Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΑΡΧΕΙΟ Νο 3



   ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ
                                                         

  Από αρχαιοτάτων χρόνων, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει. Μόλις το καλοκαιράκι αντικρύσει το κεφαλάκι του Σεπτέμβρη που αναδύεται νωχελικά ανάμεσα από κύματα και κλήματα, χλομιάζει και σταυροκοπιέται αυτοστιγμεί. Μια χλομάδα διάχυτη, παρόμοια με αυτήν του φεγγαριού κατηφορίζει στα τρίστρατα και σαρώνει ανθρώπους, σπίτια και δέντρα. Τα όνειρα ξεσηκώνονται και ζητούν δικαίωση, οι ιδέες ανασηκώνουν κι αυτές το κεφάλι. Οι παλιοί μας φίλοι, κι αυτοί το Σεπτέμβρη καβαλικεύουν τις αναμνήσεις και κάνουν στάση στη γειτονιά μας διψασμένες και αχόρταγες.
  Σεπτέμβρης και Παλιά Πόλη. Εκεί ο ήλιος εισχωρεί μέσα απ’ τα τρεμουλιαστά φύλλα και παιχνιδίζει αδιάκοπα κάνοντας τους μεγάλους να νοιώθουν σαν παιδιά. Οι σκιές και οι μνήμες ξεδιπλώνονται και φτάνουν ως την οδό Αρκαδίου, τη Σουλίου και την Εθνικής Αντιστάσεως. Οι μιναρέδες κατεβάζουν τις ματιές τους προς το έδαφος με αυταρέσκεια και απάθεια. Οι δρόμοι της Ανατολής, είναι φανερό, έχουν περάσει μέσα απ’ αυτή τη πόλη.
  Σεπτέμβρης και Φορτέτζα. Στη Φορτέτζα και στα τείχη. Κάποτε, εμείς οι Ρεθεμνιώτες το χτίζαμε το κάστρο της Φορτέτζας με τα χέρια μας. Σήμερα, αντίστροφα, γύρω μας κάποιοι έχουνε χτίσει τείχη, πανύψηλα τείχη της άγνοιας και της αδιαφορίας. Εκεί που άλλοτε συνωστίζονταν η κλαγγή των σπαθιών και οι χλιμιντρισμοί των αλόγων, τώρα νότες και μελωδίες αναδύονται στην ατμόσφαιρα και οδεύουν προς το Ρεθεμνιώτικο ουρανό. Εκεί που κάποτε ο ρέκτορας μάζευε τους συμβούλους για να ζητήσει τη γνώμη τους, τώρα ο «Φραγκίσκος Λεονταρίτης» ως κουαρτέτο κιθάρας εκπέμπει την πανδαισία του στους ουρανούς, σαν μια προσευχή ή σαν μια ικεσία για λύτρωση. Όχι διότι ο Γρηγόρης είναι φίλος μου, μα διότι ήταν στ’ αλήθεια μια πανδαισία.
  Σεπτέμβρης και ανατολή του ηλίου. Η προσεκτική παρακολούθηση μιας ανατολής του Σεπτέμβρη κρύβει περισσότερο μυστήριο από όλους τους τύπους του Αϊνστάιν. Η Δύση πάλι, ε, αυτή είναι δουλειά ζωγράφου, ας είναι άσημος, ας μην είναι δα και  ο  μαΐστρος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
  Σεπτέμβρης και νιάτα. Επιστροφή στα θρανία ή όπως λένε αλλιώς, απ’ τ’ αυτί  και στο δάσκαλο.
  Σεπτέμβρης και γκρίζο. Το γκρίζο στα σύννεφα και στις καρδιές, το κίτρινο στα όνειρα και στα φύλλα. Φαίνεται πως η αντίθεση είναι η ουσία της ζωής. Αν όλα ήταν δια μιας και μονίμως πράσινα δεν θα είχε νόημα η άνοιξη. Το μεγάλο υπάρχει επειδή έχει υπάρξει το μικρό, το πολύ επειδή έχει προϋπάρξει το λίγο.
  Σεπτέμβρης και Liszt.   Η δεξιοτεχνία, ο λυρισμός, η ποιητικότητα, ο πλούτος των ηχοχρωμάτων, η ερμηνεία της Ντιάνας διευκολύνουν το Σεπτέμβρη να μπει ομαλά στη ζωή μας.
  Σεπτέμβρης και σταγόνες βροχής. Βρέχει πάνω από στεριές κι από θάλασσες. Πέφτουν ασταμάτητα της βροχής οι σταγόνες. Τι να την κάνεις λοιπόν τη μουσική; Βρέχει αναμνήσεις. Θυμούμαι κάποιον άλλο Σεπτέμβρη μακρινό με τραγούδια και σήμαντρα. Άλλωστε δεν μπορώ, μου είναι αδύνατο να ξεχάσω…     


                    ΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ

                                     
  Οι χάντρες του κομπολογιού χτυπούσαν τακ-τακ, κι οι χτύποι έμοιαζαν με τους χτύπους της καρδιάς του μπάρμπα - Νικόλα, που χτυπούσε απόψε παράξενα.
  -Παράξενο καλοκαίρι, μουρμούρισε ανάμεσα απ’ τα δόντια του. Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τίποτα…
  Ο μπάρμπα Νικόλας ήταν ένας ήρεμος ανεξίκακος άνθρωπος, ένας απλός έλληνας, μια γνήσια κρητική ψυχή. Αυτός είναι ο τύπος ανθρώπου που θαυμάζω περισσότερο. Δεν υποκρινόταν τον πολύξερο. Δεν είχε μάθει πολλά γράμματα μα είχε δει πολλά και δεν τον γελούσες εύκολα. Μπορούσε εύκολα να καταλάβει τι έκρυβαν τα λόγια των πολιτικών, γιατί ήξερε πως οι πολιτικοί όταν λένε κάτι, πάντα κάτι άλλο προσπαθούν να σου κρύψουν, ή να στο φέρουν μαλακά.   Το μακρύ, στριφτό, γκρίζο μουστάκι του συμβόλιζε τη στωικότητα και την υπομονή του. Δεν τον συγκινούσαν τα λεφτά, ούτε τα αξιώματα. Τον συγκινούσε η ευθύτητα, η ντομπροσύνη, η ειλικρίνεια. Μπορούσε να σου απαγγείλει πολλούς στίχους από τον Ερωτόκριτο «απνευστί», και μαντινάδες πλήθος.
  -Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τίποτα… ξανάπε μονολογώντας. Νάτο, βγήκε το φεγγάρι. Λαχταρούσε τα βράδια να κάθεται στην ταράτσα του σπιτιού του – κάπου στις παρυφές της πόλης - και να παρατηρεί το φεγγάρι. Τον μάγευε το φεγγάρι, το Νικόλα. Τον έκανε να ονειροπολεί, να θυμάται τα μικράτα του. Τα νιάτα, αυτά προπάντων. Η μισή μας ζωή –παράξενο - είναι φωλιασμένη μέσα στις αναμνήσεις και στα όνειρα. Μα μόλις έβγαινε απ’ το ρεμβασμό και την ονειροπόληση καταπιανόταν με την επικαιρότητα, τα καθημερινά που τον έκαναν ν’ απορεί.
  Άνοιξε την εφημερίδα στις μέσα σελίδες. «Απογοητευμένοι είναι οι Έλληνες από το ευρώ, τριάμισι χρόνια μετά την αντικατάσταση της δραχμής». Απογοητευμένος ήταν κι αυτός ο ίδιος. Δύσκολα τα έβγαζε πέρα η φαμελιά του με την ακρίβεια. Χρωστούσαν κιόλας αρκετά. «Υπερχρεωμένα τα ελληνικά νοικοκυριά», επιβεβαίωνε πανηγυρικά η εφημερίδα.
 «Πρέπει να κάνουμε πιο αποτελεσματικό το κοινωνικό κράτος σε μία ανοιχτή, εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία». Τα πολλά «πρέπει» ήταν για το Νικόλα σημάδι πως τα πράματα δεν πάνε καλά.
 -Καταλάβετέ το πώς κιντυνεύουνε οι συντάξεις του κόσμου. Τα ταμεία ζορίζουνται… Τα πράματα δεν τα θωρώ καλά.
Οι εφημερίδες έγραφαν. «Η ανεργία πλήττει τους νέους»… «Η τρομοκρατία, το Ιράκ….το εργασιακό...» Φεγγαράκι μου λαμπρό!
  -Το πετρέλαιο ακριβαίνει… Ίσαμε που θα φτάξει… Να μου τρυπήσεις τη μύτη αν καταλαβαίνω πράμα…
 Ο μπάρμπα Νικόλας έβγαλε το κομπολόι του. Ο γιατρός τον είχε υποχρεώσει να κόψει το τσιγάρο και το πολύ φαΐ, μια και η καρδιά του δεν τα πήγαινε τόσο καλά. Υποτάχτηκε, τι άλλο μπορούσε να κάνει.
 -Όλα μπορεί να τ’ αντέξει ο άνθρωπος, έλεγε και ξανάλεγε.
«Οδηγήθηκα στη λογοτεχνία προκειμένου να αποφύγω το έγκλημα», είχε πει ο Αλμπέρ Καμύ, διάβασε στα «ψιλά» της εφημερίδας.
  -Δεν καταλαβαίνω τίποτα… (Μήπως καταλαβαίνω εγώ;)
  Το ολόγιομο φεγγάρι συνέχιζε το ταξίδι του (κι ο Νικόλας το δικό του) μέσα στη φεγγερή κρητική νύχτα.


            ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ
                                         


  Χοροπηδά με την παραμικρή ευκαιρία. Αποζητά την ανεμελιά και το παιχνίδι, όπως κάθε παιδί. Υπάρχει και ζει, άλλοτε ζωηρό άλλοτε μελαγχολικό μα σίγουρα μια ξεχωριστή οντότητα. Ένα παιδί μέσα σου. 
  Κάποτε σε εκνευρίζει γιατί δεν κάθεται ήσυχο, σωστός μπελάς. Συνεχώς λαχταρά καινούρια πράγματα, συνεχώς κάνει τρέλες, επιθυμεί, απαιτεί. Είναι απρόβλεπτο και κακομαθημένο. Αγενέστατο καμιά φορά. Δεν ενδιαφέρεται για τους τύπους, ούτε για τους καλούς τρόπους. Απεχθάνεται όλα τα τυπικά, όλα τα «πρέπει» και όλα τα «επιβάλλεται».
  Σε βάζει ν’ αγοράζεις γλυκά και παιχνίδια. Σε υποχρεώνει να χαζεύεις βιτρίνες και ν’ αγοράζεις ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Είναι το παιδί που κρύβεις μέσα σου!
  Αποφεύγεις να το παραδεχτείς μα ξέρεις πως υπάρχει. Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου υπάρχει, τυραννικό, αυτάρεσκο, άμυαλο (εκ πρώτης όψεως). Δεν ξέρει τι θα πει στενοχώρια. Δεν γνωρίζει τη λέξη «άγχος». Δεν το νοιάζει «τι θα πει ο κόσμος». Ιδίως τα Κυριακάτικα πρωινά το τι γίνεται δεν περιγράφεται. Αυτό το παιδί γνωρίζει μόνο το ρήμα «θέλω».
  Αλίμονό σου αν αντισταθείς. Αμέσως χουφτώνει και σου σφίγγει το στομάχι ή την κεφαλή, και κάνει το έντερό σου να συσπάται με πόνους. Είναι μια διαφορετική ύπαρξη που ζει μέσα σου και μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή σου.
  Έχεις την ψευδαίσθηση πως είσαι ελεύθερος και κύριος της βούλησής σου. Δυστυχώς, δεν είσαι. Αυτή η ύπαρξη μέσα σου αλωνίζει προσπαθώντας να εξουσιάσει τη ζωή σου. Συνήθως πολεμά ενάντια σ’ όλα τα «πρέπει» και τα «επιβάλλεται». Συχνά διαπιστώνεις έντρομος πως άλλα είχες προγραμματίσει κι άλλα έκανες τελικά. Άλλα σκόπευες να πεις κι άλλα είπες. 
  Δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν είναι πάντα παιδί.. Σου δίνει την αίσθηση πως είσαι περικυκλωμένος από μία τεράστια πολυτελή ταπετσαρία καμωμένη με ψέματα και σου ζητά να σκίσεις αυτή την ταπετσαρία και να δείξεις τον αληθινό γυμνό εαυτό σου, αδιαφορώντας για όλα τ’ άλλα τα μάταια.
  Με τρόμο ανακάλυψα πως αυτό που μου λείπει περισσότερο σήμερα είναι τα παραμύθια που μού λεγε ο παππούς μου όταν ήμουν παιδί. Δηλαδή μου λείπει αυτό που δεν πρόκειται ποτέ πια να έχω.
  Απομένει αυτό το παιδί, το διαβολάκι μέσα μου, που ωστόσο το αγαπώ και από αδυναμία μου το κακομαθαίνω. Όλοι το αγαπούμε το παιδί μέσα μας. Γιατί θα ναι η μοναδική παρηγοριά στα γερατειά μας. Θα τραγουδούμε μαζί του όσα τραγούδια στη ζωή αγαπήσαμε. Θα ξαναβλέπομε μαζί τις παλιές φωτογραφίες με τους συμμαθητές και τους παλιόφιλους, και θ’ ανοίγομε κάπου- κάπου την κασέλα για να δούμε ακόμη μια φορά τα παλιά κόκκινα λαμπερά ρούχα της χαράς, που θα έχει φύγει για πάντα..



                         ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ



  «Κλείσε την τηλεόραση να δούμε το φεγγάρι…». Οι στίχοι του τραγουδιού αποδίδουν με σαφήνεια και απλότητα αυτό που θέλω να πω. Λιγότερη τηλεόραση, λιγότερη αλλοτρίωση, λιγότερη ιδιοτέλεια, λιγότερη αποξένωση, περισσότερη ειλικρίνεια, και αξιοπρέπεια, περισσότερη αθωότητα.
  Στην Ελλάδα που μας απέμεινε, αυτό που πρέπει να περισώσομε είναι η αθωότητα. Πρέπει να καθορίσομε σαν βασική αξία της ζωής μιαν αθωότητα θεμελιωμένη πάνω σε επαναστατικές δυνάμεις που θα στοχεύουν στην ανατροπή του απαράδεκτου για τη συνείδησή μας κόσμου.
  Μα …τι έπαθα σήμερα;  Γιατί θέλω να δίνω συμβουλές; Δεν αισθάνομαι ούτε σοφός ούτε γέρων. Μπα, απλά μπούχτισα όπως έχετε μπουχτίσει κι εσείς. Πάνω και πίσω από κάθε εκδήλωση της καθημερινής ζωής διακρίνει κανείς την ιδιοτέλεια, τα συμφέροντα, την παντοδύναμη πλέον ελληνίδα διαφθορά (και διαμάντι στα δυο μπορεί να κόψει το μαχαίρι, φτάνει να είναι φτιαγμένο από συμφέρον).
  Εκτός από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, κάποιοι μας έχουν κλέψει και την αθωότητα, μας έχουν κλέψει την καρδιά του Σωκράτη, του Πλάτωνα, τον Έσπερο της Σαπφούς και τη ροδιά του Αρχίλοχου που άνθιζε στον κήπο μας μέσα. Μας έχουν μείνει, φοβούμαι, μόνο «ωραία ερείπια» και θέλω να ελπίζω πως μας έχει μείνει επίσης ο πυρήνας ο σπερματικός μας, ώστε να ελπίζομε πως με εκείνον «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι». 
  Ας τον αναζητήσομε λοιπόν αυτό τον πυρήνα το σπερματικό, μέσα στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου. Μέσα στις Ωδές του Κάλβου. Μέσα στους στίχους του Αρχίλοχου και στη μαγεία του Παπαδιαμάντη. Στο γιασεμί της πόρτας μας και στα φύλλα της ελιάς μας. Πρέπει να αγαπήσομε πάλι τη χώρα μας. Ο ανάπηρος δήμος, το διεφθαρμένο κράτος, πρέπει να γίνουν παρελθόν. Πρέπει να οραματιστούμε και να πορευτούμε προς μια καινούρια αθωότητα, ελληνική και παγκόσμια.


ΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ 
                                         


  Υπάρχει μια κραυγή, που ενώ δεν ακούγεται, εν τούτοις υπάρχει. Είναι η κραυγή των ηλικιωμένων. Την ακούνε μόνο όσοι είναι έτοιμοι να την ακούσουν. Θα την ακούσουν και οι αναγνώστες του άρθρου αυτού.
   Ο διωγμός της περίφημης ηλικίας της αποστρατείας είναι απερίγραπτος. Όμως oι ηλικιωμένοι πολίτες έχουν δικαίωμα να ζουν την καθημερινότητα, ελαχιστοποιώντας τις αρνητικές επιπτώσεις του χρόνου και ιδιαίτερα το βάρος της περιθωριοποίησης από την κοινωνική και οικονομική ζωή και τον ασφυκτικό κλοιό της μοναξιάς, που αναπαράγει η σκληρότητα της πόλης.
  Ζούμε σε μια κοινωνία που θεοποιεί τη νεότητα και κυνηγά την αθανασία. Στην κοινωνία μας "δοξάζουμε το γυμναστήριο, τον θόρυβο, την ταχύτητα, την απόδοση, την παραγωγικότητα, τη βία. Το κυρίαρχο σήμερα μοντέλο είναι η τρέλα με οτιδήποτε είναι «νέο» και «ωραίο» και η αποστροφή σε καθετί ηλικιωμένο. Ότι   είναι νέο το χειροκροτούμε, ότι είναι γερασμένο το απορρίπτομε. Έτσι η μεγάλη ηλικία, η αρρώστια, η μοναξιά και γενικά η - φυσιολογική - παρακμή του ανθρώπινου σώματος και πνεύματος έχουν γίνει πλέον ταμπού και κρύβονται επιμελώς.
  Οι ηλικιωμένοι απουσιάζουν παντελώς από τον πολιτισμό της εικόνας που υπάρχει γύρω μας. Τα πρότυπα στις διαφημίσεις στην τηλεόραση, παντού, είναι πάντα νεανικά. Η τρίτη ηλικία για μερικούς ακούγεται κάπως σαν "Τρίτος Κόσμος", σαν μειωτικός χαρακτηρισμός. Η νεότητα, αντί να είναι απλά ένα κομμάτι της ανθρώπινης πορείας, έχει γίνει το εναγωνίως ζητούμενο. Τα γηρατειά για μερικούς μοιάζουν αν όχι ασθένεια τουλάχιστον ντροπή.
  Ο ηλικιωμένος άνθρωπος μοιάζει να ενοχλεί, και ξέρετε γιατί; Διότι μας θυμίζει πως κι εμείς θα γεράσομε κάποτε αφού αυτός είναι ο νόμος της ζωής. Εντελώς στρουθοκαμηλικά κλείνομε τα μάτια, δεν θέλομε να το δούμε. Αυτή η εικόνα επικρατεί σήμερα σε μια κατηγορία ανθρώπων.
  Για μένα είναι η εικόνα του ηλικιωμένου  πολύ δυνατή, γεμάτη συναίσθημα. Αν προσπαθήσουμε να ταξινομήσουμε τις αναμνήσεις μας, μάλλον οι περισσότεροι θα φέρουν μπροστά στα κλειστά μάτια τους το χαμόγελο και την ευγενική μορφή μιας αγαπημένης γιαγιάς. Ενός ηλικιωμένου θείου που μας φρόντιζε και μας καλούσε σε παιχνίδια και δώρα αναπάντεχα. Του παππού που ποτέ δεν διαμαρτυρόταν να βοηθά τον εγγονό με το ποδηλατάκι του.
  Κοντεύω να περάσω στην Τρίτη Ηλικία και δεν το έχω ακόμη συνειδητοποιήσει. Ο καθρέφτης μου στην αρχή με ξένιζε – αλλά τώρα τον συνήθισα και ούτε πια τον κοιτάω.
  Βλέπω στην εφημερίδα ένα ειδικό ένθετο: «Η Ζωή Αρχίζει στα 65» και σκέπτομαι αυτόματα «είναι για τους γέρους, δεν με αφορά». Και πραγματικά δεν με αφορά. Όλα όσα γράφει εκεί με ύφος παρηγοριάς για δραστηριότητες και εκδηλώσεις ηλικιωμένων, μου φαίνονται τελείως ξένα. Νοιώθω νέος και θα παραμείνω νέος. Κοιτάζω στα μάτια τους συνομηλίκους μου και τους λέω με αυτοπεποίθηση αλλά και με λίγο θράσος: .
  -Όχι μόνο να προσθέτομε χρόνια στη ζωή, αλλά να προσθέτομε και ζωή στα χρόνια. Στους ώριμους δρόμους ας πορευτούμε μαζί, Θωμά, αγαπημένε μου φίλε!

                           (Αφιέρωμα στη διεθνή ημέρα ηλικιωμένων, 1η Οκτωβρίου )


          ΜΙΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 


 Η άψογα ντυμένη κυρία άνοιξε την πόρτα και μπήκε με χάρη μέσα στο αστραφτερό αυτοκίνητο με την ανοιχτή οροφή. Οι κινήσεις νωχελικές. Η άνεση, φανερή. Τα ρούχα υπερμοντέρνα. Ένα λαμπερό κολιέ με μεγάλα μαργαριτάρια κοσμούσε το λαιμό της και δαχτυλίδια με διαμάντια, ρουμπίνια και σάπφειρους αστραποβολούσαν στα δάχτυλα. Έβαλε μπρος τη μηχανή και κινήθηκε αργά πάνω στην άσφαλτο.
 Η βραδιά απόψε ήταν παράξενη. Το ίδιο και η ψυχική διάθεση. Η βραδιά απόψε ήταν αληθινά μελαγχολική. Είχε μόλις ανατείλει και το χλωμό ελληνικό φεγγάρι που κι εκείνο την έσπρωχνε προς τη ρέμβη και την περισυλλογή. Άκουγε το γουργουρητό του ζωηρού πολυβάλβιδου κινητήρα και το χαιρόταν. Εν τω μεταξύ, φιλοσοφούσε μονολογώντας:
 -Αχ Γιάννα, η ζωή έχει δυο ελαττώματα: Πρώτον, είναι ανυπόφορη και δεύτερο, είναι πολύ σύντομη. Η φυσική συνέπεια για τον δύστυχο άνθρωπο είναι ένα αίσθημα ατελείωτης μοναξιάς.
 Ένοιωθε αμηχανία. Ενώ βρισκόταν σε μια συνεχή καθημερινή δραστηριότητα, τόση που σχεδόν δεν της άφηνε ελεύθερο χρόνο, εν τούτοις είχε το φευγαλέο συναίσθημα πως οι μέρες της  κυλούσαν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Της έλειπε η εσωτερική πληρότητα, η ευεξία, το νόημα της ζωής. Βαριόταν θανάσιμα.  Ένας φίλος γιατρός της είχε πει πως βρισκόταν στο κατώφλι της κατάθλιψης. Η σωστή λέξη θα ήταν «στο κατώφλι της μοναξιάς». Το ήξερε καλά η Γιάννα, κι ας φοβόταν τόσο αυτή τη λέξη. Ποιος δεν τη φοβάται άλλωστε;
  Συνέχισε να οδηγεί το αστραφτερό αμάξι στη λεωφόρο με ανοιχτά τα παράθυρα. Ανάσαινε βαθιά το φρέσκο νυχτερινό αέρα. Η μοναξιά ήταν η μόνη απτή πραγματικότητα της ζωής της. Το μόνο συναίσθημα που ψαχούλευε ζωντανό μέσα της.  Ήθελε να φωνάξει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.
  Το κινητό χτύπησε επίμονα. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια φωνή κουρασμένη:
 -Έλα, τι γίνεται, που βρίσκεσαι;
 -Μμμμ… Η Γιάννα σχεδόν δεν άκουγε, ονειρευόταν. Αυτή η γυναίκα πρέπει να διέθετε μια πλουσιότατη συλλογή ονείρων. Όνειρα παιδικά, εφηβικά, νεανικά, ώριμα. Τα έχω προσεκτικά τοποθετημένα σε ράφια γυάλινα, επίσης εύθραυστα, σε απόλυτη χρονική σειρά, σε αντιστοιχία με τους μήνες, τα χρόνια τις δεκαετίες. Καθόταν και τα καμάρωνε, τα ξεσκόνιζε και τα ανάπλαθε. Τις νύχτες που βρέχει, τα όνειρα είναι μια ακριβή παρέα, ένα ταξίδι αέναο μέσα στο χρόνο, μια συνεχής επιστροφή στην πρώτη νεότητα, μια γεύση από γλυκό κουταλιού νεράντζι. Η φωνή επέμενε:
 -Σε περιμένω στο κότερο. Θυμήθηκες να  κλείσεις το θερμοσίφωνα πριν φύγεις από το σπίτι;
 -Και το θερμοσίφωνα έκλεισα, και τον Ελεύθερο Τύπο έκλεισα και τον Σίτυ έκλεισα. Όλα τα έκλεισα. Λυπήθηκα βέβαια, αλλά τι να γίνει; Mε τον καιρό όλα γιατρεύονται όλα ξεχνιούνται. Ο Εκτωρ Μπερλιόζ έλεγε: «Ο χρόνος είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Μόνο που εν τω μεταξύ ....σκοτώνει του μαθητές του».
Τέλος πάντων. Τα έκλεισα όλα και φθάνω σε λίγο.  

                        ΑΓΑΠΑ ΟΤΙ ΣΕ ΠΛΗΓΩΣΕ


 Έξω λίγα συννεφάκια και η ζέστη του Μάη, η υπόκωφη. Ο ουρανός από πάνω χαμογελούσε αμήχανα.
-Ας μιλήσομε για πολιτιστικά, είπε με ύφος παρακλητικό ο Θωμάς. Εσύ τι ακριβώς νομίζεις πως είναι ο πολιτισμός; Ποιος είναι ο ορισμός του;
 Στάθηκε αδύνατο να του χαλάσω το χατίρι!
-Πολιτισμός, Θωμά, θα έλεγα πως είναι το σύνολο των επιτευγμάτων μιας κοινωνίας τα οποία  συναπαρτίζουν τις πολιτισμικές παραδόσεις και εξυπηρετούν την περαιτέρω πρόοδο της ανθρωπότητας. Με την ευρύτερη έννοια του όρου, πολιτισμός είναι ό,τι θετικό έχει δημιουργηθεί από τον άνθρωπο. Περιεχόμενο του πολιτισμού είναι η δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων και τα εκάστοτε εμπράγματα αποτελέσματα αυτής της δραστηριότητας
-Εσύ από ότι λένε είσαι άνθρωπος του πολιτισμού, έτσι δεν είναι;
-Τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω Θωμά. Θα προτιμούσα όμως να μην χρησιμοποιείς τόσο πολύ τη λέξη «πολιτισμός». Πολυφορεμένη τη βλέπω τη λέξη αυτή τελευταία. Γραφείο πολιτισμού, ακούω από τη μια, σπίτι του πολιτισμού, την άλλη, πλατεία του πολιτισμού πιο πέρα. Βαρύγδουπα και περίπλοκα μου φαίνονται όλα αυτά. Ο υπερτονισμός της έννοιας «πολιτισμός» θα μπορούσε να κινήσει αμφιβολίες για την ουσία και το περιεχόμενο. Ο πολιτισμός είναι αυτονόητος. Δεν νοείται πολιτισμός λόγω «ταμπέλας». Όταν ονοματίζεις με τη λέξη πολιτισμός υπονοείς ότι από πίσω υπάρχει πρόβλημα. Λυπάμαι αλλά αυτή είναι η γνώμη μου.
-Δηλαδή, τι σημαίνει «σπίτι του πολιτισμού»; Δηλαδή, υπονοείς πως ολοτρόγυρα κυκλοφορούν βάρβαροι τους οποίους θα πάρομε μέσα να τους  εκπολιτίσομε; Αλλά αυτό μάλλον απωθεί παρά που προσελκύει το δημότη! 
- Η τάση συγκέντρωσης των πολιτισμικών δυνάμεων γύρω από ένα και μοναδικό πόλο με βρίσκει αντίθετο. Σε μια τέτοια προσπάθεια  θα αντιδράσω κάθετα, δηλαδή με όλες μου τις δυνάμεις. Αυτό ας το γνωρίζει ο καθείς. Εγώ πιστεύω στην πολυφωνία και μέσω της πολυφωνίας να βαδίσομε προς την ποιότητα. Λυπάμαι αλλά αυτή είναι η θέση μου. Αυτή – η πολυφωνία στα πολιτιστικά- είναι η μόνη δημοκρατική θέση. Όλες οι άλλες είναι συγκεντρωτικές, αυταρχικές αντιλήψεις.
-Ούτε και θα έπρεπε, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις να κυριαρχούνται από ξενομανία. Μέτρο και φρένο στους ακριβοπληρωμένους ξένους καλλιτέχνες που προσκαλούνται για το Αναγεννησιακό. Θέλω να ξέρω πόσα ακριβώς χρήματα θα πληρωθεί ο καθένας. Απαιτώ να γνωρίζω. Δηλαδή διαφάνεια, «γκλασνοστ» που λένε και οι Ρώσοι. Εμπιστοσύνη στο ντόπιο δυναμικό, θα αντιπρότεινα εγώ. Πάρε και κανένα παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο.  
 Γλυκιά παραθαλάσσια νύχτα, γλυκιά μουσική σαν τη νύχτα. Μοσχοβολάει Παράδεισος ή κάνω λάθος;
- Ξέχνα τα πολιτιστικά, Θωμά, και πιάσε το φεγγάρι. Το φεγγάρι ανεβαίνει ψηλότερα από τα «πολιτιστικά». Κοίτα το πώς ανεβαίνει σταθερά στον ουρανό λουσμένο στην αγάπη των αγοριών και των κοριτσιών που σφυρίζουν μελωδίες του έρωτα. Ρέθυμνο, μελαγχολική, γλυκιά πολιτεία. Σε κρατώ στην καρδιά μου ακριβό και μονάκριβο. Εσύ από μόνο του είσαι πολιτισμός, χωρίς μπιχλιμπιδωτά και φτιασίδια. Ρέθυμνο, αγάπα ότι σε πλήγωσε για να μην πληγωθείς πάλι.



ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ

                                                       


 Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει στο γιατρό. Δεν ένοιωθε τόσο καλά τελευταία. Κακός ύπνος, εμμονές, φοβίες, εύκολη κόπωση, όλα αυτά μαζί. Πήρε το δρόμο για τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου και σε λίγο καθόταν απέναντι στο γιατρό. Έπρεπε πρώτα να διηγηθεί κάποια πράγματα, πως ήταν η ζωή του. Έπρεπε να ξετυλίξει το κουβάρι. Αλήθεια, ποια ήταν η ζωή του; 
 Ζούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στις παρυφές της πόλης. Κάθε πρωί του άρεσε ν΄ ανοίγει την μπαλκονόπορτα και να διασκεδάζει ακούγοντας τις χαρούμενες φωνές των παιδιών και τις προτροπές των μανάδων τους, (Γιωργάκη γύρνα πίσω , Ελενίτσα, το γάλα σου…).
  Ζούσε μια συνηθισμένη ζωή, σε χαμηλούς τόνους. Του άρεσε να σκέφτεται. Του άρεσε να φιλοσοφεί. Ας μην αφήνουμε το μυαλό να κάθεται και να σκουριάζει.
 Άλλοτε πάλι είχε εμμονές. Μια βαριά μπόχα και μια μυρωδιά σαπίλας του φαινόταν απλωμένη παντού, σε όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν βρισκόταν. Η ζωή στο γραφείο ήταν βαρετή. Ολόκληρο το χρόνο ζούσε με την προσμονή, πότε θα έρθει η ώρα να βυθιστεί επιτέλους στη νωχέλεια των διακοπών. Μέσα στην περίοδο των διακοπών μπορούσε να βυθίζεται στις σκέψεις του ανενόχλητος. Έκανε επίμονες εξαντλητικές αναλύσεις, πολιτικές προπάντων. Τελευταία παρατηρούσε πως επιχειρείται μια μετατόπιση της κοινής γνώμης από τη διαφθορά των πολιτικών προς την γενικότερη εγκληματικότητα, τις συμμορίες, τις απαγωγές και τα παρόμοια. Και λοιπόν, τι;  Σιγά τα ωά!
 Έγραφε γράμματα, δεκάδες γράμματα. Έστελνε μερικά σε φίλους μπιστικούς, τ’ άλλα τά σκιζε. Ήθελε να μοιράζεται τις σκέψεις του με κάποιον. Τον κυρίευε μια βαριά κατάθλιψη όταν αναλογιζόταν πιο άραγε θα ήταν τον μέλλον αυτής της χώρας. Με τόσο βαθιά ριζωμένη διαφθορά, πως άραγε μπορούμε να ελπίζομε για το μέλλον, πώς να δώσομε λίγη αυτοπεποίθηση στα παιδιά μας; Πως θα βαδίσει μπροστά η νέα γενιά; Αλλά και πιο θα ήταν το μέλλον του πλανήτη με τόσα ήδη οξυμένα περιβαλλοντικά προβλήματα;
  Μοιραία ο λογισμός του στρεφόταν στους αρχαίους ημών προγόνους. Σπουδαία αλήθεια παρηγοριά αυτοί οι αρχαίοι. Για παράδειγμα, ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής τον συγκινούσε πατόκορφα. Ο μύθος του Οιδίποδα, η Ιοκάστη, η  Ηλέκτρα, η Αντιγόνη έκαναν τα συναισθήματά του να διευρύνονται, να απογειώνονται, να αποκτούν μια υφή αιθέρια , να υπερνικούν τα άλματα των ασύνδετων σκέψεων που κάποτε – ευτυχώς σπάνια- έκαναν την αναπνοή του να κόβεται και να τρέχει πανικόβλητος σε κάποιο γιατρό.
 Ήξερε πως έπασχε από κάποιες φοβίες, «ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές» τις αποκαλούσε ο γιατρός. Τι να σου κάνει κι ο γιατρός όταν είναι ξερό το κεφάλι σου.
  Αγαπούσε τη μουσική. Μάρκος  Βαμβακάρης - μια φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά. Γιάννης Παπαϊωάννου  -σουρωμένος θα ρθω πάλι στην παλιά σου γειτονιά. Μπαγιαντέρας -σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει, Χιώτης, Καλδάρας, Μητσάκης και πάει λέγοντας. Του άρεσε ν’ αφήνει τη σκέψη του να ταξιδεύει στα μελλούμενα. Προσπαθούσε να μαντέψει πως θα είναι το μέλλον.
 -Τότε όμως, σ’ αυτό το μέλλον, θα έχουν ξεπεταχτεί άλλοι, νεώτεροι από εμένα, πολίτες με  διευρυμένη παιδεία, με πίστη στη δημοκρατία την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, άνθρωποι που θα προσφέρουν την ικμάδα του μυαλού και της ψυχής τους στην αμφισβήτηση, στις νέες ιδέες, στην ανανέωση και στην πρόοδο.
  Βαριά η κατάθλιψη πλακώνει τους δυστυχείς, τους αδύναμους ανθρώπους. Η οικονομική κρίση (ή αλλιώς η αναδιανομή του πλούτου από τους ισχυρούς) τα έκανε όλα δυσκολότερα. «Με την πρώτη σταγόνα καλοκαιριού σκοτώθηκε η μελαγχολία. Με την πρώτη σταγόνα της βροχής θα σκοτωθεί το καλοκαίρι.», έγραψε στο ημερολόγιό του τη δέκατη μέρα του Ιουλίου.
 «Πιθανή καταθλιπτική συνδρομή», έγραψε  ο γιατρός στο βιβλίο ασθενών. Λίγα χάπια σεροξάτ και όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Φόρεσε το σακάκι του και χάθηκε πάλι στο βάθος του δρόμου και μέσα στη μοναξιά του.  


               ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ


  Έχω ένα φίλο απ’ τα μαθητικά θρανία, φίλο ζεστό, της καρδιάς. Τον έχω ακριβά φυλαγμένο στο φιλντισένιο ντουλάπι της ζωής μου και θα τον κρατώ εκεί ίσαμε το τέλος, φυλαχτό απ’ την εικονική πραγματικότητα και τη φτηνή κουλτούρα που έχω συναντήσει.
  Πάντα του άρεσε να κρατεί ημερολόγιο από τις εκδρομές του παλιού καιρού. Ουσιαστικά ήταν το ημερολόγιο της ζωής μας. Τότε που τρέχαμε και γελούσαμε ξένοιαστα.   Είμαστε χαρούμενοι κι ανέμελοι τότε, γιατί είμαστε ακόμη στη φάση της ανόδου, στο ανέβασμα. Ανεβαίναμε το βουνό της ζωής και δεν υποψιαζόμαστε το κατέβασμα και το βάραθρο που έχασκε στη  άλλη πλευρά!
  Σήμερα αναπολεί τα παλιά και αξέχαστα, ο καλός μου φίλος. Σήμερα ανοίγει συνεχώς βιβλία, αναζητώντας την αλήθεια. Σήμερα, όποτε βρει ευκαιρία ζητά τη γνώμη μου για ότι σημαντικό: Για τα περιβαλλοντικά προβλήματα, για την οικονομική κρίση, για τη νέα γρίπη, για όλα τα μεγάλα θέματα που απασχολούν το σημερινό άνθρωπο. Ζητά τη γνώμη μου γιατί φοβάται πως κάποιοι, κάπως, επιχειρούν να επηρεάσουν την ορθή κρίση του με «πλύσεις εγκεφάλου». Δεν του διαφεύγει πως υπάρχουν μηχανισμοί επηρεασμού της κρίσης μας, πως τα ΜΜΕ με τον συνεχή βομβαρδισμό πληροφοριών και εντυπώσεων μας αναγκάζουν να χάσομε τελικά την αίσθηση του μέτρου, την ικανότητα αξιολόγησης των γεγονότων, να χάνομε την αίσθηση του σημαντικού και του ασήμαντου, του κρίσιμου και του ευτελούς. Φοβάται πως ο σημερινός άνθρωπος κινδυνεύει να μεταβληθεί σ’ ένα άβουλο ανθρωπάκι καταναλωτικό, ένα «χαχόλο», ένα ακίνδυνο ρομπότ που του αρκούν μερικά παιχνιδάκια για να νοιώθει ευτυχισμένο μέσα σε μια εικονική τύπου φέισμπουκ πραγματικότητα!
 Έτσι, σαν το νερό περάσανε τα χρόνια  αγαπημένε μου φίλε. Έτσι διατηρήσαμε την ανθρώπινη υπόστασή μας. Καταφέραμε να διατηρήσομε σε κάποιες γωνιές της καρδιάς μας τη λαχτάρα και τη νοσταλγία, φρέσκιες σαν φρέσκο αμαριώτικο νερό.
 Αυτές τις αμόλυντες γωνιές της καρδιάς μας εξακολουθούμε να τις ακριβοφυλάμε μέχρι σήμερα. Θα συνεχίσομε να βαδίζομε μαζί αγαπημένε μου φίλε, μέσα σ’ αυτό το στυλιζαρισμένο σκηνικό,  μέσα σ’ αυτή τη μποτιλιαρισμένη κοινωνία όπου όλοι μαζί κριτικάρουν και κορνάρουν και μαρσάρουν δήθεν βιαστικοί και δήθεν εκνευρισμένοι.  Θα μοιάζομε μάλλον με καπετάνιους που ατενίζουν ατάραχοι το φουρτουνιασμένο πέλαγος. Θα μας βρίσκουν απέναντί τους, πάντοτε, στους αιώνες των αιώνων, οι εξυπνάκηδες, οι καταφερτζήδες και οι τσαρλατάνοι της ζωής. Μα και όποτε χρειασθεί, εμείς φίλε μου θα υψώνομε τη φωνή μας κόντρα στο ρεύμα και στον άνεμο. Χαμογελαστοί και ατάραχοι. Ευθαρσώς κι επωνύμως.


               Η  ΚΥΡΑ – ΙΣΤΟΡΙΑ

                                     
 Με πήρε από το χέρι και με τράβηξε απαλά να περπατήσω μαζί της. Όταν φτάσαμε στο ξέφωτο του δάσους με πρόσταξε να καθίσω. Ήταν η κυρά - Ιστορία….
  Ώριμη μα επιβλητικά όμορφη, αυστηρή μα και μειδιώσα, σοβαρή μα και ονειροπόλα μιλούσε κοιτάζοντάς με βαθιά μέσα τα μάτια. Ήθελε να με ξέρει, να γνωρίσει την εσωτερική μου δομή μέχρι το απόλυτο βάθος.
 Είχε πάθος με την απόλυτη αλήθεια η κυρά - Ιστορία. Ό ήλιος έφτανε ψηλά και έκανε ζέστη. Διψούσα, όχι για νερό, διψούσα για τη γνώση. Ήταν μια δίψα ακατάσχετη. Ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό μου. Η δίψα του ανθρώπου να μαθαίνει, να μαθαίνει και πάλι να μαθαίνει.
 Εκείνη αδιαφορούσε για την αγωνία μου. Μιλούσε ολοένα και πιο γρήγορα καθώς εγώ ρουφούσα τα λόγια της.  Δε ήταν μια απλή έκθεση γεγονότων. Ήταν η ερμηνεία τους. Ήταν η κριτική τους. Ήταν ένας κόσμος που ανοιγόταν μπροστά μου, καινούργιος και αμείλιχτος, η ηδονή της γνώσης που ήταν γραφτό να γνωρίσω.
 Η κυρά – Ιστορία με κοίταζε βαθιά στα μάτια. Μεταξύ μας είχε δημιουργηθεί μια σχέση ιδιότυπη, σχεδόν ερωτική. Ένα αόρατο πληκτρολόγιο λες κι έγραφε κι αποτύπωνε μέσα μου ανεξίτηλα, τα λόγια της.
 Ο ιδρώτας εξακολουθούσε να τρέχει από το παγωμένο μου μέτωπο. Ο εγκέφαλός μου εξακολουθούσε να πάλλεται ενώ ο ήλιος έγερνε προς στη Δύση. 
 Η κυρά – Ιστορία με κοίταζε βαθιά στα μάτια. Τα μηλίγγια μου χτυπούσαν ρυθμικά. Ανάσαινα βαθιά και βαριά.
 Ήμουν εγώ, μα συγχρόνως δεν ήμουν εγώ, ακριβώς ο ίδιος. Ήμουν ένας πολίτης του κόσμου. Είχα αλλάξει, γίνει πια ένας υπεύθυνος άνθρωπος. Είχα πεθάνει και είχα ξαναγεννηθεί.
 «Η Ιστορία δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν. Ανήκει σ’ αυτούς που την αγαπούν και την ερωτεύονται», φώναξα με δύναμη, να μ’ ακούσει ο κόσμος όλος.

 Υ.Γ. Το άρθρο αφιερώνω στο ιστορικό χωριό Μέρωνας που μου κάνει την τιμή να παρουσιάζει σήμερα Σάββατο βράδυ το βιβλίο μου, ενώ συγχρόνως η Ιστορία θα φανερωθεί ολοζώντανη μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας του 14ου αιώνα!



                         ΚΑΒΑΦΙΚΑ ΕΠΩΔΥΝΑ


                                                             

 Τον έλεγαν Μυρτία. Βγήκε στο δρόμο χαρούμενη διάθεση και ένα ανεξήγητο κέφι. Τραγουδούσε και σφύριζε, «τα ματόκλαδά σου λάμπουν»!
     Ήταν  χαρούμενος γιατί είχε πάρει την απόφασή του: «Θα μείνω πάντα και πεισματικά, ένας μοναχικός καβαλάρης. Ένας μελαγχολικός και μόνος καουμπόη. Ένας αποφασισμένος Λούκυ Λούκ. Γεννήθηκα αυτόνομος και τέτοιος θέλω να παραμείνω».
  Η σκέψη πως ο κύβος ερρίφθη τον πλημμύριζε χαρά. Ένα κύμα θριάμβου τον σκέπαζε πατόκορφα και η μαγεία της ουτοπίας τον είχε συνεπάρει.
 Η σκέψη του, αυτόνομη κι αυτή. «Δεν θα θεωρήσω τίποτα εξ αρχής σαν δεδομένο. Θα τα εξετάζω όλα πρώτα εξονυχιστικά και ύστερα  θα τα υιοθετώ ή θα τ’ απορρίπτω. Γεννήθηκα πεισματάρης….και βάλε! Δεν παρασύρομαι, δεν υποχωρώ, δεν παρακαλώ, δεν παραχωρώ. Δεν μ’ αρέσει το χειροκρότημα. Ούτε το επιζητώ ούτε το προσφέρω μ’ ευκολία σε οποιονδήποτε. Δεν με συγκινεί η γραβάτα της υποκρισίας. Κοιτάζω γύρω. Τα πανεπιστήμια νοσούν, η παιδεία νοσεί, η υγεία νοσεί, η κοινωνία νοσεί, η πολιτική ζωή νοσεί. Πάει τ’ αποφάσισα, θα γίνω γιατρός μήπως και καταφέρω κάτι απ’ όλα αυτά να γιατρέψω …Μην περιμένετε από την πολιτική και από την επιστήμη τίποτε. Μη ματαιοπονείτε, του είχε πει κάποτε κάποιος περατικός, και ο Μυρτίας τον είχε κοιτάξει κατάπληκτος.
 Θα ήθελε να ήταν αγρότης. Να ανασαίνει τον αέρα της ελευθερίας και να πηγαίνει στον Πειραιά να διεκδικεί τα δίκια του. Μα αυτό δεν γίνεται πια.
  Ο Μυρτίας συνέχισε να σκέφτεται: «Νοσεί ακόμη και η γλώσσα μου. Φωνάζω ελληνικά κι δεν μου αποκρίνεται κανένας!»
  Κάποιος που τον λένε κι αυτόν  Οδυσσέα σταυροκοπιέται και μουρμουρίζει: «Μονάχη έννοια  η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Στη γλώσσα την ελληνική θα βρεις όχι μόνο τις αδρές έννοιες αλλά και τις πιο λεπτές αποχρώσεις. Άλλο πράγμα είναι η επιθυμία κι άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα κι άλλο το μαράζι. Λεπτομέρειες χωρίς σημασία, θα μου πεις φίλε. Δεν θα προσπαθήσω άλλο να σε πείσω».
  Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια:
  «Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Θα απολαύσω ένα θεαματικό αγώνα ποδοσφαίρου αλλά το πάθος του ποδοσφαίρου δεν θ’ αφήσω να με κυριεύσει ολότελα, αφού άλλωστε γνωρίζω ότι τελικά το σημερινό ποδόσφαιρο δεν είναι τόσο αθλητική αλλά οικονομική υπόθεση. Θα παρακολουθήσω μια παράσταση, ακόμη κι ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση, αλλά δεν θα εμπιστευθώ τη μόρφωσή μου στην τηλεόραση, με τα πρωινάδικα, τα κουτσομπολιά, τα διάφορα τηλεπαιχνίδια, τα σίριαλ, τα ριάλιτι. Δεν θα πω στο παιδί μου τα υποκριτικά και ανούσια:  «Μάθε, παιδί μου, γράμματα, για να προκόψεις στη ζωή», «φάε τη ζωή σου στα θρανία, για να πάρεις γνώσεις και πτυχία», αλλά τα ρεαλιστικά και ουσιώδη: «μπες, παιδί μου, στα κυκλώματα για να προκόψεις στη ζωή σου».
  Κατάκοπος και απογοητευμένος ο Μυρτίας έπεσε να κοιμηθεί τις πρωινές ώρες. «Ο Θεός θα μ’ ανταμείψει και θα με δικαιώσει», μονολόγησε και βυθίστηκε στον ύπνο του δικαίου.



           ΜΕ ΘΕΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


Η προκήρυξη εκλογών είναι μια  πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη που φυσικά θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μας για το αμέσως επόμενο διάστημα γεννώντας σκέψεις σχετικές και συνειρμούς ανάλογους. Και δεν εννοώ βέβαια συνειρμούς παιγνιώδεις όπως … «Τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται ύστερα από το κυνήγι, κατά τη διάρκεια του πολέμου και πριν από τις εκλογές»! Εννοώ συνειρμούς πιο ουσιαστικούς και πιο συγκροτημένους:
 Η πορεία των κοινωνιών προς τα εμπρός, προς την πρόοδο, είναι πάντα μια αργή και περιπετειώδης διαδικασία. Αυτό διδάσκει η ιστορία και ισχύει ιδιαίτερα για τη δική μας χώρα.. Γι αυτό δεν πρέπει να βιαζόμαστε αλλά μόνο να φροντίζομε να χρησιμοποιούμε κοινό νου, κοινή λογική, και να σκεπτόμαστε κοιτάζοντας προς τη
θάλασσα!
   Να ζούμε με θέα τη θάλασσα. Ακούγεται κατ’ αρχήν παράδοξο.
 -Μα τι λέει τώρα αυτός ο χριστιανός! Ακούς εκεί να έχομε - σώνει και καλά - θέα προς τη θάλασσα!
 -Να όμως τι ακριβώς εννοώ: Με την έκφραση «θέα προς τη θάλασσα»
προσπαθώ να προσεγγίσω κάτι που θα ονόμαζα ενόραση ή υπέρβαση. Εκείνη η θέα προς τη θάλασσα είναι το φίλτρο που θα εξασφαλίζει μόνο τις ενάρετες και θα αποτρέπει τις κιτς και τις σκάρτες επιλογές. Εκείνη είναι που θα μπορεί να διαχωρίσει την παλιά από τη νέα νοοτροπία, να μετατρέψει την ουτοπία σε πραγματικότητα.
  Με θέα τη θάλασσα. Γιατί η φύση ποτέ δε σφάλλει. Πάρε λοιπόν φίλε μου τώρα μια γομολάστιχα και σβήσε όλες τις άχρηστες γνώσεις που σου έχει φορτώσει στο κεφάλι το γερασμένο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ελάχιστες από αυτές σου χρειάζονται πραγματικά. Αυτα που στ’ αλήθεια σου χρειάζονται είναι το εξεταστικό βλέμμα, η κριτική σκέψη, η αμφισβήτηση, η καινοτομία, η πολιτική.
  Ναι, η πολιτική. Μην ακούς αυτούς που έντεχνα προσπαθούν να περάσουνε στους νέους το μήνυμα πως «η πολιτική είναι βρώμικη, μακριά από την πολιτική, όλοι είναι ίδιοι» και άλλα παρόμοια.. Μπορεί πολλά πολιτικά πρόσωπα να μας έχουνε γενικά απογοητεύσει την σήμερον ημέρα, αλλά η πολιτική η ίδια δεν μας φταίει. Η πολιτική είναι κάτι μεγάλο που δεν μπορείς να το κλωτσάς.
  Ο πολιτική προϋποθέτει αρχές. Ένας πολιτικός χωρίς αρχές σωρεύει απίστευτα δεινά για ένα λαό. Ο πολιτικός πρέπει να διαθέτει βαθιά καλλιέργεια, πλατειές ιδέες, ευθυκρισία, αποφασιστικότητα, γενναιότητα και πραότητα. Όσο το δυνατό περισσότεροι πολίτες πρέπει να ασκούνται στην (και να ασχολούνται με) την πολιτική. Ο ακέραιος πολιτικός από τη μια και ο ενεργός πολίτης από την άλλη – οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές - πρέπει να ζουν κι οι δυο με καθημερινή θέα προς τη θάλασσα!
  Η πολιτική δεν είναι ούτε αμιγής επιστήμη ούτε αμιγής τέχνη. Είναι ένα μίγμα επιστήμης, τέχνης, έμπνευσης και οράματος. Ο σωστός πολιτικός είναι ένας άνθρωπος με σιδερένια νεύρα. Ούτε σπεύδει ούτε βραδυπορεί. Ούτε βιάζεται ούτε δε βιάζεται. Ενεργεί – αντιδρά όταν πρέπει, σαν να υψώνεται μπροστά στα μάτια του μια ταμπέλα που γράφει «ΤΩΡΑ».



             ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΝΥΞΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

                                    
 Δεν είναι δα και φυσιολογικό να προβληματίζεται κανείς μέσα στις πρώτες νύξεις της Άνοιξης. Δεν είναι δυνατό να συγκεντρώσεις το νου σου, ανάμεσα σε ευωδιές και μαργαρίτες. Όμως ο πειρασμός είναι κι εκείνος πολύ δυνατός!
«Βαδίζω σ' ένα μοναχικό δρόμο. Απολαμβάνω τον αέρα, τον ήλιο, τα πουλιά. Απολαμβάνω που τα πόδια μου με πάνε Όπου εκείνα θέλουν. Στην μία άκρη του δρόμου βρίσκω ένα σκλάβο που κοιμάται. Πλησιάζω και διαπιστώνω ότι ονειρεύεται.
Από τα λόγια και τις εκφράσεις του μαντεύω... Ξέρω τι ονειρεύεται: Ο σκλάβος ονειρεύεται ότι είναι ελεύθερος.
  Η έκφραση στο πρόσωπο του δείχνει γαλήνη, ειρήνη. Αναρωτιέμαι... Πρέπει να τον ξυπνήσω και να του πω ότι είναι μόνο ένα όνειρο; Πρέπει να μάθει ότι εξακολουθεί να είναι σκλάβος; Ή πρέπει να τον αφήσω να κοιμηθεί όσο μπορεί, απολαμβάνοντας, έστω και στο όνειρο του, τη φανταστική του πραγματικότητα;»
(Φράσεις από το βιβλίο "Να σου πω μία Ιστορία", του Χόρχε Μπουκάϊ).
  Με έχει και μένα απασχολήσει από καιρό: Μήπως απλά νομίζομε πως είμαστε ελεύθεροι, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε σκλάβοι κάποιας νοοτροπίας που μας έχει έντεχνα επιβληθεί αδυνατώντας να δούμε τη σκληρή πραγματικότητα; Μήπως ζούμε μια ονειρική ευδαιμονία μέσα σε μια  εικονική πραγματικότητα;
  Είναι στ’ αλήθεια απαραίτητο να δουλεύομε καθημερινά τόσο σκληρά; Μήπως οι ανάγκες μας δεν είναι πραγματικές; Πόσοι από μας δεν έχομε ονειρευτεί να ζούσαμε στη φύση σε κάποια άκρη ενός χωριού; Να είχαμε μια δουλειά απλή, που θα μας άφηνε χρόνο ελεύθερο; Ένα χωριατόσπιτο άνετο, με τον κήπο μας κι όσα μπορούμε να πάρουμε απ τη γη, καρποφόρα δέντρα, σκύλους, γάτες και κότες. Ήλιο, βροχή, εποχές και καθαρή ατμόσφαιρα. Η Άνοιξη να θριαμβεύει. Να ζούσαμε απ τη Φύση όσο γίνεται, να μεγαλώνουν τα παιδιά διαφορετικά, να ζούμε κοντά σε φίλους…
 Στην ταινία του «Ισοβίτες», ο Θόδωρος Μαραγκός προβληματίζεται μήπως είναι καλύτερα να ζει κανείς μόνιμα στη φυλακή, παρά να ζει «δήθεν ελεύθερος», κάνοντας χρήση της συγκεκριμένης ελευθερίας που του προσφέρουν οι σύγχρονες κυβερνήσεις.
 Είπα «κυβερνήσεις» και νάτος, πετάχτηκε μπροστά μου ο Προυντόν (Pierrre-Joseph Proudhon), ο λεγόμενος  «πατέρας της αναρχίας». Συμπληρώνονται φέτος 200 χρόνια από τη γέννηση του (1809). Γράφει λοιπόν ο Προυντόν:
 «Να σε κυβερνούν σημαίνει να σε επιβλέπουν, να σε επιθεωρούν, να σε κατασκοπεύουν, να σε διευθύνουν, να σε νομιμοποιούν, να σε αριθμίζουν, να σε ρυθμίζουν, να σε ομαδοποιούν, να σε νουθετούν, να σε πιστοποιούν, να σε προϋπολογίζουν, να σε αξιολογούν, να σε λογοκρίνουν και να σε διατάζουν άτομα που ούτε έχουν το δικαίωμα, ούτε τη σοφία, ούτε την ικανότητα για να τα κάνουν όλα αυτά. Αυτό θα πει κυβέρνηση. Αυτό είναι το δίκαιο της. Αυτή είναι η ηθική της.»
 Αφήνω αμέσως τον Προυντόν διότι παρατηρώ τις ανθισμένες αμυγδαλιές και μένω άφωνος. Οι πρώτες νύξεις της Άνοιξης, σκέφτομαι. Η εαρινή ισημερία πλησιάζει. Η ισονομία και η ευημερία θ’ αργήσουν πολύ.


                                 Μεγαλεία

 «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς.
Κι όσο εμπροστά προβαίνεις, τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι…»

Το ποίημα αυτό που έγραψε ο Καβάφης το 1911 δεν το ξαναθυμήθηκα τυχαία. Ο Καβάφης είναι εύστοχος και καυστικός και φωτογραφίζει ευρηματικά την αλαζονεία και την έπαρση της εξουσίας.
- Μα επιτέλους τι σ’ έπιασε και ασχολείσαι με την εξουσία και την αλαζονεία της; Εμείς είμαστε μικροί, και δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτα. Είμαστε περίπου ασήμαντοι, δεν έχουμε ειδικό βάρος! Ο Θωμάς χειρονομούσε και φώναζε, παρατήρησα όμως πως δεν τολμούσε να με κοιτάξει στα μάτια. Αμφέβαλλε ο ίδιος για τα λεγόμενά του και περίμενε την αντίδραση.
- Δεν γίνεται όμως από την άλλη να παραμένουμε απλοί θεατές. Δεν μπορώ να είμαι βουβός. Θέλω να ξέρω. Θέλω να κρίνω, να συνειδητοποιώ και να συναισθάνομαι. Θέλω να είμαι ον σκεπτόμενο, υπεύθυνο, κριτικό, πολιτικό, να παρασύρω και άλλους -ιδίως τους νεώτερους- να γίνονται σκεπτόμενοι άνθρωποι.
- Ας ανοίξομε λοιπόν το λεξικό. Τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «αλαζόνας»;
- Αλαζόνας είναι ο υπερόπτης, αυτός ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους και συμπεριφέρεται ανάλογα. Ας δούμε τον αλαζόνα από κοντά. Ας τον αναλύσουμε. Έχουμε ένα άτομο που πιστεύει πως ολόκληρο το σύμπαν δημιουργήθηκε για τον ίδιο και το είδος του.
Το χαρακτηρίζει μια έπαρση, μια οίηση και μια ιδιοκτησιακή αντίληψη για το κράτος και την εξουσία. Ο σύγχρονος Μέτερνιχ διακηρύσσει με κάθε τρόπο πως «το κράτος είμαι εγώ».
Είναι αδύνατον να αντισταθεί στα μεγαλεία! Τι τελετές, τι χειροκροτήματα, τι κολακείες, τι πολυτέλεια! Μοιάζουν τόσο ατελείωτα τα πελάγη της ευτυχίας, που όταν έρθει η στιγμή που ο Αρτεμίδωρος θα φτάσει και θα δώσει το σήμα «Πρόσεξε!», εκείνος δεν θα του δώσει σημασία. Θα είναι απασχολημένος με τα όσα ενδιαφέροντα συντελούνται γύρω του και δεν θα δώσει σημασία στην ειδοποίηση του Αρτεμιδώρου και αυτό θα είναι μοιραίο. Η έπαρση του Καίσαρα και η κομβική παρέμβαση του Αρτεμιδώρου την κρίσιμη στιγμή είναι συγκλονιστικά διδακτικές. Ο Καίσαρ θα αγνοήσει την προειδοποίηση του Αρτεμιδώρου και θα το πληρώσει ακριβά.
Να λοιπόν το αναπότρεπτο φινάλε, όπως το περιγράφει ο Αλεξανδρινός:
«Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια, έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω, εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία, αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα, είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς μη λείψεις ν’ αναβάλεις κάθε ομιλίαν ή δουλειά μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις (τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου».


ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
                                   


 Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν ο Θωμάς χτύπησε την πόρτα μου ορμητικός, σχεδόν αλλόφρων, προστάζοντάς με ν’ ανοίξω χωρίς αναβολή. Έπρεπε, εδώ και τώρα, να με δει, να μ’ αγγίξει, να μου μιλήσει! 
 -Άνοιξε λοιπόν, εμπρός άνοιξε! Πρέπει να σου τα πω, δεν αντέχω, όπως πολύ καλά το ξέρεις είμαι λιγόψυχος. Μόνον εσύ θα με καταλάβεις!
Μπήκε, στρογγυλοκάθισε, και  χωρίς να περιμένει το κλασσικό καφεδάκι άρχισε:
 -Πως είναι δυνατόν; Δεν επαναστατείς; Ήταν γραφτό να το δούμε κι αυτό: Αναγεννησιακό φεστιβάλ στο Ρέθυμνο χωρίς καν αναφορά στην Κρητική Αναγέννηση. Χορτάτζης, Κορνάρος και όλοι οι άλλοι … άφαντοι, ανύπαρκτοι. Γιατί δεν μιλάς;   
 Ο Θωμάς ήταν χείμαρρος, δεν γινόταν να σταματήσει.
 -Πρώτα – πρώτα ας μη μηδενίζομε την όποια προσπάθεια, άρχισα. Η διοργάνωση ήταν γενικά καλή και σίγουρα κοπιώδης. Όμορφη μουσική, σωστοί συντελεστές, σεβασμός στο κοινό. Θα συμφωνήσω μαζί σου φυσικά, πως απουσίαζε εντελώς το Κρητικό σκέλος της Αναγέννησης, η Κρητική διανόηση, το Κρητικό Θέατρο. Αυτό ήταν το στοιχείο που αν υπήρχε, θα έκανε τη διοργάνωση πιο πλήρη και πιο προσιτή στο ευρύ κοινό. Μην τα βάζεις όμως μαζί μου Θωμά. Το ξέρεις καλά πως η γνώμη μου δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν. Ας αφήσομε τους έχοντες την ευθύνη  να κάνουν ότι νομίζουν.
 -Έλα όμως που δεν έχεις το δικαίωμα να σωπαίνεις. Εγώ, η φωνή της συνείδησής σου θα σ’ αναγκάσω να μιλήσεις. Όποιος γνωρίζει δεν έχει δικαίωμα να σωπαίνει.
 -Μεγάλη κουβέντα θαρρώ πως είπες, Θωμά. Όποιος γνωρίζει δεν έχει δικαίωμα να σωπαίνει.
  Πλησίασα στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Παιδιά έπαιζαν στο δρόμο αμέριμνα, με φωνές και χάχανα. Κυρίως για χάρη της νέας γενιάς, δεν έχομε δικαίωμα να σωπαίνομε, σκέφτηκα. Πολύ φοβούμαι πως στο μέλλον αυτά τα παιδιά, τα παιδιά μας, δεν θα γνωρίζουν καν το όνομα του Χορτάτζη, του μεγάλου αυτού Ρεθεμνιώτη ποιητή. Το όνομά του σταδιακά αφήνεται να περνά στο χώρο της λήθης, έτσι που μετά από μερικά χρόνια, ελάχιστοι θα τον θυμούνται.
 -Ε, λοιπόν, όχι! Δεν έχω το δικαίωμα τα σωπαίνω. Άκουσέ τα λοιπόν. Ο Γεώργιος Χορτάτζης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αιώνα και πέθανε μετά το 1605.  Θεωρείται ως ο πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου. Ο Χορτάτζης πήρε το Ρεθεμνιώτικο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και το μετέτρεψε σε ολοκληρωμένη γλώσσα. Ο περίτεχνος στίχος του προκαλεί το γενικό θαυμασμό. «Κι έκαμε την Πανώργιαν του με ζαχαρένια χείλη μαζί με τον Κατζάροπον, την άξιαν Ερωφίλη». Εγώ λοιπόν στα δρώμενα, θα προτιμούσα να χειροκροτήσει ο κόσμος όχι το Δόγη και τους Βενετούς, αλλά το Χορτάτζη!
 Ο Χορτάτζης είναι ο σημαντικότερος αλλά όχι ο μόνος εκπρόσωπος της Κρητικής Αναγέννησης. Ιδού και οι άλλοι: Ο Στειακός Βιτσέντζος Κορνάρος, οι Ρεθύμνιοι  Μπουνιαλής,  Τρωίλος, Αχέλης, Σαχλίκης, Μπεργαδής, Πόρτος, Φουρλάνος, Πικατόρος,  Ζαχαρίας Καλλιέργης καθώς και ο μέγας και τρανός Φραγκίσκος Μπαρότσης από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Όλα αυτά τα ονόματα άνθισαν και φούντωσαν με λουλούδια απίστευτα, εκείνα τα χρόνια στην Κρήτη.  
 Αλλά αφήστε με να σας πω και για κάποιον από το χώρο της μουσικής. Ιδού ο μέγας και πολύς Φραγκίσκος Λεονταρίτης (1518 - 1572). (Χειροκρότημα). Ήταν κρητικός αναγεννησιακός συνθέτης και βαρύτονος. Γεννήθηκε στο Χάνδακα αλλά αργότερα κατέκτησε τη Βενετιά ολόκληρη με τη μουσική του. Στοιχεία για τη ζωή και το έργο του έγιναν γνωστά μόλις τη δεκαετία του 1980, μετά από έρευνες του ιστορικού και φιλόλογου Νικόλαου Μ. Παναγιωτάκη. Ο επιστήμονας αυτός  άρχισε σιγά σιγά να συνθέτει τα κομμάτια του "πάζλ" και να ανασύρει από την λήθη στο φως την ιστορία του μοναδικού Ελληνα και μάλιστα Κρητικού συνθέτη της Αναγέννησης. Χρειάστηκαν έρευνες οκτώ περίπου χρόνων για να συγκεντρωθεί ένας μεγάλος αριθμός πληροφοριών που τοποθετούσε ξανά τον Λεονταρίτη στη περίοπτη θέση που του άξιζε μετά από τόσα χρόνια λησμονιάς.
  Στ’ αλήθεια όμως, απορώ, γιατί πρέπει εγώ να τα λέω όλα αυτά. Έτσι κι αλλιώς δεν είμαι ο καταλληλότερος. Θα ήθελα να βγουν και να πουν τη γνώμη τους οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου. Δόξα τω θεώ υπάρχουν αρκετοί. Τους ζητώ να παρέμβουν και πιστεύω πως θα το κάνουν.  
 Αλλά ας τελειώνω με την ιστορία μου. Η ώρα ήταν περασμένη. Τα παιδιά εξακολουθούσαν να παίζουν με φωνές, κάτω απ’ το παράθυρό μου. Τα κοίταζα για πολλή ώρα μέχρι που ο ήλιος βασίλεψε βάζοντας φωτιά στον ορίζοντα.
 Ο Θωμάς έχει φύγει. Ένας – ένας και όλοι οι άλλοι φίλοι μου, κουρασμένοι σηκώνονται και φεύγουν. Έχω μείνει μόνος ν’ ακούω τις φωνές των παιδιών κάτω απ’ το παράθυρο. Έχω μείνει να μοιάζω με έναν μικρό Δον Κιχώτη μέσα σε κάποιο βιβλίο του Θερβάντες, που παλεύει με θεριά και φαντάσματα.



                      ΠΡΕΠΕΙ!

 Σας προειδοποιώ. Σήμερα το έργο μας θα είναι δύσκολο! Σας καλώ να καταδικάσομε τα κάθε λογής «πρέπει». Τη λέξη «πρέπει» την χρησιμοποιούμε κάθε μέρα. Εμείς οι γονείς που την εκτοξεύουμε προς τα παιδιά μας (πρέπει να διαβάζεις, να πάρεις πτυχία, πρέπει να μιλάς πέντε γλώσσες κλπ). Εσείς οι δάσκαλοι που την χρησιμοποιείτε καθημερινά μέσα στην τάξη (στα νιάτα η λέξη καθόλου δεν αρέσει). Εσείς οι κομματικοί καθοδηγητές προς τα μέλη του κόμματος είτε οι κυβερνώντες για να κάνετε παραινέσεις προς τους πολίτες. Όλους μαζί, σας καλώ σήμερα να καταδικάσομε τη λέξη «πρέπει».
  Πίσω από τα «πρέπει», θα μου πείτε, βρίσκονται οι αξίες που οφείλουμε να υπερασπιστούμε, δηλαδή η αμοιβαιότητα, η ισότητα, η εργατικότητα, το «ου κλέψεις» κλπ . Πώς να καταδικάσομε τις αξίες;
 Έχομε όμως ξεφύγει. Το έχομε παρακάνει με το «πρέπει». Με τα ατελείωτα «πρέπει» φτάσαμε ως εδώ. Πρέπει στο σπίτι, πρέπει στο σχολείο, στην εκκλησία, στο κόμμα, παντού.
 Πίσω απ’ τα «πρέπει» τα πολλά και τις «αξίες», συχνά κρύβεται η υποκρισία και το θέατρο. Μην αρκεσθείς στην επιφάνεια και ψάξε στο βάθος. Σε όλα όσα λένε και δείχνουν. Πίσω απ’ το προφανές ψάξε να βρεις την καλυμμένη αλήθεια. Πίσω από τα πρέπει τα πολλά, ψάξε και θα βρεις το σκοτεινό κράτος του φόβου, την απίστευτη ανασφάλεια της  εξουσίας, της κάθε εξουσίας.
 Γι αυτό δεν αγαπώ τα πρέπει. Απ’ το συνταγολόγιο των «πρέπει», εγώ προτιμώ τη θετική δράση που γεννά η συνείδηση, ο εθελοντισμός, η συντροφικότητα, η τέχνη, η ανθρωπιά. Προτιμώ την ανοιχτή καρδιά, την ειλικρίνεια και την αμφισβήτηση του κάθε στερεοτύπου.
 Απ’ τους (ελάχιστους άλλωστε) ήρωες που «θυσιάζονται» με σημαία τους κάποιο «πρέπει» προτιμώ τους απλούς ανθρώπους που χαίρονται τη ζωή και προστατεύουν την ποιότητά της επειδή απλά το επιλέγουν, επειδή το θυμικό τους σπρώχνει προς τα εκεί. Όπως λέει και ο Αντώνης Ανηψητάκης, «προτιμώ να εμπνέομαι απ’ του πολύτροπου Οδυσσέα το μυαλό παρά απ’ του ηρωικού Αχιλλέα το θυμό». 
 Υπάρχει, ξέρετε, ένας ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω του κάθε ανθρώπου. Ο πόλεμος αυτός είναι ανηλεής και δεν θα μας αφήσει ποτέ σε ησυχία.
 Τα «πρέπει», οχυρωμένα σε βαθιά χαρακώματα από την πρώτη ακόμη παιδική ηλικία, αντιστέκονται σθεναρά. Τα «θέλω», ζωηρά και ασυγκράτητα κάνουνε κάθε τόσο ένα γιουρούσι. Το ένα γιουρούσι διαδέχεται το άλλο και η σύγκρουση δεν έχει έλεος.   
 Μέσα μου, τα «πρέπει» και τα «θέλω» παλεύουν ακόμη. Ποτέ μου δεν συμφιλιώθηκα πραγματικά με τα πρέπει, ενώ τα «θέλω» με πολιορκούν, με γδέρνουν και με ματώνουν. Στο βάθος εγώ τα «θέλω» μου τ’ αγαπώ, θέλω να τ’ αφήσω να ζήσουν, όπως κι εσείς άλλωστε τα’ αγαπάτε. Να ζουν, εκατό φορές να ζουν, κι ας με ματώνουν!



                ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ


                                                              
                                                             
  Με τις πρώτες αναπνοές του Ιούλη, πάντα κάτι μεγάλο συντελείται μέσα μου. Κάτι που – όπως λέει και ο ποιητής - σχίζει τη θολή γραμμή των οριζόντων και φέρνει τη γη πιο κοντά στον ουρανό. Κοντολογίς, συμβαίνει μέσα μου κάτι μεγάλο.
 Τα ίδια και φέτος. Τρέχω λοιπόν κι εγώ χωρίς δισταγμό κι επιβιβάζομαι στο Ιστιοφόρο της Φυγής. Ο καπετάνιος με περίμενε.
 -Άφησε τις μαγείες Μανόλη (με αποπήρε), και προσγειώσου στην πραγματικότητα. Εδώ η χώρα σείεται συθέμελα από κρίσεις και σκάνδαλα κι εσύ λες πως γοητεύεσαι από τον Ιούλιο μήνα;  
 -Βάζω στοίχημα – είπα δαγκάνοντας ένα λεμόνι - πως καθώς δαγκάνω αυτό το λεμόνι αποδεσμεύονται τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του. Ο ήλιος θα αναζωογονήσει τα φυτά κι ένα φύλλωμα λέξεων θα με ντύσει. Κοντολογίς, να, αυτό είναι η ποίηση!
 -Μα τι λες τώρα, ποιήματα απαγγέλλεις Μανόλη; Προσγειώσου και κατάλαβε πως ο ήλιος είναι απλά ένας  ισχυρός αντιδραστήρας που ακτινοβολεί, ή για να το πω αλλιώς, στέλνει ασύλληπτες ποσότητες φωτονίων, σωματιδίων και κυμάτων με τεράστιες ταχύτητες προς όλες τις κατευθύνσεις, είπε ο καπετάνιος του ιστιοφόρου με αυστηρό ύφος.
 Κατάλαβέ το, συνέχισε ο καπετάνιος. Μέσα εδώ, μόνο εγώ κάνω κουμάντο, όχι ο Καββαδίας μήτε κανένας άλλος. Εγώ επιβάλλω τους όρους του παιχνιδιού. Δεν μπορεί ο καθένας να λέει τα δικά του!
  Όμως εγώ, ο Μανόλης, δυστυχώς διαφωνούσα!
  -Όχι δεν συμφωνώ, δεν πρόκειται για ένα απλό φυσικό φαινόμενο, επέμεινα πεισματικά. Δεν ερμηνεύονται όλα με τη φυσική, με φυσικούς νόμους και  μαθηματικούς τύπους. Αυτό το γιγάντιο ουράνιο σώμα που ο άνθρωπος αντικρίζει για χιλιετίες συνεχώς από την πρώτη ύπαρξή του στη γη, αυτός ο ήλιος έχει αποχτήσει πια άλλες σημασίες, συμβολικές, υπερβατικές, συνειρμικές και αυτόνομες.
 Καπετάνιε και φίλε μου, αντί να με κοιτάζεις με δυσπιστία, κάνε ένα πείραμα. Διάλεξε ένα οποιοδήποτε πρωινό του Ιούλη, ντύσου ελληνικά, (μ’ ένα  κομπολόι στο χέρι και ξεμπετουριασμένος οπωσδήποτε) και κατέβα στο λιμάνι.
 Η ώρα είναι ας πούμε οχτώ. Μπροστά σου θα ξεδιπλωθεί μια πλημμυρίδα φωτός αμείλικτου, που καταιονίζεται συνειρμικά πάνω απ’ τη μικρή πολιτεία.
 Προσήλωσε μετά όλες τις αισθήσεις σου στα σπιτάκια της παλιάς πόλης, στα καΐκια, στις βάρκες που λικνίζονται νωχελικά στα νερά. Προσηλώσου στα αστραφτερά βότσαλα εκεί στην ακροθαλασσιά και αναφώνησε:
  «Α, εσείς ευτυχισμένοι ψαράδες, οι ηλιοκαμένοι και ανυποψίαστοι, οι ταπεινοί και θεόρατοι, εσείς που ζείτε αυτή την άσπιλη ζωή μπροστά στη γαλανή απεραντοσύνη, μπροστά στην αεικίνητη θάλασσα! Δεν ξέρω τίποτα πιο αληθινό στον κόσμο από εσάς!»
  Ο καπετάνιος με κοίταζε έκπληκτος καθώς χειρονομούσα. Συνειδητοποίησα πως στεκόμουν όρθιος στην πλώρη και κραύγαζα.


 Η αίσθηση πως βρισκόμουν πάνω στο ιστιοφόρο καταμεσής στο Αιγαίο με συγκλόνιζε.
 Ο συνοφρυωμένος καπετάνιος δεν με λυγούσε. Τίποτα δεν θα με λυγούσε.  Ένας ήλιος από πάνω μου βασανιστικός, συγκεντρωτικός, σχεδόν μεθυσμένος μεσουρανούσε. Σωστός ελληνικός θεός ήταν αυτός ο ήλιος, με εξουσία στους τέσσερις ανέμους, στις τρεις χάριτες και στις εννέα μούσες.
 Το ιστιοφόρο συνεχίζει να σχίζει τη θάλασσα. Όλα λικνίζονται ανάμεσα στ’ αφρισμένα κύματα, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Ένα  γλαρόνι μας ακολουθεί και μας γνέφει. Μαλλιά και πουκάμισο ανεμίζουν ελεύθερα. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Είμαι ένας άνθρωπος άλλος, ένας θαλασσοπόρος που ψάχνει τη Νέα Γη του με απελπισία. Είμαι (όπως ακριβώς κι εσείς) ένας Οδυσσέας που γυρεύει την Ιθάκη του. 
  Ο ήλιος συνεχίζει ακούραστος να σαρώνει τα καταστρώματα.
  -Μη φοβηθείς, μη μετανιώνεις, μη γυρίζεις πίσω. Όρτσα τα πανιά! Ακούσθηκε παράφορη η φωνή του καπετάνιου που στα μάτια μου δεν ήταν πια καπετάνιος. Είχε γίνει τώρα ο Ποσειδώνας, ο Νεφελοσυνάχτης Δίας, ένας Αρχάγγελος.



          ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
               
                              
 Βγήκε έξω ζητώντας να δει λιγάκι πολιτεία καθώς την έλουζε το φεγγάρι. Ένοιωθε κάπως σαν η πόλη να του χαμογελούσε! Ακουγόταν απίστευτο, και όμως η πόλη χαμογελούσε. Σα μια γυναίκα τυλιγμένη σε ένα μαύρο στενό φόρεμα, να διαγράφη τις καμπύλες της, γελώντας με ένα καμπανιστό – τραγουδιστό γέλιο στο μισοσκόταδο.
 Χειμώνας και κρύο. Καιρός για δύο. Κι εμείς οι δύο, στο δρόμο μαζί, εγώ και η πόλη, πιασμένοι χέρι –χέρι, έτοιμοι για έναν περίπατο, έτοιμοι για ένα μπουκάλι κρασί βενετσιάνικο, ίδιο μ’ αυτό που πρόσφεραν οι αιώνες στην Κρήτη να πίνει, να ζαλίζεται κι εκείνοι να βρίσκουν ευκαιρία να τη σκλαβώνουν.
 -Καλησπέρα. Πως είσαι απόψε; Φαίνεσαι αλήθεια τόσο όμορφη. Θέλεις να πάμε μια βόλτα μαζί; Θα καθίσουμε πρώτα στο ταβερνάκι, εκείνο που σ’ αρέσει, με τη σοφιστικέ διακόσμηση και την απαλή μουσική. Να, κοίτα, η πόρτα του είναι ανοιχτή, γεμάτη υποσχέσεις. Το κρασί θα βοηθήσει το νου να ταξιδέψει, κι έτσι το όνειρο θ’ ανθίσει. Σιγά- σιγά αρχινάει κανείς να διηγάται και να φλέγεται απ’ της διήγησης την έξαψη. Του κάθε ανθρώπου, πως του αρέσει να διηγάται στον άλλο!  Να βγάνει από τα μέσα του τα βάρη τα κρυμμένα και να τα μοιράζεται με τους άλλους ανθρώπους. Μυστήριο κι αυτό, ανεξήγητο και μέγα. Μπορείς, για παράδειγμα, να φας ολομόναχος; Δύσκολο! Δεν κατεβαίνουν οι μπουκιές. Ούτε το κρασί, ούτε η ρακή κατεβαίνει σαν είσαι μοναχός. Έλα λοιπόν να πάμε μια βόλτα μαζί!
 Χωρίς δισταγμό εκείνη δέχτηκε. Ντυμένη με το μαύρο της φόρεμα ήτανε τόσο όμορφη όσο και μελαγχολική.
 Όμορφη και μελαγχολική πολιτεία. Άραγε είναι έτσι, στ’ αλήθεια μελαγχολική, ή εγώ ήθελα να τη βλέπω έτσι μέσα απ’ τη γκρίζα, αρρωστημένη μου κατάθλιψη;
 -Λίγο κρασί ακόμα, ρώτησα. Μόλις που ακούστηκε ένα «ναι, ευχαριστώ» ανάμεσα στις νότες του Τσιτσάνη.
 Μιλούσα χαμηλόφωνα, όσο μπορούσα πιο ευγενικά, προσπαθώντας να σεβαστώ το κλίμα που εκείνη ήθελε να επιβάλλει. Σιγά – σιγά οι μονολεκτικές απαντήσεις της έγιναν μονόλογος εξομολογητικός και μεθυστικός συγχρόνως.
 -«…Ώ του Χορτάτζη ας ήβριχνα την ξεχασμένη μπέννα, να ξετυλιγαδιάσω σε παντέρμο Ρέθεμνό μας.…».  η γυναίκα μουρμούρισε σαν υπνωτισμένη.  Κι ύστερα πάλι:
 - Βλέπεις; Τη νύχτα, τα πιο τρελά μας όνειρα ανθίζουν, γίνονται κήποι σιωπηλοί  κι αναπάντεχοι…
 Αφήνοντας τον εαυτό μου να γλιστρήσει αργά μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα, άφησα την απάντηση σαν τραγούδι ελεύθερα να βγει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες:
 -Πενήντα χρόνια σε βλέπω και δε σε χορταίνω κυματογέννητη, της ασχημιάς νικήτρα, ωραία και ταπεινή. Πενήντα χρόνια αφήνομαι τριγύρω και μέσα στα σπλάγχνα σου, να κάνω το γύρο του θανάτου. Κοίταξέ με. Από τα μάτια σου θα καταλάβω αν στ’ αλήθεια μ’ αγαπάς. 



                Ο ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

Συνέβη ξαφνικά. Έτσι όπως συμβαίνουν τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μας. Ίσως –σκέφτηκα – να επηρεάστηκα από την …περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυστηρίου που διανθίζεται με αστυνομικές ιστορίες τύπου Σέρλοκ Χολμς, δηλαδή απαγωγές, αποδράσεις και τα παρόμοια . Κάποια στιγμή ξαφνικά αισθάνθηκα πως κάποιος με παρακολουθεί, κάποιος με κατασκοπεύει. 
 -Σε παρακολουθούν; Καλύτερα! Πολύ καλύτερα, μου είπε ο Θωμάς μόλις του το εκμυστηρεύτηκα. Από το να μη σου δίνει κανείς σημασία, καλύτερα να ενδιαφέρονται για σένα κι ας είναι και κατάσκοποι που σε παρακολουθούν. Αρκεί να μην είναι η …σέχτα των επαναστατών!
 -Όχι, έχω καλό προαίσθημα. Είναι μια ευγενική ψυχή, είναι άκακος άγγελος ο δικός μου κατάσκοπος.
 - Είσαι σίγουρος; Μήπως είναι μεταμφιεσμένος; Μήπως έχει σκοπό να σε απαγάγει; Εδώ παιδί μου, από το Δεκέμβριο στην Ελλάδα συμβαίνουν τόσα και τόσα συγκλονιστικά. Εσένα θα λυπηθούνε; Σ’ όλη την υπόλοιπη Ευρώπη οι άνθρωποι βαριούνται τη ζωή τους ενώ εμείς εδώ ζούμε συναρπαστικά, ωσάν να είμαστε σε πόλεμο: Απαγωγές,  κουκουλοφόροι, μολότωφ, αποδράσεις …
 - Μην ανησυχείς Θωμά. Εμένα ευτυχώς, με παρακολουθούν οι «καλοί». Είναι εκείνοι που παρακολουθούν τις προσπάθειες, τις σκέψεις, τα γραφτά μου. Είναι οι ψυχές που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος και συντονίζονται με τη δική μου. Είναι εκείνοι – και εκείνες – που ακούν τις φωνές της νύχτας και ριγούν με το παραμικρό σημαδάκι της άνοιξης.  
 Άκου και σώπα. Καλύτερα σώπα. Η νύχτα έχει κρυφές διαδρομές. Τα βήματά μας συχνά μας οδηγούν σ’ αυτές. Η πόρτα της ψυχής να μένει ανοιχτή τη στιγμή που στον ουρανό μεσουρανεί ο Ωρίωνας.
 Με παρακολουθείς, το ξέρω. Παρακολουθείς μία – μία τις λέξεις που θα γράψω. Να λοιπόν τι θα γράψω: «Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις. Πρέπει όμως να ελπίζεις.  Αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο». Λόγια του Ηράκλειτου ήταν αυτά, δεν ήτανε δικά μου, μα ξέρω πως θα σ’ αρέσουν. 
 Γνωρίζω τι σκέφτεσαι. Ονειρεύεσαι ξυπνητή. Λατρεύεις τη σχετικότητα και κατανοείς τη ματαιότητα. Σε αρρωσταίνουν οι ρυθμοί της ζωής, το απάνθρωπο «σύστημα». Με παρακολουθείς και στοργικά με κατασκοπεύεις. Βάζεις στο μικροσκόπιο κάθε μου λέξη. Προσέχω κάθε συλλαβή αφού ξέρω πως αυστηρά θα με κρίνεις. Μετά από σκέψη πολλή και καθώς ένα κομματάκι της καρδιάς μου παραμένει παγωμένο, ερειπωμένο κι ανήλιαγο, εγώ γράφω: «Έχομε – σαν χώρα - πέσει πολύ χαμηλά. Πρέπει να πορευτούμε προς μια καινούργια αθωότητα, ελληνική και παγκόσμια».


                                      ΟΔΥΣΣΕΑΣ


 Από τη στιγμή που θυμούμαι τον εαυτό μου συγκροτημένο και αυτονομημένο, αισθάνομαι πως ταξιδεύω. Ένας απροσδιόριστος άνεμος μοιάζει να φουσκώνει τα πανιά, σπρώχνοντας το πλοίο της ζωής προς το άγνωστο. Οδυσσέας απτόητος και ονειροπόλος ταξιδεύω κι εγώ, όπως και όλοι εσείς άλλωστε. Το θαύμα της ζωής, και συγχρόνως το δράμα της. Χωρίς να  γνωρίζομε ποιοι ακριβώς είμαστε, τι ακριβώς θέλομε, που ακριβώς πάμε, είμαστε όλοι εν πλω. Στα πανιά, στα σκοινιά, στα κατάρτια. Η Ιθάκη είναι μακριά. Είναι μια αόριστη έννοια.
 Που άραγε είσαι Ιθάκη; Άραγε, μας αγάπησε κανείς, σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, ή ολομόναχοι συνεχίζομε ένα  ταξίδι χωρίς νόημα κι ελπίδα; Μας αγάπησε αυτή η πόλη έτσι όπως εμείς την αγαπήσαμε;
 Εμείς πάντως, πάλι το καθήκον μας θα το κάνομε. Απόψε, Σάββατο βράδυ στις επτά θα πάμε στο Ωδείο, θα σταθούμε πλάι  στο μιναρέ και θα δηλώσομε πως όποιοι έχουν ευθύνη πρέπει να την αναλάβουν. Πως αυτό το μνημείο πρέπει να ζήσει, και αυτή η πόλη θα ζήσει με κάθε θυσία.
 Το ταξίδι συνεχίζεται. Ο άνεμος δυναμώνει. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Ο Οδυσσέας δεν κουράζεται ποτέ, συνεχίζει για την Ιθάκη του. 
 Υπάρχουν – ευτυχώς – και οι σταθμοί, μυστικοί ή φανεροί, που προσφέρονται για μια ανάσα, για ένα χάδι, για κάποια ανακούφιση. Ο Οδυσσέας πέφτει να ξεκουραστεί. Το νανούρισμα είχε αναλάβει η Σελήνη. Στα όνειρά του μέσα βρίσκονται η βρύση του χωριού του και κάτι αρχαίες πέτρες της Ελεύθερνας. Ονειρεύεται πως ήταν λέει ποιητής! Πως ξιφουλκεί με τους ψεύτες και τους λαοπλάνους με ασπίδα του την ποίηση, ώσπου αυτοί να τραπούν σε φυγή, μη αντέχοντας πια ούτε οι ίδιοι στη βαρβαρότητα των αισθημάτων τους και στην οσμή των πράξεών τους.
 Λιμανάκι νωχελικό, αγέρας φρέσκος, κυματάκι πεισματωμένο. Για λίγες ώρες μόνο. Ύστερα πάλι εμπρός, για το ταξίδι.
 Το μεγάλο ζήτημα είναι πώς θα περάσει κανείς από αυτό τον κόσμο χωρίς να υποχρεώνεται να ανταλλάσσει την οριστική με την ευκτική. Πώς θα περάσει κανείς από αυτό τον κόσμο αρθρώνοντας ένα λόγο δίκαιο.
-Οδυσσέα που πας; Που άραγε βρίσκεται η δική σου Ιθάκη;
-Ο Οδυσσέας είναι όρθιος. Πορεύεται προς μια καινούρια αθωότητα, ελληνική και παγκόσμια.



                                            ΠΑΡΑΖΑΛΗ

                              
  Παραπατούσες σαν μεθυσμένη. Στηριζόσουν απάνω μου όπως – όπως:
 -Βοήθα με, θα πέσω! Κράτησέ με, στήριξέ με. Το κεφάλι μου γυρίζει. Ζαλίζομαι.
 Τα πάντα γύρο μας στο χείλος του γκρεμού. Ενός γκρεμού που δεν έχει πάτο. Άβυσσος. Δεν υπάρχει πια τίποτα που να κοιτάξεις και να μην έχει σαπίσει.
 -Κουράγιο, μπορεί να τα καταφέρουμε, να κρατηθούμε ορθοί. Μα πως; Τι να κοιτάξεις πρώτα;   Θες να δεις την πολιτική; Είναι κάτι σαν σάπιο μήλο που όσοι το τρώνε πεθαίνουν σιγά-σιγά από τροφική δηλητηρίαση.
 Θες να δεις την δημοκρατία; Η Ελλάδα είναι ο μόνος γονιός που τρώει το ίδιο του το παιδί. Αυτή γέννησε την δημοκρατία, αυτή λες και προσπαθεί σιγά - σιγά να την σκοτώσει.
 Θες να δεις την Ιστορία; Ότι πουν οι ξένοι. Εμείς απλά καθόμαστε και κοιτάμε. Απλοί θεατές σ’ ένα έργο ακατανόητο. Σχεδόν ανήμποροι, σχεδόν ανάπηροι.
 Προσπαθώ να κρατηθώ. Βοήθα με, θα πέσω. Θα πέσω σου λέω. Πως μπορεί ένας άνθρωπος σήμερα, με όλα αυτά που βλέπει να κρατηθεί ορθός;
Τώρα, ο σκοπός της ζωής όλων ημών των ελλήνων είναι ένας: Να κερδίσει ο Σάκης! Ας κάνει τεράστια έξοδα το κρατικό μας κανάλι για τον Σάκη. Ας έχει στηθεί ένας χορός εκατομμυρίων. Πόσα θα πάρει άραγε ό Ρουβάς; Πόσα θα πάρουν οι παρατρεχάμενοι; Ασφαλώς τελικά θα τα πληρώσομε όλα εμείς, οι πολίτες. Μα τι σημασία έχουν αυτά! Το θέμα είναι να κερδίσει ο Σάκης για να μας γεμίσει  υπερηφάνεια! Σημασία έχει να παραληρούν οι «ρουβίτσες» με άφατη χαρά και μέσα σε ομαδική υστερία!
-Βοήθα με, κοντεύω να πέσω. Δος μου χέρι να πιαστώ! «Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα»(αυτό το τελευταίο δεν ήταν δικό μου, ήταν του Ελύτη). «Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα».
 Μου φαίνεται πως βυθίζομαι. Συμβαίνει μέσα σ’ ένα πέλαγος αδιαφορίας, κοινοτυπίας και βαρεμάρας. Στην Ελλάδα ομιλούν οι σοφοί, αλλά αποφασίζουν οι αμαθείς. Απελπισία. Τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία.
 Ψάχνω τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Αναξίμανδρο, τον Αρίσταρχο το Σάμιο. Ψάχνω τον Μίκη, τον Μάνο Χατζηδάκη,  τον Νίκο Γκάτσο. Ψάχνω φίλους παλιούς, μήπως και μπορέσω κοντά τους να κρατηθώ ορθός. Εδώ λάμπουνε γύρω οι στίχοι και οι πόθοι. Εδώ χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα. 
- Λίγο ακόμη, κράτησέ με. Λίγο ακόμη ας προσπαθήσουμε. Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα – όπως λέει κι ο έρημος ο ποιητής.




             ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

                                                         
  Σας το λέω και θέλω να με πιστέψετε. Πίσω από τη βιτρίνα του τουρισμού, της καφετέριας, της πολυτελούς ζωής και της επίδειξης, υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, μια πνευματικότητα και ένας πολιτισμός, μια άλλη – θα έλεγα αθέατη για τους πολλούς - Κρήτη. Οι περισσότεροι δεν την υποψιάζονται καν, περνούν δίπλα της χωρίς να την αγγίζουν. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα, σκέφτομαι, και με κυριεύει μια παράξενη χαρά που περιλαμβάνομαι στους ελάχιστους τυχερούς που  έχουν επίγνωση.
  Να όμως που σαν χρέος προς εκείνους που μύησαν εμένα, οφείλω να μοιραστώ  τη γνώση αυτή με τους αναγνώστες μου.
 Ας αρχίσουμε με κάτι κοντινό. Πηγαίνετε, ας πούμε στο χωριό Άγ. Κωνσταντίνος, και μπείτε μέσα στην κατάγραφη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, λίγο έξω απ’ το χωριό. Θα μείνετε έκπληκτοι από τις εξαιρετικές σωζόμενες βυζαντινές τοιχογραφίες που χρονολογούνται από το 1401, όπως είναι η εικόνα της Ανάληψης του Χριστού με την εκλεπτυσμένη, επιμήκη μορφή της Παναγίας που φανερώνει πως τη δημιούργησε ικανότατος καλλιτέχνης.
  Πηγαίνετε στο χωριό Αγιος Δημήτριος του Δήμου Ρεθύμνου, και δείτε τον ομώνυμο ναό, μια από τις λίγες σταυροειδείς εκκλησίες με τρούλο που υπάρχουν στο νομό. Προσέξτε στο εσωτερικό την τοιχογραφία του Αγίου Τρύφωνα. Έχει ζωγραφιστεί γύρω στο 1300 από ικανότατο ζωγράφο με την τεχνοτροπία που επικρατούσε τότε στην Κωνσταντινούπολη και τα άλλα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα του Βυζαντίου.
  Πηγαίνετε στο Ζουρίδι, στο ναό του Σωτήρος Χριστού, ή στην εκκλησία της Παναγίας του Μέρωνα, ή στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο στο Σελλί, ή στο ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλλου στο Μοναστηράκι, ή στο ναό του Σωτήρος στο Σπήλι. Πηγαίνετε και θαυμάστε την υψηλή τέχνη με την οποία έχουν γίνει οι τοιχογραφίες.
  Προσέξτε τη λαμπρότητα με την οποία ήταν κάποτε στολισμένες οι εκκλησίες, πριν τις φθείρει ανεπανόρθωτα ο χρόνος. Κλαίει η καρδιά σου σήμερα, όταν θα μπεις μέσα  και δεις το κατάντημα των περισσοτέρων τοιχογραφιών, που κάποτε κάποιοι ευαίσθητοι καλλιτέχνες, με ευλάβεια και τέχνη ζωγράφισαν. Και όμως, και πάλι, η μεγάλη Τέχνη, η βυζαντινή μεγαλοπρέπεια υπάρχει και ζει μέσα σ’ αυτές τις εκκλησίες. Σημαντικοί ζωγράφοι που είχαν μετακληθεί από το Βυζάντιο, δημιούργησαν μέσα σ’ αυτές μορφές και έργα που αντικατοπτρίζουν τη ίδια τη δική τους προσωπικότητα. Οι ταραγμένες στάσεις και κινήσεις των αγίων, οι χειρονομίες και οι συσπάσεις του προσώπου, το πάθος που συνέχει τις μορφές, μας μεταφέρουν σε κόσμους υπέρβασης, αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού.
  Αλλά και ντόπιοι κρητικοί ζωγράφοι μας εντυπωσιάζουν με τα επιτεύγματά τους που σώζονται μέχρι σήμερα. Απαράμιλλη σε δυναμικότητα είναι η μορφή του Συμεών από την Υπαπαντή στις Μαργαρίτες. Εντυπωσιάζει η επιβλητικότητα του Παντοκράτορα στον Άγιο Νικόλαο του Μέρωνα και στην Αγία Μαρίνα στη Μουρνέ, μολονότι οι εικόνες είναι ζωγραφισμένες με απλές, λιτές γραμμές.
  Τέτοια - και άλλα πολλά - είναι λοιπόν τα κρυμμένα έργα - επιτεύγματα του ευαίσθητου κρητικού λαού. Σ’ αυτά τα έργα και σ’ αυτό το λαό αξίζει να έχομε εμπιστοσύνη. Αυτή είναι η πραγματική Κρήτη, η ολοδική μας, η άδηλη,  η άσπιλη, η ανέγγιχτη. Γιατί αυτή την Κρήτη δεν μπορούν να τη φτάσουν και να τη μολύνουν οι ημιμαθείς και οι κακόγουστοι.
 Ψηλά, στον ουρανό της Κρήτης εκείνης, σαν αετοί θα υπερίπτανται πάντοτε ο Θεοτοκόπουλος, ο Κορνάρος, ο Χορτάτζης, ο Θεοφάνης ο Κρής, ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Κωνσταντίνος Παλαιόκαππας, οι Εμμανουήλ και Μαρίνος Μπουνιαλής, ο Φραγκίσκος Μπαρότσης, ο Καζαντζάκης, ο Πρεβελάκης και άλλοι δέκα ακόμη μεγάλοι του πνεύματος και της Τέχνης. Αυτοί είναι το πραγματικό κεφάλαιο της ρημαγμένης χώρας μας, αυτό που κανείς δεν μπορεί να εξανεμίσει. Όλοι αυτοί οι αληθινοί και άσπιλοι,  θα στέκουν επάνω από την ιδιαίτερη πατρίδα μας και θα την ευλογούν, στους αιώνες των αιώνων.      



                          ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 


 Μέσα στον ανεμοστρόβιλο των γεγονότων, μέσα στο περιβάλλον ζόφου που βιώνομε, ο μπάρμπα – Αντρέας απολαμβάνει τον ελληνικό καφέ στο αγαπημένο του στέκι.
 Ο μπάρμπα – Αντρέας είναι ένας αειθαλής πλάτανος. Ανάμεσα στα φρύδια του αναγνωρίζεις το σημάδι της σοφίας. Το βλέμμα του είναι δόρυ αιχμηρό. Δεν ξεχνά, δεν συγχωρεί, δεν εκδικείται. Θυμάται όμως και αναπολεί. Σκέφτεται πως έφτασαν οι καλύτερες μέρες του χρόνου, το φθινόπωρο που μυρίζει κρύο, νερό, ζεστά σκεπάσματα, αχνιστά φλιτζάνια καφέ, νυσταγμένα μελαγχολικά πρωινά.
 Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την κ. Ζαχαρέα ούτε για την κ. Πελέκη. Δεν ασχολείται με το αν το νόμιμο είναι πάντα και ηθικό. Δεν γνωρίζει τι είναι οι υπεράκτιες εταιρίες και πως σε βοηθούν να πληρώνεις λιγότερα στην εφορία. Δεν δίνει δεκάρα για ιστολόγια και για …γκουγκλ αλλά ούτε και την Κική Δημουλά γνωρίζει.
 Ο μπάρμπα – Αντρέας νοιώθει πως ο κόσμος γύρω του κάνει κύκλους και στροβιλίζεται τόσο πολύ που δυσκολεύεται πια να τον παρακολουθήσει. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η ζωή του σήμερα. Μια ζωή που χάνεται, μια ζωή που ζητάει βοήθεια. Συμβαίνουν τόσα πολλά στο μυαλό του, που πραγματικά δεν ξέρει τι να πρωτοσκεφτεί. Φαίνεται πως φταίει κι αυτό το κυκλοφοριακό του. Ο γιατρός του το πε πως θα νοιώθει μερικές ζαλάδες που και που. Το οξυγόνο λέει που φτάνει στον εγκέφαλο δεν είναι αρκετό.
 Μα οι αναμνήσεις του καθόλου δεν επηρεάζονται. Αναπολεί με δύναμη, με πάθος. Σαν και τότε που ήτανε νέος. Γιατί βέβαια κάποτε υπήρξε νέος ο μπάρμπα – Αντρέας. Είχε ζήσει πολύ δυνατές συγκινήσεις. Νύχτες και νύχτες, φεγγαρόλουστες και χειμωνιάτικες, μέρες και μέρες με βροχή ή με λαμπερό ήλιο.  «Στα πόδια μου κλονίζομαι, τη στράτα μου τη χάνω, μ’ ένα καλάθι οράματα στην κεφαλή μου απάνω».
 Ο μπάρμπα – Αντρέας δεν ζητούσε πολλά. Ήθελε να μην ταράζουν την ψυχική μου ηρεμία. Ήθελε όμορφη μουσική και ωραίες εικόνες. Ήθελε να ανοίγει που και που ο ουρανός και να μπαίνει λίγο φως στη ζωή του. Προσπαθούσε να κάνει μόνο αυτό που ήξερε.  Να κάνει μόνο αυτό που μπορούσε. Να δηλώνει μόνο ότι πραγματικά είναι Να είναι ο εαυτός του. Να είναι σοβαρός, όχι σοβαροφανής. Να μη φοβάται να δίνει.  Έκλεισε τα μάτια. Ένοιωθε σαν να βάδιζε ανάμεσα σε χιλιάδες άστρα.


                 ΣΤΙΧΟΙ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΑΤΑ

 

 «Συγχωρείστε με που βρίσκομαι ακόμα στον κόσμο. Σ' αυτή την ηλικία είναι σχεδόν θράσος.» Είναι λόγια του Φρανσίσκο Αγιάλα. Ο ισπανός συγγραφέας και ακαδημαϊκός Francisco Ayala, με τέτοιες σκέψεις και πεποιθήσεις πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 103 χρονών. Γιατί το αναφέρω αυτό; Για κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Μόνο και μόνο ίσως για να φανεί πως σκέφτονται ορισμένοι άνθρωποι που έχουν περιορίσει τον προσωπικό τους εγωισμό στα ελάχιστα δυνατά όρια…. Ίσως ακόμη αναφέρομαι στη φράση για να επικοινωνήσω νοερά με τους φίλους μου της τρίτης ηλικίας.            Ο τραγικός μας ο Σοφοκλής, είπε το εξής …τραγικό: «Τα γηρατειά είναι οδυνηρά όχι γιατί παύουν οι τέρψεις, αλλά γιατί παύομε να ελπίζομε».                                           Πάντως τα χρόνια περνούν, όλοι συμφωνούμε σ’ αυτό. Εμείς, απωθούμε αυτή τη δραματική αλήθεια της γήρανσης, την αποδιώχνουμε. Να μπορούσαμε να τη σβήσουμε από όλα τα λεξιλόγια και τα βιβλία του κόσμου. Κάποτε οι λέξεις είναι ικανές να κατασπαράξουν κάθε τι ζωντανό από κάποιον, χωρίς να τον αγγίξουν. Είναι ικανές να ματώσουν την ψυχή, αφήνοντας άθικτη τη σάρκα.
«Πως μεγάλωσε έτσι η Αννούλα! Μα εσύ βρε Κωστάκη έγινες ολόκληρος άντρας! Απίστευτο!» Πίσω από τέτοιες φράσεις εύκολα θα διακρίνετε την ανθρώπινη φριχτή αγωνία για το γήρας.
 Θα μιλήσω όμως και πάλι με στίχους – καθώς το συνηθίζω τελευταία–  ακριβώς διότι η ποίηση τα κάνει όλα ν’ ακούγονται «γλυκότερα». Διαβάστε το:

  Είναι η κόρη σου, σωστά; τη γνώρισα
απ' τον διάττοντα αστέρα που υπάρχει στα μάτια της,
το γερμένο κεφάλι και τον τρόπο, τον τόσο δικό σου, να κοιτά γεμάτη απορία.
 Έχει φως στο μέτωπο
-ίδιο το φως σου-. Και τη μελαγχολική κίνηση.
Έχει τον λαιμό τόσο ντελικάτο όπως τον είχες εσύ
και στο δέρμα τα ίδια
τρελά πουλιά.
 Έχει έναν άνεμο του χθες ανάμεσα στα δάχτυλα,
και στο πρόσωπο...
την υπογραφή σου γραμμένη
με άλλο αίμα
που δεν γνωρίζω.

 Αυτοί ήταν στίχοι του Torcuato Luca de Tena, ισπανού ποιητή που έζησε από το 1923 ίσαμε το 1999. Στέλνω αυτούς τους στίχους σαν μήνυμα σε όλους τους φίλους μου της τρίτης ηλικίας. «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τα’ ακούς γλυκότερα». Τι παραπάνω θα μπορούσα να σου πω; Απολύτως τίποτα, είμαι σίγουρος. Ότι κατάλαβες, κατάλαβες, άλλο δεν έχει. Το λέει ο Ελύτης: « Όσο κι αν κανείς προσέχει, όσο κι αν το κυνηγά, πάντα, πάντα θα ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει»!
 -Χειρότεροι κι απ’ την Τουρκία στα οικονομικά καταντήσαμε Θωμά μου. Τις τελευταίες εβδομάδες, αγορές και κερδοσκόποι επιτίθενται μανιασμένα στη μικρή πλην τίμια χώρα μας.
-Καλά μας κάνουν! Εμείς φταίμε, αφού αντί να προτρέπομε τα παιδιά μας να δουλέψουν σκληρά, τα καθοδηγούμε να βρουν μια θέση στο δημόσιο για να «εξασφαλιστούν», δηλαδή για να κάθονται. Μοιραία θα είμαστε έρμαια των αγορών. «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται σθεναρώς του πατρίου εδάφους...», κάπως έτσι μοιάζουν να λένε οι διάφορες δηλώσεις της πλευράς μας. Θλιβερή παρηγοριά. Η πραγματική λύση δεν έχει φανεί ακόμη στον ορίζοντα.
 Μέχρι να βρεθεί η λύση, θυμηθείτε: Παντού σε κάθε μέρος της γης, υπάρχει ένα μπαλκόνι με απότιστα λουλούδια. Ο  μαρασμός τους είναι η ίδια η μοναξιά. Γέλιο και κλάμα, δυο σπασμοί που μοιάζουν. Με τα χρόνια μαθαίνεις πόσο απόλυτα όμοια είναι αυτά τα δυο, το γέλιο και το κλάμα. Πως προέρχονται, συχνά από την ίδια πηγή.



                   ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

                                                             

  Έτσι ξαφνικά, βρεθήκαμε στο Φλεβάρη. Φευγαλέες υποψίες άνοιξης τρεμουλιάζουν στην ατμόσφαιρα. Θροΐζουν μ’ ελπίδα τα δέντρα. Ανυπόμονες μεγαλώνουν οι μέρες.
  Έρχεται μια μέρα που βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια.  Καθώς περνούν  τα χρόνια αισθάνεσαι πως πληθαίνουν οι κριτές πού σε καταδικάζουν.  Τότε, βλέποντας τα σκούρα, θορυβημένος τρέχεις στα περασμένα. Κάποτε ζούσαμε πολύ κοντά στην αθωότητα. Παιδιά με γρατσουνισμένα  γόνατα, νέοι με γρατσουνισμένες ελπίδες,  πορευόμαστε σαν υπνωτισμένοι, αλλά όπως-όπως πορευόμαστε. Στον τότε κόσμο μας, χρήματα δεν υπήρχαν. Το αμύγδαλο του κόσμου παρέμενε αδάγκωτο.  Αν θα διψούσες, για νερό, έστυβες ένα σύννεφο! Ο Νίκος Γκάτσος ερχόταν συχνά κοντά μας για καφέ τα απογεύματα, μαζί μ’ ολόκληρο τον κόσμο του. Ένα ηλιοβασίλεμα στην παραλία του Ρεθύμνου έφτανε για να καταρρεύσουν και να εκμηδενιστούν όλες οι κοσμοθεωρίες που είχαμε διαβάσει.
  Και μια μέρα, έτσι ξαφνικά, ξαφνικά χάθηκε η αθωότητα απ’ την καρδιά μας. Όλα γίνονται πια με κανόνες επιστημονικούς. Ακόμη και η ιδεολογία υπάρχει τρόπος να επηρεάζεται, ν’ αλλάζει. Μέσα στο δάσος των δημοσκοπήσεων δύσκολα βρίσκεις δίοδο διαφυγής Ο δίσκος του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ξαφνικά, έγινε πιο σημαντικός από το δίσκο της Σελήνης.
 -Ερώτημα: Γιατί ολοένα γράφεις;
 -Απάντηση: Γράφεις διότι δεν ξέρεις τι πραγματικά θέλεις να πεις. Γράφεις διότι θέλεις να μοιραστείς και δεν γνωρίζεις τι είναι αυτό που θέλεις να μοιράσεις. Γράφεις διότι δεν μπορείς να δεις, δεν μπορείς να ακούσεις, να ψηλαφίσεις. Γράφεις γιατί διψάς για κάτι που σου είναι παντελώς άγνωστο. Γιατί νιώθεις λειψός, φτωχός, ασθενής και πένης. Γιατί, εν τέλει, αισθάνεσαι βαθύτατα ανεπαρκής να ζήσεις τη ζωή που σου δόθηκε.
 Ό,τι γράφουμε είναι η σκιά της αληθινής ζωής. Η αληθινή ζωή είναι πάντα ωραιότερη από την περιγραφή της. Είναι γεμάτη χρώματα που στο χαρτί γίνονται διαβαθμίσεις του μαύρου μιας σκιάς. Και εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο το γεγονός ότι ασκούμε μια ασπρόμαυρη τέχνη για να μπορέσουμε να καταφέρουμε μια μέρα να ασκήσουμε την πολύχρωμη τέχνη της ζωής.
  Ολοένα ονειρευόμαστε, λες και είμαστε αιώνιοι. Παραμερίζομε τα χρόνια και κάνομε δήθεν τους έκπληκτους.  
 -Πως πέρασαν τα χρόνια… Πως μεγάλωσε, πως ομόρφυνε έτσι η Ελενίτσα… Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας, ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας.
«Ο έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, γένους ανυπεράσπιστου»…..



     ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΘΕΑΤΕΣ
               
  Με τις πρώτες νύξεις της Άνοιξης, ο φίλος μου πάντα γινόταν νευρικός κι ασυγκράτητος. Κοντολογίς ζωντάνευε κι αναθαρρούσε. Οι χυμοί και τα μοίρα της φύσης του έφερναν ταραχή, λες κι ήθελε να ρουφήξει τη ζωή ολάκερη μέσα σ’ ένα μόνο πρωινό λιακάδας. Τέτοιες μέρες τον έπιανε η μανία να ξετυλίγει τα μακριά κουβάρια της αιρετικής του σκέψης και να επιχειρηματολογεί ατελείωτα χρησιμοποιώντας τα πιο όμορφα επίθετα και τα ζωντανότερα χρώματα στις περιγραφές του. Το ίδιο μελλόταν να γίνει και φέτος.
 -Δηλαδή, Θωμά, εσύ νοιώθεις κάτι, τώρα που μόλις αχνοφέγγει η Άνοιξη; Κυριεύει την ύπαρξή σου η Ποίηση;
 -Η Ποίηση διασχίζει μόνη τη γη, υποστηρίζει με τη φωνή της τον κόσμο που πονά
και δεν ζητά τίποτα, ούτε καν λόγια. Έρχεται από μακριά, σε άσχετη ώρα, ποτέ δεν ειδοποιεί. Έχει το κλειδί της πόρτας.  Μπαίνοντας σταματά πάντα να μας κοιτάξει.
Μετά ανοίγει το χέρι της και μας δίνει ένα λουλούδι ή ένα βότσαλο, κάτι μυστικό,
αλλά τόσο έντονο που η καρδιά πάλλεται πολύ γρήγορα. Και ξυπνάμε.
 -Αυτό είναι ποίηση αλήθεια, αναφώνησα. Μα να που η Άνοιξη έφθασε, είναι εδώ κοντά μας!
 - Η Άνοιξη έχει οπαδούς φανατικούς και ορκισμένους. Όταν το άρμα της προβάλλει με τη συνοδεία χελιδονιών, με χιλιάδες λουλούδια και χρώματα, με κελαϊδισμούς και βελάσματα και όταν αποβιβασθεί η λαμπερή βασίλισσα, οι οπαδοί θα παραληρούν με ιαχές, με το «Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωμένε» και άλλα πανηγυρικά εμβατήρια χαράς, προσμονής και ανυπομονησίας. Θα φορεί στην ξανθή κεφαλή της στεφάνι από αγριολούλουδα και θα χει μαζί της δώρα απλά για όλους και για όλες τις αισθήσεις. Μύρα των λουλουδιών, χρώματα του ηλιοβασιλέματος, ήχους από το ξύπνημα της φύσης, θωπείες του μπάτη, νυχτερινές εκστάσεις στο σεληνόφως, της αυγής την ανάταση, όνειρα ατελείωτα – αυτά προπάντων.
-Αμέ το άλλο που το βάζεις; Θα ξυπνήσει μέσα μας η Άνοιξη το παραμύθι της νιότης. Θωμά, στο λέω, παραιτήσου όσο είναι καιρός, δεν είναι αυτά για σένα!
-Δεν παραιτούμαι, δεν θα παραιτηθώ, επαναλάμβανε με πείσμα ο Θωμάς. Τα ωραία πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά, είναι στερημένα. Ακόμη και με τα ευτελέστερα υλικά,  εγώ πάντα με πείσμα, την Άνοιξη θα σκαρώνω ποιήματα! Ο Θωμάς με παράσερνε σε τοπία εξαίσια και απόκρημνα. Είμαστε κι εγώ κι εκείνος, της ίδιας Άνοιξης θεατές και πρωταγωνιστές συγχρόνως!



            ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ
                         
  Χοροπηδά με την παραμικρή ευκαιρία. Αποζητά την ανεμελιά και το παιχνίδι, όπως κάθε παιδί. Υπάρχει και ζει, άλλοτε ζωηρό άλλοτε μελαγχολικό μα σίγουρα είναι μια ξεχωριστή οντότητα μέσα στο είναι σου. Ένα παιδί μέσα σου. 
  Καμιά φορά σε εκνευρίζει γιατί δεν κάθεται ήσυχο, σωστός μπελάς. Συνεχώς λαχταρά καινούρια πράγματα, συνεχώς κάνει τρέλες, επιθυμεί, απαιτεί. Είναι απρόβλεπτο και κακομαθημένο. Δεν ενδιαφέρεται για τους τύπους, ούτε για τους καλούς τρόπους. Απεχθάνεται όλα τα τυπικά, όλα τα «πρέπει» και όλα τα «επιβάλλεται».
  Σε βάζει ν’ αγοράζεις γλυκά και λιχουδιές. Σε υποχρεώνει να χαζεύεις βιτρίνες και ν’ αγοράζεις ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Είναι το παιδί που κρύβεις μέσα σου!
  Αποφεύγεις να το παραδεχτείς μα ξέρεις πως υπάρχει. Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου υπάρχει, τυραννικό, αυτάρεσκο, άμυαλο (εκ πρώτης όψεως). Δεν ξέρει τι θα πει στενοχώρια. Δεν γνωρίζει τη λέξη «άγχος». Δεν το νοιάζει «τι θα πει ο κόσμος». Αυτό το παιδί γνωρίζει μόνο το ρήμα «θέλω».
  Αλίμονό σου αν αντισταθείς. Αμέσως χουφτώνει και σφίγγει το στομάχι ή την κεφαλή, και κάνει το έντερό σου να συσπάται με πόνους. Είναι μια διαφορετική ύπαρξη που ζει μέσα σου και μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή σου.
  Έχεις την ψευδαίσθηση πως είσαι ελεύθερος και κύριος της βούλησής σου αλλά …δυστυχώς, δεν είσαι. Αυτή η ύπαρξη μέσα σου αλωνίζει προσπαθώντας να εξουσιάσει τη ζωή σου. Συνήθως πολεμά ενάντια σ’ όλα τα «πρέπει» και τα «επιβάλλεται». Συχνά διαπιστώνεις έντρομος πως άλλα είχες προγραμματίσει κι άλλα κάνεις τελικά. Άλλα σκόπευες να πεις κι άλλα είπες. 
  Δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί. Δεν είναι πάντα παιδί.. Σου δίνει την αίσθηση πως είσαι περικυκλωμένος από μία τεράστια πολυτελή ταπετσαρία καμωμένη με ψέματα και σου ζητά να σκίσεις αυτή την ταπετσαρία και να δείξεις τον αληθινό γυμνό εαυτό σου, αδιαφορώντας για όλα τ’ άλλα τα μάταια.
  Με τρόμο ανακαλύπτεις πως αυτό που σου λείπει περισσότερο είναι ότι είχες σαν ήσουν παιδί. Δηλαδή σου λείπουν αυτά που δεν πρόκειται πια να έχεις.
   Όλοι τελικά το αγαπούμε, το παιδί μέσα μας. Όταν θα περάσουν τα χρόνια θα μας τραγουδά για ότι στη ζωή αγαπήσαμε. Θα βγάζει απ’ το ντουλάπι και θα μας δείχνει τις παλιές φωτογραφίες με τους συμμαθητές, και τα παλιά κόκκινα λαμπερά ρούχα της νιότης. Το παιδί που κρύβομε μέσα μας!



                  ΧΑΙΡΕ ΘΕΡΟΣ


 Χαίρε Θέρος, μαζί με τη σημαία σου, που κυματίζει αγέρωχα στο ζενίθ του Ιουλίου.
 Χαίρε Θέρος ξέφρενο, θρασύ, προκλητικό και κοσμαγάπητο, εσύ που παίζεις στα δάχτυλα την έκσταση, την παραμυθία και τη λήθη των ζωντανών πλασμάτων.
 Χαίρετε θάλασσες κι ακτές του Κρητικού και Λυβικού πελάγους γιατί χαρίζετε στους θνητούς επισκέπτες σας στιγμές αθανασίας.
 Χαίρε Μεγαλόνησος και χαίρε Μεσόγειος, ονειρικό νησί και μακρόθυμη θάλασσα που έχετε αντέξει τόσους πολιτισμούς και τόση ρύπανση. 
 Χαίρε χελώνα Καρέτα-Καρέτα, σύμβολο της μητρότητας και της ανεξικακίας συγχρόνως, καθώς εναποθέτεις τα’ αυγά σου συγχωρώντας τους ανθρώπους για τα εμπόδια που βάνουν στην πορεία σου προς την αιωνιότητα.
 Χαίρε βαρκούλες και καΐκια που αρμενίζετε μέσα στο μπλε, κατάφορτα με ελπίδες και όνειρα.
 Χαίρε πανσέληνος μακρυνή και καλοκαιρινή που καθώς σαρώνεις και χρυσίζεις τη θάλασσα δίνεις το πρόσταγμα στους ποιητές να γράψουν άνευ ορίων, άνευ όρων.
 Χαίρε κόρη που κατεβαίνεις τα βράδια στην αμμουδιά με μια κιθάρα τραγουδώντας τραγούδια απλά και γράφοντας λέξεις ελληνικές στην άμμο.
 Χαίρε αμπελώνα γυροτραφισμένε με τις αμπελοκουρμούλες και τα σταφύλια.
 Χαίρε ταπεινό αλλά ένδοξο κοτσιφάλι, αβιδιανό και λιάτικο που ωριμάζετε στα βαρέλια, χαίρε ξανθή μουσταλευριά με το σισάμι και τα καρύδια.
 Χαίρετε πέρδικες, συκοφάδες, ζυγαρδέλια κοτσυφάκια και τρυγόνια εσείς που χαίρεστε τον ουρανό ανενόχλητα, ακριβώς εκεί που το καλοκαίρι ζει και ανασαίνει.
 Χαίρε Κορνήλιε Καστοριάδη που είδες την Τέχνη σαν ένα παράθυρο στο Χάος.
 Χαίρε Θέρος, κι εσύ της ζωής ο υπερπόντιος Έρως που υπερίπτασαι στο Αιγαίο παρέα με γλάρους, με τον Αρχίλοχο και τη Σαπφώ, παρέα με τον Οδυσσέα Ελύτη. 



ΧΑΙΡΕ ΘΕΡΟΣ (2)
  

  Είμαι οπαδός του καλοκαιριού, και δεν το κρύβω. Θαυμάζω το καλοκαίρι και το υμνώ.  Μακάρι να ήμουν ποιητής, να το βαζα μέσα σε στίχους και να το σήκωνα ψηλά.                                        
  Χαίρε θέρος λοιπόν. Χαίρε σημαία του καλοκαιριού που κυματίζεις ήδη μεσίστια. Χαίρε κι εσύ φθινόπωρο, που περιμένεις καρτερικά στον προθάλαμο.
  Χαίρετε θάλασσες και ακτές του Κρητικού και του Λυβικού πελάγους, γιατί εσείς ξέρετε να χαρίζετε στους θνητούς εραστές σας λίγες (ή πολλές) στιγμές αθανασίας.
 Χαίρε Μεσόγειος, θάλασσα μακρόθυμη, που ανέχτηκες και άντεξες τόσους πολιτισμούς αλλά και τόση ρύπανση. Αντέχεις ακόμη;
  Χαίρε θέρος, εσύ που με την τρομερή ρομφαία σου θα τσακίσεις τον ιό της γρίπης, βάζοντας τέλος στα όνειρα μεγάλων εταιριών για μεγάλα κέρδη. (Αυτό το τελευταίο είναι σχήμα λόγου, μην το θεωρούμε και σίγουρο).
  Χαίρε απλέ λαέ, βασανισμένε, χαίρετε απλοί άνθρωποι του μόχθου μέσα στην περιδίνηση της παγκόσμιας κρίσης όπου σας έταξαν να παλεύετε πάλι.
  Χαίρε μαζί με τους απλούς ανθρώπους και συ, Μανόλη από τις Σείσες, που έγραψες:
                                       Αυτή η εποχή, θυμίζει ιαχή,
                                       ενός απελπισμένου, βαθειά ξεγελασμένου…
 Χαίρε αμπελώνα γυροτραφισμένε -ευλογημένη κληρονομιά του Διονύσου –χαίρετε αμπελοκουρμούλες με τα ξανθά σταφύλια που ωριμάζετε τέτοιες μέρες. Χαίρε πατητήρι που υποδέχεσαι τους ευλογημένους χυμούς που τρεχουλίζουν στο δοχειό. Χαίρε ξανθή μουσταλευριά με το σισάμι, και τα καρύδια. Χαίρε τραπέζι ξύλινο του πατέρα ή του παππού με το μαύρο ψωμί, τις ελιές και τα μποστανοφάσουλα απάνω ακουμπισμένα.   
 Χαίρε κοτσιφάλι, αβιδιανό, λιάτικο, βιλάνα και θραψαθύρι, μέσα στα δρύινα βαρέλια όπου κοιμάστε περιμένοντας υπομονετικά πότε θ’ ακουστεί η  μαντινάδα με τη λύρα.
 Χαίρετε πέρδικες, συκοφάδες, ζυγαρδέλια, κοτσυφοί και τρυγόνια, εσείς όλα τα πουλάκια που χαίρεστε τον καλοκαιριάτικο ουρανό, εσείς που σ’ άλλους δίνετε χαρά με τη ζωή και σ’ άλλους με το θάνατό σας. 
 Χαίρε γενάρχη της νεοελληνικής τέχνης του στίχου και της σκηνής κυρ Γιώργη Χορτάτση, μάστορα του λόγου Ρεθεμνιιώτη που –καθώς φαίνεται μόνος εγώ απέμεινα να σε υμνώ και να σε μνημονεύω. (Που είναι οι άλλοι φίλοι μου, για να μην είμαι μόνος;)
 Χαίρε κυρ Μπεργαδή, Ρεθεμνιωτάκι ξεχασμένο,που έγραψες το βαθύ και υποβλητικό έργο «Απόκοπος» μαζί με άλλα δύο.
 Χαίρε Τρωίλε, που έγραψε την τραγωδία «Ροδολίνος» με την πλούσια γλώσσα και τον περίτεχνο στίχο.
 Χαίρε Μπουνιαλή Μαρίνο Τζάνε – εσύ γραφιά ασύγκριτε του «Κρητικού Πολέμου», Σαχλίκη, Αχέλη, Πικατόρε,  κι εσύ άρχοντα Φραγκίσκο Μπαρότση, που θα σας μνημονεύω ασταμάτητα ώσπου να σας θυμηθούν τουλάχιστον οι παλιοί Ρεθεμνιώτες γραφιάδες και οι άνθρωποι του πνεύματος αυτής της πολιτείας και να σας ξαναφέρουν στην επιφάνεια. Εγώ δεν θ’ αφήσω να σας φάει η λησμονιά.
 Χαίρε απύθμενο θέρος, κι εσύ της ζωής ο έρως, ο υπερπόντιος θεός που πετάς αγέρωχος πάνω απ’ το  Αιγαίο, παρέα με δελφίνια και με γλάρους, παρέα με τον Αρχίλοχο, τη Σαπφώ και το μεγάλο άρχοντα, τον κυρ- Παντελή Πρεβελάκη. 
 



      ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

                            

 Όχι, δεν είμαι ο μόνος. Είναι πολλοί αυτοί που ονειρεύονται μια καινούργια  Ελληνική Κοινωνία.
 Ικανοποιητική μόρφωση, γνήσιο ενδιαφέρον για την πολιτική, υψηλός δείκτης παρακολούθησης της δημόσιας σφαίρας, δυσαρέσκεια από τη λειτουργία της δημοκρατίας και την ποιότητα της πολιτικής ενημέρωσης που παρέχεται σήμερα στην Ελλάδα από τα μέσα, αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που συνθέτουν τη φυσιογνωμία των πολιτών της νέας ελληνικής κοινωνίας.
 Υπάρχουν και άλλα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν αυτούς τους πολίτες.
Είναι ενεργοποιημένοι κοινωνικά,  έχουν τη διάθεση να προσφέρουν εθελοντικά ενταγμένοι ολόψυχα σ’ αυτό που ονομάζομε «κοινωνία των πολιτών». Είναι πέρα για πέρα ευαίσθητοι σε θέματα που αφορούν τα παιδιά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, τους μετανάστες,  τους αδύνατους και τους αδικημένους αυτού του κόσμου. Είναι οικολόγοι ψύχραιμοι, ποτέ  πανικόβλητοι για κάποια «ολοκληρωτική καταστροφή» που έρχεται.
 Προσπαθούν να μην είναι μονόπλευροι και «μονόχνωτοι». Αγαπούν κατά κανόνα την Τέχνη. Βρίσκουν πάντοτε χρόνο για ποίηση, για μουσική και για θέατρο.
Πρόκειται για μια «άλλη κοινωνία», μια «αντικοινωνία» που αντιπαραβάλλεται σε όλες τις μορφές της κυρίαρχης πολιτικής συμπεριφοράς. Η γενική πολιτική τοποθέτηση αυτών των πολιτών έρχεται σε ριζική αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες τοποθετήσεις της ελληνικής κοινωνίας.
 Υπάρχει λοιπόν στην πραγματικότητα, θα έλεγε κανείς, ένα νέο κοινωνικό σώμα που προβληματίζεται και αναπτύσσεται σταδιακά αλλά σταθερά δίπλα στο «παλιό κοινωνικό σώμα» το οποίο βέβαια εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί σε όλους τους τομείς της ζωής.



ΕΛΛΗΝΙΚΟ  ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

 Ο θρίαμβος του ελληνικού καλοκαιριού ετοιμάζεται να ολοκληρωθεί νομοτελειακά μέσα στην κάψα του Ιούλη. Τα τρεχαντήρια, τα μπρίκια, οι σκούνες, οι βρατσέρες, οι φρεγάτες, οι κορβέτες, τα ιστιοφόρα, τα ταχύπλοα πλέουν στις θάλασσες και προσεγγίζουν τα νησιά, σαν τα μωρά που αναζητούν θηλή για να βυζάξουν. Οι «επαναπροσδιορισμοί», οι «ταυτοποιήσεις βασικών αξόνων», «οι γέφυρες επικοινωνίας που αγκαλιάζουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα» (!) μας αφήνουν πλέον αδιάφορους. Και τα νησιά απλώνουν τις θηλές τους συναινετικά, για να βυζάξουν οι διψασμένοι τους χυμούς της καρπούζας και του σταφυλιού, τις ευωδιές της αυγής, της αχλαδιάς και του ηλιοβασιλέματος τα μύρα.
 Κάπως έτσι λοιπόν αγαπητές μου κυρίες, αγαπητοί μου κύριοι και αγαπημένα μου παιδιά αποφάσισα κι εγώ να φύγω. Δέσμιος των γονιδίων μου και πιστός στη λαχτάρα μου για τα μακρυσμένα ταξίδια και τους γαλάζιους πόντους, αναχωρώ. Τα τοπία της θάλασσας με προσκαλούν με ρίγη και αναστεναγμούς. Μη με ψάξετε στα γνωστά στέκια. Μην προσπαθήσετε να μου αλλάξετε τη γνώμη. Μάταιο θα ναι σας λέω, μάταιο! 
Ήταν μοιραίο, ίσως και λίγο τραγικό. Η μοναξιά είναι ίδια παντού. Το ίδιο πιστεύω πως θα συμβεί και σε σένα, ελεύθερε άνθρωπε, ελεύθερο πνεύμα. Σύντομα θα αποφασίσεις κι εσύ να επιβιβασθείς. Η πεζή πραγματικότητα πάντα θα σε απωθεί κι η φαντασία πάντα θα σε κερδίζει. Τα καμώματα των ανθρώπων πάντοτε θα σε κάνουν ν’ αποστρέφεις το πρόσωπό σου. Θα επιβιβαστείς λοιπόν τελικά στο ιστιοφόρο της φαντασίας σου και θα σαλπάρεις…
 «Να φύγω… Να φύγω…», θα μουρμουρίζεις, διατρέχοντας τα καταστρώματα ξεμπετουργιασμένος, ξυπόλυτος αλλά ευτυχισμένος.


                   ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ

Το τραίνο του Εθελοντισμού περνά ολόφωτο καλώντας όποιον θέλει ν’ ανεβεί, εδώ και τώρα. Ανεβαίνουν οι ξεχωριστοί, οι συνειδητοποιημένοι, οι σίγουροι. Οι υπόλοιποι καλύτερα ας μην ανεβούν, αυτό είναι το καλύτερο για όλους. Αυτούς κι αν τους ξαναρωτούσαν, πάλι όχι θα ξαναέλεγαν.
 Υπάρχουν ακόμη κι αυτοί που επιτίθενται κατά του Εθελοντισμού. Υπήρξαν ακόμη και συνάδελφοί μου γιατροί που δεν δίστασαν να το κάνουν. Κάτι τέτοια βέβαια με θλίβουν, αλλά και με γεμίζουν  κουράγιο, και δίδουν στο εγχείρημα ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πρέπει η προσπάθεια να έχει τέτοια ορμή που να μην τη σταματούν οι μικρότητες.
 Να όμως που ο Εθελοντισμός βαδίζει καλά. Αντιμετωπίζει δυσκολίες μα βαδίζει καλά. Το βεβαιώνει το πλατύ χαμόγελο που μου χαρίζουν οι καθημερινοί ζεστοί άνθρωποι. Το χέρι γράφει γρηγορότερα και η καρδιά χτυπά πιο δυνατά. Τα όποια προβλήματα θα ξεπεραστούν και τα χαρούμενα πρόσωπα θα μας ανταμείψουν στο πολλαπλάσιο.
 Αρκεί να υπάρχει εμπιστοσύνη. Ήρθε και με βρήκε η Λιλιάνα φορώντας το πλατύ της, καλοκάγαθο χαμόγελο. Ναι, θα προχωρήσομε, το συμφωνήσαμε! Δεν θα μας σταματήσουν οι μικρότητες. Το τραίνο του Εθελοντισμού περνάει ολόφωτο και η Λιλιάνα κάθεται μέσα μαζί με πλήθος άλλους, που μας γνέφουν και μας χαιρετούν. Πάνω στο βαγόνι είναι γραμμένη με μεγάλα γράμματα μια λέξη: ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ.   



                  Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ


                                                        
  Όσο απλό είναι να αισθανθείς μέσα σου την Τέχνη, τόσο δύσκολο είναι να μιλήσεις γι αυτήν. Ζήτησα από ακριβούς φίλους, ανθρώπους που την υπηρετούν, να με βοηθήσουν να πλησιάσω την Τέχνη και μάλιστα να πλησιάσω την ουσία της με λόγια απλά, χωρίς υπερβολές και φανφάρες. Να λοιπόν τι περίπου κατάλαβα και τι μπορώ να γράψω για την Τέχνη:
  Η τέχνη φαίνεται πως δεν ερμηνεύεται ούτε με πολιτικά ούτε με καλλιτεχνικά κριτήρια. Ούτε οι σχολές, τα υλικά, οι τεχνοτροπίες, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, οι συζητήσεις, οι φιλοσοφίες ούτε τα κείμενα την ερμηνεύουν.  Η τέχνη ερμηνεύεται μόνο με τέχνη, όπως ο πιανίστας ερμηνεύει τη μουσική σύνθεση σύμφωνα με αυτό που ο ίδιος αισθάνεται. Η τέχνη δεν είναι επιστήμη. Δεν έχει σχέση με το μάρκετινγκ, τους πλειστηριασμούς και τις τιμές, όλα αυτά είναι ξένα σώματα.
    Η τέχνη είναι ο έρωτας με την πλατύτερη σημασία της λέξης, είναι η έκφραση και το ξεχείλισμα της πληρότητας. Δεν υπακούει σε θεωρίες, αντίθετα τις διαψεύδει μονίμως. Έχει τη δική της λογική και δεν ερμηνεύεται με λόγια. Η τέχνη δεν είναι μαχητική ή ήρεμη, αλλά είναι σαν τον άνεμο που άλλοτε είναι άγριος και δυνατός και άλλοτε γαλήνιος.
  Η τέχνη δεν μορφώνει, αλλά κάνει κάτι περισσότερο: Σε συνδέει με το μυστήριο του κόσμου και της ύπαρξης. Η Τέχνη δ
εν έχει πατρίδα, ανήκει στους αθώους είτε αυτοί βρίσκονται στη φυλακή είτε πρόκειται για τον αυστηρό διευθυντή της απέναντι επιχείρησης. Η τέχνη απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους αλλά είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιοι είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι. Παίζει με τις αισθήσεις περιφρονώντας την πεζή λογική, την εκχυμωμένη από κάθε ίχνος αισθήματος. Εκφράζει την χαμένη αρμονία της ζωής μας, μιας ζωής συνήθως βυθισμένης στη σκληρότητα των ανθρώπων και στην καθημερινή πάλη για επιβίωση.
 “Τέχνη και τ’ όνειρο και η ζωή και η ποίηση και η πράξη”.  (Κ. Παλαμάς).



                  ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ

                                                             
Ύμνος στο καλοκαιράκι. (Λίγα πράγματα άλλωστε αξίζουν για να τα υμνεί κανείς σήμερα).
Ανασαίνει το καλοκαιράκι πάνω στη φουντωμένη κληματαριά. Η θάλασσα ζεστή, ο ήλιος καυτός, μπαράκια το βράδυ, συναυλίες, αναγεννησιακό και λοιπά, τι να σας λέω! Εγώ για να είμαι ειλικρινής θα ήθελα και λίγο Κορνάρο και λίγο Χορτάτση!
 Η Ρίτα με χαιρετά από μακριά πλατσουρίζοντας στα νερά με απόλαυση.
-Το καλοκαίρι, μου έχει κάνει κεφαλοκλείδωμα και δεν θέλω να με αφήσει, είπε ναζιάρικα. Τα έχω πάρει…
Η Ρίτα βρισκόταν στον κόσμο της. Μιλούσε τη διάλεκτο που έχει καθιερωθεί πια από τα κάτω (από τους νέους) προς τους υπόλοιπες ηλικίες. Εγώ πάλι μιλούσα μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης πλέον πόλεως, της οποίας είμαι ένας από τους λίγους (φαντάζομαι ) νοσταλγούς.
 Φυσούσε εκείνη τη μέρα. Το πέλαγος ήτανε βαθύ, σκούρο, αγριεμένο, άφιλο, λες και δεν άκουγε τα εκατομμύρια μαντινάδες που απάγγελλαν οι συντοπίτες μας για χάρη του, για το πέλαγος το Κρητικό, με ομοιοκαταληξίες, παρομοιώσεις, συνηχήσεις και παιχνιδιάρικη διάθεση. Μαράθηκαν τα δελφίνια μου στον ωκεανό, σαν όνειρα μέσα σε άνυδρες ψυχές.
-Θάλασσα πλατειά, σ’ αγαπώ βαθιά. Ότι και να γίνει εγώ θα σας αγαπώ, εσένα και το καλοκαίρι το Ελληνικό το ασυμβίβαστο. Δεν μπορείς να κρυφτείς από το καλοκαίρι όπως δεν μπορείς να κρυφτείςο να παραδίνεσαι στην τρέλα είναι από τα λίγα πράγματα που σε κρατάνε λογικό... από τη ζωή. Ο συνδυασμός του καλοκαιριού με τη θάλασσα είναι μια αληθινή τρέλα. Και τ



            ΚΙΝΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ


 Το κινητό και το αυτοκίνητο είναι οι δυο πύργοι που υψώσαμε για να μας κρύβουν τον ήλιο. Εμείς οι ίδιοι τους υψώσαμε, ώστε, καλά να πάθομε, που ζούμε τώρα στη σκιά τους. Το πρώτο ακτινοβολεί τον εγκέφαλο ραγδαία κι αχόρταγα, το άλλο ρυπαίνει ασύστολα τον αέρα.
 Τα θύματα του κινητού ασχολούνται νυχθημερόν με την …πληκτρολόγηση. Τα θύματα του αυτοκινήτου πάλι ψάχνουν απελπισμένα για να βρουν τον πολυπόθητο χώρο στάθμευσης.
 Ανίκανοι να τιθασεύσομε τα δυο αυτά θηρία που εμείς δημιουργήσαμε και εκθρέψαμε, κινητό και αυτοκίνητο, σερνόμαστε μάταια πια πίσω από την πλασματική ευτυχία που μας παρέχουν, ανίκανοι να αντιληφθούμε πως ο πραγματικός ωφέλιμος χρόνος που για ζωή μας μένει, συμπιεζόμενος  μικραίνει.
 Υπάρχει λύση; Με την επικρατούσα άποψη και φιλοσοφία για τη ζωή, φοβούμαι  πως όχι. Το τραγικό είναι πως τα τροχαία θερίζουν, ενώ ο βομβαρδισμός του εγκεφάλου μας από τη μη ιονίζουσα  ακτινοβολία των κινητών και των κεραιών θα έχει άγνωστες συνέπειες για την υγεία μας.
 -Περιβαλλοντολόγοι, Μελλοντολόγοι, Οικονομολόγοι, Ογκολόγοι, τρέξετε σας παρακαλώ και δώστε μας κάποια λύση. Για μια μελλοντική κοινωνία ίσως, μακρινή και προς το παρόν άπιαστη.
 -Άκου! Γίνε εσύ Αργώ κι εγώ θα γίνω Ιάσωνας. Είναι η μόνη λύση, σου το λέω.  Το μόνο σίγουρο είναι το Ταξίδι.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου