς την ιδιοτέλεια, τα συμφέροντα, την παντοδύναμη πλέον ελληνίδα διαφθορά (και διαμάντι στα δυο μπορεί να κόψει το μαχαίρι, φτάνει να είναι φτιαγμένο από συμφέρον).
  Εκτός από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, κάποιοι μας έχουν κλέψει και την αθωότητα, μας έχουν κλέψει την καρδιά του Σωκράτη, του Πλάτωνα, τον Έσπερο της Σαπφούς και τη ροδιά του Αρχίλοχου που άνθιζε στον κήπο μας μέσα. Μας έχουν μείνει, φοβούμαι, μόνο «ωραία ερείπια» και θέλω να ελπίζω πως μας έχει μείνει επίσης ο πυρήνας ο σπερματικός μας, ώστε να ελπίζομε πως με εκείνον «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι». 
  Ας τον αναζητήσομε λοιπόν αυτό τον πυρήνα το σπερματικό, μέσα στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου. Μέσα στις Ωδές του Κάλβου. Μέσα στους στίχους του Αρχίλοχου και στη μαγεία του Παπαδιαμάντη. Στο γιασεμί της πόρτας μας και στα φύλλα της ελιάς μας. Πρέπει να αγαπήσομε πάλι τη χώρα μας. Ο ανάπηρος δήμος, το διεφθαρμένο κράτος, πρέπει να γίνουν παρελθόν. Πρέπει να οραματιστούμε και να πορευτούμε προς μια καινούρια αθωότητα, ελληνική και παγκόσμια.


ΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ 
                                         


  Υπάρχει μια κραυγή, που ενώ δεν ακούγεται, εν τούτοις υπάρχει. Είναι η κραυγή των ηλικιωμένων. Την ακούνε μόνο όσοι είναι έτοιμοι να την ακούσουν. Θα την ακούσουν και οι αναγνώστες του άρθρου αυτού.
   Ο διωγμός της περίφημης ηλικίας της αποστρατείας είναι απερίγραπτος. Όμως oι ηλικιωμένοι πολίτες έχουν δικαίωμα να ζουν την καθημερινότητα, ελαχιστοποιώντας τις αρνητικές επιπτώσεις του χρόνου και ιδιαίτερα το βάρος της περιθωριοποίησης από την κοινωνική και οικονομική ζωή και τον ασφυκτικό κλοιό της μοναξιάς, που αναπαράγει η σκληρότητα της πόλης.
  Ζούμε σε μια κοινωνία που θεοποιεί τη νεότητα και κυνηγά την αθανασία. Στην κοινωνία μας "δοξάζουμε το γυμναστήριο, τον θόρυβο, την ταχύτητα, την απόδοση, την παραγωγικότητα, τη βία. Το κυρίαρχο σήμερα μοντέλο είναι η τρέλα με οτιδήποτε είναι «νέο» και «ωραίο» και η αποστροφή σε καθετί ηλικιωμένο. Ότι   είναι νέο το χειροκροτούμε, ότι είναι γερασμένο το απορρίπτομε. Έτσι η μεγάλη ηλικία, η αρρώστια, η μοναξιά και γενικά η - φυσιολογική - παρακμή του ανθρώπινου σώματος και πνεύματος έχουν γίνει πλέον ταμπού και κρύβονται επιμελώς.
  Οι ηλικιωμένοι απουσιάζουν παντελώς από τον πολιτισμό της εικόνας που υπάρχει γύρω μας. Τα πρότυπα στις διαφημίσεις στην τηλεόραση, παντού, είναι πάντα νεανικά. Η τρίτη ηλικία για μερικούς ακούγεται κάπως σαν "Τρίτος Κόσμος", σαν μειωτικός χαρακτηρισμός. Η νεότητα, αντί να είναι απλά ένα κομμάτι της ανθρώπινης πορείας, έχει γίνει το εναγωνίως ζητούμενο. Τα γηρατειά για μερικούς μοιάζουν αν όχι ασθένεια τουλάχιστον ντροπή.
  Ο ηλικιωμένος άνθρωπος μοιάζει να ενοχλεί, και ξέρετε γιατί; Διότι μας θυμίζει πως κι εμείς θα γεράσομε κάποτε αφού αυτός είναι ο νόμος της ζωής. Εντελώς στρουθοκαμηλικά κλείνομε τα μάτια, δεν θέλομε να το δούμε. Αυτή η εικόνα επικρατεί σήμερα σε μια κατηγορία ανθρώπων.
  Για μένα είναι η εικόνα του ηλικιωμένου  πολύ δυνατή, γεμάτη συναίσθημα. Αν προσπαθήσουμε να ταξινομήσουμε τις αναμνήσεις μας, μάλλον οι περισσότεροι θα φέρουν μπροστά στα κλειστά μάτια τους το χαμόγελο και την ευγενική μορφή μιας αγαπημένης γιαγιάς. Ενός ηλικιωμένου θείου που μας φρόντιζε και μας καλούσε σε παιχνίδια και δώρα αναπάντεχα. Του παππού που ποτέ δεν διαμαρτυρόταν να βοηθά τον εγγονό με το ποδηλατάκι του.
  Κοντεύω να περάσω στην Τρίτη Ηλικία και δεν το έχω ακόμη συνειδητοποιήσει. Ο καθρέφτης μου στην αρχή με ξένιζε – αλλά τώρα τον συνήθισα και ούτε πια τον κοιτάω.
  Βλέπω στην εφημερίδα ένα ειδικό ένθετο: «Η Ζωή Αρχίζει στα 65» και σκέπτομαι αυτόματα «είναι για τους γέρους, δεν με αφορά». Και πραγματικά δεν με αφορά. Όλα όσα γράφει εκεί με ύφος παρηγοριάς για δραστηριότητες και εκδηλώσεις ηλικιωμένων, μου φαίνονται τελείως ξένα. Νοιώθω νέος και θα παραμείνω νέος. Κοιτάζω στα μάτια τους συνομηλίκους μου και τους λέω με αυτοπεποίθηση αλλά και με λίγο θράσος: .
  -Όχι μόνο να προσθέτομε χρόνια στη ζωή, αλλά να προσθέτομε και ζωή στα χρόνια. Στους ώριμους δρόμους ας πορευτούμε μαζί, Θωμά, αγαπημένε μου φίλε!

                           (Αφιέρωμα στη διεθνή ημέρα ηλικιωμένων, 1η Οκτωβρίου )


                  ΜΙΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 


 Η άψογα ντυμένη κυρία άνοιξε την πόρτα και μπήκε με χάρη μέσα στο αστραφτερό αυτοκίνητο με την ανοιχτή οροφή. Οι κινήσεις νωχελικές. Η άνεση, φανερή. Τα ρούχα υπερμοντέρνα. Ένα λαμπερό κολιέ με μεγάλα μαργαριτάρια κοσμούσε το λαιμό της και δαχτυλίδια με διαμάντια, ρουμπίνια και σάπφειρους αστραποβολούσαν στα δάχτυλα. Έβαλε μπρος τη μηχανή και κινήθηκε αργά πάνω στην άσφαλτο.
 Η βραδιά απόψε ήταν παράξενη. Το ίδιο και η ψυχική διάθεση. Η βραδιά απόψε ήταν αληθινά μελαγχολική. Είχε μόλις ανατείλει και το χλωμό ελληνικό φεγγάρι που κι εκείνο την έσπρωχνε προς τη ρέμβη και την περισυλλογή. Άκουγε το γουργουρητό του ζωηρού πολυβάλβιδου κινητήρα και το χαιρόταν. Εν τω μεταξύ, φιλοσοφούσε μονολογώντας:
 -Αχ Γιάννα, η ζωή έχει δυο ελαττώματα: Πρώτον, είναι ανυπόφορη και δεύτερο, είναι πολύ σύντομη. Η φυσική συνέπεια για τον δύστυχο άνθρωπο είναι ένα αίσθημα ατελείωτης μοναξιάς.
 Ένοιωθε αμηχανία. Ενώ βρισκόταν σε μια συνεχή καθημερινή δραστηριότητα, τόση που σχεδόν δεν της άφηνε ελεύθερο χρόνο, εν τούτοις είχε το φευγαλέο συναίσθημα πως οι μέρες της  κυλούσαν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Της έλειπε η εσωτερική πληρότητα, η ευεξία, το νόημα της ζωής. Βαριόταν θανάσιμα.  Ένας φίλος γιατρός της είχε πει πως βρισκόταν στο κατώφλι της κατάθλιψης. Η σωστή λέξη θα ήταν «στο κατώφλι της μοναξιάς». Το ήξερε καλά η Γιάννα, κι ας φοβόταν τόσο αυτή τη λέξη. Ποιος δεν τη φοβάται άλλωστε;
  Συνέχισε να οδηγεί το αστραφτερό αμάξι στη λεωφόρο με ανοιχτά τα παράθυρα. Ανάσαινε βαθιά το φρέσκο νυχτερινό αέρα. Η μοναξιά ήταν η μόνη απτή πραγματικότητα της ζωής της. Το μόνο συναίσθημα που ψαχούλευε ζωντανό μέσα της.  Ήθελε να φωνάξει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.
  Το κινητό χτύπησε επίμονα. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια φωνή κουρασμένη:
 -Έλα, τι γίνεται, που βρίσκεσαι;
 -Μμμμ… Η Γιάννα σχεδόν δεν άκουγε, ονειρευόταν. Αυτή η γυναίκα πρέπει να διέθετε μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά, ώριμα. Τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα, επίσης εύθραυστα, σε απόλυτη χρονική σειρά, σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες. Καθόταν και τα καμάρωνε, τα ξεσκόνιζε και τα ανάπλαθε. Τις νύχτες που βρέχει, τα όνειρα είναι μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο μέσα στο χρόνο, μια συνεχής επιστροφή στην πρώτη νεότητα, μια γεύση από γλυκό κουταλιού νεράντζι. Η φωνή επέμενε:
 -Σε περιμένω στο κότερο. Θυμήθηκες να  κλείσεις το θερμοσίφωνα πριν φύγεις από το σπίτι;
 -Και το θερμοσίφωνα έκλεισα, και τον Ελεύθερο Τύπο έκλεισα και τον Σίτυ έκλεισα. Όλα τα έκλεισα. Λυπήθηκα βέβαια, αλλά τι να γίνει; Mε τον καιρό όλα γιατρεύονται όλα ξεχνιούνται. Ο Εκτωρ Μπερλιόζ έλεγε: «Ο χρόνος είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Μόνο που εν τω μεταξύ ....σκοτώνει του μαθητές του».
Τέλος πάντων. Τα έκλεισα όλα και φθάνω σε λίγο.  

                       


                         ΑΓΑΠΑ ΟΤΙ ΣΕ ΠΛΗΓΩΣΕ
  Έξω λίγα συννεφάκια και η ζέστη του Μάη, η υπόκωφη. Ο ουρανός από πάνω χαμογελούσε αμήχανα.
-Ας μιλήσομε για πολιτιστικά, είπε με ύφος παρακλητικό ο Θωμάς. Εσύ τι ακριβώς νομίζεις πως είναι ο πολιτισμός; Ποιος είναι ο ορισμός του;
 Στάθηκε αδύνατο να του χαλάσω το χατίρι!
-Πολιτισμός, Θωμά, θα έλεγα πως είναι το σύνολο των επιτευγμάτων μιας κοινωνίας τα οποία  συναπαρτίζουν τις πολιτισμικές παραδόσεις και εξυπηρετούν την περαιτέρω πρόοδο της ανθρωπότητας. Με την ευρύτερη έννοια του όρου, πολιτισμός είναι ό,τι θετικό έχει δημιουργηθεί από τον άνθρωπο. Περιεχόμενο του πολιτισμού είναι η δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων και τα εκάστοτε εμπράγματα αποτελέσματα αυτής της δραστηριότητας
-Εσύ από ότι λένε είσαι άνθρωπος του πολιτισμού, έτσι δεν είναι;
-Τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω Θωμά. Θα προτιμούσα όμως να μην χρησιμοποιείς τόσο πολύ τη λέξη «πολιτισμός». Πολυφορεμένη τη βλέπω τη λέξη αυτή τελευταία. Γραφείο πολιτισμού, ακούω από τη μια, σπίτι του πολιτισμού, την άλλη, πλατεία του πολιτισμού πιο πέρα. Βαρύγδουπα και περίπλοκα μου φαίνονται όλα αυτά. Ο υπερτονισμός της έννοιας «πολιτισμός» θα μπορούσε να κινήσει αμφιβολίες για την ουσία και το περιεχόμενο. Ο πολιτισμός είναι αυτονόητος. Δεν νοείται πολιτισμός λόγω «ταμπέλας». Όταν ονοματίζεις με τη λέξη πολιτισμός υπονοείς ότι από πίσω υπάρχει πρόβλημα. Λυπάμαι αλλά αυτή είναι η γνώμη μου.
-Δηλαδή, τι σημαίνει «σπίτι του πολιτισμού»; Δηλαδή, υπονοείς πως ολοτρόγυρα κυκλοφορούν βάρβαροι τους οποίους θα πάρομε μέσα να τους  εκπολιτίσομε; Αλλά αυτό μάλλον απωθεί παρά που προσελκύει το δημότη! 
- Η τάση συγκέντρωσης των πολιτισμικών δυνάμεων γύρω από ένα και μοναδικό πόλο με βρίσκει αντίθετο. Σε μια τέτοια προσπάθεια  θα αντιδράσω κάθετα, δηλαδή με όλες μου τις δυνάμεις. Αυτό ας το γνωρίζει ο καθείς. Εγώ πιστεύω στην πολυφωνία και μέσω της πολυφωνίας να βαδίσομε προς την ποιότητα. Λυπάμαι αλλά αυτή είναι η θέση μου. Αυτή – η πολυφωνία στα πολιτιστικά- είναι η μόνη δημοκρατική θέση. Όλες οι άλλες είναι συγκεντρωτικές, αυταρχικές αντιλήψεις.
-Ούτε και θα έπρεπε, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις να κυριαρχούνται από ξενομανία. Μέτρο και φρένο στους ακριβοπληρωμένους ξένους καλλιτέχνες που προσκαλούνται για το Αναγεννησιακό. Θέλω να ξέρω πόσα ακριβώς χρήματα θα πληρωθεί ο καθένας. Απαιτώ να γνωρίζω. Δηλαδή διαφάνεια, «γκλασνοστ» που λένε και οι Ρώσοι. Εμπιστοσύνη στο ντόπιο δυναμικό, θα αντιπρότεινα εγώ. Πάρε και κανένα παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο.  
 Γλυκιά παραθαλάσσια νύχτα, γλυκιά μουσική σαν τη νύχτα. Μοσχοβολάει Παράδεισος ή κάνω λάθος;
- Ξέχνα τα πολιτιστικά, Θωμά, και πιάσε το φεγγάρι. Το φεγγάρι ανεβαίνει ψηλότερα από τα «πολιτιστικά». Κοίτα το πώς ανεβαίνει σταθερά στον ουρανό λουσμένο στην αγάπη των αγοριών και των κοριτσιών που σφυρίζουν μελωδίες του έρωτα. Ρέθυμνο, μελαγχολική, γλυκιά πολιτεία. Σε κρατώ στην καρδιά μου ακριβό και μονάκριβο. Εσύ από μόνο του είσαι πολιτισμός, χωρίς μπιχλιμπιδωτά και φτιασίδια. Ρέθυμνο, αγάπα ότι σε πλήγωσε για να μην πληγωθείς πάλι. 

                   ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ

                                               
  Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει στο γιατρό. Δεν ένοιωθε τόσο καλά τελευταία. Κακός ύπνος, εμμονές, φοβίες, εύκολη κόπωση, όλα αυτά μαζί. Πήρε το δρόμο για τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου και σε λίγο καθόταν απέναντι στο γιατρό. Έπρεπε πρώτα να διηγηθεί κάποια πράγματα, πως ήταν η ζωή του. Έπρεπε να ξετυλίξει το κουβάρι. Αλήθεια, ποια ήταν η ζωή του; 
 Ζούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στις παρυφές της πόλης. Κάθε πρωί του άρεσε ν΄ ανοίγει την μπαλκονόπορτα και να διασκεδάζει ακούγοντας τις χαρούμενες φωνές των παιδιών και τις προτροπές των μανάδων τους, (Γιωργάκη γύρνα πίσω , Ελενίτσα, το γάλα σου…).
  Ζούσε μια συνηθισμένη ζωή, σε χαμηλούς τόνους. Του άρεσε να σκέφτεται. Του άρεσε να φιλοσοφεί. Ας μην αφήνουμε το μυαλό να κάθεται και να σκουριάζει.
 Άλλοτε πάλι είχε εμμονές. Μια βαριά μπόχα και μια μυρωδιά σαπίλας του φαινόταν απλωμένη παντού, σε όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν βρισκόταν. Η ζωή στο γραφείο ήταν βαρετή. Ολόκληρο το χρόνο ζούσε με την προσμονή, πότε θα έρθει η ώρα να βυθιστεί επιτέλους στη νωχέλεια των διακοπών. Μέσα στην περίοδο των διακοπών μπορούσε να βυθίζεται στις σκέψεις του ανενόχλητος. Έκανε επίμονες εξαντλητικές αναλύσεις, πολιτικές προπάντων. Τελευταία παρατηρούσε πως επιχειρείται μια μετατόπιση της κοινής γνώμης από τη διαφθορά των πολιτικών προς την γενικότερη εγκληματικότητα, τις συμμορίες, τις απαγωγές και τα παρόμοια. Και λοιπόν, τι;  Σιγά τα ωά!
 Έγραφε γράμματα, δεκάδες γράμματα. Έστελνε μερικά σε φίλους μπιστικούς, τ’ άλλα τά σκιζε. Ήθελε να μοιράζεται τις σκέψεις του με κάποιον. Τον κυρίευε μια βαριά κατάθλιψη όταν αναλογιζόταν πιο άραγε θα ήταν τον μέλλον αυτής της χώρας. Με τόσο βαθιά ριζωμένη διαφθορά, πως άραγε μπορούμε να ελπίζομε για το μέλλον, πώς να δώσομε λίγη αυτοπεποίθηση στα παιδιά μας; Πως θα βαδίσει μπροστά η νέα γενιά; Αλλά και πιο θα ήταν το μέλλον του πλανήτη με τόσα ήδη οξυμένα περιβαλλοντικά προβλήματα;
  Μοιραία ο λογισμός του στρεφόταν στους αρχαίους ημών προγόνους. Σπουδαία αλήθεια παρηγοριά αυτοί οι αρχαίοι. Για παράδειγμα, ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής τον συγκινούσε πατόκορφα. Ο μύθος του Οιδίποδα, η Ιοκάστη, η  Ηλέκτρα, η Αντιγόνη έκαναν τα συναισθήματά του να διευρύνονται, να απογειώνονται, να αποκτούν μια υφή αιθέρια , να υπερνικούν τα άλματα των ασύνδετων σκέψεων που κάποτε – ευτυχώς σπάνια- έκαναν την αναπνοή του να κόβεται και να τρέχει πανικόβλητος σε κάποιο γιατρό.
 Ήξερε πως έπασχε από κάποιες φοβίες, «ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές» τις αποκαλούσε ο γιατρός. Τι να σου κάνει κι ο γιατρός όταν είναι ξερό το κεφάλι σου.
  Αγαπούσε τη μουσική. Μάρκος  Βαμβακάρης - μια φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά. Γιάννης Παπαϊωάννου  -σουρωμένος θα ρθω πάλι στην παλιά σου γειτονιά. Μπαγιαντέρας -σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει, Χιώτης, Καλδάρας, Μητσάκης και πάει λέγοντας. Του άρεσε ν’ αφήνει τη σκέψη του να ταξιδεύει στα μελλούμενα. Προσπαθούσε να μαντέψει πως θα είναι το μέλλον.
 -Τότε όμως, σ’ αυτό το μέλλον, θα έχουν ξεπεταχτεί άλλοι, νεώτεροι από εμένα, πολίτες με  διευρυμένη παιδεία, με πίστη στη δημοκρατία την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, άνθρωποι που θα προσφέρουν την ικμάδα του μυαλού και της ψυχής τους στην αμφισβήτηση, στις νέες ιδέες, στην ανανέωση και στην πρόοδο.
  Βαριά η κατάθλιψη πλακώνει τους δυστυχείς, τους αδύναμους ανθρώπους. Η οικονομική κρίση (ή αλλιώς η αναδιανομή του πλούτου από τους ισχυρούς) τα έκανε όλα δυσκολότερα. «Με την πρώτη σταγόνα καλοκαιριού σκοτώθηκε η μελαγχολία. Με την πρώτη σταγόνα της βροχής θα σκοτωθεί το καλοκαίρι.», έγραψε στο ημερολόγιό του τη δέκατη μέρα του Ιουλίου.
 «Πιθανή καταθλιπτική συνδρομή», έγραψε  ο γιατρός στο βιβλίο ασθενών. Λίγα χάπια σεροξάτ και όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Φόρεσε το σακάκι του και χάθηκε πάλι στο βάθος του δρόμου και μέσα στη μοναξιά του.  


                   ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ

   Έχω ένα φίλο απ’ τα μαθητικά θρανία, φίλο ζεστό, της καρδιάς. Τον έχω ακριβά φυλαγμένο στο φιλντισένιο ντουλάπι της ζωής μου και θα τον κρατώ εκεί ίσαμε το τέλος, φυλαχτό απ’ την εικονική πραγματικότητα και τη φτηνή κουλτούρα που έχω συναντήσει.
  Πάντα του άρεσε να κρατεί ημερολόγιο από τις εκδρομές του παλιού καιρού. Ουσιαστικά ήταν το ημερολόγιο της ζωής μας. Τότε που τρέχαμε και γελούσαμε ξένοιαστα.   Είμαστε χαρούμενοι κι ανέμελοι τότε, γιατί είμαστε ακόμη στη φάση της ανόδου, στο ανέβασμα. Ανεβαίναμε το βουνό της ζωής και δεν υποψιαζόμαστε το κατέβασμα και το βάραθρο που έχασκε στη  άλλη πλευρά!
  Σήμερα αναπολεί τα παλιά και αξέχαστα, ο καλός μου φίλος. Σήμερα ανοίγει συνεχώς βιβλία, αναζητώντας την αλήθεια. Σήμερα, όποτε βρει ευκαιρία ζητά τη γνώμη μου για ότι σημαντικό: Για τα περιβαλλοντικά προβλήματα, για την οικονομική κρίση, για τη νέα γρίπη, για όλα τα μεγάλα θέματα που απασχολούν το σημερινό άνθρωπο. Ζητά τη γνώμη μου γιατί φοβάται πως κάποιοι, κάπως, επιχειρούν να επηρεάσουν την ορθή κρίση του με «πλύσεις εγκεφάλου». Δεν του διαφεύγει πως υπάρχουν μηχανισμοί επηρεασμού της κρίσης μας, πως τα ΜΜΕ με τον συνεχή βομβαρδισμό πληροφοριών και εντυπώσεων μας αναγκάζουν να χάσομε τελικά την αίσθηση του μέτρου, την ικανότητα αξιολόγησης των γεγονότων, να χάνομε την αίσθηση του σημαντικού και του ασήμαντου, του κρίσιμου και του ευτελούς. Φοβάται πως ο σημερινός άνθρωπος κινδυνεύει να μεταβληθεί σ’ ένα άβουλο ανθρωπάκι καταναλωτικό, ένα «χαχόλο», ένα ακίνδυνο ρομπότ που του αρκούν μερικά παιχνιδάκια για να νοιώθει ευτυχισμένο μέσα σε μια εικονική τύπου φέισμπουκ πραγματικότητα!
 Έτσι, σαν το νερό περάσανε τα χρόνια  αγαπημένε μου φίλε. Έτσι διατηρήσαμε την ανθρώπινη υπόστασή μας. Καταφέραμε να διατηρήσομε σε κάποιες γωνιές της καρδιάς μας τη λαχτάρα και τη νοσταλγία, φρέσκιες σαν φρέσκο αμαριώτικο νερό.
 Αυτές τις αμόλυντες γωνιές της καρδιάς μας εξακολουθούμε να τις ακριβοφυλάμε μέχρι σήμερα. Θα συνεχίσομε να βαδίζομε μαζί αγαπημένε μου φίλε, μέσα σ’ αυτό το στυλιζαρισμένο σκηνικό,  μέσα σ’ αυτή τη μποτιλιαρισμένη κοινωνία όπου όλοι μαζί κριτικάρουν και κορνάρουν και μαρσάρουν δήθεν βιαστικοί και δήθεν εκνευρισμένοι.  Θα μοιάζομε μάλλον με καπετάνιους που ατενίζουν ατάραχοι το φουρτουνιασμένο πέλαγος. Θα μας βρίσκουν απέναντί τους, πάντοτε, στους αιώνες των αιώνων, οι εξυπνάκηδες, οι καταφερτζήδες και οι τσαρλατάνοι της ζωής. Μα και όποτε χρειασθεί, εμείς φίλε μου θα υψώνομε τη φωνή μας κόντρα στο ρεύμα και στον άνεμο. Χαμογελαστοί και ατάραχοι. Ευθαρσώς κι επωνύμως.




               Η  ΚΥΡΑ – ΙΣΤΟΡΙΑ
                                    
 Με πήρε από το χέρι και με τράβηξε απαλά να περπατήσω μαζί της. Όταν φτάσαμε στο ξέφωτο του δάσους με πρόσταξε να καθίσω. Ήταν η κυρά - Ιστορία….
  Ώριμη μα επιβλητικά όμορφη, αυστηρή μα και μειδιώσα, σοβαρή μα και ονειροπόλα μιλούσε κοιτάζοντάς με βαθιά μέσα τα μάτια. Ήθελε να με ξέρει, να γνωρίσει την εσωτερική μου δομή μέχρι το απόλυτο βάθος.
 Είχε πάθος με την απόλυτη αλήθεια η κυρά - Ιστορία. Ό ήλιος έφτανε ψηλά και έκανε ζέστη. Διψούσα, όχι για νερό, διψούσα για τη γνώση. Ήταν μια δίψα ακατάσχετη. Ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό μου. Η δίψα του ανθρώπου να μαθαίνει, να μαθαίνει και πάλι να μαθαίνει.
 Εκείνη αδιαφορούσε για την αγωνία μου. Μιλούσε ολοένα και πιο γρήγορα καθώς εγώ ρουφούσα τα λόγια της.  Δε ήταν μια απλή έκθεση γεγονότων. Ήταν η ερμηνεία τους. Ήταν η κριτική τους. Ήταν ένας κόσμος που ανοιγόταν μπροστά μου, καινούργιος και αμείλιχτος, η ηδονή της γνώσης που ήταν γραφτό να γνωρίσω.
 Η κυρά – Ιστορία με κοίταζε βαθιά στα μάτια. Μεταξύ μας είχε δημιουργηθεί μια σχέση ιδιότυπη, σχεδόν ερωτική. Ένα αόρατο πληκτρολόγιο λες κι έγραφε κι αποτύπωνε μέσα μου ανεξίτηλα, τα λόγια της.
 Ο ιδρώτας εξακολουθούσε να τρέχει από το παγωμένο μου μέτωπο. Ο εγκέφαλός μου εξακολουθούσε να πάλλεται ενώ ο ήλιος έγερνε προς στη Δύση. 
 Η κυρά – Ιστορία με κοίταζε βαθιά στα μάτια. Τα μηλίγγια μου χτυπούσαν ρυθμικά. Ανάσαινα βαθιά και βαριά.
 Ήμουν εγώ, μα συγχρόνως δεν ήμουν εγώ, ακριβώς ο ίδιος. Ήμουν ένας πολίτης του κόσμου. Είχα αλλάξει, γίνει πια ένας υπεύθυνος άνθρωπος. Είχα πεθάνει και είχα ξαναγεννηθεί.
 «Η Ιστορία δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν. Ανήκει σ’ αυτούς που την αγαπούν και την ερωτεύονται», φώναξα με δύναμη, να μ’ ακούσει ο κόσμος όλος.

 Υ.Γ. Το άρθρο αφιερώνω στο ιστορικό χωριό Μέρωνας που μου κάνει την τιμή να παρουσιάζει σήμερα Σάββατο βράδυ το βιβλίο μου, ενώ συγχρόνως η Ιστορία θα φανερωθεί ολοζώντανη μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας του 14ου αιώνα!



              ΚΑΒΑΦΙΚΑ ΕΠΩΔΥΝΑ

 Τον έλεγαν Μυρτία. Βγήκε στο δρόμο χαρούμενη διάθεση και ένα ανεξήγητο κέφι. Τραγουδούσε και σφύριζε, «τα ματόκλαδά σου λάμπουν»!
     Ήταν  χαρούμενος γιατί είχε πάρει την απόφασή του: «Θα μείνω πάντα και πεισματικά, ένας μοναχικός καβαλάρης. Ένας μελαγχολικός και μόνος καουμπόη. Ένας αποφασισμένος Λούκυ Λούκ. Γεννήθηκα αυτόνομος και τέτοιος θέλω να παραμείνω».
  Η σκέψη πως ο κύβος ερρίφθη τον πλημμύριζε χαρά. Ένα κύμα θριάμβου τον σκέπαζε πατόκορφα και η μαγεία της ουτοπίας τον είχε συνεπάρει.
 Η σκέψη του, αυτόνομη κι αυτή. «Δεν θα θεωρήσω τίποτα εξ αρχής σαν δεδομένο. Θα τα εξετάζω όλα πρώτα εξονυχιστικά και ύστερα  θα τα υιοθετώ ή θα τ’ απορρίπτω. Γεννήθηκα πεισματάρης….και βάλε! Δεν παρασύρομαι, δεν υποχωρώ, δεν παρακαλώ, δεν παραχωρώ. Δεν μ’ αρέσει το χειροκρότημα. Ούτε το επιζητώ ούτε το προσφέρω μ’ ευκολία σε οποιονδήποτε. Δεν με συγκινεί η γραβάτα της υποκρισίας. Κοιτάζω γύρω. Τα πανεπιστήμια νοσούν, η παιδεία νοσεί, η υγεία νοσεί, η κοινωνία νοσεί, η πολιτική ζωή νοσεί. Πάει τ’ αποφάσισα, θα γίνω γιατρός μήπως και καταφέρω κάτι απ’ όλα αυτά να γιατρέψω …Μην περιμένετε από την πολιτική και από την επιστήμη τίποτε. Μη ματαιοπονείτε, του είχε πει κάποτε κάποιος περατικός, και ο Μυρτίας τον είχε κοιτάξει κατάπληκτος.
 Θα ήθελε να ήταν αγρότης. Να ανασαίνει τον αέρα της ελευθερίας και να πηγαίνει στον Πειραιά να διεκδικεί τα δίκια του. Μα αυτό δεν γίνεται πια.
  Ο Μυρτίας συνέχισε να σκέφτεται: «Νοσεί ακόμη και η γλώσσα μου. Φωνάζω ελληνικά κι δεν μου αποκρίνεται κανένας!»
  Κάποιος που τον λένε κι αυτόν  Οδυσσέα σταυροκοπιέται και μουρμουρίζει: «Μονάχη έννοια  η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Στη γλώσσα την ελληνική θα βρεις όχι μόνο τις αδρές έννοιες αλλά και τις πιο λεπτές αποχρώσεις. Άλλο πράγμα είναι η επιθυμία κι άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα κι άλλο το μαράζι. Λεπτομέρειες χωρίς σημασία, θα μου πεις φίλε. Δεν θα προσπαθήσω άλλο να σε πείσω».
  Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια:
  «Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Θα απολαύσω ένα θεαματικό αγώνα ποδοσφαίρου αλλά το πάθος του ποδοσφαίρου δεν θ’ αφήσω να με κυριεύσει ολότελα, αφού άλλωστε γνωρίζω ότι τελικά το σημερινό ποδόσφαιρο δεν είναι τόσο αθλητική αλλά οικονομική υπόθεση. Θα παρακολουθήσω μια παράσταση, ακόμη κι ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση, αλλά δεν θα εμπιστευθώ τη μόρφωσή μου στην τηλεόραση, με τα πρωινάδικα, τα κουτσομπολιά, τα διάφορα τηλεπαιχνίδια, τα σίριαλ, τα ριάλιτι. Δεν θα πω στο παιδί μου τα υποκριτικά και ανούσια:  «Μάθε, παιδί μου, γράμματα, για να προκόψεις στη ζωή», «φάε τη ζωή σου στα θρανία, για να πάρεις γνώσεις και πτυχία», αλλά τα ρεαλιστικά και ουσιώδη: «μπες, παιδί μου, στα κυκλώματα για να προκόψεις στη ζωή σου».
  Κατάκοπος και απογοητευμένος ο Μυρτίας έπεσε να κοιμηθεί τις πρωινές ώρες. «Ο Θεός θα μ’ ανταμείψει και θα με δικαιώσει», μονολόγησε και βυθίστηκε στον ύπνο του δικαίου.




                         Μεγαλεία

 «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς.
Κι όσο εμπροστά προβαίνεις, τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι…»

Το ποίημα αυτό που έγραψε ο Καβάφης το 1911 δεν το ξαναθυμήθηκα τυχαία. Ο Καβάφης είναι εύστοχος και καυστικός και φωτογραφίζει ευρηματικά την αλαζονεία και την έπαρση της εξουσίας.

- Μα επιτέλους τι σ’ έπιασε και ασχολείσαι με την εξουσία και την αλαζονεία της; Εμείς είμαστε μικροί, και δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτα. Είμαστε περίπου ασήμαντοι, δεν έχουμε ειδικό βάρος! Ο Θωμάς χειρονομούσε και φώναζε, παρατήρησα όμως πως δεν τολμούσε να με κοιτάξει στα μάτια. Αμφέβαλλε ο ίδιος για τα λεγόμενά του και περίμενε την αντίδραση.
- Δεν γίνεται όμως από την άλλη να παραμένουμε απλοί θεατές. Δεν μπορώ να είμαι βουβός. Θέλω να ξέρω. Θέλω να κρίνω, να συνειδητοποιώ και να συναισθάνομαι. Θέλω να είμαι ον σκεπτόμενο, υπεύθυνο, κριτικό, πολιτικό, να παρασύρω και άλλους -ιδίως τους νεώτερους- να γίνονται σκεπτόμενοι άνθρωποι.
- Ας ανοίξομε λοιπόν το λεξικό. Τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «αλαζόνας»;
- Αλαζόνας είναι ο υπερόπτης, αυτός ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους και συμπεριφέρεται ανάλογα. Ας δούμε τον αλαζόνα από κοντά. Ας τον αναλύσουμε. Έχουμε ένα άτομο που πιστεύει πως ολόκληρο το σύμπαν δημιουργήθηκε για τον ίδιο και το είδος του.
Το χαρακτηρίζει μια έπαρση, μια οίηση και μια ιδιοκτησιακή αντίληψη για το κράτος και την εξουσία. Ο σύγχρονος Μέτερνιχ διακηρύσσει με κάθε τρόπο πως «το κράτος είμαι εγώ».
Είναι αδύνατον να αντισταθεί στα μεγαλεία! Τι τελετές, τι χειροκροτήματα, τι κολακείες, τι πολυτέλεια! Μοιάζουν τόσο ατελείωτα τα πελάγη της ευτυχίας, που όταν έρθει η στιγμή που ο Αρτεμίδωρος θα φτάσει και θα δώσει το σήμα «Πρόσεξε!», εκείνος δεν θα του δώσει σημασία. Θα είναι απασχολημένος με τα όσα ενδιαφέροντα συντελούνται γύρω του και δεν θα δώσει σημασία στην ειδοποίηση του Αρτεμιδώρου και αυτό θα είναι μοιραίο. Η έπαρση του Καίσαρα και η κομβική παρέμβαση του Αρτεμιδώρου την κρίσιμη στιγμή είναι συγκλονιστικά διδακτικές. Ο Καίσαρ θα αγνοήσει την προειδοποίηση του Αρτεμιδώρου και θα το πληρώσει ακριβά.
Να λοιπόν το αναπότρεπτο φινάλε, όπως το περιγράφει ο Αλεξανδρινός:
«Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια, έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω, εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία, αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα, είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς μη λείψεις ν’ αναβάλεις κάθε ομιλίαν ή δουλειά μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις (τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου».



      ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
        
 Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν ο Θωμάς χτύπησε την πόρτα μου ορμητικός, σχεδόν αλλόφρων, προστάζοντάς με ν’ ανοίξω χωρίς αναβολή. Έπρεπε, εδώ και τώρα, να με δει, να μ’ αγγίξει, να μου μιλήσει! 
 -Άνοιξε λοιπόν, εμπρός άνοιξε! Πρέπει να σου τα πω, δεν αντέχω, όπως πολύ καλά το ξέρεις είμαι λιγόψυχος. Μόνον εσύ θα με καταλάβεις!
Μπήκε, στρογγυλοκάθισε, και  χωρίς να περιμένει το κλασσικό καφεδάκι άρχισε:
 -Πως είναι δυνατόν; Δεν επαναστατείς; Ήταν γραφτό να το δούμε κι αυτό: Αναγεννησιακό φεστιβάλ στο Ρέθυμνο χωρίς καν αναφορά στην Κρητική Αναγέννηση. Χορτάτζης, Κορνάρος και όλοι οι άλλοι … άφαντοι, ανύπαρκτοι. Γιατί δεν μιλάς;   
 Ο Θωμάς ήταν χείμαρρος, δεν γινόταν να σταματήσει.
 -Πρώτα – πρώτα ας μη μηδενίζομε την όποια προσπάθεια, άρχισα. Η διοργάνωση ήταν γενικά καλή και σίγουρα κοπιώδης. Όμορφη μουσική, σωστοί συντελεστές, σεβασμός στο κοινό. Θα συμφωνήσω μαζί σου φυσικά, πως απουσίαζε εντελώς το Κρητικό σκέλος της Αναγέννησης, η Κρητική διανόηση, το Κρητικό Θέατρο. Αυτό ήταν το στοιχείο που αν υπήρχε, θα έκανε τη διοργάνωση πιο πλήρη και πιο προσιτή στο ευρύ κοινό. Μην τα βάζεις όμως μαζί μου Θωμά. Το ξέρεις καλά πως η γνώμη μου δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν. Ας αφήσομε τους έχοντες την ευθύνη  να κάνουν ότι νομίζουν.
 -Έλα όμως που δεν έχεις το δικαίωμα να σωπαίνεις. Εγώ, η φωνή της συνείδησής σου θα σ’ αναγκάσω να μιλήσεις. Όποιος γνωρίζει δεν έχει δικαίωμα να σωπαίνει.
 -Μεγάλη κουβέντα θαρρώ πως είπες, Θωμά. Όποιος γνωρίζει δεν έχει δικαίωμα να σωπαίνει.
  Πλησίασα στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Παιδιά έπαιζαν στο δρόμο αμέριμνα, με φωνές και χάχανα. Κυρίως για χάρη της νέας γενιάς, δεν έχομε δικαίωμα να σωπαίνομε, σκέφτηκα. Πολύ φοβούμαι πως στο μέλλον αυτά τα παιδιά, τα παιδιά μας, δεν θα γνωρίζουν καν το όνομα του Χορτάτζη, του μεγάλου αυτού Ρεθεμνιώτη ποιητή. Το όνομά του σταδιακά αφήνεται να περνά στο χώρο της λήθης, έτσι που μετά από μερικά χρόνια, ελάχιστοι θα τον θυμούνται.
 -Ε, λοιπόν, όχι! Δεν έχω το δικαίωμα τα σωπαίνω. Άκουσέ τα λοιπόν. Ο Γεώργιος Χορτάτζης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αιώνα και πέθανε μετά το 1605.  Θεωρείται ως ο πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου. Ο Χορτάτζης πήρε το Ρεθεμνιώτικο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και το μετέτρεψε σε ολοκληρωμένη γλώσσα. Ο περίτεχνος στίχος του προκαλεί το γενικό θαυμασμό. «Κι έκαμε την Πανώργιαν του με ζαχαρένια χείλη μαζί με τον Κατζάροπον, την άξιαν Ερωφίλη». Εγώ λοιπόν στα δρώμενα, θα προτιμούσα να χειροκροτήσει ο κόσμος όχι το Δόγη και τους Βενετούς, αλλά το Χορτάτζη!
 Ο Χορτάτζης είναι ο σημαντικότερος αλλά όχι ο μόνος εκπρόσωπος της Κρητικής Αναγέννησης. Ιδού και οι άλλοι: Ο Στειακός Βιτσέντζος Κορνάρος, οι Ρεθύμνιοι  Μπουνιαλής,  Τρωίλος, Αχέλης, Σαχλίκης, Μπεργαδής, Πόρτος, Φουρλάνος, Πικατόρος,  Ζαχαρίας Καλλιέργης καθώς και ο μέγας και τρανός Φραγκίσκος Μπαρότσης από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Όλα αυτά τα ονόματα άνθισαν και φούντωσαν με λουλούδια απίστευτα, εκείνα τα χρόνια στην Κρήτη.  
 Αλλά αφήστε με να σας πω και για κάποιον από το χώρο της μουσικής. Ιδού ο μέγας και πολύς Φραγκίσκος Λεονταρίτης (1518 - 1572). (Χειροκρότημα). Ήταν κρητικός αναγεννησιακός συνθέτης και βαρύτονος. Γεννήθηκε στο Χάνδακα αλλά αργότερα κατέκτησε τη Βενετιά ολόκληρη με τη μουσική του. Στοιχεία για τη ζωή και το έργο του έγιναν γνωστά μόλις τη δεκαετία του 1980, μετά από έρευνες του ιστορικού και φιλόλογου Νικόλαου Μ. Παναγιωτάκη. Ο επιστήμονας αυτός  άρχισε σιγά σιγά να συνθέτει τα κομμάτια του "πάζλ" και να ανασύρει από την λήθη στο φως την ιστορία του μοναδικού Ελληνα και μάλιστα Κρητικού συνθέτη της Αναγέννησης. Χρειάστηκαν έρευνες οκτώ περίπου χρόνων για να συγκεντρωθεί ένας μεγάλος αριθμός πληροφοριών που τοποθετούσε ξανά τον Λεονταρίτη στη περίοπτη θέση που του άξιζε μετά από τόσα χρόνια λησμονιάς.
  Στ’ αλήθεια όμως, απορώ, γιατί πρέπει εγώ να τα λέω όλα αυτά. Έτσι κι αλλιώς δεν είμαι ο καταλληλότερος. Θα ήθελα να βγουν και να πουν τη γνώμη τους οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου. Δόξα τω θεώ υπάρχουν αρκετοί. Τους ζητώ να παρέμβουν και πιστεύω πως θα το κάνουν.  
 Αλλά ας τελειώνω με την ιστορία μου. Η ώρα ήταν περασμένη. Τα παιδιά εξακολουθούσαν να παίζουν με φωνές, κάτω απ’ το παράθυρό μου. Τα κοίταζα για πολλή ώρα μέχρι που ο ήλιος βασίλεψε βάζοντας φωτιά στον ορίζοντα.
 Ο Θωμάς έχει φύγει. Ένας – ένας και όλοι οι άλλοι φίλοι μου, κουρασμένοι σηκώνονται και φεύγουν. Έχω μείνει μόνος ν’ ακούω τις φωνές των παιδιών κάτω απ’ το παράθυρο. Έχω μείνει να μοιάζω με έναν μικρό Δον Κιχώτη μέσα σε κάποιο βιβλίο του Θερβάντες, που παλεύει με θεριά και φαντάσματα.



                        ΠΡΕΠΕΙ!

 Σας προειδοποιώ. Σήμερα το έργο μας θα είναι δύσκολο! Σας καλώ να καταδικάσομε τα κάθε λογής «πρέπει». Τη λέξη «πρέπει» την χρησιμοποιούμε κάθε μέρα. Εμείς οι γονείς που την εκτοξεύουμε προς τα παιδιά μας (πρέπει να διαβάζεις, να πάρεις πτυχία, πρέπει να μιλάς πέντε γλώσσες κλπ). Εσείς οι δάσκαλοι που την χρησιμοποιείτε καθημερινά μέσα στην τάξη (στα νιάτα η λέξη καθόλου δεν αρέσει). Εσείς οι κομματικοί καθοδηγητές προς τα μέλη του κόμματος είτε οι κυβερνώντες για να κάνετε παραινέσεις προς τους πολίτες. Όλους μαζί, σας καλώ σήμερα να καταδικάσομε τη λέξη «πρέπει».
  Πίσω από τα «πρέπει», θα μου πείτε, βρίσκονται οι αξίες που οφείλουμε να υπερασπιστούμε, δηλαδή η αμοιβαιότητα, η ισότητα, η εργατικότητα, το «ου κλέψεις» κλπ . Πώς να καταδικάσομε τις αξίες;
 Έχομε όμως ξεφύγει. Το έχομε παρακάνει με το «πρέπει». Με τα ατελείωτα «πρέπει» φτάσαμε ως εδώ. Πρέπει στο σπίτι, πρέπει στο σχολείο, στην εκκλησία, στο κόμμα, παντού.
 Πίσω απ’ τα «πρέπει» τα πολλά και τις «αξίες», συχνά κρύβεται η υποκρισία και το θέατρο. Μην αρκεσθείς στην επιφάνεια και ψάξε στο βάθος. Σε όλα όσα λένε και δείχνουν. Πίσω απ’ το προφανές ψάξε να βρεις την καλυμμένη αλήθεια. Πίσω από τα πρέπει τα πολλά, ψάξε και θα βρεις το σκοτεινό κράτος του φόβου, την απίστευτη ανασφάλεια της  εξουσίας, της κάθε εξουσίας.
 Γι αυτό δεν αγαπώ τα πρέπει. Απ’ το συνταγολόγιο των «πρέπει», εγώ προτιμώ τη θετική δράση που γεννά η συνείδηση, ο εθελοντισμός, η συντροφικότητα, η τέχνη, η ανθρωπιά. Προτιμώ την ανοιχτή καρδιά, την ειλικρίνεια και την αμφισβήτηση του κάθε στερεοτύπου.
 Απ’ τους (ελάχιστους άλλωστε) ήρωες που «θυσιάζονται» με σημαία τους κάποιο «πρέπει» προτιμώ τους απλούς ανθρώπους που χαίρονται τη ζωή και προστατεύουν την ποιότητά της επειδή απλά το επιλέγουν, επειδή το θυμικό τους σπρώχνει προς τα εκεί. Όπως λέει και ο Αντώνης Ανηψητάκης, «προτιμώ να εμπνέομαι απ’ του πολύτροπου Οδυσσέα το μυαλό παρά απ’ του ηρωικού Αχιλλέα το θυμό». 
 Υπάρχει, ξέρετε, ένας ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω του κάθε ανθρώπου. Ο πόλεμος αυτός είναι ανηλεής και δεν θα μας αφήσει ποτέ σε ησυχία.
 Τα «πρέπει», οχυρωμένα σε βαθιά χαρακώματα από την πρώτη ακόμη παιδική ηλικία, αντιστέκονται σθεναρά. Τα «θέλω», ζωηρά και ασυγκράτητα κάνουνε κάθε τόσο ένα γιουρούσι. Το ένα γιουρούσι διαδέχεται το άλλο και η σύγκρουση δεν έχει έλεος.   
 Μέσα μου, τα «πρέπει» και τα «θέλω» παλεύουν ακόμη. Ποτέ μου δεν συμφιλιώθηκα πραγματικά με τα πρέπει, ενώ τα «θέλω» με πολιορκούν, με γδέρνουν και με ματώνουν. Στο βάθος εγώ τα «θέλω» μου τ’ αγαπώ, θέλω να τ’ αφήσω να ζήσουν, όπως κι εσείς άλλωστε τα’ αγαπάτε. Να ζουν, εκατό φορές να ζουν, κι ας με ματώνουν!



                  ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

                                                          
  Με τις πρώτες αναπνοές του Ιούλη, πάντα κάτι μεγάλο συντελείται μέσα μου. Κάτι που – όπως λέει και ο ποιητής - σχίζει τη θολή γραμμή των οριζόντων και φέρνει τη γη πιο κοντά στον ουρανό. Κοντολογίς, συμβαίνει μέσα μου κάτι μεγάλο.
 Τα ίδια και φέτος. Τρέχω λοιπόν κι εγώ χωρίς δισταγμό κι επιβιβάζομαι στο Ιστιοφόρο της Φυγής. Ο καπετάνιος με περίμενε.
 -Άφησε τις μαγείες Μανόλη (με αποπήρε), και προσγειώσου στην πραγματικότητα. Εδώ η χώρα σείεται συθέμελα από κρίσεις και σκάνδαλα κι εσύ λες πως γοητεύεσαι από τον Ιούλιο μήνα;  
 -Βάζω στοίχημα – είπα δαγκάνοντας ένα λεμόνι - πως καθώς δαγκάνω αυτό το λεμόνι αποδεσμεύονται τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του. Ο ήλιος θα αναζωογονήσει τα φυτά κι ένα φύλλωμα λέξεων θα με ντύσει. Κοντολογίς, να, αυτό είναι η ποίηση!
 -Μα τι λες τώρα, ποιήματα απαγγέλλεις Μανόλη; Προσγειώσου και κατάλαβε πως ο ήλιος είναι απλά ένας  ισχυρός αντιδραστήρας που ακτινοβολεί, ή για να το πω αλλιώς, στέλνει ασύλληπτες ποσότητες φωτονίων, σωματιδίων και κυμάτων με τεράστιες ταχύτητες προς όλες τις κατευθύνσεις, είπε ο καπετάνιος του ιστιοφόρου με αυστηρό ύφος.
 Κατάλαβέ το, συνέχισε ο καπετάνιος. Μέσα εδώ, μόνο εγώ κάνω κουμάντο, όχι ο Καββαδίας μήτε κανένας άλλος. Εγώ επιβάλλω τους όρους του παιχνιδιού. Δεν μπορεί ο καθένας να λέει τα δικά του!
  Όμως εγώ, ο Μανόλης, δυστυχώς διαφωνούσα!
  -Όχι δεν συμφωνώ, δεν πρόκειται για ένα απλό φυσικό φαινόμενο, επέμεινα πεισματικά. Δεν ερμηνεύονται όλα με τη φυσική, με φυσικούς νόμους και  μαθηματικούς τύπους. Αυτό το γιγάντιο ουράνιο σώμα που ο άνθρωπος αντικρίζει για χιλιετίες συνεχώς από την πρώτη ύπαρξή του στη γη, αυτός ο ήλιος έχει αποχτήσει πια άλλες σημασίες, συμβολικές, υπερβατικές, συνειρμικές και αυτόνομες.
 Καπετάνιε και φίλε μου, αντί να με κοιτάζεις με δυσπιστία, κάνε ένα πείραμα. Διάλεξε ένα οποιοδήποτε πρωινό του Ιούλη, ντύσου ελληνικά, (μ’ ένα  κομπολόι στο χέρι και ξεμπετουριασμένος οπωσδήποτε) και κατέβα στο λιμάνι.
 Η ώρα είναι ας πούμε οχτώ. Μπροστά σου θα ξεδιπλωθεί μια πλημμυρίδα φωτός αμείλικτου, που καταιονίζεται συνειρμικά πάνω απ’ τη μικρή πολιτεία.
 Προσήλωσε μετά όλες τις αισθήσεις σου στα σπιτάκια της παλιάς πόλης, στα καΐκια, στις βάρκες που λικνίζονται νωχελικά στα νερά. Προσηλώσου στα αστραφτερά βότσαλα εκεί στην ακροθαλασσιά και αναφώνησε:
  «Α, εσείς ευτυχισμένοι ψαράδες, οι ηλιοκαμένοι και ανυποψίαστοι, οι ταπεινοί και θεόρατοι, εσείς που ζείτε αυτή την άσπιλη ζωή μπροστά στη γαλανή απεραντοσύνη, μπροστά στην αεικίνητη θάλασσα! Δεν ξέρω τίποτα πιο αληθινό στον κόσμο από εσάς!»
  Ο καπετάνιος με κοίταζε έκπληκτος καθώς χειρονομούσα. Συνειδητοποίησα πως στεκόμουν όρθιος στην πλώρη και κραύγαζα.


 Η αίσθηση πως βρισκόμουν πάνω στο ιστιοφόρο καταμεσής στο Αιγαίο με συγκλόνιζε.
 Ο συνοφρυωμένος καπετάνιος δεν με λυγούσε. Τίποτα δεν θα με λυγούσε.  Ένας ήλιος από πάνω μου βασανιστικός, συγκεντρωτικός, σχεδόν μεθυσμένος μεσουρανούσε. Σωστός ελληνικός θεός ήταν αυτός ο ήλιος, με εξουσία στους τέσσερις ανέμους, στις τρεις χάριτες και στις εννέα μούσες.
 Το ιστιοφόρο συνεχίζει να σχίζει τη θάλασσα. Όλα λικνίζονται ανάμεσα στ’ αφρισμένα κύματα, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Ένα  γλαρόνι μας ακολουθεί και μας γνέφει. Μαλλιά και πουκάμισο ανεμίζουν ελεύθερα. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Είμαι ένας άνθρωπος άλλος, ένας θαλασσοπόρος που ψάχνει τη Νέα Γη του με απελπισία. Είμαι (όπως ακριβώς κι εσείς) ένας Οδυσσέας που γυρεύει την Ιθάκη του. 
  Ο ήλιος συνεχίζει ακούραστος να σαρώνει τα καταστρώματα.
  -Μη φοβηθείς, μη μετανιώνεις, μη γυρίζεις πίσω. Όρτσα τα πανιά! Ακούσθηκε παράφορη η φωνή του καπετάνιου που στα μάτια μου δεν ήταν πια καπετάνιος. Είχε γίνει τώρα ο Ποσειδώνας, ο Νεφελοσυνάχτης Δίας, ένας Αρχάγγελος.



               ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
     Βγήκε έξω ζητώντας να δει λιγάκι πολιτεία καθώς την έλουζε το φεγγάρι. Ένοιωθε κάπως σαν η πόλη να του χαμογελούσε! Ακουγόταν απίστευτο, και όμως η πόλη χαμογελούσε. Σα μια γυναίκα τυλιγμένη σε ένα μαύρο στενό φόρεμα, να διαγράφη τις καμπύλες της, γελώντας με ένα καμπανιστό – τραγουδιστό γέλιο στο μισοσκόταδο.
 Χειμώνας και κρύο. Καιρός για δύο. Κι εμείς οι δύο, στο δρόμο μαζί, εγώ και η πόλη, πιασμένοι χέρι –χέρι, έτοιμοι για έναν περίπατο, έτοιμοι για ένα μπουκάλι κρασί βενετσιάνικο, ίδιο μ’ αυτό που πρόσφεραν οι αιώνες στην Κρήτη να πίνει, να ζαλίζεται κι εκείνοι να βρίσκουν ευκαιρία να τη σκλαβώνουν.
 -Καλησπέρα. Πως είσαι απόψε; Φαίνεσαι αλήθεια τόσο όμορφη. Θέλεις να πάμε μια βόλτα μαζί; Θα καθίσουμε πρώτα στο ταβερνάκι, εκείνο που σ’ αρέσει, με τη σοφιστικέ διακόσμηση και την απαλή μουσική. Να, κοίτα, η πόρτα του είναι ανοιχτή, γεμάτη υποσχέσεις. Το κρασί θα βοηθήσει το νου να ταξιδέψει, κι έτσι το όνειρο θ’ ανθίσει. Σιγά- σιγά αρχινάει κανείς να διηγάται και να φλέγεται απ’ της διήγησης την έξαψη. Του κάθε ανθρώπου, πως του αρέσει να διηγάται στον άλλο!  Να βγάνει από τα μέσα του τα βάρη τα κρυμμένα και να τα μοιράζεται με τους άλλους ανθρώπους. Μυστήριο κι αυτό, ανεξήγητο και μέγα. Μπορείς, για παράδειγμα, να φας ολομόναχος; Δύσκολο! Δεν κατεβαίνουν οι μπουκιές. Ούτε το κρασί, ούτε η ρακή κατεβαίνει σαν είσαι μοναχός. Έλα λοιπόν να πάμε μια βόλτα μαζί!
 Χωρίς δισταγμό εκείνη δέχτηκε. Ντυμένη με το μαύρο της φόρεμα ήτανε τόσο όμορφη όσο και μελαγχολική.
 Όμορφη και μελαγχολική πολιτεία. Άραγε είναι έτσι, στ’ αλήθεια μελαγχολική, ή εγώ ήθελα να τη βλέπω έτσι μέσα απ’ τη γκρίζα, αρρωστημένη μου κατάθλιψη;
 -Λίγο κρασί ακόμα, ρώτησα. Μόλις που ακούστηκε ένα «ναι, ευχαριστώ» ανάμεσα στις νότες του Τσιτσάνη.
 Μιλούσα χαμηλόφωνα, όσο μπορούσα πιο ευγενικά, προσπαθώντας να σεβαστώ το κλίμα που εκείνη ήθελε να επιβάλλει. Σιγά – σιγά οι μονολεκτικές απαντήσεις της έγιναν μονόλογος εξομολογητικός και μεθυστικός συγχρόνως.
 -«…Ώ του Χορτάτζη ας ήβριχνα την ξεχασμένη μπέννα, να ξετυλιγαδιάσω σε παντέρμο Ρέθεμνό μας.…».  η γυναίκα μουρμούρισε σαν υπνωτισμένη.  Κι ύστερα πάλι:
 - Βλέπεις; Τη νύχτα, τα πιο τρελά μας όνειρα ανθίζουν, γίνονται κήποι σιωπηλοί  κι αναπάντεχοι…
 Αφήνοντας τον εαυτό μου να γλιστρήσει αργά μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα, άφησα την απάντηση σαν τραγούδι ελεύθερα να βγει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες:
 -Πενήντα χρόνια σε βλέπω και δε σε χορταίνω κυματογέννητη, της ασχημιάς νικήτρα, ωραία και ταπεινή. Πενήντα χρόνια αφήνομαι τριγύρω και μέσα στα σπλάγχνα σου, να κάνω το γύρο του θανάτου. Κοίταξέ με. Από τα μάτια σου θα καταλάβω αν στ’ αλήθεια μ’ αγαπάς. 



                         Ο ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

Συνέβη ξαφνικά. Έτσι όπως συμβαίνουν τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μας. Ίσως –σκέφτηκα – να επηρεάστηκα από την …περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυστηρίου που διανθίζεται με αστυνομικές ιστορίες τύπου Σέρλοκ Χολμς, δηλαδή απαγωγές, αποδράσεις και τα παρόμοια . Κάποια στιγμή ξαφνικά αισθάνθηκα πως κάποιος με παρακολουθεί, κάποιος με κατασκοπεύει. 
 -Σε παρακολουθούν; Καλύτερα! Πολύ καλύτερα, μου είπε ο Θωμάς μόλις του το εκμυστηρεύτηκα. Από το να μη σου δίνει κανείς σημασία, καλύτερα να ενδιαφέρονται για σένα κι ας είναι και κατάσκοποι που σε παρακολουθούν. Αρκεί να μην είναι η …σέχτα των επαναστατών!
 -Όχι, έχω καλό προαίσθημα. Είναι μια ευγενική ψυχή, είναι άκακος άγγελος ο δικός μου κατάσκοπος.
 - Είσαι σίγουρος; Μήπως είναι μεταμφιεσμένος; Μήπως έχει σκοπό να σε απαγάγει; Εδώ παιδί μου, από το Δεκέμβριο στην Ελλάδα συμβαίνουν τόσα και τόσα συγκλονιστικά. Εσένα θα λυπηθούνε; Σ’ όλη την υπόλοιπη Ευρώπη οι άνθρωποι βαριούνται τη ζωή τους ενώ εμείς εδώ ζούμε συναρπαστικά, ωσάν να είμαστε σε πόλεμο: Απαγωγές,  κουκουλοφόροι, μολότωφ, αποδράσεις …
 - Μην ανησυχείς Θωμά. Εμένα ευτυχώς, με παρακολουθούν οι «καλοί». Είναι εκείνοι που παρακολουθούν τις προσπάθειες, τις σκέψεις, τα γραφτά μου. Είναι οι ψυχές που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος και συντονίζονται με τη δική μου. Είναι εκείνοι – και εκείνες – που ακούν τις φωνές της νύχτας και ριγούν με το παραμικρό σημαδάκι της άνοιξης.  
 Άκου και σώπα. Καλύτερα σώπα. Η νύχτα έχει κρυφές διαδρομές. Τα βήματά μας συχνά μας οδηγούν σ’ αυτές. Η πόρτα της ψυχής να μένει ανοιχτή τη στιγμή που στον ουρανό μεσουρανεί ο Ωρίωνας.
 Με παρακολουθείς, το ξέρω. Παρακολουθείς μία – μία τις λέξεις που θα γράψω. Να λοιπόν τι θα γράψω: «Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις. Πρέπει όμως να ελπίζεις.  Αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο». Λόγια του Ηράκλειτου ήταν αυτά, δεν ήτανε δικά μου, μα ξέρω πως θα σ’ αρέσουν. 
 Γνωρίζω τι σκέφτεσαι. Ονειρεύεσαι ξυπνητή. Λατρεύεις τη σχετικότητα και κατανοείς τη ματαιότητα. Σε αρρωσταίνουν οι ρυθμοί της ζωής, το απάνθρωπο «σύστημα». Με παρακολουθείς και στοργικά με κατασκοπεύεις. Βάζεις στο μικροσκόπιο κάθε μου λέξη. Προσέχω κάθε συλλαβή αφού ξέρω πως αυστηρά θα με κρίνεις. Μετά από σκέψη πολλή και καθώς ένα κομματάκι της καρδιάς μου παραμένει παγωμένο, ερειπωμένο κι ανήλιαγο, εγώ γράφω: «Έχομε – σαν χώρα - πέσει πολύ χαμηλά. Πρέπει να πορευτούμε προς μια καινούργια αθωότητα, ελληνική και παγκόσμια».


                                 
                                                  ΟΔΥΣΣΕΑΣ


 Από τη στιγμή που θυμούμαι τον εαυτό μου συγκροτημένο και αυτονομημένο, αισθάνομαι πως ταξιδεύω. Ένας απροσδιόριστος άνεμος μοιάζει να φουσκώνει τα πανιά, σπρώχνοντας το πλοίο της ζωής προς το άγνωστο. Οδυσσέας απτόητος και ονειροπόλος ταξιδεύω κι εγώ, όπως και όλοι εσείς άλλωστε. Το θαύμα της ζωής, και συγχρόνως το δράμα της. Χωρίς να  γνωρίζομε ποιοι ακριβώς είμαστε, τι ακριβώς θέλομε, που ακριβώς πάμε, είμαστε όλοι εν πλω. Στα πανιά, στα σκοινιά, στα κατάρτια. Η Ιθάκη είναι μακριά. Είναι μια αόριστη έννοια.
 Που άραγε είσαι Ιθάκη; Άραγε, μας αγάπησε κανείς, σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, ή ολομόναχοι συνεχίζομε ένα  ταξίδι χωρίς νόημα κι ελπίδα; Μας αγάπησε αυτή η πόλη έτσι όπως εμείς την αγαπήσαμε;
 Εμείς πάντως, πάλι το καθήκον μας θα το κάνομε. Απόψε, Σάββατο βράδυ στις επτά θα πάμε στο Ωδείο, θα σταθούμε πλάι  στο μιναρέ και θα δηλώσομε πως όποιοι έχουν ευθύνη πρέπει να την αναλάβουν. Πως αυτό το μνημείο πρέπει να ζήσει, και αυτή η πόλη θα ζήσει με κάθε θυσία.
 Το ταξίδι συνεχίζεται. Ο άνεμος δυναμώνει. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Ο Οδυσσέας δεν κουράζεται ποτέ, συνεχίζει για την Ιθάκη του. 
 Υπάρχουν – ευτυχώς – και οι σταθμοί, μυστικοί ή φανεροί, που προσφέρονται για μια ανάσα, για ένα χάδι, για κάποια ανακούφιση. Ο Οδυσσέας πέφτει να ξεκουραστεί. Το νανούρισμα είχε αναλάβει η Σελήνη. Στα όνειρά του μέσα βρίσκονται η βρύση του χωριού του και κάτι αρχαίες πέτρες της Ελεύθερνας. Ονειρεύεται πως ήταν λέει ποιητής! Πως ξιφουλκεί με τους ψεύτες και τους λαοπλάνους με ασπίδα του την ποίηση, ώσπου αυτοί να τραπούν σε φυγή, μη αντέχοντας πια ούτε οι ίδιοι στη βαρβαρότητα των αισθημάτων τους και στην οσμή των πράξεών τους.
 Λιμανάκι νωχελικό, αγέρας φρέσκος, κυματάκι πεισματωμένο. Για λίγες ώρες μόνο. Ύστερα πάλι εμπρός, για το ταξίδι.
 Το μεγάλο ζήτημα είναι πώς θα περάσει κανείς από αυτό τον κόσμο χωρίς να υποχρεώνεται να ανταλλάσσει την οριστική με την ευκτική. Πώς θα περάσει κανείς από αυτό τον κόσμο αρθρώνοντας ένα λόγο δίκαιο.
-Οδυσσέα που πας; Που άραγε βρίσκεται η δική σου Ιθάκη;
-Ο Οδυσσέας είναι όρθιος. Πορεύεται προς μια καινούρια αθωότητα, ελληνική και παγκόσμια.



                                           
                                              ΠΑΡΑΖΑΛΗ
   Παραπατούσες σαν μεθυσμένη. Στηριζόσουν απάνω μου όπως – όπως:
 -Βοήθα με, θα πέσω! Κράτησέ με, στήριξέ με. Το κεφάλι μου γυρίζει. Ζαλίζομαι.
 Τα πάντα γύρο μας στο χείλος του γκρεμού. Ενός γκρεμού που δεν έχει πάτο. Άβυσσος. Δεν υπάρχει πια τίποτα που να κοιτάξεις και να μην έχει σαπίσει.
 -Κουράγιο, μπορεί να τα καταφέρουμε, να κρατηθούμε ορθοί. Μα πως; Τι να κοιτάξεις πρώτα;   Θες να δεις την πολιτική; Είναι κάτι σαν σάπιο μήλο που όσοι το τρώνε πεθαίνουν σιγά-σιγά από τροφική δηλητηρίαση.
 Θες να δεις την δημοκρατία; Η Ελλάδα είναι ο μόνος γονιός που τρώει το ίδιο του το παιδί. Αυτή γέννησε την δημοκρατία, αυτή λες και προσπαθεί σιγά - σιγά να την σκοτώσει.
 Θες να δεις την Ιστορία; Ότι πουν οι ξένοι. Εμείς απλά καθόμαστε και κοιτάμε. Απλοί θεατές σ’ ένα έργο ακατανόητο. Σχεδόν ανήμποροι, σχεδόν ανάπηροι.
 Προσπαθώ να κρατηθώ. Βοήθα με, θα πέσω. Θα πέσω σου λέω. Πως μπορεί ένας άνθρωπος σήμερα, με όλα αυτά που βλέπει να κρατηθεί ορθός;
Τώρα, ο σκοπός της ζωής όλων ημών των ελλήνων είναι ένας: Να κερδίσει ο Σάκης! Ας κάνει τεράστια έξοδα το κρατικό μας κανάλι για τον Σάκη. Ας έχει στηθεί ένας χορός εκατομμυρίων. Πόσα θα πάρει άραγε ό Ρουβάς; Πόσα θα πάρουν οι παρατρεχάμενοι; Ασφαλώς τελικά θα τα πληρώσομε όλα εμείς, οι πολίτες. Μα τι σημασία έχουν αυτά! Το θέμα είναι να κερδίσει ο Σάκης για να μας γεμίσει  υπερηφάνεια! Σημασία έχει να παραληρούν οι «ρουβίτσες» με άφατη χαρά και μέσα σε ομαδική υστερία!
-Βοήθα με, κοντεύω να πέσω. Δος μου χέρι να πιαστώ! «Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα»(αυτό το τελευταίο δεν ήταν δικό μου, ήταν του Ελύτη). «Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα».
 Μου φαίνεται πως βυθίζομαι. Συμβαίνει μέσα σ’ ένα πέλαγος αδιαφορίας, κοινοτυπίας και βαρεμάρας. Στην Ελλάδα ομιλούν οι σοφοί, αλλά αποφασίζουν οι αμαθείς. Απελπισία. Τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία.
 Ψάχνω τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Αναξίμανδρο, τον Αρίσταρχο το Σάμιο. Ψάχνω τον Μίκη, τον Μάνο Χατζηδάκη,  τον Νίκο Γκάτσο. Ψάχνω φίλους παλιούς, μήπως και μπορέσω κοντά τους να κρατηθώ ορθός. Εδώ λάμπουνε γύρω οι στίχοι και οι πόθοι. Εδώ χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα. 
- Λίγο ακόμη, κράτησέ με. Λίγο ακόμη ας προσπαθήσουμε. Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα – όπως λέει κι ο έρημος ο ποιητής.




               ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

                                                         
  Σας το λέω και θέλω να με πιστέψετε. Πίσω από τη βιτρίνα του τουρισμού, της καφετέριας, της πολυτελούς ζωής και της επίδειξης, υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, μια πνευματικότητα και ένας πολιτισμός, μια άλλη – θα έλεγα αθέατη για τους πολλούς - Κρήτη. Οι περισσότεροι δεν την υποψιάζονται καν, περνούν δίπλα της χωρίς να την αγγίζουν. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα, σκέφτομαι, και με κυριεύει μια παράξενη χαρά που περιλαμβάνομαι στους ελάχιστους τυχερούς που  έχουν επίγνωση.
  Να όμως που σαν χρέος προς εκείνους που μύησαν εμένα, οφείλω να μοιραστώ  τη γνώση αυτή με τους αναγνώστες μου.
 Ας αρχίσουμε με κάτι κοντινό. Πηγαίνετε, ας πούμε στο χωριό Άγ. Κωνσταντίνος, και μπείτε μέσα στην κατάγραφη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, λίγο έξω απ’ το χωριό. Θα μείνετε έκπληκτοι από τις εξαιρετικές σωζόμενες βυζαντινές τοιχογραφίες που χρονολογούνται από το 1401, όπως είναι η εικόνα της Ανάληψης του Χριστού με την εκλεπτυσμένη, επιμήκη μορφή της Παναγίας που φανερώνει πως τη δημιούργησε ικανότατος καλλιτέχνης.
  Πηγαίνετε στο χωριό Αγιος Δημήτριος του Δήμου Ρεθύμνου, και δείτε τον ομώνυμο ναό, μια από τις λίγες σταυροειδείς εκκλησίες με τρούλο που υπάρχουν στο νομό. Προσέξτε στο εσωτερικό την τοιχογραφία του Αγίου Τρύφωνα. Έχει ζωγραφιστεί γύρω στο 1300 από ικανότατο ζωγράφο με την τεχνοτροπία που επικρατούσε τότε στην Κωνσταντινούπολη και τα άλλα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα του Βυζαντίου.
  Πηγαίνετε στο Ζουρίδι, στο ναό του Σωτήρος Χριστού, ή στην εκκλησία της Παναγίας του Μέρωνα, ή στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο στο Σελλί, ή στο ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλλου στο Μοναστηράκι, ή στο ναό του Σωτήρος στο Σπήλι. Πηγαίνετε και θαυμάστε την υψηλή τέχνη με την οποία έχουν γίνει οι τοιχογραφίες.
  Προσέξτε τη λαμπρότητα με την οποία ήταν κάποτε στολισμένες οι εκκλησίες, πριν τις φθείρει ανεπανόρθωτα ο χρόνος. Κλαίει η καρδιά σου σήμερα, όταν θα μπεις μέσα  και δεις το κατάντημα των περισσοτέρων τοιχογραφιών, που κάποτε κάποιοι ευαίσθητοι καλλιτέχνες, με ευλάβεια και τέχνη ζωγράφισαν. Και όμως, και πάλι, η μεγάλη Τέχνη, η βυζαντινή μεγαλοπρέπεια υπάρχει και ζει μέσα σ’ αυτές τις εκκλησίες. Σημαντικοί ζωγράφοι που είχαν μετακληθεί από το Βυζάντιο, δημιούργησαν μέσα σ’ αυτές μορφές και έργα που αντικατοπτρίζουν τη ίδια τη δική τους προσωπικότητα. Οι ταραγμένες στάσεις και κινήσεις των αγίων, οι χειρονομίες και οι συσπάσεις του προσώπου, το πάθος που συνέχει τις μορφές, μας μεταφέρουν σε κόσμους υπέρβασης, αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού.
  Αλλά και ντόπιοι κρητικοί ζωγράφοι μας εντυπωσιάζουν με τα επιτεύγματά τους που σώζονται μέχρι σήμερα. Απαράμιλλη σε δυναμικότητα είναι η μορφή του Συμεών από την Υπαπαντή στις Μαργαρίτες. Εντυπωσιάζει η επιβλητικότητα του Παντοκράτορα στον Άγιο Νικόλαο του Μέρωνα και στην Αγία Μαρίνα στη Μουρνέ, μολονότι οι εικόνες είναι ζωγραφισμένες με απλές, λιτές γραμμές.
  Τέτοια - και άλλα πολλά - είναι λοιπόν τα κρυμμένα έργα - επιτεύγματα του ευαίσθητου κρητικού λαού. Σ’ αυτά τα έργα και σ’ αυτό το λαό αξίζει να έχομε εμπιστοσύνη. Αυτή είναι η πραγματική Κρήτη, η ολοδική μας, η άδηλη,  η άσπιλη, η ανέγγιχτη. Γιατί αυτή την Κρήτη δεν μπορούν να τη φτάσουν και να τη μολύνουν οι ημιμαθείς και οι κακόγουστοι.

 Ψηλά, στον ουρανό της Κρήτης εκείνης, σαν αετοί θα υπερίπτανται πάντοτε ο Θεοτοκόπουλος, ο Κορνάρος, ο Χορτάτζης, ο Θεοφάνης ο Κρής, ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Κωνσταντίνος Παλαιόκαππας, οι Εμμανουήλ και Μαρίνος Μπουνιαλής, ο Φραγκίσκος Μπαρότσης, ο Καζαντζάκης, ο Πρεβελάκης και άλλοι δέκα ακόμη μεγάλοι του πνεύματος και της Τέχνης. Αυτοί είναι το πραγματικό κεφάλαιο της ρημαγμένης χώρας μας, αυτό που κανείς δεν μπορεί να εξανεμίσει. Όλοι αυτοί οι αληθινοί και άσπιλοι,  θα στέκουν επάνω από την ιδιαίτερη πατρίδα μας και θα την ευλογούν, στους αιώνες των αιώνων.   




       ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 

 Μέσα στον ανεμοστρόβιλο των γεγονότων, μέσα στο περιβάλλον ζόφου που βιώνομε, ο μπάρμπα – Αντρέας απολαμβάνει τον ελληνικό καφέ στο αγαπημένο του στέκι.
 Ο μπάρμπα – Αντρέας είναι ένας αειθαλής πλάτανος. Ανάμεσα στα φρύδια του αναγνωρίζεις το σημάδι της σοφίας. Το βλέμμα του είναι δόρυ αιχμηρό. Δεν ξεχνά, δεν συγχωρεί, δεν εκδικείται. Θυμάται όμως και αναπολεί. Σκέφτεται πως έφτασαν οι καλύτερες μέρες του χρόνου, το φθινόπωρο που μυρίζει κρύο, νερό, ζεστά σκεπάσματα, αχνιστά φλιτζάνια καφέ, νυσταγμένα μελαγχολικά πρωινά.
 Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την κ. Ζαχαρέα ούτε για την κ. Πελέκη. Δεν ασχολείται με το αν το νόμιμο είναι πάντα και ηθικό. Δεν γνωρίζει τι είναι οι υπεράκτιες εταιρίες και πως σε βοηθούν να πληρώνεις λιγότερα στην εφορία. Δεν δίνει δεκάρα για ιστολόγια και για …γκουγκλ αλλά ούτε και την Κική Δημουλά γνωρίζει.
 Ο μπάρμπα – Αντρέας νοιώθει πως ο κόσμος γύρω του κάνει κύκλους και στροβιλίζεται τόσο πολύ που δυσκολεύεται πια να τον παρακολουθήσει. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η ζωή του σήμερα. Μια ζωή που χάνεται, μια ζωή που ζητάει βοήθεια. Συμβαίνουν τόσα πολλά στο μυαλό του, που πραγματικά δεν ξέρει τι να πρωτοσκεφτεί. Φαίνεται πως φταίει κι αυτό το κυκλοφοριακό του. Ο γιατρός του το πε πως θα νοιώθει μερικές ζαλάδες που και που. Το οξυγόνο λέει που φτάνει στον εγκέφαλο δεν είναι αρκετό.
 Μα οι αναμνήσεις του καθόλου δεν επηρεάζονται. Αναπολεί με δύναμη, με πάθος. Σαν και τότε που ήτανε νέος. Γιατί βέβαια κάποτε υπήρξε νέος ο μπάρμπα – Αντρέας. Είχε ζήσει πολύ δυνατές συγκινήσεις. Νύχτες και νύχτες, φεγγαρόλουστες και χειμωνιάτικες, μέρες και μέρες με βροχή ή με λαμπερό ήλιο.  «Στα πόδια μου κλονίζομαι, τη στράτα μου τη χάνω, μ’ ένα καλάθι οράματα στην κεφαλή μου απάνω».
 Ο μπάρμπα – Αντρέας δεν ζητούσε πολλά. Ήθελε να μην ταράζουν την ψυχική μου ηρεμία. Ήθελε όμορφη μουσική και ωραίες εικόνες. Ήθελε να ανοίγει που και που ο ουρανός και να μπαίνει λίγο φως στη ζωή του. Προσπαθούσε να κάνει μόνο αυτό που ήξερε.  Να κάνει μόνο αυτό που μπορούσε. Να δηλώνει μόνο ότι πραγματικά είναι Να είναι ο εαυτός του. Να είναι σοβαρός, όχι σοβαροφανής. Να μη φοβάται να δίνει.  Έκλεισε τα μάτια. Ένοιωθε σαν να βάδιζε ανάμεσα σε χιλιάδες άστρα.


                        ΣΤΙΧΟΙ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΑΤΑ

 «Συγχωρείστε με που βρίσκομαι ακόμα στον κόσμο. Σ' αυτή την ηλικία είναι σχεδόν θράσος.» Είναι λόγια του Φρανσίσκο Αγιάλα. Ο ισπανός συγγραφέας και ακαδημαϊκός Francisco Ayala, με τέτοιες σκέψεις και πεποιθήσεις πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 103 χρονών. Γιατί το αναφέρω αυτό; Για κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Μόνο και μόνο ίσως για να φανεί πως σκέφτονται ορισμένοι άνθρωποι που έχουν περιορίσει τον προσωπικό τους εγωισμό στα ελάχιστα δυνατά όρια…. Ίσως ακόμη αναφέρομαι στη φράση για να επικοινωνήσω νοερά με τους φίλους μου της τρίτης ηλικίας.            Ο τραγικός μας ο Σοφοκλής, είπε το εξής …τραγικό: «Τα γηρατειά είναι οδυνηρά όχι γιατί παύουν οι τέρψεις, αλλά γιατί παύομε να ελπίζομε».                                           Πάντως τα χρόνια περνούν, όλοι συμφωνούμε σ’ αυτό. Εμείς, απωθούμε αυτή τη δραματική αλήθεια της γήρανσης, την αποδιώχνουμε. Να μπορούσαμε να τη σβήσουμε από όλα τα λεξιλόγια και τα βιβλία του κόσμου. Κάποτε οι λέξεις είναι ικανές να κατασπαράξουν κάθε τι ζωντανό από κάποιον, χωρίς να τον αγγίξουν. Είναι ικανές να ματώσουν την ψυχή, αφήνοντας άθικτη τη σάρκα.

«Πως μεγάλωσε έτσι η Αννούλα! Μα εσύ βρε Κωστάκη έγινες ολόκληρος άντρας! Απίστευτο!» Πίσω από τέτοιες φράσεις εύκολα θα διακρίνετε την ανθρώπινη φριχτή αγωνία για το γήρας.
 Θα μιλήσω όμως και πάλι με στίχους – καθώς το συνηθίζω τελευταία–  ακριβώς διότι η ποίηση τα κάνει όλα ν’ ακούγονται «γλυκότερα». Διαβάστε το:

  Είναι η κόρη σου, σωστά; τη γνώρισα
απ' τον διάττοντα αστέρα που υπάρχει στα μάτια της,
το γερμένο κεφάλι και τον τρόπο, τον τόσο δικό σου, να κοιτά γεμάτη απορία.
 Έχει φως στο μέτωπο
-ίδιο το φως σου-. Και τη μελαγχολική κίνηση.
Έχει τον λαιμό τόσο ντελικάτο όπως τον είχες εσύ
και στο δέρμα τα ίδια
τρελά πουλιά.
 Έχει έναν άνεμο του χθες ανάμεσα στα δάχτυλα,
και στο πρόσωπο...
την υπογραφή σου γραμμένη
με άλλο αίμα
που δεν γνωρίζω.

 Αυτοί ήταν στίχοι του Torcuato Luca de Tena, ισπανού ποιητή που έζησε από το 1923 ίσαμε το 1999. Στέλνω αυτούς τους στίχους σαν μήνυμα σε όλους τους φίλους μου της τρίτης ηλικίας. «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τα’ ακούς γλυκότερα». Τι παραπάνω θα μπορούσα να σου πω; Απολύτως τίποτα, είμαι σίγουρος. Ότι κατάλαβες, κατάλαβες, άλλο δεν έχει. Το λέει ο Ελύτης: « Όσο κι αν κανείς προσέχει, όσο κι αν το κυνηγά, πάντα, πάντα θα ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει»!
 -Χειρότεροι κι απ’ την Τουρκία στα οικονομικά καταντήσαμε Θωμά μου. Τις τελευταίες εβδομάδες, αγορές και κερδοσκόποι επιτίθενται μανιασμένα στη μικρή πλην τίμια χώρα μας.
-Καλά μας κάνουν! Εμείς φταίμε, αφού αντί να προτρέπομε τα παιδιά μας να δουλέψουν σκληρά, τα καθοδηγούμε να βρουν μια θέση στο δημόσιο για να «εξασφαλιστούν», δηλαδή για να κάθονται. Μοιραία θα είμαστε έρμαια των αγορών. «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται σθεναρώς του πατρίου εδάφους...», κάπως έτσι μοιάζουν να λένε οι διάφορες δηλώσεις της πλευράς μας. Θλιβερή παρηγοριά. Η πραγματική λύση δεν έχει φανεί ακόμη στον ορίζοντα.
 Μέχρι να βρεθεί η λύση, θυμηθείτε: Παντού σε κάθε μέρος της γης, υπάρχει ένα μπαλκόνι με απότιστα λουλούδια. Ο  μαρασμός τους είναι η ίδια η μοναξιά. Γέλιο και κλάμα, δυο σπασμοί που μοιάζουν. Με τα χρόνια μαθαίνεις πόσο απόλυτα όμοια είναι αυτά τα δυο, το γέλιο και το κλάμα. Πως προέρχονται, συχνά από την ίδια πηγή.



                 ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

  Έτσι ξαφνικά, βρεθήκαμε στο Φλεβάρη. Φευγαλέες υποψίες άνοιξης τρεμουλιάζουν στην ατμόσφαιρα. Θροΐζουν μ’ ελπίδα τα δέντρα. Ανυπόμονες μεγαλώνουν οι μέρες.
  Έρχεται μια μέρα που βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια.  Καθώς περνούν  τα χρόνια αισθάνεσαι πως πληθαίνουν οι κριτές πού σε καταδικάζουν.  Τότε, βλέποντας τα σκούρα, θορυβημένος τρέχεις στα περασμένα. Κάποτε ζούσαμε πολύ κοντά στην αθωότητα. Παιδιά με γρατσουνισμένα  γόνατα, νέοι με γρατσουνισμένες ελπίδες,  πορευόμαστε σαν υπνωτισμένοι, αλλά όπως-όπως πορευόμαστε. Στον τότε κόσμο μας, χρήματα δεν υπήρχαν. Το αμύγδαλο του κόσμου παρέμενε αδάγκωτο.  Αν θα διψούσες, για νερό, έστυβες ένα σύννεφο! Ο Νίκος Γκάτσος ερχόταν συχνά κοντά μας για καφέ τα απογεύματα, μαζί μ’ ολόκληρο τον κόσμο του. Ένα ηλιοβασίλεμα στην παραλία του Ρεθύμνου έφτανε για να καταρρεύσουν και να εκμηδενιστούν όλες οι κοσμοθεωρίες που είχαμε διαβάσει.
  Και μια μέρα, έτσι ξαφνικά, ξαφνικά χάθηκε η αθωότητα απ’ την καρδιά μας. Όλα γίνονται πια με κανόνες επιστημονικούς. Ακόμη και η ιδεολογία υπάρχει τρόπος να επηρεάζεται, ν’ αλλάζει. Μέσα στο δάσος των δημοσκοπήσεων δύσκολα βρίσκεις δίοδο διαφυγής Ο δίσκος του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ξαφνικά, έγινε πιο σημαντικός από το δίσκο της Σελήνης.
 -Ερώτημα: Γιατί ολοένα γράφεις;
 -Απάντηση: Γράφεις διότι δεν ξέρεις τι πραγματικά θέλεις να πεις. Γράφεις διότι θέλεις να μοιραστείς και δεν γνωρίζεις τι είναι αυτό που θέλεις να μοιράσεις. Γράφεις διότι δεν μπορείς να δεις, δεν μπορείς να ακούσεις, να ψηλαφίσεις. Γράφεις γιατί διψάς για κάτι που σου είναι παντελώς άγνωστο. Γιατί νιώθεις λειψός, φτωχός, ασθενής και πένης. Γιατί, εν τέλει, αισθάνεσαι βαθύτατα ανεπαρκής να ζήσεις τη ζωή που σου δόθηκε.
 Ό,τι γράφουμε είναι η σκιά της αληθινής ζωής. Η αληθινή ζωή είναι πάντα ωραιότερη από την περιγραφή της. Είναι γεμάτη χρώματα που στο χαρτί γίνονται διαβαθμίσεις του μαύρου μιας σκιάς. Και εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο το γεγονός ότι ασκούμε μια ασπρόμαυρη τέχνη για να μπορέσουμε να καταφέρουμε μια μέρα να ασκήσουμε την πολύχρωμη τέχνη της ζωής.
  Ολοένα ονειρευόμαστε, λες και είμαστε αιώνιοι. Παραμερίζομε τα χρόνια και κάνομε δήθεν τους έκπληκτους.  
 -Πως πέρασαν τα χρόνια… Πως μεγάλωσε, πως ομόρφυνε έτσι η Ελενίτσα… Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας, ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας.
«Ο έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, γένους ανυπεράσπιστου»…..



              ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΘΕΑΤΕΣ
               
  Με τις πρώτες νύξεις της Άνοιξης, ο φίλος μου πάντα γινόταν νευρικός κι ασυγκράτητος. Κοντολογίς ζωντάνευε κι αναθαρρούσε. Οι χυμοί και τα μοίρα της φύσης του έφερναν ταραχή, λες κι ήθελε να ρουφήξει τη ζωή ολάκερη μέσα σ’ ένα μόνο πρωινό λιακάδας. Τέτοιες μέρες τον έπιανε η μανία να ξετυλίγει τα μακριά κουβάρια της αιρετικής του σκέψης και να επιχειρηματολογεί ατελείωτα χρησιμοποιώντας τα πιο όμορφα επίθετα και τα ζωντανότερα χρώματα στις περιγραφές του. Το ίδιο μελλόταν να γίνει και φέτος.
 -Δηλαδή, Θωμά, εσύ νοιώθεις κάτι, τώρα που μόλις αχνοφέγγει η Άνοιξη; Κυριεύει την ύπαρξή σου η Ποίηση;
 -Η Ποίηση διασχίζει μόνη τη γη, υποστηρίζει με τη φωνή της τον κόσμο που πονά
και δεν ζητά τίποτα, ούτε καν λόγια. Έρχεται από μακριά, σε άσχετη ώρα, ποτέ δεν ειδοποιεί. Έχει το κλειδί της πόρτας.  Μπαίνοντας σταματά πάντα να μας κοιτάξει.
Μετά ανοίγει το χέρι της και μας δίνει ένα λουλούδι ή ένα βότσαλο, κάτι μυστικό,
αλλά τόσο έντονο που η καρδιά πάλλεται πολύ γρήγορα. Και ξυπνάμε.
 -Αυτό είναι ποίηση αλήθεια, αναφώνησα. Μα να που η Άνοιξη έφθασε, είναι εδώ κοντά μας!
 - Η Άνοιξη έχει οπαδούς φανατικούς και ορκισμένους. Όταν το άρμα της προβάλλει με τη συνοδεία χελιδονιών, με χιλιάδες λουλούδια και χρώματα, με κελαϊδισμούς και βελάσματα και όταν αποβιβασθεί η λαμπερή βασίλισσα, οι οπαδοί θα παραληρούν με ιαχές, με το «Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωμένε» και άλλα πανηγυρικά εμβατήρια χαράς, προσμονής και ανυπομονησίας. Θα φορεί στην ξανθή κεφαλή της στεφάνι από αγριολούλουδα και θα χει μαζί της δώρα απλά για όλους και για όλες τις αισθήσεις. Μύρα των λουλουδιών, χρώματα του ηλιοβασιλέματος, ήχους από το ξύπνημα της φύσης, θωπείες του μπάτη, νυχτερινές εκστάσεις στο σεληνόφως, της αυγής την ανάταση, όνειρα ατελείωτα – αυτά προπάντων.
-Αμέ το άλλο που το βάζεις; Θα ξυπνήσει μέσα μας η Άνοιξη το παραμύθι της νιότης. Θωμά, στο λέω, παραιτήσου όσο είναι καιρός, δεν είναι αυτά για σένα!
-Δεν παραιτούμαι, δεν θα παραιτηθώ, επαναλάμβανε με πείσμα ο Θωμάς. Τα ωραία πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά, είναι στερημένα. Ακόμη και με τα ευτελέστερα υλικά,  εγώ πάντα με πείσμα, την Άνοιξη θα σκαρώνω ποιήματα! Ο Θωμάς με παράσερνε σε τοπία εξαίσια και απόκρημνα. Είμαστε κι εγώ κι εκείνος, της ίδιας Άνοιξης θεατές και πρωταγωνιστές συγχρόνως!



            ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ
                         
  Χοροπηδά με την παραμικρή ευκαιρία. Αποζητά την ανεμελιά και το παιχνίδι, όπως κάθε παιδί. Υπάρχει και ζει, άλλοτε ζωηρό άλλοτε μελαγχολικό μα σίγουρα είναι μια ξεχωριστή οντότητα μέσα στο είναι σου. Ένα παιδί μέσα σου. 
  Καμιά φορά σε εκνευρίζει γιατί δεν κάθεται ήσυχο, σωστός μπελάς. Συνεχώς λαχταρά καινούρια πράγματα, συνεχώς κάνει τρέλες, επιθυμεί, απαιτεί. Είναι απρόβλεπτο και κακομαθημένο. Δεν ενδιαφέρεται για τους τύπους, ούτε για τους καλούς τρόπους. Απεχθάνεται όλα τα τυπικά, όλα τα «πρέπει» και όλα τα «επιβάλλεται».
  Σε βάζει ν’ αγοράζεις γλυκά και λιχουδιές. Σε υποχρεώνει να χαζεύεις βιτρίνες και ν’ αγοράζεις ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Είναι το παιδί που κρύβεις μέσα σου!
  Αποφεύγεις να το παραδεχτείς μα ξέρεις πως υπάρχει. Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου υπάρχει, τυραννικό, αυτάρεσκο, άμυαλο (εκ πρώτης όψεως). Δεν ξέρει τι θα πει στενοχώρια. Δεν γνωρίζει τη λέξη «άγχος». Δεν το νοιάζει «τι θα πει ο κόσμος». Αυτό το παιδί γνωρίζει μόνο το ρήμα «θέλω».
  Αλίμονό σου αν αντισταθείς. Αμέσως χουφτώνει και σφίγγει το στομάχι ή την κεφαλή, και κάνει το έντερό σου να συσπάται με πόνους. Είναι μια διαφορετική ύπαρξη που ζει μέσα σου και μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή σου.
  Έχεις την ψευδαίσθηση πως είσαι ελεύθερος και κύριος της βούλησής σου αλλά …δυστυχώς, δεν είσαι. Αυτή η ύπαρξη μέσα σου αλωνίζει προσπαθώντας να εξουσιάσει τη ζωή σου. Συνήθως πολεμά ενάντια σ’ όλα τα «πρέπει» και τα «επιβάλλεται». Συχνά διαπιστώνεις έντρομος πως άλλα είχες προγραμματίσει κι άλλα κάνεις τελικά. Άλλα σκόπευες να πεις κι άλλα είπες. 
  Δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν είναι πάντα παιδί.. Σου δίνει την αίσθηση πως είσαι περικυκλωμένος από μία τεράστια πολυτελή ταπετσαρία καμωμένη με ψέματα και σου ζητά να σκίσεις αυτή την ταπετσαρία και να δείξεις τον αληθινό γυμνό εαυτό σου, αδιαφορώντας για όλα τ’ άλλα τα μάταια.
  Με τρόμο ανακαλύπτεις πως αυτό που σου λείπει περισσότερο είναι ότι είχες σαν ήσουν παιδί. Δηλαδή σου λείπουν αυτά που δεν πρόκειται πια να έχεις.
   Όλοι τελικά το αγαπούμε, το παιδί μέσα μας. Όταν θα περάσουν τα χρόνια θα μας τραγουδά για ότι στη ζωή αγαπήσαμε. Θα βγάζει απ’ το ντουλάπι και θα μας δείχνει τις παλιές φωτογραφίες με τους συμμαθητές, και τα παλιά κόκκινα λαμπερά ρούχα της νιότης. Το παιδί που κρύβομε μέσα μας!



                           ΧΑΙΡΕ ΘΕΡΟΣ
  Χαίρε Θέρος, μαζί με τη σημαία σου, που κυματίζει αγέρωχα στο ζενίθ του Ιουλίου.
 Χαίρε Θέρος ξέφρενο, θρασύ, προκλητικό και κοσμαγάπητο, εσύ που παίζεις στα δάχτυλα την έκσταση, την παραμυθία και τη λήθη των ζωντανών πλασμάτων.
 Χαίρετε θάλασσες κι ακτές του Κρητικού και Λυβικού πελάγους γιατί χαρίζετε στους θνητούς επισκέπτες σας στιγμές αθανασίας.
 Χαίρε Μεγαλόνησος και χαίρε Μεσόγειος, ονειρικό νησί και μακρόθυμη θάλασσα που έχετε αντέξει τόσους πολιτισμούς και τόση ρύπανση. 
 Χαίρε χελώνα Καρέτα-Καρέτα, σύμβολο της μητρότητας και της ανεξικακίας συγχρόνως, καθώς εναποθέτεις τα’ αυγά σου συγχωρώντας τους ανθρώπους για τα εμπόδια που βάνουν στην πορεία σου προς την αιωνιότητα.
 Χαίρε βαρκούλες και καΐκια που αρμενίζετε μέσα στο μπλε, κατάφορτα με ελπίδες και όνειρα.
 Χαίρε πανσέληνος μακρυνή και καλοκαιρινή που καθώς σαρώνεις και χρυσίζεις τη θάλασσα δίνεις το πρόσταγμα στους ποιητές να γράψουν άνευ ορίων, άνευ όρων.
 Χαίρε κόρη που κατεβαίνεις τα βράδια στην αμμουδιά με μια κιθάρα τραγουδώντας τραγούδια απλά και γράφοντας λέξεις ελληνικές στην άμμο.
 Χαίρε αμπελώνα γυροτραφισμένε με τις αμπελοκουρμούλες και τα σταφύλια.
 Χαίρε ταπεινό αλλά ένδοξο κοτσιφάλι, αβιδιανό και λιάτικο που ωριμάζετε στα βαρέλια, χαίρε ξανθή μουσταλευριά με το σισάμι και τα καρύδια.
 Χαίρετε πέρδικες, συκοφάδες, ζυγαρδέλια κοτσυφάκια και τρυγόνια εσείς που χαίρεστε τον ουρανό ανενόχλητα, ακριβώς εκεί που το καλοκαίρι ζει και ανασαίνει.
 Χαίρε Κορνήλιε Καστοριάδη που είδες την Τέχνη σαν ένα παράθυρο στο Χάος.
 Χαίρε Θέρος, κι εσύ της ζωής ο υπερπόντιος Έρως που υπερίπτασαι στο Αιγαίο παρέα με γλάρους, με τον Αρχίλοχο και τη Σαπφώ, παρέα με τον Οδυσσέα Ελύτη. 



                 ΧΑΙΡΕ ΘΕΡΟΣ (2)
  

  Είμαι οπαδός του καλοκαιριού, και δεν το κρύβω. Θαυμάζω το καλοκαίρι και το υμνώ.  Μακάρι να ήμουν ποιητής, να το βαζα μέσα σε στίχους και να το σήκωνα ψηλά.                                        
  Χαίρε θέρος λοιπόν. Χαίρε σημαία του καλοκαιριού που κυματίζεις ήδη μεσίστια. Χαίρε κι εσύ φθινόπωρο, που περιμένεις καρτερικά στον προθάλαμο.
  Χαίρετε θάλασσες και ακτές του Κρητικού και του Λυβικού πελάγους, γιατί εσείς ξέρετε να χαρίζετε στους θνητούς εραστές σας λίγες (ή πολλές) στιγμές αθανασίας.
 Χαίρε Μεσόγειος, θάλασσα μακρόθυμη, που ανέχτηκες και άντεξες τόσους πολιτισμούς αλλά και τόση ρύπανση. Αντέχεις ακόμη;
  Χαίρε θέρος, εσύ που με την τρομερή ρομφαία σου θα τσακίσεις τον ιό της γρίπης, βάζοντας τέλος στα όνειρα μεγάλων εταιριών για μεγάλα κέρδη. (Αυτό το τελευταίο είναι σχήμα λόγου, μην το θεωρούμε και σίγουρο).
  Χαίρε απλέ λαέ, βασανισμένε, χαίρετε απλοί άνθρωποι του μόχθου μέσα στην περιδίνηση της παγκόσμιας κρίσης όπου σας έταξαν να παλεύετε πάλι.
  Χαίρε μαζί με τους απλούς ανθρώπους και συ, Μανόλη από τις Σείσες, που έγραψες:
                                       Αυτή η εποχή, θυμίζει ιαχή,
                                       ενός απελπισμένου, βαθειά ξεγελασμένου…
 Χαίρε αμπελώνα γυροτραφισμένε -ευλογημένη κληρονομιά του Διονύσου –χαίρετε αμπελοκουρμούλες με τα ξανθά σταφύλια που ωριμάζετε τέτοιες μέρες. Χαίρε πατητήρι που υποδέχεσαι τους ευλογημένους χυμούς που τρεχουλίζουν στο δοχειό. Χαίρε ξανθή μουσταλευριά με το σισάμι, και τα καρύδια. Χαίρε τραπέζι ξύλινο του πατέρα ή του παππού με το μαύρο ψωμί, τις ελιές και τα μποστανοφάσουλα απάνω ακουμπισμένα.   
 Χαίρε κοτσιφάλι, αβιδιανό, λιάτικο, βιλάνα και θραψαθύρι, μέσα στα δρύινα βαρέλια όπου κοιμάστε περιμένοντας υπομονετικά πότε θ’ ακουστεί η  μαντινάδα με τη λύρα.
 Χαίρετε πέρδικες, συκοφάδες, ζυγαρδέλια, κοτσυφοί και τρυγόνια, εσείς όλα τα πουλάκια που χαίρεστε τον καλοκαιριάτικο ουρανό, εσείς που σ’ άλλους δίνετε χαρά με τη ζωή και σ’ άλλους με το θάνατό σας. 
 Χαίρε γενάρχη της νεοελληνικής τέχνης του στίχου και της σκηνής κυρ Γιώργη Χορτάτση, μάστορα του λόγου Ρεθεμνιιώτη που –καθώς φαίνεται μόνος εγώ απέμεινα να σε υμνώ και να σε μνημονεύω. (Που είναι οι άλλοι φίλοι μου, για να μην είμαι μόνος;)
 Χαίρε κυρ Μπεργαδή, Ρεθεμνιωτάκι ξεχασμένο,που έγραψες το βαθύ και υποβλητικό έργο «Απόκοπος» μαζί με άλλα δύο.
 Χαίρε Τρωίλε, που έγραψε την τραγωδία «Ροδολίνος» με την πλούσια γλώσσα και τον περίτεχνο στίχο.
 Χαίρε Μπουνιαλή Μαρίνο Τζάνε – εσύ γραφιά ασύγκριτε του «Κρητικού Πολέμου», Σαχλίκη, Αχέλη, Πικατόρε,  κι εσύ άρχοντα Φραγκίσκο Μπαρότση, που θα σας μνημονεύω ασταμάτητα ώσπου να σας θυμηθούν τουλάχιστον οι παλιοί Ρεθεμνιώτες γραφιάδες και οι άνθρωποι του πνεύματος αυτής της πολιτείας και να σας ξαναφέρουν στην επιφάνεια. Εγώ δεν θ’ αφήσω να σας φάει η λησμονιά.
 Χαίρε απύθμενο θέρος, κι εσύ της ζωής ο έρως, ο υπερπόντιος θεός που πετάς αγέρωχος πάνω απ’ το  Αιγαίο, παρέα με δελφίνια και με γλάρους, παρέα με τον Αρχίλοχο, τη Σαπφώ και το μεγάλο άρχοντα, τον κυρ- Παντελή Πρεβελάκη. 



             ΕΛΛΗΝΙΚΟ  ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

 Ο θρίαμβος του ελληνικού καλοκαιριού ετοιμάζεται να ολοκληρωθεί νομοτελειακά μέσα στην κάψα του Ιούλη. Τα τρεχαντήρια, τα μπρίκια, οι σκούνες, οι βρατσέρες, οι φρεγάτες, οι κορβέτες, τα ιστιοφόρα, τα ταχύπλοα πλέουν στις θάλασσες και προσεγγίζουν τα νησιά, σαν τα μωρά που αναζητούν θηλή για να βυζάξουν. Οι «επαναπροσδιορισμοί», οι «ταυτοποιήσεις βασικών αξόνων», «οι γέφυρες επικοινωνίας που αγκαλιάζουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα» (!) μας αφήνουν πλέον αδιάφορους. Και τα νησιά απλώνουν τις θηλές τους συναινετικά, για να βυζάξουν οι διψασμένοι τους χυμούς της καρπούζας και του σταφυλιού, τις ευωδιές της αυγής, της αχλαδιάς και του ηλιοβασιλέματος τα μύρα.
 Κάπως έτσι λοιπόν αγαπητές μου κυρίες, αγαπητοί μου κύριοι και αγαπημένα μου παιδιά αποφάσισα κι εγώ να φύγω. Δέσμιος των γονιδίων μου και πιστός στη λαχτάρα μου για τα μακρυσμένα ταξίδια και τους γαλάζιους πόντους, αναχωρώ. Τα τοπία της θάλασσας με προσκαλούν με ρίγη και αναστεναγμούς. Μη με ψάξετε στα γνωστά στέκια. Μην προσπαθήσετε να μου αλλάξετε τη γνώμη. Μάταιο θα ναι σας λέω, μάταιο! 
Ήταν μοιραίο, ίσως και λίγο τραγικό. Η μοναξιά είναι ίδια παντού. Το ίδιο πιστεύω πως θα συμβεί και σε σένα, ελεύθερε άνθρωπε, ελεύθερο πνεύμα. Σύντομα θα αποφασίσεις κι εσύ να επιβιβασθείς. Η πεζή πραγματικότητα πάντα θα σε απωθεί κι η φαντασία πάντα θα σε κερδίζει. Τα καμώματα των ανθρώπων πάντοτε θα σε κάνουν ν’ αποστρέφεις το πρόσωπό σου. Θα επιβιβαστείς λοιπόν τελικά στο ιστιοφόρο της φαντασίας σου και θα σαλπάρεις…
 «Να φύγω… Να φύγω…», θα μουρμουρίζεις, διατρέχοντας τα καταστρώματα ξεμπετουργιασμένος, ξυπόλυτος αλλά ευτυχισμένος.


                        

                  Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

                                                     
  Όσο απλό είναι να αισθανθείς μέσα σου την Τέχνη, τόσο δύσκολο είναι να μιλήσεις γι αυτήν. Ζήτησα από ακριβούς φίλους, ανθρώπους που την υπηρετούν, να με βοηθήσουν να πλησιάσω την Τέχνη και μάλιστα να πλησιάσω την ουσία της με λόγια απλά, χωρίς υπερβολές και φανφάρες. Να λοιπόν τι περίπου κατάλαβα και τι μπορώ να γράψω για την Τέχνη:
  Η τέχνη φαίνεται πως δεν ερμηνεύεται ούτε με πολιτικά ούτε με καλλιτεχνικά κριτήρια. Ούτε οι σχολές, τα υλικά, οι τεχνοτροπίες, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, οι συζητήσεις, οι φιλοσοφίες ούτε τα κείμενα την ερμηνεύουν.  Η τέχνη ερμηνεύεται μόνο με τέχνη, όπως ο πιανίστας ερμηνεύει τη μουσική σύνθεση σύμφωνα με αυτό που ο ίδιος αισθάνεται. Η τέχνη δεν είναι επιστήμη. Δεν έχει σχέση με το μάρκετινγκ, τους πλειστηριασμούς και τις τιμές, όλα αυτά είναι ξένα σώματα.
    Η τέχνη είναι ο έρωτας με την πλατύτερη σημασία της λέξης, είναι η έκφραση και το ξεχείλισμα της πληρότητας. Δεν υπακούει σε θεωρίες, αντίθετα τις διαψεύδει μονίμως. Έχει τη δική της λογική και δεν ερμηνεύεται με λόγια. Η τέχνη δεν είναι μαχητική ή ήρεμη, αλλά είναι σαν τον άνεμο που άλλοτε είναι άγριος και δυνατός και άλλοτε γαλήνιος.
  Η τέχνη δεν μορφώνει, αλλά κάνει κάτι περισσότερο: Σε συνδέει με το μυστήριο του κόσμου και της ύπαρξης. Η Τέχνη δεν έχει πατρίδα, ανήκει στους αθώους είτε αυτοί βρίσκονται στη φυλακή είτε πρόκειται για τον αυστηρό διευθυντή της απέναντι επιχείρησης. Η τέχνη απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους αλλά είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιοι είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι. Παίζει με τις αισθήσεις περιφρονώντας την πεζή λογική, την εκχυμωμένη από κάθε ίχνος αισθήματος. Εκφράζει την χαμένη αρμονία της ζωής μας, μιας ζωής συνήθως βυθισμένης στη σκληρότητα των ανθρώπων και στην καθημερινή πάλη για επιβίωση.
 “Τέχνη και τ’ όνειρο και η ζωή και η ποίηση και η πράξη”.  (Κ. Παλαμάς).




                  Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΩΝΟΣ

Ο τίτλος παραπέμπει στο έργο του Γιάννη Σκαρίμπα αλλά εγώ αναφέρομαι απλά το καμπανάκι του κινδύνου. Εκείνο χτυπά. Εκείνο προειδοποιεί. Το ζήτημα είναι ποιος το ακούει.
 Φίλες και φίλοι, ο ήχος αυτός σημαίνει πως έχομε κάθε λόγο να ανησυχούμε. Η εξέλιξη των αξιών στη σημερινή κοινωνία είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητική.
 Η βουλιμία του μη προνομιούχου, η απληστία του ανερχόμενου, η αλαζονεία του έχοντος, έχουν εδραιωθεί σήμερα σαν βαθιά νοοτροπία, σαν μια επικρατούσα ιδεολογία. Ο οριακά νόμιμος πλουτισμός, η υλιστική μανία, η καταναλωτική ευχέρεια, το σκάφος-σύμβολο, τα ακίνητα-φιλέτα είναι πια στόχος ζωής, διεκδικούν θέση στο νέο σύστημα ηθικών αρχών και στοιχειοθετούν ένα εντελώς νέο δικαίωμα: το δικαίωμα στο πλουτίζειν είτε εντός είτε εκτός των ορίων.
 Μπαίνει λοιπόν θέμα καθορισμού και υπεράσπισης αυτών των ορίων. Ο καθορισμός των ορίων δείχνει να είναι απόλυτη και δομική ανάγκη για τη δημοκρατία.
Στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία ο πλούσιος πολίτης υποχρεωνόταν να είναι χορηγός, Στις αρχαίες πόλεις-κράτη οι πλούσιοι πολίτες υποχρεώνονταν να είναι ευεργέτες, να επιστρέφουν μέρος του πλούτου τους στον δημόσιο χώρο, προλαμβάνοντας τη δυσμένεια και την αγανάκτηση του λαού.
 Συχνά, και στην νεότερη ιστορία, βλέπουμε ηγέτες να κληροδοτούν την περιουσία τους στο κράτος. Σήμερα βλέπομε μονότονα το αντίθετο: Τον συνεχή πλουτισμό των ανακλητών αρχόντων. Μάλιστα έχομε αρχίσει να συνηθίζομε το φαινόμενο και να το θεωρούμε φυσιολογικό και αυτονόητο, ενταγμένο μέσα στο νέο σύστημα ηθικών αρχών.
 Ακούω καθαρά τον ήχο του κώδωνος. Είναι οξύς, ευκρινής, προειδοποιητικός. Εσείς τον ακούτε;


      

      ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟIΗΣΗ Ή ΠΑΓΚOΣΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ;

 Εσύ τι θα διαλέξεις άραγε απ’ τα δυο αγαπητέ αναγνώστη; Την παγκοσμιοποίηση ή την Παγκόσμια Ποίηση;
 Η παγκοσμιοποίηση εκφράζει μια διακριτή φάση του μετασχηματισμού του καπιταλιστικού συστήματος. Οι αλλαγές συντελούνται με μια πρωτόγνωρη ταχύτητα και συχνότητα. Και η διαφθορά όμως κινείται με πρωτόγνωρη ταχύτητα και συχνότητα.
 Παρά τα καταιγιστικά δελτία ειδήσεων, ζούμε τη  μελαγχολία μιας ζωής χωρίς ειδήσεις. Παρά τους συνεχείς εράνους και μαραθωνίους, ζούμε τη  μελαγχολία μιας ζωής χωρίς οίκτο. Μας συντρίβει καταθλιπτικά ο πόνος και ο χρόνος.
 Αυτοί που έμαθαν να αρπάζουν δεν χορταίνουν. Καλπάζουν ακόμη και μέσα στην ψυχή του άλλου. Καίνε και ρημάζουν αλύπητα. Όσο τους ταΐζεις, τόσο πεινούν.
 Έτσι σιγά – σιγά η μνήμη αδυνατίζει. Η γη γυρίζει. Η ταχύτητα κάνει τη ζωή να στριγγλίζει.
 Υπάρχει εναλλακτική λύση; Αναρωτιέται απορημένος ο σύγχρονος άνθρωπος.
 - Πέρα και πάνω από την παγκοσμιοποίηση, λέω εγώ, υπάρχει η παγκόσμια  (υπερκόσμια;) ποίηση. Υπάρχει η προσήλωση στο ταπεινό, στο μικρό και στο λίγο. Υπάρχουν η σεμνότητα, η πνευματικότητα ο Εθελοντισμός. Υπάρχουν η παγκόσμια ποίηση, η μουσική, η Τέχνη.
 Υπάρχει το σημαντικότερο, η σημαία της παγκόσμιας ποίησης . Καμιά φορά η σημαία της παγκόσμιας ποίησης είναι βαριά, σαν το σταυρό. Ποιοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν να τη σηκώσουν ψηλά;

         
                      ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΘΟΣ
   Οι άνθρωποι γενικά, από τη γέννησή τους ως τα γεράματα, διαπράττουν συνεχώς το ίδιο λάθος: Ελπίζουν ότι κάπου, κάποτε, με κάποιον τρόπο, τα όνειρά τους θα εκπληρωθούν. Αυτή η ελπίδα είναι η κυριότερη αιτία της δυστυχίας τους. Γιατί συνήθως τα όνειρα δεν εκπληρώνονται αλλά διαλύονται, θρυμματίζονται κονιορτοποιούνται. Δεν εκπληρώνονται και τότε από πηγή χαράς γίνονται αίτιο δυστυχίας. Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να εκπληρωθούν τόσα πολλά όνειρα, τόσων πολλών ανθρώπων μέσα σ’ αυτόν τον πολύπλοκο σημερινό κόσμο; Πως είναι δυνατόν για παράδειγμα να εκπληρωθεί το όνειρο για μια αξιοπρεπή σύνταξη μέσα στη θύελλα που έρχεται σαν «ασφαλιστικό πρόβλημα»; Ποιος τολμά βάσιμα να ελπίζει;
 Προσέξτε να μη διαπράξετε κι εσείς το μεγάλο λάθος, να πιστέψετε πως το όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα! Αν τελικά το καταφέρετε, τότε και μόνο τότε μπορώ να σας υποσχεθώ πως θα ζήσετε μια ονειρεμένη ζωή.
 Προς θεού όμως! Εννοείται πως τα απλά και άδολα όνειρα, αυτά που δεν ζητούν να εκπληρωθούν, αυτά επιτρέπονται! Ας μην καταδικάσομε τους ονειροπόλους αλλά ας προσχωρήσομε στις τάξεις τους μαζικά. Όσοι πιστοί προσέλθετε. Όσοι δεκτικοί, όσοι επαναστάτες και ανυπόταχτοι εδώ ελάτε.
 Προσωπικά, διαθέτω μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά, ώριμα. Τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα, επίσης εύθραυστα, σε απόλυτη χρονολογική σειρά, σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες. Κάθομαι και τα καμαρώνω, τα ξεσκονίζω, τα αναπλάθω. Τις νύχτες που βρέχει, τα όνειρα (της νεότητας για παράδειγμα), είναι μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο μέσα στο χρόνο, μια συνεχής επιστροφή στην πρώτη νεότητα, μια γεύση από γλυκό του κουταλιού ή από καλιτσούνια της γιαγιάς,  μια γεύση από βανίλια και κανέλα!  


                    ΤΟ ΡΗΜΑ «ΑΜΦΙΣΒΗΤΩ»

Το ρήμα «αμφισβητώ» είναι για μένα κορυφαίο. Κυκλοφορεί με το αίμα μου. Εννοώ να αμφισβητώ τα πάντα και να αμφιβάλλω για όλους! Για να υιοθετήσω, μια ιδέα, μια άποψη, πρέπει πρώτα να την περάσω απ’ τα φίλτρα του δικού μου εγκεφάλου και της δικής μου καρδιάς, να την εξετάσω εξονυχιστικά, και αν αυτή συμφωνεί με τις αρχές μου, τότε και μόνο τότε θα την καταχωρήσω στο ιδεολογικό μου κατάστιχο. Αλλιώς θα την εξοβελίσω.  
   Στην κοινωνία αυτή που ζούμε η αμφισβήτηση είναι το βασικότερο όπλο για την άμυνα του πολίτη. Η αμφισβήτηση είναι η μητέρα της ανανέωσης.
  Αμφισβητώ λοιπόν την αυθεντία του κάθε «δασκάλου» και του κάθε ειδικού. Αμφισβητώ τις έτοιμες προκατασκευασμένες απαντήσεις. Αμφισβητώ τα «αυτονόητα». Αμφισβητώ όλα όσα λέει ο πρωθυπουργός, ο νομάρχης, ο δήμαρχος. Όσο πιο πολύ προσπαθούν να με πείσουν, τόσο περισσότερο εγώ αμφιβάλλω. Ψάχνω απλά να βρω τι κρύβεται πίσω από τα λόγια τους.  Αμφισβητώ τα κανάλια, τα δελτία ειδήσεων.
  Ασφαλώς, δεν είναι απλό πράγμα να αμφισβητείς. Διότι εννοείται ότι πρέπει να αμφισβητείς δημιουργικά, στοχεύοντας στη διόρθωση και όχι στην κατάλυση. Την ώρα που αμφισβητείς, οφείλεις συγχρόνως να δώσεις τη δική σου πρόταση.  Αναγνωρίζω πως είναι πολύ κουραστικό να ζει κανείς σε μια διαρκή αμφισβήτηση. Πιστεύω όμως πως είναι ο μόνος τρόπος για να φτάσει κάποιος στη γνώση, στο ήθος και στην πληρότητα.
 Η αμφισβήτηση  είναι ένα καλό χούι. Οδηγεί εκ του ασφαλούς στην κοινωνία της ελευθερίας.  Η αμφισβήτηση θα έλεγα πως είναι μια προϋπόθεση της ελευθερίας, και η ελευθερία πάλι είναι μια προϋπόθεση της ολοκλήρωσης και του αισθήματος πληρότητας για τον πολίτη αυτού του κόσμου.

                       
                                   Φίλος απ’ τα παλιά
                                                 
  Είναι ένας φίλος απ’ τα μαθητικά θρανία, φίλος της καρδιάς, ζεστός. Τον έχω ακριβά φυλαγμένο στο ασημένιο ντουλάπι της ζωής μου και θα τον κρατώ εκεί ίσαμε το τέλος, φυλαχτό απ’ την εικονική πραγματικότητα και τη φτηνή κουλτούρα που θα τύχει στο δρόμο μου.
  Του άρεσε να κρατεί ημερολόγιο των εκδρομών. Ουσιαστικά ήταν το ημερολόγιο της ζωής μας. Τότε τρέχαμε και γελούσαμε ξένοιαστα.   Είμαστε χαρούμενοι κι ανέμελοι τότε, γιατί είμαστε ακόμη στο ανέβασμα.  Ανεβαίναμε το βουνό της ζωής και δεν μπορούσαμε να δούμε την τρύπα που έχασκε στη βάση της άλλης πλευράς!
  Σήμερα αναπολεί τα παλιά και ωραία, ο φίλος μου. Σήμερα αναζητά την αλήθεια.    Έτσι σαν το νερό περάσανε τα χρόνια  αγαπημένε μου φίλε. Έτσι διατηρήσαμε σε κάποιες γωνιές της καρδιάς τη λαχτάρα και τη νοσταλγία φρέσκιες σαν δροσερό αμαριώτικο νερό.
 Αυτές τις αμόλυντες γωνιές της καρδιάς μας ακριβοφυλάσσομε ακόμη και σήμερα.  Θα βαδίσομε μαζί αγαπημένε μου φίλε, μέσα σ’ αυτό το στυλιζαρισμένο σκηνικό,  μέσα στη μποτιλιαρισμένη κοινωνία μας όπου όλοι κορνάρουν και μαρσάρουν βιαστικοί κι εκνευρισμένοι. Θα μοιάζομε με καπετάνιους που ατενίζουν ατάραχοι το φουρτουνιασμένο πέλαγος. Θα μας βρούνε πάντα απέναντι στους εξυπνάκηδες, τους καταφερτζήδες και τους πειρατές της ζωής. Και όποτε χρειασθεί φίλε μου, θα υψώνομε τη φωνή μας κόντρα στον άνεμο. Ευθαρσώς κι επωνύμως.

                

               ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΦΕΥΓΕΙ


 Το καλοκαίρι διανύει τις τελευταίες ημέρες της – σύντομης άλλωστε – ζωής του. Νοσταλγικά κοιτάζεις τη θάλασσα και την αμμουδιά, δε χορταίνεις να παρατηρείς τα στοιχεία που συνθέτουν το καλοκαιρινό ελληνικό τοπίο. 
 Τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το τοπίο συμπλεκόμενα και διαπλεκόμενα κατά μυριάδες ατελεύτητους συνδυασμούς,  είναι τέσσερα: Tο φως, ο άνεμος, η πέτρα, και η θάλασσα. Το φως πρώτα - πρώτα, που τέμνει τα σπίτια ακουμπώντας νωχελικά στα παράθυρα. Αυτό το φως γέννησε την Ευκλείδιο γεωμετρία, την τραγωδία και το θέατρο.
 Όταν ανατέλλει ο ήλιος, όλες οι κοσμοθεωρίες χλομιάζουν. Ο ήλιος είναι ο Μέγας Αρχιτέκτων της σύνθεσης των αντιθέσεων της ζωής. Το φως εκεί σαρώνει τα πάντα. Σμιλεύει βράχους, δημιουργεί καθημερινά το φυσικό ανάγλυφο.
 Ο αδυσώπητος άνεμος συμπληρώνει το έργο. Το φως, ο άνεμος, η πέτρα, κι η θάλασσα, τα τέσσερα αυτά στοιχεία διαπλάθουν χαρακτήρες ανθρώπινους, κάνουν τους ανθρώπους αγαθούς. Διάθλαση και διάπλαση. Η απλότητα δεν μεταφράζεται!
 Οι μαύροι σκληροί βράχοι κόντρα στον άνεμο συμβολίζουν την αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στις ελληνικές αξίες.
 Η Ποίηση παντοτινά θα επενδύει στο ανοιχτό γαλάζιο, στο βαθύ μπλε και στις αμμουδιές του Ομήρου…
 Αποχαιρετισμός στο καλοκαίρι. Αποχαιρέτα, ποιητή, αποχαιρέτα!




                      Ο Κήπος με τις Αυταπάτες

  Είναι ακριβώς έτσι. Ζούμε στην πόλη με τις αυταπάτες. Είναι τόσο πολλές οι αυταπάτες που την κάνουν να μοιάζει με ψεύτικο κήπο. Πλαστικά λουλούδια, πλαστική ευτυχία, σειρήνες, εικονική πραγματικότητα.  Κάθε πρωί, μπαίνομε σ’ αυτόν τον κήπο, περιφερόμαστε υπνωτισμένοι και άβουλοι για να βγούμε εξουθενωμένοι το βραδάκι.
  Ζούμε μέσα σε μια νιρβάνα ονείρων. Διαλέγομε να ζούμε με τις αυταπάτες μας, αρνούμενοι να δούμε κατάματα τα προβλήματα, την απαράδεκτη ποιότητα της ζωής μας. Υπάρχει και το απαραίτητο νανούρισμα. Μας νανουρίζουν με παραμύθια, με ωραία λόγια και υποσχέσεις.
  Κάποτε βέβαια ξυπνούμε από αυτό το λήθαργο. Τότε χάνεται ο κήπος με τις δροσάτες αυταπάτες και μένει μόνο μια πόλη υποβαθμισμένη και μια ζωή μίζερη.
  Δεν θα ξαναμπώ σ’ αυτό τον κήπο. Η πόλη δεν μπορεί άλλο να βουλιάζει στις αυταπάτες. Στη θέση των πλαστικών πρέπει να φυτέψομε πραγματικά λουλούδια. Πρέπει να ποτίσομε τα ξεραμένα λουλούδια μας. Η πόλη πρέπει να ζήσει την πραγματική της ζωή, αυτή που άλλωστε της αξίζει.



      Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

-«Η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα». Θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο ολόκληρο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο. Γιατί; Ποιο είναι το νόημα αυτού του τίτλου;
 Ο Θωμάς βρισκόταν σε μεγάλη απορία: Τα τεράστια μάτια του, το συνοφρυωμένο του βλέμμα, ολόκληρο το είναι του, ζητούσαν να μάθουν.
- Ποια είναι άραγε η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα; Υποψιάζομαι βέβαια, μα τι ακριβώς εννοείς;
 Με ρωτούσε πιεστικά, κι έπρεπε να του απαντήσω:
-Η τραγική μοίρα του  σύγχρονου Έλληνα, Θωμά, είναι πως ενώ εκείνος προσπαθεί (σαν και κάθε ανθρώπινο πλάσμα) να συναντήσει την ευτυχία του, την ίδια στιγμή η Ελλάδα, η πατρίδα του, κάνει ότι μπορεί για να τον εμποδίσει να βρει αυτή την ευτυχία. Είναι έτσι δομημένο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, που τον βυθίζει  σε απογοητεύσεις, τη μια μετά την άλλη, σε μιαν ατελείωτη κατωφέρεια. Κάθε σκάνδαλο που αποκαλύπτεται δεν είναι απλά ένα δυσάρεστο νέο. Είναι ένα σκαλί πιο κάτω στην αυτοεκτίμηση, στην αυτοπεποίθηση και στο αίσθημα υπερηφάνειας που φυσιολογικά πρέπει να έχει κάποιος για την πατρίδα του. 
 Ποιον να πιστέψεις πια, από πού να πιαστείς και σε τι να ελπίζεις; Ποιος θα είναι ο επόμενος στον κατάλογο των σκανδάλων;  
 Τελευταία στη σειρά ήταν η αποκάλυψη για τον σύζυγο της υφυπουργού Πολιτισμού, τον «ευαίσθητο» καλλιτέχνη του λαϊκού – καψούρικου άσματος και του βαθύτατου  (δήθεν) ερωτικού πάθους, ο οποίος φοροδιαφεύγει κατά αρκετά εκατομμύρια ευρώ!
-Ώστε έτσι λοιπόν αξιότιμε κύριε σύζυγε της υφυπουργού! 
 Πάντως εγώ, στον «ευαίσθητο» - και πάμπλουτο – τραγουδοποιό, εκτός από τη φοροδιαφυγή έχω και κάτι ακόμη να του καταλογίσω: Με το έκδηλα υποκριτικό, ψευτο-καψούρικο και δήθεν θλιμμένο ύφος των ασμάτων του,  έχει συμβάλλει αποφασιστικά στη νόθευση και στον υποβιβασμό του μουσικού αισθητηρίου των Ελλήνων! Αλλά αυτό είναι βέβαια μια άλλη ιστορία…
 «Η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα». Σ’ αυτό τον τίτλο του μελλούμενου να γραφεί βιβλίου μου, επανερχόταν συνεχώς ο Θωμάς. Τον εξέταζε με το μικροσκόπιο.
 -Δεν πιστεύω να σε ενόχλησαν και όσα ακούγονται και διαδίδονται για την Υπουργό Παιδείας, αναρωτήθηκε πάλι και σταυροκοπήθηκε. Αν αληθεύουν…
 -Κάτι που σίγουρα με απογοητεύει είναι πως η ίδια η υπουργός Παιδείας, δεν εμπιστεύεται λέει το Δημόσιο σχολείο και στέλνει το γιο της σε ιδιωτικό κολλέγιο! Τότε όμως κυρία μου, πως εμείς θα εμπιστευθούμε τις επιλογές σας για τα παιδιά μας; Σε ποιον και σε τι να πιστέψομε για να πορευτούμε προς το μέλλον;
-Αμέ το άλλο τι σου λέει; Ποιος είναι υπεύθυνος γι αυτό; Την ημέρα ακριβώς της γενοκτονίας των Ποντίων είχαμε και τις πανελλήνιες εξετάσεις στο μάθημα της λογοτεχνίας. Ποιο θέμα λες πως βάλανε στα ελληνόπουλα εκείνη την ημέρα;
-«Στου Κεμάλ το σπίτι»!
-Μα ο Κεμάλ δεν ήταν που εξολόθρευσε τους 353.000 Ποντίους; Ο Κεμάλ δεν  ήταν που εξολόθρευσε 1.500.000 Αρμενίους; Ο Κεμάλ δεν προκάλεσε τον ...συνωστισμό στην Σμύρνη; Ήταν ανάγκη να περιέχεται στο θέμα των Πανελληνίων αυτό το όνομα, την 19η Μαΐου;
 -Ίσως κρίνεται πως πρέπει να ξεχάσομε τα παλιά, τις έχθρες…
 -Μα έτσι απότομα και βίαια; Θωμά, πάει, το αποφάσισα: Πρέπει να το γράψω το βιβλίο! Τίτλος του θα είναι ακριβώς αυτός: «Η τραγική μοίρα του σύγχρονου Έλληνα». Το θέμα μοιάζει απλοϊκό,  μα δεν είναι. Μια τραγωδία χωρίς τέλος είναι, χωρίς έλεος και χωρίς κάθαρση. 



                     ΣΑΝ ΤΟ ΔΙΟΓΕΝΗ
 Μεγαλώνουνε οι μέρες του Ιουνίου και δόστου να μεγαλώνουνε κι άλλο, έτσι που να δίνουνε στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση πως η ζωή είναι μεγάλη, ατελείωτη σαν κι αυτές. Έλα όμως που δεν είναι!
 Μέρες καυτές με τη θερμοκρασία στο σαράντα, μιας κι οι άνθρωποι αδιαφορούν εντελώς για την κλιματική αλλαγή, την έχουν αφήσει σε ελεύθερη πτώση και …αν θα το πληρώσουν τα παιδάκια μας, εμάς δεν δείχνει να μας νοιάζει και τόσο.
 -Μπήκαμε και επίσημα πια στο καλοκαίρι, είπε βαριεστημένα ο Θωμάς. Ξεκινά και η προεκλογική εκστρατεία για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όμορφα λόγια,  βαρύγδουπες υποσχέσεις ετοιμάζονται για να σερβιριστούν στους δυστυχείς πολίτες αυτής της χώρας που μοιάζει να τα έχουν ακόμη χαμένα.
 -Θαρρώ πως αυτές οι εκλογές θα κρύβουν εκπλήξεις Θωμά. Δεν πιστεύω πως ο κόσμος τρώει κουτόχορτο.
 Νοιώθω σαν το Διογένη με το φανάρι, μέρα μεσημέρι:
-Άνθρωπο ψάχνω, άνθρωπο τίμιο και σεμνό!
 -Ο κόσμος θέλει να δει καινούργια πρόσωπα. Όχι πάλι τους ίδιους. Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται πια τους ίδιους. Δεν πρέπει να εμπιστευθεί τους ίδιους. Μια μόνο θητεία σε κάθε αξίωμα. Είναι ο μόνος τρόπος για να περιορίσομε τη διαφθορά, την έπαρση και την αλαζονεία της εξουσίας.
 - Κάθε άνθρωπος που του δώσανε εξουσία, κρύβει μέσα του έναν Ξέρξη, κρύβει την αλαζονεία. Ω, να μπορούσε λέει κι αυτός, σαν τον Ξέρξη να μαστίγωνε τη θάλασσα!
  -Η αλαζονεία, φίλε μου,  είναι εξουσιαστική συμπεριφορά. Αυτό είναι γνωστό και δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε περισσότερο. Οπότε, θα πρέπει να θεωρηθεί τουλάχιστον πλεονασμός η διατύπωση: «αλαζονεία της εξουσίας». Εκτός κι αν επιχειρείται να καθιερωθεί πως η εξουσία μπορεί και να μην είναι αλαζονική! Μην το πιστέψει κανένας αυτό. Δεν θα είναι αλήθεια!
-Η αλήθεια του αλαζόνα στηρίζεται στη δύναμη κι όχι στην άποψη. Του αρέσει να χρησιμοποιεί  την επιβολή δια της ισχύος. Ο αλαζόνας είναι συνήθως και λογάς. Προσπαθεί να εντυπωσιάσει με παχιά λόγια (αλλά κούφια από περιεχόμενο) όσους μπορούν ακόμα να αντιστέκονται στην κενότητα.
Κλεισμένος ο αλαζόνας άρχοντας στον περίγυρο που τον αποδέχεται,  (κόλακες, κόλακες, …αμέτρητοι κόλακες που ψάχνουν να αποκομίσουν κάποια οφέλη) ουσιαστικά κόβει τους δεσμούς του από κάθε τι λειτουργικό & δημιουργικό που τον περιβάλλει και που θα τον στήριζε σε δύσκολες περιστάσεις. Όταν θα ανακαλύψει πως μ' όλη αυτή τη συμπεριφορά του, έχτιζε ένα παλάτι στην άμμο, θα είναι πολύ αργά.
 -«Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για να αντέξεις την εξουσία», έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκης. Ο Έλληνας ειδικά δεν την αντέχει καθόλου την εξουσία. Από το πρώτο κιόλας λεπτό που θα πάρει αξίωμα, η αλαζονεία στρογγυλοκάθεται στην κεφαλή του και …δεν το κουνάει!   
  Νοιώθω σαν το Διογένη με το φανάρι μέρα μεσημέρι:
-Άνθρωπο ψάχνω, άνθρωπο τίμιο και σεμνό!
 Το πολιτικό σύστημα της χώρας μοιάζει αποτυχημένο και απαξιωμένο. Θέλομε νέους, σεμνούς, γνήσιους, άσπιλους και αμόλυντους ανθρώπους. Αν υπάρχουν, ας μη διστάσουν να βγούνε στο φως!

                     
                     ΠΑΜΕ ΝΤΟΛΥ!
  Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι…. Τουλάχιστον έτσι το νοιώθω. Ο  Λούκυ Λουκ, ο ήρωας του γνωστού κι αγαπημένου κόμικ της νιότης μας, ζωντανεύει ξαφνικά και χώνεται μέσα μου (ή απλά εγώ γίνομαι ένα με τη φιγούρα του). Βάνω στην κεφαλή μου ένα παλιό καουμπόικο καπέλο κι ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό και ορίστε, ξεκινά η περιπέτεια! Ξεκινά η περιπλάνηση σ’ έναν κόσμο σκληρό και απάνθρωπο, όπου το περιβάλλον υποκριτικά προστατεύεται και συστηματικά καταστρέφεται. Σ’ έναν κόσμο που τα αρπακτικά της παγκόσμιας κερδοσκοπίας απειλούν το μισθό και τη σύνταξη των ανθρώπων!
 Τώρα μόνο, τώρα που τα μαλλιά μου έγιναν γκρίζα, τώρα αρχίζω μόλις να αντιλαμβάνομαι τη μεγαλοφυΐα του συγγραφέα του Λούκυ Λουκ! Οι καιροί μπορεί να αλλάζουν μα ο κόσμος μένει ίδιος και απαράλλαχτος.
 Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι! Ο ήρωας αυτός είναι διαχρονικός. Πάντα η αδικία θα υπάρχει και πάντα θα υπάρχουν οι ονειροπόλοι που θα επαναστατούν ενάντια στην αδικία, γι αυτό θα μένουν πάντα φτωχοί και πάντα μόνοι. Πάντα ο κόσμος θα προχωρεί με φωτιά και με μαχαίρι. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι Ντάλτον που θα φροντίζουν γι αυτό.
 Μα πάντα θα υπάρχει και ο Λούκυ Λουκ, το ανοιχτό κι ανυπόταχτο πνεύμα, ο εραστής της ελευθερίας της πραγματικής, της πανηγυρικής, της απόλυτης, εκείνης της ελευθερίας που δεν γνωρίζει όρια ή δεσμά.
 Μην παραξενευτείς όταν θα νοιώσεις πως είσαι κι εσύ μέσα στο παιχνίδι. Το άλογό σου, η Ντόλυ, περιμένει κι εσένα υπομονετικά στην αυλή, φίλε αναγνώστη. Μπορείς ν’ ακούσεις σχεδόν τα ανυπόμονα χλιμιντρίσματά της. Θα σε περιμένει μέχρι να ρθει η στιγμή που θα τα σιχαθείς όλα, μέχρι τη στιγμή που θα νοιώσεις να σού ρχεται εμετός. Θα ναι αυγή και θα αναδυθεί από μέσα σου – χωρίς κανένα δισταγμό - η λέξη «Επανάσταση».
 Θα είναι εκείνη η Καβαφική στιγμή που θα πρέπει να πεις το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι.
 Μακάρι να το πεις το Ναι. Η Ντόλυ θα περιμένει στην αυλή χλιμιντρώντας. Η Καλάμιτυ Τζέην, η όμορφη κοπέλα  θα σου γνέφει. Εσύ θα έχεις πια βαρεθεί τους αχάριστους φίλους, τα ψεύτικα δάκρυα, τις υποκριτικές φιλοφρονήσεις, τα ατελείωτα …φεστιβάλ.  
 Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι! Αυτό είναι το ρεφραίν που μ’ αρέσει και μου πάει. Να παίρνω τους δρόμους, των αμαθιώ μου καθώς λένε, με τα ιδανικά μου φορτωμένος. Εσένα, δεν σου ζητώ να με πιστεύεις όταν υπάρχουν αποδειχτικά. Θέλω να με πιστεύεις, όταν οι συγκεχυμένες ενδείξεις συνηγορούν εναντίον μου. Τότε θέλω να με πιστεύεις.
 Θα ακολουθώ της δικαιοσύνης τον ήλιο – το νοητό – και όπου δω κατατρεγμένο και φουκαρά δεν θα διστάζω να τον στηρίζω. Θα είμαι αιώνιος αντίπαλος και τιμωρός των Ντάλτον, των αρπακτικών της αγοράς, των κάθε λογής χρηματοοικονομικών συμφερόντων και των γκόλντεν μπόυς που κυκλοφορούν αθάνατοι και ατιμώρητοι ανά τους αιώνες. Θα πασχίζω – αν μπορώ – να βοηθώ τους νεόπτωχους Έλληνες συμπατριώτες μου, τους απολυμένους, τους αδικημένους, τους χρεωμένους που αλύπητα τους πίνουν το αίμα οι τράπεζες. Θα στηρίζω τους γιατρούς που μένουν απλήρωτοι και δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα στην καθημερινότητα των οικογενειών τους. Θα στηρίζω και όλους τους επιχειρηματίες που τους αφήνουν χωρίς περίθαλψη, έρμαια της τύχης ή της ατυχίας τους… Θα τιμωρήσω αυτούς που προσπαθούν να αρπάξουν το πανεπιστήμιο από τους Ρεθεμνιώτες.
 Θα χαιρετώ τους περήφανους μιναρέδες, που παλεύουν με τους αιώνες καθώς εγώ θα παλεύω με τους μουεζίνηδες των φανατισμών…  Θα ακούω για τη βόμβα που σκότωσε τον υπασπιστή του υπουργού Δημόσιας Τάξης και θα συνοφρυώνομαι, θα σταυροκοπιέμαι, άφωνος κι εγώ μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες για την προσβολή αυτή που έγινε προς την κυβέρνηση και το κράτος μου. 
 Όμως τελικά εγώ, παρ’ όλα αυτά που συμβαίνουν, εγώ θα ζω μέσα στην απόλυτη Ελευθερία με τα μακριά μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν στον άνεμο. Αυτή είναι η επιλογή μου. Ο άνεμος της ελευθερίας είναι πάντα φρέσκος και μυρωμένος. Έτσι, καβάλα στ’ άλογο, και προς την κατεύθυνση του ανέμου θα σφυρίζω με ανεμελιά και με τη συνείδηση αναπαυμένη, στον ίδιο πάντα σκοπό:
 -«Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι. Πάμε Ντόλυ»!  



 Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ
 Ο τίτλος μου σήμερα δηλώνει πολυσήμαντος. Θα μπορούσε να σημαίνει την μελαγχολία που νοιώθει ο ώριμος άνθρωπος συνειδητοποιώντας την «διακριτική» είσοδό του στην λεγόμενη «τρίτη ηλικία». Μπορεί όμως και να υπονοεί τη λεπτή μελαγχολία που καταλαμβάνει όλους εμάς μπροστά στo  «φάσμα» της ώριμης ηλικίας με τα σωρευμένα προβλήματα που την συνοδεύουν.
 Ότι νόημα και να δώσουμε στον τίτλο αυτό, δύσκολες μέρες περιμένουν τους  Έλληνες και ακόμη δυσκολότερες μέρες περιμένουν τους ηλικιωμένους.
 Είναι αληθινά μελαγχολικό πως όλοι αποφεύγουν να ασχοληθούν σοβαρά με την τρίτη ηλικία.
 Δύσκολο ακόμη και να αγγίξεις το θέμα. Είναι μια κατηγορία ανθρώπων, των οποίων υπόκωφα επιχειρείται η περιθωριοποίηση, πράγμα άδικο βέβαια και σχιζοφρενικό, μιας και για όλους η μοίρα είναι κοινή (ας θυμηθούμε και τη λαϊκή ρήση, «εκεί που είσαι ήμουνα κι εκεί που είμαι θάρθεις»)!
 Για μια σειρά από λόγους έχω ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για τα προβλήματα της τρίτης ηλικίας. Συμμετείχα για 5 χρόνια σε διοικητικά συμβούλια των ΚΑΠΗ του Ρεθύμνου, ώσπου με εκπαραθύρωσαν από εκεί! Γιατί; Το ψάχνω ακόμη, αλλά που θα πάει; Κάποτε θα το μάθω και θα σας το πω! 
 Σήμερα, έχω τη χαρά να προσφέρω με τις λιγοστές μου έστω δυνάμεις στους ηλικιωμένους από ένα άλλο πόστο:  Από το Κοινωνικό Ίδρυμα (γηροκομείο) του Ρεθύμνου. 
 Κοντά τους έχω μάθει και μαθαίνω πολλά: Το σπουδαιότερο είναι ότι  ο «ηλικιωμένος άνθρωπος» στην πραγματικότητα είναι μια ψυχή ζωντανή, διψασμένη για ζωή, που ζει μέσα σ’ ένα γερασμένο κι ανήμπορο σώμα. Αυτή η συνειδητοποίηση από μόνη της είναι συνταρακτικό συναίσθημα.
 Ακόμη έμαθα πως το κύριο πρόβλημα δεν είναι τα γηρατειά, αλλά η λήθη. Έμαθα πως οι άνθρωποι δεν παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, αλλά γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται!
 Η παράταση της ανθρώπινης ζωής και η μεγάλη αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων χάρις στις προόδους της Ιατρικής επιστήμης είναι το πραγματικό πρόβλημα, η αληθινή βόμβα του σύγχρονου ασφαλιστικού προβλήματος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια, κι ας μην το ομολογούν, ας μην το λένε καθαρά οι αρμόδιοι.
 Αν τώρα πλάι στην αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων βάλεις την υπογεννητικότητα και την ελάττωση του αριθμού των νέων που μπορούν να εργάζονται, έχεις ένα αληθινό εκρηκτικό μίγμα. Πως άραγε, αυτοί οι ελάχιστοι εργαζόμενοι νέοι θα μπορέσουν να παράγουν τόσα ώστε να πληρωθούν τόσο πολλές συντάξεις;
 Η επόμενη καυτή πατάτα για την ελληνική κοινωνία θα είναι η μοιραία υποβάθμιση των υπηρεσιών του Εθνικού Συστήματος Υγείας η οποία βέβαια πλήττει κύρια τους ηλικιωμένους. Αυτοί δεν είναι που χρειάζονται περισσότερο την νοσοκομειακή περίθαλψη;  Οι ελλείψεις στα νοσοκομεία, ποιους άραγε πλήττουν περισσότερο; Τους ηλικιωμένους βέβαια, αφού αυτοί πιο συχνά  χρειάζονται νοσηλεία!
 Εύχομαι οι λογαριασμοί μου να είναι λάθος, να πέφτω έξω! Αν όμως είναι σωστοί, τότε δεν απέχουμε πολύ από τη δημιουργία ενός σύγχρονου «καιάδα» για ηλικιωμένους!
Υπάρχει ένα παλιό παραμύθι, που μιλάει για μια χώρα όπου ο βασιλιάς είχε  επιβάλλει ένα νόμο βάρβαρο: Να θανατώνουν λέει όλους τους γέροντες σαν έφτανε η ώρα, ρίχνοντάς τους σ’ έναν γκρεμό, σ’ έναν καιάδα.
 Βρέθηκε όμως λέει κι ένας γιος πονετικός, που αρνήθηκε να ρίξει στον γκρεμό το γέρο - πατερούλη του. Τον έκρυψε στο σπίτι, παρακούοντας τον απαίσιο νόμο του βασιλιά. Η επιλογή του αυτή όμως, σύντομα δικαιώθηκε γιατί κάποια στιγμή κέρδισε πλούτη και δόξα, χάρις στο μυαλό και τη σοφία του γέροντα πατέρα του που τον συμβούλεψε την κρίσιμη ώρα. Τελικά ο βασιλιάς αναγκάστηκε να καταργήσει τον άδικο αυτό νόμο.
 Αυτά λέει το παραμύθι. Όπως και στο παραμύθι, πιστεύω πως και στη σημερινή πραγματικότητα, πάλι τα πράγματα θ’ αλλάξουν. 
Υπάρχουν λύσεις. Αλλοίμονο εάν δεν υπήρχαν. Εάν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να οδηγηθούμε προς μια σύγκρουση μεταξύ των γενεών. Οφείλουν οι οικονομικοί εγκέφαλοι να εργασθούν για να προτείνουν λύσεις.
Καθώς ο αριθμός των ηλικιωμένων αυξάνεται – και θα συνεχίσει να αυξάνεται – οι ηλικιωμένοι δεν μπορεί να είναι μια αδύναμη ομάδα. Η μελαγχολία της ωριμότητας θα μπορούσε να δώσει τη θέση της σε μια νέα αυτοπεποίθηση έτσι ώστε η τρίτη ηλικία να εξελιχθεί σε μια κοινωνική δύναμη, η οποία διεκδικώντας τα δικαιώματά της με γνώση και σύνεση, θα μπορέσει να βελτιώσει αισθητά τη ζωή της.

                         ΟΔΟΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ


  Έχω μετακομίσει. Εδώ και κάμποσο καιρό μεταφέρθηκα και κατοικώ στην οδό Αδιαφορίας. Δεν την έχετε προσέξει. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της πόλης. Ίσως πάλι να έχετε επιλέξει κι εσείς αυτό το δρόμο, να είμαστε γείτονες. Όλοι εμείς που τον διαλέξαμε αποφασίσαμε πως προκειμένου να μας τρελάνουν κάποιοι «έξυπνοι» μέσα στο αλαλούμ, καλύτερη είναι η αδιαφορία
  Εννοείται ότι είμαστε συνειδητοί Αδιάφοροι. Είμαστε αδιάφοροι κι ανέγγιχτοι από την ενορχηστρωμένη επίθεση των μικρών και άσχετων. Είναι η επιλογή μας. Είμαστε ελεύθεροι πολιορκημένοι. Δεν μας τουμπάρουν ο καθωσπρεπισμός και τα όμοια. Πιάσε λέει το ΠΡΕΠΕΙ από το γιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι, (αυτό δεν είναι δικό μου, κάπου το διάβασα).
  Προσοχή όμως. Δεν ατομιστές, απολιτικοί και τέτοια. Αδιάφοροι δηλώνομε μόνο απέναντι στην ασημαντότητα που μας σερβίρουν με τίτλους βαρύγδουπους, με τα φύκια της υποκουλτούρας που μας αμπώθουν για μεταξωτές κορδέλες οι δημοτικοί μας άρχοντες, οι όποιοι άρχοντες, οι όποιοι ημιμαθείς. Αντίθετα, είμαστε έτοιμοι όταν έρθει το πραγματικά σημαντικό, τότε δυναμωμένοι με θεωρία και μελέτη να παρέμβουμε στα του οίκου μας, σε ότι μας αφορά. Κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει αυτό το δικαίωμα.
  Εμείς στην οδό Αδιαφορίας έχομε κοινές αρχές και συνήθειες. Για παράδειγμα, κανένας μας δεν παρακολουθεί  τα δελτία των ειδήσεων πανικού και ψυχοπλάκωσης της τηλεόρασης. Κανένας δεν παρακολουθεί διαφημίσεις. Αρνούμαστε να είμαστε καταναλωτικά όντα , θύματα του μάρκετιγκ.
  Πλήρης αδιαφορία προς το γύρω μας «κιτς». Παγερή αδιαφορία σ’ αυτούς που προσπαθούν να χειραγωγήσουν τη ζωή μας, να θρυμματίσουν την ελευθερία μας, να διαβρώσουν το αισθητήριό μας, να μας απομακρύνουν από το μέτρο και τον κοινό νου.
  Η αδιαφορία -υπό όρους- πιστεύομε πως είναι μια τακτική αιχμής (όπως λέμε τεχνολογία αιχμής). Η αδιαφορία ως περιφρόνηση του ασήμαντου είναι ένας προθάλαμος της φιλοσοφίας, της απέραντης και διηνεκούς αναζήτησης του σημαντικού. Αναζητούμε την Ελλάδα την καινούρια, τη μη ορατή. Αναζητούμε τους Έλληνες που αγαπούν εκείνη την Ελλάδα.
  Περάστε να μας δείτε, στην οδό Αδιαφορίας, καθώς λιαζόμαστε τα μεσημέρια ή βεγγερίζομε τα βράδια. Κερνάμε καφεδάκι και γλυκό κυδώνι, όπως παλιά, όπως τότε

                 ΟΙ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ ΑΝΘΙΖΟΥΝ
                        
                                                
 Ελάτε λοιπόν! Ομολογήστε το! Αδημονείτε για την Άνοιξη! Αδημονείτε για κάποιαν Άνοιξη. Ψάχνετε απεγνωσμένα για αμυγδαλιές ανθισμένες! Μία έστω αμυγδαλιά ας έβλεπα ανθισμένη! Την πρώτη που τόλμησε ν’ ανθίσει αμυγδαλιά!
 Σκληρός ο χειμώνας, και ανελέητος! Μέσα στην καρδιά του χειμώνα λιποψυχά ο άνθρωπος κι αδημονεί. Μα πότε επιτέλους θα φτάσει η Άνοιξη; Πότε τελοσπάντων;
 Σας βρήκα έναν ωραίο ελληνικό μύθο για την αμυγδαλιά: (Οι αρχαιοελληνικοί μύθοι είναι η αδυναμία μου).
  Ήταν λέει μια όμορφη πριγκίπισσα που ονομαζόταν Φυλλίς, θυγατέρα ενός βασιλιά της Θράκης. Αυτή ερωτεύτηκε τον γιο του Θησέα τον Δημοφώντα. Την ερωτεύτηκε πολύ κι εκείνος και έζησαν μαζί αγαπημένοι. Κάποτε ο Δημοφώντας νοστάλγησε την πατρίδα του και θέλησε να πάει στην Αθήνα για λίγο. Η Φυλλίς έμεινε πίσω να τον περιμένει.
 Τα χρόνια περνούσαν κι εκείνος δε γυρνούσε. Απελπισμένη η Φυλλίς κρεμάστηκε σε ένα δέντρο και εκείνο κράτησε τη ψυχή της. Από τότε δεν ξανάβγαλε φύλλα, ούτε άνθισε ποτέ ξανά.
 Κάποιο Γενάρη με τα χιόνια γύρισε ο Δημοφώντας . Όταν έμαθε για το χαμό της αγαπημένης του, αγκάλιασε το δέντρο συντετριμμένος κι έκλαψε πικρά.. Τότε εκείνο άρχισε να βγάζει λευκά λουλούδια. Η ψυχή της βασιλοπούλας γέμισε χαρά αλλά δεν ξαναπήρε ποτέ ανθρώπινη μορφή. Έμεινε δέντρο και κάθε Γενάρη ή Φλεβάρη στολίζεται ολόλευκο.
 Έτσι είναι η ανθρώπινη ψυχή. Χρόνια τη μελετώ και είμαι σίγουρος. Δεν τη βαστά τη μαυρίλα. Κάθε Φλεβάρη ντύνεται ολόλευκα. Εμπρός λοιπόν! Ομολογήστε το! Αδημονείτε για την Άνοιξη! Για κάποιαν Άνοιξη που υποτίθεται πως σας περιμένει!

                                 ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΔΙΚΟ


  Η ώρα περνά. Καιρός λοιπόν να κλείσω το παραθύρι μου και να έρθω με τη φαντασία μου να σε βρω, απογευματάκι στον κήπο σου την ώρα που πίνεις τον καφέ σου το βαρύ γλυκό μ’ ένα κριθαρένιο παξιμαδάκι, χωρίς να λες λόγια πολλά, χωρίς να κάνεις παράπονα. Λαχταρώ την ώρα που θα πάμε μαζί να βρούμε τις κοινές αναμνήσεις μας, τα παλιά μας στέκια, τα παλιά μας τραγούδια. 
  Κάποτε τσακωνόμαστε, ποιος από τους δυο κυβερνά τον κόσμο, το δίκιο ή το άδικο. Το δίκιο, έλεγα εγώ, το άδικο φώναζες εσύ. Τελικά εσύ είχες δίκιο και θέλω απόψε να στο πω. Άργησα να το καταλάβω, μα κάλλιο αργά παρά ποτέ.
    Ώστε λοιπόν, τον κόσμο κυβερνάει το άδικο! Γιατί άραγε στα σκολειά αυτό δεν το διδάσκουν; Γιατί δεν λένε την αλήθεια; Μήπως δεν τολμούν να κοιτάξουν τα παιδιά τους στα μάτια; Όμως πάλι, είναι σωστό ν’ αφήνουν τα καημένα τα παιδιά να περιφέρονται μέσα σ’ ένα κήπο με αυταπάτες;
  Έχω γνωρίσει το άδικο και έχω επαναστατήσει γι αυτό. Είμαι σίγουρος πως όλοι το έχετε γνωρίσει αφού αυτή είναι η πραγματικότητα της ζωής.  Όπως είμαι σίγουρος πως έχετε νοιώσει μέσα σας να φουντώνει το αφρισμένο και ασυγκράτητο κύμα της αγανάκτησης που σαρώνει το είναι του ανθρώπου όταν νοιώσει την αδικία, το άδικο. Ίσως μάλιστα,  αμέσως μετά το κύμα της αγανάκτησης να έχετε νοιώσει και το κύμα της επανάστασης που θέλει να σαρώσει τα πάντα.
  Τα χρόνια περνούν, οι δεκαετίες επίσης σαν τον άνεμο που φυσά. Από τότε που γεννήθηκα θυμούμαι πόση εντύπωση μου έκανε ο άνεμος όταν φυσούσε μανιασμένα σηκώνοντας σύννεφα σκόνης, κονιορτό που λέμε, ή κονίσαλο, όπως το έλεγε ο Όμηρος. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως ο άνεμος μπορεί να διαλύσει ακόμη και μια ζωή, να την κάνει σκόνη και κονιορτό.
  Άνεμος είναι αυτός, δεν πιάνεται. Του κάθε διαφορετικού δέντρου η φυλλωσιά έχει την δική της διάλεκτο που την προφέρει στο πέρασμα του ανέμου, καθώς διδάσκει ο ποιητής. Ο άνεμος, ναι, αυτός είναι δίκαιος. Οι άνθρωποι, όχι. Ο άνεμος φυσά επί δικαίων και αδίκων. Σαρώνει τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, χωρίς επιλογή, χωρίς οίκτο. Ο άνεμος ναι, οι άνθρωποι όχι. Όσες φορές κι αν με ρωτήσουν πάλι όχι θ’ απαντήσω. Κι ο ήλιος που βγαίνει την αυγή και χάνεται στη δύση, κι αυτός δίκαιος είναι. Μα της δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός, υπάρχει μόνο στα ποιήματα.
  Ελάτε μαζί μου και θα σας δείξω την αυτοκρατορία της αδικίας. Πρέπει να γνωρίζετε την αλήθεια, για να έχετε πυξίδα στη ζωή, για να διδάξετε σωστά τα παιδιά σας.  Τι πρέπει να διδάξομε τα παιδιά; Πως ενώ στη ζωή σίγουρα επικρατεί το άδικο, αυτά τουλάχιστον πρέπει να αγωνιστούν για το δίκιο.

                        ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

  Θυμούμαι ολοένα πιο συχνά και ξαναφέρνω στη μνήμη μου έναν άθλο του Ηρακλή. Εκεί που ο Αυγείας, κοτζάμ βασιλιάς της Ήλιδας ζήτησε την βοήθεια του ημίθεου Ηρακλή για να καθαρίσει την μπόχα και την δυσοσμία που κυριαρχούσε στο βασίλειό του σα συνέπεια της κοπριάς που δημιουργούσαν στους στάβλους τα 3000 βόδια του.
 Γιατί άραγε με βασανίζει αυτός ο αρχαίος μύθος τόσο που κοντεύει να μου γίνει έμμονη ιδέα;
 -Είναι απλό, αντιγύρισε ο φίλος μου Γιώργος, και απορώ πως δεν το νοιώθεις: Είναι γιατί του μύθου ο βαθύς συμβολισμός αφορά και τη σύγχρονη ελληνική δημόσια ζωή. Η κόπρος του μύθου παραπέμπει στη διαφθορά και τη δυσωδία της δημόσιας ζωής, που είναι ουσιαστικά αδύνατο να καθαρίσει. Μόνο με έναν Ηρακλή, έναν ήρωα  μπορεί να γίνει δυνατό. Διάβασε τους αρχαίους Έλληνες, ακόμη και τους μύθους τους. Διδάξου απ’ αυτούς!
-«…Έτσι του μύθου η νόηση, χάρη γιατρειάς φυλάσσει…» πετάχτηκε κι ο Θωμάς με νόημα.
-«…Απού την αρρωστειά εις υγειά μπορεί και μεταλάσσει…» συμπλήρωσα κι εγώ για να μην υστερήσω.
 Τον γνωρίζουν ασφαλώς τον μύθο οι πολιτικοί μας, πρέπει όμως να τον αναθυμούνται κιόλας, πρέπει να τον έχουν σαν ευαγγέλιο. Αν το έκαναν αυτό δεν θα είχαμε φτάσει στο βαθμό απαξίωσης της πολιτικής σήμερα.
-Να όμως που πάλι οι πολιτικοί ετοιμάζονται να ζητήσουν την ψήφο μας για τις εκλογές που πλησιάζουν. Άραγε εσύ θα ζητήσεις πάλι την ψήφο μας;  ρώτησε βλοσυρά ο Γιώργος.  
-Εγώ φίλε μου έχω μπει σ’ άλλους παραλλήλους, όπως λέει κι ο ποιητής. Η ψηφοσυλλεκτική δραστηριότητ δεν είναι τόσο συναρπαστική όσο νομίζεις. Η σύντομη επαφή μου μαζί της μου άφησε γεύση στυφή και αρνητικό πρόσημο. Και δεν είναι μόνο αυτό.
 Η τράπουλα είναι φίλε μου σημαδεμένη. Οι συμφωνίες γίνονται κάτω απ’ το τραπέζι, τα χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση. Οι διαδρομές είναι υπόγειες. Αυτή είναι η Ελληνική πραγματικότητα αδερφέ. Ώρα καλή στην πρύμνη τους κι αγέρας στα πανιά τους. Στο καλό να πάνε!
Αυτό που ψάχνω – όπως κι ο περισσότερος κόσμος – είναι ο αγέρας ο καθαρός. Χωρίς σωματίδια και προσμίξεις. Ο καθαρός αέρας είναι ένα απόλυτα σπάνιο αγαθό στην ελληνική επικράτεια.
 Μα και το ελληνικό λούνα πάρκ έχει τελειώσει οριστικά. Τα τραινάκια έχουν εκτροχιαστεί και τ’ αλογάκια κλωτσάνε. Το φαγοπότι, τέλος. Οι απαξιωμένοι πολιτικοί ψάχνουν νέους τρόπους για να τουμπάρουν τους χαχόλους. Ώρα καλή στην πρύμνη τους!
-Με τα δικά μου τα φτερά, έχω ψηλά πετάξει
 Γι αυτό δεν νοιάζομαι ποτέ, αν ο καιρός αλλάξει….
Αυτή τη μαντινάδα έλεγε ο παππούς, κι εγώ μάζευα με τις χούφτες μου τη σοφία που έσταζε.
-Μα, Γιώργο, εσύ ο στενός μου φίλος, αφού τα ξέρεις όλα αυτά, γιατί επιμένεις να ρωτάς;
-Θέλω να δοκιμάζω την αντοχή σου, αφού οι άνθρωποι είμαστε τόσο αδύναμοι, τα πόδια τρέχουνε κι ας είναι τόσο κουρασμένα, στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους!
-Δοκίμασέ με και θα την αντέξω τη δοκιμασία. Στέκω απέναντι στον ουρανό και τον κοιτάζω κατάματα μ’ ένα λουλούδι στο χέρι. Ρομαντικό; Ίσως. Έχω αρχίσει ν’ ανεβαίνω της ποιήσεως την εξαίσια σκάλα. Τα τραγούδια που τραγουδώ δεν τα ακούν παρά μόνο αυτοί που πρέπει. 
 -Καθαρίστε, ακριβώς σαν τον Ηρακλή την κόπρο που το «σύστημα» έχει σωρεύσει μέσα σας. Φύγετε απ’ τη βρώμα χωρίς ούτε στιγμή να διστάσετε. Ξεκολλήστε απ’ το κορμί σας τις βδέλλες που σας πίνουν το αίμα. Περάστε στην απέναντι όχθη.
 -Πάμε Ντόλυ!


                        ΜΥΡΩΔΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

  -Ποιος στις χάρες μας! Μεγαλόπρεπο και πανάκριβο Αναγεννησιακό φεστιβάλ παρουσίασε πάλι ο Δήμος Ρεθύμνου. Μα τι γίγαντες είμαστε εμείς οι Ρεθεμνιώτες βρε παιδί μου! Η κρίση ούτε που μας αγγίζει. Τι κρίση μου λες και κουραφέξαλα!
 -Όμως ο Χορτάτσης και πάλι απών! Μήπως κάνω λάθος; Μήπως τον πήρε εσένα το μάτι σου;
 -Απών, ταπεινός, καταφρονεμένος και εξοβελισμένος ο μεγάλος ποιητής της Κρητικής Αναγέννησης. Τι κι αν είναι Ρεθεμνιώτης; Δεν τον γουστάρουν! Το όνομά του δεν αναφέρεται καν στα πολύχρωμα προγράμματα και φυλλάδια. Δεν τον γουστάρουν, πώς να το κάνουμε!
 -Δεν τους γουστάρω λοιπόν ούτε εγώ. Έχω πια βαρεθεί να λέω και να γράφω τα ίδια. Οι γραφικότητες περί «μάννας γης» δεν με αφορούν.
 Ας μιλήσουν – αν θέλουν και αν αισθάνονται πως είναι αναγκαίο - η ΙΛΕΡ, ο Σύνδεσμος Φιλολόγων  και οι άλλοι φορείς της πόλης. Ας μιλήσουν όλοι όσοι νομίζουν πως έχουν κάτι να πουν σαν άτομα. Οφείλουν να μιλήσουν. Με κολακείες και υποκλίσεις δεν προχωρεί η πόλη. Θα είμαστε όλοι υπεύθυνοι μπροστά στον ιστορικό του μέλλοντος, τότε που το όνομα «Γεώργιος Χορτάτζης» θα χει πια εντελώς ξεχαστεί από τους Ρεθεμνιώτες. Αυτό είναι το δικό μας πρόβλημα.
 -Σιγά μωρέ, μην τα παραλές κι εσύ καημένε! Σιγά μη μας ζητήσει ευθύνες ο ιστορικός του μέλλοντος! Εδώ σου λένε συναινεί και εγκρίνει ο κύριος Κωστάλας! Ποιος είσαι εσύ που διαφωνείς;
 Του Γιώργου του άρεσε πάντα, πρώτα να με ερεθίζει και μετά να κάθεται και να απολαμβάνει τις εκρήξεις μου. Αν δεν ήταν παλιός συμμαθητής μου θα τον έλεγα «δάσκαλο». Ήταν αυτός στ’ αλήθεια ο δάσκαλος κι εγώ ήμουν ο μαθητής. Και τι μαθητής! Μπορούσα να τον ακούω να μιλά για ώρες!
 -Ας αφήσομε λοιπόν Μανόλη τα του Αναγεννησιακού στον κατ’ εξοχήν αρμόδιο κύριο Κωστάλα και ας συγκεντρωθούμε εμείς στα του οίκου μας. Σε κάποιες εικόνες καλοκαιριού απαράμιλλες, που θα μπορούσαμε να τις ονομάσομε και «μυρωδιά καλοκαιριού».
 Εικόνα πρώτη: Ιδού τα μαλλιά μιας νέας κοπέλας μαυρομαλλούσας,  που ανεμίζουν στο θαλασσινό αέρα, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζεται να βουτήξει στη θάλασσα. Οι κινήσεις των μαλλιών της, προς στιγμήν συγχρονίζονται με τις αναρριγήσεις του νερού καθώς και αυτό αναρριπίζεται σε συγχρονισμό από τον δροσερό αέρα.
 Η κοπέλα βιώνει ετούτη τη στιγμή εντονότατα. Φαίνεται από την έκφραση του προσώπου της. Ελαφρές δονήσεις, αδιόρατες, στους μυς του προσώπου και στα χείλη που τρεμουλιάζουν. Η συνείδησή της είναι ήσυχη. Δεν έχει βλάψει κανέναν. Δεν έχει βγάλει ποτέ χρήματα σε βάρος άλλων. Φροντίζει πάντα να μάχεται το τέρας που  μπορεί να κρύβει μέσα του ο σύγχρονος καθωσπρέπει, καλοβαλμένος, ευυπόληπτος ΄Ελληνας. Και τώρα ιδού: Ήρεμη και ευτυχής ετοιμάζεται να παραδοθεί στην αγκάλη του νερού άνευ ορίων, άνευ όρων.
 Ένα χρονογράφημα όπως αυτό που διαβάζεις αυτή τη στιγμή αγαπητέ αναγνώστη, οφείλει να απεικονίζει τη ζωή, αφού βγαίνει μέσα απ’ τη ζωή. Έτσι, όπως και στη ζωή, την ποιητική διάθεση μπορεί να διαδέχεται απότομα η θλίψη.
 Η εικόνα που μόλις ξετύλιξα ξαφνικά πάγωσε. Μόλις προ ολίγου έμαθα για τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια. Σκέφτομαι το δίχρονο παιδί του, τη σπαραχτική σύζυγο που κρατεί ακόμη μια ζωή στην κοιλιά της. Για τέτοια θέματα δεν χρειάζεται να γράφει κανείς πολλά. Αρκούν και τα λίγα. Περισσότερο πρέπει κανείς να σκέφτεται και να επιτρέπει στον εαυτό του να συγκλονίζεται. Η σιωπή καμιά φορά λέει από μόνη της βαριές κουβέντες.  
 Μια λεπτή μυρωδιά καλοκαιριού φτάνει από τις ακτές πέρα. Βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης και ταραχής. Ελπίζω και αναγέννησης.

             

                       ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ

 Εγώ κι ο φίλος μου ο Γιώργος είχαμε ξυπνήσει νωρίς, με τις πρώτες αχτίνες του ήλιου. Το δροσερό βοριαδάκι ανανέωνε τις σκέψεις μας, έτσι που τις νοιώθαμε να   αιωρούνται  νωχελικά στο κενό ενός γαλανού και τέλεια ανέφελου ουρανού. Ο «μέσα» ουρανός μας όμως, ήταν συννεφιασμένος.
 -«Η οικονομία του λίκνου του δυτικού πολιτισμού είναι αντίστοιχη μιας τριτοκοσμικής χώρας», γράφει η ξένη εφημερίδα.
 -Να την, χειροπιαστή και συγκεκριμένη, η αιτία της δυστυχίας και της μαυρίλας του σημερινού Έλληνα που γνωρίζει «δέκα γράμματα». Από τη μια είμαστε το «λίκνο του δυτικού πολιτισμού» κι από την άλλη τα έχομε κάνει μούσκεμα! 
-Πως γίνεται να συμβαίνουν αυτά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στην ίδια ακριβώς χώρα;
 Ο Γιώργος σταυροκοπήθηκε. Απολαμβάναμε μαζί τον πρωινό καφέ, μια από τις λίγες απολαύσεις που θα απομείνουν (ελπίζω) στο σύγχρονο Έλληνα. Μια καινούργια ημέρα άρχιζε μέσα στην άχαρη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.  Ήχοι της πολιτείας που ξυπνά και χασμουριέται βαρυεστημένα. Κι όμως, η πόλη είναι γεμάτη από τους χυμούς της ζωής – από χαρά και λύπη, από έξαρση και έκσταση, από φανατισμό και απογοήτευση. Το παρελθόν αναμειγνύεται με το παρόν, η ανάγκη για επιβίωση ανάκατη με τη νοσταλγία του παρελθόντος. Αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο, για να ψάξουμε να βρούμε ποιες αληθινές αξίες διέπουν τη ζωή μας.
 -Ξύπνιος εσύ, μα το πνευματικό Ρέθυμνο κοιμάται. Σσσσσσσς…. Το πνευματικό Ρέθυμνο κοιμάται βαθιά. Ας μην το ξυπνήσουμε. Ζητάς ν’ ακούσεις την άποψη του πνευματικού Ρεθύμνου για τη διαγραφή του Γεωργίου Χορτάτζη από το Αναγεννησιακό, μα δεν «ακούγεται ήχος». 
 -Ποιος το περίμενε, πως ανάμεσα στις θεαμαπάτες και στα εικονοδράματα θα γινόμουν εγώ ο υπερασπιστής των αληθινών πνευματικών παραδόσεων αυτής της πόλης! Ξυπνήστε πατριώτες! Φιμώνουν τον Χορτάτζη για να επιπλέουν ευκολότερα οι όποιες σύγχρονες μετριότητες, φώναξα!
-«Τ’ άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
   Το φως το κόκκινο έριξε…»
 -Βραβείο βέβαια για όλα αυτά δεν πρόκειται να πάρεις! Αντίθετα, κάποιοι δημοσιογράφοι θα πουν πως κάνεις κριτική «κακοπροαίρετη»!
 -Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα πούνε. Εμένα μου φτάνει που γνωρίζω την αλήθεια και δεν  βρίσκομαι στο σκοτάδι. Δεν με τρομάζει η υποκουλτούρα και οι μέθοδοι του  Μακιαβέλλι μου είναι γνωστοί!
 Μου διάβαζες κάποτε Σεφέρη, Ελύτη και Καβάφη. Αυτοί οι τρεις, μου ψιθύριζες, αυτοί είναι οι τρεις μεγάλοι της νεότερης Ελλάδας!
 - Έλα καημένε! Μέσα σ’ αυτή την παρακμιακή Ελλάδα εσύ μιλάς για ποίηση!  Μέσα σ’ αυτή τη ζαλισμένη πόλη εσύ μιλάς για Χορτάτζη! Καλοκαιράκι είναι, το βραδάκι θες σαν άνθρωπος να βγεις έξω με την παρέα σου να πιεις ένα «ποτάκι», να δροσίσεις το φάρυγγά σου, να ξεσκάσεις και στο τέλος να γυρίσεις σπίτι σου χαλαρός και ξένοιαστος.
 Και το Νοέμβρη, πάλι χαλαρά, θα πας σαν καλό παιδί και χωρίς πολλές ερωτήσεις να ψηφίσεις. Θα σε καλοπιάσουμε, θα σε σιργουλέψομε και θα μας ψηφίσεις. Όλα  θα γίνουν χαλαρά και η δουλειά μας θα γίνει. Όλα θα γίνουν με χαμόγελο και θα μοιάζουν αγγελικά!
-Λες!
 Η πόλη ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Οι μητέρες νανουρίζουν τα παιδιά τους. Όμως οι δυο φίλοι, οι αδιόρθωτοι, τα παλιόπαιδα τα ατίθασα, ανοίγουν πάλι τα σκονισμένα κιτάπια τους:
-«Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία......"


                   ΚΑΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΝΗΣΙ….

 -«Δεν γεννηθήκαμε ελεύθεροι. Γεννηθήκαμε για να ελευθερωθούμε». Αυτή η σπουδαία φράση δεν είναι δικιά μου αλλά είναι του Hegel, για να λέμε την αλήθεια. Θα πρέπει να ήταν πολύ δυνατό μυαλό αυτός ο Hegel! Τα κυκλώματα μεταξύ των κυττάρων του εγκεφάλου του θα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα και σε περισσότερους συνδυασμούς από τα κυκλώματα του δικού μας εγκεφάλου, άρα και η ευφυΐα του μεγαλύτερη. 
 Η Μάρω χαμογέλασε συγκατανεύοντας.
-Μόνο που η πορεία προς την ελευθέρωση είναι μακριά και επίπονη. Ίσως στο βάθος και να μη θέλουμε να ελευθερωθούμε.
 Η Μάρω είναι η αδυναμία μου για ένα κυρίως λόγο: Διότι είναι έξυπνη χωρίς να «κάνει» την έξυπνη. Δεν είναι φλύαρη ούτε υπερφίαλη. Δεν διεκδικεί περγαμηνές πέρα από την περγαμηνή που πάντα μας αξίζει εφ’ όσον χρησιμοποιούμε τον κοινό νου. Τα βαθυστόχαστα νοήματα και οι πολιτικές αναλύσεις την κουράζουν. Της αρέσουν μάλλον τα σκέτα και τα σταράτα.
 Από τις ατελείωτες συζητήσεις εφ’ όλης της ύλης προτιμούσε να κάθεται στ’ ακρογιάλι με τις δυο πατούσες της βυθισμένες στο νερό ακούγοντας το ρυθμικό φλίσβισμα του νερού, φλουπ, φλουπ στα βραχάκια, κι ο ήχος να σβήνει τελικά στα βότσαλα και στους αστραγάλους της… Κάποτε σιγοτραγουδούσε:
 -Κάπου υπάρχει ένα νησί, μόνο για μας στην οικουμένη
που 'χει την άμμο του χρυσή τη θάλασσά του αγιασμένη…
-Δεν με προσέχεις, παρατήρησα συνοφρυωμένος. Εγώ προσπαθώ να φτάσω στην ουσία και στο «δια ταύτα» κι εσύ ψάχνεις για νησιά!
 Με κοίταξε με λατρεία.
 -Μην αρχίζεις πάλι τα ίδια, και βέβαια σε προσέχω και σε λαμβάνω σοβαρά υπόψη. Σε παραδέχομαι και σε υπολογίζω. Όταν σ’ ακούω νοιώθω τις αποθήκες μέσα μου να γεμίζουν. Όχι δε μιλάς στο βρόντο, μιλάς και τ’ ακούω όλα εγώ. Απλά δυσκολεύομαι λίγο να τα …χωνέψω.
 -Οι σημερινοί άνθρωποι τρώνε καλά, έχουν πολλά πράγματα, σπίτια, αυτοκίνητα, κινητά, αποχυμωτές, μίξερ, οθόνες LCD κι ένα σωρό άλλα που μπερδεύουν τη ζωή τους, την κάνουν πιο ακριβή, αλλά και ευάλωτη. Από όλα αυτά τα υλικά που έχουν  αντλείται το χρήμα. Άμα δεν έχεις τίποτε, κανείς δεν μπορεί να σε αγγίξει.
Σε παλιότερες εποχές, όταν παντρευόταν κάποιος, νοίκιαζε μια καμαρούλα με ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, μια λάμπα πετρελαίου ή ένα λαμπτήρα 60 κηρίων που κρεμόταν από το ταβάνι. Έκανε και παιδιά. Και εντούτοις μπορούσε να τα αναστήσει έτσι, γιατί είχε μηδαμινά έξοδα. Ήταν πλούσιος στη φτώχεια του.
 Όλοι θα αναρωτιόμαστε, πώς μπορούσαμε και κάναμε τόσα πράγματα αφού δεν υπήρχαν χρήματα. Πόσοι και πόσοι δεν έγιναν ποιητές, ζωγράφοι, επιστήμονες, επιχειρηματίες, ξεκινώντας από ένα απλό φτωχικό σπιτάκι, μια μικρούλα αυλή.
Τώρα όπως έγιναν τα πράγματα, δύσκολα αποφασίζεις ν’ αναπτύξεις δραστηριότητες  γιατί φοβάσαι τα προβλήματα της ζωής. Πώς να πληρώσεις το ηλεκτρικό, το νερό,  το αυτοκίνητο, τα τέλη και τις εισφορές. Ο σημερινός άνθρωπος είναι σκλάβος στις απαιτήσεις της ίδιας του της ζωής. Η ευτυχία τον πλησιάζει λίγο και χάνεται γρήγορα χωρίς να μπορεί να την αγγίξει, γιατί συνήθως καραδοκεί ο φόβος. Άρα λοιπόν, ευτυχής δεν είναι αυτός που έχει τα περισσότερα χρήματα αλλά αυτός που έχει τις λιγότερες ανάγκες.
 -Τα κατάλαβα πολύ καλά και είναι απόλυτα κατανοητά όλα αυτά που μου είπες. Σε όλα συμφωνώ, είπε η Μάρω αναμασώντας μια τσίχλα. Θα ήθελα όμως να είχα κανα δυο χιλιάρικα για να κατεβώ στην αγορά.
 Με κοίταξε πεταχτά, μετά πήρε ένα μεγάλο βότσαλο και το πέταξε στη θάλασσα. Φλουπ, εκείνο, βυθίστηκε στο νερό με απόλαυση! Οι κύκλοι γύρω του άρχισαν να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν ώσπου χάθηκαν. Η Μαρία τους κοίταζε και σιγοτραγουδούσε:
 -«Κάπου υπάρχει ένα νησί, χωρίς κακούς, μην αμφιβάλλεις,
 Δε λέω λόγια της στιγμής, κι αυτά που λεν της παραζάλης…».
 Το καλοκαίρι εξακολουθούσε να μεσουρανεί ζεστό και αγέρωχο, μέσα στο απόλυτο ουράνιο γαλάζιο.

                               ΘΕΜΑΤΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

Χτύπησε η πόρτα μου και ήταν η Μάρω. Λεπτοκαμωμένη και επιτηδευμένα ατημέλητη, εισέβαλε με «στυλ» και χαρούμενη διάθεση, αντίβαρο μοναδικό στη δική μου μόνιμη γκρίνια. Η Μάρω ήταν ο άνθρωπος που «ήξερε να ακούει». Ότι χρειαζόταν δηλαδή για μένα τον αδιόρθωτο που επιζητούσα συνεχώς να λέω, να λέω…
 -Έλα λοιπόν και κάθισε κοντά μου Μάρω, να σου μιλήσω για την υποβαθμισμένη αισθητική με την οποία επιμένουν να μας βομβαρδίζουν κάποιοι μέσα σ’ αυτή την πόλη. Και όποιοι μεν ανέχονται και ασπάζονται αυτή την αισθητική, είναι δικαίωμά τους. Όμως τους λίγους (έστω) που μπορούν να διακρίνουν και να αντιληφθούν την πραγματικότητα, αυτούς οφείλομε να τους προστατέψουμε. Αυτοί, έχουν δικαίωμα σε κάτι παραπάνω από τη μετριότητα. Πρέπει εμείς να τους ενημερώσουμε πως έχουν δικαίωμα να αξιολογούν τη ζωή και την Τέχνη με κριτήρια αυστηρά.
 Ήπια ένα ποτήρι παγωμένο νερό και συνέχισα:
 -Ως «πανδαισία» μας περιγράφει η φίλη δημοσιογράφος μια  συγκεκριμένη εκδήλωση – δεν έχει σημασία ποια ακριβώς. Διαβάζει ο άλλος και θαυμάζει:
 «Πανδαισία. Όνειρο!», γράφει η εφημερίδα. Ολοσέλιδο αφιέρωμα, σου λέει ο άλλος. Όλοι έχουν μείνει εκστατικοί.
-Μα τι λες βρε παιδάκι μου! Κοίτα να δεις μια πανδαισία που χάσαμε!
 Εδώ σε θέλω λοιπόν. Ποια ήταν η πραγματικότητα; Δεν επρόκειτο καθόλου για πανδαισία, αφού δεν υπήρχε ίχνος ζωντανής μουσικής στην εκδήλωση, μόνο μουσική - κονσέρβα, διανθισμένη με παιδαριώδη χορευτικά (η μαυροφόρα που τραβάει τα μαλλιά της) και συνδετικά κείμενα απλοϊκά, κάπως σαν τη δασκάλα του δημοτικού που μιλά στους μαθητές της. Μέσα σ’ αυτό το στήσιμο, τι θα μπορούσαν άραγε οι καλοί τραγουδιστές και ο καλός συνθέτης να διασώσουν;
 Όταν τώρα όλο αυτό εμφανίζεται σε ολοσέλιδο αφιέρωμα εφημερίδας σαν «πανδαισία», τότε πραγματικά  αποπροσανατολίζομε τον κόσμο αγαπητή μου κυρία. Διότι ο κόσμος, όταν δεν έχει μέτρο σύγκρισης χάνει την αίσθηση της πραγματικής ποιότητας, οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους .   
 -Απομένει λοιπόν σε μας, Μάρω, να βάλομε τις φωνές, να σταματήσουν επιτέλους οι υπερβολές και να προστατέψομε το καλλιτεχνικό αισθητήριο του κόσμου, το οποίο είναι μεν υπαρκτό, αλλά το αφήνουν να κοιμάται και να αδρανεί. Απομένει σε μας να δώσουμε παραδείγματα, να καταγγείλομε το «κιτς» και όλα όσα σερβίρονται ως «μεταξωτές κορδέλες».
 Η Μάρω με άκουγε παραδομένη στις σκέψεις της.
 -Δεν νομίζω πως κατάλαβες και πολλά πράγματα από όσα μόλις είπα, παρατήρησα απογοητευμένος.
 Η Μάρω εξακολουθούσε να μένει σαν υπνωτισμένη. Περισσότερο αισθανόταν παρά σκεφτόταν. Σχεδόν ονειροπολούσε.
 Της φαινόταν μάταιο ν’ ασχολείται μ’ αυτά τα παράπλευρα. Το ίδιο πιστεύουν και οι περισσότεροι φίλοι μου. Πως όλα αυτά είναι μάταια, αφού ο κόσμος δεν αλλάζει, τι ψάχνεις τώρα να βρεις…
 -Είναι όμως τα θέματα αισθητικής πεζά και εφήμερα; Ποιο είναι τότε αυτό που έχει πραγματική αξία;
 Το καλοκαίρι ζεστό και κραταιό μεσουρανούσε εκτινάσσοντας προς τον ορίζοντα πουλιά, ευωδιές και έντομα. Η θάλασσα η αγαπημένη, λίγο πιο πέρα φλυαρούσε με την αμμουδιά, κι όλα έμοιαζαν ειρηνικά και ατελεύτητα.
 Γεύση από καλοκαίρι, από θάλασσα κι αλάτι. Τι άλλο καλύτερο να προσδοκούμε άραγε; Τι άλλο από σταγόνες ευτυχίας κι αρμύρας καταμεσίς σε μια θάλασσα από προβλήματα;
 Κι ύστερα το βράδυ! Τι βράδυ κι αυτό απόψε, με τη βροχή των αστεριών, με πεφταστέρια, με ή χωρίς ευχές, με ή χωρίς ελπίδες.
 Επιτέλους η Μάρω αποφάσισε να μιλήσει:
-Η βροχή από πεφταστέρια, ο χορός των αστεριών μέσα στο σκοτάδι, οι διάττοντες μέσα στον Αυγουστιάτικο ουρανό, προσφέρουν μια παρηγοριά, έτσι δεν είναι δάσκαλε; Φαντάσου: Απόψε βρέχει αστέρια!
Η Μάρω μιλούσε ενώ βρισκόταν μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Από εκεί μακρυά, από τον αστερισμό του Περσέα, απ’ όπου έρχονται τα πεφταστέρια, οι «Περσείδες», άραγε κουβαλούν ελπίδες; Υπάρχει άραγε ελπίδα;   


           ΕΝΑΣ ΓΡΑΦΙΑΣ ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ

 Κάποιοι γνωστοί και φίλοι με ρωτούν, γιατί γράφω. Κάποιοι άλλοι μου λένε πως καλά κάνω και γράφω. Οι υπόλοιποι σιωπώντας ευγενικά μου δίνουν να καταλάβω πως το καλύτερο θα ήταν να …σταματήσω να γράφω!
 Γράφω λοιπόν και για να δούμε τι έχομε σήμερα:  Μοναξιές και μεσάνυχτα στο σπίτι, μπροστά στον υπολογιστή. Γράφω, σημαίνει: Όσα βολτάρουν στο μυαλό, όσα λέγονται αλλά κι όσα δεν λέγονται, αυτά πρέπει να αξιολογηθούν και να βγουν στα σημειώματά ή να μη γραφούν ποτέ αλλά να φυλαχτούν στην καρδιά μου.
 Ένα είναι σίγουρο: Εγώ δεν γράφω για να ζω. Αντίθετα, εγώ ζω για να γράφω. Μια πινελιά και μια γεύση λογοτεχνίας προσθέτω στα γραφόμενά μου, που και που, έτσι για να νοστιμίζει το κείμενο, όπως το φαγητό νοστιμίζει με τ’ αλάτι.
 Από κοντά κυνηγώ και την  παντοδύναμη ποίηση γιατί μόνο αυτή ξέρει να δίνει κουράγιο στον πολιορκημένο, ζαλισμένο κι ανυπεράσπιστο σημερινό άνθρωπο. Αλήθεια, ανυπεράσπιστος είναι ο σημερινός άνθρωπος. από δύο κυρίως πράγματα: Από την παραπληροφόρηση κι από την κακογουστιά. Και τα δυο κυνηγούν σαν κατάρες την ελληνική κοινωνία.
 Αναρωτιέμαι, ένα κείμενο, πόση δύναμη μπορεί να έχει ώστε να επιδρά στον αναγνώστη και να τον επηρεάζει ανάλογα. Ο συγγραφές είναι αυτός που βάζει τη δύναμη στο κείμενο. Προσθέτει λέξεις, αλλάζει λέξεις, βάζει μπαρούτι και σχήματα - πυροτεχνήματα μέσα στις λέξεις. Οι λέξεις παλεύουν μεταξύ τους, μονομαχούν. Οι λέξεις πρέπει να είναι ρωμαλέες και όχι  γλυκανάλατες και χαριεντιζόμενες «κυράτσες». Όχι «γλάστρες», παγερές κι αδιάφορες στο μπαλκόνι, μα μυροβόλα γιασεμιά, γαρύφαλα και ρόδα.
 Κάποια στιγμή πάλι, λες: Δεν πρόκειται να ξαναγράψω ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ. Το λες διότι το γράψιμο συχνά πονάει, το γράψιμο μαστιγώνει και πληγώνει όχι μόνο τους άλλους αλλά και σένα τον ίδιο.  
 Μετά πάλι μουρμουρίζεις: Ε, όχι κι έτσι! Δε γίνεται, δεν μπορώ να σταματήσω το γράψιμο. Θα γράφω γιατί αυτό ξέρω να κάνω. Θα γράφω γιατί αυτό μου δίνει δύναμη. Θα γράψω κάποια στιγμή για όσους και όσα μου δίνουν δύναμη, για όσους και όσα μου την στερούν αυτή τη δύναμη. Θα γράψω για να τιμωρήσω αυτούς που με εξαπάτησαν και με πρόδωσαν.
 Θα γράψω όσα πιστεύω ότι οι άλλοι περιμένουν από μένα να γράψω, και μετά θα γράψω για όσα περιμένω εγώ από τους άλλους, αλλά εκείνοι δεν τολμούν. Θα γράφω ικετεύοντας το ίδιο το κείμενο, μήπως και μπορέσει να με λυτρώσει.
 Ψηλά – ψηλά στην επικεφαλίδα, θα γράψω τη λέξη «Συνείδηση». Αναρωτιέμαι πάντα, γιατί αντί για αίμα κυλάει μόνο συνείδηση εκεί μέσα! Η συνείδηση είναι ένα αβάσταχτο βάρος που άλλο δεν κάνει παρά να σε συντρίβει με την κάθε ευκαιρία.
 Ζεστός ο Αύγουστος, ο αέρας ζεστός, πνιγηρός, κορεσμένος. Προσπαθώ να βρω λέξεις να οχυρωθώ. Οι λέξεις φτιάχνουν άλλωστε τα καλύτερα αναχώματα. Οι λέξεις σώζουν. Προσπαθούσα να κρατηθώ από πάνω τους, έμπηγα βαθιά τα νύχια μου μέσα τους. Οι λέξεις είναι σήματα, όπως τα σήματα μορς. Όσοι τα πιάνουν με τις κεραίες τους, έχει καλώς. Οι άλλοι….ας τους, παράτα τους.
 Πίστευα στις λέξεις με εκείνη την πίστη που λέει ότι μέσα στην έρημο υπάρχει ένα δροσερό ποτάμι που περιμένει να σε δεχτεί. Πίστευα στους νηφάλιους, στους ψύχραιμους, εκείνους που ξέρουν τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «λέξη».
 Ύστερα ξύπνησα, νοιώθοντας πως ξαφνικά είχα γεράσει.
 Δεν πιστεύω στις «πανδαισίες» κι αρνιέμαι να γράφω μπούρδες. Όταν σου λένε πως κάτι ήταν πανδαισία να κουμπώνεσαι και να φεύγεις μακριά. Το ενδεχόμενο ν’ αρχίσω κάποτε κι εγώ να γράφω «μπούρδες» χωρίς να το συνειδητοποιώ είναι ο καθημερινός εφιάλτης μου.
 -Τι θα ψηφίσομε στις αυτοδιοικητικές εκλογές που φτάνουν σε λίγο; Ρώτησε με την προσποιητή του αφέλεια ο Θωμάς.
 -Να ένα μεγάλο θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει. Πρέπει να το σκεφτούμε καλά. Ο κόσμος πεινάει. Ο κόσμος πονάει και το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να χαϊδεύει τις τράπεζες. Φωνάζουν οι πολίτες πως ασφυκτιούν, κι ο  Παπανδρέου μας μιλά για κάποιον Τέταρτο Δρόμο. Τα καταστήματα κλείνουν, τα φορολογικά έσοδα υποχωρούν και τα ποσοστά ανεργίας ανεβαίνουν. Ο φόβος, η απελπισία και η οργή είναι τα τρία κυρίαρχα συναισθήματα των Ελλήνων.
 Η φιγούρα του Παπανδρέου μου μοιάζει με ένα ψηλόλιγνο ερωτηματικό. Δεν τον κατανοώ. Είμαι λοιπόν πολύ σκεπτικός για την ψήφο μου στις επόμενες εκλογές.
 Και θυμηθείτε: Δεν χαϊδεύω αυτιά, δεν πιστεύω στις «πανδαισίες» και δεν γράφω «μπούρδες»! Είμαι ένας απλός γραφιάς που συλλογάται ελεύθερα.



ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ

 Μανία με το φεγγάρι! Τι μανία κι αυτή! Τι «κόλλημα», εσύ και το φεγγάρι, εμείς οι Έλληνες με το φεγγάρι. Λες κι έχομε μια καρμική φεγγαροφαντασιακή σχέση. Η πανσέληνος του Αυγούστου, σου λέει ο άλλος.
-Ε, λοιπόν, και τι έγινε;
-Αστειεύεσαι; Χαλάει ο κόσμος! Χιλιάδες άνθρωποι εφορμούν προς τους αρχαιολογικούς χώρους το βράδυ της πανσελήνου του Αυγούσου. Μα τι συνέβη; Όλοι γίναμε αρχαιολάτρες ξαφνικά;  
 Αμφίβολο θα έλεγα. Ουδέποτε διαβάσαμε ή πρόκειται να διαβάσομε τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Ας τα διαβάζουν οι …χαζοί οι ευρωπαίοι. Εμείς έχομε άλλα… πολύ πιο σημαντικά ν’ ασχοληθούμε!
 Στο βάθος όμως, -κακά τα ψέματα - τους θαυμάζομε τους αρχαίους προγόνους. Ειδικά σήμερα, ειδικά τώρα, καθώς αναλογιζόμαστε το νεοελληνικό μας χάλι. Να γινότανε λέει να ξεπροβάλλει ξαφνικά μέσα απ’ το φεγγαρόφωτο και μέσα απ’ τα ωραία ερείπια ο Περικλής, ο Σωκράτης, ή ο Δημοσθένης, ο Θουκιδίδης ή ακόμη κι αυτός ο σκοτεινός Ηράκλειτος! Τότε εμείς να τρέχαμε κοντά τους αλαφιασμένοι, με αγωνία, σεβασμό κι ελπίδα.
-Βοηθάτε σύντροφοι! Τρέξτε, βοηθείστε πρόγονοι τη σύγχρονη ζαλισμένη Ελλάδα! Εσείς τους Πέρσες τους απωθήσατε. Εμείς δεν φαίνεται να είμαστε άξιοι να απωθήσουμε τους σύγχρονους εισβολείς. Ενώ η Ουγγαρία, παρά τις απειλές και τις πιέσεις αντέδρασε  στο ΔΝΤ και φορολόγησε τις τράπεζες, εμείς αντίθετα χαϊδεύομε τις τράπεζες και πιέζομε το λαό.
 Βοηθάτε αρχαίοι μας σύντροφοι! Αν και δώσατε τα φώτα του πολιτισμού στο σύγχρονο κόσμο, άλλοι επωφελήθηκαν και διδάχτηκαν από τα φώτα αυτά. Εμείς δεν μπορέσαμε να επωφεληθούμε και να αφομοιώσομε τα δικά σας μηνύματα. Εμείς κάναμε πάντοτε του κεφαλιού μας.
 Θαυμάστε τώρα τα χάλια μας, αρχαίοι μας πρόγονοι! Θαυμάστε μας εδώ να, με τους  εαυτούληδες, τον ωχαδερφισμό και τη μικροπολιτική μας. Με πανσέληνο ή χωρίς, θαυμάστε την υποταγή μας στους ξένους. 
 Άφησε πια τις άλλες μας «επιδόσεις». Μόλις φυσήξει αγέρας δυνατός, εμείς οι ίδιοι βάζομε φωτιές στον τόπο μας, για να κάνομε οικόπεδα τα δάση!
 Ας αφήσομε όμως τα αστεία γιατί άλλο δεν μας «παίρνει». Τώρα ας θρηνήσομε μαζί. Θρηνώ (και όλοι μαζί ας θρηνήσομε) για το κατεστραμμένο φοινικόδασος του Πρέβελη. Μέσα στη σημερινή πραγματικότητα, η νέα αυτή τρομερή οικολογική καταστροφή γεννά ερωτηματικά και μας παραπέμπει στον αποτρόπαιο συμβολισμό της: Τι άλλο άραγε μας περιμένει; Υπάρχει πια κάτι άλλο για να κάψουμε, κάτι άλλο να ποδοπατήσομε, είτε υλικό είτε ηθικό είτε κάποια άλλη αξία; Ευτυχώς που τη βραδιά της πυρκαιάς δεν είχε …πανσέληνο!
 Το φθινόπωρο θα με βρει να θρηνώ: Θρηνώ τις μέρες που έρχονται χωρίς πουλιά και χωρίς δάση. Θρηνώ τις μέρες που έρχονται χωρίς ελπίδα, με τη νέα γενιά χαλαρή, ψυχρή κι αδιάφορη για ότι βλέπει γύρω της (εμπρός λοιπόν, αποδείξτε ότι κάνω λάθος)! Με πολιτικούς που με εξουσιάζουν χωρίς  να γνωρίζω αν διαθέτουν πραγματική παιδεία ελληνική, αν εμφορούνται από πραγματική αγάπη για τη χώρα αυτή με τους σπουδαίους προγόνους. 
 Μέσα μου νοιώθω διχασμένος. Μέσα μου ανασαίνουν πλήθος αντιφάσεις. Θρηνώ απ’ τη μια, φωνάζω απ’ την άλλη. Θρηνώ και φωνάζω. Φωνάζω για να νοιώθω πως  είμαι ζωντανός, πως αντιστέκομαι άρα ζω. Οι φωνές μου, μακάρι να φτάσουν στον Ευριπίδη και στο Σοφοκλή, στον Αρστοτέλη και  στον Αισχύλο.
 Μακάρι να έχει βρεθεί το παλάτι του Οδυσσέα, όπως λέγεται, στην Ιθάκη. Με πανσέληνο ή χωρίς, θα ήθελα πολύ να βρεθώ και να τριγυρίσω στους διαδρόμους του, όπου κάθε τόσο θ’ ακούω ή θα μαντεύω τους υπόκωφους αναστεναγμούς της όμορφης Πηνελόπης και τον ήχο των βημάτων του μεγάλου πολυμήχανου,  που αγάπησε τόσο πολύ την πατρίδα του.
 Ώστε λοιπόν, να ποιο είναι το μεγάλο μυστικό της σύγχρονης ελληνικής δυστυχίας: Ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν αγαπούν την πατρίδα τους όσο την αγαπούσε ο μυθικός Οδυσσέας. Περισσότερο από την πατρίδα τους, οι σημερινοί Έλληνες αγαπούν τον εαυτούλη τους. Αυτό είναι το δράμα της σύγχρονης Ελλάδας.
 Μακάρι να μπορούσε ο καθένας από μας, να μπει στο παλάτι του Οδυσσέα, κι εκεί, ακούγοντας ή μαντεύοντας την ανάσα της Πηνελόπης σαν φεγγαροφαντασία, να μετατραπεί ξαφνικά σ’ ένα νέο Οδυσσέα που λατρεύει και ονειρεύεται μόνο την πατρίδα του. Που δεν μπορεί να τον ξεμυαλίσει καμιά Σειρήνα και καμιά Κίρκη. Την Πηνελόπη λουσμένη στο φως της πανσελήνου, αυτό το θέαμα μακάρι να γινόταν να δω!    



                    ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ

  Έτσι! Ξαφνικά εντελώς! Εκεί που ο ήλιος θριαμβεύει, εκτυφλωτικά παιγνιδίζοντας με τη θάλασσα και με τις ανθρώπινες αδυναμίες, ενώ προς στιγμήν έχομε λησμονήσει τι λογής πράγμα είναι η συννεφιά, να τον,  έφτασε ο Σεπτέμβρης!  Εκεί που ο κότσυφας παρακαλεί τη μέρα να κρατηθεί ακόμη λίγο κι ενώ τ’ αηδόνι παρακαλεί τη νύχτα να του χαρίσει ακόμη λίγα όνειρα, να τον, φτάνει ο Σεπτέμβρης και μας αρπάζει από τ’ αυτί. 
 -Έλα εδώ εσύ. Κάτσε καλά! Κάτσε κάτω και να σου λείπουν οι ψευδαισθήσεις! Τέρμα τα καλοκαίρια και τα σουλάτσα. Τώρα θα δουλέψεις!
 -Με τόσο λίγο φαί; Πώς να δουλέψω με άδειο στομάχι;  
 -Και πολύ σου πέφτει το ψωμοτύρι, έλληνα περήφανε, καλομαθημένε. Κατάλαβέ το, τώρα είσαι φτωχός. Τον πλούτο σου τον άρπαξαν άλλοι. Εκείνοι τους οποίους εμπιστεύθηκες. Ζεις με δανεικά και μάλιστα με κάτι σπρεντ δυσθεώρητα. Και μήπως έχεις βάλει μυαλό; Πολύ αμφιβάλλω!
 Η Ισμήνη ήταν ήδη καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή της και χτυπούσε τα πλήκτρα. 
-Ανεπαίσθητα βέβαια, αλλά αφύσικα πολύ ίντερνετ έχει μπει στη ζωή μας, Μανόλη. Πρέπει να βρούμε τρόπο να απελευθερωθούμε κάπως απ' αυτές τις καταπιεστικές μηχανές, τους υπολογιστές μας. Έχουν γίνει πια υπερβολικά πολλές, και η ζωή μας δεν νοείται χωρίς αυτές.
 -Κοιτάζοντας τα δέντρα δεν πρέπει να χάνεις το δάσος, Ισμήνη! Τι μας ενδιαφέρουν εμάς οι μηχανές; Ο άνθρωπος μας ενδιαφέρει. Και μάλιστα ο άνθρωπος ο καθημερινός, ο παραγκωνισμένος, αυτός που εξακολουθεί να έχει αισθήματα. Αυτός είναι το δάσος και η πραγματικότητα. 
  Κάτσε λοιπόν και δες την πραγματικότητα. Ελπίζω να φρόντισες, να έχεις ήδη ζήσει αυτό το καλοκαίρι (που μόλις πέρασε) έστω και μια αξέχαστη νύχτα! Αυτή η νύχτα θα σε ζεσταίνει τον χειμώνα κάθε φορά που θα την θυμάσαι. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως ν’ αντέξεις αυτό το χειμώνα της αβεβαιότητας, όπου και το πετρέλαιο θα υπερφορολογείται.
 Ένα σκληρό φθινόπωρο κι ένας σκληρός χειμώνας βρίσκονται μπροστά σου. Απ’ τους σκληρότερους που έχεις στη ζωή σου διανοηθεί. Εδώ σας θέλω όλους εσάς τους …ζόρικους Έλληνες, τους γεμάτους αισιοδοξία και ύφος εβδομήντα καρδιναλίων, να σας δω λοιπόν τώρα που θα αναμετρηθείτε με την ανεργία και τη «φτώχεια». Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις λέξεις, όσο κι αν είναι σκληρές. Φτώχεια είναι η σωστή λέξη.
 -Φθινόπωρο και να η ευκαιρία να κόψουμε το κάπνισμα. Ας μη σταθούμε στην δυσάρεστη ψυχολογία που αναπόφευκτα δημιουργεί το σκληρό μέτρο της απόλυτης απαγόρευσης. Κόψτε το φίλοι, κόψτε το, προτού γίνουν όλα στη ζωή σας καπνός αναθρώσκων! Κόψτε το προτού προλάβει να σας «κόψει» εκείνο!
 -Φθινόπωρο και Αντικαρκινική Εταιρία, παράρτημα Ρεθύμνου. Ρωτήστε, πλησιάστε, βοηθήστε. Μια προσπάθεια που βγαίνει μέσα απ’ την καρδιά λίγων ανθρώπων με συναίσθηση (και συναίσθημα), που αγωνίζονται αθόρυβα για την πρόληψη αλλά και για την ανακούφιση του πάσχοντα συνανθρώπου. Ας τους έχει ο θεός γερούς!
 -Φθινόπωρο και οικονομική κρίση. Ας μη γελιόμαστε, η κρίση βαθαίνει, η δυστυχία πλαταίνει.
 -Διαβάζω πως ο Παπανδρέου έχει βάλει κάτω χαρτιά και κιτάπια, αναζητώντας τον «τέταρτο δρόμο». Εγώ, όπως και ο απλός λαός δεν έχουμε ιδέα ποιος είναι ο «τέταρτος δρόμος». Αναρωτιέμαι και αν η δυστυχία του λαού και αν η φωνή  του λαού μπόρεσαν να φτάσουν στον πρωθυπουργό, εκεί μέσα απ’ τους βαθύσκιωτους κήπους των πεντάστερων ξενοδοχείων όπου πέρασε τις διακοπές του.
 -Αν ο κ. Παπανδρέου δεν μπορέσει να βάλει φρένο στις τράπεζες και να προσφέρει πραγματική ανακούφιση στα λαϊκά στρώματα, θα δοκιμάσει δυσάρεστη έκπληξη στις εκλογές που έρχονται. Όσο καλούς υποψηφίους και αν διαλέξει, όσες φορές κι αν πάει στο Καστελόριζο.
-Ισμήνη, μ’ ακούς




Εθελοντισμού Εγκώμιον
 Μια όμορφη τελετή έτυχε να παρακολουθήσω όπου πρωταγωνιστούσαν εθελοντές ερυθροσταυρίτες.  Υψηλή πτήση στα ιδανικά του θεσμού, από ανθρώπους αγνούς, κάθε ηλικίας που επέλεξαν να δώσουν στη ζωή τους ένα διαφορετικό νόημα, τη χαρά της εθελοντικής προσφοράς που δεν περιμένει, ούτε καν διανοείται ανταλλάγματα. Εθελοντισμός από το αρχαίο «εθέλω» που σημαίνει «θέλω πολύ». Γι αυτό ο εθελοντισμός είναι βαριά έννοια, βαριά λέξη.
«Δια του ανθρωπισμού προς την Ειρήνη». Η αρχή αυτή του Ερυθρού Σταυρού που ακούστηκε κάποια στιγμή, με έβρισκε επίσης απόλυτα σύμφωνο. Αυτή η φράση συνομιλούσε και με τα δικά μου, προσωπικά ιδανικά. Θα άξιζε να ενταχθεί κάποιος στη σοβαρή και στιβαρή οργάνωση του Ερρίκου Ντυνάν και μόνο γι αυτή τη φράση - προμετωπίδα. 
 Δίπλα μου ο Θωμάς. Όπως πάντα αντιρρησίας, όπως πάντα νευρικός και ανικανοποίητος.
 -Εσένα πότε θα σε φωνάξουν;  
 -Εμένα …γιατί να με φωνάξουν; Έχω διατελέσει ερυθροσταυρίτης όταν ήμουν στο …Γυμνάσιο! Τώρα όχι, δεν έτυχε!
 -Είσαι όμως εθελοντής, και μάλιστα εκπρόσωπος ενός δυναμικού εθελοντισμού κάποιων χρόνων περασμένων. Ενός Εθελοντισμού χωρίς περγαμηνές, προαγωγές και διπλώματα. Χωρίς καν ένα ευχαριστώ από την επίσημη πολιτεία. Μόνο δουλειά. Πολλή δουλειά. Ποιος δεν θυμάται το «Δίκτυο Εθελοντών του Δήμου Ρεθύμνου»;    
 Ω, Τι μου είπες, τι μου θύμισες τώρα μωρέ Θωμά! Το «Δίκτυο Εθελοντών του Δήμου Ρεθύμνου»! Μνήμες και εμπειρίες ανεπανάληπτες, σε μια αλληλουχία ριπής πολυβόλου τράνταξαν τον εσωτερικό κόσμο μου.
 Με τα αυτιά να βουίζουν, και ενώ η συμπαθητική τελετή συνεχιζόταν, άρχισα να νοιώθω την παρουσία μου μέσα στην αίθουσα ολοένα να αδυνατίζει. Θα πρέπει να είχα χλωμιάσει. Δεν άκουγα και δεν συμμετείχα αφού ο νους μου πετούσε σε κείνες τις τόσο διαφορετικές ημέρες που το  Δίκτυο Εθελοντών ανθούσε σ’ αυτή την πόλη. Παρακολουθούσα τις δράσεις, τις δομές, τον ενθουσιασμό και τη συμμετοχή.
Πω πω! Θυμηθείτε τις «Ανοιχτές Διαλέξεις Προβληματισμού και Παρέμβασης» με τις ομιλίες πανεπιστημιακών δασκάλων μέσα στο δημαρχείο συμβολικά, για να μηδενιστεί η απόσταση και να επικοινωνήσει στενότερα η Πόλη με το Πανεπιστήμιό της. Υπήρχε και η πρωτότυπη σειρά με πρωτότυπο τίτλο …«Χρόνου Φείδου στην οδό Κριτοβουλίδου» με τη βοήθεια του ακούραστου φίλου και συγγενή, Κώστα Δασκαλάκη. Ακόμη και η ιστοσελίδα του Δικτύου παραμένει μέχρι και σήμερα στα αζήτητα: Εθέλω τελεία γκι αρ!
 Θυμήθηκα και βίωσα ξανά την πρωτόγνωρη χαρά που πλημμυρίζει τον άνθρωπο όταν αυτό που κάνει το κάνει χωρίς να περιμένει ανταμοιβή. Ήταν η χαρά της  δημιουργίας του «κάτι» μέσα απ’ το μηδέν το απόλυτο! Διεισδύσεις απρόσμενες, αυθόρμητες, σχεδόν ερωτικές, μέσα στην Τέχνη, την οικολογία, την επικοινωνία, το θέατρο, την ποίηση, τη δίψα για ζωή που φέρνει η σφαιρική αντίληψη της ίδιας της ζωής. Είχα αποφασίσει εντελώς αυθόρμητα και πραγματοποιούσα αυτό που είχα αποφασίσει. Αξιώθηκα να νοιώσω την πρωτογονική χαρά της ζωής όπως την δίδαξαν ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος. Είχα ζήσει και αρκετούς από τους στίχους του Ελύτη! Άλλο να διαβάζεις στίχους και άλλο να τους ζεις!
 Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα μέσα στην αίθουσα που η εκδήλωση ελάμβανε χώραν. Κι ενώ εγώ είχα σχεδόν αναληφθεί σε κόσμους υπερβατικούς - καθώς τελευταία το συνήθιζα σαν ασυνήδειτη αυτοάμυνα στην φοβερή πίεση που ασκεί σήμερα η αδήρητη ελληνική πραγματικότητα στους δύσμοιρους πολίτες της – το άγγιγμα του χεριού του Θωμά με ξανάφερε στην πραγματικότητα. Η τελετή είχε σχεδόν τελειώσει και γύρω μου έβλεπα χαρούμενα πρόσωπα.
 Ο περίπατος στην παραλία του Ρεθύμνου που ακολούθησε, ήταν ότι έπρεπε - με την παρέα του Θωμά φυσικά. Ο θαλασσινός αέρας με αναζωογονούσε, μου έκανε καλό. Εκτός απ’ την αλμύρα, μου έφερνε και μνήμες παλιές, δροσερές, από τις εξορμήσεις καθαρισμού της αμμουδιάς που έκανα συντροφιά με κάποιους ευαισθητοποιημένους εθελοντές του ιστορικού εκείνου Δικτύου Εθελοντών του Δήμου Ρεθύμνου. Ο Θωμάς πήρε βαθιά ανάσα και πέταξε την τελευταία ρουκέτα:
  -Ακόμη και το κοινωνικό ιατρείο, εσύ (ως εκπρόσωπος του Δικτύου Εθελοντών) το συνέλαβες σαν πρώτη ιδέα και το θεμελίωσες μετά από πολύμηνες συζητήσεις. Το ξέρω καλά, το θυμούμαι καλά και έχω και μάρτυρες. Φως – φανάρι πως το το αξιμνημόνευτο εκείνο Δίκτυο Εθελοντών είχε κάνει πολύ σημαντική δουλειά.  Το ερώτημα το αναπάντητο για μένα είναι γιατί το δίκτυο αυτό αφέθηκε να σβήσει και να ξεχαστεί.
  Ο Θωμάς μιλούσε, χειρονομούσε, απορούσε, κι εγώ τον κοιτούσα χαμογελαστός και μυστηριώδης, ρουφώντας άπληστα τον δροσερό θαλασσινό αέρα. Ο θαλασσινός αέρας μου έκανε καλό. Έδιωχνε τη δυσοσμία, την μπόχα που επίμονα έφτανε στη μύτη μου λες και ήταν εμμονή.
 -Μη βιάζεσαι Θωμά. Για όλα και για όλους, έρχεται κάποτε η ώρα.  Προς το παρόν προτιμώ να σου μιλήσω με παραμύθια και παραβολές, σήμερα αυτό βολεύει όλους καλύτερα. Κράτα λοιπόν από μένα σήμερα αυτή τη μαντινάδα: «Καλιά λουλούδι μοναχό σε δέτη φυτεμένο, παρά σε ψεύτικο μπαξέ πιτήδειο καμωμένο».
                                                                                                            

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

-Σας το βεβαιώνω! Ο πρωτόγονος αλλά γνήσιος ερωτισμός που εκπέμπουν οι συνθέσεις του Θανάση Σκορδαλού με συγκινεί πολύ περισσότερο από τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές.
 -Μα τώρα… είναι σύγκριση αυτή; Συγκρίνεις πράγματα ανόμοια! Το Μαράκι είχε γουρλώσει τα μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια του λες και άκουσε κάτι τερατώδες.
-Όχι τόσο ανόμοια. Οι υποψήφιοι των εκλογών προσπαθούν να δημιουργήσουν μια σχεδόν «ερωτική» σχέση με τους ψηφοφόρους τους, έτσι που να ελπίζουν στην αφοσίωσή τους και στην …ψήφο τους. Να τους! Σε λίγο θα καταφθάσουν. Οι υποψήφιοι με τις κορώνες τους και τους όρκους τους. Σας τους χαρίζω όλους. Εγώ …δεν θα πάρω! Προτιμώ τον ερωτισμό του Σκορδαλού!
 -Δυστυχώς δεν υπάρχει νόμος που να τιμωρεί την απληστία και την λατρεία της καρέκλας. Έτσι συνεχίζει να πορεύεται το καράβι της Ελλάδας στο έλεος του πατριωτισμού των …επιβαινόντων. Πορεύεται με τις σημαίες της αδιαφορίας και την ατιμωρησίας αναρτημένες στο κατάρτι. Ξυπνάτε Έλληνες,  εσείς είστε τελικά οι υπεύθυνοι, αν δεν ακριβοζυγιάζετε την ψήφο σας. 
  -Τα παιδιά μας θα μεγαλώσουν άνεργα και υποδουλωμένα; ρώτησε διστακτικά το Μαράκι. Έτσι άκουσα να λένε.
 Δεν μίλησα καθόλου. Το Μαράκι όμως συνέχισε απτόητο:
 -Η ψιλικατζού απέναντι, συζητούσε με έναν πελάτη. Ο πελάτης παραπονιότανε για την κατάσταση. Της έλεγε ότι δεν πάει άλλο. «Και που είσαι ακόμη», του απάντησε εκείνη ψύχραιμα, με εκείνο το απλανές βλέμμα που σε κάνει να σουρχεται ο ουρανός σφοντύλι.
-«Και που είσαι ακόμη». Αυτή την ίδια απάντηση θα μπορούσαμε να δώσομε σε οποιαδήποτε ερώτηση θα μας υπέβαλλαν σήμερα!
-Λένε πως δεν θα γίνει αναδιάρθρωση του χρέους. Που το ξέρουν; Μήπως είναι μαθητευόμενοι μάγοι; Κι εμείς γιατί να τους πιστέψουμε; Και στο ΔΝΤ λέγανε ότι δεν θα πάμε και να που πήγαμε!
Ήταν δύσκολα να χωρέσουν όλα αυτά στο κεφαλάκι της Μαρίας. Διάβαζε, είναι αλήθεια, πολύ και σκεφτόταν πολύ. Απέφευγε – πολύ σημαντικό – να ενημερώνεται από τα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης. Αλλά και πάλι, όλα έμοιαζαν τόσο μπερδεμένα, λες και κάποιοι σατανικοί εγκέφαλοι τα είχαν επίτηδες μπερδέψει! Η ουσία είναι να μην ….καταλαβαίνει ο λαός! 
Εν τω μεταξύ, μ’ αυτά και μ’ αυτά, κανείς σχεδόν δεν προσέχει τα χρώματα του φθινοπώρου που αρχίζουν να επιβάλλουν την παρουσία τους. Κίτρινο και γκρι. Χρυσοκόκκινο και κτρινοπράσινο. Το συγκλονιστικό θέαμα των ετοιμοθάνατων φύλλων που σε λίγο θα σκεπάσουν εντελώς τα μονοπάτια του πάρκου, μην χάσετε το θέαμα.
-Λες να συμβολίζουν τα φύλλα του φθινοπώρου τα κίτρινα, τα χρόνια της ζωής μας τα περασμένα;
-Μεγάλη κουβέντα είπες Μαράκ, είπε ο Γιώργος, έκπληκτος! Τι λυρισμός, τι φαντασία! Ο επερχόμενος θάνατος, αυτό το  αναπόσπαστο και αναπότρεπτο στοιχείο της ζωής, αυτό θα πρέπει να είναι το ανυπόκριτο μήνυμα του φθινοπώρου.
- Όλα κάθονται και περιμένουν κιτρινισμένα την πρώτη βροχή. Τους χαιρετισμούς μου στους ερωτευμένους. Τη συμπάθειά μου στους καταπιεσμένους και κατατρεγμένους! Από κοντά κι ο χειμώνας! Καιρός για δύο, μόνο που τώρα υπάρχει και τρίτος: Η φτώχεια. Έχετε ξεχάσει την όψη της Θα τη θυμηθείτε όμως. Θα την δείτε να τριγυρίζει με συσπασμένο πρόσωπο στους δρόμους το σούρουπο.
Δεν ήρθε όμως ακόμη η ώρα. Προς το παρόν τα ακριβά τζιπ εξακολουθούν να κυκλοφορούν. Εκείνα μεν είναι αγέρωχα, αλλά αυτός που κάθεται στο τιμόνι, είναι μάλλον συννεφιασμένος. Οι περικοπές στο μισθό ήταν πολύ δυσάρεστες. Ελπίζει όμως ακόμη, πως η κρίση είναι κάτι σαν ένα κακό όνειρο. Θα δείξει.
 Φθινόπωρο και η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος κυριαρχεί στα σοκάκια της παλιάς πόλη του Ρεθύμνου Χρυσοκόκκινα και ασημογάλαζα φύλλα μας προυπαντούν καθώς στρίβομε προς την Ξανθουδίδου σ’ αυτό το ρομαντικό περίπατο. Ένας κόμπος στο λαιμό. Σ’ ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου αυτό το μουντό απόβραδο. Σ’ ευχαριστώ που με κατάταξες ανάμέσα σ’ εκείνους, που ψάχνουν για ένα φεγγάρι παιδικό μέσα στη φθινοπωρινή νύχτα. Σ’ ευχαριστώ που με κατάταξες ανάμεσα σε κείνους που συνεχίζουν να ψάχνουν τη μοίρα  και την ωραία νεότητα, μέσα εκεί που βρίσκονται για πάντα χαμένες: Μέσα στην ποίηση και μέσα στο αδύνατο που γίνεται δυνατό.  
Το Μαράκι με κοίταξε με απελπισία:
-Και τώρα τι γίνεται;
-Τώρα σφίξε τις γροθιές σου. Ζεις σε μια από τις δυσκολότερες οικονομικές συγκυρίες που έχει βιώσει η χώρα σου τα τελευταία χρόνια . Η αβεβαιότητα, η αδιαφορία προς τους πολιτικούς θεσμούς, η αγανάκτηση είναι τα κυρίαρχα στοιχεία. Τώρα, το νου σου! Εμπλούτισε τις γνώσεις σου , γίνε σκεπτόμενος άνθρωπος. Βγάλε τα συμπεράσματα σου , κρίνε τους , δίκασε τους. Δυνάμωσε τα πιστεύω  και τις αξίες σου, δώσε μάχη γι αυτά.! Σταμάτα να αποχαυνώνεσαι μπροστά από την οθόνη , πάρε πρωτοβουλίες , κυνήγησε τα όνειρα σου. Το μέλλον είναι δικό σου, αρκεί να μην καταφέρουν να σε αποκοιμίσουν ξανά. Φτάνει ως εδώ!




ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΧΤΩΒΡΗ

Μπήκα χθες το πρωί στα γραφεία των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» και αμέσως ένα αίσθημα απουσίας με βρήκε και με διαπέρασε.
-Σαν τα ορφανά μοιάζετε όλοι σας σήμερα όλοι εδώ μέσα, είπα στο προσωπικό που καθόταν στα γραφεία. και φράση βγήκε αυτοματικά χωρίς να την προσχεδιάσω. Αληθινά, αυτό το συναίσθημα της ορφάνιας κυριαρχεί εκεί αφού ο Γιάννης Χαλκιαδάκης, ο πατέρας της  εφημερίδας, ένας άνθρωπος ιδιαίτερου ειδικού βάρους, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, δεν είναι πια εκεί.
 Είναι αλήθεια ότι μερικοί άνθρωποι έχουν ένα ιδιαίτερο ειδικό βάρος. Η πορεία τους σε τούτη τη γη αφήνει εντονότερα τα σημάδια κι έτσι η αναχώρησή τους γίνεται περισσότερο αισθητή.
 Καθώς μπαίνει ο Οχτώβρης, ο ουρανός παίρνει ένα χρώμα παράξενο και μελαγχολικό, προς το γκρίζο. Μήπως εμένα μου φαίνεται έτσι; Μήπως είναι ένα χρώμα της φαντασίας μου αφού όπως λένε, οι μελαγχολικοί τα βλέπουν όλα μαύρα και γκρίζα; Γιατί άραγε η παγκόσμια ημέρα των ηλικιωμένων γιορτάζεται την 1η του Οχτώβρη, μια μέρα φθινοπωρινή, μελαγχολική και γκρίζα; Μήπως για να υπογραμμίσει  πως το χρώμα του ηλικιωμένου είναι το γκρίζο; Ελπίζω να μην ισχύει αυτό, να μην είναι έτσι. Όμως την κραυγή των ηλικιωμένων μπορεί εσείς να μην την ακούτε ή να μη θέλετε να την ακούσετε, εγώ όμως την ακούω χωρίς καθόλου να ασφυκτιώ! Θλίβομαι μόνο που φέρονται στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας έτσι, αποκαρδιωτικά και απαξιωτικά. Θυμάμαι – θυμηθείτε και σεις - τα «περήφανα γηρατειά» του Ανδρέα, αλλά και τι που τα θυμόμαστε. Σ’ αυτά, τα «περήφανα γηρατειά», πάντως, τα περήφανα γηρατειά αποτίω φόρο τιμής για την παγκόσμια ημέρα τους.  
 Πιστεύω πως όλοι οι Έλληνες, ανεξάρτητα από ηλικία, νέοι και γέροι, είναι σήμερα μελαγχολικοί. Τα πράγματα για τους πολίτες αυτής της χώρας κατά τη γνώμη μου χειροτερεύουν. Τα αλληλοσυγκρουόμενα προβλήματα, οι βιαστικές αποφάσεις, ο καθημερινός απελπισμένος αγώνας του πολίτη για τον επιούσιο, μου ξαναφέρνουν στο νου το …απέραντο φρενοκομείο, μια έκφραση που ταιριάζει «γάντι» στην Ελλάδα του σήμερα.  
Θα ήθελα να φαντάζομαι τα στελέχη της Κυβέρνησης μαζεμένα σε κάποιο γραφείο με πρόσωπα συννεφιασμένα από την δυστυχία και την στεναχώρια να πίνουν καφέ πικρό με παξιμαδάκι, συντετριμμένοι που οι αγαπημένοι τους πολίτες ταλαιπωρούνται από όλα αυτά τα δεινά. Δυστυχώς στην πραγματικότητα φοβούμαι αυτό δεν συμβαίνει. Το αισθητήριό μου δεν …συναινεί! Δεν νομίζω πως πραγματικά πάσχουν για το λαό!
 Επιμένω πως η απόφαση για παράδοση της χώρας στο ΔΝΤ είναι λάθος. Αυτή η μικρή έστω δόση αναρχίας που έχω μέσα μου (όπως και όλοι εσείς που με διαβάζετε φαντάζομαι) κάθε τόσο με κλωτσά και μου φωνάζει: Τι θα γίνει; Θα κάνεις κάτι; Φώναζε τουλάχιστον, πιο δυνατά, πιο δυνατά!
 Βλέπομε τους υποψήφιους των εκλογών να προετοιμάζονται για «αγρίαν άγραν ψήφων» ωσάν να μην αντιλαμβάνονται πως αυτή τη φορά έχουν έρθει «τα πάνω κάτω», πως ο κόσμος έχει φθάσει στα όριά του.
 -Δεν μας είπες τις απόψεις σου για τον Μαρινάκη, ρώτησε ο Θωμάς, κοιτάζοντας το Γιώργη και απευθυνόμενος σε μένα.
 -Οι απόψεις μου για τον Μαρινάκη είναι συγκεκριμένες και αρκετά …«προχώ» (εννοώ προχωρημένες). Δεν θα τις κρατήσω κρυφές άλλωστε. Θα τις πω όταν έρθει η ώρα!
 -Οι δυσαρεστημένοι από την προσωπική του συμπεριφορά είναι τόσοι πολλοί που ετοιμάζονται να φτιάξουν σύλλογο, είπε ο Γιώργης κοιτάζοντας το Θωμά.
 -Ο πολίτης θα σκεφτεί πολύ αυτή τη φορά, πάρα πολύ, πριν να δώσει την ψήφο του. Αισθάνεται βαθιά προδομένος. Η αποχή θα είναι τεράστια. Σκοτεινές και απρόβλεπτες θα είναι σ’ αυτές τις εκλογές οι βουλές των ψηφοφόρων.
 Το χειρότερο είναι ότι ενώ εμείς ασχολούμαστε με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, αν θα εκλεγεί ο Χ ο Ψ ή ο Ω υποψήφιος, άλλοι και αλλού λαμβάνουν τις αποφάσεις για την τύχη μας ως πολιτών νεοελλήνων! Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου εντύπωση.
 Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω απ’ τους πολίτες όλης της Ευρώπης αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Χιλιάδες ευρωπαίοι διαδηλώνουν στους δρόμους κατά της λιτότητας. Στο Εκουαδόρ μόλις προχθές, όλοι οι ένστολοι βγήκαν εξαγριωμένοι στους δρόμους και έστειλαν τον πρόεδρο της χώρας στο νοσοκομείο διότι περιέκοψε τους μισθούς τους. Η Ελλάδα, κι εκείνη βρίσκεται σε μια δραματική στιγμή. Η αγορά είναι «στεγνή», το κράτος δυσκολεύεται εμφανώς να πληρώσει τις υποχρεώσεις του. Τι πρόκειται να γίνει;
 -Εμείς, φυσικά, δεν έχομε την απάντηση. Έχομε μόνο ίσως μια πρόταση του Δημήτρη Ιατρόπουλου:
«Ελλάδα, συλλαμβάνεσαι,
φυλακίζεσαι στα όνειρά μου,
σε κρύβω από τους νόμους σου,
σε προστατεύω απ’ τους δικαστές σου,
σε καταχωνιάζω από τους αστυνόμους σου,
να μη σε βρουν οι πολιτικάντηδες
και σε μοσχοπουλήσουν, να μη σε ξετρυπώσουν οι Εμπόροι της Φρίκης και σε μαστουριάσουν…»
(οι στίχοι είναι του Δημήτρη Ιατρόπουλου)
 



                                  ΑΣΠΡΑ ΚΑΡΑΒΙΑ
 Οι Έλληνες ανήσυχοι φυλλομετρούν τα βιβλιάρια των καταθέσεών τους και σταυροκοπιούνται:
 -Λες;  
 Οι Ρεθεμνιώτες ωστόσο, κάθε βράδυ ονειρεύονται ένα καράβι λευκό, περήφανο και κατάφωτο με γυαλιστερά καταστρώματα και πολυτελή σαλόνια να μπαινοβγαίνει στο λιμάνι τους. Καλά κάνουν και ονειρεύονται. Πιστεύω πως αυτοί που ονειρεύονται, αυτοί στα σίγουρα θα κερδίσουν τελικά τη βασιλεία των ουρανών. Φυσούσε εκείνη τη μέρα. Το πέλαγος ήτανε βαθύ, σκούρο, αγριεμένο, άφιλο, λες και δεν άκουγε τα εκατομμύρια μαντινάδες που απάγγελλαν οι συντοπίτες μας για χάρη του, για το πέλαγος το Κρητικό, με ομοιοκαταληξίες, παρομοιώσεις, συνηχήσεις και παιχνιδιάρικη διάθεση. Μαράθηκαν τα δελφίνια μου στον ωκεανό, σαν όνειρα μέσα σε άνυδρες ψυχές. Η θάλασσα θα μας πλανέψει. Η θάλασσα μας έχει ήδη πλανέψει.
-Θάλασσα πλατειά, σ’ αγαπώ βαθιά. Πάντα θλίβομαι όταν συνειδητοποιώ ότι στην Ελλάδα αυτοί που ομιλούν δεν γνωρίζουν, και αυτοί που γνωρίζουν δεν ομιλούν. Ο καημός της απ’ ευθείας ακτοπλοϊκής σύνδεσης με τον Πειραιά είναι βαθύτατος
 Θαύμασα τη σκέψη της Naomi Klein, όταν σε ομιλία της στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ισχυρίσθηκε ότι ο σεισμός στα χρηματιστήρια και στο χρηματοπιστωτικό κλάδο είναι για το Νεοφιλευθερισμό ό,τι ήταν η πτώση του τοίχους του Βερολίνου για τον Κομουνισμό. Ζούμε λοιπόν ιστορικές μέρες κι ας μην το φανταζόμαστε!
Διατηρείστε την ψυχραιμία σας. Η ζωή μοιάζει να δυσκολεύει ολοένα. Όλοι γνωρίζουν για το «δίκαιο του ισχυροτέρου» αλλά  κανένας δεν φαντάστηκε πως υπάρχει και «το δίκαιο του αδυνάτου». Τα πιο μεγάλα όνειρα, τα κάνεις όταν όλα έχουν δυσκολέψει πολύ.
-Λέγκω, Λέγκω, μου σπαράζεις τη καρδιά,
-Λέγκω, Λέγκω, μου πληγώνεις τη χαρά.
 Σώπασαν στη συνέχεια. Διέσχισαν την απόσταση από το φάρο μέχρι την Εμμανουήλ Βερνάρδου. Σήκωσαν το κεφάλι και κοίταξαν τον περήφανο μιναρέ της Νερατζέ. Θυμήθηκε το στίχο του Καλομενόπουλου:
 - Χαρούμενα καμπαναριά, θλιμμένοι μιναρέδες!

 Ο Θωμάς ακολουθούσε επιδοκιμάζοντας μελαγχολικά. Έτσι απλά, τα λύνουν οι Έλληνες τα προβλήματα. Με ένα …στίχο! Αυτό ονομάζεται «Ελληνική μελαγχολία». «Άσπρα καράβια τα όνειρά μας…..»



             ΚΑΒΑΦΙΚΑ  ΕΠΩΔΥΝΑ

  Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στη σύγχρονη Αλεξάνδρεια:

  «Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, παντού και πάντα θα τολμώ. Θα είμαι πάντα και πεισματικά, ένας μοναχικός καβαλάρης. Ένας μελαγχολικός και μόνος καουμπόη. Ένας γνήσιος Λούκυ Λούκ. Γεννήθηκα αυτόνομος και τέτοιος θέλω να παραμείνω.
 Η σκέψη μου, αυτόνομη κι αυτή. Δεν θεωρώ τίποτα εξ αρχής σαν δεδομένο, θα τα εξετάζω όλα πρώτα εξονυχιστικά και ύστερα  θα τα υιοθετώ ή θα τ’ απορρίπτω.
  Γεννήθηκα πεισματάρης….και βάλε! Δεν παρασύρομαι, δεν υποχωρώ, δεν παρακαλώ, δεν παραχωρώ.
 Δεν μ’ αρέσουν οι πανδαισίες. Δεν μ’ αρέσει το αναίτιο χειροκρότημα. Ούτε το επιζητώ ούτε το προσφέρω μ’ ευκολία. Δεν με συγκινούν οι δήθεν «απλοί», οι δήθεν «χαλαροί» και αγέρωχοι έτσι όπως λανσάρονται σήμερα, με το κοστούμι και τη γραβάτα της αυτοπεποίθησης.
Δεν είναι μόνο η οικονομική δυσπραγία της χώρας. Δεν είναι μόνο η διαφθορά. Τα πανεπιστήμια νοσούν, η παιδεία νοσεί, η υγεία νοσεί, η κοινωνία νοσεί.
Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στη σύγχρονη Αλεξάνδρεια:
 -Η γλώσσα η ελληνική βάλλεται, αδυνατίζει και ξεχνιέται. Εκατοντάδες λέξεις ξενικές διεισδύουν και ασελγούν πάνω στο σώμα της ελληνικής. Κάποιος που τον λένε κι εκείνον Οδυσσέα, σταυροκοπιέται: «Μονάχη έννοια  η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».
  Είπε ο Μυρτίας:
  -Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Θα απολαύσω ένα θεαματικό αγώνα ποδοσφαίρου αλλά το πάθος του ποδοσφαίρου δεν θ’ αφήσω να με κυριεύσει παντελώς, αφού άλλωστε γνωρίζω ότι τελικά πρόκειται για μια οικονομική υπόθεση. Θα παρακολουθήσω μια παράσταση, ακόμη κι ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση, αλλά δεν θα εμπιστευθώ στην τηλεόραση τη διαμόρφωσή της προσωπικότητάς μου.
Είπε ο Μυρτίας:
 -Καθόλου δεν χάρηκα για το βραβείο που έδωσε ο διοικητής της Γερμανικής Τράπεζας στον δικό μας τον Παπανδρέου. Ο άνθρωπος με το βραβείο εξέφρασε την ευαρέσκειά του  προφανώς διότι τα Γερμανικά συμφέροντα εξυπηρετούνται ικανοποιητικά. Φοβού όμως τους Δαναούς και ….βραβεία φέροντας! Έτσι δίδαξαν οι Έλληνες κλασσικοί. Με τα δικά μας συμφέροντα, άραγε τι γίνεται; Ο δρόμος που πήραμε έχει επιστροφή; Κάθε μέρα νέα μέτρα κι άλλα μέτρα, κι άλλα. Μοιάζει οι ζωές όλων μας να βουλιάζουν αργά ώρα με την ώρα, λεπτό προς λεπτό μέσα σε μια κινούμενη άμμο. Πως θα δουλέψει η νέα γενιά χωρίς αισιοδοξία, χωρίς όρεξη, χωρίς σιγουριά για το μέλλον;
 Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια ή στο Ρέθυμνο, δεν έχει σημασία ο τόπος:
 - Οι ξένοι προσπαθούν να μας πείσουν πως πρέπει να νοιώθουμε σαν λαός αίσθημα ενοχής για κάποιο έγκλημα που τάχα έχομε διαπράξει και πως πρέπει να τιμωρηθούμε γι αυτό. Και συνέχισε:
-Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη απέκτησα τη δύναμη να διαφωνώ. Ας μην αφήσομε να μας μετατρέψουν σε στρατιωτάκια. Ας μην αποτεφρώνομε την πολιτική μας σκέψη. Ας δώσουμε προτεραιότητα στο  πρωταρχικό, στο ουσιώδες. Να διδαχτούμε από τα λάθη του παρελθόντος. Όχι ξανά τα ίδια λάθη.
 Ο χειμώνας θα είναι βαρύς. Πρέπει να φροντίσομε τουλάχιστον για τα πλέον στοιχειώδη, για την τροφή των παιδιών ας πούμε. Εμείς με τη θεωρία και τη μελέτη θα μπορούσαμε ν’ αντέξομε και με λιγότερο φαί, τα παιδιά όμως όχι.
Να προσέξομε επίσης πολύ τι θα ψηφίσομε στις επερχόμενες εκλογές. Ο χειμώνας θα είναι βαρύς!
 Κατάκοπος και απογοητευμένος ο Μυρτίας ένοιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Έπεσε να κοιμηθεί τις πρώτες πρωινές ώρες. «Κάποτε ο Θεός θα μ’ ανταμείψει για τους κόπους μου, αυτός θα με δικαιώσει», μονολόγησε και βυθίστηκε στον ύπνο.


                  ΕΧΩ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕΝΕ

    Ακριβώς όπως το λέει το τραγούδι. Εγώ είμαι ο καφετζής. Έχω έναν καφενέ, στου λιμανιού την άκρη. Το κτίσμα είναι πέτρινο, παμπάλαιο. Καφενείον «Η καλή καρδιά», αυτό είναι το όνομά του. Διότι κύριοι, ανέκαθεν η καλή καρδιά ήταν το βασικό προσόν ενός καφετζή. Ο ίδιος ο καφενές μου, ας είναι παλιός,  έχει κι αυτός καρδιά. Έχει πολλή ζεστασιά, πολλά λουλούδια, πολλές αναμνήσεις πολλή νοσταλγία και πολλή μοναξιά.
  Εννοώ πως οι πελάτες μου εκτός από πλήξη πάσχουν από νοσταλγία και μοναξιά. Η νοσταλγία, και η μοναξιά είναι αρρώστιες που προχωρούν υποδόρια και ύπουλα, δεν τις παίρνεις χαμπάρι, ώσπου ξαφνικά σε κυριεύουν ολόκληρο, δεν μπορείς να ξεφύγεις.
  Ο καφενές μου ακούει όλες τις πικρές αλήθειες και τα παράπονα που υπάρχουν στο ντουνιά. Αυτές που  δύσκολα λέγονται και αυτές που δεν λέγονται καθόλου. Ακούει το βαθύτερο αναστεναγμό, το -μέσα από τα σπλάγχνα - πιο αδυσώπητο «Αχ» της ανθρώπινης ύπαρξης! Το ακούω κι εγώ αυτό το «Αχ», κι ακριβώς αυτό με συναρπάζει. Αυτό δικαιώνει την καριέρα μου ολόκληρη ως καφετζή.
 Ακόμη κι αν ξαναγεννιόμουν, την ίδια δουλειά θα διάλεγα. Καφετζής. Γιατί ο καφετζής έχει το ύψιστο προσόν να δίνει παρηγοριά στον άνθρωπο. Ο καφενές ακούει και τα πολιτικά. Έλα εδώ να κάνεις τις πιο σίγουρες πολιτικές μετρήσεις. Έλα να δεις  και τις συγκρούσεις ανάμεσα στους πολύ ενθουσιώδεις. Έτσι έκαμε ο θεός τον Έλληνα, ζωντανό, με πάθος. Εγώ βέβαια οφείλω να σβήσω τη φωτιά, όταν ανάψει η κουβέντα και κορώσει, αλλιώς…αλλοίμονο!
   Φτιάχνω εξαιρετικό καφεδάκι. Βαρύ γλυκό, μέτριο, γλυκύ βραστό σκέτο, όχι για να το παινευτώ, είναι η αλήθεια. Αλλά τι τα θες, ο καφές είναι το πρόσχημα. Η πρέφα είναι επίσης πρόσχημα. Οι πελάτες έρχονται εδώ στην πραγματικότητα για μιαν ανθρώπινη επαφή. Για μια σταλιά παρηγοριά. Για μια κουβέντα. Τι να τους κάνεις τους ψυχολόγους και την ψυχανάλυση. Εδώ να έρθετε, στον καφενέ, να δείτε αμπελοφιλοσοφία και ψυχοθεραπεία στην πράξη. Οχτακόσες παροιμίες και ρητά μπορώ να αραδιάσω ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με τον νταλκά που κουβαλάει ο άλλος. Άσε πια τις μαντινάδες…. Ποταμός σου λέω!
  Ο καφενές είναι μια από τις μικρές απολαύσεις της ζωής. Είναι η απόλαυση του να μην κάνεις τίποτα. Να μην ενεργείς καθόλου, να μένεις απλός παρατηρητής της ροής του κόσμου. Πάνω και πέρα απ’ όλα τα δρώμενα. Έστω για λίγη ώρα. Είναι το δικαίωμα στην τεμπελιά. Η τεμπελιά – μη νομίζετε – κουβαλά πίσω της μια ολάκερη φιλοσοφία. Τεμπελιάζεις και γεμίζουν οι μπαταρίες σου. Αράζεις, να ο βαρύς γλυκός, σκέψη, απολογισμός, καταμέτρηση, τα συν και τα πλην, ίσως στο φινάλε κάποιο συμπέρασμα. Οι φουσκάλες μετουσιώνονται και γίνονται οι ελπίδες που διαψεύσθηκαν.     Φλιτζανάκια και ρακοπότηρα ανεβοκατεβαίνουν, πάνε κι έρχονται. Σκέτος υπερρεαλισμός, όπως λέει κι η κόρη μου η φοιτήτρια που διαβάζει τους ποιητάδες. Δεν γουστάρει βέβαια και τόσο η κόρη μου που έχει πατέρα καφετζή. Θα προτιμούσε να ήμουν δικηγόρος ή γιατρός, γραμματισμένος τελοσπάντων. Μα εγώ της θυμίζω κάτι που έλεγε ένας απ’ αυτούς τους πολυδιαβασμένους.  
                                    Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία,
                                    είκοσι χρόνια παίζοντας, έχασα τη ζωή….
   Θαρρώ τον λέγανε Καρυωτάκη. Στο τέλος μάλιστα τά φτυσε όλα κι «έθεσε τέρμα εις τη ζωήν του». Ενώ εμείς εδώ στον καφενέ μου, τι παίζομε παρακαλώ;  Mόνο χαρτιά. Μόνο πρέφα!

     

          ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ

  Ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα βαθιά γεράματα, διαπράττει συνεχώς το ίδιο λάθος. Ελπίζει ότι κάπου κάποτε, κάποια στιγμή, θα εκπληρωθούν τα όνειρά του! Αυτή άλλωστε είναι και η κυριότερη αιτία της δυστυχίας του.
Σήμερα, πάλι το τραίνο των ονείρων μας περνά, και εννοώ το τραίνο των ονείρων της γενιάς μας. Περνά κι απομακρύνεται ταλαιπωρημένο και θλιβερό, με τα φώτα μισόσβηστα. Εμείς και η γενιά μας μένομε πάλι απ’ έξω.
 Σωριάζονται το ένα μετά το άλλο τα όνειρα των Ελλήνων, διαδοχικά και αμετάκλητα. Το ίδιο και της επόμενης γενιάς το τραίνο μοιάζει να περνά, θλιβερό κι αυτό, λιγοστεύοντας λίγο – λίγο την ελπίδα των νέων των 600 ευρώ που – πάλι καλά – δεν βγήκαν ακόμη στους δρόμους σαν τους Γάλλους.
 Να τι έχομε καταφέρει στη σύγχρονη Ελλάδα: Να καταστρέφομε τα όνειρα και το μέλλον. Και μη θαρρείτε πως φταίει απλά και μόνο το κακό κουμάντο στα οικονομικά, η διαφθορά, η λοβιτούρα και τα παρόμοια. Αυτά φταίνε σίγουρα. Εξ’ ίσου φταίει η αδιαφορία, οι μειωμένες αντιστάσεις μας σαν λαού, η καθαρά επιδερμική μας σχέση με τη γλώσσα μας και με τους σπουδαίους εκείνους αρχαίους  μας προγόνους. 
Όσο θα ακούς εκφράσεις όπως «εξτρίμ» διασκεδάσεις, εξτένσιον μαλλί και όλα τα άλλα γραφικά νέο-ελληνο-αγγλικά, μην ελπίζεις, μην περιμένεις κάτι καλύτερο. Όταν βλέπεις την αισθητική να φτάνει στο «Αγάπη είναι τα κομμένα νύχια που πετάς», μην περιμένεις πια τίποτα. Λες και μας έχουνε κάνει ολική νάρκωση. Πρώτα ας διορθώσουμε αυτή τη νοοτροπία και μετά δούμε και τα άλλα:
-Έλα δω ρε φίλε! Ποιος είσαι εσύ που ζητάς την ψήφο μου; Με ρώτησες εμένα αν έχω να φάω;  
 Ω, άχρωμη και ασθμαίνουσα ελληνική κοινωνία που μέσα σου ζω, έχω πολλές ερωτήσεις να σου κάνω. Είναι περίεργο, αλλά νοιώθω σαν ένα μοσχάρι! Μαζί με άλλα πολλά μοσχαράκια βόσκουμε σε λιβάδια ειδυλλιακά, λιβάδια του ονείρου. Ζούμε με μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, που όμως δεν είναι αληθινή. Νομίζουμε ότι ήμαστε ευτυχείς διότι δεν έχομε σαφή αντίληψη της ευτυχίας! Νομίζουμε ότι ήμαστε ευτυχείς μέσα στη καταθλιπτική πλάνη μας.
Ο Θωμάς κούνησε το κεφάλι προσηλωμένος στο απέναντί του ταπεινό αγριολούλουδο:
- Θέλεις να περνάς ωραία; Θέλεις να σαι πάντα χορτάτος; Τότε φρόντισε να συμφωνείς. Να συμφωνείς με την οικογένεια σου, με τους συναδέλφους σου, με το δήμαρχό σου, με  το διευθυντή σου στη δουλειά, ακόμη και με τον τηλεπαρουσιαστή, αλλά προπάντων να ακούς και να κουνάς το κεφάλι καταφατικά και σα τον αρουραίο να κολυμπάς στα ακάθαρτα νερά για να μη πνιγείς στον υπόνομο. Μάλιστα κύριε, θα λες, κι έτσι υπάκουος όπως θα είσαι σύντομα θα γίνεις κομμάτι του όχλου που ακολουθεί τον καλό ποιμένα (όποιος κι αν είναι αυτός-πολιτικός, αστυνόμος, ιερέας, δάσκαλος , εργοδότης) και ίσως πάρεις και προαγωγή για να είσαι η πιο αποτελεσματική μαριονέττα στο χώρο.
 Έτσι είναι η ζωή φίλε! Άδικη. Τι να κάνουμε τώρα; Προσαρμόσου. Δέξου το. Αποδέξου το. Ο κόσμος είναι άδικος. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το δίκαιο είναι μια έννοια αιθέρια, ουράνια, αλλά γήινη όχι! Οι ανισότητες αναπαράγονται με χαρακτηριστική ακρίβεια γιατί δε γίνεται αλλιώς. Γιατί ο κόσμος είναι χτισμένος στην ανισότητα. Γιατί αυτό που μας φαίνεται ανισόρροπο και παράταιρο είναι που κάνει τον κόσμο να ισορροπεί. Αυτό είναι «το σύστημα».
 Αν αναρωτιέσαι το γιατί, θα σου απαντήσω «γιατί έτσι»! Πρέπει να δεχτείς το «γιατί έτσι». Σαν μια απάντηση φυσική, αναμενόμενη, τόσο αναμενόμενη όσο το ότι ο ήλιος δύει από τη δύση. Γιατί δύει από τη δύση; -Γιατί έτσι. Γιατί αυτή η ανισότητα;
-Γιατί έτσι. Να μάθεις την εικόνα τους. Να την συνηθίσεις. Να περνάς από δίπλα τους χωρίς να μπήγεις τα νύχια στη δεξιά σου παλάμη. Γιατί αυτοί και όχι εγώ;
 -Γιατί έτσι! Εμείς κι εκείνοι. Δυο κόσμοι που δεν θα συναντηθούν γιατί έτσι…
  Το τραίνο των ονείρων μας περνά κι εμείς το κοιτάζομε αμίλητοι! Εμείς δεν πρόκειται να επιβιβαστούμε. Ποιοι όμως είναι τελικά οι υπεύθυνοι γι αυτό; Είναι κάποιοι από αυτούς που θα έρθουν πάλι να ζητήσουν τώρα την ψήφο σας.
Αρνηθείτε! Όποιοι κι αν είναι, αρνηθείτε! Μην τους λυπηθείτε, αφού ούτε εκείνοι σας λυπήθηκαν. «Φτάνει πια», να τους πείτε.  



ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

 Δεν την είδαμε ακόμη τη βροχή, κι ας έπιασε Δεκέμβρης. Την αποζητούμε και την ευχόμαστε, για να ποτίσει όχι μόνο την ξερή γη μα και τις ξέρες της ζωής μας, τ’ αποξεραμένα μας αισθήματα. Μα εκείνη δεν έρχεται. Παρ’ όλα αυτά ξέρομε πως πλησιάζει, είναι κοντά. Σχεδόν οσμιζόμαστε το βρεγμένο χώμα της αυλής, του περιβολιού και του πάρκου.
 -Ας έρθει επιτέλους η βροχή να πλύνει τις πληγές, να ξεπλύνει τη βρώμα μας, είπε ο Θωμάς με τα χέρια στον ουρανό απλωμένα σαν ικεσία..
 Ο αρσενικός ουρανός στέλνει τη βροχή και η θυλικιά γη την υποδέχεται με ανατριχίλα. Θεριεύουνε οι σκέψεις μέσα στη βροχή, γίνονται σπόροι στο χωράφι της ψυχής μας κι εκείνοι καθώς ποτίζονται ανθίζουν και ωριμάζουν.
 Ο Γιώργος ανυπομονεί. Τον έχει πιάσει το λογοτεχνικό του, γράφει στίχους εκ του προχείρου σ’ ένα ταλαιπωρημένο τετράδιο.
-Βρέχει και βρέχεσαι, μικρό χειμωνιάτικο πουλί. Δεν κάνεις την παραμικρή προσπάθεια να προφυλαχτείς ή να κρυφτείς όπως κάνει κάθε πλάσμα του θεού όταν βρέχει. Βροχερές θλιβερές. Κυριακές και λαμπερές Δευτέρες θυμάμαι συνέχεια στη ζωή μου και στη χώρα μου.
 -«Δεν θα ξαναγράψω πια», είπε ο Τσέζαρε Παβέζε, το ίδιο θάθελα να πω κι εγώ, μα δεν ξέρω αν θα το καταφέρω. Η ζωή μου θέλω να αποτελείται, όχι από μέρες, μήνες και χρόνια, αλλά να αποτελείται από δευτερόλεπτα. Καυτά δευτερόλεπτα, συνταρακτικά και απρόβλεπτα, αντάρτικα κι επικίνδυνα. 
 Η λέξη «ελευθερία» και η λέξη «δημοκρατία», πάντα μοναχικές και πάντα αμετάφραστες μέσα στους αιώνες. Λέξεις που απλά υπάρχουν και, ή τις αισθάνεσαι ή όχι.
-«Η ελευθερία μου είναι στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου. 
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω. Μπορώ να σεργιανίσω ό,τι ώρα μου γουστάρει, να ξεφωνίσω...» είπε ο Θωμάς, που τελευταία τον έπιασα να διαβάζει στίχους της Κατεερίνας Γώγου.
 -Μπορώ να σας πουλώ παραμύθια επί ώρες, τους είπα εγώ, κι εσείς να μην το καταλαβαίνετε. Η ενεργητικότητά μου δεν έχει όρια. Βρέχει κι ακούω τη βροχή να με ποτίζει, να με μαλακώνει, να με γονιμοποιεί. Δεν μπορεί, αναρωτιέμαι. Κάτι θα συμβεί και η πορεία θ’ αλλάξει. Κάτι θα συμβεί με τη βροχή, αυτή την ώρα που βρέχει. 
-«Ζωή δεν είναι να περιμένεις να σταματήσει η βροχή. Το αντίθετο: ζωή είναι να μπορείς να χορέψεις μέσα στη βροχή», μου είπες κάποτε, τότε που η ζωή σου χτυπιόταν από καταιγίδα. Εγώ συμφώνησα (φυσικά) και σε κοίταξα με θαυμασμό.
Καθώς η χώρα μου μ’ έπνιγε και με γέμιζε οργή μέσα στη μαύρη κατήφεια που επικρατούσε, συνήθιζα να επαναλαμβάνω στίχους του Ρίτσου: «Άκου τι όμορφα που τραγουδάει η βροχή, τι όμορφα που τραγουδάει η καρδιά μας….» Κι ακόμη, όταν οι εφημερίδες έγραφαν για αγορές και για διεθνείς τοκογλύφους εγώ θυμόμουν τους στίχους κάποιου άλλου ποιητή: «θα ξαναγεννηθούμε σε μιαν άλλη χώρα, θ' ανακαλύψουμε και πάλι τις πρώτες λέξεις και θα προφέρουμε περήφανα κάθε ελάχιστο αυτονόητο. Θα πιστέψομε πάλι στη χώρα μας και στην διαχρονική της αξία…».
 Ο Θωμάς με κοίταζε χωρίς να λέει κουβέντα. Το ίδιο και ο Γιώργος.
-Να φεύγεις. Όσο μακρύτερα μπορείς Θωμά. Να φεύγεις Γιώργο. Καλύτερα στο σπίτι σου. Στο χωριό σου. Με τα κουνέλια και τις κότες σου. Με το λάδι σου και το κρασί σου. Αλλά και με την αξιοπρέπειά σου αλώβητη και το θάρρος της γνώμης σου σημαία.
 Οι πρώτες σταγόνες βροχής επιτέλους αρχίζουν να πέφτουν. Επιτέλους αρχίζει να βρέχει. Η βροχή θα ξεπλύνει όλα τα δεινά. Ίσως σε λίγο ν’ αρχίσει η κάθαρση.




ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ!

«Η Μετεωρολογική υπηρεσία προβλέπει ραγδαία μεταβολή του καιρού. Ακραία φαινόμενα με καταιγίδες σ’ ολόκληρη τη χώρα και μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας. Βόρειοι άνεμοι επικρατούν, θαλασσοταραχή στα πελάγη….»
Ο φίλος μου ο Γιώργος χαμήλωσε την τηλεόραση και ο νους του φτερούγισε με ανακούφιση στις διπλωμένες κουβέρτες μου ήξερε πως περίμεναν υπομονετικά μέσα στην ντουλάπα. 
-Μεγάλη εφεύρεση η κουβέρτα σκέφτηκε φωναχτά. Λες κι είναι ευλογία θεού μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Το χνούδι της είναι φάρμακο για τη διαταραγμένη σου απ’ το αστραπόβροντο ψυχική ισορροπία. Τη χαϊδεύεις με την παλάμη και στο νου σου ανακαλούνται εικόνες από παιδικά παραμύθια.
 Η χαρούμενη φωνή της θυγατέρας του τον έβγαλε από τις σκέψεις. Σιγοτραγουδούσε ένα ρεφραίν που μιλούσε για μαγικές βραδιές και φεγγαρόλουστες θάλασσες.
-Ξεσηκώθηκαν πάλι οι φοιτητές στην Αγγλία, είπε κάποια στιγμή σταματώντας το τραγούδι η Νατάσσα.
 Καμιά απάντηση. Η Νατάσσα ξαναμίλησε:
-Ποιο είναι το μυστικό της ευτυχίας; Η ελευθερία! Αυτό το είπε ο Περικλής! Άραγε η γενιά μας θα ζήσει ελεύθερη;
Αυτά είναι τα νιάτα. Η νέα γενιά. «Τα νιάτα είναι το πουλί που πάντα πεταρίζει κι όπου τα’ αρέσει το κλαδί πηγαίνει και καθίζει…».  Αυτά τα νιάτα που σε λίγο δεν θα τολμούμε να την κοιτάξομε στα μάτια. Γιατί θα νοιώθομε ενοχή για όλα όσα η δική μας γενιά έχει διαπράξει. Ναι, ο πλούτος  της χώρας που εμείς τόσο ασυλλόγιστα σπαταλήσαμε με τρόπο ακραία διεφθαρμένο, αυτός ο πλούτος ανήκε στους νέους, στα παιδιά μας. Απ’ αυτούς τον αρπάξαμε, απ’ αυτούς τον κλέψαμε. Το μέλλον τους με ελαφριά καρδιά υποθηκεύσαμε.  Γιατί αυτοί οι νέοι, τα παιδιά μας, θα κληθούν να πληρώσουν τα δικά μας χρέη. Θα πρέπει να ζήσουν άλλωστε σε μια χώρα υποταγμένη – υλικά και ηθικά - στους δανειστές της.
Το ίδιο συμβαίνει και με το περιβάλλον, τη φύση που ασυλλόγιστα καταστρέφομε. Στους νέους, στα παιδιά μας  ανήκει και το περιβάλλον. Από αυτά το έχομε πάρει δανεικό, άρα τους το οφείλομε ανέπαφο. Εν τούτοις εμείς με θράσος το καταστρέφομε.
 Ακόμη και τη γλώσσα μας την Ελληνική δεν έχομε καταφέρει να τους παραδώσομε σωστά, καθώς έπρεπε, παρά τους την παραδίδομε γεμάτη βαρβαρισμούς, σολικισμούς, αστεϊσμούς και ….αγγλισμούς μπόλικους. Επικρατεί ανάμεσα στους νέους μια γλώσσα ανάμικτη με ξενικά στοιχεία κάτι που δυστυχώς και σε μας φαίνεται πλέον …φυσικό.
-Η καρδιά μου ανήκει στους νέους. Σ’ αυτούς έχω αφιερώσει τη ζωή μου. Τους αφήνουμε όμως να ζήσουν σ’ ένα κόσμο διαλυμένο και αυτό με πληγώνει! Κάποιοι βουλευτές μίλησαν ήδη για μια χαμένη νέα γενιά. Τι θα έχει να μας πει άραγε για τη Νέα Γενιά και για το φάσμα της ανεργίας που την απειλεί ο Γιώργος Παπανδρέου, που φτάνει την Κυριακή στο Ρέθυμνο;
Ο φίλος μου ο Γιώργος μιλούσε άθελά του μεγαλόφωνα, με το βλέμμα απλανές, προσηλωμένο στη βροχή που χτυπούσε το παράθυρο.
 Σχεδόν μηχανικά κάθισε στο γραφείο του, άνοιξε το τετράδιο των σημειώσεων κι άρχισε να γράφει:
«…Όλοι εμείς μαζί συνένοχοι, το μέλλον να μας κοιτάζει απορρημένο μέσα από τα μάτια των παιδιών μας… Εμείς είμαστε η πρώτη γενιά που αφήνει τον κόσμο να γίνει χειρότερος. Εμείς είμαστε η πρώτη γενιά που συμφωνεί να παραδώσει τα παιδιά της σε ένα αύριο χωρίς δικαιώματα ζωής.  Το αληθινό διακύβευμα για μας τους Έλληνες σήμερα δεν είναι απλά πως θα σωθεί η οικονομία, αλλά πως θα σωθεί το μέλλον των παιδιών μας….»
 Ο Γιώργος συνέχισε να γράφει. Έγραφε και δεν έβγαζε άχνα.
 Δεν τολμούσε να πει τις σκέψεις του φωναχτά. Έγραφε γρήγορα, ένοχα, σαν τους ποιητές που γράφουν γιατί δεν τολμούν να μιλήσουν. Το καταφύγιό τους είναι το χαρτί. Εκεί μέσα κρύβονται οι δειλοί, ενώ θα πρεπε να έχουν βγει στο δρόμο και να ουρλιάζουν.
 Η κόρη του τον κοίταξε με απορία:
 -Τι σου συμβαίνει πατέρα; Να σου φτιάξω καφέ;
 Ασφαλώς, και βέβαια! Ο Γιώργος θα έπινε ευχαρίστως έναν καφέ, αληθινά τον είχε ανάγκη τούτη τη στιγμή που έμοιαζε με τη στιγμή της αλήθειας.
 Η πρώτη αστραπή ώρμησε από το παράθυρο μέσα στο σπίτι, πίσω της και η κυρά βροντή.
-Έρχεται κακοκαιρία, είπε η Νατάσα σκεφτική. Έρχεται μπόρα.
 Η βροχή είχε αρχίσει καταρρακτώδης. Ο άνεμος λυσσομανούσε και το αστραπόβροντο συμπλήρωνε την εικόνα.
 Ναι Νατάσα, έρχεται μπόρα. Με μιαν ανατριχίλα μπροστά στην μπόρα και με μιαν απελπισία μπροστά στη Νατάσα που (ήδη) τα έχει αντιληφθεί όλα!
 -Κουράγιο πατέρα!
 -ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ, έγραψε εκείνος με κεφαλαία κι έκλεισε το τετράδιο.




ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

  Πλήθος δημοσιογράφων και εικονοληπτών συνωστίζεται μπροστά στο γραφείο του γνωστού καθηγητή της ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, κ. Σ. Α. Οι χθεσινοβραδινές δηλώσεις του στην τηλεόραση έχουν εξάψει το ενδιαφέρον του κόσμου, που ούτως ή άλλως είναι έντονο για τα ιατρικά θέματα. Τον περιμένουν να φτάσει από λεπτό σε λεπτό.
  Ο καθηγητής, αυστηρός και συνοφρυωμένος βγαίνει από το κατάμεστο αμφιθέατρο όπου μόλις παρέδωσε το μάθημά του στους φοιτητές της ιατρικής σχολής και απάντησε σε αρκετές ερωτήσεις τους. Κατευθύνεται βιαστικά προς το γραφείο του ενώ οι δημοσιογράφοι παραμερίζουν με σεβασμό ενώ οι εικονολήπτες παίρνουνε θέσεις. 
  -Δυο λόγια κύριε καθηγητά, ο κόσμος ανησυχεί…Οι χθεσινές ανακοινώσεις σας για την αύξηση των νοσημάτων της ψυχικής σφαίρας στην Ελλάδα έχει προκαλέσει αίσθηση…
  -Πράγματι, η κατάσταση είναι ανησυχητική. Η ποσοστιαία αύξηση των ψυχικών παθήσεων στη χώρα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Η κατάθλιψη προπάντων…
  Στο αυστηρό πρόσωπο του διασήμου καθηγητού της ψυχιατρικής άρχισε να διαγράφεται ένα χαμόγελο. Ένοιωθε τους ψυχιατρικούς αρρώστους σαν παιδιά του. Καθώς τον κοίταζαν στα μάτια, μια απέραντη στοργή τον πλημμύριζε απ’ την κορφή ως τα νύχια. Αυτοί οι άτυχοι άνθρωποι ήταν παιδιά του … άλλωστε δεν είχε δικά του παιδιά. Ο καθηγητής προχώρησε στο εσωτερικό του γραφείου και κάθισε στη θέση του, ενώ τα συνεργεία της τηλεόρασης είχαν αρχίσει να παίρνουν θέσεις τριγύρω του. 
  -Υπάρχουν ελπίδες κύριε καθηγητά; 
  -Βεβαίως και υπάρχουν ελπίδες. Οι ομάδες ιατρών της κλινικής μας διεκπεραιώνουν τας ερευνητικάς εργασίας των, και σε σύντομο χρόνο αναμένω τα πορίσματά τους. Οι ανακοινώσεις μας στο διεθνές συνέδριο ψυχιατρικής του Ρίο ντε Τζανέιρο προκάλεσαν αίσθηση. Συνεργαζόμεθα με τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια Ευρώπης και Αμερικής σε καθημερινή βάση. Επεξεργαζόμεθα σχετικό πρόγραμμα για το επίπεδο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Μεθαύριο αναχωρώ για την Αμβέρσα όπου…
  Ο διάσημος καθηγητής της Ιατρικής σταμάτησε για να πιει λίγο νερό. Το ύφος του είχε γίνει πάλι αυστηρό. Το βλέμμα απλανές. Τελευταία είχε αρχίσει να αφαιρείται πιο συχνά. Έπιανε τον εαυτό του να ονειροπολεί ακόμη και σε ώρες αιχμής. Εικόνες από το παρελθόν περνούσαν από μπροστά του με μεγάλη ταχύτητα. Σκηνές της νιότης, εκδρομές αξέχαστες στην εξοχή, η Μαρία… Μπορούσε όμως να το ελέγξει. 
 Με το νεύμα του η επιμελήτρια βοηθός έτρεξε δίπλα του.
  -Τον καφέ μου παρακαλώ, διέταξε και συνέχισε να μιλά:
  -Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως υπάρχει μια περίεργη στάση των νεοελλήνων απέναντι στη ζωή. Για παράδειγμα η υπερβολική αντίδρασή τους σε κάθε είδηση που αφορά την υγεία, όπως π.χ. στην είδηση για εμφάνιση κάποιου καινούριου ιού γρίπης ο κόσμος αντιδρά μέχρι τα όρια του πανικού, εμβολιαζόμενος μαζικά ή οτιδήποτε άλλο. Ωσάν να έρχεται το τέλος του κόσμου!  Πρέπει να είμεθα ψυχραιμότεροι…
  -Ο κόσμος ανησυχεί κ. καθηγητά. Οι απόπειρες αυτοκτονίας παρουσιάζουν αύξηση στατιστικά σημαντική. Τα κρούσματα σχιζοφρένειας και διπολικής διαταραχής αυξάνουν. Που κατά τη γνώμη σας οφείλονται αυτά;
  -Πιστεύω πως…. Γίνονται έρευνες και…. Οι άνθρωποι πιέζονται υπερβολικά από το σύστημα. Συγχωρέστε με όμως, δεν έχω άλλο χρόνο! Μια άλλη φορά θα πουμε περισσότερα.
  Είχε ήδη πει πάρα πολλά, εκείνος, ένας διάσημος καθηγητής της ιατρικής, ένας τόσο λακωνικός και πολυάσχολος άνθρωπος, υποχρεωμένος άλλωστε από τη θέση του να μετρά κάθε κουβέντα. Σηκώνεται από τη θέση του και πλαισιωμένος από την ομάδα των βοηθών του κατευθύνεται προς την κλινική για την καθημερινή επίσκεψη των ασθενών.

  - Ένας ψυχίατρος με τους ασθενείς του μοιάζει σαν ένας πατέρας με τα παιδιά του, έτσι δεν είναι προϊσταμένη; Χαμογέλασε στοργικά και πλησίασε τον πρώτο ασθενή του.     



            
                        ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ

  Έτσι! Ξαφνικά εντελώς! Εκεί που ο ήλιος θριαμβεύει, εκτυφλωτικά παιγνιδίζοντας με τη θάλασσα και με τις ανθρώπινες αδυναμίες, ενώ προς στιγμήν έχομε λησμονήσει τι λογής πράγμα είναι η συννεφιά, να τον,  έφτασε ο Σεπτέμβρης!  Εκεί που ο κότσυφας παρακαλεί τη μέρα να κρατηθεί ακόμη λίγο κι ενώ τ’ αηδόνι παρακαλεί τη νύχτα να του χαρίσει ακόμη λίγα όνειρα, να τον, φτάνει ο Σεπτέμβρης και μας αρπάζει από τ’ αυτί. 
 -Έλα εδώ εσύ. Κάτσε καλά! Κάτσε κάτω και να σου λείπουν οι ψευδαισθήσεις! Τέρμα τα καλοκαίρια και τα σουλάτσα. Τώρα θα δουλέψεις!
 -Με τόσο λίγο φαί; Πώς να δουλέψω με άδειο στομάχι;  
 -Και πολύ σου πέφτει το ψωμοτύρι, έλληνα περήφανε, καλομαθημένε. Κατάλαβέ το, τώρα είσαι φτωχός. Τον πλούτο σου τον άρπαξαν άλλοι. Εκείνοι τους οποίους εμπιστεύθηκες. Ζεις με δανεικά και μάλιστα με κάτι σπρεντ δυσθεώρητα. Και μήπως έχεις βάλει μυαλό; Πολύ αμφιβάλλω!
 Η Ισμήνη ήταν ήδη καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή της και χτυπούσε τα πλήκτρα. 
-Ανεπαίσθητα βέβαια, αλλά αφύσικα πολύ ίντερνετ έχει μπει στη ζωή μας, Μανόλη. Πρέπει να βρούμε τρόπο να απελευθερωθούμε κάπως απ' αυτές τις καταπιεστικές μηχανές, τους υπολογιστές μας. Έχουν γίνει πια υπερβολικά πολλές, και η ζωή μας δεν νοείται χωρίς αυτές.
 -Κοιτάζοντας τα δέντρα δεν πρέπει να χάνεις το δάσος, Ισμήνη! Τι μας ενδιαφέρουν εμάς οι μηχανές; Ο άνθρωπος μας ενδιαφέρει. Και μάλιστα ο άνθρωπος ο καθημερινός, ο παραγκωνισμένος, αυτός που εξακολουθεί να έχει αισθήματα. Αυτός είναι το δάσος και η πραγματικότητα. 
  Κάτσε λοιπόν και δες την πραγματικότητα. Ελπίζω να φρόντισες, να έχεις ήδη ζήσει αυτό το καλοκαίρι (που μόλις πέρασε) έστω και μια αξέχαστη νύχτα! Αυτή η νύχτα θα σε ζεσταίνει τον χειμώνα κάθε φορά που θα την θυμάσαι. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως ν’ αντέξεις αυτό το χειμώνα της αβεβαιότητας, όπου και το πετρέλαιο θα υπερφορολογείται.
 Ένα σκληρό φθινόπωρο κι ένας σκληρός χειμώνας βρίσκονται μπροστά σου. Απ’ τους σκληρότερους που έχεις στη ζωή σου διανοηθεί. Εδώ σας θέλω όλους εσάς τους …ζόρικους Έλληνες, τους γεμάτους αισιοδοξία και ύφος εβδομήντα καρδιναλίων, να σας δω λοιπόν τώρα που θα αναμετρηθείτε με την ανεργία και τη «φτώχεια». Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις λέξεις, όσο κι αν είναι σκληρές. Φτώχεια είναι η σωστή λέξη.
 -Φθινόπωρο και να η ευκαιρία να κόψουμε το κάπνισμα. Ας μη σταθούμε στην δυσάρεστη ψυχολογία που αναπόφευκτα δημιουργεί το σκληρό μέτρο της απόλυτης απαγόρευσης. Κόψτε το φίλοι, κόψτε το, προτού γίνουν όλα στη ζωή σας καπνός αναθρώσκων! Κόψτε το προτού προλάβει να σας «κόψει» εκείνο!
 -Φθινόπωρο και Αντικαρκινική Εταιρία, παράρτημα Ρεθύμνου. Ρωτήστε, πλησιάστε, βοηθήστε. Μια προσπάθεια που βγαίνει μέσα απ’ την καρδιά λίγων ανθρώπων με συναίσθηση (και συναίσθημα), που αγωνίζονται αθόρυβα για την πρόληψη αλλά και για την ανακούφιση του πάσχοντα συνανθρώπου. Ας τους έχει ο θεός γερούς!

 -Φθινόπωρο και οικονομική κρίση. Ας μη γελιόμαστε, η κρίση βαθαίνει, η δυστυχία πλαταίνει. 
-.........


                      ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ

  Είχε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο μέρος της καρδιάς και δυο αποδημητικά αγριοπούλια  για μάτια, που όλο προσπαθούσαν να πετάξουν κατά το νοτιά κι όλο γυρίζανε πίσω. Ζούσε μια ζωή απλή και μοναχική και τον λέγανε Κοσμά. Νέος ευθυτενής, ίσαμε είκοσι οχτώ ετών ο Κοσμάς, στοχαστικός, λακωνικός και λιγόλογος. Του κόσμου όλου η απλότητα κι η ανθρωπιά είχανε χωρέσει στο βλέμμα και στο χαμόγελό του.
  Δεν είχε μόρφωση καμιά, μόνο αγαπούσε τα πουλιά. Τα πρωινά  κελαιδίσματα ήταν για τον Κοσμά ένας παγκόσμιος ήχος που  μπορούσε περίπου να μεταφραστεί κάπως έτσι : «υπάρχει ακόμη ελπίδα γι αυτή τη γη». Στο σπίτι του είχε μεγαλώσει με αρχές: Εργατικότητα, ανθρωπιά, δημοκρατία.
  Με τη γειτονοπούλα του την Ελπίδα, τα πήγαινε καλά. Της τηλεφωνούσε συχνά:
-Έλα. Θα βάλω ν’ ακούσομε τον καινούριο δίσκο της Σούλας. Θα σου διαβάσω κι ένα ωραίο κομμάτι απ’ τον Καζαντζάκη. Είχανε κι οι δυο αδυναμία στον Καζαντζάκη.
  -Το Σεφέρη δεν τονε πολυκαταλαβαίνω, μα ο Καζαντζάκης κρατεί την καρδιά μου αλυσοδεμένη, έλεγε η Ελπίδα.
  Ο Κοσμάς διάβαζε μεγαλόφωνα για ν’ ακούει κι κείνη: "Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκομαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. Δύσκολο πολύ να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου»". Μεγάλες κουβέντες είναι τούτες του Καζαντζάκη, μονολογούσε, και το βλέμμα του στο κενό.
  Είχε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο μέρος της καρδιάς και μικρές γαλανές ελπίδες στ’ ακροδάχτυλα. Αγαπούσε την πόλη του, αλλά πως;  Με μιαν αγάπη άδολη, χωρίς υπολογισμούς, συμφέροντα ή ανταλλάγματα. Δεν είχε (προς το παρόν) μολυνθεί απ’ το μικρόβιο της αρχομανίας. Δεν ονειρευόταν  να γίνει δήμαρχος, μήτε σύμβουλος μήτε μυστικοσύμβουλος (άδολη καρδιά, ένα κόκκινο γαρύφαλλο). Δεν ονειρευόταν να διορίσει το σόι του σε κάποιες υπηρεσίες. Ήθελε μόνο να βλέπει την πόλη του να προκόβει κι αυτό δεν ήταν πια καθόλου φανερό.
   -Όπου πάω κι ένα λάθος με τυραννά, όλη η ζωή μου ένα λάθος, εκμυστηρεύτηκε μια μέρα στην Ελπίδα. Ζω σε λάθος πόλη, ή σε λάθος εποχή. Βλέπω την πόλη μου, τη χώρα μου, να φθίνουν και να χτικιάζουν χωρίς να μπορώ να προσφέρω βοήθεια.  
  Άλλοτε πάλι, έχοντας ένα κλαδάκι ρίγανη στην άκρα των χειλιών, ο Κοσμάς διάβαζε στην Ελπίδα κάποιους απ’ τους 3205 στίχους  της «Ερωφίλης». Μαζί με την Ελπίδα, την Ελένη, τη Φωτεινή συζητούσαν για τον κόσμο που έρχεται, έχτιζαν το μέλλον με τα όνειρά τους.
  - Το μέλλον έρχεται κι εμείς; Τι κάνουμε εμείς; Πρέπει τα όνειρα να γίνουνε πράξη. Πρέπει να περάσομε από τη βιομηχανική εποχή στην καινούρια εποχή της πληροφορίας και της πρόσβασης. Πρέπει να βοηθήσομε τον άνεργο νέο και τον απόμαχο της ζωής, τον άπορο και τον ανήμπορο πολίτη.
  Είχε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο μέρος της καρδιάς και τη βεβαιότητα της ματαιότητας στην έκφραση του προσώπου του. Μόλις είχε κλείσει την εφημερίδα. «Μάταια, όλα μάταια, αυτή η χώρα βρίσκεται στο κόκκινο. Κι όμως αυτή η χώρα πρέπει να πάει μπροστά, πρέπει να φύγει από τη νωθρότητα και την αυταπάτη….» σκέφτηκε φωναχτά και στάθηκε να δει το ηλιοβασίλεμα. Ένα κόκκινο γαρύφαλλο  πυρπολούσε τον ορίζοντα, κάνοντας άλλους να ονειρεύονται  κι άλλους απλά να ατενίζουν έκπληκτοι,  το θαύμα. 



ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΚΛΕΙΣΤΟ!

 Η κυρία Ελένη ανακάτεψε τη φασολάδα στο τσικάλι και αναρωτήθηκε αν έφτανε για όλη της την οικογένεια. Οι δυο γιοι της ήταν άνεργοι και με δυσκολία τα έφερναν βόλτα. Όλοι στηριζόταν στη μικρή της σύνταξη.
-Όλα έγιναν δύσκολα, παιδάκια μου. Οι άνθρωποι γύρευαν τα πολλά και θαρρώ πως τώρα χάνουν και τα λίγα. Αγόραζαν μπεμβέ Έτρεχαν στις τράπεζες κι έπαιρναν δάνεια, πάρε κόσμε δάνεια, ολόκληρη η χώρα με ελαφριά καρδιά δανειζόταν και οι πολιτικοί έκλεβαν, διόριζαν. Ορίστε τώρα! Δες τα χάλια μας. Δουλειές δεν υπάρχουν. Η σύνταξή μου δεν φτάνει. Που το πάνε; Θα πεινάσουμε;
 Η κυρία - Ελένη ήταν η συμπαθής και πανέξυπνη γειτόνισα του Θωμά. Ήταν το  κοφτερό μυαλό που συναντάς καμιά φορά σε καθημερινούς ανθρώπους και μένεις έκπληκτος με την απλή, ευθύβολη, κριτική σκέψη τους που γοητεύει.
 Μικρό το σπίτι, μεγάλη η καρδιά της. Μας αγαπούσε πολύ, εμένα και το Θωμά κι εμείς της κάναμε πότε – πότε μια σύντομη επίσκεψη για να θυμηθούμε πως είναι ο απλός, ο τίμιος και ανεπιτήδευτος άνθρωπος, ένα είδος ανθρώπου που δεν βλέπομε πια τόσο συχνά.
 Καθιστοί σήμερα στο τραπέζι της κουζίνας της, απολαμβάναμε τη μυρωδάτη ρακή που μας κέρασε.  
-Επιτέλους, ούτε να παραιτηθεί κανείς δεν μπορεί με την ησυχία του, είπε ο Θωμάς τονίζοντας μια – μια τις λέξεις κοιτάζοντάς με συγχρόνως στα μάτια για να μαντέψει την αντίδρασή μου….
 Ο Θωμάς ήξερε τα καθέκαστα «με το νι και με το σίγμα», αλλά είχε τη δική του άποψη:
-Σε ρωτούν γιατί παραιτήθηκες. Τι τους νοιάζει; Κράτα το στόμα σου κλειστό… Ο νόμος της σιωπής! Δεν ξέρεις πως αυτός είναι ο βασικός νόμος για τους σύγχρονους έλληνες; 
 «Κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για ΣΕΝΑ το σωστό», που λέει και το τραγούδι. Ο νόμος της σιωπής, αυτός είναι ο παντοδύναμος άρχοντας σ’ αυτή την πόλη, σ’αυτή τη χώρα. Όλα να γίνονται υπόγεια. Κατάπινέ τα όλα. Τι ψάχνει τώρα να βρει ο κύριος Αετουδάκης;
 -Νομίζεις λοιπόν πως πρέπει να σιωπούμε για τα δημόσια πράγματα, Θωμά; Να υποταχθούμε όλοι στο νόμο της σιωπής; Έτσι λοιπόν θα προχωρήσομε ως χώρα;  
 Ο Θωμάς ξαναγέμισε ρακή το ποτήρι του και συνέχισε:
 -Η αλήθεια είναι πως λίγοι γνωρίζουν πως παραιτήθηκες από τη θέση του προέδρου του Συνδέσμου Διαδόσεως Καλών Τεχνών. Η παραίτησή σου από το Σύνδεσμο καλύπτεται ακόμη από μυστήριο.  Πάνε δυο μήνες και ο κόσμος δεν γνωρίζει γιατί εγκατέλειψες τη θέση σου και παραιτήθηκες από τη μάχη του πολιτισμού! Από σεβασμό στην ιστορία και στη φήμη του Συνδέσμου αποφεύγεις να μιλήσεις, είπε με σοβαρότητα ο Θωμάς.
 Κι όμως: Η θητεία σου ήταν υποδειγματική. Κατάφερες να κάνεις (επιτέλους) γνωστή την ύπαρξη του Συνδέσμου στους Ρεθεμνιώτες. Έγινε γνωστό (και αποδεκτό) στην κοινωνία πως ο Σύνδεσμος έχει ως ιδιόκτητη έδρα του το εκπληκτικό μνημειακό συγκρότημα «Νερατζέ». Το Ωδείο έγινε ένας πραγματικός καλλιτεχνικός και πνευματικός φάρος. Άνοιξες διάπλατα την πόρτα του και παραχώρησες τη σκηνή του σε νέους μουσικούς καλλιτέχνες, σε πλήθος νέα μουσικά σχήματα, στην τέχνη του χορού, στα παιδιά και στο παιδικό παραμύθι. Είδαμε να γίνονται διαλέξεις από ομιλητές καταξιωμένους σε πανελλήνιο επίπεδο. Έδωσες τη δική σου πνοή, τη δική σου σφραγίδα. Αγωνίστηκες για τη σωτηρία του μιναρέ που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει.
 -Πότε παραιτείται κανείς, πότε εγκαταλείπει μια προσπάθεια Θωμά; Όταν βλέπει παρ’ όλες τις προσπάθειές του, το δέντρο της Αχαριστίας ν’ ανθίζει και να θεριεύει. Την αχαριστία ας την θεωρήσομε αναμενόμενη και ανθρώπινη αδυναμία, έτσι είναι η ζωή λες, ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις σιωπηλά. Είναι η στιγμή που αποφασίζεις αν θα πρέπει να πεις το μεγάλο καβαφικό «Ναι» ή το μεγάλο «Όχι». 

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό'χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

  Η κυρία Ελένη μας άκουγε αμίλητη. Ανακάτεψε τη φασολάδα της προσεκτικά και σκέπασε το τσικάλι με το καπάκι.
-Εγώ δεν καταλαβαίνω από …Καβάφη και τέτοια, αλλά θαρρώ πως όχι, δεν πρέπει να σωπαίνεις παιδάκι μου. Έχει δίκιο ο Αετουδάκης που ζητά να μάθει την αλήθεια, για πιο λόγο παραιτήθηκες. Πρέπει να μιλήσεις. Ο κόσμος δεν προχωρεί με τη σιωπή αλλά με τη μάχη. Δεν μπορούμε ν’ αφήνουμε το νόμο της σιωπής να κυβερνά την κοινωνία.  Όλοι κερδίζουν αν λέγεται η αλήθεια και πρώτα απ’ όλα κερδίζει η πόλη.
 Ο Θωμάς ρούφηξε τη ρακή του πλαταγίζοντας τη γλώσσα του με απόλαυση κι άρχισε να σιγοτραγουδεί το παλιό τραγούδι του Χατζηδάκι:
-«Κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για ΣΕΝΑ το σωστό, Μιχάλη μου»…
 Εγώ όμως είχα πάρει την απόφασή μου…



                       ΚΥΚΛΑΔΕΣ

  - Εχάσαμέ σε μωρέ Κωστή, μια δεκαρέ μέρες, κι ερωτούσαμενε ίντα γίνηκες!
 Ο Κωστής, κοτζάμ φοιτητής γραμματισμένος, κι όμως ένα απλό λαϊκό παιδί, προσπαθούσε να εξηγήσει:
  -Σκέφτηκα, μια που θαυμάζω τόσο πολύ το μεγάλο μας Οδυσσέα Ελύτη, να δώσω έναν πήδο να πάω να δω αυτά τα Κυκλαδονήσια, να καταλάβω επιτέλους για ποιο λόγο ο ποιητής εκφράζεται με τόσο θαυμασμό για τούτα τα κομματάκια γης καταμεσίς στο Αιγαίο, γιατί άραγε τόσος ενθουσιασμός γι αυτές τις κατάξερες αγέρωχες πέτρες, γιατί τόσα ποιήματα. Η Αμοργός,  η Άνδρος, η Δήλος, η Ίος,  Τζια,  η Κίμωλος, η Μήλος, η Μύκονος.
  - Και ίντα συμπέρασμα έβγαλες μωρέ Κωστάκη γι αυτά τα νησιά;
-Επήγα και φωτίστηκα. Κατάλαβα και μετάλαβα. Πίστεψα και νήστεψα. Ανυψώθηκα και λαβώθηκα, απάντησε ο Κωστής με πάθος. Οι Κυκλάδες είναι κάτι μαργαριτάρια πεταμένα εδώ κι εκεί στη θάλασσα του Αιγαίου. Η ομορφιά τους λαβώνει και σε κάνει ν’ αγαπήσεις περισσότερο τη ζωή. Μόλις πάτησα τα πόδια μου στις Κυκλάδες άρχισα να μουρμουρίζω άθελά μου φράσεις ελληνικής σοφίας: «Παν μέτρον άριστον». «Μηδέν Άγαν». «Ει το φέρον σε φέρει, φέρε και φέρου….». Μέσα σ’ αυτό το φως και εξ αιτίας του γεννήθηκε από τους έλληνες αυτή η σοφία, σκεφτόμουν.
  Ο Κωστής διέθετε ευαίσθητες κεραίες. Η διαίσθησή του τον βοηθούσε να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων. Οι χωριανοί, τον άκουγαν έκπληκτοι.
  -Τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν αυτά τα νησιά - συμπλεκόμενα και διαπλεκόμενα κατά μυριάδες συνδυασμούς - είναι το φως, ο άνεμος, η πέτρα, κι η θάλασσα, είπε. Το φως που τέμνει τα λευκά σπιτάκια ακουμπά νωχελικά στα μπλάβα παράθυρα, διαθλάται στο νερό. Αυτό το φως γέννησε την Ευκλείδιο γεωμετρία. Την τραγωδία και το θέατρο. Ο Κωστής συνέχισε χωρίς ανάσα:
  -Όταν ανατέλλει ο ήλιος στην Ίο, όλες οι κασμοθεωρίες χλωμιάζουν και χάνουν την αίγλη τους. Ο ήλιος είναι ο Μέγας Αρχιτέκτων της σύνθεσης των αντιθέσεων της ζωής. Το φως εκεί σαρώνει τα πάντα. Σμιλεύει βράχους, δημιουργεί καθημερινά το φυσικό ανάγλυφο. Ο αδυσώπητος άνεμος συμπληρώνει το έργο. Το φως, ο άνεμος, η πέτρα, κι η θάλασσα, τα τέσσερα αυτά στοιχεία διαπλάθουν χαρακτήρες ανθρώπινους, κάνουν τους ανθρώπους αγαθούς. Διάθλαση και διάπλαση. Η απλότητα, σας λέω δεν μεταφράζεται.
  Κατέβασε εδώ ένα ποτήρι νερό κακαριστό ο Κωστής και συνέχισε απνευστί: 
  -Οι μαύροι σκληροί βράχοι κόντρα στον άνεμο είναι δάσκαλοι της αδιαπραγμάτευτης προσήλωσης στις αιώνιες ελληνικές αξίες. «Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
  -Ίντα λες μωρέ Κωστάκη! Είχανε όλοι αιφνιδιαστεί..
-Η Ποίηση και η Αρχιτεκτονική επί αιώνες επενδύουν αλάνθαστα στο ανοιχτό γαλάζιο και στο βαθύ μπλε. Οι αμμουδιές του Ομήρου…
Γύρω του πια δεν υπήρχε κανένας. Όλοι οι χωριανοί είχαν ήδη απομακρυνθεί κουνώντας το κεφάλι. Ο Κωστής είχε μείνει μόνος του. Εκστατικός και ωραίος, σαν έλληνας.




ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ

 Ο Θωμάς έφερε το καραφάκι με τη ρακή, έφερε ελιές και παξιμάδι, έκοψε και τη ντομάτα σε φέτες και κάθισε δίπλα μου.
 -Το παξιμάδι το ζυμώνω μοναχός μου με τρόπο παλιό, παραδοσιακό, μου τον έμαθε ο πατέρας μου! Δοκίμασε!
-Αδύνατο μου μοιάζει να καταλάβω πως φτάσαμε να δεχτούμε και να ανεχτούμε κηδεμόνα στη χώρα μας ένα ξένο οικονομικό οργανισμό, αυτό που λέμε ΔΝΤ.
 -Τι είναι στην πραγματικότητα το ΔΝΤ; Και σε τι μας αγγίζει, τι μας ενδιαφέρει εμάς, τους πνευματικούς ανθρώπους, το ΔΝΤ;
 -Και όμως μας ενδιαφέρει! Το ΔΝΤ προσπαθεί να εδραιώσει την υπεροχή της αγοράς έναντι της ανθρώπινης ζωής, και ως προς αυτή τη διάσταση, φυσικά μας ενδιαφέρει.
 Όταν καταστρέφεται η οικονομική ζωή των ανθρώπων τότε καταστρέφονται οι τέχνες, τα μυαλά και τις ελευθερίες αυτών των ανθρώπων. Πως θα μπορούσαμε να αδιαφορήσουμε; Για παράδειγμα το ΔΝΤ  δεν θα δίσταζε να επιβάλλει περικοπές των δαπανών για την παιδεία. Μα αυτό θα ήταν ταφόπλακα για τα νιάτα και για το μέλλον της χώρας!
 Κάτι παρόμοιο θα γίνει σε όλους τους τομείς. Τι τη νοιάζει την αγέρωχη και παντοδύναμη κυρία Μέρκελ; Η ίδια μας είπε δια στόματος του υπουργού της των Οικονομικών ότι οι Έλληνες δεν δικαιούμαστε να ομιλούμε!  Εμείς δεν δικαιούμαστε, τουλάχιστον δικαιώνεται ο Σολωμός:  «Δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κρουταλεί.»!…
 Πριν από 37 χρόνια, το σύνθημα «Ψωμί - Παιδεία – Ελευθερία» μας συγκλόνιζε όλους τους Έλληνες. Σήμερα που φθάσαμε; Ούτε το ψωμί ούτε η ελευθερία μας σαν λαού είναι δεδομένα. Μόνο αβεβαιότητα  και δόσεις δανείων βλέπομε στον ορίζοντα. Το σύνολο του μεταπολιτευτικού πολιτικού μας συστήματος, με πράξεις και παραλείψεις, έχει οδηγήσει τη χώρα στην απόλυτη χρεοκοπία.
 -Όσο για ελευθερία….θα μου επιτρέψεις να αμφιβάλλω για την ποιότητα ελευθερίας που απολαμβάνομε σήμερα. Η παρακολούθηση του πολίτη από το κράτος με πολλούς και διάφορους μηχανισμούς, παρουσιάζεται πλέον σαν μια φυσιολογική και αναπόφευκτη διαδικασία ασφάλειας και ελέγχου. Η νεοφιλελεύθερη λογική της ασφάλειας προωθεί υπερσύγχρονα συστήματα παρακολούθησης, ιδίως συστήματα βίντεο-παρακολούθησης με κάμερες κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης.
  Η ελευθερία μας έχει μπει πια σε εισαγωγικά, φαίνεται μάλιστα πως θα ακολουθήσουν χειρότερα με την κάρτα του πολίτη η οποία ετοιμάζεται και προαναγγέλλεται.
 Ο Θωμάς ρουφούσε τη ρακή του με επιφωνήματα ευχαρίστησης. 
  Τον κοίταζα σκεφτικός. Διάφορα γεγονότα των τελευταίων ημερών με έκαναν κάθε τόσο να αφαιρούμαι και να μην προσέχω τις μετρημένες κουβέντες του
 -Λυπάμαι φίλε…Ξέρεις, δε γίνεται να χτίζεις μικρούς φράχτες και έτσι να νομίζεις πως θα κρατήσεις τους εφιάλτες απ' έξω. Δε γίνεται να τους κάνεις κουμάντο όλους με μια αγριοφωνάρα σου. Δεν σε φοβάμαι και τη γνώμη μου θα την πω θαρρετά, όπως λένε, σαν άντρας.
 Ο Θωμάς ξαναγέμισε τα ποτήρια. Το αλκοόλ έχει δράση μυστηριακή και λυτρωτική συγχρόνως.
 Λυπάμαι, επαναλάμβανα συνεχώς. Πάνω από τα μισογκρεμισμένα τείχη έβλεπα την Τροία να καίγεται.


Όμως η πτώσις μας είναι βέβαια. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ο θρήνος.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κι η Εκάβη κλαίνε.

Έφυγα χωρίς τίποτε να πάρω μαζί μου. Ούτε λάφυρα, ούτε χώμα. Σχεδόν ξυπόλητος έφυγα, όπως ήρθα. Μόνο λίγες μουσικές νότες τυλιγμένες σε πακέτο γιορτινό.
 Η Τροία εν τω μεταξύ καιγόταν. Οι φωτιές έφταναν μέχρι την άκρη της πόλης. Έβλεπες το βασίλειο να καίγεται. Έβλεπες τη βασίλισσα δούλα. Έβλεπες τα παιδιά να γκρεμίζονται από τα τείχη. Λίγο πιο κει ο Δούρειος Ίππος. Πάντα ένας Δούρειος Ίππος και ύστερα ακολουθεί η πτώση, η άλωση.
 Το πιο σπουδαίο πάντα, είναι να μην συμβιβάζεσαι. Να μην μπορεί κανείς να σε βάλει στο τσεπάκι του. Λυπάμαι κύριε Μάνο, μα δεν μπορείς να με βάλεις στο τσεπάκι σου.
 Ούτε Αχαιοί, ούτε Ελένες. Μόνοι σας ετοιμάζεστε να βάλετε φωτιά και να κάψετε την Τροία. Εκεί που κάποτε ακούγονταν χαρούμενες φωνές, σε λίγο θα βλέπεις μόνο στάχτες και μια ανυπόφορη μπόχα.
 -Λυπάμαι…μα οι καθαρές αξίες θέλουν καθαρά μυαλά και κυρίως καθαρές καρδιές. Δεν θα τις βρεις τόσο συχνά. Αν τις βρεις, ακριβοφύλαξέ τις. Εσένα μιλώ, Θωμά, εσένα το λέω…



               ΚΑΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΝΗΣΙ….

 -«Δεν γεννηθήκαμε ελεύθεροι. Γεννηθήκαμε για να ελευθερωθούμε». Αυτή η σπουδαία φράση δεν είναι δικιά μου αλλά είναι του Hegel, για να λέμε την αλήθεια. Θα πρέπει να ήταν πολύ δυνατό μυαλό αυτός ο Hegel! Τα κυκλώματα μεταξύ των κυττάρων του εγκεφάλου του θα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα και σε περισσότερους συνδυασμούς από τα κυκλώματα του δικού μας εγκεφάλου, άρα και η ευφυΐα του μεγαλύτερη. 
 Η Μάρω χαμογέλασε συγκατανεύοντας.
-Μόνο που η πορεία προς την ελευθέρωση είναι μακριά και επίπονη. Ίσως στο βάθος και να μη θέλουμε να ελευθερωθούμε.
 Η Μάρω είναι η αδυναμία μου για ένα κυρίως λόγο: Διότι είναι έξυπνη χωρίς να «κάνει» την έξυπνη. Δεν είναι φλύαρη ούτε υπερφίαλη. Δεν διεκδικεί περγαμηνές πέρα από την περγαμηνή που πάντα μας αξίζει εφ’ όσον χρησιμοποιούμε τον κοινό νου. Τα βαθυστόχαστα νοήματα και οι πολιτικές αναλύσεις την κουράζουν. Της αρέσουν μάλλον τα σκέτα και τα σταράτα.
 Από τις ατελείωτες συζητήσεις εφ’ όλης της ύλης προτιμούσε να κάθεται στ’ ακρογιάλι με τις δυο πατούσες της βυθισμένες στο νερό ακούγοντας το ρυθμικό φλίσβισμα του νερού, φλουπ, φλουπ στα βραχάκια, κι ο ήχος να σβήνει τελικά στα βότσαλα και στους αστραγάλους της… Κάποτε σιγοτραγουδούσε:
 -Κάπου υπάρχει ένα νησί, μόνο για μας στην οικουμένη
που 'χει την άμμο του χρυσή τη θάλασσά του αγιασμένη…
-Δεν με προσέχεις, παρατήρησα συνοφρυωμένος. Εγώ προσπαθώ να φτάσω στην ουσία και στο «δια ταύτα» κι εσύ ψάχνεις για νησιά!
 Με κοίταξε με λατρεία.
 -Μην αρχίζεις πάλι τα ίδια, και βέβαια σε προσέχω και σε λαμβάνω σοβαρά υπόψη. Σε παραδέχομαι και σε υπολογίζω. Όταν σ’ ακούω νοιώθω τις αποθήκες μέσα μου να γεμίζουν. Όχι δε μιλάς στο βρόντο, μιλάς και τ’ ακούω όλα εγώ. Απλά δυσκολεύομαι λίγο να τα …χωνέψω.
 -Οι σημερινοί άνθρωποι τρώνε καλά, έχουν πολλά πράγματα, σπίτια, αυτοκίνητα, κινητά, αποχυμωτές, μίξερ, οθόνες LCD κι ένα σωρό άλλα που μπερδεύουν τη ζωή τους, την κάνουν πιο ακριβή, αλλά και ευάλωτη. Από όλα αυτά τα υλικά που έχουν  αντλείται το χρήμα. Άμα δεν έχεις τίποτε, κανείς δεν μπορεί να σε αγγίξει.
Σε παλιότερες εποχές, όταν παντρευόταν κάποιος, νοίκιαζε μια καμαρούλα με ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, μια λάμπα πετρελαίου ή ένα λαμπτήρα 60 κηρίων που κρεμόταν από το ταβάνι. Έκανε και παιδιά. Και εντούτοις μπορούσε να τα αναστήσει έτσι, γιατί είχε μηδαμινά έξοδα. Ήταν πλούσιος στη φτώχεια του.
 Όλοι θα αναρωτιόμαστε, πώς μπορούσαμε και κάναμε τόσα πράγματα αφού δεν υπήρχαν χρήματα. Πόσοι και πόσοι δεν έγιναν ποιητές, ζωγράφοι, επιστήμονες, επιχειρηματίες, ξεκινώντας από ένα απλό φτωχικό σπιτάκι, μια μικρούλα αυλή.
Τώρα όπως έγιναν τα πράγματα, δύσκολα αποφασίζεις ν’ αναπτύξεις δραστηριότητες  γιατί φοβάσαι τα προβλήματα της ζωής. Πώς να πληρώσεις το ηλεκτρικό, το νερό,  το αυτοκίνητο, τα τέλη και τις εισφορές. Ο σημερινός άνθρωπος είναι σκλάβος στις απαιτήσεις της ίδιας του της ζωής. Η ευτυχία τον πλησιάζει λίγο και χάνεται γρήγορα χωρίς να μπορεί να την αγγίξει, γιατί συνήθως καραδοκεί ο φόβος. Άρα λοιπόν, ευτυχής δεν είναι αυτός που έχει τα περισσότερα χρήματα αλλά αυτός που έχει τις λιγότερες ανάγκες.
 -Τα κατάλαβα πολύ καλά και είναι απόλυτα κατανοητά όλα αυτά που μου είπες. Σε όλα συμφωνώ, είπε η Μάρω αναμασώντας μια τσίχλα. Θα ήθελα όμως να είχα κανα δυο χιλιάρικα για να κατεβώ στην αγορά.
 Με κοίταξε πεταχτά, μετά πήρε ένα μεγάλο βότσαλο και το πέταξε στη θάλασσα. Φλουπ, εκείνο, βυθίστηκε στο νερό με απόλαυση! Οι κύκλοι γύρω του άρχισαν να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν ώσπου χάθηκαν. Η Μαρία τους κοίταζε και σιγοτραγουδούσε:
 -«Κάπου υπάρχει ένα νησί, χωρίς κακούς, μην αμφιβάλλεις,
 Δε λέω λόγια της στιγμής, κι αυτά που λεν της παραζάλης…».
 Το καλοκαίρι εξακολουθούσε να μεσουρανεί ζεστό και αγέρωχο, μέσα στο απόλυτο ουράνιο γαλάζιο.



ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ ΟΓΚΡΑΤΕΝ

 Η ώρα ήταν προχωρημένη κι o Θωμάς πεινούσε. Είχε αποφασίσει να φτιάξει την αγαπημένη του μακαρονάδα, τη μόνη «επίδοση» που τον έκανε να υπερηφανεύεται για τις μαγειρικές του ικανότητες. 
-Μακαρόνια ογκρατέν, μου είχε αναγγείλει με καμάρι. Ελπίζω μόνο να μου πετύχει η μπεσαμέλ!
 Καθώς είχα πάρει τη σχετική πρόσκληση να τιμήσω αυτή την προσπάθεια, δεν άργησα να φτάσω κι εγώ επί τόπου. Τον βρήκα φυσικά στην κουζίνα σε πλήρη δραστηριότητα. Μόλις μπήκα ο Θωμάς άρχισε να που εξηγεί με …βαθυστόχαστες αναλύσεις.
-Δυστυχώς στην Ελλάδα οι μανάδες δεν δείχνουν στους γυιούς τους την τέχνη της μαγειρικής… και αν κατά τύχη ο γιόκας  τους δείξει ενδιαφέρον τότε εκείνες  ανατριχιάζουν… μήπως και αυτό αποτελεί  προμήνυμα …θηλυπρέπειας!  Από την άλλη οι μπαμπάδες μέχρι αυτοκίνητο ή μηχανή είναι πρόθυμοι να τους αγοράσουν, για να απομακρυνθούν από τα τηγάνια και τις κατσαρόλες.
 Γέλασα με την καρδιά μου ενώ ο Θωμάς ετοίμαζε το τραπέζι και συνέχισε να μιλά:
 -Ο χρόνος μαλάκωσε τους άνδρες και έκανε πιο συνειδητοποιημένες τις γυναίκες. Η τηλεόραση, το internet, το πλαστικό χρήμα, ανέτρεψαν τις ισορροπίες…  
  Εδώ, το πρόσωπό του συννέφιασε.
 -Πάντως με εντυπωσίασε η αγριότητα με την οποία χτυπούσαν οι άντρες των ΜΑΤ τον νεαρό, στη διαδήλωση της Τετάρτης. Είδα το βίντεο, ξέρεις, είδα καθαρά τους τέσσερις να τον χτυπούν στο κεφάλι. Πραγματική βαρβαρότητα. Πως μπορούσαν να το κάνουν αυτό σ’ έναν συμπατριώτη σ’ ένα συνάνθρωπο;  Το αποτέλεσμα είναι ο κόσμος να αντιδρά. Να φουντώνει η οργή του κόσμου με όλα αυτά, να αισθάνονται οι πολίτες πως ζουν μια κατάσταση προληπτικής καταστολής την ίδια στιγμή που η ζωή τους γίνεται ολοένα πιο δύσκολη λόγω ανεργίας και φτώχειας.  Να εδραιώνεται στο κέντρο της Αθήνας μια κατάσταση εκτός ελέγχου ενώ ο φόβος γίνεται το κυρίαρχο συναίσθημα.
 Έλα λοιπόν μη στέκεις βουβός. Πες μου πως τα βλέπεις καθώς εγώ θα ετοιμάζω το τραπέζι!
 -Ωραία, θα σου πω πως τα βλέπω εγώ. Πρώτο: Ο κόσμος αρχίζει να αισθάνεται έντονα πια, συμπτώματα ασφυξίας.  Δεν φαίνεται διέξοδος, δεν φαίνεται φως.
 «Δεν είμαστε νούμερα, είμαστε άνθρωποι», είπε η Βάσω Παπανδρέου στους τροικανούς. «Πρώτα η ζωή και μετά το χρέος» λέω κι εγώ, και είναι ακριβώς αυτό το πρόβλημα. Αυτό είναι κεντρικό πρόβλημα. Και οι μεν ξένοι υποκρίνονται πως δεν το καταλαβαίνουν διότι έτσι τους συμφέρει. Η Ελληνική κυβέρνηση όμως πρέπει να το καταλάβει.  
 Δεύτερο: Το χρέος που καταλογίζουν στην Ελλάδα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον είναι νόμιμο.  Πιθανόν να αποδειχθεί στο μεγαλύτερο μέρος του παράνομο στο βαθμό που αποτελεί προϊόν διαφθοράς.
Τρίτο: Μια σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν μπορεί να πυροβολεί το λαό της. Δε μπορεί να συρρικνώνει τουλάχιστον τα δύο μέγιστα και πρωταρχικά στοιχεία για το μέλλον της χώρας: Την παιδεία και την υγεία, διότι έτσι σκοτώνει κάθε ελπίδα για το μέλλον.
Ενώ εγώ μιλούσα, ο Θωμάς πηγαινοερχόταν. Επί τέλους, κάποτε τα μακαρόνια ογκρατέν ήταν έτοιμα. Καθίσαμε στο τραπέζι. Η μπεσαμέλ, πετυχημένη. Το ντόπιο  κρασί  ικανοποιητικό μέσα στα παραδοσιακά κρητικά του αρώματα.
 Δήλωσα ενθουσιασμένος και τα συγχαρητήριά μου αυθόρμητα.
-Εκτιμώ βαθιά την ιδέα σου γι αυτή τη μακαρονάδα, αλλά και την αψεγάδιαστη εκτέλεσή της, Θωμά. Μια μακαρονάδα, στις μέρες αυτές της επερχόμενης ακραίας λιτότητας αποκτά ακόμη και φιλοσοφικές προεκτάσεις.
 Κάθεσαι, τρως και φιλοσοφείς για την αξία της τροφής και για το πρόβλημα του πεινασμένου ανθρώπου. Υπάρχει και μια άλλη οπτική:  Ίσως δεν έχεις σκεφθεί πόσο σημαντικό πράγμα είναι η διατροφή. Ίσως δεν έχεις σκεφθεί πως η διατροφή είναι ένας σύνδεσμός μας με τη φύση, ένας σύνδεσμος με τις αναμνήσεις μας.  Τρέφομαι δεν σημαίνει μόνο τρώγω, αλλά και μαθαίνω ποιος είμαι. Πρέπει να μάθομε ποιοι αλήθεια είμαστε Θωμά. Μα την αλήθεια, η μακαρονάδα σου μου έδωσε ιδέες και μ’ έβαλε σε σκέψεις!



                         Μεγαλεία

 «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς.
Κι όσο εμπροστά προβαίνεις, τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι…»

Το ποίημα αυτό που έγραψε ο Καβάφης το 1911 δεν το ξαναθυμήθηκα τυχαία. Ο Καβάφης είναι εύστοχος και καυστικός και φωτογραφίζει ευρηματικά την αλαζονεία και την έπαρση της εξουσίας.

- Μα επιτέλους τι σ’ έπιασε και ασχολείσαι με την εξουσία και την αλαζονεία της; Εμείς είμαστε μικροί, και δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτα. Είμαστε περίπου ασήμαντοι, δεν έχουμε ειδικό βάρος! Ο Θωμάς χειρονομούσε και φώναζε, παρατήρησα όμως πως δεν τολμούσε να με κοιτάξει στα μάτια. Αμφέβαλλε ο ίδιος για τα λεγόμενά του και περίμενε την αντίδραση.
- Δεν γίνεται όμως από την άλλη να παραμένουμε απλοί θεατές. Δεν μπορώ να είμαι βουβός. Θέλω να ξέρω. Θέλω να κρίνω, να συνειδητοποιώ και να συναισθάνομαι. Θέλω να είμαι ον σκεπτόμενο, υπεύθυνο, κριτικό, πολιτικό, να παρασύρω και άλλους -ιδίως τους νεώτερους- να γίνονται σκεπτόμενοι άνθρωποι.
- Ας ανοίξομε λοιπόν το λεξικό. Τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «αλαζόνας»;
- Αλαζόνας είναι ο υπερόπτης, αυτός ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους και συμπεριφέρεται ανάλογα. Ας δούμε τον αλαζόνα από κοντά. Ας τον αναλύσουμε. Έχουμε ένα άτομο που πιστεύει πως ολόκληρο το σύμπαν δημιουργήθηκε για τον ίδιο και το είδος του.
Το χαρακτηρίζει μια έπαρση, μια οίηση και μια ιδιοκτησιακή αντίληψη για το κράτος και την εξουσία. Ο σύγχρονος Μέτερνιχ διακηρύσσει με κάθε τρόπο πως «το κράτος είμαι εγώ».
Είναι αδύνατον να αντισταθεί στα μεγαλεία! Τι τελετές, τι χειροκροτήματα, τι κολακείες, τι πολυτέλεια! Μοιάζουν τόσο ατελείωτα τα πελάγη της ευτυχίας, που όταν έρθει η στιγμή που ο Αρτεμίδωρος θα φτάσει και θα δώσει το σήμα «Πρόσεξε!», εκείνος δεν θα του δώσει σημασία. Θα είναι απασχολημένος με τα όσα ενδιαφέροντα συντελούνται γύρω του και δεν θα δώσει σημασία στην ειδοποίηση του Αρτεμιδώρου και αυτό θα είναι μοιραίο. Η έπαρση του Καίσαρα και η κομβική παρέμβαση του Αρτεμιδώρου την κρίσιμη στιγμή είναι συγκλονιστικά διδακτικές. Ο Καίσαρ θα αγνοήσει την προειδοποίηση του Αρτεμιδώρου και θα το πληρώσει ακριβά.
Να λοιπόν το αναπότρεπτο φινάλε, όπως το περιγράφει ο Αλεξανδρινός:
«Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια, έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω, εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία, αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα, είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς μη λείψεις ν’ αναβάλεις κάθε ομιλίαν ή δουλειά μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις (τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου».


                
                 ΣΑΝ ΤΟ ΔΙΟΓΕΝΗ


 Μεγαλώνουνε οι μέρες του Ιουνίου και δόστου να μεγαλώνουνε κι άλλο, έτσι που να δίνουνε στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση πως η ζωή είναι μεγάλη, ατελείωτη σαν κι αυτές. Έλα όμως που δεν είναι!
 Μέρες καυτές με τη θερμοκρασία στο σαράντα, μιας κι οι άνθρωποι αδιαφορούν εντελώς για την κλιματική αλλαγή, την έχουν αφήσει σε ελεύθερη πτώση και …αν θα το πληρώσουν τα παιδάκια μας, εμάς δεν δείχνει να μας νοιάζει και τόσο.
 -Μπήκαμε και επίσημα πια στο καλοκαίρι, είπε βαριεστημένα ο Θωμάς. Ξεκινά και η προεκλογική εκστρατεία για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όμορφα λόγια,  βαρύγδουπες υποσχέσεις ετοιμάζονται για να σερβιριστούν στους δυστυχείς πολίτες αυτής της χώρας που μοιάζει να τα έχουν ακόμη χαμένα.
 -Θαρρώ πως αυτές οι εκλογές θα κρύβουν εκπλήξεις Θωμά. Δεν πιστεύω πως ο κόσμος τρώει κουτόχορτο.
 Νοιώθω σαν το Διογένη με το φανάρι, μέρα μεσημέρι:
-Άνθρωπο ψάχνω, άνθρωπο τίμιο και σεμνό!
 -Ο κόσμος θέλει να δει καινούργια πρόσωπα. Όχι πάλι τους ίδιους. Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται πια τους ίδιους. Δεν πρέπει να εμπιστευθεί τους ίδιους. Μια μόνο θητεία σε κάθε αξίωμα. Είναι ο μόνος τρόπος για να περιορίσομε τη διαφθορά, την έπαρση και την αλαζονεία της εξουσίας.
 - Κάθε άνθρωπος που του δώσανε εξουσία, κρύβει μέσα του έναν Ξέρξη, κρύβει την αλαζονεία. Ω, να μπορούσε λέει κι αυτός, σαν τον Ξέρξη να μαστίγωνε τη θάλασσα!
  -Η αλαζονεία, φίλε μου,  είναι εξουσιαστική συμπεριφορά. Αυτό είναι γνωστό και δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε περισσότερο. Οπότε, θα πρέπει να θεωρηθεί τουλάχιστον πλεονασμός η διατύπωση: «αλαζονεία της εξουσίας». Εκτός κι αν επιχειρείται να καθιερωθεί πως η εξουσία μπορεί και να μην είναι αλαζονική! Μην το πιστέψει κανένας αυτό. Δεν θα είναι αλήθεια!
-Η αλήθεια του αλαζόνα στηρίζεται στη δύναμη κι όχι στην άποψη. Του αρέσει να χρησιμοποιεί  την επιβολή δια της ισχύος. Ο αλαζόνας είναι συνήθως και λογάς. Προσπαθεί να εντυπωσιάσει με παχιά λόγια (αλλά κούφια από περιεχόμενο) όσους μπορούν ακόμα να αντιστέκονται στην κενότητα.
Κλεισμένος ο αλαζόνας άρχοντας στον περίγυρο που τον αποδέχεται,  (κόλακες, κόλακες, …αμέτρητοι κόλακες που ψάχνουν να αποκομίσουν κάποια οφέλη) ουσιαστικά κόβει τους δεσμούς του από κάθε τι λειτουργικό & δημιουργικό που τον περιβάλλει και που θα τον στήριζε σε δύσκολες περιστάσεις. Όταν θα ανακαλύψει πως μ' όλη αυτή τη συμπεριφορά του, έχτιζε ένα παλάτι στην άμμο, θα είναι πολύ αργά.
 -«Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για να αντέξεις την εξουσία», έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκης. Ο Έλληνας ειδικά δεν την αντέχει καθόλου την εξουσία. Από το πρώτο κιόλας λεπτό που θα πάρει αξίωμα, η αλαζονεία στρογγυλοκάθεται στην κεφαλή του και …δεν το κουνάει!   
  Νοιώθω σαν το Διογένη με το φανάρι μέρα μεσημέρι:
-Άνθρωπο ψάχνω, άνθρωπο τίμιο και σεμνό!

 Το πολιτικό σύστημα της χώρας μοιάζει αποτυχημένο και απαξιωμένο. Θέλομε νέους, σεμνούς, γνήσιους, άσπιλους και αμόλυντους ανθρώπους. Αν υπάρχουν, ας μη διστάσουν να βγούνε στο φως! 




                ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

  Με τις πρώτες αναπνοές του Ιούλη, πάντα κάτι μεγάλο συντελείται μέσα μου. Κάτι που – όπως λέει και ο ποιητής - σχίζει τη θολή γραμμή των οριζόντων και φέρνει τη γη πιο κοντά στον ουρανό. Κοντολογίς, συμβαίνει μέσα μου κάτι μεγάλο.
 Τα ίδια και φέτος. Τρέχω λοιπόν κι εγώ χωρίς δισταγμό κι επιβιβάζομαι στο Ιστιοφόρο της Φυγής. Ο καπετάνιος με περίμενε.
 -Άφησε τις μαγείες Μανόλη (με αποπήρε), και προσγειώσου στην πραγματικότητα. Εδώ η χώρα σείεται συθέμελα από κρίσεις και σκάνδαλα κι εσύ λες πως γοητεύεσαι από τον Ιούλιο μήνα;  
 -Βάζω στοίχημα – είπα δαγκάνοντας ένα λεμόνι - πως καθώς δαγκάνω αυτό το λεμόνι αποδεσμεύονται τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του. Ο ήλιος θα αναζωογονήσει τα φυτά κι ένα φύλλωμα λέξεων θα με ντύσει. Κοντολογίς, να, αυτό είναι η ποίηση!
 -Μα τι λες τώρα, ποιήματα απαγγέλλεις Μανόλη; Προσγειώσου και κατάλαβε πως ο ήλιος είναι απλά ένας  ισχυρός αντιδραστήρας που ακτινοβολεί, ή για να το πω αλλιώς, στέλνει ασύλληπτες ποσότητες φωτονίων, σωματιδίων και κυμάτων με τεράστιες ταχύτητες προς όλες τις κατευθύνσεις, είπε ο καπετάνιος του ιστιοφόρου με αυστηρό ύφος.
 Κατάλαβέ το, συνέχισε ο καπετάνιος. Μέσα εδώ, μόνο εγώ κάνω κουμάντο, όχι ο Καββαδίας μήτε κανένας άλλος. Εγώ επιβάλλω τους όρους του παιχνιδιού. Δεν μπορεί ο καθένας να λέει τα δικά του!
  Όμως εγώ, ο Μανόλης, δυστυχώς διαφωνούσα!
  -Όχι δεν συμφωνώ, δεν πρόκειται για ένα απλό φυσικό φαινόμενο, επέμεινα πεισματικά. Δεν ερμηνεύονται όλα με τη φυσική, με φυσικούς νόμους και  μαθηματικούς τύπους. Αυτό το γιγάντιο ουράνιο σώμα που ο άνθρωπος αντικρίζει για χιλιετίες συνεχώς από την πρώτη ύπαρξή του στη γη, αυτός ο ήλιος έχει αποχτήσει πια άλλες σημασίες, συμβολικές, υπερβατικές, συνειρμικές και αυτόνομες.
 Καπετάνιε και φίλε μου, αντί να με κοιτάζεις με δυσπιστία, κάνε ένα πείραμα. Διάλεξε ένα οποιοδήποτε πρωινό του Ιούλη, ντύσου ελληνικά, (μ’ ένα  κομπολόι στο χέρι και ξεμπετουριασμένος οπωσδήποτε) και κατέβα στο λιμάνι.
 Η ώρα είναι ας πούμε οχτώ. Μπροστά σου θα ξεδιπλωθεί μια πλημμυρίδα φωτός αμείλικτου, που καταιονίζεται συνειρμικά πάνω απ’ τη μικρή πολιτεία.
 Προσήλωσε μετά όλες τις αισθήσεις σου στα σπιτάκια της παλιάς πόλης, στα καΐκια, στις βάρκες που λικνίζονται νωχελικά στα νερά. Προσηλώσου στα αστραφτερά βότσαλα εκεί στην ακροθαλασσιά και αναφώνησε:
  «Α, εσείς ευτυχισμένοι ψαράδες, οι ηλιοκαμένοι και ανυποψίαστοι, οι ταπεινοί και θεόρατοι, εσείς που ζείτε αυτή την άσπιλη ζωή μπροστά στη γαλανή απεραντοσύνη, μπροστά στην αεικίνητη θάλασσα! Δεν ξέρω τίποτα πιο αληθινό στον κόσμο από εσάς!»
  Ο καπετάνιος με κοίταζε έκπληκτος καθώς χειρονομούσα. Συνειδητοποίησα πως στεκόμουν όρθιος στην πλώρη και κραύγαζα.
   Η αίσθηση πως βρισκόμουν πάνω στο ιστιοφόρο καταμεσής στο Αιγαίο με συγκλόνιζε.
 Ο συνοφρυωμένος καπετάνιος δεν με λυγούσε. Τίποτα δεν θα με λυγούσε.  Ένας ήλιος από πάνω μου βασανιστικός, συγκεντρωτικός, σχεδόν μεθυσμένος μεσουρανούσε. Σωστός ελληνικός θεός ήταν αυτός ο ήλιος, με εξουσία στους τέσσερις ανέμους, στις τρεις χάριτες και στις εννέα μούσες.
 Το ιστιοφόρο συνεχίζει να σχίζει τη θάλασσα. Όλα λικνίζονται ανάμεσα στ’ αφρισμένα κύματα, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Ένα  γλαρόνι μας ακολουθεί και μας γνέφει. Μαλλιά και πουκάμισο ανεμίζουν ελεύθερα. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Είμαι ένας άνθρωπος άλλος, ένας θαλασσοπόρος που ψάχνει τη Νέα Γη του με απελπισία. Είμαι (όπως ακριβώς κι εσείς) ένας Οδυσσέας που γυρεύει την Ιθάκη του. 
  Ο ήλιος συνεχίζει ακούραστος να σαρώνει τα καταστρώματα.
  -Μη φοβηθείς, μη μετανιώνεις, μη γυρίζεις πίσω. Όρτσα τα πανιά! Ακούσθηκε παράφορη η φωνή του καπετάνιου που στα μάτια μου δεν ήταν πια καπετάνιος. Είχε γίνει τώρα ο Ποσειδώνας, ο Νεφελοσυνάχτης Δίας, ένας Αρχάγγελος.





                   ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ 

 Πιστεύω πως είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά νοιώθω μέσα μου να συμβαίνει κάτι παράξενο: Έχω πολλούς πατέρες, πολλές μητέρες, πολλές αδερφές και πολλούς αδερφούς. Οι αδελφοί μου είναι μαύροι κι οι μητέρες μου κίτρινες, σκούρες. Φασκομηλιά και ματζουράνα, λουίζα και βασιλικό, μαζεύουνε στα όρη οι αδελφές μου. Είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων και ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί, και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη.
  Έχω χιλιάδες φίλους απ’ όλη τη γη. Τα βιβλία είναι οι φίλοι μου. Έχω εκατομμύρια γνωστούς και γείτονες, οι γείτονές μου είναι οι λέξεις. Μου λένε καλημέρα το πρωί και με καληνυχτίζουν το βραδάκι. Κατηφορίζομε πρωί στην αμμουδιά, στις αμμουδιές του Ομήρου.
 Μην χορεύεις τόσο γρήγορα. Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα. Η μουσική είναι αυταπάτη. Η σιωπή είναι η αλήθεια η πιο μεγάλη της ζωής. Καλύτερα να μη βιαστείς να φτάσεις. Το Θαύμα είναι το ταξίδι στην Ιθάκη, με τα πολλά μυρωδικά, τα ντέφια, τα τραγούδια.
  Ψάχνω καθημερινά. Ψάχνω να βρω την ψυχή μου. Ποιος είμαι; Που πάω; Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί ακόμη και στην κόλαση να βλέπει έναν παράδεισο.
  Θυμούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που η οδός Αρκαδίου είχε λίγα αυτοκίνητα, πολλές μητέρες, πολλά παιδιά. Η Αρκαδίου, η Τσουδερών, η Εθνικής Αντιστάσεως, η ψυχικής Αντιστάσεως. Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών. Καθόμουν στο μπαλκόνι και προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, τα μελλούμενα. Ύστερα θυμούμαι πως έτρεχα. Όσο κι αν τρέχεις μη γελιέσαι, τη ζωή δεν μπορείς να την προφτάσεις. Εκεί που νομίζεις πως τα κατάφερες εκείνη πάντα προσπερνά.
  Δεν παραιτούμαι όμως, μουρμουρίζω με πείσμα. Τα ωραία πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά, είναι στερημένα. Ακόμη και με τα ευτελέστερα υλικά,  εγώ πάντα, με πείσμα θα σκαρώνω ποιήματα!



           ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ
                                            
  Είμαι ένας απλός οδηγός λεωφορείου. Είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά μου και δε ζήτησα ποτέ κάτι περισσότερο. Ούτε χρειάστηκε να παρακαλέσω κανέναν  για διορισμό, μονιμοποίηση και τέτοια. Ούτε γουστάρω να παρακαλέσω για «μετεγγραφή» του κανακάρη μας στο πανεπιστήμιο, κι ας λέει η γυναίκα μου.
  Μ’ αρέσει η δουλειά μου, κι ας είναι το λεωφορείο μου παλιό και ντεμοντέ.
Μ’ αρέσει που οι επιβάτες μπαίνουν μέσα, κι εμπιστεύονται τη ζωή τους στα χέρια μου. Εγώ σέβομαι τη ζωή των επιβατών μου. Τα δίνω όλα για την ασφάλειά τους. Σφίγγεται η καρδιά μου καθώς σκέφτομαι τα παιδιά που χάθηκαν σ’ εκείνο το λεωφορείο, στο πέταλο του Μαλιακού. (Νταλικέρηδες όλης της Ελλάδας, έλεος! Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά, με γκάζια και με μαγκιά δεν πάμε στην Ευρώπη). Μαθητές όλης της Ελλάδας, ενωθείτε ενάντια στα συμφέροντα, γιατί περί αυτών πρόκειται. Δεν είμαι εντελώς βέβαιος πως θα νικήσετε, αλλά αξίζει ο αγώνας.
  Έβαλα στο εσωτερικό του λεωφορείου μου την επιγραφή που βάζανε παλιά
                      «ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ».
  Εκτός από τους λόγους ασφαλείας, εγώ θέλω να μ’ αφήνουν απερίσπαστο και  βυθισμένο στον κόσμο μου, στις σκέψεις μου, στους συνειρμούς μου!  Παρατηρώ –καθώς οδηγώ- τους πεζούς στο δρόμο, στις διαβάσεις, στη στάση, αυτούς που μπαίνουν στο λεωφορείο. Οι μητέρες με τα παιδιά, οι νέες και οι νέοι, οι μαθητές, οι ηλικιωμένοι, τα ζευγάρια. Παρατηρώ τις κινήσεις, τη συμπεριφορά, τις αντιδράσεις τους. Σχεδόν μπορώ να μαντέψω που πάνε, από πού έρχονται, τι γεγονότα προηγήθηκαν.   Παρατηρώ τις συζητήσεις των επιβατών. Απ’ τα λεγόμενα μαντεύω τους χαρακτήρες τους, ακόμη και τις πολιτικές πεποιθήσεις τους. Αυτό με συναρπάζει. Αισθάνομαι σαν ένας επαγγελματίας ψυχολόγος ή μάλλον ένας ψυχολόγος-οδηγός. Πρωτότυπο, ε;
  Το λεωφορείο μου είναι …πολλαπλών χρήσεων. Μπορώ μ’ αυτό να ταξιδεύω στο χρόνο και στη φαντασία. Εκτός από τα συνηθισμένα καθημερινά του δρομολόγια, μπορεί άριστα να κάνει διαδρομές στ’ όνειρο και στη φαντασία. Να ζει κανείς και λίγο με τη φαντασία του, να ονειρεύεται, ή να κάνει μια βουτιά στο παρελθόν, στις αναμνήσεις, δεν το θεωρώ περιττό ούτε ανόητο. Η φαντασία συμπληρώνει τη ζωή και είναι κάτι σαν δικλείδα ασφαλιστική. Μας γλιτώνει από την υπερχείλιση ή την έκρηξη, έτσι μου φαίνεται εμένα, παρ’ όλο που, επαναλαμβάνω, είμαι ένας απλός οδηγός λεωφορείου…
 Έτσι λοιπόν, μερικές φορές το λεωφορείο εκτελεί χρέη υπερπόντιου οχήματος και με ταξιδεύει σε φανταστικά μέρη εξωτικά, στο Μαδράς, τη Σιγκαπούρη τ’ Αλγέρι, τη Μπατάβια, στα ίδια εκείνα μέρη που συνήθιζε να ταξιδεύει ο μέγας ποιητής  Νίκος Καββαδίας. Άλλοτε πάλι ταξιδεύω με τη φαντασία μου σε χώρες που υποφέρουν, να σαν το Ιράκ ας πούμε. Αυτό το κάνω σαν φόρο τιμής από ένα απλό άνθρωπο προς ένα  λαό που ζει στη δυστυχία και στην εξαθλίωση.
  «Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά, και να’ χεις των αναχωρήσεων τη μανία…» έγραψε ο ίδιος ποιητής. Βρίσκω πως μου ταιριάζει εμένα αυτό. Γι αυτό μ’ αρέσει η δουλειά μου. Αναχωρήσεις, αφίξεις, δρομολόγια, ταξίδια  συνεχώς, το λεωφορείο γεμάτο με μαθητές, με χαρούμενες φωνές, πάντα με σεβασμό στη ζωή του επιβάτη. Η ζωή είναι ωραία! 



          
               ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

 Βγήκε έξω ζητώντας να δει λιγάκι πολιτεία καθώς την έλουζε το φεγγάρι. Ένοιωθε κάπως σαν η πόλη να του χαμογελούσε! Ακουγόταν απίστευτο, και όμως η πόλη χαμογελούσε. Σα μια γυναίκα τυλιγμένη σε ένα μαύρο στενό φόρεμα, να διαγράφη τις καμπύλες της, γελώντας με ένα καμπανιστό – τραγουδιστό γέλιο στο μισοσκόταδο.
 Χειμώνας και κρύο. Καιρός για δύο. Κι εμείς οι δύο, στο δρόμο μαζί, εγώ και η πόλη, πιασμένοι χέρι –χέρι, έτοιμοι για έναν περίπατο, έτοιμοι για ένα μπουκάλι κρασί βενετσιάνικο, ίδιο μ’ αυτό που πρόσφεραν οι αιώνες στην Κρήτη να πίνει, να ζαλίζεται κι εκείνοι να βρίσκουν ευκαιρία να τη σκλαβώνουν.
 -Καλησπέρα. Πως είσαι απόψε; Φαίνεσαι αλήθεια τόσο όμορφη. Θέλεις να πάμε μια βόλτα μαζί; Θα καθίσουμε πρώτα στο ταβερνάκι, εκείνο που σ’ αρέσει, με τη σοφιστικέ διακόσμηση και την απαλή μουσική. Να, κοίτα, η πόρτα του είναι ανοιχτή, γεμάτη υποσχέσεις. Το κρασί θα βοηθήσει το νου να ταξιδέψει, κι έτσι το όνειρο θ’ ανθίσει. Σιγά- σιγά αρχινάει κανείς να διηγάται και να φλέγεται απ’ της διήγησης την έξαψη. Του κάθε ανθρώπου, πως του αρέσει να διηγάται στον άλλο!  Να βγάνει από τα μέσα του τα βάρη τα κρυμμένα και να τα μοιράζεται με τους άλλους ανθρώπους. Μυστήριο κι αυτό, ανεξήγητο και μέγα. Μπορείς, για παράδειγμα, να φας ολομόναχος; Δύσκολο! Δεν κατεβαίνουν οι μπουκιές. Ούτε το κρασί, ούτε η ρακή κατεβαίνει σαν είσαι μοναχός. Έλα λοιπόν να πάμε μια βόλτα μαζί!
 Χωρίς δισταγμό εκείνη δέχτηκε. Ντυμένη με το μαύρο της φόρεμα ήτανε τόσο όμορφη όσο και μελαγχολική.
 Όμορφη και μελαγχολική πολιτεία. Άραγε είναι έτσι, στ’ αλήθεια μελαγχολική, ή εγώ ήθελα να τη βλέπω έτσι μέσα απ’ τη γκρίζα, αρρωστημένη μου κατάθλιψη;
 -Λίγο κρασί ακόμα, ρώτησα. Μόλις που ακούστηκε ένα «ναι, ευχαριστώ» ανάμεσα στις νότες του Τσιτσάνη.
 Μιλούσα χαμηλόφωνα, όσο μπορούσα πιο ευγενικά, προσπαθώντας να σεβαστώ το κλίμα που εκείνη ήθελε να επιβάλλει. Σιγά – σιγά οι μονολεκτικές απαντήσεις της έγιναν μονόλογος εξομολογητικός και μεθυστικός συγχρόνως.
 -«…Ώ του Χορτάτζη ας ήβριχνα την ξεχασμένη μπέννα, να ξετυλιγαδιάσω σε παντέρμο Ρέθεμνό μας.…».  η γυναίκα μουρμούρισε σαν υπνωτισμένη.  Κι ύστερα πάλι:
 - Βλέπεις; Τη νύχτα, τα πιο τρελά μας όνειρα ανθίζουν, γίνονται κήποι σιωπηλοί  κι αναπάντεχοι…
 Αφήνοντας τον εαυτό μου να γλιστρήσει αργά μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα, άφησα την απάντηση σαν τραγούδι ελεύθερα να βγει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες:
 -Πενήντα χρόνια σε βλέπω και δε σε χορταίνω κυματογέννητη, της ασχημιάς νικήτρα, ωραία και ταπεινή. Πενήντα χρόνια αφήνομαι τριγύρω και μέσα στα σπλάγχνα σου, να κάνω το γύρο του θανάτου. Κοίταξέ με. Από τα μάτια σου θα καταλάβω αν στ’ αλήθεια μ’ αγαπάς.  



                  ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ, Ο  ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ

  Το όνομά μου είναι Μιχάλης. Οι φίλοι μου με φωνάζουνε Μιχαλάκη, ίσως διότι  είμαι συνεσταλμένος, λιγόλογος, κλεισμένος στον εαυτό μου.                                         
  Γιατί να είμαι έτσι άραγε; Θα σας πω! Διότι, κυρίες και κύριοι, εγώ νοιώθω ανασφάλεια. Είναι μια ανασφάλεια πολυδιάστατη - πολιτική, κοινωνική, οικονομική, οικολογική. Η αβεβαιότητα και ο φόβος κυριαρχούν στη ζωή μου. Έχω την  αίσθηση πως γεννήθηκα σ' ένα κόσμο ραγισμένο, που μπάζει από παντού. Λένε πως το αίσθημα της ανασφάλειας συνήθως έχει καταβολές στην παιδική ηλικία, μα εγώ πιστεύω πως για την ανασφάλειά μου φταίει η πολιτεία, το κράτος, το «σύστημα».
   Μήπως έχω άδικο; Για να δούμε! Το τηλέφωνό μου πιθανώς παρακολουθείται, όπως και το δικό σας τηλέφωνο, όπως και όλων άλλωστε. Ένα αόρατο ηλεκτρονικό δίχτυ μοιάζει να μας αγκαλιάζει όλους και να μας ελέγχει κάθε δευτερόλεπτο. Δεν ωφελεί να κλειδώνω την πόρτα μου. Το αόρατο δίχτυ εισχωρεί στο σπίτι μου, στο δωμάτιό μου, στην προσωπική μου ζωή.   
  Τις νύχτες ξυπνώ και πετάγομαι απ’ τον ύπνο, αλαφιασμένος. Σμήνη από κύκνους και άλλα πτηνά πετούνε κατά πάνω μου απειλητικά.
  -Τρέξε Μιχαλάκη, κράζουν, τρέξε να σωθείς! Δεν θέλω πια ούτε ν’ ακούω για τη  «Λίμνη των Κύκνων».Τι κρίμα για τα καημένα τα περήφανα πουλιά, να γίνονται σήμερα σύμβολα θανάτου!
  Με πιάνει κατάθλιψη για την ποιότητα ζωής που μου παρέχει ο δήμος μου, η άναρχη τσιμεντένια πολιτεία που ζω. Φτιάξτε κανένα πεζοδρόμιο βρε παιδιά για να περπατάμε, κανένα πάρκο να αναπνέομε, κάπως πιο φτηνούτσικο το νεράκι…Έλεος! 
  Φοβούμαι για το μέλλον. Φοβούμαι πως η σύνταξη που πρόκειται να πάρω θα είναι συρρικνωμένη, κουτσουρεμένη. Ανησυχώ για την ιατρική περίθαλψη που θα έχω από την πολιτεία όταν θα προχωρήσει η ηλικία μου. Πώς να μη νοιώθω ανασφάλεια;
  Ανησυχώ για την ανεργία, για το ασφαλιστικό, την ακρίβεια, την κερδοσκοπία. Αγωνιώ γιατί βλέπω το ρατσισμό να απλώνεται ύπουλα μεταξύ των ανθρώπων. Ανησυχώ γιατί οι κοινωνίες δεν αναπτύσσονται ανθρωποκεντρικά αλλά οικονομοκεντρικά. Γιατί το χρήμα τείνει να γίνει το κέντρο και το μέτρο της ανθρώπινης ζωής με ανυπολόγιστες  αρνητικές συνέπειες για το μέσο άνθρωπο.
  Έχω διαβάσει αρκετή θεωρία, βιβλία πολλά και διάφορα. Η ανασφάλεια πηγάζει λέει από την κρίση του διεθνούς συστήματος, από την υπανάπτυξη και τη φτώχεια, από τους εξοπλισμούς, από τις μεγάλες ανισότητες που αναπαράγονται και διευρύνονται εξ αιτίας της παγκοσμιοποίησης. Η ανασφάλεια αυτή, τους χρειάζεται. Είναι λέει το αίσθημα ανασφάλειας του πολίτη απαραίτητο στοιχείο για την αποδοτική λειτουργία του συστήματος. Είναι απαραίτητη η ανασφάλεια στο σύστημα για την όξυνση του ανταγωνισμού, για την υπονόμευση κάθε διεκδίκησης! Για να αναγκάζεσαι να προσκυνάς την εξουσία. Επίτηδες μας κρατούν σε αβεβαιότητα και ανασφάλεια για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους.
  Πάντως εγώ – μη με βλέπετε έτσι - έχω διαβάσει αρκετά. Ας μη με λογαριάζουνε. Ας είμαι η τελευταία ροδέλα στην καλογυαλισμένη μηχανή τους.
 Κι όμως! Δεν έχω σκοπό να παραδώσω τα όπλα! Ο Μιχαλάκης πρέπει να γίνει Μιχάλης. Υπόσχομαι στον εαυτό μου να είμαι προσεκτικός. Να διαβάζω περισσότερο.  Να αγαπήσω την Τέχνη. Να ανεβάσω την ποιότητα της ζωής μου. Να  σκεφθώ πολύ καλά που θα δώσω την ψήφο μου. Δυναμωμένος έτσι με θεωρία και μελέτη και με το πνεύμα μου το ασκητικό, θα καταφέρω να βρω το δρόμο για να ζήσω με αξιοπρέπεια στο ραγισμένο αυτό κόσμο, και στην πολιτεία που αγαπώ.   



ΜΝΗΜΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ

 Βιώνομε όλοι τον σημερινό κόσμο σαν έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η εικόνα. Τεράστιες εικόνες, έγχρωμες, πανοραμικές και τρισδιάστατες. Αφίσες, πανώ, τηλεόραση, ακόμη και οι πηχιαίοι τίτλοι των εφημερίδων. Η γιγαντοποίηση του ασήμαντου. Καταιγισμός εικόνων, οι οποίες είναι μεν ευχάριστες και εύπεπτες αλλά αφήνουν τη φαντασία μας ατροφική. Η τόση εικόνα μας έχει κουράσει. Η συγκίνηση του μικρού και του καθημερινού έχει ξεχαστεί.
  Το ραδιόφωνο είναι κάτι άλλο. Ανοίγεις το ραδιόφωνο και κλείνεις τα μάτια. Έτσι βλέπεις καλύτερα και καθαρότερα. Έτσι το ταξίδι κάθε στιγμή μπορεί να αρχίσει. Η μουσική γίνεται μια συντρόφισσα μυστηριακή και γοητευτική που δίνει νόημα και διάσταση καινούργια. Ήχος-Μουσική-Ραδιόφωνο:  Μια τρόικα συναισθημάτων. Μια λίμνη όπου μπορούσες να βυθίζεσαι καθημερινά, ιδίως τη νύχτα. Το Ραδιόφωνο  χρησιμοποιώντας τον ήχο δημιουργεί εικόνα. Το ραδιόφωνο δεν βλέπει τίποτα αλλά τα εμφανίζει όλα. Ένα μαγικό παραμύθι της γιαγιάς, ο σοφός της παλιάς εποχής που συμβουλεύει αγγίζοντας την δική μας καρδιά και τον δικό μας ψυχικό κόσμο.
 Το  έχω διατηρημένο και φυλαγμένο προσεκτικά, έτσι που να το έχω καθημερινά μέσα στο άμεσο οπτικό μου πεδίο. Είναι - με πρώτη ματιά - ένα απλό ξύλινο κουτί, μα περιέχει στο εσωτερικό του χιλιάδες αναμνήσεις, μυριάδες όνειρα και το μισό συναισθηματικό μου κόσμο. Είναι το παλιό ξύλινο ραδιόφωνο του πατέρα μου!
  Πάνω σ’ αυτό δοκίμασα κι αισθάνθηκα το δέος του “κουτιού που μιλάει”. Όταν καθόμουν μπροστά του και ακουμπούσα το κουμπί, ένας πολύχρωμος μυστηριακός κόσμος άνοιγε και με έπαιρνε μέσα του. Νότες και μελωδίες αναπότρεπτες πλημμύριζαν το δωμάτιο και εικόνες ανεπίτρεπτες ή αναπότρεπτες εισέβαλλαν στη φαντασία μου.
 RCA, έγραφε η μάρκα με καλλιγραφικά εγγλέζικα γράμματα.
-RCA, αμερικάνικο μοιάζει, μουρμούριζα.
Μα στο βάθος εμένα δεν μ΄ ένοιαζε η προέλευση. Το ζητούμενο για μένα ήταν η μαγεία!
 Ευγνωμονούσα τον  Guglielmo Marconi  ο οποίος το 1895 κατόρθωσε να μεταδώσει ηχητικά σήματα μορς διαμέσου ερτζιανών κυμάτων και αργότερα κατάφερε να κατασκευάσει μια συσκευή που έστελνε και δεχόταν σήματα από απόσταση τεσσάρων μιλίων. Συμφωνούσα με τον Νίτσε που είπε πως "χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα."
  Ειδικά το βράδυ, η ακρόαση του ραδιοφώνου ήταν για μένα μία εμπειρία ξεχωριστή. Το «Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας». Το Δεύτερο Πρόγραμμα. Η μαγευτική, υγρή, ταξιδιάρικη φωνή της Τόνιας Καράλη μέσα στην υγρή νύχτα.
 Δεν είναι ότι έπαιζε πάντα καλή μουσική, είναι ότι οι παραγωγοί προσπαθούσαν -και συνήθως πετύχαιναν - να δημιουργήσουν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Η μαγεία ξεκινούσε ήδη από τους υπέροχους τίτλους των εκπομπών που συχνά ήταν εμπνευσμένοι από βιβλία, ποιήματα, ταινίες κλπ.: «Τρυφερή είναι η νύχτα», «Πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα», «Σιγά – σιγά πάνε τ’ άστρα να πλαγιάσουν», «Μπα, πήγε κιόλας δώδεκα;», «Μουσικές εξαίσιες ενός αόρατου θιάσου».
Από τα ελάχιστα πράγματα που διατηρώ με συγκίνηση είναι το παλιό ξύλινο ραδιόφωνο του πατέρα μου! Εξακολουθεί να μου κάνει παρέα διακριτικά, ακόμη και σήμερα.


                         ΜΟΝΑΞΙΑ

  Οδηγούσε το αυτοκίνητο με τα τζάμια κλειστά, για ν’ αποφύγει το καυσαέριο και το θόρυβο. Η μουσική στη διαπασών.  Επικοινωνούσε με το «κινητό» τηλέφωνο σχεδόν συνεχώς, για να «είναι σε επαφή» όπως ακριβώς επιμένει η διαφήμιση. Είχε βαλθεί να μεταφέρει με το κινητό όσο το δυνατόν περισσότερες (πλην όμως άχρηστες) πληροφορίες σε όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους. Πληκτρολογούσε με απίστευτη ταχύτητα δεκάδες μηνύματα προς αντίστοιχους αποδέκτες, οι οποίοι με τη σειρά τους πάλι απαντούσαν, δίνοντας ενδιαφέρον στη μονότονη καθημερινότητα, στην άχαρη ζωή της. Σκεφτόταν τα λόγια που της είπε ο πολυδιαβασμένος φίλος της:
   -Αχ Νεφέλη, η ζωή έχει δυο ελαττώματα: Πρώτον, είναι ανυπόφορη και δεύτερο, είναι πολύ σύντομη. Η φυσική συνέπεια για τον δύστυχο άνθρωπο είναι ένα αίσθημα ατελείωτης μοναξιάς. Η μοναξιά αυτή είναι η συνιστάμενη των περισσότερων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων  και των μηνυμάτων που πληκτρολογούν οι δυστυχείς συνδρομητές των εταιριών κινητής τηλεφωνίας, μόνο που δεν το συνειδητοποιούν. Έτσι τελικά φλυαρούν για ένα εκατομμύριο ασήμαντα πράγματα, προσπαθώντας να παρηγορηθούν για την αφόρητη μοναξιά και την πλήξη που νοιώθουν!
  Η Νεφέλη μόλις είχε αρχίσει να μπαίνει στο νόημα. Ούτε που άκουγε τους κρότους από το χτίσιμο, καθώς οι εταιρίες της  κινητής και σταθερής τηλεφωνίας μαζί με τις βιομηχανίες αυτοκινήτων, τηλοψίας – ΜΜΕ –σόου μπιζ - έχτιζαν γύρω της πανύψηλους  τείχους. Έτσι, τώρα πια «ανεπαισθήτως την είχαν κλείσει από τον κόσμον έξω», αφού πρώτα είχαν αδρανοποιήσει τη βούληση και την αντίστασή της με διαφημίσεις και την είχαν φορτώσει με προσφορές, κάρτες, εκπτωτικά πακέτα, δάνεια, εξωτικά ταξίδια και άλλα παρόμοια.
  Έτσι σιγά και ανεπαίσθητα είχε μπει στη ζωή της για τα καλά η μοναξιά. Η επιδερμική, επιφανειακή επικοινωνία μέσω πληκτρολογήσεων, ηλεκτρομαγνητικών πεδίων και ριάλιτυ,  είχε εκμηδενίσει κάθε ουσιαστική ανθρώπινη επαφή που φέρνει ανακούφιση στις ανθρώπινες υπάρξεις κατά τη διάρκεια του αέναου ταξιδιού τους στο αχανές σύμπαν.
  Η Νεφέλη ένοιωθε αμηχανία. Ενώ βρισκόταν σε μια συνεχή καθημερινή δραστηριότητα, τόση που σχεδόν δεν της άφηνε ελεύθερο χρόνο, εν τούτοις είχε το φευγαλέο συναίσθημα πως οι μέρες της  κυλούσαν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Της έλειπε η εσωτερική πληρότητα, η ευεξία, το νόημα της ζωής. Βαριόταν αφόρητα.
 Ένας φίλος γιατρός της είπε πως βρισκόταν στο κατώφλι της κατάθλιψης. Η σωστή λέξη ήταν «στο κατώφλι της μοναξιάς». Το ήξερε καλά η Νεφέλη, κι ας φοβόταν τόσο αυτή τη λέξη. Ποιος δεν τη φοβάται άλλωστε.
  Η Νεφέλη έκλεισε το κινητό της τηλέφωνο. Ένοιωθε ένα κόμπο στο λαιμό και βγήκε έξω να πάρει αέρα. Ήθελε να σκεφτεί Περπατώντας μονολογούσε:
  -Δεν αντιτάχθηκα ποτέ στην τεχνολογική πρόοδο. Ο κόσμος προχωρεί. Αλλά μέχρι ένα όριο. Τάσσομαι υπέρ της επαγρύπνησης, υπέρ της λογικής χρήσης της τεχνολογίας.  Όχι στην τεχνολογία που φέρνει τον άνθρωπο πέρα από τα όριά του. Όχι τεχνολογία για την τεχνολογία. Προσοχή στην απότομη τεχνολογική πρόοδο που δεν αφομοιώνεται. Την ανθρώπινη ψυχή δεν θα την κατανοήσει ποτέ κανένα κομπιούτερ. Ούτε τη μοναξιά άλλωστε.
  Η Νεφέλη περπατούσε αργά στον έρημο δρόμο. Ανάσαινε βαθιά το νυχτερινό αέρα. Η μοναξιά ήταν η μόνη απτή πραγματικότητα της ζωής της. Το μόνο συναίσθημα που ψαχούλευε ζωντανό μέσα της.  Ήθελε να φωνάξει «βοήθεια» με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.
  Το κινητό χτύπησε επίμονα. Από την άλλη άκρη της γραμμής η βαριεστημένη φωνή κάποιας φίλης ρωτούσε:
  -Πάμε για …καφέ;



                   Ο αρθρογράφος επανέρχεται
-Δηλαδή κύριε εξηγήστε μου, τι σημαίνει «δεν μου κάνει κέφι πλέον να γράφω άρθρα»; Ποιος μπορεί σήμερα να μιλάει για κέφι; Έχετε το δικαίωμα να τα παρατάτε αυτή τη στιγμή; Νομίζετε ότι μπορείτε έτσι απλά να εγκαταλείπετε τον κόσμο που σας διαβάζει και σας εμπιστεύεται; Κάνατε τον κόπο να σκεφθείτε ότι από εσάς, τους μικρούς και άσημους αρθρογράφους περιμένει ο κόσμος να διαμορφώσει αντίληψη και άποψη, μιας και κατά βάθος δεν εμπιστεύεται πλέον τους πολιτικούς;  Πως, έτσι ξαφνικά αποχωρείτε από τη σκηνή και κλείνεστε στο καβούκι σας; Δεν το βλέπετε ότι αφήνετε πίσω σας ένα μεγάλο κενό, το κενό του μικρού και άσημου αρθρογράφου;
  Ο Θωμάς είχε πάρει φόρα, δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει.
 -Από πού να πιαστεί ο αναγνώστης σας, ο αναγνώστης της τοπικής εφημερίδας αν κι εσείς σιωπήσετε, αν εξαφανισθείτε μέσα στο πνευματικό σκότος που θα ακολουθήσει μοιραία το σκότος το οικονομικό; Μήπως φοβάστε να μιλήσετε; Μα αφού έχομε δημοκρατία και ελευθερία του λόγου κατοχυρωμένη από το σύνταγμα!
-Όχι, ….όχι δεν ….φοβάμαι, μάσησα τα λόγια μου με αμηχανία. Δεν πρόκειται γι αυτό. Να σου ….εξηγήσω.
 -Μίλησε λοιπόν και πές μου: Που είναι τα «ανεπίτρεπτα και αναπότρεπτα»; Που είναι οι «δύσκολοι καιροί για ποιητές»; Πως έτσι απλά τραβάτε μια γραμμή και βάζετε «τέλος»; Κι όλος αυτός ο κόσμος που μάταια ψάχνει στην εφημερίδα για να βρει την στήλη τη γνωστή;
 Ο Θωμάς με κοίταζε με τα ατελείωτα μάτια του, ώσπου στο τέλος με λυπήθηκε και κηρύσσοντας ανακωχή έφερε το καραφάκι με  ρακή, μαζί κι ελιές και παξιμάδι, έκοψε και τη ντομάτα σε μικρές φέτες και κάθισε δίπλα μου.
 -Το παξιμάδι το ζυμώνω αμοναχός μου με τον τρόπο τον παλιό, τον παραδοσιακό, μου τον έμαθε ο πατέρας μου, είπε μαλακά καλοπιάνοντάς με. Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός και γνωστικός κρητικός αγρότης που σεβόταν την παράδοση. Ήξερε να ζυμώνει κι από κείνον έμαθα κι εγώ.
-Δεν έχω όρεξη. Άστο.
-Δοκίμασε, με πρόσταξε ο Θωμάς.
Το παξιμάδι ήταν γλυκό σαν Ανάσταση. Οι ελιές με την ντομάτα συνθέτανε το τέλειο ζευγάρι. Οι απλές μονοσήμαντες γεύσεις του χωριού ήταν δεμένες με τις παιδικές μας αναμνήσεις. Σε λίγο οι αντιρρήσεις μου είχαν καμφθεί και το καραφάκι με τη ρακή κόντευε ν’ αδειάσει.
 Ο Θωμάς τελικά αποφάσισε να φύγει κι εγώ απόμεινα μόνος. Ο αναστεναγμός της ανακούφισης δεν με ανακούφιζε πραγματικά. Είχα μείνει ολομόναχος απέναντι από τον εαυτό μου που εκείνος με τη σειρά του μου ετοίμαζε τώρα επίθεση, εφ’ όλης της ύλης καθώς λένε.
-Λάκισες, δείλιασες, κουράστηκες. Κρίμα τις ιδεολογίες, τα ρητά, τ’ αποφθέγματα…. Όλα κορώνες ήταν και φανφάρες;
-Φτάνει βρε παιδιά,  μην βαράτε άλλο, παραδίδομαι! Υποχωρώ, υποτάσσομαι, θα επανέλθω στην αρθρογραφία. Δεν θα φυγομαχήσω στο εξής.
 Υποτάχθηκα στη μοίρα μου και κάθισα να γράψω. Το θέμα; Ποιο άλλο; Η Κύπρος και η θύελλα με το «κούρεμα» των καταθέσεων που προσπαθούν να της επιβάλλουν, κι εκείνη προσπαθεί μόνη - κατάμονη να το αντιπαλέψει για να σώσει ότι μπορέσει από την οικονομία της.
Εγώ όμως – που δεν μ’ αρέσουν οι κραυγές και οι κορώνες - λέω να προβάλλω κάτι άλλο, που ίσως σε κάποιους να φανεί «κουφό»: Καλά με το «κούρεμα» των καταθέσεων. Το κούρεμα της «μνήμης» στο οποίο συνεχόμενα μας υποβάλλουν εδώ στην Ελλάδα ποιος το σκέφτεται; Το κούρεμα της μνήμης, και της γλώσσας μας ποιος το μετράει; Μήπως η μνήμη και η γλώσσα δεν είναι οι μεγαλύτερες περιουσίες μας, μεγαλύτερες κι από …καταθέσεις προθεσμιακές ακόμη; Κι όμως τη μνήμη την Ελληνική την «κουρεύουν» συνεχώς και συστηματικώτατα! Ποιος νοιάζεται;   
-Ωραίο θέμα το κουρεμα της μνήμης, ρεαλιστικό και σοκαριστικό! Πρέπει να το αναπτύξεις σε πλήρες άρθρο. Θέλω να ξαναδώ την αρθρογραφία σου στην εφημερίδα. Θέλω τα «ανεπίτρεπτα κι αναπότρεπτα» πάλι ξανά! Χωρίς αναβολή. Τώρα αμέσως!



                        Ο ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

Συνέβη ξαφνικά. Έτσι όπως συμβαίνουν τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μας. Ίσως –σκέφτηκα – να επηρεάστηκα από την …περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυστηρίου που διανθίζεται με αστυνομικές ιστορίες τύπου Σέρλοκ Χολμς, δηλαδή απαγωγές, αποδράσεις και τα παρόμοια . Κάποια στιγμή ξαφνικά αισθάνθηκα πως κάποιος με παρακολουθεί, κάποιος με κατασκοπεύει. 
 -Σε παρακολουθούν; Καλύτερα! Πολύ καλύτερα, μου είπε ο Θωμάς μόλις του το εκμυστηρεύτηκα. Από το να μη σου δίνει κανείς σημασία, καλύτερα να ενδιαφέρονται για σένα κι ας είναι και κατάσκοποι που σε παρακολουθούν. Αρκεί να μην είναι η …σέχτα των επαναστατών!
 -Όχι, έχω καλό προαίσθημα. Είναι μια ευγενική ψυχή, είναι άκακος άγγελος ο δικός μου κατάσκοπος.
 - Είσαι σίγουρος; Μήπως είναι μεταμφιεσμένος; Μήπως έχει σκοπό να σε απαγάγει; Εδώ παιδί μου, από το Δεκέμβριο στην Ελλάδα συμβαίνουν τόσα και τόσα συγκλονιστικά. Εσένα θα λυπηθούνε; Σ’ όλη την υπόλοιπη Ευρώπη οι άνθρωποι βαριούνται τη ζωή τους ενώ εμείς εδώ ζούμε συναρπαστικά, ωσάν να είμαστε σε πόλεμο: Απαγωγές,  κουκουλοφόροι, μολότωφ, αποδράσεις …
 - Μην ανησυχείς Θωμά. Εμένα ευτυχώς, με παρακολουθούν οι «καλοί». Είναι εκείνοι που παρακολουθούν τις προσπάθειες, τις σκέψεις, τα γραφτά μου. Είναι οι ψυχές που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος και συντονίζονται με τη δική μου. Είναι εκείνοι – και εκείνες – που ακούν τις φωνές της νύχτας και ριγούν με το παραμικρό σημαδάκι της άνοιξης.  
 Άκου και σώπα. Καλύτερα σώπα. Η νύχτα έχει κρυφές διαδρομές. Τα βήματά μας συχνά μας οδηγούν σ’ αυτές. Η πόρτα της ψυχής να μένει ανοιχτή τη στιγμή που στον ουρανό μεσουρανεί ο Ωρίωνας.
 Με παρακολουθείς, το ξέρω. Παρακολουθείς μία – μία τις λέξεις που θα γράψω. Να λοιπόν τι θα γράψω: «Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις. Πρέπει όμως να ελπίζεις.  Αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο». Λόγια του Ηράκλειτου ήταν αυτά, δεν ήτανε δικά μου, μα ξέρω πως θα σ’ αρέσουν. 
 Γνωρίζω τι σκέφτεσαι. Ονειρεύεσαι ξυπνητή. Λατρεύεις τη σχετικότητα και κατανοείς τη ματαιότητα. Σε αρρωσταίνουν οι ρυθμοί της ζωής, το απάνθρωπο «σύστημα». Με παρακολουθείς και στοργικά με κατασκοπεύεις. Βάζεις στο μικροσκόπιο κάθε μου λέξη. Προσέχω κάθε συλλαβή αφού ξέρω πως αυστηρά θα με κρίνεις. Μετά από σκέψη πολλή και καθώς ένα κομματάκι της καρδιάς μου παραμένει παγωμένο, ερειπωμένο κι ανήλιαγο, εγώ γράφω: «Έχομε – σαν χώρα - πέσει πολύ χαμηλά. Πρέπει να πορευτούμε προς μια καινούργια αθωότητα, ελληνική και παγκόσμια».



          ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΜΠΑΡΟΤΣΗ 

  Με θαυμασμό υποκλίνεται ο σύγχρονος άνθρωπος στο γιγάντιο πνεύμα του βενετοκρητικού λογίου Φραγκίσκου Barozzi (1537-1604), τετρακόσια ακριβώς χρόνια μετά το θάνατό του. Τιμή και δόξα στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος που έθρεψε και κράτησε στην αγκάλη του αυτή τη μεγάλη αναγεννησιακή προσωπικότητα. Ελάχιστοι γνωρίζουν κάτι γι αυτό το σπουδαίο συμπατριώτη μας.
  Ο Φρ. Barozzi γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 9 Αυγούστου 1537 αν και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια οι ρίζες της οποίας φτάνουν στο πιο μακρινό παρελθόν της Βενετίας. Υπήρξε διάσημος μαθηματικός, κοσμογράφος, γεωγράφος, φιλόσοφος και συλλέκτης. Φύση ανήσυχη και εκρηκτική, με σπάνιες ικανότητες και τόλμη, ο Barozzi αναμείχθηκε στα δημόσια πράγματα του γενέθλιου τόπου του εκπροσωπώντας κατ’ επανάληψη την κοινότητα του Ρεθύμνου ενώπιον των ανώτατων διοικητικών αρχών της Κρήτης και της Βενετίας σε κρίσιμες και για σημαντικά θέματα. Εργάστηκε με ζήλο στην προώθηση των συμφερόντων της ιδιαίτερης πατρίδας του, κερδίζοντας την εκτίμηση των κατοίκων αλλά και το φθόνο των πολιτικών του αντιπάλων.
  Είχε σχέσεις με τους σύγχρονούς του κρητικούς λογίους και ποιητές. Στην έπαυλή του στον Άγιο Κωνσταντίνο, μέσα σ’ ένα υποβλητικό περιβάλλον στολισμένο με κάθε λογής καλλιτεχνικούς και αρχαιολογικούς θησαυρούς και αρμονικά ενταγμένο στο φυσικό τοπίο, περνούσε ο Φραγκίσκος Barozzi τις πιο δημιουργικές ώρες του ασχολούμενος με τη συγγραφή, την φυσική φιλοσοφία, τα μαθηματικά, ακόμη και τις απόκρυφες επιστήμες. Τα ίχνη του υπάρχουν ακόμη εκεί. Βρέθηκα πρόσφατα μέσα σε παλαιό, άριστα αναστηλωμένο σπίτι στον Άγιο Κωνσταντίνο, το οποίο εκτιμάται ότι ίσως να αποτελεί τμήμα της έπαυλης του Barozzi.
  Ανάμεσα στα ποικίλα γεγονότα της τρικυμισμένης ζωής του περιλαμβάνεται η σύλληψη, η δίκη και καταδίκη του από την ιερά εξέταση (καλοκαίρι του 1587), ως μάγου και αποστάτη της χριστιανικής πίστης. Πλήρωσε γι αυτό χρηματική ποινή και αναγκάστηκε να αποκηρύξει δημόσια στην πλατεία του Αγίου Μάρκου τις ιδέες του, υφιστάμενος μεγάλη σωματική και ψυχική εξουθένωση.
  Ελάχιστοι συμπατριώτες μας γνωρίζουν την ύπαρξη του μεγάλου αυτού Βενετοκρητικού λογίου της Αναγέννησης, και άρα η πρόσφατη κριτική έκδοση του ανέκδοτου έργου του «Περιγραφή της Κρήτης» από τη Βικελαία  Δημοτική βιβλιοθήκη και τον καθηγητή Στέφανο Κακλαμάνη είναι πολύ καλή ευκαιρία. Ο ίδιος ο Στ. Κακλαμάνης σημειώνει: «Η ενασχόλησή μου με τον Φραγκ. Barozzi και το έργο του πηγάζει από την πεποίθηση ότι μορφές σαν κι αυτή συμβάλλουν αποφασιστικά στη βαθύτερη κατανόηση του κρητικού πολιτισμού κατά την περίοδο της Αναγέννησης, γιατί η σχέση τους με τις ιδεολογικές τάσεις και τα ιστορικά και πνευματικά γεγονότα που περιγράφουν στα κείμενά τους είναι στενότατη».

  Πάμε μια βόλτα λοιπόν στο όμορφο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος; Εκεί η ιστορία υπάρχει και ξετυλίγεται ζωντανή! Οι κάτοικοι θα μας δείξουν τη θέση «Μπουτσουνάρια» - ενάμισι χιλιόμετρο ανατολικά του χωριού - όπου κάποτε υπήρχε το ξακουστό περιβόλι και η περίφημη κρήνη του Barozzi. Ακόμη θα μας δείξουν την επιγραφή που κάποτε κοσμούσε την κρήνη αυτή. Θα προσπαθήσομε να μαντέψομε που βρισκόταν το σπίτι του μέσα στο χωριό, ενώ στο διπλανό Ζουρίδι με λίγη επιμονή θα βρούμε το οικόσημο  των Barozzi που βρίσκεται ακόμη εκεί. Η ιστορία, μας περιμένει ζωντανή στον Άγιο Κωνσταντίνο, καθώς και τo πνεύμα του μεγάλου Βενετοκρητικού, που πλανάται πάνω από τα σοκάκια του αγαπημένου του χωριού.




                            ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

  Σε κάθε καινούρια χρονιά, σε κάθε καινούρια αρχή, ταιριάζει η αισιοδοξία. Θα ήθελα λοιπόν κι εγώ να μιλήσω για την αισιοδοξία, για την ελπίδα που ξαναγεννιέται και ανθίζει. Ελπίδα για την προσωπική ζωή, ελπίδα για το μέλλον της χώρας. Πρέπει όμως να προσέξω μήπως αντί για αισιόδοξο, το μήνυμα μου βγει τελικά απαισιόδοξο και πικρό. Φοβούμαι άλλωστε μήπως η αισιοδοξία σήμερα είναι απλά μια  γραφικότητα…
  -Όχι πως θέλω να κάνω το δάσκαλο δηλαδή, Θωμά.  Έχω όμως μάτια και βλέπω.  Δεν μπορώ να σωπαίνω.
  -Να την, πετάχτηκε κιόλας η μαυρίλα. Η αισιοδοξία σου αμέσως εξανεμίζεται και γίνεται καπνός, είπε ο Θωμάς απογοητευμένος.
  -Κοίταξε γύρω σου και πες την αλήθεια. Υπάρχει ή όχι διάχυτη παντού η επιθετική ατμόσφαιρα που ανατροφοδοτείται από ένα αίσθημα ανασφάλειας; Η χώρα είναι φυλακισμένη στο παρελθόν. Οι μισοί κατηγορούν τους υπόλοιπους για δευτερεύοντα ζητήματα και ελάχιστοι ασχολούνται πραγματικά με το μέλλον του τόπου. Η παιδεία καρκινοβατεί. Η  δυσπιστία είναι το επικρατέστερο συναίσθημα του πολίτη.
  -Είπαμε όμως να είμαστε αισιόδοξοι. Να κοιτάξομε το μέλλον…
  -Η χώρα βιώνει την αποθέωση του εύκολου. Οι καριέρες γενικά δεν στηρίζονται στην αξιοκρατία και στην εργατικότητα αλλά στις γνωριμίες και στη φιγούρα. Το ρήμα «γλείφω» έχει εξελιχθεί σε πολυσήμαντο. Ο κάθε ημιμαθής θέλει να πιστεύει πως ως Έλλην είναι μεν πανέξυπνος, αλλά κάποιες σκοτεινές δυνάμεις τον εμποδίζουν να φτάσει …ψηλά. Η μετριότητα, η μεγαλοστομία, η τυπολατρία και ο συντηρητισμός κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή και στο δημόσιο βίο. Η βαθύτατα συντηρητική ελληνική κοινωνία δείχνει εξαιρετικά δύσκολο να ξεκολλήσει από το μουχλιασμένο μοντέλο της. Ουσιαστική πολιτιστική ανάπλαση στηριζόμενη οικονομικά από το κράτος δεν υπάρχει. Φουντώνει η ξενοφοβία και ο ρατσισμός. Το διαφορετικό δεν αντιμετωπίζεται σαν κοινωνικός πλούτος αλλά σαν δημόσιος κίνδυνος.   Δυναμώνουν οι ακροδεξιές φωνές, οι νέοι απογοητεύονται, δεν ελπίζουν δεν τολμούν. 
  -Τι θα γίνει λοιπόν; Από πού θα αντλήσομε αισιοδοξία; Πως θα διαμορφώσομε τις θετικές προοπτικές για τη χώρα;
  -Καινούρια μυαλά, αυτό χρειαζόμαστε. Πολιτιστική επανάσταση και ανατροπή της νοοτροπίας. Να καθαρίσομε τη μούχλα. Αυτή η μούχλα της νοοτροπίας μας είναι που πνίγει την πρόοδο, που φρενάρει ακόμη και την οικονομία. Χρειάζονται  νέες ιδέες. Χρειάζεται η προώθηση μιας διαφορετικής κουλτούρας διαλόγου. Χρειάζεται ρεαλισμός, αλήθεια, ανεκτικότητα. Χρειάζεται ένας νέος ανθρωπισμός. Χρειάζεται να παρατηρούμε, να πλαταίνουμε και να ανοιγόμαστε στο μέλλον με γενναιοδωρία. Η αισιοδοξία πρέπει να στηρίζεται στην εργατικότητα, στην αποδοχή της διαφορετικότητας, στην κατανόηση και την αλληλεγγύη. Διαρκώς αλληλέγγυοι. Διαρκώς καινοτόμοι. Διαρκώς αισιόδοξοι. Διαρκώς νέοι.
 - Μα που τρέχει αυτός; Ε, Θωμά στάσου μην τρέχεις, μη φεύγεις,  θα σου εξηγήσω. Στάσου, που πας….



                                ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ      

  Αγαπητοί φίλοι και φίλες, σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές και  συμμαθητές, νεωτεριστές και καινοτόμοι, αμφισβητίες και νομιμόφρονες συγχωρήστε μου την έκφραση: Τα πράματα έχουνε «σφίξει». Εξηγούμαι αμέσως και σας εξομολογούμαι το «δράμα» μου: Εννοώ να αμφισβητώ τα πάντα και να αμφιβάλλω για όλους! Για να υιοθετήσω, μια ιδέα, μια άποψη, πρέπει πρώτα να την περάσω απ’ τα φίλτρα του δικού μου εγκεφάλου και της δικής μου καρδιάς, να την εξετάσω εξονυχιστικά, και αν αυτή συμφωνεί με τις αρχές μου, τότε και μόνο τότε θα την καταχωρήσω στο ιδεολογικό μου κατάστιχο. Αλλιώς θα την εξοβελίσω.  
   Στην κοινωνία αυτή που ζούμε την υπερσυντηρητική και υπερβολική, η αμφισβήτηση είναι το βασικότερο όπλο για την άμυνα του πολίτη. Είναι η μητέρα της ανανέωσης.
  Αμφισβητώ λοιπόν την αυθεντία του κάθε «δασκάλου» και του κάθε ειδικού. Αμφισβητώ τις έτοιμες προκατασκευασμένες απαντήσεις. Οι απαντήσεις αυτές, θραύσματα συνήθως κάποιας κοσμοθεωρίας, εμφανίζουν τα πάντα σαν αυτονόητα, σαν δεδομένα και προ πολλού ερμηνευμένα. Ίσως με τις απαντήσεις αυτές κάποιοι βολεύονται στη ζωή τους. Όχι όμως εγώ.
  Αμφισβητώ όλα όσα λέει ο πρωθυπουργός και οι πρωτοκλασάτοι του. Όσο πιο πολύ προσπαθούν να με πείσουν, τόσο περισσότερο εγώ αμφιβάλλω. Ψάχνω απλά να βρω τι κρύβεται πίσω από τα λόγια τους.  Αμφισβητώ τα ΜΜΕ, τα δελτία ειδήσεων.
  Ασφαλώς, δεν είναι εύκολο πράγμα να αμφισβητείς. Διότι εννοείται ότι πρέπει να αμφισβητείς δημιουργικά, στοχεύοντας στη διόρθωση και όχι στην κατάλυση. Αναγνωρίζω πως είναι πολύ κουραστικό να ζεις σε μια διαρκή αμφισβήτηση - και δεν το περιμένω από όλους. Αλλά πιστεύω πως είναι η μόνη στάση που ταιριάζει στον πραγματικά σκεπτόμενο άνθρωπο, ο μόνος τρόπος για να φτάσομε στη γνώση, στο ήθος και στην πληρότητα. Η αμφισβήτηση  είναι ένα καλό χούι. Οδηγεί εκ του ασφαλούς στην κοινωνία της ελευθερίας.  Η αμφισβήτηση θα έλεγα πως είναι μια προϋπόθεση της ελευθερίας, και η ελευθερία πάλι είναι μια προϋπόθεση της ολοκλήρωσης και της πληρότητας του πολίτη.
  Δυστυχώς - η ψυχολογία το έχει αποδείξει - οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν όχι αυτό που είναι πιο κοντά στην αλήθεια, αλλά αυτό που τους βολεύει συναισθηματικά. Τα κάθε είδους δόγματα - ιδεολογίες, θρησκείες, κοσμοθεωρίες, δεν βασίζονται (όπως η επιστήμη) σε ένα πλέγμα υποθέσεων και πειραμάτων, αλλά στην συναισθηματική αναπλήρωση και στην ψυχολογική παρηγοριά που παρέχουν.
  -Να φοβάσαι λοιπόν φίλε, αυτόν που σου λέει πως δεν αμφιβάλλει. Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω. Γράψε το εκατό φορές για να το εμπεδώσεις Θωμά.
  -Όμως να ξέρεις πως η τάση σου να αμφισβητείς δεν μπορεί να συνεχίζεται παντοτινά. Ο «πανδαμάτωρ» χρόνος κάποτε θα σε νικήσει. Θάρθει ένας καιρός που η πέννα σου, θα σέρνεται στο χαρτί τρεμάμενη, ανίκανη  να αμφισβητήσει. Το πολύ - πολύ να γράφεις καμιά προσευχή: «Ελέησον με ο θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλλειψον το ανόμημά μου….»
  -Τότε όμως θα έχουν ξεπεταχτεί άλλοι, νεώτεροι από εμένα, πολίτες με  διευρυμένη παιδεία, με πίστη στη δημοκρατία την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, άνθρωποι που θα προσφέρουν την ικμάδα του μυαλού και της ψυχής τους στην αμφισβήτηση, στις νέες ιδέες, στην ανανέωση και στην πρόοδο.



                                                      ΑΝΘΡΩΠΙΑ!

 Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα τέρατα κι ας πήραν το βραβείο της γιουροβίζιον, ούτε κι η ίδια γιουροβίζιον μ’ ενδιαφέρει. Δεν μ’ ενδιαφέρει ο κώδικας ντα Βίντσι, ούτε και αν όσα αναφέρει το μυθιστόρημα είναι αλήθεια, ούτε καν ενδιαφέρομαι να δω το σχετικό φιλμ. Δεν μ’ ενδιαφέρει (προς στιγμήν) το παιχνίδι παραλογισμού, οι ιστορίες καθημερινής τρέλας πάνω απ’ το Αιγαίο, που κινδυνεύουν να βυθίσουν τους δύο λαούς στη δίνη και στα δεινά ενός πολέμου.
  Μ’ ενδιαφέρει όμως κάποια κραυγή, που ενώ δεν ακούγεται, εν τούτοις υπάρχει. Είναι η κραυγή των ηλικιωμένων. Την ακούνε μόνο όσοι είναι έτοιμοι να την ακούσουν. Θα την ακούσουν και οι αναγνώστες του άρθρου αυτού.
   Ο διωγμός της περίφημης ηλικίας της αποστρατείας είναι απερίγραπτος. Όμως oι ηλικιωμένοι πολίτες έχουν δικαίωμα να ζουν την καθημερινότητα, ελαχιστοποιώντας τις αρνητικές επιπτώσεις του χρόνου και ιδιαίτερα το βάρος της περιθωριοποίησης από την κοινωνική και οικονομική ζωή και τον ασφυκτικό κλοιό της μοναξιάς, που αναπαράγει η σκληρότητα της πόλης. Ούτε τα θηρία δεν αφήνουν τους γέροντές τους να εκπέσουν...
  Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία θεοποιεί τη νεότητα και κυνηγά την αθανασία. Άρα, κάπου παραγκωνίζει τους ηλικιωμένους. Τους βάζει στο περιθώριο. Κι όμως, οι ηλικιωμένοι όμως είναι η ρίζα που κρατά το δέντρο ριζωμένο στη γη. Πρέπει να έχουν θέση στις καρδιές μας οι άνθρωποι που βρήκαμε όταν ήλθαμε σ' αυτό τον κόσμο. Είτε είναι γονείς είτε συγγενείς είτε εντελώς ξένοι. Έχουμε χρέος να μάθουμε στα παιδιά μας να τιμούν όσους έχουν παροπλιστεί από τη ζωή.
  Ο κατακερματισμός του κοινωνικού σώματος, η κυριαρχία των μισθωτών απασχολήσεων και ο διάχυτος ατομικισμός κατέλυσαν βαθμιαία τις «αυτόματες» μορφές οικογενειακής αλληλεγγύης προς τα ηλικιωμένα μέλη των οικογενειακών μονάδων. Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι  να εξασφαλιστεί ότι η εποχή μας δεν θα βιώσει   τη γήρανση της κοινωνίας ως ένα φορτίο, αλλά ως μια προστιθέμενη αξία, ως μια ευκαιρία για την ανάπτυξη,  μέσω μιας  δραστήριας  τρίτης ηλικίας. Με άλλα λόγια, η πρόκληση είναι να βοηθήσουμε να χτιστεί μια  κοινωνία φιλική σε όλες τις ηλικίες.
 Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα άποψη, ότι τα γηρατειά είναι η υποδούλωση μιας ψυχής που θέλει να ζήσει, να ονειρευτεί, να εκφραστεί και που εμποδίζεται από το κουρασμένο και γερασμένο σώμα.
  Δεν θα πάψω όμως να υπογραμμίζω την παράμετρο «ανθρωπιά». Πρέπει να ζουν μέσα στις καρδιές μας οι άνθρωποι που βρήκαμε όταν ήλθαμε σ' αυτό τον κόσμο. Είτε είναι γονείς είτε συγγενείς είτε εντελώς ξένοι. Έχουμε χρέος σ' αυτούς, αλλά και να μάθουμε τα παιδιά μας να τιμούν όσους έχουν παροπλιστεί από τη ζωή. Οι ηλικιωμένοι δεν αποτελούν ξεχωριστή πληθυσμιακή ομάδα αλλά αστείρευτη πηγή αξιών, γνώσεων κι εμπειριών, ενεργά και δημιουργικά κύτταρα ενταγμένα σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας.
  Ο καιρός περνά. Τα χέρια τρέμουν. Ο ύπνος λιγοστεύει. Ο νους μαζεύει τις μνήμες και τις μετατρέπει σε πόνο ψυχής, και αυτός πάλι μεταπλάσσεται σε σωματικό πόνο.  Το ελάχιστο γίνεται μέγιστο και το ασήμαντο γίνεται πολυσήμαντο και βαθύ.
  Κάθε ψυχή κουρασμένη από τη ζωή κι από τα βάσανα δικαιούται μια τιμητική υπόκλιση. Εγώ πάντως υποκλίνομαι!   



 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΑ ΔΙΧΤΥΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


  Συμπεριφερόμαστε στους ηλικιωμένους σαν να είναι η "ντροπή" μας:   Σα να πρόκειται για ένα ανεπιθύμητο τρομακτικό κόσμο με μασέλες, ακουστικά βαρηκοΐας, διαβήτη, υψηλή πίεση, αρτηριοσκλήρωση… ­ Η προκατάληψη αυτή κατά του γήρατος φαίνεται ότι οφείλεται σε μια λανθάνουσα απέχθεια των νέων για τη φυσική φθορά. Μπορούμε να καταλάβομε καλύτερα την ψυχολογία του ηλικιωμένου ανθρώπου αν τον φανταστούμε μπερδεμένο, τυλιγμένο σφιχτά στα δίχτυα του χρόνου.
  - Είναι απαραίτητο να καταλάβομε την ψυχολογία του; Θα ρωτήσετε. Ναι, είναι απαραίτητο, απαντώ. Με δεδομένη την αδιάφορη έως περιφρονητική στάση που τηρούν οι νεώτεροι απέναντι στους γεροντότερους, θα πρέπει κάποιοι από εμάς να προσπαθήσομε να κατανοήσομε τους δεύτερους, να φτάσομε στα κατάβαθα της ψυχής τους,  υπερασπιζόμενοι έτσι τον ταλαίπωρο πολιτισμό μας. Τι άλλο θα πρότεινε κάποιος δηλαδή; Μήπως έναν Καιάδα;
  Αν εξαιρέσουμε τη ληξιαρχική ημερομηνία γέννησης ενός ανθρώπου, η πραγματική του ηλικία είναι κάτι που δεν προσδιορίζεται εύκολα. Όσο κρατιέται ζωντανός, δραστήριος, με ενδιαφέρον και ενδιαφέροντα για τη ζωή και τον διπλανό του, παραμένει μέσα του νέος. Όταν συνομιλούμε με το βαθύτερο εαυτό μας, νοιώθομε πως συνομιλούμε με ένα νέο σφριγηλό και ασυγκράτητο. Ένα κρυμμένο κομμάτι εφηβείας μέσα μας, μάς κρατά συνδεδεμένους με το σφριγηλό κομμάτι της ζωής.
  Ο ηλικιωμένος άνθρωπος εκπροσωπεί την ύστατη φάση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο γεροντικός εγκέφαλος υποδηλώνει το απώτατο στάδιο της γνώσης. Στο γεροντικό σώμα μοιάζει να εγκαθίσταται και να βαραίνει καταθλιπτικά ο χρόνος του κόσμου, αποτυπώνοντας πάνω σ' αυτό την ηγεμονία του. Γιατί, τι άλλο είναι οι ρυτίδες παρά τα αποτυπώματα του χρόνου του δυνάστη;
  Αν ρωτήσουν έναν ηλικιωμένο:«Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα για έναν ηλικιωμένο;». Εκείνος θα απαντήσει: «Το να θυμάσαι ότι υπήρξες νέος»!
  Το γεροντικό σώμα καταφέρνει να γίνει φορέας μνήμης, να είναι το ζωντανό όχημα άψυχων εικόνων, να επιβάλει μια παλαιότητα στο απόγειό της. Ο  ηλικιωμένος άνθρωπος είναι ο βασιλιάς του παρελθόντος του, ο νικητής της ζωής. Ταυτίζεται σε υπερβολικό βαθμό, με βιώματα, εμπειρίες, ψυχισμό.
  Ο βιωμένος χρόνος ανακαλείται από τον ηλικιωμένο όχι μόνο σαν στιγμιαία ανάμνηση, αλλά σαν δομή με διάρκεια. Το γέρικο σώμα, παγιδευμένο μέσα στα δίχτυα του χρόνου, εκτεθειμένο στην καταστροφή και την ανάλωση, θα έπρεπε από μόνο του να εξυψωθεί, να μπει σε βάθρο, να ανακηρυχθεί ωραίο ερείπιο.
  Η προσωρινότητα κάθε ομορφιάς, η ομορφιά της σάρκας και της νεότητας καθώς φθείρονται και παρέρχονται, υπήρξαν ένα σταθερό μοτίβο στη ζωγραφική και μάλιστα σε εκείνη του μπαρόκ. Το ίδιο εξάλλου και στην ποίηση.  Το θέμα του εφήμερου επανέκαμπτε συχνά και πότιζε σε βάθος τη λυρική ποίηση με μια τρομακτική αίσθηση της ματαιότητας. Προέχει θα έλεγε κανείς το γέρικο σώμα με την ιδιάζουσα σωματικότητα και φωνητικότητά του, ένα αδυσώπητο παρουσιαστικό που ενσαρκώνει τον βιωματικό χρόνο.
  Προς θεού, μην ξεγράφετε τους ηλικιωμένους. Όχι μόνο είναι ικανοί για πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν οι νέοι, αλλά σε λίγα χρόνια θα είναι η κυρίαρχη δύναμη στον πλανήτη! Η σύγκρουση των γενεών προμηνύεται σφοδρή, και η έκβασή της αβέβαιη.



                   ΑΝΟΙΞΤΕ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
  Χτυπά τις πόρτες των σπιτιών, τακ - τακ. Ανοίξτε να μπει. Η Άνοιξη έξω απ’ την πόρτα μας. Η Άνοιξη κοντά στη γειτονιά μας. Τα σημάδια είναι σαφή. Ξημερώνει πιο νωρίς και στα κλαδιά φουσκώνουν οι νέοι οφθαλμοί. Μετά τη μαυρίλα, το φως. Φαίνεται πως η αντίθεση έχει κεντρική σημασία για την ψυχολογία και για τη ζωή. 
  Εκείνος ρωτούσε για την Άνοιξη. Αγωνιούσε και βιαζόταν να δει τον ερχομό της.
  Ήτανε νέος ίσαμε είκοσι οκτώ ετών. Κασκόλ στο λαιμό, χοντρή τραγιάσκα στο κεφάλι. Ρωτούσε έναν –έναν τους γνωστούς που συναντούσε, με φανερή αγωνία: «Τι λες, θ’ αργήσει ακόμη κι άλλο η Άνοιξη; 
    -Ε, μη βιάζεσαι τόσο φίλε, ο ερχομός της Άνοιξης είναι ολόκληρη ιεροτελεστία! Τι δηλαδή, την έγραψε ολόκληρος Στραβίνσκυ την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης»;
  Η τόλμη της αμυγδαλιάς τον συνέπαιρνε. Έτσι κι αλλιώς ήταν ένας νέος ευαίσθητος και ευσυγκίνητος και η αγριότητα του τελευταίου χειμώνα του είχε σπάσει τα νεύρα. Τεράστιες ποσότητες νερού είχαν φέρει οι βροχές, και θυελλώδεις άνεμοι σάρωσαν τα πελάγη.  Να όμως που μπήκε ο Μάρτης. Μεσουρανεί ο Ωρίωνας στο νυχτερινό ουρανό. Οι ευαίσθητες χορδές της ψυχής συντονίζονται τώρα με το τρέμουλο των φύλλων, και όλα μαζί, χορδές, ψυχή και φύλλα συντονίζονται με τη μουσική των στίχων του Ελύτη.
  - Πάνε κιόλας δέκα χρόνια που τον εχάσαμε τον Οδυσσέα, μονολόγησε ο νέος άντρας με το κασκόλ. Μα βέβαια, δε χάθηκε! Δε γίνεται να χαθεί εκείνος που υμνούσε τα νησιά και τα δελφίνια του Αιγαίου! Μη αμφιβάλλετε πως ζει μέσα στο κορμί κάποιου δέλφινα! Εκείνου του δέλφινα η καρδιά, τώρα θα χοροπηδά μέσα στο στήθος σαν ανθρώπινη, και θα γεμίζει τους ιστούς του με στίχους. 
  Ο νέος άντρας με το κασκόλ κάθισε στο μοναχικό παγκάκι του περιφερειακού αγναντεύοντας τη θάλασσα. Η φαντασία του δούλευε σε ύψιστο βαθμό. Ο ήλιος τον είχε πείσει και το φως τον είχε κερδίσει. Φανταζόταν λυγερόκορμες κοπέλες με λευκούς ταφτάδες να ραίνουν τα  Κρητικά ακρογιάλια με ανθούς αμυγδαλιάς.  Η φαντασία του έπλαθε την Άνοιξη σαν μια βασίλισσα πάνω σε άρμα αστραφτερό να πραγματοποιεί θριαμβευτική πτήση πάνω απ’ τα σπαρτά και πάνω από τα δάση.
  Κάποτε συνήλθε και σταμάτησε την ονειροπόληση. Είχε μάλλον σοβαρό πρόβλημα με τα νεύρα του τελευταία. Παρατηρούσε τον εαυτό του. Ζούσε στην αβεβαιότητα. Ονειρευόταν ξυπνητός. Ενώ ήταν απόλυτος, λάτρευε τη σχετικότητα και κατανοούσε τη ματαιότητα. Οργιζόταν και άναβε. Ήθελε τα πάντα και δεν ήθελε τίποτα. Είχε φθάσει στα όρια της κατάθλιψης. Τον αρρώσταινε η εκρηκτική σύγχρονη ζωή, οι ρυθμοί της , το εξοντωτικό απάνθρωπο «σύστημα». Η Άνοιξη θα τον γιάτρευε.
  Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό βιβλιαράκι και διάβασε φωναχτά: «Δεν επιτρέπεται ο πλούτος χωρίς το μόχθο, η πολιτική χωρίς αρχές,  η απόλαυση χωρίς  συναίσθημα». Απόμεινε εκεί για ώρα πολλή επαναλαμβάνοντας αυτά τα ίδια λόγια.
Ο νέος άντρας αποκαμωμένος πια, συνέχιζε να ρωτά τους περαστικούς για την Άνοιξη. 
  -Ανοίξτε, τους έλεγε. Μόλις χτυπήσει την πόρτα σας, ανοίξτε αμέσως. Ανοίξτε της την καρδιά σας!



                        ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ
                                           
   Ο νεαρός άντρας μάζεψε τα χαρτιά του, έκλεισε με ανακούφιση τους φακέλους του  και μ’ ένα βαθύ «ουφ», βγήκε απ’ το γραφείο.
 -Καλό Σαββατοκύριακο, του ευχήθηκαν οι συνάδελφοι της υπηρεσίας του καθώς έβγαινε από την πόρτα. Ανταπέδωσε την ευχή και βγήκε στο δρόμο. Ουφ, επιτέλους.   Ο Λεωνίδας αγαπούσε τη δουλειά του, ήταν ευσυνείδητος υπάλληλος, μα ως εδώ. Το Σαββατοκύριακο ήταν το μεγάλο φωτεινό διάλειμμα της ζωής του. Μια αχτίδα φωτεινή, ένα ουράνιο τόξο. Ολόκληρη την εβδομάδα αυτό σκεφτόταν.
  Στο σπίτι τον περίμενε η μικρή του οικογένεια. Η Μαργαρίτα, η γυναίκα του, μια κοπέλα που ήξερε να χαμογελά, κι ο μικρός -δυο χρονών- γιος του.
  Ο Λεωνίδας ήταν ένας «υποψιασμένος» άνθρωπος με αρκετά ενδιαφέροντα. Του άρεσε το ποδόσφαιρο και ο κλασικός αθλητισμός (παλιός αθλητής ο ίδιος). Του άρεσε ο κινηματογράφος, διάβαζε και κανένα βιβλίο. Καθόλου δεν αδιαφορούσε για τα πολιτικά. Η ιδεολογική του τοποθέτηση ήταν κάπου μέσα στο «μεσαίο χώρο» με μια απόκλιση προς τα αριστερά. Πίστευε πως η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο είναι πέρα για πέρα άδικη και θα πρέπει να σταματήσει. Πίστευε πως στο σύστημα της ελεύθερης οικονομίας πρέπει να μπαίνουν κάποια όρια. Πίστευε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά πίστευε επίσης πως αυτή έχει  πια …παραπαχύνει και πρέπει να τη βάλουν να αδυνατίσει λίγο. Είχε μπόλικα όνειρα κι ελπίδες, μα τι να το κάνεις… Δυσκολευόταν να τα φέρει βόλτα με τη μικρή του οικογένεια. Όλα ήταν δύσκολα. Τι να σου κάμει κι ο μισθός.
  Εκείνο το απόγευμα μετά το φαγητό ένοιωθε να νεύρα του τεντωμένα. Η ένταση έκανε τα δάχτυλα να παίζουν και τα χείλη να συσπώνται. Ξαφνικά πήρε την απόφαση:
 -Θα πάω για ψάρεμα!
  Αγαπούσε το ψάρεμα Τον βοηθούσε να χαλαρώσει, να συγκεντρωθεί, να σκεφθεί. Σε πολύ λίγο βρισκόταν κοντά στ’ αγαπημένα του βραχάκια με όλα τα σύνεργα, καλάμι και τα λοιπά. Δεν τον ένοιαζε καθόλου αν θα πιάσει ψάρια. Τον ένοιαζε το απέραντο γαλάζιο δίπλα και γύρω του. Μάντευε την ευτυχία των ψαριών που κολυμπούσαν στο βυθό και συμμετείχε σ’ αυτήν. Η αέναη κίνηση της επιφάνειας του νερού τον φόρτιζε με μιαν ανεξήγητη χαρά. Σ’ αυτή την επιφάνεια ισορροπούσαν τα συναισθήματα και η ζωή του. Εδώ μπορούσε να σκεφθεί. Να βάλλει σε τάξη τις σκέψεις του. Όλα στον έξω κόσμο έτρεχαν τόσο γρήγορα που τον κούραζαν. Ούτε λαπ-τοπ ούτε εσ-εμ-ες ούτε τίποτα. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το νοιώσει ούτε η Μαργαρίτα. Το απέραντο γαλάζιο ήταν η ανεκτίμητη περιουσία και το καταφύγιό του. Ένοιωθε τη φύση γύρω του σα μια μεγάλη μητέρα να του το προσφέρει απλόχερα. Ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε. Ανήκε ολοκληρωτικά στη φύση, στην πλατιά θάλασσα.  Είχε σ’ αυτήν παραδοθεί και ένοιωθε μαζί της πλήρης. Πλήρεις, ευλογημένοι και τυχεροί είναι και όσοι μπορούν να κάνουν το ίδιο με το Λεωνίδα.



                               ΑΡΝΗΣΗ
     
  -Την αγαπάς πολύ την πόλη σου, έτσι δεν είναι Θωμά;
  -Έτσι είναι φίλε μου. Είναι ζωντανό πράγμα η πόλη. Έχει πρόσωπο, καρδιά, κόκαλα, τένοντες και νεύρα που πονούν. Έχει προσωπικότητα και φυσιογνωμία.  Το αίμα κυλάει ζεστό στις (οδικές) αρτηρίες, και τα παιδιά που παίζουν στα πάρκα στις πλατείες στα πεζοδρόμια της δίδουν παλμό και νεύρο. Η πόλη σου είναι η ζωή σου. Θες και δε θες την αγαπάς!
  -Άρα θες και να τη βλέπεις να προκόβει, να ναι όμορφη σαν νύφη, να καυχιέσαι που είσαι μιας τέτοιας πόλης κάτοικος.
  -Άκου λέει! Βέβαια θέλω. Και θέλω να τη δω να συναγωνίζεται σε προκοπή άλλες πόλεις της Ελλάδας ή και γιατί όχι της Ευρώπης. Να έχει ταυτότητα. Να σφύζει από ζωή και δημιουργία. Οι αρχιτέκτονές της πρέπει να φτιάξουν κτίρια θαυμαστά, ξεχωριστά, όχι καρκινώματα από μπετόν που κατατρώγουν τη φύση και τον άνθρωπο. Η πόλη, τέλος, πρέπει να είναι ένα θερμοκήπιο ανθρώπινων σχέσεων, ιδεών, καινοτομίας. Ο Θωμάς μιλούσε συνεπαρμένος.
  -Αυτή η πόλη εμπνέει αλλά και φυλακίζει.  Ώρες- ώρες, μου φαίνεται σαν αμείλικτος μαγνήτης αξιόλογων ανθρώπων, που μένουν ή επιστρέφουν σ' αυτή από μια ανεξήγητη ανάγκη , μόνο και μόνο για να αναταράξουν λίγο το τέλμα.  Πως μας την κατάντησαν έτσι την πόλη  ανεπαισθήτως,  χωρίς καν να  πάρουμε χαμπάρι Θωμά;
    -«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο, τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση, κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια. Κι όμως σαν ήμουνα παιδί, έπαιζα πάνω στο χορτάρι, κάτω από τους μεγάλους ίσκιους, κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές….»   Ο Θωμάς με κοιτάζει με τα μεγάλα απορημένα του μάτια. Περιδιαβαίνομε στην πόλη με τα μάτια και τα αυτιά ανοιχτά. Βλέπουμε και προσπαθούμε να καταλάβομε τι μας μουρμουρίζει, τι μας ζητά. «Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ, νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες, κι η πόλη νεκρή». Οι ιστορικοί  και οι  αρχαιολόγοι του μέλλοντος, όταν θα κόβουν εγκάρσιες τομές στα πολιτισμικά υποστρώματά της, θα ανακαλύψουν άραγε τα απολιθωμένα  όνειρά μας;
-Είναι σκληρό να θωρείς το αποκρουστικό πρόσωπο της πόλης που αγάπησες. Θωμά, θέλω να φύγω, να φύγω!
  -Δε ωφελεί να φεύγεις. «Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς, και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις».
  -Ας θυμηθούμε τώρα και το Σπύρο Λίτινα: «…και του Χορτάτση ας ήβριχνα την ξεχασμένη μπένα, να ξετυλιδιάσω σε, παντέρμο Ρέθεμνό μας». Πάρε κι εσύ Θωμά την πέννα σου, κάθισε, και γράφε!
Πήρε ο Θωμάς το σοβαρό του ύφος κάθισε, έγραψε κι αμέσως άρχισε ν’ απαγγέλλει:
   -Είναι η πόλη μου βουβή από παλιά, κρύβει το γέλιο στα νερά της και στο χώμα
    Βλέπει τους κάμπους και τα δέντρα από ψηλά, και σιωπηλά χειμώνες  περιμένει ακόμα
    Είναι η πόλη μου μικρή σαν το παιδί, που θέλει βήματα να κάνει μα όμως πέφτει
    Και σαν τη μάγισσα παλιού  παραμυθιού, όλο κοιτάζει σ’ ένα ψεύτικο καθρέφτη!




                            ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΑ

 «Για σένα αρχίζω, θεραπευτή των νόσων Ασκληπιέ, να τραγουδώ. Στη Δώτια πεδιάδα η όμορφη Κορωνίδα, η κόρη του βασιλιά Φληγύα σε γέννησε, μεγάλη παρηγοριά για τους ανθρώπους, ανακούφιση των πόνων των σκληρών. Χαίρε, λοιπόν, άνακτα. Με το τραγούδι μου προσεύχομαι σ’ εσένα!»
  -Διαβάζοντας αυτά τα γοητευτικά – όχι μόνο για ιατρούς – λόγια, συλλογίζομαι τι ωραία που θα ήταν αν ασχολούμαστε λίγο περισσότερο με τους αρχαίους. Θα κερδίζαμε πολλά, Θωμά. Θα κερδίζαμε αισθητικά, λογοτεχνικά, κοινωνικά και πολιτικά. Πολιτικά παραδείγματος χάριν θα κερδίζαμε, εμβαθύνοντας στην ιδέα της δημοκρατίας και της χρηστής διακυβέρνησης, εκείνων των βασικών εννοιών που γεννήθηκαν και άνθισαν μέσα στην αρχαία Αθήνα. Αυτές οι έννοιες είναι οι κύριες αιτίες για τις οποίες θαυμάζει τους Έλληνες ο κόσμος όλος.
  -Επιστρατεύω κι εγώ λοιπόν τώρα αμέσως (για επιβεβαίωσή σου) τον τραγικό ποιητή Αγάθωνα: «Τρία πράγματα οφείλει να θυμάται ο άρχοντας»,λέει ο Αγάθωνας. «Πρώτο και κύριο ότι κυβερνά ανθρώπους, δεύτερο ότι κυβερνά σύμφωνα με τους νόμους και τρίτο ότι δεν θα εξουσιάζει για πάντα». Ας δώσομε το λόγο αμέσως μετά στον Αισχίνη, ο οποίος είναι κατηγορηματικός: « Πονηρά φύσις μεγάλης εξουσίας επιλαβομένης, δημοσίας απεργάζεται συμφοράς».
  -Απίστευτος ήταν αλήθεια ο Αισχίνης, είπα και το εννοούσα. Άκουσε όμως και συ τι έλεγε ο σοφός Βίαντας από την Πριήνη και θα μείνεις με το στόμα ανοιχτό: «Πρέπει ο καλός άνθρωπος όταν αποχωρεί από ένα δημόσιο αξίωμα να μην είναι πλουσιότερος, απλά ενδοξότερος».
   -Μεγάλη, αλήθεια, ήταν και η κουβέντα αυτή, αλλά άκουσε κι εσύ με τη σειρά σου τι δίδασκε ο Επίκτητος στο μαθητή του, ένα επίδοξο πολιτικό της εποχής (100 μ.Χ.): «Θα ευεργετήσεις αφάνταστα την πόλη σου αν υψώσεις όχι τους ορόφους των οικιών, αλλά τις ψυχές των πολιτών. Γιατί είναι καλύτερα σε μικρά σπίτια να κατοικούν μεγάλες ψυχές παρά σε μεγάλα σπίτια να φωλιάζουν μικροί, άνθρωποι».
  -Πρόσεξε τώρα με τη σειρά σου κι εσύ τι έγραψε ο Πλούταρχος: «Νόμος δεσπότης των αρχόντων, οι δε άρχοντες δούλοι του νόμου». Ενώ ο άλλος ιστορικός, ο Ηρόδοτος, διατύπωσε το εξής απόφθεγμα: «Γνώμη μου είναι πως δεν πρέπει ένας άνθρωπος να ασκεί μοναρχική εξουσία . Γιατί το σύστημα αυτό ούτε ευχάριστο ούτε καλό είναι».
  -Η έννοια του πολίτη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον έτσι όπως την εννοούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Έλεγε λοιπόν ο γνωστός μας από το χρυσό αιώνα, Περικλής: «Αυτόν που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο»(!) Και ο Πλάτωνας στον «Πρωταγόρα»: «Αν θες η πόλη να κινείται στο επίπεδο της αρετής, δεν πρέπει κανείς να ασχολείται αποκλειστικά με τις ιδιωτικές υποθέσεις του».
 - Έδωσες ρεσιτάλ σήμερα Θωμά, φώναξα. Άραγε, ποια αρχαία μούσα οδηγεί και εμπνέει σήμερα τον εγκέφαλό σου;  Μήπως η Καλλιόπη,  μήπως η Κλειώ, η μούσα της ιστορίας, η Ευτέρπη της αυλητικής τέχνης, ή μήπως πάλι η Τερψιχόρη της λυρικής ποίησης και του χορού; Μήπως άραγε σε εμπνέει η Ερατώ, η μούσα του υμεναίου και της ερωτικής ποίησης, η επιτέλους η Μελπομένη, η Θάλεια, η Ουρανία, η Πολύμνια;
  -Η Ερατώ, η Ερατώ, και τώρα και πάντα και εις τους αιώνας των αιώνων η Ερατώ θα με εμπνέει, άκουσα εμβρόντητος την απάντηση του άλλωστε γνωστού για τη σταθερή αφοσίωσή του στο Διόνυσο και στις συναφείς θεότητες, φίλου μου.



                     ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

  Η αξία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς έχει γίνει συνείδηση πια απ’ όλους. Παραμελημένη κάπως είναι η αρχιτεκτονική κληρονομιά, ιδίως το απλό σπίτι της υπαίθρου.
  Αρχιτεκτονική σημαίνει επικοινωνία. Το κτίσμα μιλεί στο διαβάτη και του λέει την ιστορία του. Το κρητικά σπίτι, ασκητικό και λιτό μα και δυναμικό συγχρόνως είναι αποτέλεσμα και συνέπεια των συνθηκών που το δημιούργησαν. Η εξέλιξή του, από τους απλούστερους μέχρι τους πιο σύνθετους τύπους υπογραμμίζει την ανέλιξη της κοινωνικής ζωής στο νησί και μπορεί να γίνει η βάση για τη μελέτη της. Γι αυτό η προστασία και διατήρησή του είναι σήμερα μια επιτακτική ανάγκη.
  Το κρητικό λαϊκό αγροτικό σπίτι είναι πέτρινο. Απλή κυβική μορφή. Κυριαρχεί η συμμετρία. Τα υλικά του είναι η πέτρα, το ξύλο και το χώμα. Ειδικά η πέτρα υπάρχει άφθονη και καλής ποιότητας σε πολλά σημεία της κρητικής γης, διευκολύνοντας έτσι την κατασκευή πέτρινων σπιτιών.
  Στην αρχική του μορφή το κρητικό σπίτι είναι μονόχωρο με δώμα. Έχει ελάχιστα ανοίγματα, όχι μόνο γιατί το τζάμι ήταν ακριβό και δυσεύρετο μα και γιατί έτσι αποφεύγεται η διαρροή θερμότητας, και αντέχει περισσότερο στους σεισμούς. Συχνά θα δούμε ένα πατάρι για τον ύπνο, ο σοφάς, ενώ ο χώρος κάτω απ’ το σοφά χρησιμεύει σαν αποθήκη. Το τζάκι χρησιμεύει για μαγείρεμα και για θέρμανση το χειμώνα. Επειδή η μεταφορά επίπλων ήταν προβληματική επινοήθηκε η διαμόρφωση χρηστικών κοιλοτήτων ή προεξοχών, όπως θυρίδες για μικροαντικείμενα, ο σταμνοστάτης για τη στάμνα του νερού.
  Ένα χαμηλό ξύλινο τραπέζι με χαμηλές ξύλινες καρέκλες χρησιμεύει για φαγητό. Απαραίτητος για τους μουσαφίρηδες ο μεγάλος ξύλινος καναπές στην είσοδο.
  Στη σημερινή εποχή με τις βίλες  και τα ασημένια μαχαιροπήρουνα, τα ερειπωμένα λαϊκά σπίτια των χωριών μας μιλούν απ’ ευθείας στην καρδιά και στην ευαισθησία μας.  



                        ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΤΟΧΕΣ

  Βγήκα στο δρόμο σήμερα πρωί-πρωί με όλες τις αισθήσεις μου σε επιφυλακή. Ήξερα πως κάτι θα συμβεί, περίμενα με υψωμένες τις κεραίες μου για κάτι καινούριο, αυτό που θα έδινε νόημα στην καινούρια μέρα και νόημα στη ζωή ολόκληρη.
  -Δεν μπορεί, είπα. Κάτι θα συμβεί. Κάτι θα ανατραπεί. Κάποιος καημός θα γειάνει! 
 Και ξαφνικά… το άκουσα: Το είπε η οργανωτική γραμματέας του σωματείου των ατόμων με ειδικές ανάγκες: «Όταν θα φύγετε από αυτή την αίθουσα παρακαλώ μη μας ξεχάσετε».
  Αυτό ήταν. Σπάνια μια φράση γίνεται ικανή να δημιουργήσει τέτοια  συγκινησιακή φόρτιση, ν’ ανάψουνε φώτα, να εκτοξευθώ πολύ ψηλά, πάνω απ’ την αίθουσα, προς τον ουράνιο θόλο.
  -Όχι «Άτομα με ειδικές ανάγκες» αλλά  «Άτομα με ειδικές Αντοχές»!μονολόγησα. Έτσι πρέπει να διαβάζεται το αρκτικόλεξο ΑΜΕΑ. Μέσα μου είχε αρχίσει ακαριαία να συντελείται μια ανατροπή, δηλαδή μια ριζική μεταβολή, εκ θεμελίων. Το πρώτο και το μέγιστο που εννόησα ήταν πως οι αντοχές αυτών των ανθρώπων, έτσι κι αλλιώς ανώτερες από τα μέτρα μας, αυξομειώνονται ανάλογα με τα σήματα που λαμβάνουν από την κοινωνία και από τον πολιτισμό της εποχής. Η αντοχή τους δηλαδή τελικά εξαρτάται  από εμένα!
  Μπορεί η τραγικότητα των γεγονότων του Λιβάνου να επικαλύπτει προσωρινά την πραγματικότητα των ατόμων με αναπηρία, αλλά για έναν προσεκτικό παρατηρητή ο πόλεμος μας φέρνει αυτά τα άτομα ακόμη κοντύτερα, αφού μοιραία ο πόλεμος γεννά αναπήρους. Συνειρμικά και χωρίς προσπάθεια η σκέψη μας οδηγείται στην ιδέα του εθελοντισμού. Μεγάλη υπόθεση ο εθελοντισμός.
 -Πρέπει ν’ ανάψει μέσα μας το πυρ, είπε ο Θωμάς χαμηλόφωνα. Σχεδόν ψιθυριστά.
 -Αν ψιθυρίζεις, σημαίνει πως μέσα σου φωνάζεις.
 -Το πυρ, φίλε μου, αυτό είναι που φέρνει τη νέα ζωή.  Αυτό το πυρ θα μετατρέψει   την κατάσταση της παθητικότητας σε κατάσταση ενεργητικότητας, την κατάσταση της εγωιστικής διεκδίκησης σε κατάσταση ανιδιοτελούς προσφοράς, θα μετουσιώσει το «έχω» σε «είμαι», δεν έχει σημασία τι έχω, αλλά τι είμαι. Ο Θωμάς με κοίταξε βαθειά στα μάτια.
 - Έχει έρθει η ώρα να προχωρήσουμε σε μια αποκεντρωμένη δημοκρατική πολιτεία που θα ταυτίζεται με το κράτος πρόνοιας. Όπου η πρόνοια δεν θα αναπληρώνει απλά την κοινωνική αδικία, αλλά θα στοχεύει στην μείωση, στην εξαφάνισή της.
  Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να αγγίξομε πραγματικά τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να ξεφύγουμε από τη κοινωνία της φιλανθρωπίας και της υποκρισίας, προσεγγίζοντας την κοινωνία της πραγματικής αλληλεγγύης και ανεβάζοντας τον πολιτισμό του 20ου αιώνα λίγο ψηλότερα από το επίπεδο της σφαγής του Λιβάνου.



                  ΒΙΩΣΙΜΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗ ΠΟΛΗ
   Δεν θα διστάσω να το πω. Είμαι κρυφός οικολόγος, πράσινος. Γιατί κρυφός; Διότι αποφεύγω τις ταμπέλες. Οι ταμπέλες συχνά ευτελίζουν και την καλύτερη πρόθεση, καλύτερα να λείπουν.   Όμως κατά βάθος είμαι ένας πράσινος πολίτης, ένας πράσινος δημότης, αμαρτία εξομολογημένη….                                                                                               Δυστυχώς, τα δέντρα δεν έχουν φωνή για να διαμαρτυρηθούν, να φωνάξουν. Κι εκείνες ακόμη οι Αμαδρυάδες, οι νύμφες που προστάτευαν τα δέντρα σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, μοιάζουν να έχουν εγκαταλείψει τα δέντρα τους  στην πόλη τούτη, που παραδίδεται καθημερινά στο τσιμέντο και στ’ αυτοκίνητα.        - Τι λέει ο μύθος; Ο ξυλοκόπος δεν ακούει τα παρακάλια της Αμαδρυάδας και δολοφονεί το δέντρο, «κι η Νύμφη τον καταράστηκε να βασανίζεται σ’ όλη του τη ζωή…». Όπως θα βασανιζόμαστε κι εμείς σ’ όλη μας τη ζωή, ιδίως το καλοκαίρι, με τον καύσωνα, ψάχνοντας λίγη σκιά να σταθούμε ν’ ανασάνουμε.                                        - Όμως, τον πλανήτη τούτο δεν τον κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας. Τον δανειστήκαμε από τα  παιδιά μας. Χρωστάμε σ’ αυτά τα παιδιά, πρέπει να τους αφήσουμε δέντρα κι οξυγόνο για να μπορούν ν΄ αναπνέουν, πάρκα και παιδικές χαρές για να παίζουν και σχολεία για να μαθαίνουν γράμματα.                                               - Τι θέλομε λοιπόν εμείς, οι δημότες οι διαθέτοντες ένα έστω ελάχιστο δείγμα οικολογικής συνείδησης;                                                                                                 - Θέλομε πεζοδρόμια, πεζόδρομους,  δέντρα, πάρκα, πλατείες. Θέλομε μια «αειφόρο» πόλη. Η αειφόρος πόλη πρέπει να είναι μια πόλη δίκαιη, όμορφη, δημιουργική, οικολογική, οικεία, συμπαγής, πολυκεντρική, πολυποίκιλη. Μια πόλη δίκαιη, όπου η δικαιοσύνη, η τροφή, η στέγαση, η εκπαίδευση και η ελπίδα είναι κατανεμημένες με ισόνομο τρόπο και όπου ο κάθε ένας μπορεί να λέει τη γνώμη του και συμμετέχει στην διακυβέρνησή της.                                                                                                   - Μια πόλη όμορφη, όπου η τέχνη, η αρχιτεκτονική και το τοπίο εξάπτουν τη φαντασία και συγκινούν το πνεύμα. Μια πόλη δημιουργική, όπου το ανοικτό πνεύμα και ο πειραματισμός κινητοποιούν όλο το δυναμικό και τους πόρους της. Μια πόλη οικολογική, που ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον, όπου το τοπίο και ο κτιστός χώρος είναι ισορροπημένα και όπου τα κτίρια και τα τεχνικά έργα είναι ασφαλή και αποδοτικά όσον αφορά στη χρήση των φυσικών πόρων. Μια πόλη οικεία, όπου ο δημόσιος χώρος ευνοεί την ανταλλαγή πληροφορίας, την έκφραση συναισθημάτων κοινότητας και την κινητικότητα, καθώς και κάθε είδους κοινωνική έκφραση.                                                                                                                          - Μια πόλη πολυποίκιλη, όπου ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που συναντώνται δημιουργούν κίνηση, έμπνευση, καινοτομία, και γεννούν μια σημαντική δημόσια ζωή.                                                                                                                                  - Θέλομε μια βιώσιμη και δίκαιη πόλη.                                                                           - «Γυρεύω τον παλιό μου κήπο, τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση, κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια. Κι όμως σαν ήμουνα παιδί, έπαιζα πάνω στο χορτάρι, κάτω από τους μεγάλους ίσκιους, κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές, ώρα πολλή λαχανιασμένος»…



         ΒΟΗΘΑ ΜΕΓΙΣΤΕ ΚΟΥΡΕ….

  Κάποιοι από εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε και τρέξαμε και παίξαμε και κλάψαμε στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου και γι αυτό την αγαπάμε αληθινά, ακούσαμε άφωνοι τις εισηγήσεις των ομιλητών στην ημερίδα που οργάνωσε ο σύλλογος της. Ακούσαμε πως σταδιακά εγκαταλείπεται από τους μόνιμους κατοίκους της. Πως αυτοί που απόμειναν δεν τολμούν σχεδόν να ξεμυτίσουν τις νυχτερινές ώρες. Πως υπάρχει δρόμος που κατά τις νυχτερινές ώρες έχει καταντήσει ουρητήριο. Πως ο καθένας μπορεί κάνει ότι θέλει, πλαστικά, τέντες, κιτς παντού. Πως το κέντρο εικαστικής δημιουργίας Ρεθύμνου κοντεύει να κλείσει, με το προσωπικό απλήρωτο για 19 μήνες, ενώ ουδείς ενδιαφέρεται. Οι λίγοι εναπομείναντες μόνιμοι κάτοικοι της παλιάς πόλης σχεδόν δεν ελπίζουν πια. Υπάρχουν μόνο μερικοί ρομαντικοί, που αγωνίζονται.  Ήταν παρών στη μάζωξη και ο πρώην δήμαρχος Αρχανών, ο Αρναουτάκης. Αυτός μας εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε μαζί με τους συνεργάτες του να αναστήσει και να ζωντανέψει την πόλη του. Κινητοποιήσαμε, είπε, τους πολίτες μας. Χωρίς τους πολίτες δεν γίνεται τίποτα. Όλοι ζηλέψαμε κι όλοι τον χειροκροτήσαμε. (Πηγαίνετε να δείτε τις σημερινές Αρχάνες, αξίζει). 
  Κάθομαι τώρα εγώ και σκέφτομαι, και ρωτώ το Θωμά.
-         Γιατί άραγε Θωμά, δεν μπορούμε κι εμείς να πετύχομε ένα συνολικό αποτέλεσμα  στην καταπληκτική πόλη- μνημείο που έχομε στα χέρια μας; Μήπως διότι – εκτός από την πολιτική βούληση – μας λείπουν και οι αισθητικά εκπαιδευμένοι πολίτες και η κινητοποίηση αυτών; Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
-         Μήπως πρέπει να αναλάβει ο Μπαντελής μας; Είπε ατάραχος ο Θωμάς. Μήπως θα πρέπει να διανεμηθεί δωρεάν σε όλους τους πολίτες το «Χρονικό μιας Πολιτείας» του Παντελή Πρεβελάκη καθώς και «Το Ρέθεμνος ως ύφος ζωής» του ίδιου συγγραφέα μας; Μήπως, τέλος, θα πρέπει ν’ αρχίσομε να περιδιαβαίνομε στους δρόμους της παλιάς πόλης όλοι εμείς οι ρομαντικοί – και σεις μερικοί …γραφικοί που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στα σπλάχνα της – τραγουδώντας τα «Τραγούδια της Παλιάς Πόλης» του Νίκου Μαμαγκάκη; Μπορούμε  ακόμη να παιανίσομε στους δρόμους τον ύμνο στο Δικταίο Δία! Ίσως επιτέλους έτσι να δεήσει να βοηθήσει ο Μέγιστος Κούρος την ένδοξη πόλη μας!  
Αυτά είπε ο Θωμάς, και άρχισε να ψάλλει.
                        Βοήθα Μέγιστε Κούρε,
                        καλώς ήλθες γιε του Κρόνου,
                        Παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους θεούς.
                        Συνοδευόμενος από τους Κουρήτες,
                        βοήθα τις πόλεις
                        και τα πλοία που πλέουν στους πόντους.
                        Βοήθα να έχει αρκετούς νέους η πόλη,
                        βοήθα και την δικαιοσύνη στην ένδοξο πόλη.
                        Βοήθα Μέγιστε Κούρε!



                                      ΒΟΤΣΑΛΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

  Φίλε παλιέ και συντοπίτη μου, γείτονά μου καινούριε, γειτόνισσα και γειτονοπούλα μου, πολίτες του κόσμου που κατοικείτε σ’ αυτή τη μικρή αλλά παγκόσμια πια πολιτεία, σας χαιρετώ με κοντομάνικο πουκάμισο και κοντό ναυτικό παντελονάκι. Έμαθα πως σας αρέσει το καλοκαίρι το ελληνικό, και αποφάσισα να σας βοηθήσω ν’ αναλύσετε αυτό το καλοκαίρι στα δομικά στοιχεία του: Ο ήλιος, o γιαλός, τα ζεστά μεσημέρια, τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα, τ’ ολόγιομο φεγγάρι, το γιασεμί, τα βότσαλα. Αυτά είναι τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται το ελληνικό καλοκαίρι.
  Προσέξτε τώρα τα μικρά, ασήμαντα, αστραφτερά βότσαλα. Λάτρης του μικρού και τ’ ασήμαντου εγώ, περισσότερο μ’ αρέσει για τα βότσαλα να μιλήσω, γι αυτά τα μικρά κομμάτια της αιωνιότητας που επί εκατομμύρια χρόνια συνεχίζουν να λειαίνονται στα βάθη των θαλασσών, για να πάνε να κουρνιάσουν τελικά σε κάποιο κρυφό ελληνικό περιγιάλι.
  Βότσαλα παράγει ο ντουνιάς απ’ την πρώτη αρχή του, με την συνεχή τριβή των πετρωμάτων μέσα στην αέναη κίνηση του νερού στις κοίτες των ποταμών και στις ακτές της θάλασσας. Τα βότσαλα στην Ελλάδα μαζί με την αλμύρα της θάλασσας, τη μυρωδιά του καλοκαιριού, τον φλοίσβο των κυμάτων σου δημιουργούν μια έντονη διάθεση να περπατήσεις ξυπόλητος πάνω στις αμμουδιές του Ομήρου.
  Κάποτε ήταν ένας άντρας μικρόσωμος, στοχαστικός. Το σπίτι του ήταν κοντά στη θάλασσα. Η αγαπημένη του απασχόληση ήταν να μαζεύει βότσαλα. Βότσαλα λευκά, βιολετιά, καστανοπράσινα, κόκκινα, κίτρινα, γκρίζα, σαν τα βότσαλα της Αργυρούλας. Παίζοντάς τα στα χέρια του κι ακούγοντας τον ήχο των κυμάτων εμπνεόταν κι έγραφε του στίχους του για περήφανα ελληνικά καράβια, για φουρτούνες και περιπέτειες. Τον έλεγαν Όμηρο. Οι λέξεις του ήταν οι ίδιες βότσαλα, μαζεμένα από ελληνικά ακρογιάλια. Τα βότσαλα του Ομήρου.
  Σας βλέπω κι εσάς τα βραδάκια να μαζεύετε βότσαλα απ’ τ’ ακρογιάλια των παιδικών σας χρόνων.  Βότσαλα λευκά, βιολετιά, καστανοπράσινα, κόκκινα, κίτρινα, γκρίζα. Βότσαλα της ζωής και βότσαλα της νιότης, καυτά και γυαλιστερά, από εκείνα που ποτέ δε θαμπώνουν… Είπαμε: Τα βότσαλα είναι κομματάκια αιωνιότητας. Για την ακρίβεια κομματάκια αιωνιότητας κι ασημαντότητας συγχρόνως.
  -Τι με κοιτάζεις ρε Θωμά, μ’ αυτό το ύφος το απορημένο; Και που το ξέρεις εσύ, δηλαδή, πως ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τα βότσαλα του Ομήρου αλλά ασχολείται μόνο με τα «σοβαρά» προβλήματα; Υπάρχει άραγε κάτι πιο σοβαρό κι αληθινό απ’ το βοτσαλάκι της νιότης;



                  ΒΡΑΔΙΕΣ  ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
  Ήταν μια μεγάλη, χαρούμενη συντροφιά και μιλούσαν Ελληνικά (τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική).
  Ήταν η νύχτα προχωρημένη, έναστρος ο ουρανός και η συντροφιά, αγόρια και κορίτσια, καθόταν κυκλικά στην αμμουδιά, σε μια από τις αμμουδιές μας (…στις αμμουδιές του Ομήρου).
  Ψηλά στον ουρανό, ο μέγας μυστικός συμβουλάτορας όλων των νυχτερινών υπάρξεων, το φεγγαράκι…(χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά).
   Στη μέση μια μεγάλη φωτιά έκαιγε θερμαίνοντας την ψυχή και το σώμα τους (φωτιά, ωραία φωτιά).
  Κάθε τόσο έριχναν κούτσουρα (μη λυπηθείς τα κούτσουρα, μη φτάσεις ως τη στάχτη).  
  Ήταν νέοι, αγόρια με γυμνά μπράτσα και κορίτσια με λυτά μαλλιά (χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο).
 Ο κήπος της καρδιάς τους έφτανε ως τη θάλασσα (ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα).
 Κοιτάζοντας προς τη θάλασσα, ο καθένας έφερνε στο νου την Ιθάκη του (πάντα στο νου σου να χεις την Ιθάκη).
  Η καρδιά τους όμως ήταν ριζωμένη στην πόλη. Όποτε περνούσε ένα πλοίο καθόταν και το χάζευαν (δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό).
  Είχαν μαζί τους μια κιθάρα και κάθε τόσο έπιαναν το τραγούδι (ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγο).
  Όταν το τραγούδι τύχαινε λυπητερό, μπορεί και να κυλούσε κάποιο δάκρυ (άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ).
  Άλλα τραγούδια πάλι τους ξυπνούσαν τα ξεχασμένα τους όνειρα (χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα).
  Κάποιοι έγραφαν λέξεις πάνω στην άμμο. (πάνω στην άμμο την ξανθή γράφαμε τ’ όνομά της).
 Αποχαιρετούσαν για πάντα την ανέμελη ζωή, τα πρώτα χρόνια της νιότης (αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις)
…………………………………………………………………………………………
   Αναμνήσεις από τη Ρεθεμνιώτικη αμμουδιά, βραδιές του Αυγούστου της δεκαετίας του 70 (χρόνια που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά).



                             ΔΕΙΧΤΕΣ ΠΟΡΕΙΑΣ
         «Στα πόδια μου κλονίζομαι, τη στράτα μου τη χάνω,
              Μ’ ένα καλάθι οράματα στην κεφαλή μου απάνω.»
  Διάλεξα τον τίτλο γιατί κάπως έτσι νοιώθω κι εγώ, νοιώθω πως χρειάζομαι δείχτες πορείας, κάποιον να μου δείχνει το δρόμο. Φαντάζομαι πως πολλοί το νοιώθουν αυτό. Οι «Δείχτες Πορείας είναι το έσχατο και τελικό έργο του Παντελή Πρεβελάκη, το βιβλίο που συγκεντρώνει τη συγκεφαλαιωτική κοσμοθεωρία του ακρογωνιαίου Ρεθεμνιώτη συγγραφέα.
  Ο Πρεβελάκης έφυγε ακριβώς πριν από 19 χρόνια, στις 15 του Μάρτη του 1986. Ήταν μόνος στο σπίτι του εκείνο το ξημέρωμα όταν η κουρασμένη καρδιά του σταμάτησε να χτυπά. Ο ίδιος έτσι το θελε, έτσι το διάλεξε, να ναι μόνος. Έξω ήταν άνοιξη, φαντάζομαι τον κήπο του γεμάτο άγριες μωβ ανεμώνες.
           κι είπα καθώς τον κοίταζα, τώρα που χε πεθάνει,
          «Πάνω στα πλάτη τ’ ουρανού πέταξε ν’ ανασάνει»
  Παντελής Πρεβελάκης. Ολιγαρκής, ασκητικός, στοχαστικός, αυστηρός και μεγάλος. Το έργο του είναι ένα πλούσιο ορυχείο. Όρεξη να χεις να σκάβεις. Ένδον σκάπτε. Το Χρονικό μιας Πολιτείας είναι το χρονικό κάθε πολιτείας. «Ελλάδα αλαφροχώματη, λιγόφυτρή μου Ελλάδα…» Το χωράφι της ποίησης τ οργώνει βαθιά ο Παντελής: «Τι δάσος πουλιά που είναι οι λέξεις! Πόσα φύλλα χλωρά σκιρτούν εντός μου!» Καθημερινός ο αγώνας του να σμιλεύει το στίχο:
         «Στο στίχο η λέξη μ’ άλληνε γυρεύει να ταιριάσει,
          καθώς οι νιες ζυγά-ζυγά πηδούν στο χοροστάσι».
  Ο Νέος Ερωτόκριτος, μια ολοκληρωμένη κατάθεση του συγγραφέα στο χώρο των ιδεών.
  Ο Πρεβελάκης ήταν ένας άνθρωπος με ελεύθερο φρόνημα. Καταθέτω εδώ το παρακάτω μάλλον άγνωστο, αληθινό περιστατικό:
Λίγο καιρό πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και ενώ ο Πρεβελάκης ήταν καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών, συνεδρίαζε ο Σύλλογος Σπουδαστών της Σχολής. Η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Ο καθένας που ανέβαινε στο βήμα αναφερόταν στα αιτήματα των σπουδαστών για καλυτέρευση των συνθηκών σπουδής στα εργαστήρια, στην οργάνωση της Φοιτητικής Εστίας και σε άλλα παρόμοια θέματα.
Ο Παντελής Πρεβελάκης που βρισκόταν εκεί ως εκπρόσωπος της Σχολής, έκανε ακόμη πιο εκρηκτική την κατάσταση όταν ανέβηκε στο βήμα και είπε: "Τι το ρίχνετε βρε παιδιά στον συνδικαλισμό, αφού κατά βάθος η δυσαρέσκειά σας στρέφεται κατά της χούντας και τα αιτήματά σας είναι πολιτικά; Πρέπει να έχουμε το θάρρος να λέμε τα πράγματα όπως έχουν"».
Τότε οι σπουδαστές ξέσπασαν σε κραυγές ενθουσιασμού. Τα συνθήματα κατά της χούντας φούντωσαν και σε λίγο ξεχύθηκαν στο προαύλιο της σχολής. Χρειαζόντουσαν κι εκείνοι κάποιον να τους δείχνει το δρόμο….
           « Βουβά τον χωριστήκαμε, στου λάκκου του την άκρη,
              ριγώντας το ξανάνιωσα που ναι αρμυρό το δάκρυ…»



        ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ

  Διαπλοκή, διαφθορά, σήψη. Λέξεις με τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε εσχάτως, και πάλι παρεούλα. Μια οσμή δυσάρεστη είναι απλωμένη στην ατμόσφαιρα. Την οσμή δεν μπορείς να τη σταματήσεις την αφιλότιμη. Περνά μέσα απ’ τις πιο μικρές χαραμάδες, σε κυνηγά παντού. Γενικευμένο κλίμα σαπίλας. όπου οι πάντες είναι ύποπτοι, διεφθαρμένοι και αναξιόπιστοι...
   Λες και άνοιξαν οι ουρανοί και βρέχουν σκάνδαλα. Δεν υπάρχει τομέας του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου μας από αυτούς που συνήθως ονομάζομε «λειτούργημα», που να έχει μείνει αλώβητος απ’ την παντοδύναμη διαφθορά. Κρατική μηχανή, δημοσιογραφία, δικαιοσύνη, εκκλησία, αύριο τι άραγε; Ποτέ άλλοτε από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα δεν είδαμε τόσους πολλούς μητροπολίτες να ανταλλάσσουν πυρά μέσω τηλεοπτικών «παραθύρων». Όλες οι συμβουλές που μας μοιράζει10 χρόνια τώρα ο Χριστόδουλος αποδείχνονται αίολες αφού μέχρι την αυλή του έφτασε η οσμή.
  Γιατί, σκέφτομαι, να μη γεννηθώ Φινλανδός; Η Φινλανδία είναι λέει η λιγότερο διεφθαρμένη χώρα. Τόσο μεγάλος τίτλος τιμής! Ενώ η Ελλάδα…στις πρώτες θέσεις.
  Ο Μάκης είναι στα χάι του (και μπράβο του). «Σόδομα και Γόμορρα γίναμε». επαναλαμβάνουν οι καλεσμένοι του. «Πρόκειται για γομάρια» βεβαιώνει εκείνος, και η εκπομπή κρατεί μέχρι τις πρωινές ώρες.
  Θα σας πω από τώρα τη συνέχεια. Όταν η κατάσταση θα φθάσει στο «μη περαιτέρω», οι κατέχοντες τις υψηλές θέσεις θ’ ανακοινώσουν συνοφρυωμένοι πως επιβάλλεται κάθαρση, αυτοκάθαρση, κάθαρση σε βάθος, ότι δεν θα λογαριάσουν το πολιτικό κόστος και διάφορα «ηχηρά παρόμοια».
  Η κρίση λοιπόν είναι βαθιά και έχει τις ρίζες της, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, στην Κατοχή, στον Εμφύλιο και στην επτάχρονη δικτατορία. Ακόμη πληρώνουμε αυτήν τη μακρά περίοδο ανωμαλίας που έζησε ο τόπος, στη διάρκεια της οποίας σαρώθηκε η αξιοκρατία και κυριάρχησαν η συναλλαγή, η υποταγή, ο συμβιβασμός, η αναξιοπρέπεια, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις.
   Ίλιγγος θα πρέπει να καταλάβει τους εχέφρονες πολίτες, αν με προσοχή και σοβαρότητα αθροίσουν, ζυγίσουν, υπολογίσουν τα γεγονότα. Υπάρχει αποκαρδίωση, αδιαφορία, απάθεια στο λαό. Αυτή η χώρα δεν φτιάχνει με τίποτα, πιστεύουν οι συντριπτικά περισσότεροι Έλληνες. Για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, η τιμιότητα στην Ελλάδα ελάχιστα διαφέρει από τη βλακεία..
  Ιδού λοιπόν, φίλοι μου, το αποτέλεσμα της βαθμιαίας και αθόρυβης εγκατάλειψης της ελληνικής γλώσσας, του τελευταίου δεσμού μας μα την Αρχαία Ελλάδα. Ιδού το αποτέλεσμα του κλίματος ανεκδότων, και ελληνοχριστιανικών απλουστεύσεων που καλλιέργησε η κορυφή της ιεραρχίας.
  Που είναι λοιπόν, αναρωτιέμαι, η απόμακρη πνευματικότητα της Ορθοδοξίας; Που είναι ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ρήγας Φεραίος, ο Οδυσσέας Ελύτης, να συνεγείρουν τους  Έλληνες; Που είναι τέλος οι προοδευτικές δυνάμεις αυτού του τόπου;



                 ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ


  Μπορούμε να διατυπώσομε την υπόθεση πως κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει μπροστά της μια  πόρτα.  Σε μερικές από αυτές τις πόρτες διακρίνεται καθαρά η επιγραφή που λέει «ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΎΘΕΡΗ», δηλαδή η ψυχή είναι ανοιχτή σε όλους. Σε άλλες, αντίθετα πόρτες, διαβάζεις ένα ξερό «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ». Και οι δυο επιγραφές και οι δυο απόψεις πρέπει να ναι σεβαστές. Και αν  ξαναρωτιόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι πάλι το ίδιο θα απαντούσαν, το ίδιο ναι, το ίδιο όχι.
  Θαυμάζω τους ανθρώπους της πρώτης κατηγορίας, αυτούς που αφήνουν ελεύθερη την πρόσβαση προς τον εσωτερικό τους κόσμο. Αυτούς που είναι ανοιχτοί σε όλους και σε όλα. Αυτούς που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Αυτούς που έχουν διάθεση για προσφορά και δεν ζητούν αντάλλαγμα γι αυτή, αυτούς που σε προσκαλούν μόνο για να σου χαρίσουν. Είναι μεγάλο πράγμα να χαρίζεις κάτι δικό σου, χωρίς αντάλλαγμα. Φαίνεται στην αρχή απλό, αλλά είναι δύσκολο. Δύσκολο να ανοίγεις διάπλατη την πόρτα και το σπίτι σου. Μπορεί να μετανιώσεις γι αυτό. Μπορεί ο μουσαφίρης να ναι αδιάκριτος. Μπορεί να κλέψει τα μυστικά και τα πολύτιμά σου. Μπορεί να τραυματίσει τα αισθήματά σου. Εσύ όμως δεν νοιάζεσαι, είσαι πάνω και πέρα απ όλα αυτά. Έχεις ξεπεράσει τις ανθρώπινες μικρότητες και σφυρίζεις αδιάφορα.
   Όποιον κρατά την πόρτα της ψυχής του ανοιχτή, τον νοιώθεις. Σχεδόν βλέπεις γραμμένο στο κούτελό του το «είσοδος ελεύθερη». Το βλέπεις μέσα στα μάτια του, στην οξύτατη όραση, στη λάμψη που εκπέμπουν οι κόρες. Η καλύτερη ώρα για να μπεις από την ανοιχτή πόρτα είναι το βραδάκι. Μια τέτοια ώρα δειλινού εάν κάποιος βρεθεί σε θέση κατάλληλη, μπορεί να παρακολουθήσει τη σελήνη ν’ ανατέλλει αιμάσσουσα στον ορίζοντα αδειάζοντας αφειδώς τα πλούσια χρώματα και τις ανταύγειες πάνω στην ελαφρώς κυματίζουσα θάλασσα, με μια μεγαλοπρέπεια που θυμίζει Σαντορίνη αλλά και τα νησιά των κοραλλιών και τη νότια Αμερική, την πατρίδα του στρατηγού Μπολιβάρ καθώς έγραψε ο ποιητής. Μια τέτοια ακριβώς ώρα που εξουσιάζεται απόλυτα από την παρουσία της σελήνης είναι η πιο κατάλληλη για ν’ ανοίξει κανείς την πόρτα της ανθρώπινης ψυχής και να μπει στα ενδότερα.
 Η περιπλάνηση μέσα εκεί πρέπει να γίνεται με προσοχή.
  Το πρώτο που θ’ αντικρίσει είναι μικρές παιδικές στιγμές ζωγραφισμένες με κοντύλι πάνω σε μαθητική πλάκα. Κατόπιν θ’ αντικρίσει ένα βουνό από ελπίδες για τον εαυτούλη αλλά και για την ανθρωπότητα. Παραπέρα ένα άλλο βουνό από λαχτάρες και σχέδια, αποφάσεις και αγώνες, και στο σημείο το βαθύτερο θα δει  ένα βουνό απογοητεύσεις για όσα  έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ.
   Θα βρει κι άλλα. Επιθυμίες, μνήμες και πάθη. Ρίγη συγκίνησης αλλά και πίκρες αβάσταχτες. Αναμνήσεις και παλιούς συμμαθητές που ζουν ή που χάθηκαν (αυτούς προπάντων). Λέξεις παρηγοριάς για τον άρρωστο, τον κατατρεγμένο, τον βομβαρδισμένο τον προδομένο, τον πρόσφυγα το μεροκαματιάρη. Οίκτο για τους ημιμαθείς, τους αρχομανείς, τους αδίστακτους. Όσο θα βρίσκει στοιχεία καινούργια τόσο θα πηγαίνει βαθύτερα, θα ψάχνει για περισσότερα. Θα ανακαλύπτει και θα αφομοιώνει. Θα θυμάται και θα χαμογελά. Κι όταν πια ο επισκέπτης κουραστεί, κι ενώ η σελήνη θα μεσουρανεί, ας αποχωρήσει διακριτικά κλείνοντας αθόρυβα πίσω του την πόρτα.



                 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

  “Καημένε Αλέξανδρε, που πριν προλάβεις ν' αποκληθείς Μέγας πήγες να λουστείς στα κατάψυχρα ύδατα ενός ασήμαντου ποταμού, για να αφήσεις ορφανούς από την πιο σημαντική γλώσσα την οικουμένη” (Οδ. Ελύτης).
  Μ’ αυτά τα λόγια ο ποιητής μας θρηνεί την ευκαιρία που χάθηκε με τον πρόωρο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου να γίνει η Ελληνική γλώσσα παγκόσμια.
Δεν ξέρω αν πρέπει σήμερα να θρηνούμε για την κακοποίηση που γίνεται σ’ αυτή τη γλώσσα.  «Μου την έδωσε»…» «Τα πήρα στο κρανίο…»  «Είσαι ιν…», «Κουλάρω…, φλιπάρω…, φρικάρω…, πρεσάρω…,τεστάρω», «την έπεσα…».
  Είναι μερικές από τις φράσεις που ακούμε καθημερινά, ιδιαίτερα από νέους που προσπαθούν να δώσουν στις εκφράσεις τους το δικό τους ξεχωριστό τόνο. . 
Θάλασσα οι λέξεις κάθε γλώσσας. Θάλασσα με μαργαρίτες και... «μαργαριτάρια». Με τους μαργαρίτες, τα πολύτιμα πετράδια με τα οποία χτίζεται η ζηλευτή ποικιλία, ο πλούτος, η σαφήνεια και η «πληρότητα» τού ανθρώπινου λόγου. Αλλά και με τα αναπόφευκτα αστοχήματα από βιαστικούς, ανέτοιμους ή αδέξιους βουτηχτές που αρπάζουν και βγάζουν από μέσα της, κοντά σε θησαυρούς, και άχρηστα φύκια ή ψεύτικα μαργαριτάρια.
 Δεν είμαστε εμείς αυτοί που πλάθουν τις λέξεις τής γλώσσας μας. Η γλώσσα μας και μαζί οι λέξεις της δεν ξεκινούν μ' εμάς ως άτομα. Τις παραλαμβάνουμε έτοιμες, συμβατικά πλασμένες, συλλογικό καρπό από τις γενιές που προηγήθηκαν. Είναι «πολλών ανθρώπων παιδιά οι λέξεις μας», λέει ο Σεφέρης, θέλοντας να δείξει την παράδοση, την ιστορία και την προσωπικότητα των λέξεων κάθε γλώσσας και τον σεβασμό που απαιτεί η χρήση τους. Γεννούν υποχρεώσεις οι λέξεις: Να γνωρίσεις καλά το περιεχόμενό τους, το εύρος και το βάθος τής πληροφορίας που δηλώνουν, δηλαδή τη σημασία τους. Να σεβαστείς τη λειτουργία τους στην επικοινωνία, χρησιμοποιώντας τις και ερμηνεύοντας σωστά τη σημασία που έχουν στη γλώσσα.
 Ας μιλήσομε όσο γίνεται σωστά ελληνικά.



         ΕΝΑΣ  ΗΜΙΜΑΘΗΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ  
  Επιτέλους το εμπέδωσα: Είμαι ένας ημιμαθής επαρχιώτης που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του. Είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος που δυστυχώς κατατρύχεται από μιαν ακατανόητη και δυσεξήγητη τελειομανία και από τη μεγαλομανία του κουλτουριάρη και του δήθεν πολύξερου παντογνώστη. Έτσι, αν και το υψιπετές συστατικό της ψυχής μου προσπαθεί να με τραβήξει προς τα πάνω, ύστερα από τις επίμονες παρεμβάσεις διαφόρων ειδικών τελικά πείσθηκα πως πρέπει να προσγειωθώ.
  Αν και δεν είμαι εντελώς αφελής, με έχουνε (σχεδόν) πείσει πως έχω πολλαπλές ανάγκες και πρέπει να δουλεύω σκληρά 14 ώρες την ημέρα για να μπορώ να αντιμετωπίζω τις υποχρεώσεις μου: Τα σταθερά, τα  κινητά, το πανάκριβο νερό, το ρεύμα, την πιστωτική κάρτα, τα κοινόχρηστα, τα τέλη κυκλοφορίας, τα ασφάλιστρα, τα πολυκαταστήματα και όλα τ’ άλλα.
  Με έχουνε (σχεδόν) πείσει πως είμαι ένας τυχερός που ζει σε μια πανέμορφη μοντέρνα πόλη, πρώην φτωχικό και παντέρμο χωριό. Βέβαια κάθε φορά που το όχημά μου πέφτει σε μια λακκούβα κάποιο πρωτόγονο ένστικτο με κάνει να επαναστατώ και να αμφιβάλλω αν είναι αληθινά ευτυχία να ζεις σ’ ετούτη την πόλη. Λέω όμως, δεν βαριέσαι, αφού σε όλους τους άλλους συμπολίτες αρέσει και  ουδέποτε διαμαρτύρονται, άρα δεν τρέχει τίποτα, εγώ είμαι ο περίεργος, ο ιδιότροπος. Φτάνει που είμαι ημιμαθής, ας μη δυσκολεύω τα πράγματα… 
  Μην πολυσκέφτεσαι, μην το παιδεύεις, μου λένε οι φίλοι μου όσοι έχουνε «πιάσει το νόημα». Το ίδιο επαναλαμβάνω κι εγώ στον εαυτό μου, έτσι που τον έχω (σχεδόν) πείσει. Η πολλή σκέψη φρενάρει τη σχέση μας με τα πράγματα. Κατά συνέπεια, όποιος πολυσκέφτεται δεν ζει. Να προβληματιζόμαστε ναι, αλλά για λίγο! Το μόνο που έχει νόημα είναι το στιγμιαίο, το φαστ.
  Σαν γνήσιος μέσος επαρχιώτης που είμαι δεν ζητώ πολλά από την καθημερινή μου ζωή . Θέλω να μην ταράζουν την ψυχική μου ηρεμία. Θέλω όμορφη μουσική και ωραίες εικόνες. Θέλω να ανοίγει που και που ο ουρανός και να μπαίνει λίγο φως στη ζωή μου. Προσπαθώ να κάνω μόνο αυτό που ξέρω.  Να κάνω μόνο αυτό που μπορώ. Να δηλώνω μόνο ό,τι είμαι. Να είμαι ο εαυτός μου. Να είμαι σοβαρός, όχι σοβαροφανής. Να μη φοβούμαι να δίνω.
  Ζητάω πολλά; Είμαι ένας ημιμαθής επαρχιώτης, αλλά μου συμβαίνει κάτι περίεργο. Ώρες και φορές νοιώθω μια παρόρμηση  να φύγω για πάντα απ’ αυτή την ειδυλλιακή πόλη. Πάντα έτσι λέω αλλά τελικά δεν φεύγω. Γιατί; Διότι οι χειρότερες φυλακές δεν είναι αυτές που δεν μπορείς, αλλά που δεν θέλεις να φύγεις!



                               ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ

  Για την ακρίβεια, έκλεισα την τηλεόραση και άρχισα να σκέφτομαι. Κάποιος είπε πως όταν κλείνει η τηλεόραση αρχίζει η ζωή. Μάλλον έτσι είναι. Κλείνω λοιπόν την τηλεόραση, ανάβω το φεγγάρι, κάθομαι κάτω απ’ το φως του και επιχειρώ το πιο απλό αλλά συγχρόνως το πιο δύσκολο: Αρχίζω να σκέφτομαι! Σε μια σοβαρή κοινωνία πολιτών δεν πρέπει να αφήνουμε την τύχη μας και την τύχη της πόλης μας μόνο στους πολιτικούς. Πρέπει να σκεφτόμαστε και να συμμετέχομε. Γιατί όποιος πολίτης δεν συμμετέχει χάνει το δικαίωμα να απαιτεί μια καλύτερη ζωή.
  Παρατηρώ λοιπόν τη ζωή καθώς κυλάει δίπλα μου, σκέφτομαι και διαπιστώνω.
  Διαπίστωση πρώτη: Mε ραγδαίους ρυθμούς  προωθείται μια νέα συντηρητικοποίηση και μια συνεχής εκβαρβάρωση της κοινωνίας. Τρόπος ζωής στυλιζαρισμένος και προσαρμοσμένος στη μόδα και στο συρμό. Υπερβολική τι-βι. Υπερβολική δόση γιουροβίζιον και μάλιστα με τεράστιο οικονομικό κόστος. Καταιγισμός χωρίς προηγούμενο τα φέημ στόρυ. Καφές και εφησυχασμός. Χωρίς «καφέ» στην καφετέρια δεν νοείται μια αξιοπρεπής ζωή. Οι υγιείς δυνάμεις της πόλης κρατιούνται σε καταστολή. Οι άνθρωποι παραμένουν χαλαροί με την έννοια του αδιάφορου. Έτσι τους δίδαξαν, έτσι τους έχουν συνηθίσει, έτσι κάποιους βολεύει για να αποφασίζουν  ότι γουστάρουν κάποιοι άλλοι, επιτήδειοι. Ούτε ιδέες ούτε καινοτομίες ουδέ καν πραγματική διάθεση για δημιουργική εργασία. Κάτι δεν πάει καλά βρε παιδιά!
   Διαπίστωση δεύτερη: Παρ’ όλα τα παραπάνω, υπάρχουν δυνάμεις στην τοπική κοινωνία που επιθυμούν την πρόοδο, την αλλαγή, τη δημιουργική ζωή, που χαίρονται να δουλεύουν, να διασκεδάζουν, να ταξιδεύουν, να συνδυάζουν.
  Διαπίστωση τρίτη: Οι πόλεις είμαστε εμείς. Οι πόλεις αντανακλούν τις αξίες μας, την αισθητική μας, την φαντασία μας ή ακόμη και την  έλλειψή της. Τις πόλεις τις διαμορφώνουμε αλλά και μας διαμορφώνουν. Οι πόλεις στον 21ο αιώνα γίνονται το πλαίσιο όπου συγκεντρώνονται η ανάπτυξη, οι εντάσεις και οι νέες μορφές κοινωνικής ζωής. Μια σειρά από πληθυσμιακές ανακατατάξεις έχουν ουσιαστικά διαμορφώσει τη νέα κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική εικόνα των πόλεων.
  Διαπίστωση τέταρτη: Θέλω να αισθάνομαι πολίτης και όχι ιδιώτης στην πόλη μου. Ας μου αναγνωρισθεί αυτό το δικαίωμα. Έχω αναμφίβολα και ένα άλλο δικαίωμα, το δικαίωμα στο όνειρο!. Δικαιούμαι να ονειρεύομαι μια καλύτερη ζωή μέσα σ’ αυτή την πόλη, μια καλύτερη πόλη για όλους αδερφέ! Μια πόλη που θα διηγείται την ιστορία της, θα ενισχύει τη φήμη και το προφίλ της, θα κεφαλαιοποιεί την κουλτούρα, την παράδοση και την αρχιτεκτονική της, μια πόλη που θα πιστεύει στον εαυτό της και στο μέλλον της. Ονειρεύομαι μια κοινωνία δημοκρατική, όπου γυναίκες και άνδρες, πλούσιοι και μη πλούσιοι, ηλικιωμένοι και παιδιά, κάθε είδους μειονότητες και μετανάστες, θα αντιμετωπίζονται ισότιμα και δίκαια. Όλοι θα συμβάλλουν στη λειτουργία της, και θα έχουν κάποιο λόγο στις αποφάσεις που τους αφορούν.
  Ο Θωμάς με ακούει υπομονετικά να κάνω όλες αυτές τις σκέψεις στα φωναχτά. χωρίς εκείνος να αρθρώνει λέξη. Στο τέλος δεν αντέχει στη μακρά και επίπονη ακολουθία των συλλογισμών και των συνειρμών μου και ανοίγει το στόμα του:
  -Τα μάτια σου τα επίμονα τρελαίνουν κι επιστήμονα! Όμως να ξέρεις αγαπητέ μου, η πολλή σκέψη βλάπτει σοβαρά την …υγεία.




                  ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ

  Για την ακρίβεια, έκλεισα την τηλεόραση και άρχισα να σκέφτομαι. Κάποιος είπε πως όταν κλείνει η τηλεόραση αρχίζει η ζωή. Μάλλον έτσι είναι. Κλείνω λοιπόν την τηλεόραση, ανάβω το φεγγάρι, κάθομαι κάτω απ’ το φως του και επιχειρώ το πιο απλό αλλά συγχρόνως το πιο δύσκολο: Αρχίζω να σκέφτομαι! Σε μια σοβαρή κοινωνία πολιτών δεν πρέπει να αφήνουμε την τύχη μας και την τύχη της πόλης μας μόνο στους πολιτικούς. Πρέπει να σκεφτόμαστε και να συμμετέχομε. Γιατί όποιος πολίτης δεν συμμετέχει χάνει το δικαίωμα να απαιτεί μια καλύτερη ζωή.
  Παρατηρώ λοιπόν τη ζωή καθώς κυλάει δίπλα μου, σκέφτομαι και διαπιστώνω.
  Διαπίστωση πρώτη: Mε ραγδαίους ρυθμούς  προωθείται μια νέα συντηρητικοποίηση και μια συνεχής εκβαρβάρωση της κοινωνίας. Τρόπος ζωής στυλιζαρισμένος και προσαρμοσμένος στη μόδα και στο συρμό. Υπερβολική τι-βι. Υπερβολική δόση γιουροβίζιον και μάλιστα με τεράστιο οικονομικό κόστος. Καταιγισμός χωρίς προηγούμενο τα φέημ στόρυ. Καφές και εφησυχασμός. Χωρίς «καφέ» στην καφετέρια δεν νοείται μια αξιοπρεπής ζωή. Οι υγιείς δυνάμεις της πόλης κρατιούνται σε καταστολή. Οι άνθρωποι παραμένουν χαλαροί με την έννοια του αδιάφορου. Έτσι τους δίδαξαν, έτσι τους έχουν συνηθίσει, έτσι κάποιους βολεύει για να αποφασίζουν  ότι γουστάρουν κάποιοι άλλοι, επιτήδειοι. Ούτε ιδέες ούτε καινοτομίες ουδέ καν πραγματική διάθεση για δημιουργική εργασία. Κάτι δεν πάει καλά βρε παιδιά!
   Διαπίστωση δεύτερη: Παρ’ όλα τα παραπάνω, υπάρχουν δυνάμεις στην τοπική κοινωνία που επιθυμούν την πρόοδο, την αλλαγή, τη δημιουργική ζωή, που χαίρονται να δουλεύουν, να διασκεδάζουν, να ταξιδεύουν, να συνδυάζουν.
  Διαπίστωση τρίτη: Οι πόλεις είμαστε εμείς. Οι πόλεις αντανακλούν τις αξίες μας, την αισθητική μας, την φαντασία μας ή ακόμη και την  έλλειψή της. Τις πόλεις τις διαμορφώνουμε αλλά και μας διαμορφώνουν. Οι πόλεις στον 21ο αιώνα γίνονται το πλαίσιο όπου συγκεντρώνονται η ανάπτυξη, οι εντάσεις και οι νέες μορφές κοινωνικής ζωής. Μια σειρά από πληθυσμιακές ανακατατάξεις έχουν ουσιαστικά διαμορφώσει τη νέα κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική εικόνα των πόλεων.
  Διαπίστωση τέταρτη: Θέλω να αισθάνομαι πολίτης και όχι ιδιώτης στην πόλη μου. Ας μου αναγνωρισθεί αυτό το δικαίωμα. Έχω αναμφίβολα και ένα άλλο δικαίωμα, το δικαίωμα στο όνειρο!. Δικαιούμαι να ονειρεύομαι μια καλύτερη ζωή μέσα σ’ αυτή την πόλη, μια καλύτερη πόλη για όλους αδερφέ! Μια πόλη που θα διηγείται την ιστορία της, θα ενισχύει τη φήμη και το προφίλ της, θα κεφαλαιοποιεί την κουλτούρα, την παράδοση και την αρχιτεκτονική της, μια πόλη που θα πιστεύει στον εαυτό της και στο μέλλον της. Ονειρεύομαι μια κοινωνία δημοκρατική, όπου γυναίκες και άνδρες, πλούσιοι και μη πλούσιοι, ηλικιωμένοι και παιδιά, κάθε είδους μειονότητες και μετανάστες, θα αντιμετωπίζονται ισότιμα και δίκαια. Όλοι θα συμβάλλουν στη λειτουργία της, και θα έχουν κάποιο λόγο στις αποφάσεις που τους αφορούν.
  Ο Θωμάς με ακούει υπομονετικά να κάνω όλες αυτές τις σκέψεις στα φωναχτά. χωρίς εκείνος να αρθρώνει λέξη. Στο τέλος δεν αντέχει στη μακρά και επίπονη ακολουθία των συλλογισμών και των συνειρμών μου και ανοίγει το στόμα του:
  -Τα μάτια σου τα επίμονα τρελαίνουν κι επιστήμονα! Όμως να ξέρεις αγαπητέ μου, η πολλή σκέψη βλάπτει σοβαρά την …υγεία.




             ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ


  Ο Θωμάς μπήκε στο γραφείο μου εκείνο το μεσημέρι αναμαλλιασμένος και ορμητικός.  Το βλέμμα του άγριο, δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις.
 -Τι κάνεις εδώ μέσα κλεισμένος τόσον καιρό; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ούρλιαξε.
 -Τη δουλειά μου κάνω….τόλμησα να αρθρώσω νοιώθοντας ήδη κάποια ενοχή.
 -Μια τρύπα στο νερό κάνεις, απλά χάνεις τον καιρό σου, με αποπήρε ο φίλος μου με απελπισία. Η ζωή τρέχει γύρω σου, κι εσύ κάθεσαι σ’ ένα γραφείο και «δουλεύεις». Αλίμονο σου κακομοίρη! Κρίμα στα όσα σ’ έχω διδάξει, κρίμα στα άδηλα και κρύφια που σε έχω μυήσει. Πράμα δεν έχεις καταλάβει.
 -Δηλαδή τι νομίζεις πως πρέπει να κάνω; Απάντησα  πανικόβλητος,
 -Κλείσε το γραφείο και ακολούθα με! Τώρα! Διέταξε ο Θωμάς.
Υπάκουσα αφού διαπίστωσα πως οι αντιρρήσεις μου δεν εισακούονται, πως δεν υπήρχε διέξοδος και πως έπρεπε να παραδοθώ χωρίς όρους. Άλλωστε ο βαθύτερος εαυτός μου, το αόρατο παντοδύναμο ένστικτο που από τα βάθη της ύπαρξης τον καθένα μας κυβερνά μου έγνεφε «Ναι!». Μετά από μια σύντομη διαδρομή με ένα σαράβαλο με πρόσταξε να κατεβώ. Ακολουθούσα τα γρήγορα βήματά του μέσα από τα χωράφια.
  -Χόρτα, βοτάνια, σταφύλια, θυμάρι, μυρωδιές, εδώ είναι η αληθινή ζωή, εδώ είναι ο Θεός και η Κρήτη, όχι μέσα στα γραφεία! Τα πουλιά και τα ζουζούνια στένουνε εδώ πανηγύρι ολημερίς. Το καθημερινό πανηγύρι της φύσης όπου η χαρά εξαργυρώνεται και καταναλώνεται κάθε στιγμούλα, άμεσα. Εδώ το αύριο δεν υπάρχει, μόνο το σήμερα, το τώρα. Αντίθετα με σας- μερικούς πολυπράγμονες - που αγωνίζεστε να «εξασφαλίσετε» το αύριο. Μα εκεί την έχετε πατήσει φίλε μου. Εξασφάλιση οποιουδήποτε είδους απλά δεν υπάρχει στον κόσμο ετούτο! Μην επενδύετε στην Τράπεζα του Μέλλοντος, διότι μπορεί «στην πρώτη κρίση, εξαφνικά τες πληρωμές να σταματήσει» όπως λέει και ο δαιμόνιος Αλεξανδρινός. Έχετε φυλακίσει την ψυχή σας σε ένα γραφείο με τέσσερις τοίχους κι εκείνη η κακομοίρα μάταια γυρεύει παράθυρο για αέρα και φως. Απ’ το γραφείο κατ’ ευθείαν στο σουπερμάρκετ. Σακκούλες γεμάτες ντομάτες κι αυταπάτες. Αφθονία και παχυσαρκία. Παχυσαρκία και δίαιτα. Δίαιτα και νευρώσεις.  Ήθελα και να κάτεχα δεν το θωρείτε το Αδιέξοδο; 
 Ο Θωμάς είναι η φωνή της συνείδησής μου, η απόδραση που δεν τόλμησα, η απέναντι όχθη που ποτέ δεν έφτασα. Όταν μιλεί ο Θωμάς οι αισθήσεις μου διαστέλλονται και τείνουν να απλωθούν στο σύμπαν.
 Είχε σταματήσει λαχανιασμένος κι ακουμπούσε στη βέργα του να ξαποστάσει. Η οργή του δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Μουρμούριζε αποσπάσματα απ’ τον Ηράκλειτο κι απ’ τον «Ερωτόκριτο». Η πορεία συνεχιζόταν.
 Πραγματοποιήσαμε τελικά μια πολύωρη περιπλάνηση μέσα στην παρθένα κρητική φύση. Σε λίγο φθάσαμε στο καφενείο του κοντινού χωριού όπου έπεσα σε μια καρέκλα αποκαμωμένος.
  -Ρακί, διάταξε ο Θωμάς κι άρχιξε να τραγουδεί στίχους απ’ τον Ερωτόκριτο: 
  «Kι ο Kόσμος από την αρχήν εδέτσι εθεμελιώθη,
   και πορπατεί καθένας μας εκεί, που η Tύχη αμπώθει».
  Ξεθαρρεμένος και ξεμπετουργιασμένος κι εγώ παρευθύς απάντησα:
  -"Mοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α' θέλεις κάμε,
    κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά' μαι.  



 
                   ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ


  Όσα πολλά και να πει κανείς γι αυτό το έργο, πάλι λίγα θα ναι. Όσο περισσότερα πάλι γνωρίζει κανείς γι αυτό, τόσο το καλύτερο. Είναι σαν το σήμα κατατεθέν του πολιτισμού μας. Είναι σαν ένα πολύτιμο φυλαχτό που μας συντροφεύει μέσα στους αιώνες. Πάντα είχα την εξής απορία. Για ποιους ακριβώς λόγους το έργο αυτό του Βιτσένζου Κορνάρου - που γράφτηκε γύρω στο 1610-  είναι τόσο σημαντικό; Σιγά-σιγά θαρρώ πως βρίσκω τις απαντήσεις.
  Πρώτος λόγος. Ενώ φαινομενικά η υπόθεση μοιάζει σαν ένα απλοϊκό παραμύθι  με θέμα τον έρωτα δύο νέων, στην πραγματικότητα στο έργο μέσα αναπλάσσεται  ολόκληρη η ανθρώπινη ζωή με τον πλούτο, την ομορφιά, τα αισθήματα, τις ποικίλες εναλλαγές της (το ίδιο ισχύει για την Ομηρική Οδύσσεια). Η αστάθεια της ανθρώπινης μοίρας, ο πόλεμος, η αγάπη σε διάφορες εκφάνσεις της είναι κυρίαρχα θέματα.
                               "Tη λαμπυράδα τση φωτιάς ορέχτηκα κ' εθώρου',
                                κ' εσίμωσα, κ' εκάηκα, να φύγω δεν ημπόρου'."
                                Όλοι τση φαίνουντ' άσκημοι, δίχως αντρειάν και χάρη,
                                  κι όλοι σα νύχτα σκοτεινή, κι ο Pώκριτος Φεγγάρι.
  Δεύτερος λόγος. Το ποίημα εκφράζει το αναγεννησιακό αίτημα για μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή συντρόφου και γενικότερα στην ερωτική ζωή, καθώς και για υπέρβαση των διαφορών που εμποδίζουν τις σχέσεις των φύλων. Η Αρετούσα είναι ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρόνων όταν αρνιέται σταθερά ένα γάμο διπλωματικής σκοπιμότητας. Ακόμη καταγγέλλεται  η αυταρχική εξουσία του βασιλιά Ηράκλη.
                                  η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως άμμο,
                                  παρά να πω ποτέ το Nαι, και παντρειά να κάμω.
  Τρίτος λόγος. Η αισθητική του ποιήματος. Η γλώσσα είναι θαυμαστή για την ακρίβεια, το σφρίγος και την εκφραστικότητά της. Ο στίχος και η ομοιοκαταληξία αποκαλύπτουν συνεχώς, σε κάθε νοηματική ενότητα, την εκπληκτική άνεση του Κορνάρου στη σύνθεση του ποιήματος. Η πείρα της ζωής, όπως βρίσκει την ευκαιρία να την εκφράσει ο Κορνάρος, οι εύστοχες παρομοιώσεις, οι ζωντανές περιγραφές του φυσικού περιβάλλοντος, εκπλήττουν.
                                   είναι πολλοί, παιδάκι μου, τη σήμερον ημέρα,
                                   κ' έχουν στο στόμα το γλυκύ, φαρμάκι-ν εις τη χέρα·   
Τέταρτος λόγος. Η τεράστια και διαχρονική αποδοχή του «Ερωτόκριτου» από τον Κρητικό λαό. Αρκεί να θυμηθούμε πως μέχρι πρόσφατα οι γιαγιάδες μας γνώριζαν και με καμάρι τραγουδούσαν εκατοντάδες στίχους του έργου- ακόμη και ολόκληρο το έργο- από στήθους. Όχι μόνο ήταν και είναι το δημοφιλέστερο ποίημα- τραγούδι για την Κρήτη, αλλά έγινε και το πρότυπο για τους μετέπειτα και σύγχρονους κρητικούς μαντιναδολόγους  στη σύνθεση μαντινάδων, συνειδητά ή ασυνείδητα. Ερωτόκριτος για χθες, για σήμερα, για πάντα.

                                  BITΣENTZOΣ είν' ο ποιητής, και στη γενιάν KOPNAPOΣ,     
                                  που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος.
                                  Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
                                  εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
                                  Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
                                  το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει.        



    
 Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ  ΚΑΙ ΤΟ «ΜΑΛΒΑΖΙΑ»
   Μια φορά κι έναν καιρό, γύρω στα 1600, ζούσε λέει στην Κρήτη ένας σπουδαίος άνδρας, ο Ανδρέας Κορνάρος που ήταν αδελφός του Βιτσέντζου Κορνάρου, εκείνου που έγραψε τον «Ερωτόκριτο», και έτσι μας έκαμε περήφανους εμάς τους Κρητικούς, όλους και για πάντα. Αυτός ο Ανδρέας λοιπόν ήταν λόγιος και συγγραφέας, όπως και ο αδελφός του. Έγραψε «με τη βοήθεια του θεού» την «Ιστορία της Κρήτης» και πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Ανάμεσα στ’ άλλα που έγραψε ο Κορνάρος μας άφησε μια περιγραφή για ένα περίφημο στην εποχή του κρητικό κρασί, με το όνομα «Μαλβαζία». Έτσι έχομε πληροφορίες από πρώτο χέρι, για ένα εκπληκτικό παλιό κρητικό κρασί από μια ποικιλία που χάθηκε, και σήμερα δεν τη βρίσκεις πουθενά, σ’ ολάκερη την Κρήτη. (Το κρασί που κυκλοφορεί σήμερα ως Μαλβαζία δεν έχει σχέση με την αυθεντική.)
  Μόνο στην Κρήτη, ευδοκιμούσε η ποικιλία αυτή. Τα κλήματα είναι χαμηλά και πλατύφυλλα, περίπου σαν πλατανόφυλλα, μας περιγράφει ο Κορνάρος. Το κρασί είναι λευκό, λαμπερό με υπέροχο άρωμα. Όσο παλιώνει γίνεται συνεχώς καλύτερο. Όταν γίνει δέκα χρονών μπορεί να ανάψει λέει σαν το λάδι. Παράγεται σε μικρές ποσότητες. 91 δοχεία (κιούπια) έβγαζε  η Κρήτη ολάκερη. Όπως κάθε σπάνιο είδος οι ντόπιοι δεν το πουλούσαν αλλά το κρατούσαν για δική τους κατανάλωση. Όταν το έπινες, λέει, ήταν ευκοίλιο και ωφέλιμο για το στομάχι. Καμιά φορά έστελναν ένα δοχείο ως δώρο σε υψηλά ιστάμενους άρχοντες στη Βενετιά, για να ζητήσουν κάποιο χατίρι. Αργότερα γινόταν εξαγωγή άλλων κρασιών που τα ονόμαζαν μεν «Μαλβαζία» αλλά αυτά δεν ήταν γνήσια της σπάνιας αυτής ποικιλίας. 
  Μπορούμε λοιπόν πολύ εύκολα και χωρίς αυτό να απέχει πολύ από την αλήθεια, να φανταστούμε τον Ανδρέα Κορνάρο να κάθεται στο παραθύρι του και να απολαμβάνει ένα ποτήρι κρασί Μαλβαζία απαγγέλλοντας στίχους από το έργο «Ερωτόκριτος» που έγραψε ο αδελφός του, Βιτσέντζος.

Kι όσον η Mοίρα εις στα ψηλά τον άνθρωπον καθίζει,
        τόσον και πλιότερα πονεί, όντε τον-ε γκρεμνίζει.     
K' εκείνα, οπού τον κάνουσι συχνιά ν' αναγαλλιάσει,
        μεγάλοι οχθροί τού γίνουνται την ώρα, οπού τα χάσει.
Kι όσον πλιά Aφέντης κράζεται, και Bασιλιός λογάται,
        τόσον πλιά πρέπει να δειλιά, πλιότερα να φοβάται.
Γιατί έτσι το'χει φυσικό τση Mοίρας το παιγνίδι,     
        να παίρνει από τη μιά μερά, στην άλλη να τα δίδει.


  Μαθαίνω πως ένας Έλληνας επιστήμονας στο Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας κάνει τώρα διατριβή για την παραγωγή κρασιών στην Κρήτη της Βενετοκρατίας  και για το Μαλβαζία ειδικότερα, άρα θα έχομε πολλά νεώτερα στοιχεία σύντομα γι αυτό το φημισμένο Κρητικό κρασί που έχει περάσει στην ιστορία.



                   ΕΧΩ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕΝΕ

 Ακριβώς όπως το λέει το τραγούδι. Εγώ είμαι ο καφετζής. Έχω έναν καφενέ, στου λιμανιού την άκρη. Το κτίσμα είναι πέτρινο, παμπάλαιο. Καφενείον «Η καλή καρδιά», αυτό είναι το όνομά του. Διότι κύριοι, ανέκαθεν η καλή καρδιά ήταν το βασικό προσόν ενός καφετζή. Ο ίδιος ο καφενές μου, ας είναι παλιός,  έχει κι αυτός καρδιά. Έχει πολλή ζεστασιά, πολλά λουλούδια, πολλές αναμνήσεις πολλή νοσταλγία.
  Εννοώ πως οι πελάτες μου εκτός από πλήξη πάσχουν και από νοσταλγία. Η νοσταλγία, και η μοναξιά είναι αρρώστιες που προχωρούν υποδόρια και ύπουλα, δεν τις παίρνεις χαμπάρι, ώσπου ξαφνικά σε κυριεύουν ολόκληρο, δεν μπορείς να ξεφύγεις.
  Ο καφενές μου ακούει όλες τις πικρές αλήθειες και τα παράπονα που υπάρχουν στο ντουνιά. Αυτές που  δύσκολα λέγονται και αυτές που δεν λέγονται καθόλου. Ακούει το βαθύτερο αναστεναγμό, το -μέσα από τα σπλάγχνα - πιο αδυσώπητο «Αχ» της ανθρώπινης ύπαρξης! Το ακούω κι εγώ αυτό το «Αχ», κι ακριβώς αυτό με συναρπάζει ως καφετζή. Ακόμη κι αν ξαναγεννιόμουν, την ίδια δουλειά θα διάλεγα. Καφετζής. Γιατί νοιώθω τη χαρά να δίνω παρηγοριά στον άνθρωπο. Ο καφενές ακούει και τα πολιτικά. Έλα εδώ να κάνεις τις πιο σίγουρες πολιτικές μετρήσεις. Έλα να δεις  και τις συγκρούσεις ανάμεσα στους πολύ ενθουσιώδεις. Έτσι έκαμε ο θεός τον Έλληνα, ζωντανό, με πάθος. Εγώ βέβαια οφείλω να σβήσω τη φωτιά, όταν ανάψει η κουβέντα και κορώσει.
   Φτιάχνω εξαιρετικό καφεδάκι. Βαρύ γλυκό, μέτριο, γλυκύ βραστό σκέτο, όχι για να το παινευτώ, είναι η αλήθεια. Αλλά τι τα θες, ο καφές είναι το πρόσχημα. Η πρέφα είναι επίσης πρόσχημα. Οι πελάτες έρχονται εδώ στην πραγματικότητα για μιαν ανθρώπινη επαφή. Για μια σταλιά παρηγοριά. Για μια κουβέντα. Τι να τους κάνεις τους ψυχολόγους και την ψυχανάλυση. Εδώ να έρθετε, στον καφενέ, να δείτε αμπελοφιλοσοφία και ψυχοθεραπεία στην πράξη. Οχτακόσες παροιμίες και ρητά μπορώ να αραδιάσω ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με τον νταλκά που κουβαλάει ο άλλος. 
  Ο καφενές είναι μια από τις μικρές απολαύσεις της ζωής. Είναι η απόλαυση του να μην κάνεις τίποτα. Να μην ενεργείς καθόλου, να μένεις απλός παρατηρητής της ροής του κόσμου. Πάνω και πέρα απ’ όλα τα δρώμενα. Έστω για λίγη ώρα. Είναι το δικαίωμα στην τεμπελιά. Η τεμπελιά – μη νομίζετε – κουβαλά πίσω της μια ολάκερη φιλοσοφία. Τεμπελιάζεις και γεμίζουν οι μπαταρίες σου. Αράζεις, να ο βαρύς γλυκός, σκέψη, απολογισμός, καταμέτρηση, τα συν και τα πλην, ίσως στο φινάλε κάποιο συμπέρασμα. Οι φουσκάλες μετουσιώνονται και γίνονται οι ελπίδες που διαψεύσθηκαν.     Φλιτζανάκια και ρακοπότηρα ανεβοκατεβαίνουν, πάνε κι έρχονται. Σκέτος υπερρεαλισμός, όπως λέει κι η κόρη μου η φοιτήτρια που διαβάζει τους ποιητάδες. Δεν γουστάρει βέβαια και τόσο η κόρη μου που έχει πατέρα καφετζή. Θα προτιμούσε να ήμουν δικηγόρος ή γιατρός, γραμματισμένος τελοσπάντων. Μα εγώ της θυμίζω κάτι που έλεγε ένας απ’ αυτούς τους πολυδιαβασμένους.  
                                    Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία,
                                    είκοσι χρόνια παίζοντας, έχασα τη ζωή….
   Θαρρώ τον λέγανε Καρυωτάκη. Στο τέλος μάλιστα «τά έφτυσε» όλα κι «έθεσε τέρμα εις τη ζωήν του». Ενώ εμείς εδώ στον καφενέ μου, τι παίζομε παρακαλώ;  Mόνο χαρτιά. Μόνο πρέφα!





                   ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ
                                                                 
  Όταν σημαίνει μεσάνυχτα, στους παρατηρητικούς και ευαίσθητους ανθρώπους συμβαίνουν πολλά. Ο κόσμος διαστέλλεται κι εμείς γινόμαστε πιο μικροί, πιο αθόρυβοι, πιο ανθρώπινοι. Ούτε μπορείς να αραδιάζεις ψέματα όταν σημαίνει μεσάνυχτα. Απ’ τον καιρό της Σταχτοπούτας, τα μεσάνυχτα έχουν γίνει η ώρα της αλήθειας. Οι αλήθειες αυτήν την ώρα γίνονται χείμαρρος.
  -Μόνο αλήθειες τώρα πια, είπε η Πελαγία κοφτά.
  -Μόνο την ομορφιά, είπε η Γιώτα με πάθος.
  -Μόνο την ποίηση, είπα κι εγώ με πείσμα.
  -Μη λυπηθείς τα κούτσουρα, μη φτάσεις ως τη στάχτη, συμπλήρωσε ο Θωμάς.
  Κάτι μεγάλο είχε αρχίσει να συντελείται. Κάτι ζωντανό κι αληθινό. Η ποίηση θα νικήσει και πάλι. Η ψυχή θα νικήσει το μυαλό. Το πρόσωπό σου είναι καθρέφτης που απάνω του αντανακλάται η ψυχή μου. Είναι η ώρα της αλήθειας.
  Ήταν μεσάνυχτα όταν φτάσαμε στο θέατρο. Ήθελα να καθίσω δίπλα σου. Ήθελα να δούμε μαζί αυτή την παράσταση. Το Θέατρο του Μεσονυκτίου. Το Θέατρο της Ζωής.
  Παίζει ένα έργο τρυφερό, λιγάκι αστείο, λιγάκι παράλογο, περίπου έτσι καθώς είναι και η ζωή. Τα φώτα χαμηλώνουν. Από θεατής ξάφνου γίνεσαι ηθοποιός, μπαίνεις στη σκηνή, γίνεσαι φως. Η φωνή σου,  άλλοτε εξασθενημένη, σβησμένη κι άλλοτε βροντερή, στεντόρεια. Παίζεις ένα ρόλο. Παίζεις μια υποψιασμένη, αδικημένη, αγανακτισμένη Ελληνίδα. Δεν δέχεσαι άλλον εμπαιγμό.
- Όχι άλλα ψέματα, βαρέθηκα πια. Πήγανε λέει κάτι πλούσιες χώρες και κλείσανε από τώρα όλα τα εμβόλια της γρίπης, για πάρτη τους. Κι εμείς οι άλλοι τι θα κάνομε δηλαδή αν έρθει η επιδημία; Αυτοί θα χουνε δικαίωμα στη ζωή κι εμείς δικαίωμα στο θάνατο; (Χειροκρότημα- Αυλαία).
  Σκηνή δεύτερη: Ο φασισμός κι ο ρατσισμός, τα δύο αδελφάκια βγαίνουνε τσάρκα για να κόψουνε κίνηση. Βγαίνουνε μετά και κάτι πολιτικοί με ρητορικές ακροβασίες, σχήματα λόγου και τέτοια.
  -Οι πολιτικοί είναι αξιόπιστοι τόσο, όσο ο κόσμος απαιτεί από αυτούς να είναι.
  -Και λοιπόν φίλε; Που είναι το πρόβλημα; Γιατί σκας; Εδώ ο κόσμος καίγεται…
- Εμείς τους πονάμε, δεν τους φτύνομε τους ανθρώπους φίλε. Οι ραγδαίες κλιματολογικές αλλαγές που προαναγγέλλονται, σε μας δίνουν κι ένα άλλο μήνυμα: Πως όποιοι έχουν λεφτά, αυτοί θα μπορέσουν να φύγουν από τον τόπο της καταστροφής όταν συμβεί. Αυτοί προορίζονται να γλιτώσουν. Αν ανήκεις στο σύστημα μπορεί να σωθείς. Αν όχι…θα πεθάνεις. Είναι αυτό ρε παιδιά δικαιοσύνη; Όταν το αντιληφθεί ο κόσμος αυτό, ξέρετε τι θα γίνει; Της Γαλλίας θα γίνει!
    Σκηνή τρίτη: Μουσική. Ημίφως. Εσύ μόνη στη σκηνή, με τη σκιά του Ποιητή να διαγράφεται στο βάθος, απαγγέλλεις με θλίψη:  «Πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς. Αχ ομορφιά, συ θα με παραδώσεις, καθώς ο Ιούδας. Θα ναι νύχτα και Αύγουστος».
-Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε περάσει!

  Ενώ ένα τεράστιο ολόγιομο φεγγάρι υψώνεται στον ουρανό, εσύ σωριάζεσαι στο πάτωμα με   γδούπο. Η παράσταση τελειώνει. Χειροκρότημα. Αυλαία. Το Θέατρο του Μεσονυκτίου. Το Θέατρο του παραλόγου. Το Θέατρο της Ζωής.



              ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΩΔΥΝΑ

    Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια:
  «Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Θα είμαι πάντα και πεισματικά, ένας μοναχικός καβαλάρης. Ένας μελαγχολικός και μόνος καουμπόη. Ένας Λούκυ Λούκ. Γεννήθηκα αυτόνομος και τέτοιος θέλω να παραμείνω. Και η σκέψη μου, αυτόνομη κι αυτή. Δεν θα θεωρήσω τίποτα εξ αρχής σαν δεδομένο, θα τα εξετάζω όλα πρώτα εξονυχιστικά και ύστερα  θα τα υιοθετώ ή θα τ’ απορρίπτω.
  Γεννήθηκα πεισματάρης….και βάλε! Δεν παρασύρομαι, δεν υποχωρώ, δεν παρακαλώ, δεν παραχωρώ. Δεν μ’ αρέσει το χειροκρότημα. Ούτε το επιζητώ ούτε το προσφέρω μ’ ευκολία στην οποιανδήποτε μετριότητα. Δεν με συγκινούν η σεμνότητα και η ταπεινότητα έτσι όπως λανσάρονται σήμερα, με το κοστούμι και τη γραβάτα της υποκρισίας. Διότι, κύριοι, ποιος είναι εκείνος που θα καθορίσει τα όρια της σεμνότητας, ποιος θα ορίσει τι είναι σεμνό και τι δεν είναι; 
  Υποβαθμισμένα πτυχία. Τα πανεπιστήμια νοσούν, η παιδεία νοσεί, η υγεία νοσεί, η κοινωνία νοσεί, πάει τ’ αποφάσισα, θα γίνω γιατρός μήπως και καταφέρω κάτι απ’ όλα να γιατρέψω … «Μην περιμένετε από την πολιτική και από την επιστήμη τίποτε. Μη ματαιοπονείτε», μου είπε κάποιος και τον πίστεψα.
  Νοσεί κι η γλώσσα μου. Φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας! Προσέξτε πόσο εύκολα υιοθετήθηκε το ξενόφερτο – και κακόηχο – «τσουνάμι». Φαίνεται πως ο Ποσειδώνας με τη φοβερή του τρίαινα που μπορεί ν’ αναταράζει τη θάλασσα έχει πια ξεχαστεί από τους Έλληνες. Κάποιος που τον λένε κι αυτόν  Οδυσσέα σταυροκοπιέται: «Μονάχη έννοια  η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Στη γλώσσα την ελληνική θα βρεις όχι μόνο τις αδρές έννοιες αλλά και τις πιο λεπτές αποχρώσεις. Άλλο πράγμα είναι η επιθυμία κι άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα κι άλλο το μαράζι. Λεπτομέρειες χωρίς σημασία, θα μου πεις φίλε. Δεν θα προσπαθήσω άλλο να σε πείσω».
  Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια:
  «Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Θα απολαύσω ένα θεαματικό αγώνα ποδοσφαίρου αλλά το πάθος του ποδοσφαίρου δεν θ’ αφήσω να με κυριεύσει παντελώς, αφού άλλωστε γνωρίζω ότι τελικά πρόκειται για οικονομική υπόθεση. Θα παρακολουθήσω μια παράσταση, ακόμη κι ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση, αλλά δεν θα εμπιστευθώ τη μόρφωσή μου στην τηλεόραση, με τα πρωινάδικα, τα κουτσομπολιά, τα διάφορα τηλεπαιχνίδια, τα σίριαλ, τα ριάλιτι. Δεν θα πω στο παιδί μου τα υποκριτικά και ανούσια:  «Μάθε, παιδί μου, γράμματα, για να προκόψεις στη ζωή», «φάε τη ζωή σου στα θρανία, για να πάρεις γνώσεις και πτυχία», αλλά τα ρεαλιστικά και ουσιώδη: «μπες, παιδί μου, στα κυκλώματα, κάνε γνωριμίες, γίνε ''διπλωμάτης'', για να ανέβεις με σιγουριά και να προκόψεις στη ζωή σου».
  Κατάκοπος και απογοητευμένος ο Μυρτίας έπεσε να κοιμηθεί τις πρωινές ώρες. «Ο Θεός θα μ’ ανταμείψει για τους κόπους μου και θα με δικαιώσει», μονολόγησε και βυθίστηκε στον ύπνο του δικαίου.




                 Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΦΙΛΗΣ
                                                            
  Έχω ένα φίλο που τον λένε Φίλη. Ο Γιάννης Φίλης κατάγεται από την Ασίνη του Ναυπλίου, είναι μηχανικός και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Αποφεύγει να μου μιλά για τους νόμους της φυσικής γιατί δεν τους πολυκαταλαβαίνω. Αποφεύγει να μου μιλά για τον Γκάους, το Νεύτωνα, το Μαξ Πλάνκ. Μου μιλά όμως με θαυμασμό για τη φύση και τα μυστικά που εκείνη κρύβει ακόμη ζηλότυπα. Μου μιλάει για τις μεγάλες αλήθειες και τις αρχές στις οποίες πιστεύει αδιαπραγμάτευτα και τους λόγους για τους οποίους ένας άνθρωπος αξίζει κανείς να ζει.
Ο φίλος μου ο Γιάννης Φίλης είναι άνθρωπος ανήσυχος και ευαίσθητος. Πληθωρικός και απρόβλεπτος. Περιπλανιέται από τα οροπέδια και τα υψίπεδα της επιστήμης στις κοιλάδες και τις βουνοπλαγιές της ποίησης. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές ποιότητες σ’ ένα εκρηκτικό σύνολο.  Δεν υποτάσσεται σε εξουσίες. Απορρίπτει κάθε αυθεντία, κάθε σοβαροφάνεια και ακαδημαϊσμό, αναζητά την αλήθεια παντού, τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα δεν ισχύει επειδή το είπε κάποιος. Πρέπει πρώτα να το περάσει από τα δικά του εγκεφαλικά κυκλώματα για να το υιοθετήσει. Η φιλία μας είναι άδολη, κι ας ακούγεται αυτό ρομαντικό. Υπάρχουν και σήμερα άδολες φιλίες, υπάρχουν και σήμερα «καθαρά πράγματα» στη ζωή. Μόνο που συμβαίνουν σπάνια πια… 
Ο Γιάννης περιδιαβαίνει το λαχανιασμένο πλανήτη μας με τις μολυσμένες θάλασσες και τις «αξιοποιημένες» στεριές, σκύβει πάνω στο διογκωμένο οικολογικό πρόβλημα. Κάποτε κουνάει το κεφάλι σκεφτικός, κάποτε κουνάει το δάχτυλο για προειδοποίηση, άλλοτε πάλι η φωνή του υψώνεται στεντόρεια, γίνεται κραυγή σπαραχτική για τη σωτηρία του κόσμου που εμείς με αμυαλιά καταστρέφομε. «Η τελευταία πνοή του πλανήτη γη» και « Το λυκόφως του ανθρώπινου είδους» είναι οι τίτλοι των βιβλίων που έγραψε για να ευαισθητοποιήσει λίγους ή πολλούς, έστω και τους ελάχιστους εκλεκτούς.
  Μιλάει για τα παιδιά κι αναρωτιέται: «Παρατηρώ τα παιδιά μου κι εκείνα των άλλων κι αναρωτιέμαι αν ο Πρωθυπουργός παρατηρεί τα δικά του παιδιά και αν έχει τη φαντασία να αναρωτηθεί τι κόσμο τους ετοιμάζει…»
  Παρατηρεί τους ηλικιωμένους και μονολογεί: «Οι ηλικιωμένοι δεν είναι άνθρωποι με απεχθή άνοια και σιελόρροια. Είναι εκείνοι που παρέδωσαν την κοινωνία σε μας και θα τους διαδεχθούμε σε λίγες δεκαετίες…»
Το κάθε σχόλιό του για  θέματα μικρά, συνηθισμένα - καθημερινά, έχει ευρύτητα και βάθος. Ο εγκέφαλός του βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση και παράγει συλλογισμούς, ιδέες. Τα κύτταρα του εγκεφάλου του λες και δουλεύουν ακατάπαυστα Όσο για την κοσμοθεωρία ενός επιστήμονα σαν το φίλο μου το Φίλη, είναι μέσα στην πολυπλοκότητά της απίστευτα απλή. Η φύση είναι ευφυής αλλά δεν είναι πρόθυμη ν’ αποκαλύψει τα μυστικά της. Στη φύση δεν υπάρχουν παράδοξα. Η Τέχνη βρίσκεται πολύ κοντά στη φύση. Άλλος ένας επιστήμονας που μπαίνει στα χωράφια της Τέχνης. Ο Γιάννης τόλμησε να μπει στα χωράφια της ποίησης! «Έχει η ζωή όψεις πολλές σαν τις μεταμορφώσεις της αμυγδαλιάς…». Αν έχει λέει….


Σημείωση: Ο Γιάννης Φίλης είναι πρώην πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης.




                         ΟΔΥΣΣΕΑΣ

  Από τη στιγμή που θυμούμαι τον εαυτό μου συγκροτημένο και ανεξάρτητο αισθάνθηκα πως ταξιδεύω. Ένας απροσδιόριστος άνεμος φουσκώνει τα πανιά, σπρώχνοντας το πλοίο της ζωής μου προς το άγνωστο. Ταξιδεύω κι εγώ, όπως κι εσείς άλλωστε. Το θαύμα της ζωής, και συγχρόνως το δράμα της. Δεν ξέρομε ποιοι ακριβώς είμαστε, τι ακριβώς θέλομε, που ακριβώς πάμε, και όμως είμαστε όλοι εν πλω. Στα πανιά, στα σκοινιά, στα κατάρτια.
Ο άνεμος δυναμώνει. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Άραγε, μας αγάπησε κανείς, σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, ή ολομόναχοι συνεχίζομε ένα  ταξίδι χωρίς νόημα κι ελπίδα;
   -Καλή είναι η Ιωλκός, καλή και θαυμαστή. Αλλοίμονο όμως σ’ εκείνους που δεν τους συγκινούν και οι Κολχίδες.
  -Εμπρός λοιπόν κι εμείς για τη δική μας Κολχίδα, φώναξα τόσο δυνατά που γύρισαν και με κοίταζαν οι άλλοι. Εμπρός, στα πανιά, στα σκοινιά, στα κατάρτια.
    Σκληρή είναι η μοναξιά όταν γύρω σου φυσά σφυρίζοντας ο άνεμος. Τυχερός λογίζεται όποιος καταφέρει να βρει παρέα για το ταξίδι του. Οι περισσότεροι ταξιδεύουμε μόνοι, κατάμονοι. Ας αφεθούμε στους στίχους του Ελύτη και στις μουσικές του Μάνου που μας χαϊδεύουνε τ’ αυτιά και μαλακώνουν τη ψυχή μας.
  Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Τους Λαιστρυγόνες και τους κύκλωπες μην τους φοβάσαι. Μήτε τη  Σκύλλα ή τη Χάρυβδη, μήτε τις σειρήνες με τη γλυκιά φωνή που μαγεύει τα παλικάρια. Θα προσεγγίσεις μέρη εξωτικά, πολύβουα λιμάνια, Φοινικικά, με μπαχάρια και μυρωδικά κι ότι άλλο βάνει ο νους τ’ αθρώπου. Μα στο μυαλό σου να χεις την Ιθάκη, έτσι προστάζει ο ποιητής.
  Ξημέρωμα. Ο άνεμος φουσκώνει τα πανιά. Άραγε μας αγάπησε κανείς; Ξαναρωτώ κι η φωνή μου επιστρέφει σαν ηχώ. Δε μ’ ακούει κανένας. Πρέπει να περιμένω. Λέω ν’  ανοίξω μια σχισμή στην καρδιά μου και να σε περιμένω μέσα εκεί.
  Αυτό το ταξίδι και αυτή η Ιθάκη μας φέρνουνε κοντύτερα στη σοφία. Δεν με απασχολεί η ευτυχία. Γνωρίζω που θα μπορούσε να κρύβεται, μα δεν πρόκειται να τρέξω να την κυνηγήσω. Ξέρω πως δε συνηθίζει να κάθεται για πολύ στο ίδιο μέρος. Ακόμη κι αν τη βρεις σύντομα θα σου το σκάσει.
  Δεν με απασχολεί ούτε η εξουσία.  Η εξουσία λένε είναι μια Κίρκη που ακουμπά με το μαγικό ραβδί της τους ανθρώπους και τους μεταμορφώνει σε χοίρους. Μη με κοιτάζεις έτσι Θωμά. Δεν υπονοώ τίποτα. Προσέξτε όμως όλοι γιατί η Κίρκη υπάρχει!
  Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Στους ορισμούς του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα υποταχτικός είμαι γραμμένος. Έστω κι αργά, επιτέλους κατάλαβα, ο Οδυσσέας του Λαέρτη ποιος είναι και τι συμβολίζει. Επιτέλους κατάλαβα πως κι εγώ κι εσύ κι ο καθένας από μας είναι ένας Οδυσσέας. Με την Πηνελόπη του, τον Τηλέμαχο, την Καλυψώ, με όλα.  Ένας πραγματικός Οδυσσέας πολυμήχανος, που ταξιδεύοντας μέσα σε μια αέναη κι απίστευτη μοναξιά, ψάχνει για τη δική του Ιθάκη.




                      Οι Ποδηλάτες της Ουτοπίας
                                                         
     
  Φαντασθείτε για μια στιγμή αυτή την πόλη χωρίς αυτοκίνητα, μόνο με ποδήλατα και ποδηλάτες!
  Πως είπατε; Ουτοπία; Μα και βέβαια είναι ουτοπία. Πως είναι δυνατόν όλοι μαζί να απαρνηθούμε τα ωραία κλιματιζόμενα αυτοκίνητά μας, τα σύμβολα της άνεσης και της καλοπέρασης; Και όμως,  στο βάθος του μυαλού σας το ξέρετε πως δεν …έχω τρελαθεί.  Στο βάθος έχετε ήδη πάρει το μήνυμα. «Έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι», που λέει κι ο Ρασούλης. Έχετε καταλάβει πως αυτή εδώ η πόλη που  ζούμε δεν χωράει πια τ’ αυτοκίνητα που της έχουμε φορτώσει, και πως η κυκλοφορία στο κέντρο σε ώρα αιχμής είναι μια οδυνηρή εμπειρία για τα νεύρα μας. Ακόμη έχετε ήδη καταλάβει πως το αυτοκίνητο, από ύψιστο υλικό αγαθό άνεσης, εξυπηρέτησης και ψυχαγωγίας έχει αρχίσει να μετατρέπεται γοργά σε ασύμφορο εργαλείο μέγιστης ταλαιπωρίας.  Ας δούμε πρώτα μερικά πραγματικά γεγονότα:
  Σε μια σύγχρονη πόλη, ο κύριος παράγοντας κοινωνικής αποδιοργάνωσης, οικολογικής υποβάθμισης, σπατάλης ενέργειας και ατυχημάτων είναι το ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο.
  Αν αθροίσουμε το χώρο για παρκάρισμα και κίνηση (δρόμους), το  ιδιωτικό αυτοκίνητο αφαιρεί από τον ιστό μιας πόλης το 40% του χώρου της.
  Κάθε μέρα 3.000 άνθρωποι σκοτώνονται και 30.000 σακατεύονται στις ασφάλτους του αλαλιασμένου πλανήτη μας. Πρώτη αιτία θανάτου για τα παιδιά είναι τα τροχαία.
  Ψυχολογικές μελέτες έδειξαν, ότι το μποτιλιάρισμα στους δρόμους προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης, αρνητική διάθεση και αύξηση της επιθετικότητας.
  Η κατασκευή δρόμων για τα συνεχώς αυξανόμενα αυτοκίνητα διασπά τον κοινωνικό ιστό, υποβαθμίζει το αστικό τοπίο, αυξάνει τα ατυχήματα και την εγκληματικότητα.
  Τα κλιματιστικά των αυτοκινήτων εκλύουν χλωροφθοράνθρακες, οι οποίοι καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος.
 Τα παιδιά που μεγαλώνουν κοντά σε αυτοκινητόδρομους έχουν 6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο.
  Στη Δανία ήδη το 35% του πληθυσμού πηγαίνει στη δουλειά με ποδήλατο.
  Μετά από όλα αυτά, ας πλάσσομε με τη φαντασία μας μια πόλη που τη λένε Ουτοπία, και η οποία κυριαρχείται από ….ποδήλατα και ποδηλάτες! Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου αυτοκίνητα όχι διότι έχουν απαγορευτεί, αλλά διότι απλά έχουν απορριφθεί από τους κατοίκους της. Εν ανάγκη κλείστε τα μάτια και φανταστείτε τους κατοίκους της Ουτοπίας: Με τα ποδήλατά τους ξαναγυρίζουν στους χαμένους κήπους της παιδικότητάς τους. Με τα ποδήλατά τους ακυρώνουν τους ξέφρενους ρυθμούς, τους θορύβους και τα καυσαέρια της πόλης τους, που αλλιώς θα γινόταν καθημερινά όλο και πιο απάνθρωπη, που θα έτεινε να καταργήσει τη συντροφικότητα και την ανθρωπιά, που θα έτεινε να τους κάνει μια μάζα, ανθρώπους και λαμαρίνες μαζί.
   Οι κάτοικοι της Ουτοπίας με το ποδήλατο μπαίνουν στους μαγικούς χώρους των αισθημάτων, σε πρωτόγνωρους ορίζοντες ελευθερίας. Το ποδήλατο είναι γι αυτούς ένα δώρο στην αθωότητα, ένα μονοπάτι προς την αυτογνωσία, προς τον μέσα τους πραγματικό κόσμο. Είναι μέτρο οικονομίας και ζωής, είναι η υγεία που λαχταρούσαν.

  Πολίτες της Ουτοπίας με τα όμορφα ποδήλατά σας, σας χαιρετώ και σας μακαρίζω. "Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου", έγραψε προφητικά ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.


           
                 
              ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΩΔΥΝΑ 

  Νοιώθω έναν παγωμένο αέρα να κυριεύει την ύπαρξή μου, ενώ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης χτυπά συναγερμό. Σήμα κινδύνου κατεβαίνει απ’ τα βουνά των παππούδων μου κι από τα άγρια πουλιά που φωλιάζουν εκεί πάνω.  Τρεμούλα και ρίγος στη ραχοκοκαλιά. Τα συνεχή ακραία καιρικά φαινόμενα που βλέπομε και ζούμε είναι προειδοποίηση του τι μας επιφυλάσσει η αλλαγή του κλίματος εξαιτίας της συσσώρευσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
  Παρά τις απανωτές αυτές προειδοποιήσεις της φύσης σε όλους τους τόνους (πλημμύρες στην Ευρώπη, πρωτοφανείς καύσωνες και χιονοθύελλες στην Κρήτη), τίποτα δεν αλλάζει, μυαλό δε βάζομε.
  Θα πρέπει όμως επιτέλους ν' αποφασίσουμε εάν θέλουμε τον ήλιο, τον άνεμο, το νερό φίλους ή εχθρούς. Εάν θα συνεχίσουμε αυτή την πολιτική καταστροφής της φύσης, της ατμόσφαιρας, της οικονομίας, της ζωής μας. Εάν θα συνεχίσουμε αυτή την άγρια παρέμβαση του ανθρώπου στον φυσιολογικό κύκλο νερού. Αν είναι δυνατόν, να φοβόμαστε να φάμε μέλι, ή οτιδήποτε άλλο και να μη βρίσκεται ένας υπουργός να τολμήσει την ουσιαστική αποδυνάμωση των απαίσιων κερδοσκόπων που μας δηλητηριάζουν και συγχρόνως τραυματίζουν θανάσιμα την εθνική μας αυτοπεποίθηση. Κοντεύει κανείς να μην εμπιστεύεται κανέναν, σ’ αυτή τη χώρα.
  Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πληρότητα που ένοιωθα σαν ήμουνα παιδί ζώντας δίπλα στον παππού μου την απλότητα της αγροτικής ζωής. Δεν θα ξεχάσω τη νοστιμιά της ντομάτας, του φρέσκου ζυμωτού ψωμιού, τους ρυθμούς της ζωής, το βλέμμα του παππού καθώς μαζί οι δυο κοιτούσαμε τ’ άστρα. Οι περισσότεροι καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ασφαλώς το νοιώθετε κι εσείς πως η Ζωή αρχίζει να μπαίνει στο μονόδρομο της καταστροφής: μείωση βλαστικότητας σπόρων, μείωση φέρουσας ικανότητας και κατάρρευση βιοτόπων, γονιδιακή αποσταθεροποίηση πληθυσμών, σταδιακή μείωση ποικιλομορφίας, εξαφάνιση ειδών, ερημοποίηση, δημιουργία νέων αντίξοων κλιματικών περιοχών. Η πανέμορφη Γαλάζια Σφαίρα οδεύει προς την εποχή που θ' αποτελεί ένα μέρος αφόρητο για να ζει κανείς – εποχή που ήδη έχει φθάσει σε κάποιες περιοχές του πλανήτη και μάλιστα όχι πολύ μακριά μας, ίσως και στην ίδια μας τη γειτονιά...
  Ο παππούς μας δεν ήξερε τι σημαίνει «βαθιά οικολογία». Αλλά η ανάμνησή του, η απλή ζωή του, οι αργές κινήσεις του, οι χαλαροί ρυθμοί της ζωής του, μου υπαγορεύουν σήμερα να αποβάλω τον ανθρωποκεντρισμό μου, για να δοκιμάσουμε μαζί με όλα τα άλλα πλάσματα της γης, τη χαρά της Ζωής ετούτης. Η γαλήνια όψη του παππού, μας παρακινεί στην υπέρβαση, στο πέρασμα από τον ανθρωποκεντρισμό στον οικοκεντρισμό, στην αποταύτιση από το εγώ και το στενό περιβάλλον μας, και αντίθετα, στην ταύτισή μας με την οικόσφαιρα, με τον παγκόσμιο συνειρμό, με την αόρατη συμπαντική αρμονία.

“Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη” θα πει προφητικά – από διαίσθηση ορμώμενος, και ίσως από τον παππού του κι εκείνος εμπνεόμενος– ο Ανδρέας Εμπειρίκος. 



             ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ
                                       
   Όπως ακριβώς μια νεαρή πιανίστρια καθισμένη στο πιάνο της μπορεί με τ’ ακροδάχτυλά της ν’ αναπαράγει και να ζωντανέψει  τα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση του μουσουργού που έγραψε το έργο έτσι ώστε ο μουσουργός μέσα από τα δάχτυλα της πιανίστριας να περνά κατ’ ευθείαν στην Αθανασία, έτσι κι ένας ευαίσθητος νέος ή νέα που περνοδιαβαίνουν στα σοκάκια μιας όμορφης παλιάς πολιτείας, μπορούν με τη φαντασία και την ενόρασή τους να ζωντανέψουν την περασμένη ζωή αυτής της πολιτείας, τους αρχιτέκτονες που τη χτίσανε, τις καντάδες, τα γλέντια, τις αγωνίες και τις συμφορές που τη σημαδέψανε, παραδίδοντας έτσι την πολιτεία αυτή στην ιστορία.
  Ας μη μας παραξενεύει λοιπόν που κάποιοι νέοι ευαίσθητοι, συνηθίζουν να βγαίνουν στους υγρούς δρόμους της πόλης κάποιες αφέγγαρες χειμωνιάτικες νύχτες τυλιγμένοι στα επανωφόρια τους, και – όταν πια όλοι οι κάτοικοι θα έχουν κοιμηθεί – εκείνοι τραγουδούν ή σφυρίζουν παλιά κρητικά τραγούδια: «Σαν είχες άλλη στην καρδιά, τι μ’ ήθελες εμένα…». Ορίζω δε ως ευαίσθητους νέους εκείνους που σήμερα, έτος 2005, είναι ικανοί ν’ ακούσουν τη φωνή του μουεζίνη ν’ αντηχεί απ’ τον μιναρέ Νερατζέ, ή ακόμη ν’ ακούσουν το σφύριγμα του «Αγγέλικα» καθώς αναχωρεί απ’ το λιμάνι ή ακόμη να διακρίνουν μέσα από το σφύριγμα τ’ ανέμου … λόγια του Φραγκίσκου Barozzi καθώς εκφωνεί τον εναρκτήριο λόγο του στην ακαδημία των Vivi, μέσα στη Loggia στις 4 Ιανουαρίου 1562: «E questa e lorigine della presente nostra Academia…»
  Ρέθυμνο, η όμορφη παλιά πόλη. Όχι μόνο η πολιτεία της ανοχής, αλλά και η πολιτεία της φυγής. Η πατρίδα κάθε μοναχικής ψυχής. Η πατρίδα της Μοναξιάς. Ίσως δεν είναι τυχαίο πως ένα μήνα πριν να γράψει το «Χρονικό μιας Πολιτείας» ο Παντελής Πρεβελάκης (τον Απρίλη του 1937), τελείωνε το δράμα του «Μοναξιά» (το Μάρτη του 1937).
  Έχομε λοιπόν να κάνομε με μια πολιτεία για ρομαντικούς και φευγάτους. Σ’ όλους αυτούς αρέσει να βυθίζονται στην αγκαλιά της πολιτείας τους όχι μόνο τις μέρες του καλοκαιριού, αλλά και το χειμώνα. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως μόνο στα βάθη του χειμώνα μπορείς να αισθανθείς το καλοκαίρι που υπάρχει μέσα σου. Σ’ όλους αυτούς τους ρομαντικούς λοιπόν αρέσει να περιδιαβαίνουν στα στενά σοκάκια της, (στα φυλλοκάρδια της), και να μαντεύουν την ιστορία τους. Τους εξάπτει τη φαντασία η ψευδαίσθηση πως μπορεί να αισθανθούν το βλέμμα και την αύρα του Χορτάτση ή του Μπεργαδή, ή ακόμη του Μπουνιαλή του Τζάννε. Κατευθύνονται προς τη συνοικία της Κυρίας των Αγγέλων εκεί που κάποτε κατοικούσαν οι περισσότεροι Βενετοί ευγενείς. Προς τη συνοικία Σκιέρο, κάπου στη Σωχώρα. Προς την συνοικία της Κουερίνας, του Σκορδίλη, προς το Σολέρο. Στην οδό Τσάρου, προσπαθούν να μαντέψουν πιο ήταν το μαγαζί του Κυρ Ιωάννη του Κόνσολα με το κεντημένο σταυρογέλεκο, και την πραμάτεια με τη μαστίχα, τη ζαφορά, τα μυρόλαδα και τα ροδοστάματα.
-         Να μπορούσα λέει με κάποιο τρόπο να ξανάβρισκα την πέννα του Χορτάτση… Να έγραφα με την πέννα Του, μονάχα λίγες λέξεις … «Οϊμένα  Ερωφίλη μου…». Να την κρατούσα φυλαχτό για όλη τη ζωή μου, μονολογεί ο πιο ονειροπαρμένος της παρέας.
  Τότε ακριβώς ακούγονται σαν αχός, σαν αντίλαλος ή σαν σφύριγμα του ανέμου οι στίχοι του Πρεβελάκη:
-         Καλό η ψυχή των άγουρων να θρέφεται απ’ το μύθο,
Αντρειά να παίρνουν κι ορμηνιά, να δροσερεύει ο νους τους
Σαν το κορμί που χαίρεται νερό απ’ το χαλκοστάμνι…



                                               ΟΝΕΙΡΟΛΟΓΙΟ
  Κάθομαι και ρεμβάζω μ’ ένα μπουκάλι κρασί. Όχι απαραίτητα cabernet. Ότι ακριβώς με δίδαξε ο Θωμάς. Οίνος ευφραίνει καρδίαν. Η σκέψη ολισθαίνει. Το οινόπνευμα μου καίει αργά τα σπλάχνα. Η καλοκαιριάτικη σελήνη καλύπτει με λειωμένο ασήμι την πόλη, τους δρόμους, τους πόνους, τυλίγοντας τα πάντα σε μια αχλή παραμυθιού, κάνοντας όλα να φαίνονται όμορφα, χωρίς πολέμους, χωρίς ουρλιαχτά αθώων ματωμένων παιδιών. Αρχίζει το ταξίδι μέσα στο παντοδύναμο κράτος των ονείρων.
  Τι θα πει ονειροπόλος; Έχουμε ποτέ αναλογιστεί; Είναι ένας άνθρωπος που, όπου βρεθεί, χωρίς να χρειαστεί να κλείσει τα μάτια του, μπορεί και κάνει όνειρα. Φτάνει μια στιγμή ν' αγναντέψει τη θάλασσα από κάποιο βράχο κι έχει κάνει τα μακρινότερα ταξίδια στα πιο φανταστικά μέρη της γης. Κοιτάζοντας μια έναστρη νύχτα τον ουρανό, περνάει διαδοχικά απ' όλα τ' αστέρια, και χώνεται βαθιά μέσα στα μυστικά τους. Μέσα σ’ ένα ονειρικό διαστημόπλοιο ανακαλύπτει ανεξερεύνητους πολιτισμούς, ταξιδεύει στο παρελθόν για να συναντήσει τους παλιόφιλους, και ύστερα προσγειώνεται απαλά στη γη όπου βέβαια τον περιμένει το αστραφτερό και πανάκριβο αυτοκίνητο που πάντα λαχταρούσε. Μόνο ένας τέτοιος ονειροπόλος, μπορεί να ζήσει μιαν υπέροχη ζωή, αφού η πραγματικότητα είναι σκληρή πάντα. Ο ονειροπόλος λοιπόν θα κλείσει την εφημερίδα, θα αγνοήσει προσωρινά τις σκληρές φράσεις του τύπου «μεταξύ των νεκρών αμάχων είναι δεκάδες παιδιά», και θα αρχίσει να ονειροπολεί.
  Διαφωνώ λοιπόν με όσους επιμένουν πως το να ζεις σε ονειρικές καταστάσεις, αποτελεί ευθυνοφοβία και αποφυγή των πραγματικών συνθηκών. Αρνούμαι να μπω στην λογική να ξεχάσω τα όνειρά μου για να μην χάσω το «τρένο» της σύγχρονης εξέλιξης, για να είμαι «προσγειωμένος» και άλλα παρόμοια. Το να σκέφτεσαι πράγματα εκτός των ορίων της πραγματικότητας είναι ίσως η καλύτερη διαφυγή, η καλύτερη εκτόνωση. Αφήνει και ένα μυστήριο, που οι περισσότεροι το αναζητούν και γοητεύονται. Κάποιοι λένε άλλωστε πως η ποίηση είναι η αρχή του ονείρου.
  Προσέξτε μόνο να μη διαπράξετε κι εσείς το λάθος. Ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα βαθιά γεράματα, διαπράττει συνεχώς το ίδιο λάθος: Ελπίζει ότι κάπου, κάποτε, με κάποιον τρόπο, τα όνειρά του θα εκπληρωθούν. Αυτό το λάθος γίνεται η κυριότερη αιτία της δυστυχίας του. Γιατί συνήθως τα όνειρα διαλύονται, θρυμματίζονται κονιορτοποιούνται. Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να εκπληρωθούν τόσα πολλά όνειρα, τόσων πολλών ανθρώπων μέσα στον τόσο πολύπλοκο σημερινό κόσμο;  Αν αποφύγετε λοιπόν αυτό το μέγα λάθος, μπορώ να σας υποσχεθώ μιαν ονειρώδη ζωή.
  Ας μην καταδικάζομε λοιπόν τους ονειροπόλους αλλά ας προσχωρήσομε στις τάξεις τους μαζικά. Όσοι πιστοί προσέλθετε. Όσοι δεκτικοί, όσοι επαναστάτες και ανυπόταχτοι.
  Διαθέτω μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά, ώριμα. Τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα, επίσης εύθραυστα, σε απόλυτη χρονική σειρά, σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες. Κάθομαι και τα καμαρώνω, τα ξεσκονίζω και τα αναπλάθω. Τις νύχτες που βρέχει είναι μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο μέσα στο χρόνο, μια συνεχής επιστροφή στην πρώτη νεότητα, μια γεύση από γλυκό κουταλιού νεράντζι.  



                              ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ
                                   

  Η νησιωτική Ελλάδα δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τους ανέμους της. Όλα τα νησιά,  τα νησάκια, τους βράχους, θαρρείς πως θα τα πάρει ο άνεμος. Αυτός ο άνεμος σφυρίζει αδιάφορος πάνω απ’ τα χρόνια, τις αναμνήσεις, τις παλιές φωτογραφίες… Χαϊδεύει στοργικά τα κρίνα, τα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τους μενεξέδες, τα γιούλια, τα κυκλάμινα. Αγκαλιάζει και στηρίζει τα χελιδόνια. Σαρώνει τις ακρογιαλιές και τις αισθήσεις. Λες κι ο άνεμος είναι δομικό συστατικό της ζωής. Λες κι όλα θέλει να τα παίρνει δικά του.
  «Οι σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε, που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο, που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια, που σφυρίζουν στα όρη…Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής, ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος, η Τραμουντάνα, η Όστρια…». Ιδού οι άνεμοι του Οδ. Ελύτη.
  Ιδού, λοιπόν! Μέσα στο Σεπτέμβρη συνηθίζει να φυσά η Όστρια, εκείνος ο νότιος άνεμος με τέτοιο ωραίο ποιητικό όνομα, που φυσώντας ψιθυρίζει, σφυρίζει, πεισματώνει. Ένα ζιζάνιο, μια γνήσια Ελληνοπούλα. Τον Οχτώβρη θα καταφθάσει ο Γαρμπής, ο νοτιοδυτικός άνεμος που θα φέρει τα χρυσάνθεμα και θα δώσει το σήμα «καλοκαίρι τέλος», οριστικά και αμετάκλητα.
  Το Νοέμβρη συνηθίζει νάρχεται ο Σιρόκος ο νοτιοανατολικός, η Σοροκάδα, κι αλίμονο σ’ όποιον άμυαλο βγει με το καράβι του στο πέλαγο.  Σοροκάδα σημαίνει: δέστε καλά στο μουράγιο, μαζέψτε τα πανιά, φουντάρετε τις άγκυρες όπου κι αν είστε, στην Αμοργό, στη Σίκινο στη Μήλο, στη Τζια , στη Νιο, στην Αλόννησο. Τα κεφάλια μέσα. Ανάψτε κεριά στον Αϊ Νικόλα γιατί η Σοροκάδα δε σηκώνει λεβεντιές κι όποιος την περιφρονεί τιμωρείται.
  Το Δεκέμβρη έρχεται ο Μαΐστρος, ο άρχοντας, ο μάγιστρος.  «Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα....»
  Το Γενάρη θα φτάσει η Τραμουντάνα, ένας βόρειος άνεμος που φέρνει τα παγωμένα μηνύματα του βορρά. « Του μικρού βοριά παράγγειλα να ναι καλό παιδάκι, μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και στο παραθυράκι». Που πάει να πει πως είναι άνεμος ζωηρός και ατίθασος, κάνει ζαβολιές και μας βάζει σε μπελάδες.
  Μάρτης και νάτος ο Γραίγος. Νοτιοανατολικός, δυνατός σαν ομηρικός ήρωας με τριχωτά στήθη και δυνατά μπράτσα. Ηλιοψημένος, και λεβέντης  σπρώχνει το άρμα της άνοιξης γεμάτο μαργαρίτες και χαμομήλια, και τα μπουμπούκια της παπαρούνας έτοιμα. 
  Απρίλη μου ξανθέ και «να χαμηλώναν τα βουνά να βλεπα το Λεβάντε.....» Ο Λεβάντες έρχεται απ’ την Ανατολή και σκορπά τα’ ανοιξιάτικα αρώματα  στη Κρήτη, στα Κύθηρα, στη Σαντορίνη. Μαζί με το φίλο του τον Πουνέντε που επικρατεί το Μάη, υπακούει στις εντολές του ήλιου και επιβλέπει στεριές και θάλασσες: «Πουνέντε και Λεβάντε μου, ένα ραπόρτο κάντε μου.....».
  Γλυκός, απαλός και δυτικός φυσά τον Ιούνιο ο Ζέφυρος, ο μυθικός γιος του Αστραίου και της Ηούς, δροσίζοντας τα ξαναμμένα μάγουλα. Και τα κορμιά στα κοντομάνικα (Ωραία που φύσηξεν ο μπάτης…)
  Απομένουν τα μελτέμια του Αυγούστου, που τους αρέσει να παίζουν με τη θάλασσα και τις βάρκες, να μας δροσίζουν το κατακαλόκαιρο, να μας παίρνουν την πετσέτα και την ομπρέλα στην παραλία. Αλλά οι άνεμοι δεν παίρνουν μόνο τις πετσέτες και τις ομπρέλες. Παίρνουν του έλληνα το νου και την καρδιά. Χαρίζουν την αίσθηση της ελευθερίας, ειδικά στον έλληνα που δε ζει χωρίς ελευθερία.
  -Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει…, αντιλέγει ο Σεφέρης.

  Τότε ο έλληνας ανοίγει τα παράθυρα κι αναπνέει βαθιά. Ξεμπετουριασμένος με το πουκάμισο ξεκούμπωτο, με την καρδιά ορθάνοιχτη, δοσμένη ολότελα στους πέντε ανέμους… Ας πάρει ο άνεμος, όσα μπορεί να πάρει….           




9 σχόλια:

  1. Θέλω να χρησιμοποιήσω αυτό το δυνατό μέσο για να εκτιμήσω έναν άνθρωπο που τον εκτιμώ ειλικρινά για τη βοήθειά του και την καλοσύνη του που μου έδειξε. Θέλω να πω ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ στον DR WALE, πράγματι είστε ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΞΟΡΚΙΟΣ. Χωρίς συμβιβασμούς, ο Δρ Γουέιλ με βοήθησε να ανακτήσω τον από καιρό χαμένο γάμο μου με τον σύζυγό μου και επίσης να επαναφέρω τη ζωή μου στο φως όταν νόμιζα ότι όλα είχαν φύγει. Είμαι ένα νέο πλάσμα τώρα με τη βοήθεια του ισχυρού ξόρκι του. φίλοι εδώ, σας παρακαλώ να μην ψάξετε άλλο για spammers που ενεργούν ως πραγματικοί οδηγοί ορθογραφίας. είναι τόσο αληθινός στα λόγια του και τα λόγια του είναι ουσιαστικά. επικοινωνήστε μαζί του τώρα στο WhatsApp/Viber: +2347054019402 ή στο email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θέλω να πω ευχαριστώ στον DR WALE για το καλό που έκανε για μένα, αν και δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι το καλύτερο φόρουμ για να δείξω τη χαρά και την ευτυχία μου για όσα έκανε για μένα, αλλά δεν μπορώ να κρύψω την ευτυχία και Χαρά μου, έτσι πρέπει να τη μοιραστώ με τους ανθρώπους, ο γάμος μου κατέρρευσε πριν από περίπου χρόνια και προσπάθησα ό,τι μπορούσα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Είδα μια ανάρτηση και μια μαρτυρία σχετικά με τα καλά πράγματα που έκανε ο DR WALE και αποφάσισα να το δοκιμάσω. αν και είναι πάντα πολυάσχολος άντρας, αλλά όταν απάντησε στο WhatsApp μου, μου έδωσε εβδομάδες για να αποκατασταθεί ο γάμος μου, όπως είπε ο γάμος μου αποκαταστάθηκε από τότε είμαι ευτυχισμένος και ζω ευτυχισμένος, είμαι τόσο ευγνώμων DR WALE . μπορείτε πάντα να WhatsApp/Viber: +2347054019402 Ή Email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Γεια σε όλους, είμαι τόσο γεμάτος χαρά, χάρη στον DR WALE. Ο άντρας μου με άφησε για μια άλλη γυναίκα πριν από μερικά χρόνια και ήμουν πολύ συντετριμμένος γιατί δεν του έκανα ποτέ τίποτα, έμεινα με τα δύο μου παιδιά και μια δουλειά που πληρώνει ελάχιστα. Σχεδόν τα παρατούσα μέχρι που είδα μια μαρτυρία στο διαδίκτυο για τον DR WALE και αποφάσισα να επικοινωνήσω μαζί του. Του εξήγησα το πρόβλημά μου και με διαβεβαίωσε ότι θα δω ένα θετικό αποτέλεσμα μετά από εβδομάδες, παραδόξως ο σύζυγός μου επέστρεψε την ημέρα μετά το ξόρκι παρακαλώντας με να τον συγχωρήσω και υποσχέθηκε ότι δεν θα φύγει ποτέ. Ο σύζυγός μου έχει επιστρέψει εδώ και οκτώ μήνες και δεν είχαμε ποτέ προβλήματα, χαίρομαι που δεν αμφισβήτησα τον DR WALE γιατί σίγουρα μπορεί να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα με γρήγορη ανακούφιση, μπορείτε επίσης να επικοινωνήσετε μαζί του για βοήθεια τώρα στο WhatsApp/Viber: +2347054019402 ή email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γεια σε όλους εδώ έξω!! Η αρραβωνιαστικιά μου η λεσβία που με άφησε επέστρεψε, θέλω να μοιραστώ τη μαρτυρία μου είναι η ευτυχία μου με όλους σας σε αυτό το site, πέρυσι η Λέσβια σύζυγός μου με άφησε για μια άλλη γυναίκα, με εγκατέλειψε μόνη και μου λείπω, αφού όλα ήταν τόσο δύσκολα για μένα επειδή την αγαπώ πραγματικά τόσο πολύ, δεν έχασα την ελπίδα μου, προσπάθησα να την πάρω πίσω όταν έψαχνα στο Διαδίκτυο και διάβαζα μαρτυρίες του Dr WALE πώς βοηθούσε τους ανθρώπους να επιστρέψουν εκεί Πρώην εραστή, είχα δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να ζητήσω βοήθεια, επικοινώνησα με τον Δρ WALE του εξηγώ το πρόβλημά μου, ο Dr WALE Εγγύησε μου να μην ανησυχώ ότι θα με βοηθήσει να κάνω ένα ξόρκι αγάπης για ανταπόδοση, που θα φέρει πίσω τη Λεσβία σύζυγό μου και θα με διαβεβαιώσει μέσα σε ένα βδομάδα, ήταν σαν μια μαγεία η γυναίκα μου που με άφησε σίγουρα επέστρεψε, δεν μπορούσα να πιστέψω όταν άφησε την άλλη κυρία και επέστρεψε κοντά μου με τόση αγάπη και φροντίδα θα είμαστε μαζί τώρα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό βοήθεια που έκανε ο Δρ Γουέιλ για μένα, ένα ξόρκι αγάπης που έφερε πίσω τη γυναίκα μου. Εάν είστε εδώ και χρειάζεστε βοήθεια για να επαναφέρετε τον πρώην σας, επικοινωνήστε με τον Δρ WALE μέσω αυτού του WhatsApp/Viber: +2347054019402 Ή μέσω email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αφού έμεινα σε έναν κακό γάμο για μερικά χρόνια λόγω, καθώς το σκέφτομαι, έχασα και τη δουλειά μου, έκλαιγα μέρα νύχτα και κόντεψα να τρελαθώ. Αλλά τώρα στάθηκα ξανά στα πόδια μου, ευχαριστώ πολύ τον DR WALE που μου επανέφερε την ευτυχία. Αφού διάβασα για όλα τα καλά πράγματα που έχει κάνει ο DR WALE για τους ανθρώπους, επικοινώνησα γρήγορα μαζί του και του είπα τι περνάει. Ο σύζυγός μου τότε πάντα με χτυπούσε χωρίς λόγο, πάντα προσβάλλει οτιδήποτε κάνω. Αφού τα είπε όλα αυτά στον DR WALE, μου έκανε ξόρκι και ανακάλυψε ότι ο σύζυγός μου έβλεπε κάποιον άλλο εκτός γάμου μας, γι' αυτό γυρίζει σπίτι και έψαξε για ελαττώματα. Αλλά όλα χάρη στον DR WALE που έχει αποκαταστήσει τα πάντα ξανά στο κανονικό. Ο σύζυγός μου ζήτησε συγχώρεση από εμένα και το αφεντικό μου στον εργασιακό μου χώρο μου ζήτησε να επιστρέψω στη δουλειά. Συνιστώ επίσης τον DR WALE σε όποιον χρειάζεται βοήθεια. επικοινωνήστε με τον DR WALE Μέσω WhatsApp/Viber: +2347054019402 ή E-Mail: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μερικές φορές συμβαίνουν σκατά στους γάμους μας, αλλά δεν θα διαρκέσουν πάντα όταν παλεύουμε για να τους φτιάξουμε, είχα πρόβλημα με τον γάμο μου Ιούλιος 2021 ήταν μια τρομερή εμπειρία που κόντεψα να χάσω τον γάμο μου, ο σύζυγός μου νόμιζε ότι απατούσα γιατί πάντα δέχομαι κλήσεις από τη δουλειά προσπάθησα να τον κάνω να καταλάβει ότι είναι απλώς οι συνάδελφοί μου, δεν με πίστεψε ποτέ ότι υπέβαλε αίτηση διαζυγίου και τα χαρτιά είχαν βγει, ήταν σαν όνειρο για μένα, αλλά ήταν μια πραγματικότητα που έπρεπε να τον σταματήσω γιατί Τον αγαπώ, ήταν ένας όμορφος γάμος και δεν μπορούσα καν να φανταστώ να φύγω από το γάμο μου, έπρεπε να ζητήσω βοήθεια από τον DR WALE, του εξήγησα την κατάστασή μου και φυσικά με βοήθησε, μου ετοίμασε ένα ξόρκι αγάπης και με διαβεβαίωσε για ασφάλεια, Ο σύζυγός μου σταμάτησε το διαζύγιο και με αγάπησε ξανά, Γι' αυτό είμαι εδώ για να πω στους ανθρώπους για τον DR WALE και πώς με βοήθησε. Εάν αντιμετωπίζετε προβλήματα γάμου και σχέσης, επικοινωνήστε μαζί του στο WhatsApp/Viber του: +2347054019402 Ή Email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ο σύζυγός μου μάζεψε από το σπίτι για να ζήσει με μια άλλη κυρία που γνώρισε στο Διαδίκτυο και μου έστειλε χαρτιά διαζυγίου. Δεν ήθελα διαζύγιο λόγω της αγάπης που έχω για τον άντρα μου, δεν θέλω να διαλυθεί η οικογένειά μου. Υποψιαζόμουν ότι η γυναίκα χρησιμοποίησε ξόρκι για να δέσει τον άντρα μου, ώστε να μην μπορεί να επιστρέψει στην οικογένειά του. Έψαχνα για συμβουλές για το πώς να κερδίσω ξανά τον σύζυγό μου και βρήκα ένα σχόλιο που λέει ότι η DR WALE τη βοήθησε να ανακτήσει τον σύζυγό της μετά από αρκετούς μήνες χωρισμού και πήρα τον αριθμό WhatsApp του DR WALE που υπήρχε στο σχόλιο και WhatsApp +2347054019402 τον για το πρόβλημά μου και μου απάντησε και με βοήθησε να ανακτήσω τον σύζυγό μου μέσα σε μια εβδομάδα και αυτή τη στιγμή ο σύζυγός μου είναι πίσω μαζί μου και είναι ακόμα πιο στοργικός και περιποιητικός. Μπορείτε επίσης να επικοινωνήσετε με τον DR WALE για βοήθεια στο WhatsApp/Viber του: +2347054019402 ή στο email: drwalespellhome@gmail.com Ο DR WALE είναι το κατάλληλο άτομο για να επικοινωνήσετε σχετικά με τα προβλήματα της σχέσης ή του γάμου σας και θα σας βοηθήσει να επαναφέρετε τον πρώην σας και είμαι πολύ χαρούμενος που μαρτυρεί την καλή του δουλειά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ο γάμος μου για είκοσι χρόνια ευλογημένος με τρία παιδιά ήταν έτοιμος να καταρρεύσει επειδή ο αγαπημένος μου σύζυγος είπε ότι είχε κουραστεί από την ένωσή μας και ήθελε να χωρίσουμε χωρίς λόγο, ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, οπότε βγήκα έξω για βοήθεια, μετά από έξι μήνες αναζήτησης βοήθειας χωρίς αποτέλεσμα, συνάντησα τελικά τον DR WALE, έναν πνευματικό άνθρωπο ευλογημένο από τους θεούς του με μια υπερφυσική δύναμη να επιλύει διάφορα προβλήματα της ζωής. Του εξήγησα την κατάστασή μου, ο DR WALE μου είπε ποιο ήταν το πρόβλημα και μου είπε τι έπρεπε να κάνει, ακολούθησα τις οδηγίες του και μετά από μια εβδομάδα ο άντρας μου γύρισε σπίτι μετά από έξι μήνες και έσκισα το χαρτί διαζυγίου και σήμερα ζούμε σε ειρήνη. Εάν έχετε κάτι που σας ενοχλεί στη ζωή σας και θέλετε μια γρήγορη και αξιόπιστη λύση, επικοινωνήστε με τον DR WALE θα έχετε έναν λόγο να μοιραστείτε τη μαρτυρία του όπως εγώ. επικοινωνήστε με το Whatsapp/Telegram: +2347054019402 ή drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη βοήθεια που μου προσέφερε ο Δρ Ουέιλ και το έβδομο πνεύμα όταν είχα ένα πρόβλημα με τον γάμο μου. Είμαι παντρεμένος εδώ και έξι χρόνια και με τον άντρα μου αγαπάμε πολύ ο ένας τον άλλον. Μετά από τρία χρόνια γάμου ο άντρας μου άλλαξε ξαφνικά, είχε σχέση με μια κυρία έξω, το παρατήρησα τότε προσευχόμουν για θεϊκή παρέμβαση. Το πράγμα έγινε πιο σοβαρό που έπρεπε να το συζητήσω και με τη φίλη μου, προσευχήθηκα όμως ο άντρας μου να μην εγκαταλείψει την παράξενη γυναίκα. Ο άντρας μου μόλις ήρθε σπίτι μια μέρα. Πήρε μερικά ρούχα και άφησε εμένα και τα παιδιά για την ερωμένη του. Εκείνη τη στιγμή ήμουν μπερδεμένη μη γνωρίζοντας τι να κάνω ξανά γιατί έχασα τον άντρα μου και τον γάμο μου επίσης. έψαχνα για βοήθεια στο Διαδίκτυο, είδα πολλούς ανθρώπους να μοιράζονται μαρτυρία για το πώς ο DR WALE και τα επτά πνεύματα τους βοηθούν με τα συζυγικά τους προβλήματα, έτσι επικοινώνησα μαζί του μέσω του WhatsApp +2347054019402 και του είπα το πρόβλημά μου και μου είπαν να να είστε ήρεμοι που ήρθα στο σωστό μέρος όπου μπορώ να το επιστρέψω στον άντρα μου μέσα στις επόμενες είκοσι μία ημέρες. Μου είπε τι πήγε στραβά με τον άντρα μου και πώς συνέβη. ότι ο γάμος μου θα αποκατασταθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη Πριν από τις είκοσι μία μέρα ο άντρας μου ήρθε στο γραφείο μου παρακαλώντας με γονατιστός να βρω ένα μέρος στην καρδιά μου να τον συγχωρήσω. Δεν μπορούσα να πιστέψω στην αρχή νόμιζα ότι ονειρευόμουν. Ο σύζυγός μου υποσχέθηκε ότι δεν θα με απατήσει ποτέ ξανά και επιστρέψαμε πιο ήρεμοι και ευτυχισμένοι μαζί. φίλοι μου που διαβάζουν αυτό τώρα, η περίπτωσή σας δεν είναι και η χειρότερη, γιατί δεν κάνετε μια δοκιμή στον DR WALE και τα επτά πνεύματα.. Κάνουν εκπλήξεις.. Ξέρω ότι δεν θα το μετανιώσετε. Μπορεί να φτιάξει τη σχέση σας με τον πρώην σύντροφό σας. Ευχαριστώ τον Θεό που χρησιμοποίησε τον DR WALE για να σώσει τον γάμο μου. επικοινωνήστε μαζί του μέσω WhatsApp/Viber: +2347054019402 ή email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή