Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΑΡΧΕΙΟ Νο 2


                     ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΛΙΟ                                                                  



 - Έλα και κάτσε κοντά μου αγαπημένε και μπιστεμένε φίλε μου Θωμά, εδώ στο φως του φεγγαριού ή στο φως ενός κεριού και κάνε μου παρέα. Άφησε  ύστερα τη δύναμη του πνεύματός σου να ενωθεί με τη δύναμη του δικού μου πνεύματος κι ας προσπαθήσομε έτσι οι δυο μαζί να φθάσομε σε τέτοιο στάδιο έκστασης και συγκίνησης που να αισθανθούμε μέσα μας το μεγαλείο που κρύβεται μέσα σ’ ένα παμπάλαιο βιβλίο!  
  - Σκέψου, ήταν Ρεθεμνιωτόπουλο ο Ζαχαρίας, κι επήρε των ομαθιών του, έφυγε στη Βενετιά και τη Ρώμη και δεν ξέρω που αλλού, κι έφτιαξε εκεί τυπογραφείο ολάκερο και τύπωνε – λέει - βιβλία! Είχε βρει κι άλλο ένα Ρεθεμνιωτάκι για συνεργάτη εκεί στην ξενηθειά , κι αργότερα κι ένα Λατίνο τραπεζίτη χορηγό. Τύπωνε κάτι βιβλία λένε, πλουμισμένα, κάτι βιβλία….
 Ξαφνικά, μετά από τόσα χρόνια βρέθηκε ένα βιβλίο του από εκείνα του Ζαχαρία, τα παλιά τα ξεχασμένα σ’ ένα παλιατζίδικο!  Και που νομίζεις; Στο Παρίσι! Τι νέο κι αυτό.
  - Που είναι οι Μούσες φίλε μου; Που κατοικούν; Να βρούμε απ’ τις εννέα την ομορφότερη, τη μούσα της ποιήσεως και της βιβλιοφιλίας. Εκείνη είναι η πιο κατάλληλη να ψάλλει τον άντρα αυτόν τον Ρεθεμνιώτη, τον καλλιτέχνη της τυπογραφίας, τον άτλαντα της γνώσης, τον αριστοκράτη του πνεύματος μέσα στην καρδιά τση Βενετιάς.
            «Κρής γαρ ο τορνεύσας, τα δε χαλκία Κρής ο συνείρας…»
  - Στο φως του φεγγαριού του αποψινού ας προσπαθήσομε να φανταστούμε το ευγενικό του πρόσωπο με τα αδρά  κρητικά χαρακτηριστικά, τη μύτη την ελληνική, χείλια σφιγμένα, πεισματάρικα που μαρτυρούν επιμονή και πίστη, μάτια έξυπνα κι αστραφτερά, με τον καημό τση ξενηθειάς  βαθιά τους τυπωμένο.
   - Ετούτες τις σελίδες με πόση λαχτάρα θα τις κοίταζε, θα τις άγγιζε… Καράβι το βιβλίο, που το έστελνε να ταξιδέψει με σημαιάκι ελληνικό σ’ άλλες εποχές γι άλλους ανθρώπους γι άλλα πνεύματα που βέβαια θα συγκινηθούν ακριβώς όπως εκείνος, όταν εκείνος πια θα λείπει…. Και να που αυτό το καραβάκι φτάνει ατόφιο ως τις μέρες μας κουβαλώντας στ’ αμπάρια του ιερά και όσια της φυλής, κομμάτια απ’ την αρχαία ελληνική γραμματεία.
 Έλα και κάτσε κοντά μου αγαπημένε και μπιστεμένε φίλε μου Θωμά, εδώ στο φως του φεγγαριού ή στο φως ενός κεριού και πε μου παραμύθια για την Ελλάδα την Κρήτη, τους έλληνες. Για την αρχαία σοφία, για τη δύναμη του πνεύματος, τις χαμένες πατρίδες, τα ιερά, τα όσια…

 Σημείωση: Από τις εφημερίδες μάθαμε ότι ένα βιβλίο ηλικίας 486 χρόνων τυπωμένο στη Ρώμη από το σπουδαίο Ρεθεμνιώτη τυπογράφο Ζαχαρία Καλλιέργη βρέθηκε και πωλείται σε Παριζιάνικο βιβλιοπωλείο.




                       

 

 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ




- Η ζωή πάνω στη Γη, είναι βέβαια ακριβή, αλλά περιλαμβάνει και δωρεάν ταξίδι γύρω από τον ήλιο! Αμόλυσα την ατάκα κοιτάζοντας γύρω μου και περιμένοντας κάποια επιδοκιμασία.
- Πάλι καλά, είπε ο φίλος μου ο Θωμάς κοιτάζοντάς με, με οίκτο. Και η συζήτηση ήρθε φυσιολογικά στο μακρύ θερμό ελληνικό καλοκαίρι που μεσουρανεί στις 21 Ιουνίου.
  Στις 21 Ιουνίου λοιπόν, Θωμά, πρόκειται να ζήσομε τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Μέχρι τότε η μέρες θα μεγαλώνουν και μαζί θα μεγαλώνουν τα όνειρά μας, θα μεγαλώνουν οι ψευδαισθήσεις μας.. Η μέρα θα μεγαλώνει, αλλά δεν μεγαλώνει καθόλου η ζωή. Λες και η μεγάλη, ατελείωτη μέρα είναι η ψευδαίσθηση που μας στέλνει ο ήλιος -και ο θεός - σαν ένα δώρο που θα κάνει τη ζωή μας πιο υποφερτή. Μια ψευδαίσθηση λοιπόν, λυτρωτική, σωτήρια. Γιατί, τι άλλο μας κρατά στη ζωή παρά οι ψευδαισθήσεις…
  Ψευδαίσθηση παραδείγματος χάριν, έχει ο καθένας από μας, πως θα ζει αιώνια. Πως ο χρόνος σταματά που και που να κυλάει, - συνήθως τη μέρα των γενεθλίων μας – γι αυτό πανηγυρίζομε και κόβομε τούρτες …. (Ακόμη κι εσύ πανηγυρίζεις Θωμά, κι ας τ’ αρνιέσαι). Ψευδαίσθηση έχομε πως τα χρήματα λύνουν όλα τα προβλήματα. Πως υπάρχουνε φίλοι που δεν σε προδίδουν ποτέ. Πως τα παιδιά σου δεν πρόκειται να σε πετάξουν στα αζήτητα. Πως όταν αγοράζεις με πιστωτική κάρτα, αγοράζεις τζάμπα. Πως όταν πηγαίνεις διακοπές ξεχνάς ως δια μαγείας όλα σου τα προβλήματα.
  Μέσα σ’ αυτή τη σειρά των καθημερινών ψευδαισθήσεων, μια ακόμη λοιπόν ψευδαίσθηση είναι πως η καλοκαιρινή μέρα που μοιάζει ατελείωτη, είναι σχεδόν ένα πανηγύρι, μια γιορτή που δε λέει να τελειώσει. Και να είστε σίγουροι πως η (ηλιόλουστη ιδίως) ημέρα, βαθιά μέσα μας συμβολίζει τη χαρά και τη ζωή, ενώ η νύχτα στο υποσυνείδητο εκπροσωπεί τη δυστυχία και το θάνατο. Γι αυτό οι αρχαίοι πρόγονοί μας, μέσα σ’ αυτό το φως, αγάπησαν τόσο πολύ τη ζωή και έστησαν στο φως τα μάρμαρα, αφού πρώτα έβαλαν μέσα τους  ζωή, πνεύμα.
   Εν τω μεταξύ, το ρωμαλέο ελληνικό καλοκαίρι παγιώνει την κυριαρχία του επάνω στα νωχελικά μεσημέρια και στα νοσταλγικά βραδάκια. Είναι το ίδιο εκείνο καλοκαίρι που δίδαξε τα μυστικά του φωτός στο Φειδία και τον Πραξιτέλη, στον Ικτίνο και τον Καλλικράτη, το ίδιο εκείνο καλοκαίρι που γέννησε τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου, που ενέπνευσε στους Έλληνες την αγάπη για τη ζωή, την αρμονία, την τέχνη, τη δημοκρατία.
 «ΦΩΣ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΦΩΣ, 21 Ιουνίου 2004». Αυτό μόνο έγραψε στο ημερολόγιό του εκείνο το βράδυ ο Θωμάς. Ύστερα, κουρασμένος από τη μακριά εξουθενωτική μέρα, με τα μάτια του υπερπλήρη  από τον ατόφιο σκληρό, παντοδύναμο ελληνικό ήλιο, έπεσε επιτέλους να κοιμηθεί.



                       
                     ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ
                                           

  Ξαφνικά αισθάνθηκε πως ζούσε μέσα σ’ ένα δάσος από ερωτηματικά… Ατελείωτα ερωτηματικά και ερωτήματα. Έβλεπε ερωτηματικά ζωγραφισμένα στους δρόμους, στους τοίχους, ερωτηματικά κρεμασμένα στα δέντρα στις πλατείες. Αναρωτιόταν μήπως είχε πρόβλημα, μήπως χρειαζόταν ψυχολόγο, ψυχίατρο. Όχι, του έλεγαν οι φίλοι του. Απλά, σ’ αυτή τη χώρα, αντί να λύνομε τα προβλήματα, αντί ν’ απαντούμε στα ερωτήματα, φροντίζομε να δημιουργούμε καινούρια, έτσι τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται, γίνονται βροχή, κι άμα είσαι και λίγο ευαίσθητος… άστα να πάνε!
  Εκατομμύρια ερωτηματικά. Ερωτηματικά που αφορούν τους νέους, τους γέρους, το περιβάλλον, την παιδεία, την οικονομία, την υγεία, τα ΜΜΕ, τη διαφθορά…
  Γιατί άραγε διάλεξαν τόσο δύσκολα τα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων; Γιατί εξαντλούμε ανώφελα τους νέους; Τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά; Μήπως κάποιες αόρατες δυνάμεις προσπαθούν να στρέψουν τους μαθητές προς τα φροντιστήρια; Τι γίνεται με τα αρχαία ελληνικά; Δεν μπορεί να απαιτούν από τους μαθητές και αρχαία και πέντε γλώσσες και κομπιούτερ. Τα παιδιά τρελαίνονται.
  Η περιέργεια και τα ερωτηματικά βρίσκονται μέσα στο ανθρώπινο κύτταρο, μέσα στη φύση του ανθρώπου, σκεφτόταν. Αυτή η περιέργεια έστειλε τον Κολόμβο στην Αμερική, τους αστροναύτες στο φεγγάρι, τους γιατρούς στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου, τους ερευνητές στα βάθη της γνώσης. Δεν πείραζε λοιπόν κατ αρχήν που είχε κι αυτός ερωτηματικά, αλλά στην περίπτωσή του τα ερωτηματικά ήταν σε συνεχή ροή, γινόταν ποταμός ασυγκράτητος.
  -Γιατί καταστρέφομε με μανία το περιβάλλον; Γιατί ρυπαίνομε ασταμάτητα τη θάλασσα, τη στεριά, τον αέρα; Γιατί κάθε τόσο και ένα σκάνδαλο με ακατάλληλα δηλητηριασμένα τρόφιμα; Γιατί τόσο αίμα στην άσφαλτο; Γιατί τόσο πολλοί νέοι καπνίζουν; Γιατί όλοι ονειρεύονται να μπουν στο δημόσιο;
  -Γιατί η αρπαχτή και το βόλεμα κυριαρχούν εδώ κάτω; Γιατί τόσο πολλοί ψάχνουν χρήμα ζεστό, εύκολο, γρήγορο, βρώμικο, αφορολόγητο;
  Η κατάστασή του χειροτέρευε. Τα ερωτηματικά είχαν γίνει βουνό. Τον έπνιγαν. Τη νύχτα πεταγόταν από τον ύπνο του με  εφιάλτες -  ερωτηματικά, που ζητούσαν πιεστικά μιαν απάντηση.
  Ο ψυχίατρος  στο οποίο αναγκάστηκε να καταφύγει ήταν καθησυχαστικός. Έφταιγε η υπερβολική δόση πληροφόρησης, είπε. Το πρόβλημά του ήταν πως είχε γίνει ένας υπέρμετρα ενημερωμένος πολίτης.
-Μην το παρακάνουμε κιόλας, είπε ο γιατρός .Δεν ήταν και τόσο σοβαρό, έπρεπε όμως να πάρει φάρμακα, να μη διαβάζει εφημερίδες για ένα χρόνο, να ακούει και να ασχολείται μόνο με ανέκδοτα! Αποφάσισε να πειθαρχήσει στις οδηγίες του γιατρού:
-Μη μιλάς, μη ρωτάς, κινδυνεύει η Ελλάς. Μην ψάχνεσαι. Άφησε τους άλλους να ψάχνουν. Έτσι θα ηρεμήσεις! Θα γιάνεις!   




                         

                         ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ
                                    

  Πλήθος δημοσιογράφων και εικονοληπτών συνωστίζεται μπροστά στο γραφείο του γνωστού καθηγητή της ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας κ. Κ. Ψ. Οι χθεσινοβραδινές δηλώσεις του στην τηλεόραση έχουν εξάψει το ενδιαφέρον του κόσμου, που ούτως ή άλλως είναι έντονο για τα ιατρικά θέματα μετά τις τελευταίες ανησυχητικές εξελίξεις στο πρόβλημα της γρίπης των πουλερικών.
  Ο καθηγητής, αυστηρός και συνοφρυωμένος βγαίνει από το κατάμεστο αμφιθέατρο όπου μόλις παρέδωσε το μάθημά του στους φοιτητές της ιατρικής σχολής και απάντησε στις πολυπληθείς ερωτήσεις τους. Κατευθύνεται βιαστικά προς το γραφείο του, έξω απ’ το οποίο οι δημοσιογράφοι παραμερίζουν με σεβασμό ενώ οι εικονολήπτες παίρνουνε θέσεις. 
  -Δυο λόγια κύριε καθηγητά, ο κόσμος ανησυχεί…Οι χθεσινές ανακοινώσεις σας για την αύξηση των νοσημάτων της ψυχικής σφαίρας στην Ελλάδα…
  -Πράγματι, η κατάσταση είναι ανησυχητική. Η ποσοστιαία αύξηση των ψυχικών παθήσεων στη χώρα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Η κατάθλιψη προπάντων…
  Στο αυστηρό πρόσωπο του διασήμου καθηγητού της ψυχιατρικής άρχισε να διαγράφεται ένα χαμόγελο. Προχώρησε στο εσωτερικό του γραφείου και κάθισε στη θέση του, ενώ τα συνεργεία της τηλεόρασης ορμούσαν μέσα. 
  -Υπάρχουν ελπίδες κύριε καθηγητά; 
  -Βεβαίως και υπάρχουν ελπίδες. Οι ομάδες ιατρών της κλινικής μας διεκπεραιώνουν τας ερευνητικάς εργασίας των, και σε σύντομο χρόνο αναμένω τα πορίσματά τους. Οι ανακοινώσεις μας στο διεθνές συνέδριο ψυχιατρικής του Ρίο ντε Τζανέιρο προκάλεσαν αίσθηση. Συνεργαζόμεθα με τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια Ευρώπης και Αμερικής σε καθημερινή βάση. Επεξεργαζόμεθα σχετικό πρόγραμμα για το επίπεδο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Μεθαύριο αναχωρώ για την Αμβέρσα όπου…
  Ο διάσημος καθηγητής της Ιατρικής σταμάτησε για να πιει λίγο νερό. Το ύφος του ήταν πάλι αυστηρό. Με ένα νεύμα η επιμελήτρια βοηθός του έτρεξε δίπλα του.
  -Τον καφέ μου παρακαλώ, διέταξε και συνέχισε να ομιλεί:
   -Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως υπάρχει μια περίεργη στάση των νεοελλήνων απέναντι στη ζωή. Για παράδειγμα η υπερβολική αντίδρασή τους σε κάθε είδηση που αφορά την υγεία, όπως π.χ. στην είδηση για εμφάνιση κάποιου καινούριου ιού γρίπης ο κόσμος αντιδρά μέχρι τα όρια του πανικού, εμβολιαζόμενος μαζικά ή οτιδήποτε άλλο. Ωσάν να έρχεται το τέλος του κόσμου!  Πρέπει να είμεθα ψυχραιμότεροι…
  -Ο κόσμος ανησυχεί κ. καθηγητά. Οι απόπειρες αυτοκτονίας παρουσιάζουν αύξηση στατιστικά σημαντική. Τα κρούσματα σχιζοφρένειας και διπολικής διαταραχής αυξάνουν . Γιατί κατά τη γνώμη σας συμβαίνει αυτό;
  -Φαίνεται πως οι άνθρωποι πιέζονται υπερβολικά από το σύστημα. Συγχωρέστε με όμως, δεν μπορώ προς το παρόν να πω περισσότερα!
  Είχε ήδη πει πάρα πολλά, εκείνος, ένας διάσημος καθηγητής της ιατρικής, ένας τόσο λακωνικός και πολυάσχολος άνθρωπος, υποχρεωμένος άλλωστε από τη θέση του να μετρά κάθε κουβέντα. Σηκώνεται από τη θέση του και πλαισιωμένος από την ομάδα των βοηθών του κατευθύνεται προς την κλινική για την καθημερινή επίσκεψη των ασθενών.
  - Ένας ψυχίατρος με τους ασθενείς του είναι σαν ένας πατέρας με τα παιδιά του, δεν νομίζετε προϊσταμένη; Μονολόγησε ο κ. Κ.Ψ.  χαμογελώντας στοργικά.    




                        ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ

  Καθώς ο «θείος» Ιούλιος μήνας προχωρεί ασυγκράτητος, καθώς το ελληνικό καλοκαίρι εισβάλλει και σταδιακά κυριαρχεί μέσα στις καρδιές των Ελλήνων αλλά και των ξένων επισκεπτών, στη δική μου σκέψη μια άλλη λέξη αυτές τις μέρες στριφογυρίζει. Η απαλή, αιθέρια, ρομαντική λέξη «Έσπερος».
 Εκτός από το γνωστό ομώνυμο, τραγουδισμένο από τους ποιητές αστέρι της αυγής, (Αφροδίτη), ο «Έσπερος» είναι  το όνομα του παλιού εκείνου θερινού Ρεθεμνιώτικου σινεμά που μας ξελόγιαζε τα βράδια και μας εκτίνασσε στον ουρανό-όσοι τυχεροί το θυμάστε. Είναι μια μνήμη καρφωμένη στο μυαλό, ανεξίτηλη και φορτωμένη με εικόνες ασπρόμαυρες. Εικόνες καλοκαιρινής νύχτας, κατά προτίμηση φεγγαρόλουστης – εικόνες ανάμικτες με τις εικόνες των νεανικών ονείρων- που όλες μαζί ανακατεμένες προβάλλονταν τότε στη μαγική οθόνη του «Έσπερου», μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Εικόνες ζωντανές, συνειρμικές και ταξιδιάρες. Εκατομμύρια εικόνες. Πόσες άραγε μπορώ να θυμηθώ!
   Η εικόνα του παράδεισου. Εικόνες με κρίνα, γιούλια και καντιφέδες.  Ένα πουκάμισο ανοιχτό. Μια φέτα καρπούζι. Το «Αγγέλικα» έξω απ’ το λιμάνι. Μαλλιά που κυματίζουν ξέπλεκα στην προκυμαία. Φως που μυρίζει λουλούδια, και νοτισμένη χλόη αγρού. Ένα κλωνάρι μυγδαλιάς στα χέρια μιας Ελένης. Το βόμβισμα της μέλισσας. Το παραμύθι των σαράντα δράκων. Ένα παμπάλαιο πιθάρι. Η γλάστρα με τον κατιφέ. Η άλλη γλάστρα με βασιλικό πλατύφυλλο. Το βαθύ μπλε της μεσογειακής θάλασσας. Η αφέλεια του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Τα ξανθά στάχυα κινούμενα στην πρωινή αύρα. Ο ρεμβασμός πάνω από νερό που κυλάει. Ο ιδρωμένος εφημεριδοπώλης στην οδό Αρκαδίου. Τα καταστήματα των νεωτερισμών.  Τα σοκάκια της παλιάς πόλης. Τα σοκάκια της δύσβατης ζωής.  Η σελήνη που ανατέλλει πάνω από την κορυφογραμμή. Το γλυκό περγαμόντο στο καταμεσήμερο. Τα ώριμα σύκα στην πρωινή δροσιά. Το κερί που τρεμοσβήνει μέσα στο ερημοκλήσι. Το παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο. Τα πεύκα και η μοναξιά. Ο Οδυσσέας που κάθεται στην ακροθαλασσιά (κάτι σαν όνειρο). Κόκκινα δειλινά με κομμάτια Κνωσού και αποσπάσματα Ηράκλειτου. Νεανικά όνειρα επενδυμένα με Beatles και Franc Sinatra.. Τα χαρούμενα ρόδια και τ’ αχλάδια. Οι φρέσκες παπαρούνες και τα μύγδαλα. Το μέγα ζαχαροπλαστείο «Εθνικό»….. Τι εικόνες!
   Με το πολυπόθητο εισιτήριο στο χέρι και με ένα πουλόβερ ιχνηλατούσαμε τον παράδεισο. Να η πελώρια κινηματογραφική μηχανή. Πρώτα η ιεροτελεστία της έναρξης. Το παγωμένο αμύγδαλο. Το καμπανάκι της έναρξης, και να που …σβήνουν τα φώτα και βλέπεις την ηρωίδα του έργου με τα καθημερινά της. Ξαφνικά συνενώνονταν η γη κι ο ουρανός. Ο ουρανός και το χάος. Η καθημερινότητα ήταν ήδη πολύ μακριά. Άρχιζε το ταγκό της καρδιάς. Τα γεγονότα ολοένα τρέχουν. Τι κι αν το έργο είναι ασπρόμαυρο! Το άσπρο και το μαύρο ταιριάζουν πολύ στον Έσπερο! Το άλογο τρέχει τόσο πολύ που νομίζεις πως θα βγει απ’ την οθόνη και θα φύγει στο άπειρο. Κάποτε βέβαια το έργο τελειώνει και τα φώτα σβήνουν. Όλα τελειώνουν κάποτε, το θαύμα είναι πάντοτε μονογενές. Εμείς αποχωρούσαμε, εκστασιασμένοι τελάληδες της δόξας της έβδομης τέχνης. Για να βυθιστούμε ξανά στην καθημερινή αταξία των νοημάτων, στις ασυμβατότητες και στα πρωθύστερα.
  Κάπως έτσι ήταν ο κινηματογράφος «Έσπερος». Διότι, ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος. Έχει κι ο νους το δικό του Ψηλορείτη.




                   ΟΠΑΔΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

      

  Η Άνοιξη δεν έχει απλά και μόνο θαυμαστές. Έχει οπαδούς φανατικούς και ορκισμένους, που συνεχώς πυκνώνουν τις τάξεις της. Ήδη καθώς προαναγγέλλεται στον ορίζοντα η εμφάνιση του μυροβόλου άρματος που μεταφέρει τη βασίλισσα, κατάφορτο με λουλούδια αρώματα και πουλιά, μεσήλικες και γέροντες, αυτοί προπάντων, όλες οι γενεές σπεύδουν να δηλώσουν συμμετοχή σ’ αυτή τη γιορτή. Οι ερωτευμένοι, κι αυτοί το ίδιο, μαζικά. Πολίτες δεξιών ή αριστερών φρονημάτων, χωρίς εξαίρεση και σε πλήρη ομοφωνία και σύμπνοια. Άπαντες οι οικολόγοι,  δεν το συζητώ.
  Οι μικροί μαθητές που κραυγάζουν «εκ-δρο-μή» στην πραγματικότητα εννοούν «Ά-νοι-ξη», και γι αυτήν ζητοκραυγάζουν. Πιστεύω πως όλοι εσείς είστε θιασώτες και «φαν», της μεγαλόπρεπης και παντοδύναμης βασίλισσας, που συγκρατεί και συγκλονίζει τη ζωή πάνω στο δύσμοιρο πλανήτη μας.
    Όταν το άρμα θα φτάσει επιτέλους με τη συνοδεία χελιδονιών, με τα χιλιάδες λουλούδια και χρώματα, με κελαϊδισμούς και βελάσματα, και αποβιβασθεί η λαμπερή βασίλισσα της Άνοιξης, οι οπαδοί θα παραληρούν με ιαχές, με το «Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωμένε» και άλλα πανηγυρικά εμβατήρια χαράς, προσμονής και ανυπομονησίας. Θα φορεί στην ξανθή κεφαλή της στεφάνι από αγριολούλουδα.
  Θα έχει μαζί της δώρα απλά για όλους, για όλες τις αισθήσεις. Μύρα των λουλουδιών, χρώματα του ηλιοβασιλέματος, ήχους από το ξύπνημα της φύσης, θωπείες του μπάτη, νυχτερινές εκστάσεις στο σεληνόφως, της αυγής την απόλαυση, όνειρα ατελείωτα, αυτά προπάντων.
  Θα συνεχίσει την περιοδεία της από νησί σε νησί, από χώρα σε χώρα για να ικανοποιήσει όλους τους οπαδούς της, γιατί η επικράτειά της και η χάρη της είναι παγκόσμια, η δύναμή της δε γνωρίζει όρια ούτε όρους. Άνευ ορίων, άνευ όρων, όπως λέει ο ποιητής. Θα θυμηθεί ιδιαίτερα τους αδύνατους και τους καταπιεσμένους αυτής της γης, τους μουσικούς τους ποιητές, τους καλλιτέχνες. Μην ξεχνούμε πως  η άνοιξη δεν είναι μόνο βίωμα της ψυχικής και σωματικής ανανέωσης αλλά και ότι συμβολίζει την κοινωνική αλλαγή και την κοινωνική επανάσταση που βρίσκει την ιδανική της έκφραση μέσα στην θάλλουσα φύση.
  Σπεύσετε, όσοι πιστοί, να εγγραφείτε - δωρεάν. Ώρες εγγραφών, όλες οι ώρες της μέρας και της νύχτας. Μοναδική προϋπόθεση, η πλήρης και άνευ όρων αναγνώριση της παντοδυναμίας εκείνης, της βασίλισσας των ανθέων, στους αιώνες των αιώνων.   



                     ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ


  Συναντήθηκα με τους συμμαθητές μου. Είναι αλήθεια πως τέτοιες συναντήσεις συνοδεύονται από έντονη και αναπόφευκτη συναισθηματική φόρτιση. Κάποια στιγμή μου πέρασε η ιδέα να το αποφύγω, να μην πάω, να εξαφανιστώ. Μα στάθηκε αδύνατο. Τα μάτια τους, γεμάτα προσδοκία με πίεζαν ανυπόφορα.
   Συναντηθήκαμε λοιπόν. Οι μνήμες εισβάλλουν καταιγιστικά τέτοιες ώρες. Η μνήμη είναι το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτει ο άνθρωπος και παρακαλώ το θεό να μου το στερήσει τελευταίο.
  Κατάλαβα καθώς κουβεντιάζαμε, πως υπήρχε ανάμεσά μας ένας παρείσακτος, κάποιος που κανένας δεν τον είχε προσκαλέσει αλλά ήταν παρών. Η παρουσία του ήταν εντελώς διακριτική αλλά όλοι τη νοιώθαμε. Ήταν ο Χρόνος. Καθόταν απόμερα, σιωπηλός και ατάραχος με ένα αδιόρατο, ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη.
  Όταν οι συμμαθητές μου ζήτησαν να πω δυο λόγια, κατάφερα να διατυπώσω τη συγκίνηση που ένοιωθα, αλλά και ακριβώς αυτό: Πως ανάμεσά μας  καθόταν σαν απρόσκλητος καλεσμένος, ο Χρόνος. Εκείνοι όλοι με κοίταζαν έκπληκτοι, με κάτι μάτια που δεν ξεχνιούνται, ήξεραν όμως όλοι πως αυτή ήταν η αλήθεια. Η μεγαλύτερη αλήθεια της βραδιάς.




ΣΕ ΣΤΥΛ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ

 Σταδιακά και σταθερά εγκαθιστά και φέτος - όπως το συνηθίζει - το κράτος της η Άνοιξη. Στα ελληνικά βουνά και στους κάμπους όλα είναι έτοιμα. Κι επειδή η Άνοιξη δεν γνωρίζει από κρίσεις οικονομικές, ομόλογα, C.D.S. και παρόμοια, το πανηγύρι που στήνεται στη φύση για χάρη της είναι τρικούβερτο.
 Σ’ αυτό το πανηγύρι όλοι συμμετέχουν. Οι μουσικοί, οι νέοι ιδιαίτερα με την καρδιά τη γοργοφτέρουγη, πιάνουν τα φλάουτα και τις κιθάρες συνθέτοντας τραγούδια αγάπης, ενώ οι ποιητές, αυτοί προπάντων, ξεκινούν έναν αγώνα για να εκφράσουν τα συναισθήματα που ξεχειλίζουν το είναι τους με τη θέα των ανθέων και των πουλιών, με των θείων κελαϊδισμών τους ήχους.
 Μέσα σε μια τέτοια οργιαστική ποικιλία ήχων και αποχρώσεων του πρασίνου και των άλλων χρωμάτων, και καθώς από τα βάθη του γαλαξία καταφθάνουν λεπτότατες αισθήσεις με μορφή κυμάτων ηλεκτρομαγνητικών, εγώ, έκθαμβος από την τόση ομορφιά, απεκδύομαι πάσης ευθύνης για όσα παρορμητικά θα γράψω και θα πω. Παύω να ενδιαφέρομαι για όσα τραγικά διαδραματίζονται κάθε μέρα είτε στην τηλεόραση είτε στην πραγματική ζωή, διότι εγώ, πώς να το κάνομε, (όπως και εσύ άλλωστε φίλε αναγνώστη) είμαστε αθώοι.
Δεν ευθυνόμαστε εμείς ούτε κατά το ελάχιστο για το κατρακύλημα της χώρας, και ας προσπαθούν κάποιοι να μας πείσουν για το αντίθετο.  Εμείς είμαστε οι μόνοι που θα συνεχίσομε να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια. Οι Ερινύες εμάς δεν θα μας πλησιάσουν ούτε κατ’ ελάχιστο διότι γνωρίζουν την αθωότητά μας.
 Εμείς το μόνο που επιμένομε να κάνομε είναι η καλόπιστη κριτική. Και θα την κάνομε προς κάθε κατεύθυνση, ιδίως προς εκείνους που εκτιμούμε, ακριβώς διότι τους εκτιμούμε. Ακριβώς διότι τον τίτλο του κόλακα δεν τον επιθυμήσαμε ποτέ. Πoιό  άραγε, Θωμά, θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο της κριτικής μας σήμερα;  
 -Το Αναγεννησιακό φεστιβάλ! Πλησιάζει γαρ το καλοκαίρι, είπε ο αθεόφοβος και θρασύτατος τον τελευταίο καιρό, Θωμάς.
 -Θα έρθει κι εκείνου η ώρα του, δεν θα παραλείψομε. Προς το παρόν όμως, όλοι εμείς οι Σταυροφόροι της Άνοιξης δεν ασχολούμαστε με το Αναγεννησιακό ούτε με την «αναγέννηση» του. Άλλωστε ο κυρ-Γιώργης Χορτάτζης περιμένει στη γωνία …αγριεμένος. Δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα ιδίως σε παραμονές εκλογών.
 Εμείς οι …απέναντι, εξακολουθούμε να μην θέλομε να χάσομε ούτε λεπτό από την θριαμβευτική  προέλαση της Άνοιξης. Χωράφια γεμάτα μαργαρίτες και μαχαιρίδες και παγκάκια γεμάτα ζευγάρια και γλυκόλογα. Τα όνειρα έχουν τον πρώτο λόγο. Τ’ αγόρια σφυρίζουν, και τα κορίτσια τραγουδούν: «Θα σε ξαναύρω στους μπαξέδες…»
 Η Άνοιξη στο άρμα της πάνω, παρελαύνει ακολουθούμενη από το (γνωστό στους μυημένους και άλλωστε πανίσχυρο) Σύνταγμα της Ηδονής.
 Άνοιξη και spread: Καμμία σχέση ανάμεσα στα δυο τους.
 Άνοιξη και δημοσίευμα των Financial Times, σύμφωνα με το οποίο το πρώτο δίμηνο του 2010 τραπεζικές καταθέσεις αξίας 10 περίπου δισ. ευρώ διέρρευσαν από τη χώρα μας προς το εξωτερικό. Ούτε κι αυτό ενδιαφέρει την Άνοιξη. Λυπάται όμως για τον κατήφορο που έχομε πάρει και που δεν θα σταματήσει εδώ, αλλά είναι άγνωστο το τέρμα του.
 Άνοιξη στα βουνά και στους κάμπους, στη φύση γύρω. Στη ζωή μας να μπει, θ’ αργήσει κάπως.



                            ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

                                                                 
 
  Σε κάθε καινούρια χρονιά, σε κάθε καινούρια αρχή, ταιριάζει η αισιοδοξία. Θα ήθελα λοιπόν κι εγώ να μιλήσω για την αισιοδοξία, για την ελπίδα που ξαναγεννιέται και ανθίζει. Ελπίδα για την προσωπική ζωή, ελπίδα για το μέλλον της χώρας. Πρέπει όμως να προσέξω μήπως αντί για αισιόδοξο, το μήνυμα μου βγει τελικά απαισιόδοξο και πικρό. Φοβούμαι άλλωστε μήπως η αισιοδοξία σήμερα είναι απλά μια  γραφικότητα…
  -Όχι πως θέλω να κάνω το δάσκαλο δηλαδή, Θωμά.  Έχω όμως μάτια και βλέπω.  Δεν μπορώ να σωπαίνω.
  -Να την, πετάχτηκε κιόλας η μαυρίλα. Η αισιοδοξία σου αμέσως εξανεμίζεται και γίνεται καπνός, είπε ο Θωμάς απογοητευμένος.
  -Κοίταξε γύρω σου και πες την αλήθεια. Υπάρχει ή όχι διάχυτη παντού η επιθετική ατμόσφαιρα που ανατροφοδοτείται από ένα αίσθημα ανασφάλειας; Η χώρα είναι φυλακισμένη στο παρελθόν. Οι μισοί κατηγορούν τους υπόλοιπους για δευτερεύοντα ζητήματα και ελάχιστοι ασχολούνται πραγματικά με το μέλλον του τόπου. Η παιδεία καρκινοβατεί. Η  δυσπιστία είναι το επικρατέστερο συναίσθημα του πολίτη.
  -Είπαμε όμως να είμαστε αισιόδοξοι. Να κοιτάξομε το μέλλον…
  -Η χώρα βιώνει την αποθέωση του εύκολου. Οι καριέρες γενικά δεν στηρίζονται στην αξιοκρατία και στην εργατικότητα αλλά στις γνωριμίες και στη φιγούρα. Το ρήμα «γλείφω» έχει εξελιχθεί σε πολυσήμαντο. Ο κάθε ημιμαθής θέλει να πιστεύει πως ως Έλλην είναι μεν πανέξυπνος, αλλά κάποιες σκοτεινές δυνάμεις τον εμποδίζουν να φτάσει …ψηλά. Η μετριότητα, η μεγαλοστομία, η τυπολατρία και ο συντηρητισμός κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή και στο δημόσιο βίο. Η βαθύτατα συντηρητική ελληνική κοινωνία δείχνει εξαιρετικά δύσκολο να ξεκολλήσει από το μουχλιασμένο μοντέλο της. Ουσιαστική πολιτιστική ανάπλαση στηριζόμενη οικονομικά από το κράτος δεν υπάρχει. Φουντώνει η ξενοφοβία και ο ρατσισμός. Το διαφορετικό δεν αντιμετωπίζεται σαν κοινωνικός πλούτος αλλά σαν δημόσιος κίνδυνος.   Δυναμώνουν οι ακροδεξιές φωνές, οι νέοι απογοητεύονται, δεν ελπίζουν δεν τολμούν. 
  -Τι θα γίνει λοιπόν; Από πού θα αντλήσομε αισιοδοξία; Πως θα διαμορφώσομε τις θετικές προοπτικές για τη χώρα;
  -Καινούρια μυαλά, αυτό χρειαζόμαστε. Πολιτιστική επανάσταση και ανατροπή της νοοτροπίας. Να καθαρίσομε τη μούχλα. Αυτή η μούχλα της νοοτροπίας μας είναι που πνίγει την πρόοδο, που φρενάρει ακόμη και την οικονομία. Χρειάζονται  νέες ιδέες. Χρειάζεται η προώθηση μιας διαφορετικής κουλτούρας διαλόγου. Χρειάζεται ρεαλισμός, αλήθεια, ανεκτικότητα. Χρειάζεται ένας νέος ανθρωπισμός. Χρειάζεται να παρατηρούμε, να πλαταίνουμε και να ανοιγόμαστε στο μέλλον με γενναιοδωρία. Η αισιοδοξία πρέπει να στηρίζεται στην εργατικότητα, στην αποδοχή της διαφορετικότητας, στην κατανόηση και την αλληλεγγύη. Διαρκώς αλληλέγγυοι. Διαρκώς καινοτόμοι. Διαρκώς αισιόδοξοι. Διαρκώς νέοι.
 - Μα που τρέχει αυτός; Ε, Θωμά στάσου μην τρέχεις, μη φεύγεις,  θα σου εξηγήσω. Στάσου, που πας….



                          ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ      

  Αγαπητοί φίλοι και φίλες, σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές και  συμμαθητές, νεωτεριστές και καινοτόμοι, αμφισβητίες και νομιμόφρονες συγχωρήστε μου την έκφραση: Τα πράματα έχουνε «σφίξει». Εξηγούμαι αμέσως και σας εξομολογούμαι το «δράμα» μου: Εννοώ να αμφισβητώ τα πάντα και να αμφιβάλλω για όλους! Για να υιοθετήσω, μια ιδέα, μια άποψη, πρέπει πρώτα να την περάσω απ’ τα φίλτρα του δικού μου εγκεφάλου και της δικής μου καρδιάς, να την εξετάσω εξονυχιστικά, και αν αυτή συμφωνεί με τις αρχές μου, τότε και μόνο τότε θα την καταχωρήσω στο ιδεολογικό μου κατάστιχο. Αλλιώς θα την εξοβελίσω.  
   Στην κοινωνία αυτή που ζούμε την υπερσυντηρητική και υπερβολική, η αμφισβήτηση είναι το βασικότερο όπλο για την άμυνα του πολίτη. Είναι η μητέρα της ανανέωσης.
  Αμφισβητώ λοιπόν την αυθεντία του κάθε «δασκάλου» και του κάθε ειδικού. Αμφισβητώ τις έτοιμες προκατασκευασμένες απαντήσεις. Οι απαντήσεις αυτές, θραύσματα συνήθως κάποιας κοσμοθεωρίας, εμφανίζουν τα πάντα σαν αυτονόητα, σαν δεδομένα και προ πολλού ερμηνευμένα. Ίσως με τις απαντήσεις αυτές κάποιοι βολεύονται στη ζωή τους. Όχι όμως εγώ.
  Αμφισβητώ όλα όσα λέει ο πρωθυπουργός και οι πρωτοκλασάτοι του. Όσο πιο πολύ προσπαθούν να με πείσουν, τόσο περισσότερο εγώ αμφιβάλλω. Ψάχνω απλά να βρω τι κρύβεται πίσω από τα λόγια τους.  Αμφισβητώ τα ΜΜΕ, τα δελτία ειδήσεων.
  Ασφαλώς, δεν είναι εύκολο πράγμα να αμφισβητείς. Διότι εννοείται ότι πρέπει να αμφισβητείς δημιουργικά, στοχεύοντας στη διόρθωση και όχι στην κατάλυση. Αναγνωρίζω πως είναι πολύ κουραστικό να ζεις σε μια διαρκή αμφισβήτηση - και δεν το περιμένω από όλους. Αλλά πιστεύω πως είναι η μόνη στάση που ταιριάζει στον πραγματικά σκεπτόμενο άνθρωπο, ο μόνος τρόπος για να φτάσομε στη γνώση, στο ήθος και στην πληρότητα. Η αμφισβήτηση  είναι ένα καλό χούι. Οδηγεί εκ του ασφαλούς στην κοινωνία της ελευθερίας.  Η αμφισβήτηση θα έλεγα πως είναι μια προϋπόθεση της ελευθερίας, και η ελευθερία πάλι είναι μια προϋπόθεση της ολοκλήρωσης και της πληρότητας του πολίτη.
  Δυστυχώς - η ψυχολογία το έχει αποδείξει - οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν όχι αυτό που είναι πιο κοντά στην αλήθεια, αλλά αυτό που τους βολεύει συναισθηματικά. Τα κάθε είδους δόγματα - ιδεολογίες, θρησκείες, κοσμοθεωρίες, δεν βασίζονται (όπως η επιστήμη) σε ένα πλέγμα υποθέσεων και πειραμάτων, αλλά στην συναισθηματική αναπλήρωση και στην ψυχολογική παρηγοριά που παρέχουν.
  α φοβάσαι λοιπόν φίλε, αυτόν που σου λέει πως δεν αμφιβάλλει. Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω. Γράψε το εκατό φορές για να το εμπεδώσεις Θωμά.
  -Όμως να ξέρεις πως η τάση σου να αμφισβητείς δεν μπορεί να συνεχίζεται παντοτινά. Ο «πανδαμάτωρ» χρόνος κάποτε θα σε νικήσει. Θάρθει ένας καιρός που η πέννα σου, θα σέρνεται στο χαρτί τρεμάμενη, ανίκανη  να αμφισβητήσει. Το πολύ - πολύ να γράφεις καμιά προσευχή: «Ελέησον με ο θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλλειψον το ανόμημά μου….»
  -Τότε όμως θα έχουν ξεπεταχτεί άλλοι, νεώτεροι από εμένα, πολίτες με  διευρυμένη παιδεία, με πίστη στη δημοκρατία την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, άνθρωποι που θα προσφέρουν την ικμάδα του μυαλού και της ψυχής τους στην αμφισβήτηση, στις νέες ιδέες, στην ανανέωση και στην πρόοδο.




                                ΔΙΨΑ!

  Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν αρχίσει να ρέουν στο πρόσωπό μου. Η ανάγνωση, παρά την ελαφριά ευχάριστη γλώσσα με τα πλήθος ευτράπελα ενδιάμεσα επεισόδια, ήταν επώδυνη. Στο βάθος πίκρα. Στο τέλος, γκρίζο. Στον πάτο, η πληγή (της αγάπης για την πόλη).
 -Βάλε μου να πιω απ’ το νερό σου Χαρίδημε! Μετά από μια διαδρομή τέτοια, κοπιαστική, ανηφορική, επίπονη στην πολιτεία της ανοχής και στα περίχωρα της μοίρας της, λίγο νερό το χρειάζομαι.
  Παρ’ όλο που μέσα στο βιβλίο κάνεις πότε – πότε μια στάση στις πλατείες και στις κρήνες της πολιτείας και αφήνεις τον αναγνώστη να νοιώσει λίγη δροσιά, εγώ χρειάζομαι πολύ  νερό. Χρειάζομαι να πιω, για να πάνε κάτω τα συσσωρευμένα φαρμάκια που βρήκα κάτω από τα καλαμπούρια σου . Φραγκάρχοντες, Βεζύρηδες, εκβάφια,  μαρέτια, τζαμιά και δεξαμενές, ρουφιάνοι κι αγγαρείες, βρώμα και δίψα. Οι ολίγοι ισχυροί απέναντι στο λαό, τα δικά μας τα παιδιά πρώτα και πάντα και δώσ’ του. Πάντα το ίδιο έργο θα βλέπομε να παίζεται απ’ τη μια γενιά στην άλλη. Σενάριο - σκηνοθεσία ακριβώς τα ίδια. Ακόμα και οι γκριμάτσες, οι χειρονομίες των ηθοποιών είναι ίδιες. Αλλάζουν μόνο τα ονόματα.
  Χαρίδημε, πρέπει να το πω. Πρέπει να σου πω τι έκανες. Σήκωσες τη βαριά κουρτίνα της τοπικής ιστορίας και μας άφησες να κοιτάξομε από την πίσω μπάντα. Το θέαμα είναι σκληρό και σε κάποια σημεία αυστηρώς ακατάλληλο. Έγραψες ένα βιβλίο που υποδαυλίζει τη δίψα, την κάθε είδους δίψα. Δίψα για καθαρό νερό, δίψα για έρευνα, δίψα για την αλήθεια  «Θέλω να μάθω την αλήθεια», πετάγομαι από τον ύπνο μου κάθιδρος.
  Τελικά δίψασα. Ίσως να έφταιγε η Ρεμπιά Γκιουλνούς, ίσως η Χαζνετάρ Ουστά Δευάρ. Ίσως να έφταιγε το νερό το υφάλμυρο που θερίζει το στομάχι. Ίσως να έφταιγαν η πείνα, οι ελιές και το κρεμμύδι. Θέλω να πιω απ’ το νερό που περιγράφεις Χαρίδημε. Δροσερό και κακαριστό, θα προτιμούσα απ’ ευθείας από τη «μάνα».
  Διψώ. Η δίψα μου καίει το στήθος σαν το Βεδουίνο στην έρημο. Θα ήθελα να πιω μέχρι να σκάσω. Νερό απ’ τη μάνα του νερού. Νερό και όχι κόκα – κόλα. Θα ήθελα να τσουγκρίσω το ποτήρι μου με το Μιχαήλ Σαββάκη και με το Μαχμούτ Τζελαλεδίν. Ας μπορούσα  να πιω κι απ’ το νερό το καθαρό του Μπουνιαλή του Τζάννε.
   Ίσως όλα να εξηγούνται από το ίδιο σου το όνομα. Φαίνεται πως έχεις πάρει τη χάρη από το Δήμο, δηλαδή από το λαό, Χαρίδημε. Γι αυτό μπορείς και μιλείς και γράφεις τη γλώσσα του λαού, κι έτσι ο λαός σε καταλαβαίνει. Δύσκολο πολύ να σε καταλαβαίνει ο λαός ο αγαθός, ο ακάτεχος κι ο ευκολόπιστος.
  Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε. Τι ψάχνεις τώρα να βρεις; Φρέσκο, καθαρό νερό για διψασμένους; Σιγά τ’αυγά.  Ψύλλους στ’ άχερα. Παραπέμπεσαι για να μαθητεύσεις στον Οδυσσέα Ελύτη, μήπως και βάλεις μυαλό:
                                «Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό φρέσκο,
                                  καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες».


 


ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ


 
 Δεν είμαι ποιητής. Θα ήθελα όμως πολύ να ήμουν. Σε μιαν εποχή στην οποία οι επικρατούσες αξίες είναι η δύναμη και η ταχύτητα και οι επικρατούσες φιλοσοφίες είναι «πιάσε τη ζωή από τα μαλλιά, πιάσε τους εχθρούς σου από τα πέτα, άρπαξε την ευκαιρία στον αέρα, πρόλαβε το τρένο της ανάπτυξης», σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή εγώ θα ήθελα να ήμουν μόνο ποιητής.
  Μέσα στον κατακλυσμό των σκουπιδιών, καθώς το ελληνικό λεξιλόγιο όλο και στενεύει στο νεοελληνικό χώρο, καθώς οι περισσότερες λέξεις της πανάρχαιας  γλώσσας μας βρίσκονται σε ύπνωση, εγώ θα ήθελα να  γράφω ποιήματα!
  Σήμερα που η καθημερινή ζωή κυλάει ερήμην των ποιητών, που η γνώση συνήθως ταυτίζεται με την πληροφόρηση, σήμερα που υποφέρομε από έναν κατακλυσμό καταναλωτικών πληροφοριών τις οποίες ρίχνουν μέσα στα κεφάλια μας τα ΜΜΕ, εγώ θα ήθελα να ζω μέσα στη μέθη των λέξεων.   -Αν δεν μου 'δινες την ποίηση, Κύριε, δεν θα 'χα τίποτα για να ζήσω.... (Αυτό το είπε ο Νικηφόρος Βρεττάκος).
  Επιτέλους κι εγώ δικαιούμαι να βαρεθώ τις στερεότυπες εκφράσεις, το  ομοιόμορφο πληκτικό λεξιλόγιο που μας βομβαρδίζει και μας ρίχνει σε μιαν απύθμενη λεξιπενία. Το γλωσσικό απόθεμα ενός σημερινού μαθητή είναι, λένε, μόνο 900 λέξεις!
  Θα ήθελα λοιπόν – εξομολογημένη αμαρτία - να είμαι ποιητής για να βυθιστώ στη μέθη που προκαλεί η διέγερση της έμπνευσης, να μιλήσω για την ουσία της ύπαρξης και για το άρρητο της ποίησης,  σ' ένα κοινό που θα με ακούει προσεκτικό, απορημένο αλλά και αμείλικτο.
  Οι ποιητές ζουν σε μια δύσκολη γι' αυτούς εποχή. Τα χαμηλά οράματα των καιρών  αρχίζουν να επηρεάζουν το λεξιλόγιό μας.
  Είπε και ο Κόντογλου τα εξής σπουδαία λόγια: "Μία - μία σβήνουν από τη γλώσσα μας λέξεις μεγάλες, όπως η τιμή, η αξιοπρέπεια, η αγνότητα, η αρετή, η φιλία. Δεν αισθανόμαστε πως το να λείπουνε από το στόμα μας οι τέτοιες λέξεις, σημαίνει πως σβήσανε από μέσα μας οι ευγενέστερες φλέβες του ανθρώπινου μεγαλείου. Η λέξη «τιμή» δεν χρησιμοποιείται ως ηθική, αλλ' ως εμπορική έννοια!"
  - Και λοιπόν; Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε. Τι με νοιάζει κι αν τα είπε ο Κόντογλου;
  - Κι όμως ναι! Μέσα σ’ αυτό το πεζό παρόν, ονειρεύομαι κι εγώ να ήμουν λέει ποιητής! Να σπαθίζω το χρόνο με λέξεις και φθόγγους, με σύμφωνα και φωνήεντα. Να ξιφουλκώ με τους ψεύτες και τους λαοπλάνους με ασπίδα μου την ποίηση, ώσπου αυτοί να τραπούν σε φυγή, μη αντέχοντας πια ούτε οι ίδιοι στη βαρβαρότητα των αισθημάτων τους και στην οσμή των πράξεών τους.
  Θα ήθελα να ήμουν ποιητής, με το όραμα ενός κόσμου γαλήνης, τρυφερότητας και ευγένειας μέσα στο στήθος μου.
  Μέσα στη σύγχρονη πνευματική φτώχια και την κοινωνική ερημοποίηση, εγώ αντί για αγαθά ατελείωτα, ονειρεύομαι μόνο …χαρτί και μολύβι. Δεν σας βλέπω. Δε σας ακούω – αλλά ξέρω πως υπάρχετε. Σύντροφοι, βγείτε στο φως!



ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ

  Για την ακρίβεια, έκλεισα την τηλεόραση και άρχισα να σκέφτομαι. Κάποιος είπε πως όταν κλείνει η τηλεόραση αρχίζει η ζωή. Μάλλον έτσι είναι. Κλείνω λοιπόν την τηλεόραση, ανάβω το φεγγάρι, κάθομαι κάτω απ’ το φως του και επιχειρώ το πιο απλό αλλά συγχρόνως το πιο δύσκολο: Αρχίζω να σκέφτομαι! Σε μια σοβαρή κοινωνία πολιτών δεν πρέπει να αφήνουμε την τύχη μας και την τύχη της πόλης μας μόνο στους πολιτικούς. Πρέπει να σκεφτόμαστε και να συμμετέχομε. Γιατί όποιος πολίτης δεν συμμετέχει χάνει το δικαίωμα να απαιτεί μια καλύτερη ζωή.
  Παρατηρώ λοιπόν τη ζωή καθώς κυλάει δίπλα μου, σκέφτομαι και διαπιστώνω.
  Διαπίστωση πρώτη: Mε ραγδαίους ρυθμούς  προωθείται μια νέα συντηρητικοποίηση και μια συνεχής εκβαρβάρωση της κοινωνίας. Τρόπος ζωής στυλιζαρισμένος και προσαρμοσμένος στη μόδα και στο συρμό. Υπερβολική τι-βι. Υπερβολική δόση γιουροβίζιον και μάλιστα με τεράστιο οικονομικό κόστος. Καταιγισμός χωρίς προηγούμενο τα φέημ στόρυ. Καφές και εφησυχασμός. Χωρίς «καφέ» στην καφετέρια δεν νοείται μια αξιοπρεπής ζωή. Οι υγιείς δυνάμεις της πόλης κρατιούνται σε καταστολή. Οι άνθρωποι παραμένουν χαλαροί με την έννοια του αδιάφορου. Έτσι τους δίδαξαν, έτσι τους έχουν συνηθίσει, έτσι κάποιους βολεύει για να αποφασίζουν  ότι γουστάρουν κάποιοι άλλοι, επιτήδειοι. Ούτε ιδέες ούτε καινοτομίες ουδέ καν πραγματική διάθεση για δημιουργική εργασία. Κάτι δεν πάει καλά βρε παιδιά!
   Διαπίστωση δεύτερη: Παρ’ όλα τα παραπάνω, υπάρχουν δυνάμεις στην τοπική κοινωνία που επιθυμούν την πρόοδο, την αλλαγή, τη δημιουργική ζωή, που χαίρονται να δουλεύουν, να διασκεδάζουν, να ταξιδεύουν, να συνδυάζουν.
  Διαπίστωση τρίτη: Οι πόλεις είμαστε εμείς. Οι πόλεις αντανακλούν τις αξίες μας, την αισθητική μας, την φαντασία μας ή ακόμη και την  έλλειψή της. Τις πόλεις τις διαμορφώνουμε αλλά και μας διαμορφώνουν. Οι πόλεις στον 21ο αιώνα γίνονται το πλαίσιο όπου συγκεντρώνονται η ανάπτυξη, οι εντάσεις και οι νέες μορφές κοινωνικής ζωής. Μια σειρά από πληθυσμιακές ανακατατάξεις έχουν ουσιαστικά διαμορφώσει τη νέα κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική εικόνα των πόλεων.
  Διαπίστωση τέταρτη: Θέλω να αισθάνομαι πολίτης και όχι ιδιώτης στην πόλη μου. Ας μου αναγνωρισθεί αυτό το δικαίωμα. Έχω αναμφίβολα και ένα άλλο δικαίωμα, το δικαίωμα στο όνειρο!. Δικαιούμαι να ονειρεύομαι μια καλύτερη ζωή μέσα σ’ αυτή την πόλη, μια καλύτερη πόλη για όλους αδερφέ! Μια πόλη που θα διηγείται την ιστορία της, θα ενισχύει τη φήμη και το προφίλ της, θα κεφαλαιοποιεί την κουλτούρα, την παράδοση και την αρχιτεκτονική της, μια πόλη που θα πιστεύει στον εαυτό της και στο μέλλον της. Ονειρεύομαι μια κοινωνία δημοκρατική, όπου γυναίκες και άνδρες, πλούσιοι και μη πλούσιοι, ηλικιωμένοι και παιδιά, κάθε είδους μειονότητες και μετανάστες, θα αντιμετωπίζονται ισότιμα και δίκαια. Όλοι θα συμβάλλουν στη λειτουργία της, και θα έχουν κάποιο λόγο στις αποφάσεις που τους αφορούν.
  Ο Θωμάς με ακούει υπομονετικά να κάνω όλες αυτές τις σκέψεις στα φωναχτά. χωρίς εκείνος να αρθρώνει λέξη. Στο τέλος δεν αντέχει στη μακρά και επίπονη ακολουθία των συλλογισμών και των συνειρμών μου και ανοίγει το στόμα του:
  -Τα μάτια σου τα επίμονα τρελαίνουν κι επιστήμονα! Όμως να ξέρεις αγαπητέ μου, η πολλή σκέψη βλάπτει σοβαρά την …υγεία.


ΕΝΑΣ  ΗΜΙΜΑΘΗΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ  

  Επιτέλους το εμπέδωσα: Είμαι ένας ημιμαθής επαρχιώτης που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του. Είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος που δυστυχώς κατατρύχεται από μιαν ακατανόητη και δυσεξήγητη τελειομανία και από τη μεγαλομανία του κουλτουριάρη και του δήθεν πολύξερου παντογνώστη. Έτσι, αν και το υψιπετές συστατικό της ψυχής μου προσπαθεί να με τραβήξει προς τα πάνω, ύστερα από τις επίμονες παρεμβάσεις διαφόρων ειδικών τελικά πείσθηκα πως πρέπει να προσγειωθώ.
  Αν και δεν είμαι εντελώς αφελής, με έχουνε (σχεδόν) πείσει πως έχω πολλαπλές ανάγκες και πρέπει να δουλεύω σκληρά 14 ώρες την ημέρα για να μπορώ να αντιμετωπίζω τις υποχρεώσεις μου: Τα σταθερά, τα  κινητά, το πανάκριβο νερό, το ρεύμα, την πιστωτική κάρτα, τα κοινόχρηστα, τα τέλη κυκλοφορίας, τα ασφάλιστρα, τα πολυκαταστήματα και όλα τ’ άλλα.
  Με έχουνε (σχεδόν) πείσει πως είμαι ένας τυχερός που ζει σε μια πανέμορφη μοντέρνα πόλη, πρώην φτωχικό και παντέρμο χωριό. Βέβαια κάθε φορά που το όχημά μου πέφτει σε μια λακκούβα κάποιο πρωτόγονο ένστικτο με κάνει να επαναστατώ και να αμφιβάλλω αν είναι αληθινά ευτυχία να ζεις σ’ ετούτη την πόλη. Λέω όμως, δεν βαριέσαι, αφού σε όλους τους άλλους συμπολίτες αρέσει και  ουδέποτε διαμαρτύρονται, άρα δεν τρέχει τίποτα, εγώ είμαι ο περίεργος, ο ιδιότροπος. Φτάνει που είμαι ημιμαθής, ας μη δυσκολεύω τα πράγματα… 
  Μην πολυσκέφτεσαι, μην το παιδεύεις, μου λένε οι φίλοι μου όσοι έχουνε «πιάσει το νόημα». Το ίδιο επαναλαμβάνω κι εγώ στον εαυτό μου, έτσι που τον έχω (σχεδόν) πείσει. Η πολλή σκέψη φρενάρει τη σχέση μας με τα πράγματα. Κατά συνέπεια, όποιος πολυσκέφτεται δεν ζει. Να προβληματιζόμαστε ναι, αλλά για λίγο! Το μόνο που έχει νόημα είναι το στιγμιαίο, το φαστ.
  Σαν γνήσιος μέσος επαρχιώτης που είμαι δεν ζητώ πολλά από την καθημερινή μου ζωή . Θέλω να μην ταράζουν την ψυχική μου ηρεμία. Θέλω όμορφη μουσική και ωραίες εικόνες. Θέλω να ανοίγει που και που ο ουρανός και να μπαίνει λίγο φως στη ζωή μου. Προσπαθώ να κάνω μόνο αυτό που ξέρω.  Να κάνω μόνο αυτό που μπορώ. Να δηλώνω μόνο ό,τι είμαι. Να είμαι ο εαυτός μου. Να είμαι σοβαρός, όχι σοβαροφανής. Να μη φοβούμαι να δίνω.
  Ζητάω πολλά; Είμαι ένας ημιμαθής επαρχιώτης, αλλά μου συμβαίνει κάτι περίεργο. Ώρες και φορές νοιώθω μια παρόρμηση  να φύγω για πάντα απ’ αυτή την ειδυλλιακή πόλη. Πάντα έτσι λέω αλλά τελικά δεν φεύγω. Γιατί; Διότι οι χειρότερες φυλακές δεν είναι αυτές που δεν μπορείς, αλλά που δεν θέλεις να φύγεις!

                  ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

                                                       

  Ο Θωμάς μπήκε στο γραφείο μου εκείνο το μεσημέρι αναμαλλιασμένος και ορμητικός.  Το βλέμμα του άγριο, δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις.
 -Τι κάνεις εδώ μέσα κλεισμένος τόσον καιρό; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ούρλιαξε.
 -Τη δουλειά μου κάνω….τόλμησα να αρθρώσω νοιώθοντας ήδη κάποια ενοχή.
 -Μια τρύπα στο νερό κάνεις, απλά χάνεις τον καιρό σου, με αποπήρε ο φίλος μου με απελπισία. Η ζωή τρέχει γύρω σου, κι εσύ κάθεσαι σ’ ένα γραφείο και «δουλεύεις». Αλίμονο σου κακομοίρη! Κρίμα στα όσα σ’ έχω διδάξει, κρίμα στα άδηλα και κρύφια που σε έχω μυήσει. Πράμα δεν έχεις καταλάβει.
 -Δηλαδή τι νομίζεις πως πρέπει να κάνω; Απάντησα  πανικόβλητος,
 -Κλείσε το γραφείο και ακολούθα με! Τώρα! Διέταξε ο Θωμάς.
Υπάκουσα αφού διαπίστωσα πως οι αντιρρήσεις μου δεν εισακούονται, πως δεν υπήρχε διέξοδος και πως έπρεπε να παραδοθώ χωρίς όρους. Άλλωστε ο βαθύτερος εαυτός μου, το αόρατο παντοδύναμο ένστικτο που από τα βάθη της ύπαρξης τον καθένα μας κυβερνά μου έγνεφε «Ναι!». Μετά από μια σύντομη διαδρομή με ένα σαράβαλο με πρόσταξε να κατεβώ. Ακολουθούσα τα γρήγορα βήματά του μέσα από τα χωράφια.
  -Χόρτα, βοτάνια, σταφύλια, θυμάρι, μυρωδιές, εδώ είναι η αληθινή ζωή, εδώ είναι ο Θεός και η Κρήτη, όχι μέσα στα γραφεία! Τα πουλιά και τα ζουζούνια στένουνε εδώ πανηγύρι ολημερίς. Το καθημερινό πανηγύρι της φύσης όπου η χαρά εξαργυρώνεται και καταναλώνεται κάθε στιγμούλα, άμεσα. Εδώ το αύριο δεν υπάρχει, μόνο το σήμερα, το τώρα. Αντίθετα με σας- μερικούς πολυπράγμονες - που αγωνίζεστε να «εξασφαλίσετε» το αύριο. Μα εκεί την έχετε πατήσει φίλε μου. Εξασφάλιση οποιουδήποτε είδους απλά δεν υπάρχει στον κόσμο ετούτο! Μην επενδύετε στην Τράπεζα του Μέλλοντος, διότι μπορεί «στην πρώτη κρίση, εξαφνικά τες πληρωμές να σταματήσει» όπως λέει και ο δαιμόνιος Αλεξανδρινός. Έχετε φυλακίσει την ψυχή σας σε ένα γραφείο με τέσσερις τοίχους κι εκείνη η κακομοίρα μάταια γυρεύει παράθυρο για αέρα και φως. Απ’ το γραφείο κατ’ ευθείαν στο σουπερμάρκετ. Σακκούλες γεμάτες ντομάτες κι αυταπάτες. Αφθονία και παχυσαρκία. Παχυσαρκία και δίαιτα. Δίαιτα και νευρώσεις.  Ήθελα και να κάτεχα δεν το θωρείτε το Αδιέξοδο; 
 Ο Θωμάς είναι η φωνή της συνείδησής μου, η απόδραση που δεν τόλμησα, η απέναντι όχθη που ποτέ δεν έφτασα. Όταν μιλεί ο Θωμάς οι αισθήσεις μου διαστέλλονται και τείνουν να απλωθούν στο σύμπαν.
 Είχε σταματήσει λαχανιασμένος κι ακουμπούσε στη βέργα του να ξαποστάσει. Η οργή του δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Μουρμούριζε αποσπάσματα απ’ τον Ηράκλειτο κι απ’ τον «Ερωτόκριτο». Η πορεία συνεχιζόταν.
 Πραγματοποιήσαμε τελικά μια πολύωρη περιπλάνηση μέσα στην παρθένα κρητική φύση. Σε λίγο φθάσαμε στο καφενείο του κοντινού χωριού όπου έπεσα σε μια καρέκλα αποκαμωμένος.
  -Ρακί, διάταξε ο Θωμάς κι άρχιξε να τραγουδεί στίχους απ’ τον Ερωτόκριτο: 
  «Kι ο Kόσμος από την αρχήν εδέτσι εθεμελιώθη,
   και πορπατεί καθένας μας εκεί, που η Tύχη αμπώθει».
  Ξεθαρρεμένος και ξεμπετουργιασμένος κι εγώ παρευθύς απάντησα:
  -"Mοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α' θέλεις κάμε,
    κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά' μαι.  



               ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ

  Όταν σημαίνει μεσάνυχτα, στους παρατηρητικούς και ευαίσθητους ανθρώπους συμβαίνουν πολλά. Ο κόσμος διαστέλλεται κι εμείς γινόμαστε πιο μικροί, πιο αθόρυβοι, πιο ανθρώπινοι. Ούτε μπορείς να αραδιάζεις ψέματα όταν σημαίνει μεσάνυχτα. Απ’ τον καιρό της Σταχτοπούτας, τα μεσάνυχτα έχουν γίνει η ώρα της αλήθειας. Οι αλήθειες αυτήν την ώρα γίνονται χείμαρρος.
  -Μόνο αλήθειες τώρα πια, είπε η Πελαγία κοφτά.
  -Μόνο την ομορφιά, είπε η Γιώτα με πάθος.
  -Μόνο την ποίηση, είπα κι εγώ με πείσμα.
  -Μη λυπηθείς τα κούτσουρα, μη φτάσεις ως τη στάχτη, συμπλήρωσε ο Θωμάς.
  Κάτι μεγάλο είχε αρχίσει να συντελείται. Κάτι ζωντανό κι αληθινό. Η ποίηση θα νικήσει και πάλι. Η ψυχή θα νικήσει το μυαλό. Το πρόσωπό σου είναι καθρέφτης που απάνω του αντανακλάται η ψυχή μου. Είναι η ώρα της αλήθειας.
  Ήταν μεσάνυχτα όταν φτάσαμε στο θέατρο. Ήθελα να καθίσω δίπλα σου. Ήθελα να δούμε μαζί αυτή την παράσταση. Το Θέατρο του Μεσονυκτίου. Το Θέατρο της Ζωής.
  Παίζει ένα έργο τρυφερό, λιγάκι αστείο, λιγάκι παράλογο, περίπου έτσι καθώς είναι και η ζωή. Τα φώτα χαμηλώνουν. Από θεατής ξάφνου γίνεσαι ηθοποιός, μπαίνεις στη σκηνή, γίνεσαι φως. Η φωνή σου,  άλλοτε εξασθενημένη, σβησμένη κι άλλοτε βροντερή, στεντόρεια. Παίζεις ένα ρόλο. Παίζεις μια υποψιασμένη, αδικημένη, αγανακτισμένη Ελληνίδα. Δεν δέχεσαι άλλον εμπαιγμό.
- Όχι άλλα ψέματα, βαρέθηκα πια. Πήγανε λέει κάτι πλούσιες χώρες και κλείσανε από τώρα όλα τα εμβόλια της γρίπης, για πάρτη τους. Κι εμείς οι άλλοι τι θα κάνομε δηλαδή αν έρθει η επιδημία; Αυτοί θα χουνε δικαίωμα στη ζωή κι εμείς δικαίωμα στο θάνατο; (Χειροκρότημα- Αυλαία).
  Σκηνή δεύτερη: Ο φασισμός κι ο ρατσισμός, τα δύο αδελφάκια βγαίνουνε τσάρκα για να κόψουνε κίνηση. Βγαίνουνε μετά και κάτι πολιτικοί με ρητορικές ακροβασίες, σχήματα λόγου και τέτοια.
  -Οι πολιτικοί είναι αξιόπιστοι τόσο, όσο ο κόσμος απαιτεί από αυτούς να είναι.
  -Και λοιπόν φίλε; Που είναι το πρόβλημα; Γιατί σκας; Εδώ ο κόσμος καίγεται…
- Εμείς τους πονάμε, δεν τους φτύνομε τους ανθρώπους φίλε. Οι ραγδαίες κλιματολογικές αλλαγές που προαναγγέλλονται, σε μας δίνουν κι ένα άλλο μήνυμα: Πως όποιοι έχουν λεφτά, αυτοί θα μπορέσουν να φύγουν από τον τόπο της καταστροφής όταν συμβεί. Αυτοί προορίζονται να γλιτώσουν. Αν ανήκεις στο σύστημα μπορεί να σωθείς. Αν όχι…θα πεθάνεις. Είναι αυτό ρε παιδιά δικαιοσύνη; Όταν το αντιληφθεί ο κόσμος αυτό, ξέρετε τι θα γίνει; Της Γαλλίας θα γίνει!
    Σκηνή τρίτη: Μουσική. Ημίφως. Εσύ μόνη στη σκηνή, με τη σκιά του Ποιητή να διαγράφεται στο βάθος, απαγγέλλεις με θλίψη:  «Πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς. Αχ ομορφιά, συ θα με παραδώσεις, καθώς ο Ιούδας. Θα ναι νύχτα και Αύγουστος».
-Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε περάσει!
  Ενώ ένα τεράστιο ολόγιομο φεγγάρι υψώνεται στον ουρανό, εσύ σωριάζεσαι στο πάτωμα με   γδούπο. Η παράσταση τελειώνει. Χειροκρότημα. Αυλαία. Το Θέατρο του Μεσονυκτίου. Το Θέατρο του παραλόγου. Το Θέατρο της Ζωής.




                   ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ

  Καθώς ο ήλιος αργά ανατέλει και το αδυσώπητο ελληνικό φως καλύπτει τα πάντα, βλέπω την Ιουλιέτα με φούστα μακρυά και φαρδύ ψάθινο καπέλο να κατηφορίζει προς το γιαλό για την αγαπημένη της πρωινή εκδρομή, στη θάλασσα. Η Ιουλιέτα είναι –φανταστείτε - είκοσι χρονών. Δεν είναι ποιήτρια ούτε καν γνωρίζει από Τέχνη, αλλά το ελληνικό καλοκαίρι τη συνεπαίρνει ολόκληρη.
  Φτάνοντας στ’ ακροθαλάσσι θα πετάξει τα πάνινα και θ’ αρχίσει να πλατσουρίζει στο νερό. Η Ιουλιέτα κάνει σαν παιδί. Είναι απλά ένα παιδί κάθε πρωί στην ακρογιαλιά, ακόμη και την ώρα που  πετώντας τα ρούχα της πέφτει στην αγκάλη της θάλασσας. Μακάρι να μπορούσε και να χαθεί, έστω για λίγο, στα ερείπια του χρόνου! Ακούστε, τραγουδάει!
   -Μέσα στο κοχύλι κλείνω φλάουτα και βιολιά, την ψυχή μου παραδίνω σ’ άυλη αγκαλιά.          
  Σε λίγο συντελείται το θαύμα: Ο Ιούλιος, ένας νέος ξανθός και πάμφωτος αποκαλύπτεται ξεπηδώντας ανάμεσα από τα βράχια.
  -Ώ σώμα του καλοκαιριού, γυμνό, καμένο, φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι, σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς… Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου. ...
  Η Ιουλιέτα είχε χάσει τη φωνή της. Το όνειρο και η πραγματικότητα ήταν ανακατεμένα. Εκείνος μίλησε πάλι.
   -Εκεί που τα φύκια γίνονται μαλλιά ανεμίζοντας την αγάπη τους, κι οι μυρωδιές της θάλασσας απ' τα παράλια του νησιού μου ανακατεμένες με αγέρι θυμαρίσιο τρυπούν τις μνήμες με ορμή - εκεί στέκεσαι ολόρθη κι αγναντεύεις το πέλαγος. Μες στης οδύνης την κραυγή αφήνεσαι, Κίρκη και Πηνελόπη συνάμα. Απλώνονται τα χέρια σου πάνω από το Αιγαίο, τεντώνονται τα στήθια, υψώνονται τα μάτια σου στην ομορφότερη θάλασσα της υφηλίου. Εγώ πίνω το αλατόνερο και ξεδιψώ. Το Νόστο μου κάνω κουπιά σε καράβια και σε βάρκες σκαλιστές, ξανοίγω τη ματιά μου ν' αγγίξει τη δική σου. Ήρθα να σε βρω!
  Βουτιές δελφινοπλάνταχτες σ’ αυτή τη γαλανή και πράσινη γωνιά του Αιγαίου. Η άμμος λαμπυρίζει, από δισεκατομμύρια τριμένα όστρακα βγαλμένη. Ο Ιούλιος έχει κατεβεί στη γη και με φύκια στα μαλλιά διευθύνει την Καλοκαιρινή Συμφωνία των δελφινιών. Ο ορίζοντας ανέρχεται. Ο ορίζοντας κατέρχεται. Ο ήλιος λάμπει και  γλάροι προσθαλασσώνονται με ιαχές θριάμβου.
  -Ιουλιέτα! Ιούλιε! Ποιος φωνάζει; Ποιος τραγουδεί; Ποιος κλαίει;
  Ο Ιούλιος και η Ιουλιέτα κολυμπούν στα πράσινα νερά. Ο ήλιος καίει απίστευτα και η ώρα απίστευτα γρήγορα περνά στις αμμουδιές του Ομήρου. Η μέρα γέρνει ανάμεσα από γεύσεις καρπουζιών κι αχλαδιών. Μέγας είσαι κύριε! Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.  Ό,τι χάνεται, δεν χάνεται, διασώζεται σου λέω, μέσα μας.
  Η Ιουλιέτα συμβολίζει τη χαρά της ζωής που τον Ιούλιο φτάνει στο κόκκινο. Έρχεται το σούρουπο, νυχτώνει. Δύει ο Κάστωρ κι ο δίδυμος αδερφός του ο Πολυδεύκης. Τ' αστέρια περιστρέφονται για άλλη μια φορά, όπως εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια. Τα ονόματα του Ιουλίου και της Ιουλιέτας διαγράφονται ακόμη στον άνεμο, και στη θάλασσα που αργοσαλεύει μέσα μας. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, χειμώνα ελάχιστε. Οδηγήστε μας, για να πορευτούμε μέσα σ’ αυτό το εξαίσιο ελληνικό παραμύθι.

 


              ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ        
                                                             

    Βγήκα στο δρόμο σήμερα πρωί-πρωί με όλες τις αισθήσεις μου σε επιφυλακή. Ήξερα πως κάτι θα συμβεί, ήθελα κάτι να συμβεί, περίμενα με υψωμένες τις κεραίες μου κάτι καινούριο, αυτό που θα έδινε νόημα στην καινούρια μέρα και νόημα στη ζωή ολόκληρη.
  Είχα ήδη από χθες μηχανικά παρακολουθήσει όλα τα δελτία ειδήσεων. Τόνους απογοήτευσης  είχαν ξεφορτώσει οι τηλεπαρουσιαστές μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παιδιών, αλλά και ημών των ενηλίκων, που βλέπαμε μέσα απ’ τις ειδήσεις τη συντέλεια του κόσμου να πλησιάζει και να πέφτει οσονούπω στα κεφάλια μας. Κι το χειρότερο, λύση ουδεμία.
  -Δεν μπορεί, μουρμούρισα. Κάτι θα συμβεί. Κάτι θα ανατραπεί. Κάποιος καημός θα γειάνει. 
 Και ξαφνικά… τ’ άκουσα – όχι με τ’ αυτιά μα με την καρδιά μου. Απλά μπήκε ορμητικά μέσα μου και θρονιάστηκε η έννοια, η λέξη. Εθελοντισμός! Κοινωνία των Πολιτών! Να είσαι, καλύτερα παρά να έχεις! Καταπληκτικό!
   Η ιδέα είναι μια αστραπή, που σαρώνει και καταυγάζει με την είσοδό της κάθε άλλη δύναμη στον άνθρωπο. Έτρεξα στο Θωμά.
  -Άκου τι βρήκα μπάρμπα Θωμά! Τρέξε να σου εξηγήσω. 
  Προσπάθησα να εξηγήσω το ανεξήγητο. Ο Εθελοντής  εκπροσωπεί μια ιδέα. Είναι αυτός που προσφέρει ανιδιοτελώς τον ελεύθερο χρόνο του ή τη γνώση του για χρήσιμες δράσεις προς όφελος άλλων, χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα. Είναι ο άνθρωπος που μέσα από μία προσωπική πορεία ανίχνευσης και αξιοποίησης του εσωτερικού του κόσμου, διευρύνει το χώρο της προσωπικότητας του πέρα από τα στενά όρια των συνηθειών του, των υποκειμενικών αναγκών του, της οικογένειας ώστε να συμπεριλάβει και να στηρίξει εκείνους τους συνανθρώπους που απαιτεί η ανάγκη της στιγμής. Είναι συγχρόνως μαθητής και δάσκαλος μιας Τέχνης που σιγά-σιγά εξυπηρετεί της ιδέα της συλλογικότητας και εναρμονίζει την συνύπαρξη. Η Τέχνη αυτή θα δώσει την ευκαιρία στις ανθρώπινες κοινωνίες να ξεφύγουν από τον όλεθρο της αλυσίδας των επιπόλαιων επιλογών τους.
   -Σκέψου Θωμά! Η συνειδητοποίηση των αναγκών των άλλων ανθρώπων και η προσφορά του εθελοντή για την ικανοποίηση τους, οφείλει να γίνεται όχι από κάποια εξωτερική επιβολή αλλά από μια βαθιά εσωτερική ανάγκη.
  Δες για παράδειγμα τη μικρή πολυπολιτισμική μας πόλη. Το κατάντημά της σήμερα, το έτος 2006:  Το πράσινο υποχωρεί χάριν του τσιμέντου, οι ελεύθεροι χώροι εξαφανίζονται, η ποιότητα ζωής επιδεινώνεται και αυξάνει με ραγδαίους ρυθμούς ο αριθμός των φτωχών… Φτάνουν πια οι δικαιολογίες. Αισθάνεσαι  βαθιά μέσα σου την ανάγκη να βοηθήσεις την πόλη σου. Εσύ είσαι η λύση, εσύ είσαι η κοινωνία των πολιτών. Ένας καινούριος δήμαρχος μπροστά, με φρέσκιες ιδέες, με σεβασμό στον άνθρωπο και στην πόλη. Πίσω του έρχονται οι εθελοντές, αυτοί που έχουν μέσα τους το πυρ! Δεν ενδιαφέρονται να βολευτούν οι ίδιοι ούτε να βολέψουν τους συγγενείς τους. Ενδιαφέρονται να προσφέρουν ανιδιοτελώς. Καίει μέσα τους το πυρ.
  -Το πυρ, ναι. Αυτό είναι που φέρνει τη νέα ζωή.  Αυτό είναι που θα μετατρέψει   την κατάσταση της παθητικότητας σε κατάσταση ενεργητικότητας, την κατάσταση του εγωιστικού δικαιώματος σε κατάσταση ανιδιοτελούς προσφοράς. Αυτό είναι που θα φέρει τη συσσώρευση κοινωνικού κεφαλαίου, την αύξηση της κοινωνικής εμπιστοσύνης και τελικά μια μεγαλύτερη κοινωνική συμμετοχή. Όχι στην κοινωνία των υπηκόων. Ναι στην κοινωνία των πολιτών.


                              ΚΥΚΛΑΔΕΣ


                       
  - Εχάσαμέ σε μωρέ Κωστή, μια δεκαρέ μέρες, κι ερωτούσαμενε ίντα γίνηκες!
 Ο Κωστής, κοτζάμ φοιτητής γραμματισμένος, κι όμως ένα απλό λαϊκό παιδί, προσπαθούσε να εξηγήσει:
  -Σκέφτηκα, μια που θαυμάζω τόσο πολύ το μεγάλο μας Οδυσσέα Ελύτη, να δώσω έναν πήδο να πάω να δω αυτά τα Κυκλαδονήσια, να καταλάβω επιτέλους για ποιο λόγο ο ποιητής εκφράζεται με τόσο θαυμασμό για τούτα τα κομματάκια γης καταμεσίς στο Αιγαίο, γιατί άραγε τόσος ενθουσιασμός γι αυτές τις κατάξερες αγέρωχες πέτρες, γιατί τόσα ποιήματα. Η Αμοργός,  η Άνδρος, η Δήλος, η Ίος,  Τζια,  η Κίμωλος, η Μήλος, η Μύκονος.
  - Και ίντα συμπέρασμα έβγαλες μωρέ Κωστάκη γι αυτά τα νησιά;
-Επήγα και φωτίστηκα. Κατάλαβα και μετάλαβα. Πίστεψα και νήστεψα. Ανυψώθηκα και λαβώθηκα, απάντησε ο Κωστής με πάθος. Οι Κυκλάδες είναι κάτι μαργαριτάρια πεταμένα εδώ κι εκεί στη θάλασσα του Αιγαίου. Η ομορφιά τους λαβώνει και σε κάνει ν’ αγαπήσεις περισσότερο τη ζωή. Μόλις πάτησα τα πόδια μου στις Κυκλάδες άρχισα να μουρμουρίζω άθελά μου φράσεις ελληνικής σοφίας: «Παν μέτρον άριστον». «Μηδέν Άγαν». «Ει το φέρον σε φέρει, φέρε και φέρου….». Μέσα σ’ αυτό το φως και εξ αιτίας του γεννήθηκε από τους έλληνες αυτή η σοφία, σκεφτόμουν.
  Ο Κωστής διέθετε ευαίσθητες κεραίες. Η διαίσθησή του τον βοηθούσε να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων. Οι χωριανοί, τον άκουγαν έκπληκτοι.
  -Τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν αυτά τα νησιά - συμπλεκόμενα και διαπλεκόμενα κατά μυριάδες συνδυασμούς - είναι το φως, ο άνεμος, η πέτρα, κι η θάλασσα, είπε. Το φως που τέμνει τα λευκά σπιτάκια ακουμπά νωχελικά στα μπλάβα παράθυρα, διαθλάται στο νερό. Αυτό το φως γέννησε την Ευκλείδιο γεωμετρία. Την τραγωδία και το θέατρο. Ο Κωστής συνέχισε χωρίς ανάσα:
  -Όταν ανατέλλει ο ήλιος στην Ίο, όλες οι κασμοθεωρίες χλωμιάζουν και χάνουν την αίγλη τους. Ο ήλιος είναι ο Μέγας Αρχιτέκτων της σύνθεσης των αντιθέσεων της ζωής. Το φως εκεί σαρώνει τα πάντα. Σμιλεύει βράχους, δημιουργεί καθημερινά το φυσικό ανάγλυφο. Ο αδυσώπητος άνεμος συμπληρώνει το έργο. Το φως, ο άνεμος, η πέτρα, κι η θάλασσα, τα τέσσερα αυτά στοιχεία διαπλάθουν χαρακτήρες ανθρώπινους, κάνουν τους ανθρώπους αγαθούς. Διάθλαση και διάπλαση. Η απλότητα, σας λέω δεν μεταφράζεται.
  Κατέβασε εδώ ένα ποτήρι νερό κακαριστό ο Κωστής και συνέχισε απνευστί: 
  -Οι μαύροι σκληροί βράχοι κόντρα στον άνεμο είναι δάσκαλοι της αδιαπραγμάτευτης προσήλωσης στις αιώνιες ελληνικές αξίες. «Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
  -Ίντα λες μωρέ Κωστάκη! Είχανε όλοι αιφνιδιαστεί..
-Η Ποίηση και η Αρχιτεκτονική επί αιώνες επενδύουν αλάνθαστα στο ανοιχτό γαλάζιο και στο βαθύ μπλε. Οι αμμουδιές του Ομήρου…
Γύρω του πια δεν υπήρχε κανένας. Όλοι οι χωριανοί είχαν ήδη απομακρυνθεί κουνώντας το κεφάλι. Ο Κωστής είχε μείνει μόνος του. Εκστατικός και ωραίος, σαν έλληνας.


                     ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΙΚΡΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ



  Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Η γη της Ιωνίας ακόμη πιο βαθιά με πλήγωσε. Ήταν το πρώτο μάθημα πικρής ιστορίας που πήρα στην ζωή μου. Οι εικόνες πολλές και πικρές. Αυτή η μαρμαρωμένη Πατρίδα της Ανατολής, πατρίδα πολλών φίλων και συμπολιτών ζει – δεν ξέρω γιατί - πολύ κοντά μου.
-Σμύρνη μου, Σμύρνη μου όμορφη, πολυτραγουδισμένη... Απ’ το μυαλό δεν διαγράφεται τίποτα…
  Το 1922 οι πρόσφυγες απ' την Ανατολή έφεραν μαζί τους τη ζωντάνια, την ενεργητικότητα, την έφεση για πρόοδο και δημιουργία. Με το πλούσιο δυναμικό τους έδωσαν νέα πνοή στην οικονομία της χώρας, στις τέχνες, στα γράμματα, στις επιστήμες. Έφεραν μαζί τους τη λάμψη, την αξιοσύνη, την αξιοπρέπεια, την αξιοπιστία, το ταλέντο, και την προκοπή μιας ζωντανής πολύχρονης ελληνικής παρουσίας. Μέσα στη φτώχεια των πρώτων χρόνων της προσφυγιάς εδώ στην Ελλάδα, αγωνίστηκαν για να ανασυντάξουν τη ζωή και το βιός τους, καρτερικά χωρίς μεμψιμοιρίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ πρόσφυγες δεν έγιναν επαίτες.
  Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους το σπόρο της προκοπής που ξαναφύτρωσε στα χώματα της παλιάς Ελλάδας. Η βιομηχανία και ειδικότερα η κλωστοϋφαντουργία, μετά το 1922 άρχισαν να αναπτύσσονται ορμητικά στην παλιά Ελλάδα, ενώ άνθισαν το εμπόριο, οι τέχνες, οι επιστήμες και τα γράμματα.
  Η Τουρκία το 1922, έχασε από τον ξεριζωμό τους, από το φευγιό τόσων ανθρώπων, γιατί ήταν το πιο δραστήριο κομμάτι της Τουρκίας. Όμως αυτοί που έφυγαν από εκεί έχασαν πολύ περισσότερα. Έχασαν τα πάντα.
«Χτυπήστε Ομήρων ιωνικές οι λύρες, Σμύρνη ξανά, γεννήτρες είν’ οι μοίρες»!
1922. Ώρες ξεριζωμού και οδυνηρής προσφυγιάς. Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι, στοιβάζονται σε πλοία. Αφήνουν πίσω τους προγόνους, ανθρώπους δικούς τους νεκρούς, το βιός τους, τη μισή τους ζωή.
-Σμύρνη μου, Σμύρνη μου όμορφη, πολυτραγουδισμένη...
  Oι Κυδωνίες, η Πέργαμος, τα Μοσχονήσια, η Έφεσος, η Καππαδοκία, ο Πόντος. Τα «παραμύθια» που του έλεγε η Μοσχονησιώτισσα γιαγιά του δεν ήταν καθόλου παραμύθια, ήταν αληθινές ιστορίες. Ήταν γεγονότα από την προσφυγιά. Ήταν στιγμιότυπα από τους διωγμούς που γνώρισε. Συνοδεύονταν με δάκρυα...
  -Πες μου λοιπόν, πες μου για το Αϊβαλί!
  Τώρα πια ότι και να λέμε, τα χιλιάδες θύματα δεν μπορούμε να τα φέρομε πίσω.
Ονόματα όπως η Αττάλεια, η Νικομήδεια, η Πάνορμος, η Ραιδεστός, η Αγχίαλος, η Απολλωνία, η Μοσχόπολη, απλώς ηχούν οικεία στο αφτί μας. Η ταυτότητά τους πνίγεται και χάνεται στην ομίχλη της ολοένα μεγαλύτερης χρονικής απόστασης. Ο χρόνος ανελέητος συνεχίζει ασταμάτητα το βήμα του και οι χαμένες πατρίδες βουλιάζουν στη στάχτη της λήθης.
  -Σμύρνη μου, Σμύρνη μου όμορφη, πολυτραγουδισμένη...

                  ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ, Ο  ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ



  Το όνομά μου είναι Μιχάλης. Οι φίλοι μου με φωνάζουνε Μιχαλάκη, ίσως διότι  είμαι συνεσταλμένος, λιγόλογος, κλεισμένος στον εαυτό μου.                                         
  Γιατί να είμαι έτσι άραγε; Θα σας πω! Διότι, κυρίες και κύριοι, εγώ νοιώθω ανασφάλεια. Είναι μια ανασφάλεια πολυδιάστατη - πολιτική, κοινωνική, οικονομική, οικολογική. Η αβεβαιότητα και ο φόβος κυριαρχούν στη ζωή μου. Έχω την  αίσθηση πως γεννήθηκα σ' ένα κόσμο ραγισμένο, που μπάζει από παντού. Λένε πως το αίσθημα της ανασφάλειας συνήθως έχει καταβολές στην παιδική ηλικία, μα εγώ πιστεύω πως για την ανασφάλειά μου φταίει η πολιτεία, το κράτος, το «σύστημα».
   Μήπως έχω άδικο; Για να δούμε! Το τηλέφωνό μου πιθανώς παρακολουθείται, όπως και το δικό σας τηλέφωνο, όπως και όλων άλλωστε. Ένα αόρατο ηλεκτρονικό δίχτυ μοιάζει να μας αγκαλιάζει όλους και να μας ελέγχει κάθε δευτερόλεπτο. Δεν ωφελεί να κλειδώνω την πόρτα μου. Το αόρατο δίχτυ εισχωρεί στο σπίτι μου, στο δωμάτιό μου, στην προσωπική μου ζωή.   
  Τις νύχτες ξυπνώ και πετάγομαι απ’ τον ύπνο, αλαφιασμένος. Σμήνη από κύκνους και άλλα πτηνά πετούνε κατά πάνω μου απειλητικά.
  -Τρέξε Μιχαλάκη, κράζουν, τρέξε να σωθείς! Δεν θέλω πια ούτε ν’ ακούω για τη  «Λίμνη των Κύκνων».Τι κρίμα για τα καημένα τα περήφανα πουλιά, να γίνονται σήμερα σύμβολα θανάτου!
  Με πιάνει κατάθλιψη για την ποιότητα ζωής που μου παρέχει ο δήμος μου, η άναρχη τσιμεντένια πολιτεία που ζω. Φτιάξτε κανένα πεζοδρόμιο βρε παιδιά για να περπατάμε, κανένα πάρκο να αναπνέομε, κάπως πιο φτηνούτσικο το νεράκι…Έλεος! 
  Φοβούμαι για το μέλλον. Φοβούμαι πως η σύνταξη που πρόκειται να πάρω θα είναι συρρικνωμένη, κουτσουρεμένη. Ανησυχώ για την ιατρική περίθαλψη που θα έχω από την πολιτεία όταν θα προχωρήσει η ηλικία μου. Πώς να μη νοιώθω ανασφάλεια;
  Ανησυχώ για την ανεργία, για το ασφαλιστικό, την ακρίβεια, την κερδοσκοπία. Αγωνιώ γιατί βλέπω το ρατσισμό να απλώνεται ύπουλα μεταξύ των ανθρώπων. Ανησυχώ γιατί οι κοινωνίες δεν αναπτύσσονται ανθρωποκεντρικά αλλά οικονομοκεντρικά. Γιατί το χρήμα τείνει να γίνει το κέντρο και το μέτρο της ανθρώπινης ζωής με ανυπολόγιστες  αρνητικές συνέπειες για το μέσο άνθρωπο.
  Έχω διαβάσει αρκετή θεωρία, βιβλία πολλά και διάφορα. Η ανασφάλεια πηγάζει λέει από την κρίση του διεθνούς συστήματος, από την υπανάπτυξη και τη φτώχεια, από τους εξοπλισμούς, από τις μεγάλες ανισότητες που αναπαράγονται και διευρύνονται εξ αιτίας της παγκοσμιοποίησης. Η ανασφάλεια αυτή, τους χρειάζεται. Είναι λέει το αίσθημα ανασφάλειας του πολίτη απαραίτητο στοιχείο για την αποδοτική λειτουργία του συστήματος. Είναι απαραίτητη η ανασφάλεια στο σύστημα για την όξυνση του ανταγωνισμού, για την υπονόμευση κάθε διεκδίκησης! Για να αναγκάζεσαι να προσκυνάς την εξουσία. Επίτηδες μας κρατούν σε αβεβαιότητα και ανασφάλεια για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους.
  Πάντως εγώ – μη με βλέπετε έτσι - έχω διαβάσει αρκετά. Ας μη με λογαριάζουνε. Ας είμαι η τελευταία ροδέλα στην καλογυαλισμένη μηχανή τους.
 Κι όμως! Δεν έχω σκοπό να παραδώσω τα όπλα! Ο Μιχαλάκης πρέπει να γίνει Μιχάλης. Υπόσχομαι στον εαυτό μου να είμαι προσεκτικός. Να διαβάζω περισσότερο.  Να αγαπήσω την Τέχνη. Να ανεβάσω την ποιότητα της ζωής μου. Να  σκεφθώ πολύ καλά που θα δώσω την ψήφο μου. Δυναμωμένος έτσι με θεωρία και μελέτη και με το πνεύμα μου το ασκητικό, θα καταφέρω να βρω το δρόμο για να ζήσω με αξιοπρέπεια στο ραγισμένο αυτό κόσμο, και στην πολιτεία που αγαπώ.  


                                   ΜΟΝΑΞΙΑ


  Οδηγούσε το αυτοκίνητο με τα τζάμια κλειστά, για ν’ αποφύγει το καυσαέριο και το θόρυβο. Η μουσική στη διαπασών.  Επικοινωνούσε με το «κινητό» τηλέφωνο σχεδόν συνεχώς, για να «είναι σε επαφή» όπως ακριβώς επιμένει η διαφήμιση. Είχε βαλθεί να μεταφέρει με το κινητό όσο το δυνατόν περισσότερες (πλην όμως άχρηστες) πληροφορίες σε όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους. Πληκτρολογούσε με απίστευτη ταχύτητα δεκάδες μηνύματα προς αντίστοιχους αποδέκτες, οι οποίοι με τη σειρά τους πάλι απαντούσαν, δίνοντας ενδιαφέρον στη μονότονη καθημερινότητα, στην άχαρη ζωή της. Σκεφτόταν τα λόγια που της είπε ο πολυδιαβασμένος φίλος της:
   -Αχ Νεφέλη, η ζωή έχει δυο ελαττώματα: Πρώτον, είναι ανυπόφορη και δεύτερο, είναι πολύ σύντομη. Η φυσική συνέπεια για τον δύστυχο άνθρωπο είναι ένα αίσθημα ατελείωτης μοναξιάς. Η μοναξιά αυτή είναι η συνιστάμενη των περισσότερων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων  και των μηνυμάτων που πληκτρολογούν οι δυστυχείς συνδρομητές των εταιριών κινητής τηλεφωνίας, μόνο που δεν το συνειδητοποιούν. Έτσι τελικά φλυαρούν για ένα εκατομμύριο ασήμαντα πράγματα, προσπαθώντας να παρηγορηθούν για την αφόρητη μοναξιά και την πλήξη που νοιώθουν!
  Η Νεφέλη μόλις είχε αρχίσει να μπαίνει στο νόημα. Ούτε που άκουγε τους κρότους από το χτίσιμο, καθώς οι εταιρίες της  κινητής και σταθερής τηλεφωνίας μαζί με τις βιομηχανίες αυτοκινήτων, τηλοψίας – ΜΜΕ –σόου μπιζ - έχτιζαν γύρω της πανύψηλους  τείχους. Έτσι, τώρα πια «ανεπαισθήτως την είχαν κλείσει από τον κόσμον έξω», αφού πρώτα είχαν αδρανοποιήσει τη βούληση και την αντίστασή της με διαφημίσεις και την είχαν φορτώσει με προσφορές, κάρτες, εκπτωτικά πακέτα, δάνεια, εξωτικά ταξίδια και άλλα παρόμοια.
  Έτσι σιγά και ανεπαίσθητα είχε μπει στη ζωή της για τα καλά η μοναξιά. Η επιδερμική, επιφανειακή επικοινωνία μέσω πληκτρολογήσεων, ηλεκτρομαγνητικών πεδίων και ριάλιτυ,  είχε εκμηδενίσει κάθε ουσιαστική ανθρώπινη επαφή που φέρνει ανακούφιση στις ανθρώπινες υπάρξεις κατά τη διάρκεια του αέναου ταξιδιού τους στο αχανές σύμπαν.
  Η Νεφέλη ένοιωθε αμηχανία. Ενώ βρισκόταν σε μια συνεχή καθημερινή δραστηριότητα, τόση που σχεδόν δεν της άφηνε ελεύθερο χρόνο, εν τούτοις είχε το φευγαλέο συναίσθημα πως οι μέρες της  κυλούσαν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Της έλειπε η εσωτερική πληρότητα, η ευεξία, το νόημα της ζωής. Βαριόταν αφόρητα.
 Ένας φίλος γιατρός της είπε πως βρισκόταν στο κατώφλι της κατάθλιψης. Η σωστή λέξη ήταν «στο κατώφλι της μοναξιάς». Το ήξερε καλά η Νεφέλη, κι ας φοβόταν τόσο αυτή τη λέξη. Ποιος δεν τη φοβάται άλλωστε.
  Η Νεφέλη έκλεισε το κινητό της τηλέφωνο. Ένοιωθε ένα κόμπο στο λαιμό και βγήκε έξω να πάρει αέρα. Ήθελε να σκεφτεί Περπατώντας μονολογούσε:
  -Δεν αντιτάχθηκα ποτέ στην τεχνολογική πρόοδο. Ο κόσμος προχωρεί. Αλλά μέχρι ένα όριο. Τάσσομαι υπέρ της επαγρύπνησης, υπέρ της λογικής χρήσης της τεχνολογίας.  Όχι στην τεχνολογία που φέρνει τον άνθρωπο πέρα από τα όριά του. Όχι τεχνολογία για την τεχνολογία. Προσοχή στην απότομη τεχνολογική πρόοδο που δεν αφομοιώνεται. Την ανθρώπινη ψυχή δεν θα την κατανοήσει ποτέ κανένα κομπιούτερ. Ούτε τη μοναξιά άλλωστε.
  Η Νεφέλη περπατούσε αργά στον έρημο δρόμο. Ανάσαινε βαθιά το νυχτερινό αέρα. Η μοναξιά ήταν η μόνη απτή πραγματικότητα της ζωής της. Το μόνο συναίσθημα που ψαχούλευε ζωντανό μέσα της.  Ήθελε να φωνάξει «βοήθεια» με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.
  Το κινητό χτύπησε επίμονα. Από την άλλη άκρη της γραμμής η βαριεστημένη φωνή κάποιας φίλης ρωτούσε:
  -Πάμε για …καφέ;

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΡΑΓΓΑΣ

  Εύκολα θα συμφωνήσει κανείς πως η θέα μιας κοπελιάς  με μακριά ξέπλεκα μαλλιά που ορθή πάνω στο βράχο ατενίζει το πέλαγο ενώ τα μαλλιά της ανεμίζουν ελεύθερα, είναι δυνατό να δημιουργήσει αλληλουχίες και συνειρμούς τέτοιους, που να παραπέμπει τον κάθε ευαίσθητο θεατή σε τελείως διαφορετικές εικόνες.
  Και να που η θέα ενός τέτοιου κοριτσιού με τα μαλλιά του ξέπλεκα, αλλά και με τη βοήθεια του ανέμου που μαίνεται στις όμορφες ακτές του Λυβικού Πελάγους, έκαναν το θαύμα τους. Τα μακριά ξέπλεκα μαλλιά, ξάφνου μετατρέπονται σε απόκρημνες πλαγιές ενός γιγάντιου φάραγγα. Στις σχεδόν κατακόρυφες και βραχώδεις αυτές πλαγιές αυτού του φάραγγα, ένας άντρας τολμηρός αποκρεμιέται, αγωνίζεται να κρατηθεί, αγωνίζεται να φτάσει. Δεν είναι νέος, δεν είναι τόσο αθλητικός, είναι μάλλον μεσόκοπος. Κάπως αργά αποφάσισε ν’ ανεβεί τις απόκρημνες πλαγιές της ποίησης.
  Χάσκει από κάτω το κενό, η αμφιβολία και ο κίνδυνος της συντριβής. Είναι κι αυτός ο άνεμος του Λιβυκού, που μαίνεται και σφυρίζει απειλητικά ανάμεσα  στους βράχους με το δίκταμο και τα αδύναμα κυκλάμινα.
  Ο σκαρφαλωμένος άντρας, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει συγκεντρώνει τις τελευταίες δυνάμεις του και προχωρεί στην επικίνδυνη αναρρίχηση. Οι απόκρημνες πλαγιές της ποίησης δεν είναι ικανές να τον φοβίσουν. Οι απόκρημνες πλαγιές είναι η μοίρα του και τη μοίρα δεν μπορείς λένε να την αποφύγεις. Ο άνεμος και η ποίηση τον έχουν κυριεύσει εντελώς. Τα χτυπήματα του ανέμου και των βράχων τον βοηθούν να ξεχνά τα χτυπήματα τα άλλα της ζωής, τα μεγαλύτερα, τα καίρια. Δε νοιάζεται αν μάτωσαν τα χέρια. Το αίμα λυτρώνει, αν τρέξει την κατάλληλη στιγμή.
 Από κάτω χάσκει το κενό, απειλητικό, προκλητικό, αδυσώπητο. Ο άντρας επιμένει με πάθος, δεν παραδίδεται. Θα παλέψει, θα αγωνιστεί μέχρι τέλους. Θα προσπαθήσει να φτάσει στην κορφή ή κάπου εκεί κοντά. «Αν πρέπει να σηκώσεις το βαρύ σταυρό κάνε το δίχως κλαυθηρμούς, κάνε το δίχως λόγια, στον εαυτό σου πίστεψε και πες μπορώ, κι όλης της γης θα ξεκινήσουν πάλι τα ρολόγια». 
  Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι μια απόπειρα κριτικής σε μια ποιητική έκδοση. Όμως ένα μικρό σεμνό βιβλίο ποιημάτων δεν έχει ανάγκη απαραίτητα από μια κριτική παρουσίαση. Απλά διαβάζεται, και αυτόματα διδάσκει και αποζημιώνει τον αναγνώστη. Τελικά το βιβλίο θα ζήσει τη δική του ζωή μέσα στο χρόνο. Θα είναι ένα παράθυρο ανοιχτό, για να ψάξομε το συγγραφέα μετά την αναρρίχηση μέσα στο σύμπαν, «αβέβαιο και μοναχό». Αν ξαναζούσε τη ζωή του απ’ την αρχή, πάλι το ίδιο ακριβώς θα επιχειρούσε: Την αναρρίχηση σε μια απόκρημνη πλαγιά. Στο λουλακί τραπεζάκι θα στοχαζόταν απάνω. Το ταπεινό σταμναγκάθι θα υμνούσε. Την Αργυρούλα θα συμβούλευε.
  Δε χρειάζεται να πω το όνομά του, νομίζω πως ούτε εκείνος θα το ήθελε. Η Ανωνυμία είναι για πολλούς μια μεγάλη και ατόφια αγάπη. Μα αν τύχει και  συναντήσετε τον άνθρωπό μας στο δρόμο να βαδίζει μεσημέρι ή  απόβραδο, μόνος είτε συντροφιά με το σκύλο του, θα καταλάβετε αμέσως πως πρόκειται γι αυτόν, είναι εκείνος για τον οποίο μιλούσα!
  Ούτε το ίδιο το βιβλίο θα μπορέσετε να βρείτε. Ο Θωμάς το άνοιξε και διάβασε ένα στίχο μεγαλόφωνα:
  -«Το βοριά δείχνει η πυξίδα, μα η ψυχή τη μοναξιά».  Αμέσως μετά το πέταξε μακριά, μέσα στο σύμπαν, όπου τώρα θα αιωρείται αιώνια ψάχνοντας να βρει εκείνους για τους οποίους αληθινά προορίζεται, τις αδελφές μας, τις γυναίκες μας, τους τρυφερούς του αποδέκτες…


                     Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ                                                        

                                                                        

  Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό ένας φουκαράς ανθρωπάκος, που τον λέγανε Ορέστη.  Το σπιτικό του βρισκόταν στην άκρη μιας μικρής πόλης που είχε το παράξενο όνομα Φαντασιούπολη.
  Παράξενος ήτανε και ίδιος ο Ορέστης. Ανάμεσα στα κουσούρια που του χε δώσει ο θεός ήταν και  η κακή συνήθεια …να σκέφτεται! Προσπαθούσε να τα ερμηνεύει όλα με τη λογική, πράγμα όχι και τόσο εύκολο βέβαια. 
  Παρατηρούσε ας πούμε πως όλοι οι άνθρωποι στην πόλη γύρω του ήθελαν συνεχώς να αγοράζουν. Ρούχα, παπούτσια, κινητά, αυτοκίνητα, ατελείωτη κατανάλωση. Προσπαθούσε να  καταλάβει το γιατί. Ώσπου έφτασε σ’ ένα συμπέρασμα: Ο κόσμος παρουσιάζεται σήμερα μπροστά στους ανθρώπους σαν ένας κόσμος εμπορευμάτων. Οφείλουν ν’ αποκτήσουν όσο γίνεται περισσότερα για να γίνουν αποδεκτοί. Αγοράζω άρα υπάρχω. Αυτό είναι. Το βρήκε! Μόλις έλυνε το ένα, έπρεπε να προχωρήσει στο επόμενο πρόβλημα, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.
  Του Ορέστη του άρεσε πολύ να περπατεί. Πίστευε πως αυτό του έκανε καλό στην υγεία. Έτσι κάθε μέρα σχεδόν περπατούσε στους δρόμους της Φαντασιούπολης προσέχοντας πάντα ιδιαίτερα στις διαβάσεις. Αυτή η πόλη περιφρονούσε τους πεζούς, αγαπούσε πιο πολύ τα αυτοκίνητα. Εξετάζοντας τα πράγματα, είχε καταλήξει πως η μόνη λύση ήταν να φτιαχτεί μια διαφορετική καινούρια πόλη δίπλα στην παλιά …μόνο για πεζούς! Χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς κεραίες, με πολλά λουλούδια και πράσινο. Έτσι θα μπορούσε κανείς να διαλέξει αν θα ήθελε να ζήσει στην αυτοκινητούπολη ή στην πεζούπολη, και θα ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
  Ο Ορέστης χαμογελούσε με τις ιδέες του αλλά προτιμούσε να τις κρατεί για τον εαυτό του. Ήξερε πως οι περισσότεροι θα γελούσαν μ’ αυτές, θα τις θεωρούσαν τουλάχιστον γραφικές. Αδιαφορούσε γι αυτό. Αλλά και οι κάτοικοι της Φαντασιούπολης άλλο τόσο αδιαφορούσαν γι αυτόν. Ο καθένας κοίταζε το συμφέρον του και ελάχιστοι ασχολούνταν με το συμφέρον της πόλης. Τα πολλά μικρά «Ναι» είχαν φτιάξει ένα μεγάλο, τεράστιο, κάθετο «Όχι», σαν ένα τοίχο απαγορευτικό και καθοριστικό για το μέλλον της.   Ο Ορέστης είχε βαρεθεί να ακούει τα στερεότυπα, τα ίδια πάντοτε λόγια:
-Καταδικάζουμε απερίφραστα ….
-Θα χυθεί άπλετο φως …
-Σημαία μας είναι η διαφάνεια…
-Βρισκόμαστε σε δυναμική τροχιά…
-Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο…
  Η απογοήτευση κυλούσε στο μέτωπο του Ορέστη σαν ιδρώτας. Το καλοκάγαθο διαπεραστικό του βλέμμα πλανιόταν στοργικά πάνω απ’ τους δρόμους και τις πλατείες της Φαντασιούπολης προσπαθώντας να συνθέσει προβλήματα, να φτάσει σε λύσεις. Η πόλη φάνταζε άχρωμη και αθεράπευτα επαρχιακή.
  - «Είναι μικρή η πόλη, με τεράστιες πληγές. Είναι όμορφη η πόλη, με μεγάλες ασχήμιες. Είναι μικρή η πόλη και χωράει στην καρδιά μου». Μονολογούσε επαναλαμβάνοντας τις φράσεις. Έμοιαζε περίπου με ποίημα. Ο Ορέστης ήταν περίπου ένας ποιητής. Άσημος, γραφικός, επαρχιώτης. αλλά πάντως ποιητής!




                                            ΟΝΕΙΡΟΛΟΓΙΟ


  Κάθομαι και ρεμβάζω μ’ ένα μπουκάλι κρασί. Όχι απαραίτητα cabernet. Ότι ακριβώς με δίδαξε ο Θωμάς. Οίνος ευφραίνει καρδίαν. Η σκέψη ολισθαίνει. Το οινόπνευμα μου καίει αργά τα σπλάχνα. Η καλοκαιριάτικη σελήνη καλύπτει με λειωμένο ασήμι την πόλη, τους δρόμους, τους πόνους, τυλίγοντας τα πάντα σε μια αχλή παραμυθιού, κάνοντας όλα να φαίνονται όμορφα, χωρίς πολέμους, χωρίς ουρλιαχτά αθώων ματωμένων παιδιών. Αρχίζει το ταξίδι μέσα στο παντοδύναμο κράτος των ονείρων.
  Τι θα πει ονειροπόλος; Έχουμε ποτέ αναλογιστεί; Είναι ένας άνθρωπος που, όπου βρεθεί, χωρίς να χρειαστεί να κλείσει τα μάτια του, μπορεί και κάνει όνειρα. Φτάνει μια στιγμή ν' αγναντέψει τη θάλασσα από κάποιο βράχο κι έχει κάνει τα μακρινότερα ταξίδια στα πιο φανταστικά μέρη της γης. Κοιτάζοντας μια έναστρη νύχτα τον ουρανό, περνάει διαδοχικά απ' όλα τ' αστέρια, και χώνεται βαθιά μέσα στα μυστικά τους. Μέσα σ’ ένα ονειρικό διαστημόπλοιο ανακαλύπτει ανεξερεύνητους πολιτισμούς, ταξιδεύει στο παρελθόν για να συναντήσει τους παλιόφιλους, και ύστερα προσγειώνεται απαλά στη γη όπου βέβαια τον περιμένει το αστραφτερό και πανάκριβο αυτοκίνητο που πάντα λαχταρούσε. Μόνο ένας τέτοιος ονειροπόλος, μπορεί να ζήσει μιαν υπέροχη ζωή, αφού η πραγματικότητα είναι σκληρή πάντα. Ο ονειροπόλος λοιπόν θα κλείσει την εφημερίδα, θα αγνοήσει προσωρινά τις σκληρές φράσεις του τύπου «μεταξύ των νεκρών αμάχων είναι δεκάδες παιδιά», και θα αρχίσει να ονειροπολεί.
  Διαφωνώ λοιπόν με όσους επιμένουν πως το να ζεις σε ονειρικές καταστάσεις, αποτελεί ευθυνοφοβία και αποφυγή των πραγματικών συνθηκών. Αρνούμαι να μπω στην λογική να ξεχάσω τα όνειρά μου για να μην χάσω το «τρένο» της σύγχρονης εξέλιξης, για να είμαι «προσγειωμένος» και άλλα παρόμοια. Το να σκέφτεσαι πράγματα εκτός των ορίων της πραγματικότητας είναι ίσως η καλύτερη διαφυγή, η καλύτερη εκτόνωση. Αφήνει και ένα μυστήριο, που οι περισσότεροι το αναζητούν και γοητεύονται. Κάποιοι λένε άλλωστε πως η ποίηση είναι η αρχή του ονείρου.
  Προσέξτε μόνο να μη διαπράξετε κι εσείς το λάθος. Ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα βαθιά γεράματα, διαπράττει συνεχώς το ίδιο λάθος: Ελπίζει ότι κάπου, κάποτε, με κάποιον τρόπο, τα όνειρά του θα εκπληρωθούν. Αυτό το λάθος γίνεται η κυριότερη αιτία της δυστυχίας του. Γιατί συνήθως τα όνειρα διαλύονται, θρυμματίζονται κονιορτοποιούνται. Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να εκπληρωθούν τόσα πολλά όνειρα, τόσων πολλών ανθρώπων μέσα στον τόσο πολύπλοκο σημερινό κόσμο;  Αν αποφύγετε λοιπόν αυτό το μέγα λάθος, μπορώ να σας υποσχεθώ μιαν ονειρώδη ζωή.
  Ας μην καταδικάζομε λοιπόν τους ονειροπόλους αλλά ας προσχωρήσομε στις τάξεις τους μαζικά. Όσοι πιστοί προσέλθετε. Όσοι δεκτικοί, όσοι επαναστάτες και ανυπόταχτοι.
  Διαθέτω μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά, ώριμα. Τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα, επίσης εύθραυστα, σε απόλυτη χρονική σειρά, σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες. Κάθομαι και τα καμαρώνω, τα ξεσκονίζω και τα αναπλάθω. Τις νύχτες που βρέχει είναι μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο μέσα στο χρόνο, μια συνεχής επιστροφή στην πρώτη νεότητα, μια γεύση από γλυκό κουταλιού νεράντζι.  



                                ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ


  Χοντρές οι σταγόνες της βροχής, κυλούν στην πολιτεία. Καταρρακτώδεις βροχές και καταιγίδες προβλέπεται να επικρατήσουν και τεράστια κύματα να υψώνονται στο πέλαγος. Ο χειμώνας, αιτιολογημένος και γκρίζος, παραδίδει μαθήματα μοναξιάς σε σιωπηλούς, συνοφρυωμένους πολίτες.
 -H γενιά αυτή των Ρεθεμνιωτών θα πρέπει να απολογηθεί στις επόμενες. Όχι τόσο για τα λάθη της, όσο για την αποτρόπαιη σιωπή των  καλοπροαίρετων πολιτών της.  
 -Μεγάλη κουβέντα είπες Θωμά. Όλη νύχτα θα τη σκέφτομαι.
 -Όποιος σιωπά, γίνεται συνυπεύθυνος και συνένοχος. Και θα κληθεί να πληρώσει το μερτικό του όταν έρθει ο λογαριασμός.
  -Πως ερήμωσε αυτή η πόλη Θωμά, πως ξεράθηκαν οι ιδέες! Σιωπή παντού, κι ένας βαρύς, ακραίος χειμώνας. Η Άνοιξη θ’ αργήσει οφέτος.
  Η επόμενη φράση του Θωμά έρχεται, κι αυτή το ίδιο σκληρή στην αλήθεια της:
 -Στην Ελλάδα ομιλούν οι σοφοί, αποφασίζουν όμως οι αμαθείς. Αυτό το είπε ο Πλούταρχος.
  Και πριν προλάβω να συνέλθω ήρθε καινούριος κεραυνός:
 -Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις. Πρέπει όμως να ελπίζεις. Αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο. Αυτά, λόγια του Ηράκλειτου είναι.
 -Τι; Μα τι εννοείς; Μίλα καθαρά! Τι προσπαθεί να μου πεις βρε Θωμά;
 -Το πυρ, το πυρ το αείζωον που κατακλύζει και πυρπολεί τα πάντα, όχι μόνον τον αισθητό κόσμο αλλά και την ανθρώπινη ψυχή. Τι φταίω εγώ αν εσείς δεν διαβάζετε τον Ηράκλειτο; Γι αυτό φθάσατε σε τούτο το χάλι.
  Τα πάντα ρει. Όλα θ’ αλλάξουν. Η πολιτεία μας βιώνει τη βίαιη σύγκρουση του  νέου με το παλιό. Η σύγκρουση έρχεται και θα είναι σφοδρή. Μαντεύω τον κρότο των κρυστάλλων που θρυμματίζονται, τις κραυγές και τον ορυμαγδό. Όλα αλλάζουν ταχύτατα. Ποιος νοιάζεται; Ποιος συλλογάται τις συνέπειες για την πολιτεία;
  -Οραματίσου Θωμά. Ας δούμε την πόλη μας ανθρωποκεντρικά. Να φτιάξομε μια πόλη ανθρώπινη. Να υποτάξομε τα συμφέροντα στην ποιότητα ζωής, να σεβαστούμε την προσωπικότητα, τη διαφορετικότητα, να εκφράσομε έμπρακτα την κοινωνική μας ευαισθησία και αλληλεγγύη, την απέχθεια σε κάθε κοινωνικό αποκλεισμό. Να πείσομε γι αυτές τις προθέσεις μας. Να κάνομε το πιστεύω μας πράξη.
  -Στις ταυρομαχίες είμαι φανατικά με το μέρος του ταύρου. Στη ζωή είμαι με το μέρος του πολίτη που αγωνίζεται χωρίς βοήθεια, χωρίς ελπίδα.
  -Τι; Πως είπες; Δεν ακούω… Ο άνεμος δε μ’ αφήνει να σ’ ακούσω! Η φωνή σου χάνεται στον άνεμο!
 Βόρειοι άνεμοι σαρώνουν τα πελάγη. Πρέπει να περιμένεις τον κατάλληλο χρόνο, την κατάλληλη στιγμή. Να περιμένεις μέχρι να κοπάσει ο άνεμος. Να περιμένεις σαν αθάνατος και να ελπίζεις σαν θνητός.

  Σημείωση: Η  φωτογραφική σύνθεση είναι του φίλου Στέλιου Καλογεράκη και παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο εναλλακτικό φεστιβάλ «Fototherapy».

                      ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ


  Έχω πολλούς πατέρες κι έχω πολλές μητέρες, κι έχω πολλές αδερφές κι έχω πολλούς αδερφούς. Οι αδελφοί μου είναι μαύροι κι οι μητέρες μου κίτρινες, κι οι πατέρες μου είναι κόκκινοι κι οι αδελφές μου ανοιχτόχρωμες. Κι είμαι πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων, και τ' όνομά μου είναι Άνθρωπος. Ζω απ' τον αέρα και ζω απ' το ψωμί, και ζω απ' το φως και ζω απ' την αγάπη.
  Έχω χιλιάδες φίλους απ’ όλη τη γη. Τα βιβλία είναι οι φίλοι μου. Έχω εκατομμύρια γνωστούς και γείτονες, οι γείτονές μου είναι οι λέξεις. Μου λένε καλημέρα το πρωί και με καληνυχτίζουν το βραδάκι. Κατηφορίζομε πρωί στην αμμουδιά, στις αμμουδιές του Ομήρου. Δεν πάμε για καφέ, μα πάμε για παιχνίδι με τα κύματα. Τα κύματα της μοίρας των Ελλήνων. Δεν με φοβίζουν οι Έλληνες κι η μοίρα τους, τα χούγια τους με φοβίζουν. Με φοβίζει που εδώ σ’ αυτή τη χώρα μιλούνε οι σοφοί, μα αποφασίζουν οι αμαθείς.
  Μην χορεύεις τόσο γρήγορα. Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα. Η μουσική είναι αυταπάτη. Η σιωπή είναι η αλήθεια η πιο μεγάλη της ζωής. Καλύτερα να μη βιαστείς να φτάσεις. Το Θαύμα είναι το ταξίδι στην Ιθάκη, με τα πολλά μυρωδικά, τα ντέφια, τα τραγούδια.
  Δεν σε καλοθυμούμαι πια, δεν ξέρω, τι μ’ έσπρωξε να ρθω  να σου μιλήσω, να σε κλείσω μέσα στην καρδιά μου, όπως έκλεισα τη φράση  «χαίρε ω χαίρε ελευθεριά».  Φασκομηλιά και ματζουράνα, λουίζα και βασιλικό, μαζεύουνε στα όρη οι αδελφές μου, τα μάτια μου δε λένε να σκολάσουν απ’ τ’ αναφιλητό.   
  Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Περπατήστε αργά, ανάμεσα στα πεύκα, ανάμεσα σε αρχαίες πέτρες και θα δείτε. Μπαίνεις αργά στην ιερότητα, δεν το καταλαβαίνεις. Μπαίνει αργά  στο τραγικό, στο μαγικό, στο μέγα πάθος. Μακάριοι όσοι εργάζονται με μεράκι και φέρνουν στο φως σμαράγδια και ρουμπίνια και διαμάντια.  
  Ψάχνω καθημερινά. Ψάχνω να βρω την ψυχή μου και την ξαδέρφη της την επανάσταση. Ποιος είμαι; Που πάω; Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Χιόνι κρατούσα κι έλειωνε σαν τις ελπίδες των ανθρώπων.
  Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί ακόμη και στην κόλαση να βλέπει έναν παράδεισο.
  Μιλώ με κώδικες, με ρητορείες. Δύσκολα με καταλαβαίνεις πια. Συχώρεσέ με, δεν είμαι αυτός που νομίζεις. Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια.
  Θυμούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που η οδός Αρκαδίου είχε λίγα αυτοκίνητα, πολλές μητέρες, πολλά παιδιά. Η Αρκαδίου, η Τσουδερών, η Εθνικής Αντιστάσεως, η ψυχικής Αντιστάσεως. Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών. Καθόμουν στο μπαλκόνι και προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, τα μελλούμενα, τα μέλλοντα.    Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια. Ξαφνικά βρέθηκα σ’ έναν ανισόπεδο κόμβο. Έτρεχα ώρα πολλή δίπλα σ’ αυτοκίνητα, λαχανιάζοντας ανώφελα. Όσο κι αν τρέχεις μη θαρρείς, τη ζωή δεν μπορείς να την προφτάσεις. Εκεί που νομίζεις πως τα κατάφερες εκείνη πάντα προσπερνά.
  Δεν παραιτούμαι, επαναλαμβάνω με πείσμα. Τα ωραία πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά, είναι στερημένα. Ακόμη και με τα ευτελέστερα υλικά,  εγώ πάντα, με πείσμα θα σκαρώνω ποιήματα!











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου