Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ



 Μπήκα  σήμερα στο μανάβικο της γειτονιάς μου και είπα:
-Καλημέρα σας. 2 κιλά αισιοδοξία και 1 κιλό ελπίδα θα ήθελα. Τα γέλια του μαγαζάτορα τ’ άκουσε όλη η γειτονιά.   
 Το  ίδιο κάνει σήμερα ο περισσότερος κόσμος: Λέει αστεία!

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

ΧΑΜΕΝΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ

Ξημερώνοντας ο Σεπτέμβρης συννεφιασμένος και κακόκεφος κάτσαμε να σκεφτούμε και να μελετήσομε την κατάσταση τη δική μας, των οικογενειών μας και της καημένης της πατρίδας που έχει μπει φανερά πια σε μονοπάτι στενό κα δύσβατο.  Αγκάθια καρφώνονται στις σάρκες των ποδιών, λαχανιασμένο ανεβοκατεβαίνει το στήθος από τη δύσπνοια, η πατρίδα μαζί με τους πολίτες της σκληρά δοκιμάζεται.

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


 Η μικρή ανέμελη συντροφιά καθόταν σταυροπόδι σε σχήμα κύκλου πάνω στην άμμο. Όχι αποκλειστικά νεανική, όχι απαραίτητα χαρωπή. Στην παραλία εκείνη του Λυβικού η νύχτα  κυλούσε δροσερή και μαγική.
 Στα πρόσωπα η έξαψη του Αυγούστου. Το καλοκαίρι ετοιμάζεται να φύγει αλλά πάλι ….διστάζει. Το σώμα του είναι ξαπλωμένο νωχελικά λίγο πιο πέρα με τις πατούσες να τις γλύφει το κύμα. Όλοι θέλαμε να ρουφήξουμε τις τελευταίες ματιές του έτσι όπως μας τις σερβίρει στο φεύγα του ο Αύγουστος. Η αιώνια λιακάδα του ελληνικού μυαλού. Η αιώνια αφοσίωση στο ελληνικό φως.
 Η σελήνη τώρα καλύπτει με λειωμένο ασήμι τη θάλασσα, καθώς και τους πόνους και τα βάσανα των ανθρώπων. Ο άνεμος αναρριπίζει τη θάλασσα του Λυβικού κι εκείνη μετακυλεί την αγαλλίασή Της στα ψάρια, στους γλάρους και στους τυχερούς θνητούς εδώ σε τούτη την ακτή του Λυβικού που σχεδόν μαντεύεις τα δελφίνια που κολυμπούν λίγα μέτρα πιο πέρα.
-Βουλιάζομε αργά και σταθερά.... σχεδόν ερωτικά. Παρακολουθούμε με φρίκη τον αργό θάνατο της μεσαίας τάξης. Βουλιάζομε χωρίς απότομες διακυμάνσεις, όλοι μαζί, με ψυχραιμία, ατάραχοι, παρατήρησε ο Θωμάς αφού κανένας άλλος δεν μιλούσε.
-O δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς. Πιο μακρύς απ' ότι είχαμε ποτέ φανταστεί, είπα κι εγώ, κι έμοιαζαν τα λόγια μου με χρησμό της Πυθίας.
 Δεν μ’ ενδιαφέρει τι λένε οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης. Δεν μ’ ενδιαφέρει τι λένε οι μάνατζερς και οι διαχειριστές κεφαλαίων. Εγώ λέω ότι χρειαζόμαστε μία ευρύτερη πολιτική πολιτισμού που πέρα από την αδιαμφισβήτητη διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς μας, θα συμβάλει στο σήμερα της πολιτισμικής ταυτότητάς μας, στο κτίσιμο μιας σύγχρονης κουλτούρας και θα έχει ως αφετηρία την παιδεία.
 Μια παιδεία που δεν θα κυνηγά μόνο τις επιδόσεις για να κάνει τους νέους μας ανταγωνιστικούς σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αλλά θα διαχέει μια ευρύτερη αξιακή κουλτούρα σε όλο και πιο πολλούς, με όλο και περισσότερα περιεχόμενα και μέσα.  Μια παιδεία που δεν θα παρέχεται μόνο από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά από τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, τον οιοδήποτε διαμορφωτή της κοινής γνώμης, από τον πολιτικό και τον κριτικό αναλυτή μέχρι τα νέα κοινωνικά κινήματα και τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς.
Σώπασα.  Μια ξαφνική ριπή του ανέμου έκανε τη θάλασσα – κι εμάς μαζί να ριγήσομε και να προσγειωθούμε στην Ελληνική πραγματικότητα. Σίγουρα τα πράγματα σ’ αυτή τη χώρα δεν ήσαν ποτέ απλά!
 Η σελήνη, εκείνη τη στιγμή πήρε ν’ ανατέλλει στον ορίζοντα παθιασμένη,  φλεγόμενη.
-Ας είμαστε προσγειωμένοι στην πραγματικότητα. Η ωραιοποίηση και η ονειροπόληση είναι τα αιώνια μειονεκτήματα της φυλής, της φύσης του Έλληνα. Παράδειμα: Τι θα γίνει με τα «λαμόγια»; Βρίθει από αυτό το είδος η επικράτεια!
-Η λέξη "λαμόγιο" δε νομίζω να έχει ισοδύναμο σε καμμία γλώσσα του κόσμου, είπε ο Γιώργος.  Εκφράζει αυτόν που τα καταφέρνει να επιπλεύσει με πλάγια μέσα και την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια.
-Εμείς όμως επιβάλλεται να ξαναγυρίζουμε συνεχώς στο «άνω θρώσκω» του ανθρώπου. Μακρύ, καυτό το καλοκαίρι κι όμως φεύγει. Και μαζί του φεύγει η ίδια η  ζωή – που δεν θα ζήσουμ’ άλλη.  

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


 Κάθομαι και ρεμβάζω μ’ ένα μπουκάλι κρασί. Όχι απαραίτητα ακριβό, όχι απαραίτητα cabernet. Το κρασί μπορεί να είναι απλό κρητικό παραδοσιακό λιάτικο ή αβιδιανό, κοτσιφάλι, βηλάνα, θραψαθήρι, ή πλυτό, και όμως να σε «ταξιδεύει».
 Ότι ακριβώς με δίδαξε ο Θωμάς: «Οίνος αρχή ονείρου» και «οίνος ευφραίνει καρδίαν».
 Με το αλκοόλ η σκέψη ολισθαίνει. Η συνείδηση αντιστέκεται αλλά η σκέψη σταθερά και επίμονα ολισθαίνει. Το οινόπνευμα καίει αργά τον οισοφάγο,  τα σπλάχνα, ύστερα καταλαμβάνει κάθε κενό χώρο στο σώμα και βέβαια, πρώτα απ’ όλα τον εγκέφαλο. Τα μέλη βαραίνουν, τα βλέφαρα κλείνουν, η μνήμη ανακαλεί.
 Νύχτα Αυγούστου, νύχτα πανσέληνος δηλαδή περίπου θεική νύχτα.
 Η σελήνη καλύπτει με λειωμένο ασήμι την πολιτεία, τους δρόμους, τους πόνους και τα βάσανα τ’ανθρώπινα, τυλίγοντας τα πάντα σε μια αχλή παραμυθιού, κάνοντας όλα να φαίνονται όμορφα, χωρίς πολέμους, χωρίς οικονομικές κρίσεις, χωρίς τη βουβή απελπισία των πεινασμένων ανθρώπων. Σ’ ένα περίπου τέτοιο σκηνικό αρχίζει το ταξίδι μέσα στο παντοδύναμο κράτος των ονείρων!
  Τι σημαίνει «ονειροπόλος»; Έχετε ποτέ αναλογιστεί; Είναι ο άνθρωπος ο οποίος, όπου βρεθεί, χωρίς να χρειάζεται καν να κλείσει τα μάτια, μπορεί να ονειρεύεται. Φτάνει μια στιγμή ν' αγναντέψει τη θάλασσα καθισμένος στο βράχο και αυτόματα έχει ξεκινήσει για τα μακρινότερα ταξίδια στα πιο φανταστικά μέρη της γης.
 Κοιτάζοντας μια έναστρη νύχτα τον ουρανό – μια νύχτα Αυγούστου μάλιστα - περνάει διαδοχικά απ' όλα τ' αστέρια, και χώνεται βαθιά μέσα στα μυστικά τους. Αν μάλιστα βλέπεις και βροχή τα πεφταστέρια – όπως χθες – ακόμη καλύτερα.
 Μέσα σ’ ένα ονειρικό διαστημόπλοιο ανακαλύπτεις ανεξερεύνητους πολιτισμούς, ταξιδεύεις στο παρελθόν για να συναντήσει τους φίλους τους παλιούς, και ύστερα προσγειώνεται απαλά στη γη όπου βέβαια σε περιμένει της γης το μεγαλύτερο αγαθό, η ανθρώπινη ζεστασιά και η ανθρώπινη παρουσία.
 Μόνο ένας τέτοιος ονειροπόλος, σαν εσένα, μπορεί να ζήσει μιαν υπέροχη και παραμυθένια ζωή αφού η εκτός ονείρου πραγματικότητα είναι σκληρότατη πάντα. Ο ονειροπόλος λοιπόν θα κλείσει την εφημερίδα, θα αγνοήσει τα στημένα και φλύαρα δελτία ειδήσεων στα κανάλια και θ’ αρχίσει να ονειροπολεί.
  Διαφωνώ λοιπόν με όσους επιμένουν πως η ανάκληση ονειρικών καταστάσεων  αποτελεί ευθυνοφοβία και φυγή από την πραγματικότητα. Αντίθετα, είναι δικλείδα ασφαλείας, είναι φίλτρο ανακούφισης από το σφυροκόπημα της δύσβατης ζωής.   Προσέξτε όμως! Ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα βαθιά γεράματα, διαπράττει συνεχώς το ίδιο λάθος: Ελπίζει ότι κάπου, κάποτε, με κάποιον τρόπο, τα όνειρά του θα εκπληρωθούν. Αυτό το λάθος γίνεται η κυριότερη αιτία της δυστυχίας του. Γιατί συνήθως συμβαίνει το αντίθετο: Tα όνειρα διαλύονται, θρυμματίζονται κονιορτοποιούνται. Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να εκπληρωθούν όλα τα πολυάριθμα όνειρα που πλάθει ένα τόσο τεράστιο πλήθος ανθρώπων μέσα στον έτσι κι αλλιώς πολύπλοκο σημερινό κόσμο; 
Αν αποφύγετε λοιπόν αυτό το μεγάλο λάθος και αν συνταχθείτε με τις στρατιές των ονειροπόλων πρόκειται να ζήσετε μιαν ονειρώδη ζωή.
  Άρα, σας προτρέπω, αντί να καταδικάζετε τους ονειροπόλους να προσχωρήσετε στις τάξεις τους!
  Όσοι πιστοί προσέλθετε. Όσοι δεκτικοί, όσοι ανυπόταχτοι, όσοι αδιόρθωτοι, όσοι πείσμονες, όσοι μοναχικοί.
  Αν ρωτάτε για την αφεντιά μου, διαθέτω μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά αλλά και όνειρα της πρώιμης και απώτερης ωριμότητας. Τα όνειρά μου τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα εξ’ ίσου εύθραυστα κι αυτά και σε απόλυτη χρονολογική σειρά σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες.
 Μέσα σε διαφανή γυάλινα κουτιά βρίσκονται οι μορφές και τα λόγια των παλιών φίλων σε περιτύλιγμα ονειρώδες, πανάκριβο.
 Σε ξεχωριστή θέση είναι τοποθετημένες οι ουτοπίες και τα οράματα ενώ όλα επικαλύπτονται από λεπτό στρώμα σκόνης. Είναι η σκόνη του χρόνου.
 Κάθε που βρίσκω καιρό, ιδίως τις έναστρες φεγγαρόφωτες νύχτες κάθομαι και τα καμαρώνω, τα ξεσκονίζω, τα αναπλάθω, τα ανακαλώ. Ακόμη και της νύχτες τις βροχερές τα όνειρα είναι για μένα μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο με φτερά αγγέλων. Μια βόλτα στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου, μια περιπλάνηση στην ακριβή πρώτη νεότητα, μια γεύση και μια αίσθηση συμπαντική, γεμάτη γιασεμιά και τραγούδια.  

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΙ

Εκείνο το πρωί ξύπνησε μετά από έναν ανήσυχο, ταραγμένο και διακοπτόμενο ύπνο. Δεν ήταν και τόσο σπάνιο γι αυτόν να περνά τέτοιες ανήσυχες νύχτες. Ασφαλώς έφταιγε η βαθειά, αόριστη ανησυχία που ένοιωθε μέσα του τους τελευταίους μήνες. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα, συναισθήματα τόσο οικεία πια σ’ όλους τους έλληνες, του τσάκιζαν το ηθικό.
 Έπινε καφέ με αργές ρουφηξιές, βαθιά συλλογισμένος. 
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ, και μυρσίνη εσύ δοξαστική, μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου». Κούνησε το χέρι μπροστά στο πρόσωπο, σαν να ήθελε να διώξει τις κακές σκέψεις.
Ζεστός ο Αύγουστος, ο αέρας ζεστός, πνιγηρός, κορεσμένος. Προσπαθούσε να βρει λέξεις να οχυρωθεί. Οι λέξεις φτιάχνουν άλλωστε τα καλύτερα αναχώματα. Οι λέξεις σώζουν. Προσπαθούσε να κρατηθεί από πάνω τους, έμπηγε βαθιά τα νύχια του μέσα τους. Οι λέξεις είναι σήματα, όπως τα σήματα μορς. Όσοι τα πιάνουν με τις κεραίες τους, έχει καλώς. Οι άλλοι….ας τους, παράτα τους. Η μοίρα των εντόμων είναι να λιώνουν στα χέρια που τα συνθλίβουν ή για να το πω αλλιώς, στη ζωή δε μπορείς να έχεις πάντα αυτό που θέλεις. Kι ούτε καν αυτό, για το οποίο αγωνίστηκες μέχρι το τέλος.
 Πίστευε στις λέξεις με εκείνη την πίστη που λέει ότι μέσα στην έρημο υπάρχει ένα δροσερό ποτάμι που περιμένει να σε δεχτεί. Πίστευε στους νηφάλιους, στους ψύχραιμους, εκείνους που ξέρουν τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «λέξη».
 Τα χέρια του ήταν παγωμένα. Κάτι του συνέβαινε χωρίς να ξέρει ακριβώς τι.  Μονολογούσε:  «Κρυώνω αλλά μη νομίσετε πως είμαι μόνος στον κόσμο! Έχω πολλούς πατέρες κι έχω πολλές μητέρες, κι έχω πολλές αδερφές κι έχω πολλούς αδερφούς. Οι αδελφοί μου είναι μαύροι,  οι μητέρες μου κίτρινες, κι οι αδελφές μου λευκές. Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων, και τ' όνομά μου είναι Άνθρωπος. Ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί, και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη».
  -Τους πολιτικούς δεν τους πιστεύω πια, δεν πρόκειται ξανά ποτέ να τους πιστέψω. Έχω όμως χιλιάδες φίλους σ’ όλη τη γη. Τα βιβλία είναι κι αυτά φίλοι μου. Έχω εκατομμύρια γνωστούς και γείτονες, οι γείτονές μου είναι οι λέξεις. Μου λένε καλημέρα το πρωί και με καληνυχτίζουν το βραδάκι. Όταν η βροχή σταματά, κατηφορίζομε στην παραλία, εκεί στις αμμουδιές του Ομήρου. Δεν πάμε για καφέ, πάμε για παιχνίδι με τον ουρανό, με τα κύματα και με τις λέξεις.
- Άγχος, άγχομαι. Δεν με φοβίζουν οι ίδιοι οι Έλληνες, ούτε η μοίρα τους, τα χούγια τους τα κακά με φοβίζουν. Με φοβίζει που μια ζωή σ’ αυτή τη χώρα μιλούνε οι σοφοί και αποφασίζουν οι άσχετοι.
  -Μην χορεύεις τόσο γρήγορα. Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα. Η μουσική είναι αυταπάτη. Η σιωπή είναι η αλήθεια η πιο μεγάλη της ζωής. Καλύτερα να μη βιαστείς να φτάσεις. Το Θαύμα είναι το ταξίδι στην Ιθάκη, με τα πολλά μυρωδικά, τα ντέφια, τα τραγούδια.
  Δεν σε καλοθυμούμαι πια, δεν ξέρω, τι μ’ έσπρωξε να ρθω  να σου μιλήσω, να σε κλείσω μέσα στην καρδιά μου, όπως έκλεισα τη φράση  «χαίρε ω χαίρε ελευθεριά».  Φασκομηλιά και ματζουράνα, λουίζα και βασιλικό, μαζεύουνε στα όρη οι αδελφές μου, τα μάτια δε λένε να σκολάσουν απ’ τ’ αναφιλητό.   
  Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Περπατήστε αργά, ανάμεσα στα πεύκα, ανάμεσα σε αρχαίες πέτρες και θα δείτε. Μπαίνεις αργά στην ιερότητα, δεν το καταλαβαίνεις. Μπαίνει αργά  στο τραγικό, στο μαγικό, στο μέγα πάθος. Μακάριοι όσοι εργάζονται με μεράκι –στο γραφείο ή στην οικοδομή, δεν έχει σημασία αρκεί να υπάρχει μεράκι - και φέρνουν στο φως σμαράγδια, ρουμπίνια και διαμάντια.  
  Άγχος, άγχομαι. Ψάχνω καθημερινά. Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί ακόμη και στην κόλαση να βλέπει έναν παράδεισο.
  Άγχος, άγχομαι. Μιλώ με κώδικες, με ρητορείες. Δύσκολα με καταλαβαίνεις πια. Συχώρεσέ με, δεν είμαι αυτός που νομίζεις. Είμαι ένας τυφλός που βλέπει μόνο με την καρδιά. Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια.
  Θυμούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που η οδός Αρκαδίου είχε λίγα αυτοκίνητα, πολλές μητέρες, πολλά παιδιά. Η Αρκαδίου, η Τσουδερών, η Εθνικής Αντιστάσεως, η ψυχικής Αντιστάσεως.
«Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών». Καθόμουν στο μπαλκόνι και προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, τα μελλούμενα, τα μέλλοντα.    Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια.
 Ξαφνικά βρέθηκα σ’ έναν ανισόπεδο κόμβο. Έτρεχα ώρα πολλή δίπλα σ’ αυτοκίνητα, λαχανιάζοντας ανώφελα. Όσο κι αν τρέχεις μην ελπίζεις. Τη ζωή δεν μπορείς να την προφτάσεις. Εκεί που νομίζεις πως τα κατάφερες εκείνη πάντα προσπερνά.
-H γενιά αυτή των Ρεθεμνιωτών θα πρέπει να απολογηθεί στις επόμενες. Όχι τόσο για τα λάθη της, όσο για την αποτρόπαιη σιωπή των  καλοπροαίρετων πολιτών της.  


Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ



 Η Ιφιγένεια πήρε το μεγάλο μαχαίρι, έκοψε με υπομονή,  κριτς-κριτς, το παγωμένο καρπούζι και το βαλε στην πιατέλα. Ύστερα έφερε το γεμάτο μυρωδάτη τσικουδιά καραφάκι της μαζί με τα τέσσερα ποτηράκια της ρακής τα ζωγραφισμένα απ’ το Σταθόπουλο, που τα φύλαγε σαν τα μάτια της μέσα στο παλιό σκαλιστό έπιπλο της γιαγιάς της. Αμέσως μετά τις πρώτες ρουφηξιές η Ιφιγένεια άρχισε να σχολιάζει:
-Να δούμε τι θα μας αραδιάσεις στο αρθράκι σου αύριο. Άραγε θα μας γράψεις πως ο Παπανδρέου πανηγυρίζει μόνος του για τη σωτηρία της Ελλάδας;  Ή μήπως να υποθέσουμε πως οι «αγανακτισμένοι» θ’ αλλάξουν στάση και θα πανηγυρίσουν μαζί με τον Παπανδρέου  για τις επιτυχίες της κυβέρνησης στην Ευρώπη; Κούνια που σας κούναγε φουκαράδες μου!
 Η Ιφιγένεια το συνήθιζε να εκεφράζεται «χύμα». Τα μεγάλα μαύρα της μάτια σκοτείνιαζαν ακόμη πιο πολύ όταν θυμόταν το άνεργο αδέρφι της.
 -Ξέρετε εσείς τι σημαίνει ανεργία; Η ανεργία είναι η χειρότερη μορφή βίας… Ο αδερφός μου είναι άνεργος. Εγώ είμαι άνεργη. Ένας στους πέντε Έλληνες είναι άνεργος. Μπορείτε να καταλάβετε τι σημαίνει αυτό;
 Ο Θωμάς, ο Γιώργος κι εγώ σηκώσαμε όλοι μαζί τα χέρια ψηλά με απελπισία.
-Φτάνει, δεν χρειάζεται αυτή η ανάλυση. Τα γνωρίζουμε αυτά πολύ καλά βέβαια. Είσαι μια Ιφιγένεια πραγματική, σε ετοιμάζουν για θυσία στο βωμό της τραπεζικής παντοδυναμίας και επικράτησης, στο βωμό μιας κακώς εννοούμενης Ευρωπαικής Ένωσης που τρώει τα παιδιά της.  
 -Τότε αφήστε με να σας πω κάποιες άλλες σκέψεις μου, συνέχισε η Ισμήνη ακάθεκτη. Μέσα σε αυτή την μακροχρόνια κρίση έχουμε χάσει την έννοια της ψυχαγωγίας και της ψυχικής μας ηρεμίας. Δεν μας γεμίζει το να αράξουμε στην παραλία με τους κολλητούς και ένα τρανζιστοράκι..δεν μας αρκεί η καλή παρέα στο σπίτι παίζοντας παιχνίδια και σπάζοντας καθαρή και ατόφια πλάκα..δεν μας γεμίζουν τραγούδια με στίχους που μπορεί να χρειαστούν και δεύτερη ανάγνωση γιατί δεν είναι πιασάρικα..δεν μας γεμίζει να κρατήσουμε το κινητό μας και τα ρούχα μας πάνω από ένα χρόνο γιατί δεν είναι πια στην μόδα…
 -Σ’ αυτά μας βρίσκεις σύμφωνους, και τους τρεις. Έχω κουραστεί όμως και έχω αηδιάσει μέσα σ’ αυτή την ζοφερή της χώρας πολιτικοοικονομική πραγματικότητα. Αυτές τις ημέρες επικεντρώνομαι με χαρά σε ανθρώπους πραγματικούς και ρωμαλέους, τους πνευματικούς άρχοντες και στυλοβάτες θα έλεγα της πόλης αυτής που άλλη ήταν, άλλη είναι και αλλιώς πρόκειται να καταλήξει.
  Όχι πως εγώ είμαι ο «ξερόλας» δηλαδή, που ξέρω τα πολλά κι ο νους μου «κατεβάζει». Θα σας το πω και αν θέλετε πιστέψτε το: Ο Γιώργος Εκκεκάκης μόλις διάβασε το κείμενό μου της επιστολής μου προς εκείνον (και προς όλους τους Ρεθεμνιώτες άλλωστε), έσπευσε να  μου χαρίσει μιαν επιμελημένη ανατύπωση του ποιήματος του Ρεθύμνιου ποιητή Αντώνιου Αχέλη που για πρώτη φορά έφτασε σε Κρητικό έδαφος!  Αστραπιαία, μέσα σε δυο μέρες από τη στιγμή που το ονειρεύτηκα, είχε γίνει πραγματικότητα, μπορούσα να κρατώ στα χέρια και να διαβάζω την «Πολιορκία της Μάλτας», τους στίχους που ερχόταν από μιαν άλλη εποχή, από τα βάθη του χρόνου, από το 1571.
 Δεν θα το πιστέψετε: Κάποιοι από τους 2541 ομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους στίχους του μοιάζουν τόσο φρέκιοι που λες και αναφέρονται στο σήμερα:
«Πειδή σκαιρόν που φθάσαμεν άρχοντες τιμημένοι
Θωρούμεν πράγματα φρικτά σ’ όλην την οικουμένη
Πείνες, θανατικά, νερά, φωτιές εξ ουρανόθεν,
Εκείθεν σύγχισες πολλές, ήχους οπλών εδώθεν….»  
Καταλάβαινα πως η Ιφιγένεια ακούγοντας όλα αυτά βαριόταν θανάσιμα. Η αγωνία της ανεργίας και της οικονομικής στενότητας την είχε τσακίσει, τίποτα άλλο δεν τραβούσε την προσοχή της. Της πρότεινα να πάμε βόλτα. Θα την πήγαινα περίπατο στην παλιά πόλη, θα την κερνούσα παγωτό, θα της μιλούσα για τους αγαπημένους της καλλιτέχνες, τον Γιάννη Αγγελάκα και τον Χρήστο Θηβαίο.
-Πες της το με ένα τραγουδάκι ρομαντικό, πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι, μου ψιθύρισε κοροιδευτικά ο Θωμάς.
 Μα εγώ έβλεπα στο πρόσωπο της Ιφιγένειας την άλλη, την μυθική Ιφιγένεια, τα νιάτα που κάποιοι  αποφάσισαν να θυσιάσουν.  Έτσι πάντα αποφασίζεται η θυσία των νέων από τους δυνατούς, πολύ εύκολα,  πολύ απλά, χωρίς πολύ σκέψη, αρκεί μόλις ένας χρησμός.  Όπως και τότε στην Αυλίδα.




Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Η Κρητική Αναγέννηση, ο Αντώνιος Αχέλης κι εμείς.

Η Κρητική Αναγέννηση, ο Αντώνιος Αχέλης κι εμείς.
(στον Γιώργο Εκκεκάκη)

                            Αγαπητέ Γιώργο,
  Κανονικά θα έπρεπε να σε προσφωνήσω «αγαπητέ μου δάσκαλε», αφού κάποτε στο παρελθόν υπήρξα μαθητής σου. Φαντάζομαι όμως ότι αν προσπεράσω τα τυπικά θα το χαρείς περισσότερο.  Το εντυπωσιακό είναι άλλο: Ότι τα πιο συναρπαστικά σου μαθήματα, μου τα παρέδωσες όχι τότε που είσουν δασκαλος  και ήμουν μαθητής, αλλά μερικές δεκαετίες αργότερα (τώρα)!

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

ΕΚΕΙΝΟΙ ΦΤΑΙΝΕ ΓΙΑ … ΟΛΑ!

 Ο Θωμάς έβαλε την κουτάλα κι ανακάτεψε το τσικάλι με τα φρέσκα φασολάκια που άχνιζαν, έναν ατμό γαργαλιστικό, γεμάτο υποσχέσεις.
-Για ένα συνταξιούχο εκπαιδευτικό, το μαγείρεμα στη σημερινή πραγματικότητα είναι μια πολύ καλή απασχόληση, σε βεβαιώνω. Βιώνεις την τροφή, το φαί που θα φας, πριν το φας. Το ζεις και το εμπεδώνεις. Το φιλοσοφείς και σκέφτεσαι πως δεν είναι βέβαιο ότι θα το έχεις και αύριο.

ΕΚΕΙΝΟΙ ΦΤΑΙΝΕ ΓΙΑ … ΟΛΑ!

 Ο Θωμάς έβαλε την κουτάλα κι ανακάτεψε το τσικάλι με τα φρέσκα φασολάκια που άχνιζαν, έναν ατμό γαργαλιστικό, γεμάτο υποσχέσεις.
-Για ένα συνταξιούχο εκπαιδευτικό, το μαγείρεμα στη σημερινή πραγματικότητα είναι μια πολύ καλή απασχόληση, σε βεβαιώνω. Βιώνεις την τροφή, το φαί που θα φας, πριν το φας. Το ζεις και το εμπεδώνεις. Το φιλοσοφείς και σκέφτεσαι πως δεν είναι βέβαιο ότι θα το έχεις και αύριο.
-Γιατί  κάθε λίγο και λιγάκι αναστενάζεις Θωμά; Τι σε βασανίζει πάλι, μου λες;  Φιλοσοφία της ….τροφής θα έχουμε σήμερα;
- Φταίει ο Σεφέρης και ο Ελύτης και ….δεν ξέρω ποιος άλλος. Εκείνοι φταίνε που μίλησαν …ωμά! Η ελληνική κοινωνία έχει ακόμη ανθρώπινη ποιότητα αλλά κι αυτή πεθαίνει μέσα στην πίκρα.Μετά την κατάρρευση της Εθνικής Οικονομίας και την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος εφαρμογής του Μνημονίου από την Βουλή των Ελλήνων, εμένα ότι και να πεις, η Ελλάδα με πληγώνει. Κι αυτός ο Σεφέρης πως μπόρεσε να το πει τόσο ωμά, τόσο σκληρά, τόσο αλύπητα…
- Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει. Για πρόσεξε: Με πληγώνουν οι βουλευτές που δεν ψηφίζουν πια ανεπηρέαστοι αλλά χειραγωγημένοι από τους ξένους. Με πληγώνει ο ο Παπανδρέου που αποφάσισε ότι οι περισσότεροι γέροντες και γερόντισες θα ζουν με εισοδήματα της τάξεως των 300 ευρώ τον μήνα….
 Για πολλές γερόντισσες η τύχη δεν είναι τόσο σκληρή αφού υπάρχει ακόμα η οικογενειακή αλληλεγγύη που καλύπτει εκτός των άλλων και το κόστος διαβίωσης.  Πόσες χιλιάδες όμως γέροντες και γερόντισες δεν πρόκειται να έχουν αυτή την τύχη; Μάλλον αρκετές. Μερικοί που διαβάζουν στατιστικές  λένε ότι είναι οι περισσότεροι. Όπως και να’ χει είναι πάρα πολλοί και η αλήθεια πονάει.
-Αν ήμουν υπουργός παιδείας θα έβαζα υποχρεωτικό μάθημα σε δημοτικά και γυμνάσια στα ελληνικά σχολειά τα  έργα του Σεφέρη, του Ελύτη και κάποιων άλλων ακόμη.  Αυτή ηγενιά μας έδειξε ότι μπορεί να είναι καύχημα να είσαι Ελληνας σήμερα. Δεν είναι ανάγκη να επικαλούμαστε τους Αρχαίους. Έχομε κι εμείς οι νεότεροι – ή τουλάχιστον κάποιοι από μας - τσαγανό.
 «Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.» (Οδυσσέας Ελύτης, Μικρός Ναυτίλος).
- Κι έτσι, με όλα αυτά παραμένω ένας ιδιώτης μοναχικός κι απαρηγόρητος, που δεν καταφέρνει να ανήκει πουθενά, σε καμμιά κοινότητα (ούτε καν των ποιητών), σε κανένα «μη κερδοσκοπικό σύλλογο» (…Χριστούλη μου),  σε κανένα  «Ωδείο» και πάει λέγοντας!
-Εσένα τελικά δεν σε πληγώνει η Ελλάδα αλλά ο …Σεφέρης σου κι εκείνος ο άλλος  ο… –πως τον είπες; - Ο Ελύτης! Εκείνοι σε διεγείρουν, σε «τσιτώνουν»  και δεν σ’ αφήνουν ήσυχο στον καναπέ σου! Εκείνοι θαρρώ πως φταίνε για …όλα τα δεινά μας!

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΝΙΑ


-Λυπούμαι για την ακατανόητη στάση του Παπανδρέου που επιμένει να «σώσει» δια της βίας την Ελλάδα. Λυπούμαι για τη στάση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ (το Σ πρέπει να φύγει πλέον από το όνομα του κόμματος διότι δεν έχει καμμιά σχέση πια το ΠΑΣΟΚ με σοσιαλιστικό κόμμα).

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΚΑΛΛΕΡΓΗ

ΠΟΙΗΣΗ ΑΝΑΤΕΛΛΟΥΣΑ

Κάθε βράδυ
Καθώς ανατέλλει το φεγγάρι
Μαζί ανατέλλει και η Ποίηση.
Καταυγάζει τον ουρανό
Μ’ ένα φως πελιδνό
Συγκλονιστικό
Και να, αμέσως
Όλης της γης οι Μυημένοι
Ξεχνούν όλα τ’ άλλα
Πιάνουν μολύβι και χαρτί
Κι αρχινούν να γράφουν
Να γράφουν


Ελέγειο για μια πόλη
(Απρίλιος 2008)

Πέρασαν, έφυγαν για πάντα
εκείνα τα χρόνια
σαν καραβάκια λευκά στον ορίζοντα
χρόνια υπόκωφα
ανώφελοι, ανώδυνοι μήνες με γλεντοκόπι και χάχανα
στα καφενεία
παρέα με καλοκαιρινά φεγγάρια
στην ακρογιαλιά…
παρέα με παιδιά
που έπαιζαν ανέμελα στα ρηχά νερά
σε άσκοπες ακατάληπτες επαναλήψειςΟύτε μια λέξη
ούτε καν υπαινιγμός
για την πόλη μου
που βαριανάσαινε
αγκομαχούσε, υπέφερε
ξαπλωμένη ανάσκελα
δίπλα στη θάλασσαΚι όμως αυτή η πόλη
είχε κάποτε γνωρίσει τη δόξα
έχουν να λένε για το παρελθόν της
-περασμένα μεγαλεία-
για τους σπουδαγμένους στοχαστικούς ανθρώπους της
ντοτόρους, σπετσιέρηδες, γραφιάδες και παραμυθάδεςΚι όμως η πόλη
είχε κάποτε γνωρίσει τη δόξα
στη Μεγάλη Ρούγα
στη συνοικία της Κουερίνας
στη γειτονιά Σολέρο
στο Ρολόι
στη Φορτέτζα
σήμερα μόνο αναμνήσεις
σήμερα ξαπλωμένη ανάσκελα
αναμνήσεις βενετσιάνικες
θρύλοι ευγενικών παλικαριών
και ντελικάτων κοριτσιών
ευαίσθητων
με αρχοντιά με μουσική και ποίηση αναθρεμμένων
πέρα για πέρα και συνεχώς ερωτευμένων
πλημμυρισμένων από λαχτάρα για γαλανή θάλασσα
και για ηλιοβασίλεμα πίσω απ’ τη Φορτέτζα
ονόματα όπως Φιορέντζα, Φραγκίσκος, Ανεζίνα, Τζώρτζης
αντιλαλούσαν στις γειτονιές
Σήμερα πεσμένη ανάσκελα
δίπλα σε πλαστικές σακούλες
πλάι σε ανθρώπους ακαλαίσθητους
η πόλη πεσμένη ανάσκελα
δίπλα στη θάλασσα – την παρηγοριά της -
φορώντας κάτι γκρίζα παλιομοδίτικα ρούχα
που την κάνουν να φαίνεται
πιο γερασμένη από ποτέ
οι δέλφινες δεν την προστατεύουν πια
η Ροκκαία Άρτεμις δεν τη θυμάται.
Πόλη ταπεινωμένη
απ’ τα ίδια τα παιδιά της
τα γεννημένα από τη σάρκα της
παιδιά που σφυρίζουν αδιάφορα
βαριεστημένα
ο Γιάννης ο Γιώργης ο Κωστής ο Σταύρος
δεν φταίνε αυτοί
τους έχουν αφήσει στο σκοτάδι
κανείς ποτέ δεν θέλησε να τους εξηγήσει
κανείς ποτέ δεν τους είπε την αλήθεια
ή τουλάχιστον όλη την αλήθεια
Ο Γιάννης ο Γιώργης ο Κωστής ο Σταύρος
τους γνωρίζω
τους συγχωρώ
ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.



ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ

Τον αντίκρισα βράδυ, τον παππού το σεβάσμιο
Καθισμένο στου πάρκου του μικρού το παγκάκι
Η Πανώρια η πανέμορφη καθισμένη στο πλάι του
Κι η Ερωφίλη η άξια, δακρυσμένη λιγάκι

Ρεθεμνιώτικες θύμισες κολυμπούσαν στα μάτια του
Με κυράδες και ρήγισσες και βενέτικα μύρα
Του θεάτρου οι μάγισσες αλαλάζανε γύρω του
Με νταούλια και σήμαντρα, με λαγούτο και λύρα

Τη γνωρίζω, την ένοιωσα, την ξεχώρισα άξαφνα
Τη μορφή την απόμακρη του κυρ Γιώργη Χορτάτση
Απλωμένη μια θλίψη στο χλωμό του το πρόσωπο
Μια κι οι νέοι στον τόπο του, πια τον έχουν ξεχάσει! 


Αρμενίζοντας 

(Ο πλους ενός ελληνικού ιστιοφόρου στα νερά του Αιγαίου)

Ο θρίαμβος του ελληνικού καλοκαιριού ετοιμάζεται να ολοκληρωθεί νομοτελειακά μέσα στην κάψα του Ιούλη. Τα τρεχαντήρια, τα μπρίκια, οι σκούνες, οι βρατσέρες, οι φρεγάτες, οι κορβέτες, τα ιστιοφόρα, τα ταχύπλοα πλέουν στις θάλασσες και προσεγγίζουν τα νησιά, σαν τα μωρά που αναζητούν θηλή για να βυζάξουν. Και τα νησιά απλώνουν τις θηλές τους συναινετικά, για να βυζάξουν οι διψασμένοι τους χυμούς της καρπούζας και του σταφυλιού, τις ευωδιές της αυγής, της αχλαδιάς και του ηλιοβασιλέματος τα μύρα.
Με έναν παλιό πορτολάνο στα χέρια, αλίδρομος, ανέβηκα στο καράβι του πεπρωμένου μου. Πορτολάνος είναι το κείμενο που περιέχει οδηγίες προς τους ναυτιλλόμενους για να διευκολύνει τα ταξίδια τους από λιμάνι σε λιμάνι (πόρτο). Αλίδρομος σημαίνει ναυτικός. Έχω μάθει κι άλλα, πολλά ακόμη. Έμαθα τ’ άστρο της Ανατολής, τ’ άστρο της τραμουντάνας, τ’ άστρο του Αλμποράν, το Άλφα του Κενταύρου….
-Όσα είχες δικαίωμα να μάθεις τα έμαθες, είπε ο Φίλης.
Το ιστιοφόρο μου είναι άσπρο. Το χρώμα έχει σημασία. Πρέπει να ταιριάζει με το γαλανό της θάλασσας και να εμπνέει τους επιβάτες. Και τι επιβάτες! Μια παρέα σπινθηροβόλα πολύξερη και πολύχρωμη, με ελαφριά, παιχνιδιάρικη διάθεση, μαλλιά και πουκάμισα που ανεμίζουν στον αιγαιοπελαγίτικο άνεμο. Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα. Κάποιος απαγγέλλει στιχάκια:
Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω
Και πήδηξ’ ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ’ τη Σκύρο.
Στην πλώρη, νάτος πετιέται ο τελευταίος αμαρτωλός. Ο Καββαδίας, όρθιος κρατώντας ένα παλινώριο, καπνίζει. Συνεχώς κάτι μουρμουρίζει:
-Όρτσα τα πανιά! (Αυτό θα πει: στρέψε την πλώρη προς τον άνεμο).
-Όρτσα Νικόλα τα πανιά, τη φυγή κι εγώ γυρεύω.
Καθώς η ταχύτητα του μικρού ιστιοφόρου μεγάλωνε ολοένα, ένταση και ενθουσιασμός είχε κυριεύσει τους επιβάτες.
- Γιε μου που πας (μια κραυγή σπαραχτική έσκισε τον ορίζοντα).
- Μάνα θα πάω στα καράβια.
Ο Καββαδίας αποφάσισε ν’ απαγγείλει:
-Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μεσημέρι ο θρίαμβος του ελληνικού φωτός είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Εκτυφλωτικό και ασυγκράτητο το φως σαρώνει τα καταστρώματα του μικρού ιστιοφόρου, παίζει με τον αφρό των κυμάτων, φτάνει στ ου Αιγαίου τα νησιά, μπαίνει στα σπίτια των ψαράδων των οικοδόμων και των αγροτών κάνει το τραπέζι ν’ αστράφτει, το ψωμί να μοσχοβολά, τους ανθρώπους να ονειρεύονται:
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων ,
και θα πεθάνω μια βραδιά , σαν όλες τις βραδιές ,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων .
-Ο ήλιος είναι ο αντικατοπτρισμός της ύπατης γνώσης, είπε ο Φίλης.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό… Το ιστιοφόρο της φαντασίας μου συνεχίζει το ταξίδι του.
Το ίδιο θα συμβεί και σε σένα, ελεύθερε άνθρωπε, ελεύθερο πνεύμα. Η μοναξιά είναι ίδια παντού. Θα έρθει η ώρα λοιπόν που θα μπεις κι εσύ στο ιστιοφόρο σου. Η πεζή πραγματικότητα πάντα θα σε απωθεί κι η φαντασία πάντα θα σε κερδίζει. Τα καμώματα των μικρών ανθρώπων, των πολιτικάντηδων, των μωροφιλόδοξων, των λαοπλάνων των καιροσκόπων πάντοτε θα σε κάνουν ν’ αποστρέφεις το πρόσωπό σου. Θα επιβιβαστείς λοιπόν τελικά στο ιστιοφόρο της φαντασίας σου και θα σαλπάρεις…
«Να φύγω… Να φύγω…», θα μουρμουρίζεις διατρέχοντας τα καταστρώματα ξεμπετουργιασμένος και ξυπόλυτος. Καμιά φορά θα βλέπεις τον καπετάν Νικόλα να σου γνέφει με την τραγιάσκα. Με το ύφος του τ’ ονειροπόλο θα σε μαγεύει μην τυχόν και μετανιώσεις. Και καμιά φορά το βράδυ, ο ίδιος θα έρχεται στον ύπνο σου και θα σου μουρμουρίζει με τη βραχνή, μακρόσυρτη φωνή του:
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.