Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΙ

Εκείνο το πρωί ξύπνησε μετά από έναν ανήσυχο, ταραγμένο και διακοπτόμενο ύπνο. Δεν ήταν και τόσο σπάνιο γι αυτόν να περνά τέτοιες ανήσυχες νύχτες. Ασφαλώς έφταιγε η βαθειά, αόριστη ανησυχία που ένοιωθε μέσα του τους τελευταίους μήνες. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα, συναισθήματα τόσο οικεία πια σ’ όλους τους έλληνες, του τσάκιζαν το ηθικό.
 Έπινε καφέ με αργές ρουφηξιές, βαθιά συλλογισμένος. 
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ, και μυρσίνη εσύ δοξαστική, μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου». Κούνησε το χέρι μπροστά στο πρόσωπο, σαν να ήθελε να διώξει τις κακές σκέψεις.
Ζεστός ο Αύγουστος, ο αέρας ζεστός, πνιγηρός, κορεσμένος. Προσπαθούσε να βρει λέξεις να οχυρωθεί. Οι λέξεις φτιάχνουν άλλωστε τα καλύτερα αναχώματα. Οι λέξεις σώζουν. Προσπαθούσε να κρατηθεί από πάνω τους, έμπηγε βαθιά τα νύχια του μέσα τους. Οι λέξεις είναι σήματα, όπως τα σήματα μορς. Όσοι τα πιάνουν με τις κεραίες τους, έχει καλώς. Οι άλλοι….ας τους, παράτα τους. Η μοίρα των εντόμων είναι να λιώνουν στα χέρια που τα συνθλίβουν ή για να το πω αλλιώς, στη ζωή δε μπορείς να έχεις πάντα αυτό που θέλεις. Kι ούτε καν αυτό, για το οποίο αγωνίστηκες μέχρι το τέλος.
 Πίστευε στις λέξεις με εκείνη την πίστη που λέει ότι μέσα στην έρημο υπάρχει ένα δροσερό ποτάμι που περιμένει να σε δεχτεί. Πίστευε στους νηφάλιους, στους ψύχραιμους, εκείνους που ξέρουν τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «λέξη».
 Τα χέρια του ήταν παγωμένα. Κάτι του συνέβαινε χωρίς να ξέρει ακριβώς τι.  Μονολογούσε:  «Κρυώνω αλλά μη νομίσετε πως είμαι μόνος στον κόσμο! Έχω πολλούς πατέρες κι έχω πολλές μητέρες, κι έχω πολλές αδερφές κι έχω πολλούς αδερφούς. Οι αδελφοί μου είναι μαύροι,  οι μητέρες μου κίτρινες, κι οι αδελφές μου λευκές. Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων, και τ' όνομά μου είναι Άνθρωπος. Ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί, και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη».
  -Τους πολιτικούς δεν τους πιστεύω πια, δεν πρόκειται ξανά ποτέ να τους πιστέψω. Έχω όμως χιλιάδες φίλους σ’ όλη τη γη. Τα βιβλία είναι κι αυτά φίλοι μου. Έχω εκατομμύρια γνωστούς και γείτονες, οι γείτονές μου είναι οι λέξεις. Μου λένε καλημέρα το πρωί και με καληνυχτίζουν το βραδάκι. Όταν η βροχή σταματά, κατηφορίζομε στην παραλία, εκεί στις αμμουδιές του Ομήρου. Δεν πάμε για καφέ, πάμε για παιχνίδι με τον ουρανό, με τα κύματα και με τις λέξεις.
- Άγχος, άγχομαι. Δεν με φοβίζουν οι ίδιοι οι Έλληνες, ούτε η μοίρα τους, τα χούγια τους τα κακά με φοβίζουν. Με φοβίζει που μια ζωή σ’ αυτή τη χώρα μιλούνε οι σοφοί και αποφασίζουν οι άσχετοι.
  -Μην χορεύεις τόσο γρήγορα. Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα. Η μουσική είναι αυταπάτη. Η σιωπή είναι η αλήθεια η πιο μεγάλη της ζωής. Καλύτερα να μη βιαστείς να φτάσεις. Το Θαύμα είναι το ταξίδι στην Ιθάκη, με τα πολλά μυρωδικά, τα ντέφια, τα τραγούδια.
  Δεν σε καλοθυμούμαι πια, δεν ξέρω, τι μ’ έσπρωξε να ρθω  να σου μιλήσω, να σε κλείσω μέσα στην καρδιά μου, όπως έκλεισα τη φράση  «χαίρε ω χαίρε ελευθεριά».  Φασκομηλιά και ματζουράνα, λουίζα και βασιλικό, μαζεύουνε στα όρη οι αδελφές μου, τα μάτια δε λένε να σκολάσουν απ’ τ’ αναφιλητό.   
  Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Περπατήστε αργά, ανάμεσα στα πεύκα, ανάμεσα σε αρχαίες πέτρες και θα δείτε. Μπαίνεις αργά στην ιερότητα, δεν το καταλαβαίνεις. Μπαίνει αργά  στο τραγικό, στο μαγικό, στο μέγα πάθος. Μακάριοι όσοι εργάζονται με μεράκι –στο γραφείο ή στην οικοδομή, δεν έχει σημασία αρκεί να υπάρχει μεράκι - και φέρνουν στο φως σμαράγδια, ρουμπίνια και διαμάντια.  
  Άγχος, άγχομαι. Ψάχνω καθημερινά. Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί ακόμη και στην κόλαση να βλέπει έναν παράδεισο.
  Άγχος, άγχομαι. Μιλώ με κώδικες, με ρητορείες. Δύσκολα με καταλαβαίνεις πια. Συχώρεσέ με, δεν είμαι αυτός που νομίζεις. Είμαι ένας τυφλός που βλέπει μόνο με την καρδιά. Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια.
  Θυμούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που η οδός Αρκαδίου είχε λίγα αυτοκίνητα, πολλές μητέρες, πολλά παιδιά. Η Αρκαδίου, η Τσουδερών, η Εθνικής Αντιστάσεως, η ψυχικής Αντιστάσεως.
«Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών». Καθόμουν στο μπαλκόνι και προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, τα μελλούμενα, τα μέλλοντα.    Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια.
 Ξαφνικά βρέθηκα σ’ έναν ανισόπεδο κόμβο. Έτρεχα ώρα πολλή δίπλα σ’ αυτοκίνητα, λαχανιάζοντας ανώφελα. Όσο κι αν τρέχεις μην ελπίζεις. Τη ζωή δεν μπορείς να την προφτάσεις. Εκεί που νομίζεις πως τα κατάφερες εκείνη πάντα προσπερνά.
-H γενιά αυτή των Ρεθεμνιωτών θα πρέπει να απολογηθεί στις επόμενες. Όχι τόσο για τα λάθη της, όσο για την αποτρόπαιη σιωπή των  καλοπροαίρετων πολιτών της.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου